/τ•?

(

->

Τλ ΓΝΗΟΙΧ ΧΝΤΙ-Ρϊ'Πλ γΠΟΓρλφΟ^^ΤXI ΧΠΟ ΤΟΝ ΟγΓΓρχφ^Λ

,.«^•<ί« <*:«'.■-**»" ''

^

^ΓΓβ-ίϊΟΥ

Ηρωικο

ίΥΐΥΘΙΟΤΟρΗΜδ

εΚΛΟΟΗ ΤΤεΚΙΤΤΗ

ΒΙΒίίΙ0ΙΤα)(16Ι0Ν ΤΗ0'€0Τ13€» Ι.Δ.1<:θλΓΐ9ρθΥΚ€ΐ^«9.θ

/#

ί^^-^'"•

Β:

•/%'

ντο Γιο Μ^

ΤΟ^Γ^ηΐΚΟΝΟΗΜή

Η χα)ρ' χγτΗ, πογ θοθιίκ ΜΟ^ <χχ\ κοίτα.

τογα λΝθίΝογο τηο θΗαχγρογο ατροϋΝβι Μπροοτλ αογ•

Δίκοα αογ ο κοομοο ολοο, μλ κγ ΧΓΙ' 0Λ0Ν€

ΤΟΝ ι<ο^ΜΟ, ατΗΝ πχτρίΔχ οογ \\2^ Δουαβιο την κχρΔίχ αογ.

ΟίΈΤΗΕ (€'€λ€μΗ» τοΰ β' €(Ί>άουστ» μβτάφρ. θρ. Οταύρου)

.!*'*

"Ι||!

νσ&Ιβ^ες Ζ^ βυΪ€νίχ6Ίυ:Γ/\-(Τ \<Ιι>(Η0ίθ^

ό& {Λίάίν\^κό& βΤνοα [^,άηΡϋΥϋΙ βίΗηάν οί(^ωνβς νογ ?% δ^ίδ^

οο^^τπΐόν υτ^Ζύς ^έ^ΗβάΥ δέι/ εχβι αΐΠΌίΛβίνβί (^Ηδ6 οκόνΗ.-^ναως β[ω ηΧββΗςφΐωχός κΤίζο^ιβ^ςβέ Ι^ί

ο^^^νΓβς, Η Ηα?\0(5υνΗ (52\$ ή" Η

ζ^ξ^άΐ^ δεξιοουνΗ να διο,^ωόΐυ.

.«ΐΙΙω,ΙΛίι.. " *' ΠΙ

Ρ

ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

στρατοκόπος πού δ^ασχίζει τόν ανα- τολικό Μοριά τραβώντας κατά τό νό- τιο κόρφο του, σάν προσπεράσει της Νεμέας τΙς σκυθρωπές κλεισοΟρες καΐ τΙς λαγκαδιές, βλέπει σέ λίγην ώρα ν' ανοίγεται μπροστά του, φαρ- δύς κι ολόφωτος, §νας μεγάλος κάμπος καρπερός. Κάτω άπό τόν πλατύ- στερνο θόλο τ' ούρανοΟ, πού πρΙν άπό λίγο τόν λιβάνιζε ερημικά μέ τόν ανασασμό του τό θυμάρι, τώρα μια βλάστηση χαρούμενη απλώνε- ται. Είναι μιά χώρα τ^μερη, μέ γη αφράτη καΐ παχειά, σάρκα δλο χυμό, πού στέκεται παραδομένη ολοχρονίς, ατάραχα, στή μυστική κυοφορία,

ευλογημένη τούτη χώρα είναι 6 κάμπος ό αργολικός.

11

Ό στρατοκόπος πού πορεύεταο κατά τα νότια, περνώντας κάτω άπό ψηλές, γλυκόθροες λεύκες, νιώθει σέ λίγο τον αέρα γύρω ν* άλαφρώ- νεται. Κάποια φρεσκάδα διάχυτη, κάτι καινούργιο κι αγνό, άναφτερώ• νει την ανάσα. Δεξιά άπδ τόν κάμπο, πού ήρεμα απλώνεται φεύγοντας πίσω, μια φωτεινή γραμμή, αδιόρατη ϊσαμε κείνη τή στιγμή, ξάφνου φαρδαίνει, παίρνει ζωή, σπιθίζει, χρωματίζεται. Είναι ή θάλασσα. Με- ρικά βαλτονέρια απόμακρα, κρυμμένα πίσω άπό βούρλα αγκαθερά, γλυ- κομυρίζουν μέ τό βράδυ. Ή αστραφτερή λάμψη τοΟ πόντου άντικαθρε- φτίζει αύγατισμένο τό φέγγος τ' ούρανοΰ. "Ομως έκεϊ, στό βάθος τοΟ χοτζίοΌ, φράζοντας τόν κάμπο, μιά γλώσσα βραχωμένη ξεπετιέται άπό- κοτα άπό τή στεριά, βουτάει μέσα στή θάλασσα καΐ κλείνει τόν ορί- ζοντα μ' αδέκαστη καϊ σκυθρωπή ορμή. Μοιάζει, καθώς τήν κοιτάζεις, σά θεόρατο πέτρινο λιοντάρι, πεσμένο καταγής μέ τήν κοιλιά, τό κε- φάλι του άγριωπά στυλωμένο, καΐ πού τεντώνει τό Ινα του ποδάρι για νά κρούσει πεισματερά τό γαλανό κύμα.

Πάνω στό ακρωτήρι τοϋτο, πού φράζει μέ τον τεφρό του δγκο τόν κρουσταλλένιο ορίζοντα, μιά πολιτεία πανάρχαιη είναι κουρνιασμένη. "Αρχόντισσα άλλοτε, τώρα άπολησμονημένη καΐ γριά, κρατεί τό ίδιο πάντα ακριβό δνομα. Είναι τ' Άνάπλι. Τα τειχιά της υψώνονται ακόμα, οδοντωτά κι αγέρωχα, συμμαζεμένα σέ προαιώνια στάση ανήσυχης απαντοχής. Άγριωπό καΐ μέ σμιχτά φρύδια τ' δρ^οατηιιν/ο πέτρινο κεφάλι λαγοκοιμαται, κι δμως έτσι πού τό κοιτάζεις νιώθεις πω; μέσα στον ύπνο του δέν άποξεχνιέται ποτέ. Στητό, αύτιάζεται αδιά- κοπα τόν άνεμο της θάλασσας, όσμίζεται καΐ καρτερεί.

Έκεϊ, στην αντρειωμένη κι ομορψΎ] τούτη πολιτεία, είχε στυλωμένο τό μάτι του, άναθυμούμενος κάποια παραμύθια της γριάς βάγιας του, δ νεαρός καβαλάρης πού, κάποιο φθινοπωρινό δείλι τοΰ 1292, περ- νούσε άρ'{οποργι\ιί'/ος τόν αργολικό κάμπο. Ό ήλιος έγερνε δεξιά, πάνω στ' αρκαδικά βουνά, γλιστρώντας σά μπάλλα σύφλογη μέσα σέ σύννεφα κοκκινωπά, κουρελιασμένα. Κάτω άπό τΙς ψηλές λεύκες τοΟ ζρόμοο πλή θαινε, υγραίνοντας τόν αέρα, ή νοτερή σκιά, Ινώ τό χώμα, ποτισμένο ακόμα άπό τήν πρωινή ^ρογΎ], Ικανέ μαλακό καΐ Ζύα'Λολο τό βάδισμα τοΰ άλογου.

Τά δειλινά τοΟ φθινοπώρου είναι κοντόπνοα. Ό καβαλάρης, άν καΐ προχωρώντας μέ κάποιον κόπο στό νοτισμένο χώμα, Ιδωσε μιά αχροφτ] στ' άλογο του προς τά δεξιά, γιά νά ζυγώσει κάπως τό γιαλό καΐ νά συντομέψει Ιτσι τό Ζρ6\ιο πού τόν χώριζε άπό τήν πολιτεία. Εϊτανε νέος, παιδάριο, ίσαμε είκοσιενός είκοσιδυό χρονών. Τό κεφάλι του τό κρατούσε ψηλά, ξεσκούφωτο, μέ τό ^^{ίρΐύχο ϊγ.εΐ'^ο τεζάρισμα τοΟ λαι- μού, τό γνώριμο στους εύκολοφάνταστους ανθρώπους, καΐ τά πυκνά, μέ μαλακούς κυματισμούς μαλλιά του, τά βαθυκάστανα, κατέβαιναν στρου• φίζοντας χαϊδευτικά ίσαμε πίσω, στον άακρο κρουστό αζίργ.ο. Έ φορεσιά του έμοιαζε παράταιρη καΐ παλαιική σχετικά μέ τό"^ προχ<ύρ•η\ιί'^ο τούτον αιώνα. Ένα καββάδι κίτρινο, φτηνό, άπό κετσέ, τοΰ Ισφιγγε ίσαμε τή μέση τόν κορμό, μέ κρεμαστές γλώσσες πού κατέβαιναν πίσω στους γλου- τούς κι εμπρός, στά σκέλια. Τό κατακόκκινο σωκάρδι του, σέ σχέδιο μον- τέρνο, φράγκικο, κρεμούσε ανάμεσα στά κροσσωτά τουφία τών ώμων τά

12

μυτερά του φαρδομάνιχα, ένώ άπ* τή μέση κ* Ισαμε κάτω στά μεριά του σούφρωνε μια παιχνιδιάρα φουστανελλ(τσα. Τά γόνατα του τα είχε γυμνά, κατά τό συνήθειο τών Βυζαντινών, καΐ τά τσαγγία πού φοροΟσε στά νευρωμένα πόδια του δέν εϊτανε μακρομύτικα καθώς τών Φράγκων, παρά εφαρμοστά στά νύχια, στρογγυλά καΐ δεμένα ίσαμε πάνω στή σφι- χτή γάμπα με πέτσινα σταυρωτά λουριά. ίΪΊ είχε μανδύα στους ώμου: του. "Ομως §να κοντό σπαθί, με φαρδειά λεπίδα καϊ σταυρωτή λαβή, κρε- μόταν άπό φθαρμένο τελαμώνα κι άναπηδοΟσε βαριά, σιγοκρούοντας τό εδρωστο πλευρό τοΟ άσπρου άλογου.

Ό παράδοξος τοΟτος καβαλάρης, κράμα στή φορεσιά του άπό αιώ- νες πού είχαν περάσει κι άπό αιώνες πού έρχονταν, Ισφιξε στή δε- ξιά του γροθιά τά ρέτενα, στήριξε τήν αριστερή του λεβέντικα στή μέ- ση, καΐ μέ τά σφυρά τών ποδιών του χτύπησε απανωτά τήν κοιλιά τοΟ ζώου. Είταν 2να ^■^ίρ{ώ•γο φαρί μέ μάτι ολοστρόγγυλο, σπιθάτο, σγουρή χαίτη στον 6\όρ%ο τράχηλο. Βάδιζε τώρα δύσκολα, μέ νευρικά τινάγματα τών ποδιών καΐ κάποια περήφανη αποστροφή, ξεκολλώντας τΙς οπλές πού πλαταγίζανε μουγγά στό (ίουρκοτόπι. Ό αναβάτης ίσως θά τό γύριζε πάλι στή στέρεη δημοσιά, πού τήν είχε παρατήσει πρΙν άπό λίγο, άν δέν είτανε κάποιο φυσικό πείσμα τοΟ χαρακτήρα του πού τόν κρατούσε πάντα αμετανόητο γιά κάθε του απόφαση. ΆντΙςγι' αυτό, τράβηξε πάλι πίσω, ξερά, τά ρέτενα καί ξαναχτύπησε μέ τά σφυρά, επίμονα, τά πλευρά τοΰ άλογου.

Οί αναθεματισμένοι οί Φράγκοι Ιχουσι σπιρούνια άπό μάλαμα, είπε μεγαλόφωνα μέ σφιγμένα δόντια καΐ φρύδια σμιχτά, κ' εγώ οδτε κάν σιδερένια.

Αλήθεια, δέ φαινότανε πλούσιος. Ή φορεσιά του, πού Ιδειχνε άν- θρωπο ούτε γνήσια στρατιωτικό, ούτε κι ολότελα ειρηνικό πολίτη, είχε κάτι τό τριμμένο, τό φτωχικό καΐ τό προκλητικό μαζί. Έβλεπες πώς ή πρόθεση τοΟ παιδάριου είτανε νά φαντάξει, δμως μέ τρόπο στανικό. Μονάχα μέ τό φαρί του, τό ζωηρό καΐ περήφανο, έμοιαζε νά 2χει Ενα είδος συνεννόηση βαθύτερη ό καβαλάρης. Μ' δλο πού τά πήγαιναν αδιάκοπα κόντρα οί δυό τους, μ' δλο πού ή πορεία τους είτανε μιά ατέλειωτη σειρά άπό μικρό - επεισόδια, καβγάδες καΐ ξεσυνέριες, ό Ινας Ινιωθε τόν άλλο στην εντέλεια, είτανε κ* οί δυό τους τό ίδιο ζωηροί, τό ίδιο ανυ- πόταχτοι καΐ νέοι. Ή παλάμη τοΟ παιδάριου συχνά, στΙς αφαιρεμένες στιγμές της, ανέβαινε αργά, μέ τρυφερή άπαλότητα, άπό τά φαγωμένα ρέτενα, νά χαϊδέψει τόν ΐ!ί^%{ύ^ίΊ0 χράγγιλο τοΰ ζώου.

Έλα γεια σου, Άστρίτη... Τάχυνε τό βήμα νά προψτάοο\}\ί£ πρΙν κλείσει ή πόρτα της Στεριάς, είπε δ καβαλάρης πού είχε τή συνή- θεια νά στοχάζεται μεγαλόφωνα.

Τό ευγενικό φαρί, μπαίνοντας; μέ τό πρώτο στό νόημα, τέντωσε τις νεΟρες τών ποδιών του, τίναξε πίσω τό κεφάλι του κι άρχισε νά τρι- ποδίζει ρυθμικά, μ* δλο πού ό βούρκος, πλατσουρίζοντας, τοΟ πιτσίλιζε τήν κοιλιά. Ξάφνου δμως, δίπλα σέ κάτι βούρλα αφύσικα θεριεμένα, πού ψηλώνανε σάν καλαμιές, άφησε Ενα κοφτό, τρεμουλιαστό βρούχισμα καΐ τινάχτηκε αριστερά, αποστρέφοντας τό κεφάλι του μ' αλαφιασμένη

13

άηδ(α. Στύλωσε τά μπροστινά του τα ποδάρια καΐ στάθηκε σαν καρφω- μένο, μέ μάτι άγριωπό.

Τίποτα νεροπούλια θά είναι κουρνιασμένα μέσα στους βάλτους, στοχάστηκε μουρμουριστά δ καβαλάρης.

Κι αλήθεια. Καθώς, σουφρώνοντας τά φρύδια του, Ισκυβε λίγο τό μέτωπο του να σαγιτέψει μέ τό βλέμμα τά ψιλόλιγνα αγκαθερά νερό• χόρτα, είδε έκεΐ πίσω κάτι άσπρο, καθισμένο χαμηλά, ν* άργοσαλεύει. Περίμενε μιά στάλα νά φλετουρίσουν τά πουλιά γιά νά τραβήξει πάλι, ανενόχλητα, τδ δρόμο του. "Ομως τδ &στζρο σημάδι, κάμποσο μεγάλο άν κι ακαθόριστο, Ισκυψε τώρα χαμηλότερα καΐ στάθηκε κι αύτδ ασά- λευτο, σά γιά νά περιμένει.

Έ σύ, εκεί -πίσω ! φώναξε δ καβαλάρης, υπονοιασμένος ξαφνικά πώς αδτδ πού κρυβόταν Ιτσι μπορεί νά είναι κι άνθρωπος.

Δέν Ιλαβε απόκριση.

Γύρισε τ' άλογο του καί, χτυπώντας το πραϋντικά στδ σβέρκο, τδ έφερε ίσια μπρο(3τοί στά μεγάλα βοϋρλα. Περίμενε ακόμα λίγο, ψάχνον- τας μέ τδ βλέμμα. Τστερα έσυρε τδ σπαθί του, Ιγειρε άπδ τδ άλογο καΐ σπάθισε οργισμένα, δεξιά -ζερβά, τά σκληρά χορτάρια.

Τά βούρλα λαστιχάρανε βιτσίζοντας τδν αέρα κι ανάμεσα τους, χα- μηλά στή γη, πρόβαλε σέρποντας Ινα κεφάλι άνθρωπου.

Φρόνιμα, φρόνιμα, αφέντη ΣγοΟρο ! κάνει μιά λιανοτρέμουλη συρτή φωνή. Καλησπέρα της εύγενίας σου.

Ό άνθρωπος πού πρόβαλε Ιτσι, σχεδδν μέ την κοιλιά, σά ζώο αμ- φίβιο, άπδ τδ βαλτοτόπι, είταν ένας ^ίροζ. Στδ μακρουλό κρανίο του φορούσε μελιτζανί μάλλινο ον,οΟ'^ιο, ψηλδ καΐ μυτερό, κι άπδ κάτω κου- κούλα κίτρινη, εφαρμοστή, πού κατέβαινε νά δεθεί γύρω στδν άσαρκο λαιμό του. Τδ \ί.οΰτρο πού τέντωνε [ΐπροοχά, γελώντας, εϊτανε λιπό- σαρκο, γυαλιστερό σάν άπδ λίγδα, καί γύρω στδ ξεδοντιάρικο στόμα πού έχασκε περιγελαστικά, κάποιες τρίχες ανάριες, μέ χρώμα αμφί- βολο, φυτρώνανε κατσαρωτές. Τά μικρά του μάτια, πολύ ζυγωτά στδ ριζομύτι, ρίξανε μιά στιγμιαία λάμψη, πράσινη καΐ σκληρή.

Πάντα σου αψύς, πάντα σου αψύς, είπε ό γέρος μέ τη στριγγιά του τή φωνή πού έβγαινε άπδ τή μύτη σάν ήχος βραχνής σάλπιγγας. ΚαΙ σπαθί βλέπω! Συχαρίκια... "Οπως ταιριάζει στους αφεντάδες... "Ομως γιά νά ξέρεις πώς έγώ δέν είμαι σπιούνος, Φράγκος άπδ τδ στό- μα μου δέ θά τδ μάθει πώς είδα Γραικό αρματωμένο.

ΚαΙ γέλασε κούφια, μέ μορφασμό έμπαιχτικό. Ό καβαλάρης στάθηκε απορημένος, δίβουλος. Κατέβασε αργά - αργά τδ χέρι πού κρατούσε τδ σπαθί, άνοιξε τδ στόμα του κάτι νά πεΤ, μά σύγκαιρα μετάνιωσε καΐ σούφρωσε μέ πεισματάρα αμηχανία τά φρύδια.

ΤοΟ λόγου σου ήσουνα, μεσσίρ Καφούρη ; Ικανέ τέλος ψιθυρι- στά. Δέν τδ περίμενα νά σέ βρώ Ιδώ.

Κάτι ψιλοδουλειές, γεροντικές ιδιοτροπίες. Ψάρευα άπδ τδ με- σημέρι.

Λέγοντας, ανασηκώθηκε στδν αγκώνα του, καΐ τότε φάνηκε πώς φοροΟσε 2να μακρύ, ίσαμε κάτω στους αστραγάλους πράσινο άντερί, κεν- τημένο πλούσια στδ στήθος, στους ώμους καΐ στΙς φάσες τών μανικιών.

14

ΕΙτανε βαρύ, άπό ακριβή όλόκρουστη στόφφα, χαΐ σ' έπιανε λύπηση μάκι απορία νά τό βλέπεις έτσι πιτσιλισμένο άπό τΙς λάσπες ίσαμε τα γόνατα.

Ψάρευες μέσα στό βοΟρχο ; έκανε ό καβαλάρης νευριασμένος, νιώθοντας πώς τόν γ-οροίζ^όου•^.

"Ημουνα πιό έξω, δδπία Μδάοηπδ ! αποκρίθηκε & ^ίρος άγα- ναχτισμένος τάχα. Στα βαθειά. Έχω μαζί καΐ τή βαρκέτα μου, νά, έκειδά αραγμένη. "Ο, τι είχα γυρίσει, πού λές, κι άπεσκάλωσα κομμάτι νά ξαποστάσω.

Ή προφορά του είταν ολοφάνερα ξενική, ό τόνος της φωνής του τραγουδιστός. Τοβλεπες αμέσως πώς είναι Γενοβέζος. Έκεϊ-κάτω, στα χαμηλά τοϋ τραχωνιοΟ καΐ πίσω άπό τό θαλασσινό τειχΐ τ' *ΑναπλιοΟ, είχε τό εμπορικό του, ένα πολυδαίδαλο καΐ σκοτεινό μπουντροΟμι, σταμνιά μέ λάδι, βαγένια μέ κρασί καΐ πιθαράκια μέ ροδόσταμο. Έκανε εμπόριο εξαγωγικό κ' εισαγωγικό μαζί. "Ομως, απάνω, στό σπίτι του πού είτανε στά ψηλώματα της πολιτείας, εκεί στή ράχη τοΟ ρωμέϊκου τραχωνιοΟ, λέγανε πώς είχε μιαν υπόγεια γιστέρνα γεμάτη κιούπια μέ μανουη- λατα, πέρπυρα καΐ τορνέζα, ολάκερο θησαυρό, τά κεφάλαια της πασί- γνωστης στην Ανατολή Τράπεζας Γκαφφόρε.

Δέν είταν ωστόσο σεβασμός γιά τό χρυσάφι πού έκανε τό νεαρό καβαλάρη νά συγκρατήσει τήν οργή του. Συλλογίστηκε μονάχα πώς ό Γενοβέζος γέροντας είχε μιά κόρη Μπιάνκα τή λέγανε πού, τΙς νύχτες τΙς άσέληνες, συνήθιζε ν' ανοίγει αθόρυβα τό μικρό πορτί τοΟ περιβολιού της καΐ νά δέχεται στην αγκαλιά της καΐ στό κρεββάτι της τόν τωρινό συνομιλητή τοΟ πατέρα της.

Σήκωσε τά μάτια του τό παιδάριο, είδε τόν ουρανό πού βάραινε πάλι άπό σύννεφα βουρκωμένα, τό βράδι πού κοντοζύγωνε χορ^ό, κ* είπε τοΟ -(ερου, μέ μυστικό καρδιοχτύπι :

Δέ θά γυρίσεις απόψε σπίτι σου, μεσσίρ Ματτέο ;

Πώς, πώς, καΐ βέβαια! Νά, τώρα - δά άβαράρω, κι ως πού νά στρίψεις μέ τό φαρί σου σ' εκείνες - εκεί τΙς καλαμιές, θά μέ ιδείς αγνάντια σου νά τραβώ ίσια γιά τό λιμιώνα.

Δέ θά προλάβεις, παρατήρησε μέ κάποιο υπόλοιπο ελπίδας τό παιδάριο. "Οταν φτάσεις, θάχουν κλείσει οί σιδερόπορτες.

μπα, μπά.,.ΈτοΟτο - δω τό πασσάτζιο, έγώ τό κάνω αστραπή. Έ αλήθεια είναι πώς ό Ματτέος Καφούρης Γκαφφόρε τόν έλε- γαν οί όμόεθνοί του ξενυχτούσε συχνά - πυκνά έξω άπό τήν πολιτεία. Είχε ένα κάποιο λιοστάσι μέ σπίτι εξοχικό στά περίχωρα, όμως οΕ χρεοφειλέτες του, πού δέν^ τ<5ν χώνευαν καΐ πάσχιζαν νά τόν δυσφημί- σουν, θύμιζαν χαμηλόφωνα πώς είχε κι αδερφό τόν Αντρέα Γκαφφόρε, τόν περιβόητο κουρσάρο, καΐ πώς ή αφεντιά του ό τραπεζίτης τ' *Ανα- πλιοΟ είταν συνεταίρος στην επιχείρηση.

"Αν δέ σφάλλω, θά ήσουν στά χτήματα σου πάλι, αφέντη ΣγοΟρο, έκανε γελώντας άφωνα, μέ μισόκλειστα τά ζαρωμένα μάτια του, ό Γε- νοβέζος.

Ό καβαλάρης κρυφοδάγκωσε τά χείλη του, σημείο πώς πειρά- χτηκε. *Όρθωσε μ* αξιοπρέπεια τό κορμί του, έσφιξε μέ τά γόνατα τή μαδημένη σέλλα καΐ παρατήρησε αγέρωχα :

15

Πρώτο που δέ μέ λένε Σγουρό άλλα Σγουρό. ΚαΙ δεύτερο, κα- θώς τό ξέρεις πολύ καλά, μεσσίρ Ματτέο, ό φίλος σου 6 νοτάριος δέ θέλει ν' αναγνωρίσει τα δικαιώματα μου πάνω στά χτήματα.

Ό Γενοβέζος γέλασε λίγο, σιωπηλά, ψαχουλεύοντας με τα κοκκα- λιάρικα καΐ στραβά του δάχτυλα τα γένεια του, σα να βαθυστοχαζόταν.

Τό 2να είναι σχετικό μέ τ' άλλο, αποκρίθηκε τέλος κοιτάζον- τας κάπου λοξά. Έγώ, μα την ψυχή πού χρωστάω στό θεό, τό πιστεύω μ' δλη μου τή δύναμη πώς είσαι Σγουρός, §νας βέρος, να ποΟμε, Σγου- ρός, άπό τους παλιούς εκείνους αφεντάδες. "Ομως κι ό νοτάριος, βλέ- πεις, έχει τό δίκιο του. Τα χαρτιά πού τούδειξες πάλι τιρογτίς, δέ μπόρεσε, δσο κι άν πάσχισε δ άμοιρος, νά τα βρει, λέει, σέ τάξη. Κάτι τις ανώμαλο φαίνεται νάναι στή μέση, μπορεί κι άπό μέρος της φαμί- λιας της μάννας σου.

Ή κουβέντα του γέρου είταν γεμάτη υπονοούμενα καΐ πειράγματα, δμως ή τελευταία προσβολή, ιδιαίτερα, έκανε τό νεαρό καβαλάρη ν* α- ναπηδήσει. Εϊτανε γνωστή μέσα στην πολιτεία ή εύθιξία του πάνω στό περιμάχητο ζήτημα της γνησιότητας του.

Είμαι λοιπόν μοί3λος, ε ; Ικανέ γελώντας νευρικά, μέ σφιγμένα δόντια, καΐ τα μάτια του τίναζαν αστραπές. Καλά, καλά, μεσσιρ Κα- φούρη. "Οπως αγαπάς! Έγώ δέν είμαι σέ θέση τώρα νά πάρω βέβαια τό δίκιο μου άπό τό νοτάριο, μετρώντας του πέρπυρα, καθώς τό κά- νουνε κάποιοι άλλοι... "Ομως ελπίζω νά τ' αποδείξω αλλιώς μιά μέρα, καΐ σ* εκείνον καΐ σ' αυτούς, ποιος είμαι.

ΚαΙ μέ τήν -κίμποαο αόριστη τούτη φοβέρα, ό Σ'{0Όρ6ζ γύρισε από- τομα τ' άλογο του κατά τή δημοσιά, παράτησε τό Γενοβέζο δίχως νά τόν χαιρετήσει καΐ τράβηξε γιά τ' Άνάπλι καλπάζοντας μανιακά.

'Εκεϊνο πού τόν είχε περισσότερο πειράξει, καθώς γίνεται συχνά, εϊταν ή αλήθεια. Τόν είχε μαζέψει μέσ' άπό κάποιο σπίτι χτυπημένο άπό τό Χάρο, μιά φτώχεια κι άκληρη γυναίκα πού στάθηκε αργότερα ή βάγια του. Δέ γνώρισε ποτέ πατέρα. Μεγάλωσε σ' 2να χαμόϊ, έκεϊ πάνω στις ερημικές πλαγιές της Ακροναυπλίας πού τΙς δέρνει αδιά- κοπα ό αψύς άνεμος τοΟ πελάγου. Ή μάννα του, ξεψυχώντας, τοΟ είχε αφήσει τήν παραγγελιά πώς έπρεπε νά λέγεται Σ'^ουρδς κι δτι τό γέ- νος του, άν κι αφανισμένο τώρα, είχε σταθεί κάποτε μεγάλο καΐ τρανό στον τόπο. Ποιοι ακριβώς δεσμοί συγγένειας τόν έδεναν μέ τους αρχον- τικούς, τους υποτιθέμενους προγόνους του, δέν εϊτανε γνωστό. Τόν βά- φτισαν Νικηφόρο• σα μεγάλωσε ωστόσο καΐ θέλησε νά επιδείξει τό οικογενειακό του δνομα, συνάντησε τόν περίγελο τοΟ κόσμου : «Σγου- ρός ; Άπό που κι ώς ποΟ ! Τό γένος τών Σγουρών είχε σβήσει Ιδώ κα'. χρόνια* ό Λέων ό Σ-{ουρός, &ργοντ%ς τοΟ ΆναπλιρΟ καΐ τοΟ "Αργούς πρΙν άπό τή φράγκικη κουγκέστα, δέν άφησε απογόνους.» Λέγανε πώς μονάχα πέρα, στην "Ηπειρο, απόμεναν ακόμα κάτι μακρυνοί του συγ- γενείς, μά καΐ τούτοι δχι πολύ σίγουροι, μιά οίκογένεια μπασταρδεμένη, πού είχε τώρα τό αρβανίτικο παρανόμι «οί Μπούα Σπάτα».

Ό Νικηφόρος δέν απελπίστηκε. Αντίθετα: Στην περιφρονητική αδιαφορία πού τοΟ έδειξαν οί συντοπίτες του, αντιπαράταξε τό πείσμα του, μιά πρόωρη καΐ θεριεμένη αλαζονεία πού ίσως -ίσως δέ θά γινό-

16

τανε καΐ τόσο πεισματερή άν δέν είχε πρωτοξυπνήσεί σαν αντίδραση. "Εβαλε καΐ κέντησαν στό σωχάρδι του τόν "Αη - Θόδωρο, έμβλημα καΐ προστάτη των μεγάλων του προγόνων, απομονώθηκε αγέρωχα απ* δλους τους παλιούς του φίλους καΐ συμπαίχτορες. Τέλος αγόρασε, μέ τΙς οι- κονομίες της βάγιας του, §να ίλοχο, περήφανο κι ώραΐο φαρί, πράμα πολύ σπάνιο στό Μοριά, δπου τα λιγοστά άλογα τά κρατούσανε σάν εί- δος προνόμιο οί Φράγκοι.

Τά χτήματα πού διεκδικοΟσε ό Νικηφόρος Σγουρός βρίσκονταν στό γιαλό τόν άντικρυνό στ' Άνάπλι. Αυτά τουλάχιστον εϊτανε γνήσια, τί|ς μάννας του, άπό χρόνια δμως καταπατημένα, καΐ τώρα, μέ την καινούργια καΐ κάπως μπερδεμένη κατάσταση πού δημιούργησε στον τόπο ή ξενική κυριαρχία, κανένας δέ θά μπορούσε υπεύθυνα νά τοΟ πεΙ άπό ποιάν ακριβώς εξουσία θάπρεπε νά τά γυρέψει. Ό Μοριάς ολά- κερος εΙτανε πριγκηπάτο τών Βιλλαρδουΐνων, μά τ* Άνάπλι τό είχε χαρίσει δ μακαρίτης μεσσίρ Γυλιάμος στό δοΟκα της *Αθήνας, τό με- γαλότατο αφέντη Γουΐδο Ντελαρός.

Ό Νικηφόρος Σγουρός, απελπισμένος γιά τό δίκιο του άπό νοτά- ριους καΐ πρεβεδούρους, είχε καταφύγει φυσικά στή χειρότερη λύση. Κάθε τόσο, σάν τόν Ιπιαναν οί φούριες, καβαλίκευε φουριόζος τόν Ά- στρίτη, κουβαλιότανε στά «χτήματα», Ιστηνε καβγάδες μέ τους τωρι- νούς νοικοκυρέους, πιανότανε μαζί τους, φοβέριζε, Ιδερνε κανένα τους καμμιά <φορά, καϊ μέ τό βράδυ γύριζε πίσω, ξεθυμασμένος. Οί 'Ανα- πλιώτες, σάν τόν έβλεπαν νά καταφτάνει καλπάζοντας, κεραυνός, και νά μπουκάρει μέσα στή θολωτή πύλη τοΟ στεριανού τείχους, Ιλεγαν μεταξύ τους, κρυφογελώντας : «Νά κι δ ΣγοΟρος πού γυρίζει άπό τά «χτήματα» του.»

Τόν ονομάτιζαν πάντοτε ΣγοΟρο. Δέν ήθελαν νά τόν παραδεχτούνε γιά Σγουρό...

Έτσι κι απόψε. 'Αφοΰ κόντεψε ν' αναποδογυρίσει μέσα στή φού- ρια του δυό φραγκοκαλόγερους πού γύριζαν ειρηνικά άπό τά περίχωρα, μουρμουρίζοντας τό Απβ:6ΐυ5, χύθηκε μέσα στή θολωτή στοά της σι δερόπορτας, πάνω πού οί άνθρωποι τών αρμάτων μανουβράρανε τΙς βα ρειές αλυσίδες γιά νά τή σφαλίσουν. Έ βραδυνή σάλπιγγα είχε σημά νει πάνω στή μεγάλη τάπια. Τό πεταλόκρουσμα τοΟ 'Αστρίτη άντι βούιξε σάν κύλισμα βροντής κάτω άπό τή βαθειά καμάρα. Ένας άνε μος ΰπουλος, της βροχής, φυσούσε άταχτα, μέ στριψίματα, κι ό ούρα νός είχε βαρύνει άπό σύννεφα μελανιασμένα.

Στά χαμηλοτάβανα, μισοσκότεινα μαγαζάκια τής πολιτείας, τά κουρνιασμένα πίσω άπό τά θεόρατα τειχιά, κάποια λαδολύχναρα άνα βαν, σκόρπια. Ανάμεσα στά τρομαγμένα ξεφωνητά πού Ιμπηξαν οί γυ ναϊκες, παραμερίζοντας αλαφιασμένες [ΐπροοτά, στό απολυμένο &λο^ο, δ Σγουρός πέρασε αστραπή τό κάτω διάζωμα της πολιτείας κι άρχισε νά σκαρφαλώνει, καβάλα πάντα, τά καλντεριμωμένα κι ανηφορικά σοκά κια, τά πέτρινα φαγωμένα σκαλιά, πού φέρνανε στην απάνω χώρα. Ή νύχτα ερχότανε σύνταχα. Περνώντας κάτω άπό τό σπίτι τοΟ Καφούρη, σφύριξε συρτά. Δέν είταν άλλωστε κι ανάγκη : Τά καρφοπέταλα τοΟ 'Αστρίτη, αντιλαλώντας στους τοίχους δεξιά - ζερβά, κάνανε πάταγο

2 Ή Πριγκη.-ιίααα Ίζαμηώ Χ 1

δα^μον^σμένο. "Ακουσε ενα παράθυρο να τρίζει, δμως ή φόρα τοϋ άλο- γου τον είχε κιόλας συνεπάρει μαχρυά. Στράφηκε κ' είδε, πάνω άπό τόν ώμο του, Ινα αφράτο άσπρο μπράτσο να προβάλλει μέσ' άπό τα παραθυρόφυλλα. ΚρατοΟσε μια μπόλια κόκκινη, μεταξωτή, πού ανεμι- ζότανε μαλακά στο βραδυνόν αέρα. Σημείο πώς, απόψε, τόν περίμε- ναν... Ό άνεμος Ιφερε στό μέτωπο του μιά - δυό χλιαρές ψιχάλες. Έ- βιασε τ' άλογο του καί, σε λίγες στιγμές, δρασκελώντας το πλάτωμα τοΟ τραχωνιοΰ, πέζευε στη νότια πλαγιά, έκεϊ που εϊτανε τό σπίτι του κι ό στάβλος τοΟ Άστρίτη.

"Οταν βγήκε άπό τό στάβλο ό Νικηφόρος Σγουρός, είτανε πιά νύ- χτα. Πέρα, κατά τ' ανοιχτά της θάλασσας, μέσα στό πηχτό σκοτάδι, έσκαζαν φλετουρίζοντας οί αστραπές. Στάθηκε λίγες στιγμές, μέ τΙς γροθιές στους -^οψοός, τά πόδια στυλά, διχαλωμένα, ν' ανασάνει τή βα- ρεία πνοή τοΟ πελάγου. Μύριζε βροχή. Αργά -αργά, γύρισε πίσω ν' α- νέβει πάλι στό τραχώνι, γιά νά κατηφορίσει στό σπίτι τοΟ Καφούρη, έκεϊ πού ήξερε πώς, πίσω άπό τό κορτι τοϋ περιβολιού, τόν πρόσμενε ή Μπιάνκα, μυρωμένη καΐ ζεστή. Καθώς δμως άπό τό ψήλωμα έρριχνε μιά στερνή ματιά πίσω, τοΟ φάνηκε, μέσα στό θειάφινο φώς μιας αστρα- πής, πώς είδε κάτω, στό πέλαγο, τόν ίσκιο ενός μεγάλου μαύρου καρα- βιού. Απορημένος, στάθηκε νά περιμένει ώς πού νά ξαναφωτίσει. Μα- κρυά, κατά τό νοτιά, βροντούσε* μιά πρώτη, ζεστή μπουχάλα, τόν βί- τσισε κοφτά στό πρόσωπο... Ποιο είτανε τό καράβι τοΰτο πού δέν τό είχε ίδεΐ σάν ερχόταν, μέ τό σούρουπο, καΐ πού τώρα είχε προβάλει έτσι μουγγά μέσα στή νύχτα ; Περίμενε, μά ξάφνου, μέ πάταγο μεταλ- λικό, ξέσπασε ή μπόρα.

Τότε βάλθηκε νά τρέχει ίσια κατά τόν κατήφορο. "Οποιος δαίμο- νας θέλει ας εϊταν, τί τόν Ινοιαζε αυτόν ; Δυό βήματα ωστόσο προτού φτάσει στό σπίτι τοΰ Καφούρη, αναγκάστηκε νά ξανασταματήσει. Έκεϊ πέρα, αντίκρυ, καΐ πάνω - κάτω στό ίδιο σημείο δπου είχε συναντηθεί τ' άπόβραδο μέ τό Γενοβέζο, βλέπει τώρα ν' ανάβει μιά μεγάλη φωτιά.

"Ερριξε μιά ματιά πίσω, μιαν άλλη μπρος, θυμήθηκε τό άγνωστο καράβι, ξανάδε τή φωτιά, καΐ συλλογίστηκε σμίγοντας τά φρύδια του πώς κάτι τό ασυνήθιστο μαγερευότανε μέσα στην ταραγμένη τούτη νύχτα.

18

■■■■■■■■■ »^. ϋϋ..-ϋ>.»,,Β,,,Μ>.>.-,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΟΝΕΙΡΟ ΟΡΘΡΙΝΟ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΓΟΓΡΟΣ, στή ζωή του, εί- χε §να μεγάλο μυστικό. Δέν είτανε σχετικό οδτε μέ τήν κατα- γωγή του, οδτε μέ τΙς φιλοδοξίες του. Στό βαθύτερο είναι του είχε κρύψει πάντα, μ* άγριωπή περηφάνεια, δυό τρυφερότητες : Ή μια εϊταν ή γριά βάγια του, ή άλλη τ* άλογο του. Ό κόσμος της άμεσης αντίληψης είχε μεί- νει γι' αυτόν πολύ στενός. Τα βράδυα, δταν καθισμένος μέ τό ήλιόγερμα σέ κανέναν άπό τους άγριόβραχους τί5ς νότιας Ακροναυπλίας, άφηνε τη ματιά του να πλανηθεί αφαιρεμένη στό πλά- τος της ανοιχτής θάλασσας ή πάνω στά κοντινά βουνά, στοχαζόταν πώς έκεΤ - πίσω θά βρίσκονται βέβαια άλλοι κό- σμοι, άγνωστοι κι απρόσιτοι στό λογικό τοΟ άνθρωπου. Τά λίγα γράμ- ματα πού τοΟ Ιμαθε στά παιδικά του χρόνια Ινας μπεκρής καλόγερος προσκαλεσμένος για τοΟτο άπό τη βάγια του, δεν πίστευε ποτέ 6 Σγου- ρός πώς θά μπορούσανε ν' άνοίζου"^ στή φαντασία του καινούργιους ορί- ζοντες. Τά γράμματα είναι μιά πρόστυχη, μικρόχαρη δουλειά, χρήσιμη τό πολύ - πολύ γιά τους νοτάριους πού πιάνουνε καΐ κάνουνε γραφές στρεψόδικες, διαθήκες καΐ συμβόλαια γιά τους μαγκούφηδες. Συχνά, καθισμένον έκεϊ, πάνω άπό τό ταραγμένο πέλαγο, τόν πρόφταινε ή νύ- χτα. Τά βουερά κύματα, σπρωγμένα άπό τό νοτιά, έρχονταν νά βρον- τήξουνε στους βράχους κάτω, κι άκουγε μερικά πού, σκάβοντας 6πο- χθόνια τήν πέτρα, άναβράζανε κούφια, μ' ατέλειωτο παφλασμό. Άνά- γερνε τό κορμί του καΐ μισόκλεινε τά μάτια του. Τά πρώτα αστέρια, σά φυσημένα άπό τό βραδυνόν άνεμο, τρεμοσβήνανε, σπιθίζαν ή πνοή τοΟ πελάγου, αλμυρή, γλιστροΟσε δροσιστικά μέσα στά σπλάχνα του. Τότε, σάν άπό μαγεία, ή στιγμή Ισβηνε, ζάλη γλυκεία συνέπαιρνε τήν Οστερη ώρα της ημέρας, καί σάν ξανάνοιγε τά μάτια του Ιβλεπε μέ θάμπος τή νύχτα νά έχει κυριέψει, φανταστική, τήν πλάση γύρω. ΣτΙς μεταβατικές τούτες στιγμές, ξύπνιος ή λαγοκοιμισμένος δέν ήξερε ξάνοιγε οράματα εξαίσια. Ή φαντασία καΐ τ* όνειρο δένονταν Ιτσι γι' αυτόν στό ίδιο μαγικό πλεμάτι.

19

Κάποτε ξυπνοΟσε βιαστικός, Ιχοντας σκοτεινά τήν έγνοια πώς απόψε τόν περιμένει ή Μπιάνκα, αγέρωχα ανυπόμονη. Ή απαντοχή της ώρας πού θα τήν ίσμιγε τοΰ εϊτανε γλυκεία, συχνά μαυλιστική. Μά τη στιγμή πού, κουρασμένος άπό τ' αγκάλιασμα της, Οά έφευγε κλε- φτά, γλιστρώντας μέσα στό υγρό καΐ γαλάζιο φέγγος της αυγής, ένιωθε πώς είναι ανίατα βαριεστισμένος. Ό Ιρωτας της Γενοβέζας, καυτός και βίαιος, δέν τοΟ άφηνε κανένα κατακάθι τρυφερότητας. Τήν ξεχνοΟσε ολότελα, ώς πού τό κορμί του να τήν αποζητήσει πάλι.

Ή κατάχτηση της κάλλιο ή προσφορά είχε σταθεί αναπάν- τεχη, άντίχαρη τυχαία κάποιας νυχτερινής περιπέτειας :

...Ανέβαινε άρ^{θτιορΎΐ\ιί'/ος, έ5ώ καΐ τρία πάνω κάτω χρόνια, τα πέτρινα σκαλιά τοΟ δρόμου γιά τό σπίτι του, ώρα αρκετή άφοΰ ή σιδε- ρόπορτα των τειχιών είχε κλείσει, δταν, μέσα από κάποιο μισοσφαλι- σμένο καπηλειό, πετάχτηκαν νά τόν μπλον.άροΜ'^ε τρεις κλέφτες. Ό δρόμος εΙτανε βουτηγμένος στό σκοτάδι, ή νύχτα χειμωνιάτικη και βροχερή. Άγαναχτισμένος κι ασυγκίνητος, πισωπλάτισε Ισαμε 2ναν χοΧχο κ' έκεϊ ακούμπησε τή ράχη του. Μέ τό κοντό ρωμέϊκο σπαθί του, πού τό είχε στό μεταξύ τραβήξει, χτύπησε τόν Ινα, στά τυφλά. Τους άλλους δυό περιορίστηκε νά τους κρατήσει σ' απόσταση, χτυπών- τας δώθε - κεΐθε μέσα στό πηχτό σκοτάδι.

Ή πάλη συνεχίστηκε γιά λίγην ώρα, μουγγή κ* επίμονη. "Ηξερε πώς οΐ άνθρωποι τοΟτοι δεν έχουν ποτέ σπαθί, πού είναι προνόμιο μο- νάχα των αρχόντων καΐ τών στρατιωτικών, καΐ μάντευε τά μαχαίρια τους πού χάραζαν ψαχουλευτά τό σκοτάδι. Μονάχα τό μεθύσι εξη- γούσε Ινα τέτοιο πείσμα άπό μέρος τους. Τό συνηθέστερο, δταν κατά λάθος πέφτανε πάνω σ' άνθρωπο αρματωμένο, ρίχνανε χάμου δ, τι δπλο κρατοΟσαν καΐ χάνονταν, καπνός. Τά χνώτα τους, τώρα, πού ξεθυμαί- νανε κρασί, περνούσαν φευγαλέα και χλιαρά πάνω στό πρόσωπο του. Ξάφνου δμως, έκεΐ στό καλντερίμι τό γλιστερό άπό τή βροχή, τό πόδι τοΟ Σ-^ουροΰ ξεφεύγει κ' εκείνος βρίσκεται γονατισμένος χάμου. Είχε περάσει Ιτσι, άθελα, κατά τή μεριά τοΟ κατήφορου, σέ θέση μειο- νεκτική.

Κάποιο παραθύρι, αριστερά, τρίζει ανάλαφρα, δμως δέ φαίνεται οδτε άνθρωπος ούτε φώς. Τό παιδάριο είχε τιναχτεί πάλι, στή στιγμή, ολόρθο. Στό δεξί του χέρι, πάνω στό δέρμα τής ράχης, Ινιωθε μιά κρύα χαραξιά, τό αίμα άρχιζε κιόλας νά κυλάει ζεστό γύρω στον καρ- πό. "Εσφιξε πεισματωμένος τό σπαθί, τό σήκωσε καί κατάφερε απέ- ναντι του χτύπημα φοΒ&ρό, κάθετο. Βογγώντας, Ινας δγκος κυλίστηκε βαριά καΐ τοΟ Ιφτασε μπροστά, στά πόδια.

"Ακουσε τόν τρίτο αντίπαλο νά φεύγει παλαβωμένος, δρασκελών- τας τά πέτρινα σκαλοπάτια, κατά τόν κατήφορο.

Στάθηκε ν' ανασάνει. Τό δεξί του χέρι τόν Ιτσουζε καΐ κάθε πού τδκλεινε γροθιά Ινιωθε τό δέρμα νά χαράζει. Τό τρίξιμο, αριστερά, ακούστηκε δυνατότερο, χαμηλά τώρα, στό δρόμο, καΐ μιά φωνή ψιθυ- ριστή Ιφτασε στ' αυτί του :

νίεπί !

Δέν κατάλαβε. Αφουγκράστηκε καλλίτερα. "Ακουσε πάλι τήν ίδια

20

ίγνωστή του λέξη καΐ σήκωσε τ6 κεφάλι νά ίδεΙ πάνω - κάτω ποΰ βρι- σκόταν. Τό σκοτάδι εϊταν αδιαπέραστο, αυτές δμως γνώριζε άπ' Ιξω κι ανακατωτά τα κατατόπια. «Κοντά στό σπίτι τοΟ Καφούρη είμαι», συλ- λογίστηκε. Βάδισε προς την άγνωστη φωνή. Ένα χέρι ζεστό, γυναι- κείο, γαντζώθηκε στό δικό του καΐ τόν τράβηξε μέσ* άπό τό πορτί τοΟ περιβολιοΟ.

Απορημένος, είδε νά τόν όοηγοΟν αμίλητα, αθόρυβα, καΐ σαν Ιφτασε κάπου μπροστά σε μια ξύλινη σκάλα, ή γυναίκα ανέβηκε πρώτη δυό σκαλοπάτια, στράφηκε, τόν αγκάλιασε καΐ τόν φίλησε σφιχτά στό στόμα.

δ&Ιν&Ιο ! κάνει ΰστερα μέ μαλακιά καΐ βαθειά φωνή, γεμάτη ανακούφιση.

Τότε, άπό τή βαθύτονη φωνή της, κατάλαβε πώς εϊταν ή κόρη τοΟ Καφούρη.

"Ισαμε τή νύχτα εκείνη, την είχε ίδεΤ περνώντας κάμποσες ''φορϊς άπό τό δρόμο της, στό παραθύρι, νά χτενίζει σιγοτραγουδώντας τά μα- κρύτατα μαΰρα μαλλιά της. Στην Υ-ορν^η τοΰ κεφαλιοΟ της, συνήθιζε νά φοράει μιά μικρή κόκκινη σκουφίτσα, κολλητή σαν καλόττα, άπό βε- λοΟδο, Οφασμα πού τότε πρωτόβγαινε κ' είταν βαρύτιμο. Τά πυκνά μυ- ρωδικά πού άλειβε τό μελαχροινό της ν.ορ[ΐί, τά έφερνε δ πατέρας της άπό τή Φλωρεντία. "Ομως, εκείνο τόν καιρό, στΙς ματιές τοΰ νεαροΰ δια- βάτη, δειχνότανε καταφρονετική κι αγέρωχη... Απόψε, τόν έφερε βα- δίζοντας ή Ιδια μπροστά, στην κρεββατοκάμαρά της.

Εϊταν δωμάτιο μικρό, μέτριο σέ ίίψος, πού έβλεπε στό δρόμο. Μιά καντήλα ασημένια έκαιγε κρεμασμένη στον τοίχο, βαθαίνοντας φανταστικά, μέ χνουδωτές σκιές, τό παχύ κρεββάτι, τό θαμπά άσπρο κάτω άπό τις βαρείες βυσσινιές κουρτίνες, "Απειρα μικροπράματα, σκόρπια πάνω στά έπιπλα, βαζάκια και κασσετίνες, χτένια, μπουκαλά- κια, πυξίδια, τό γέμιζαν, συνωστίζοντας περισσότερο τήν πυκνή και μοσχοκαπνισμένη ατμόσφαιρα. Έ Μπιάνκα μπήκε πρώτη, άνοιξε τά μπράτσα της νά τεντωθεί μέ λάγνο χασμουρητό, τό ροϋχο έπεσε ξεσκε- πάζοντας τους γυμνούς της ώμους καΐ τό γ.ορ\ιί της στράφηκε φιδολυ- γίζοντας κατά τόν ξένο πού στεκόταν άΒοολος στό κατώφλι.

Μεμιάς, τά σχιστά της μάτια, βλέποντας τον, τεντώνονται μ' απο- ρία, αστράφτουν, Βολώ'^οχ)•^ πάλι, κι ολάκερη εκείνη γέρνει πίσω τό ■κορμί, τό φέρνει μπρος, και ξεσπάει σέ ξαφνικό, ακράτητο γέλιο.

"Εσμιξε τά φρύδια του τό παιδάριο. Καταλάβαινε τώρα, σκοτεινά, πώς είχε γίνει τό παίγνιο κάποιας πλάνης. Δέν τό περίμενε ή Γενο- βέζα, φαίνεται, πώς θάναι αυτός, ίσως μάλιστα νά θαροϋσε πώς είναι κάποιος άλλος... Νά κάτι πού δέ μπόρεσε ποτέ του απόλυτα νά τό ξε- διαλύνει. Καθώς, πεισματωμένος κείνο τό βράδυ γιά τή γελοία του θέση καΐ τά προσβλητικά γέλια τής κοπέλλας, γύριζε απότομα τή ράχη του νά φύγει, ή Μπιάνκα χύμηξε, γελώντας πάντα, καΐ τόν έσφιξε στην αγκαλιά της.

Τόν κράτησε ολάκερη κείνη τή νύχτα, κι άπό τότε τρία χρόνια σφαλιστά. ΣτΙς καλόβολες στιγμές του, ό Νικηφόρος, συλλογιζότανε πώς ή προσφορά της τούτη εϊτανε μιά γενναιόδωρη αμοιβή γιά τό άγνω-

21

στο παλληκάρι τοΟ νυχτερινοΟ επεισοδίου. Απλούστατα, στό σκοτάδι τοΟ Βρ6[ΐου, ή Μπιάνκα πού είχε 2δεΤ τή σκηνή άπό τό παραθύρι της δέ μπόρεσε να ξεχωρίσει ποιας εϊταν ό ήρωας. Κι απορημένη αναγνώριζε Οστερα, στην κάμαρα μέσα, τό φτωχό εύγενικόπουλο πού συχνοπερνοΟσε άπό τό δρόμο κοιτάζοντας την λιμπιστικά.

Πρόσεξε, ο^πδδίιηο, μήπως σε πάρει ποτέ μυρωδιά ό πατέρας μου. Πληρώνει ανθρώπους καΐ ξεμπερδεύουν δποιονε ξεθαρεύεται μαζί μου.

«Σιχαμένη ιστορία», συλλογίζεται 6 Νικηφόρος στΙς κακόκεφες στι- γμές του. ΚαΙ τότε αφήνει τό νοΟ του να φτερουγίσει κρυφά σε κά- ποιαν άλλη θύμηση γαλάζια πού τόν εξαγνίζει.

Είναι τό μεγάλο του μυστικό.

Μπορεί να μήν εϊταν καΐ θύμηση, μηορεΧ νά είταν μονάχα δνειρο, 2να άπό τ' αλλόκοτα εκείνα δνειρα, τα δίχως ειρμό, πού έκανε στις αμφίβολες ώρες της ημέρας, δταν δ άνεμος τοΟ πελάγου τοΟ φτέρωνε ήρωϊκά τή φαντασία κι έ παφλασμός των κυμάτων τοΟ τή νανούριζε με καλοσύνη μητρική. Ή παιδιάστικη δεισιδαιμονία του μπέρδευε συχνά κάποια περιστατικά της κρυφής του ζωής. "Ετσι και τ* δράμα εκείνο του ανοιξιάτικου πρωϊνοΟ...

Στό περιβόλι της Μπιάνκας άνθισε Ενα «ουράνιο», γαλάζιο λου- λουδάκι πάνω σε περιπλοκάδα φουντωτή, χλωροπράσινη. Τό κόβει στό φως τοΟ φεγγαριού καΐ φεύγει άπό τό πορχί ^{ορ^ά., μή τόν προφτάσει τό γλυκοχάραμα, προδοτικό. Βγαίνει στό ^ρ6^ο καΐ ροβολάει τόν κα- τήφορο. Στον ουρανό, κιόλας, αρχίζει νά τεντώνεται Ινα γαλάζιο, 6γρό φέγγοζί επιβίωση θάλεγες φανταστική τοΟ φεγγαριού.

Ή πολιτεία κοιμάται. Μονάχα μέ τήν ανατολή τοΰ ήλιου θά σημά- νει τό βούκινο ψηλά στΙς βίγλες κ' οί πόρτες των τειχιών θ' ανοίξουν. Τότε, ίνας κόσμος ανάκατος θ' αρχίσει νά ξεχύνεται στους δρόμους, νά βουίζει σάν ποτάμι καΐ νά διασταυρώνεται κάτω άπό τή μεγάλη κα- μάρα της πύλης πού οδηγεί στην έξοχη. Χωριάτες μέ τά πουλερικά τους θά μπαίνουνε γιά τήν αγορά, πραματευτήδες καβαλικεμένοι πάνω σέ μούλες κατάφορτες, καλόγεροι Ρωμιοί και Φράγκοι. Οί άνθρωποι των αρμάτων θά περιδιαβάζουν μέσα στον κουρνιαχτό τοΰ βιαστικού καΐ παράταιρου τοίίτοΜ δ'/\ο\), άστραποβολώντας σά ^ουερίζ χρυσόμυ- γες μέ τις μεταλλικές τους αρματωσιές. Τήν ώρα τούτη της πνιγερής πολυκοσμίας, ό Σγουρός τήν αποστρέφεται.

"Ομως ακόμα δέν έχει φανεί ό ήλιος. Τό γλυκοχάραμα γαλαζώνει τόν ουρανό κ' είναι σάν τή ματιά της θάλασσας, τήν αδιάκοπα στυλω- μένη πάνω στην πολιτεία, πού αντιφεγγίζει στους τοίγ^ους των σπιτιών. Γοργή καΐ πρόσχαρη άρχεται ή μέρα, σαλπίζοντας μέ τις δροσερές αύ- ρες τού πελάγου. Ξάφνου, εκεί κοντά στό λιμάνι, σ' Ινα μεγάλο χώρο πού στέκεται αδειανός ανάμεσα στά σπίτια και στό τειχι της θάλασ- σας, ό Νικηφόρος ακούει νά ζυγώνει πο^οζολτ^χό άλογων.

Είχε παραμερίσει, απορημένος, καΐ κρύφτηκε κάτω άπό τή χα- μηλή καμάρα μιας πόρτας τοΰ τειχιοΰ. Είταν επικίνδυνο νά βρίσκεσαι τέτοιαν ώρα εξω άπό τό σπίτι σου : Χίλιων είδών υπόνοιες σ' έζωναν αμέσως. Ό Σγουρός, στό ανώμαλο και λασπερό χώμα της καμάρας,

22

βρί)κε μια γούβα άπό μικρό βούλιαγμα, πού είχε κάμποσο νερό θαλασ- σινό σουρωμένο στον πάτο καΐ πήδηξε μέσα, αδίσταχτα.

ΕΙταν καιρός. *Από δεξιά, κάμποσοι καβαλαρέοι ξεπρόβαλαν, "Ε- ξη - εφτά τους λογάριασε, κ' έρχονταν κατά τή μεριά του μέ γοργό τρι- ποδισμό. Στην ορθρινή γαλήνη, τά πέταλα των άλογων άντιλαλοΟσαν διάτορα, μεταλλικά. Μπροστά πήγαινε, σέ λίγη άπό τους άλλους από- σταση, §νας ιππότης Φράγκος μέ μάλλια διχτάτη, αλυσιδωτή, πού τοΟ έσφιγγε ολάκερο τό κορμί Ισαμε κάτω στα δάχτυλα τών χεριών, τά χω μένα σ* ατόφια μέ τό μανίκι άτσαλόπλεχτα χειρόχτια. Τό κωνικό του κράνος, τό χωμένο ώς τά φρύδια, τοΟ σκέπαζε μέ κοντό έπίρρινο τή μύτη, βαθουλώνοντας έτσι τΙς μαΟρες γοΰβες τών ματιών. Κρατούσε ορθό τό μακρύ κοντάρι του, πού ανέμιζε ψηλά μιά μαυροκόκκινη παντιέρα, καΐ τό σπαθί του, μεγάλο, βαρύ, τρομερό, κρεμόταν άπό φαρδύ τελα- μώνα περασμένον λοξά πάνω στό άσπρο του έπιλωρίκι.

Οί άλλοι, πιό πίσω, δέ μοιάζανε καΐ τόσο σημαντικά πρόσωπα κα- θώς δ πρώτος. ΕΓταν ιππότες απλοί, καθώς τό έδειχναν οί παντιέρες τους οί μακρουλές κα' δίγλωσσες* σεργέντες, μέ γυμνά κοντάρια. Οί τε- λευταίοι, άπλοι σκουταράτοι, βαστάζανε τά βαρειά σκουτάρια των αφεν- τάδων τους.

Ό κρ&τος είχε μόλις προσπεράσει τήν καμάρα, δταν δ Σγουρός, μέ ζωηρό ξάφνιασμα, πρόσεξε πώς δ τρίτος καβαλάρης ειταν γυναίκα, Ό συνοδός της άρχοντας, νεαρός ξανθόμαλλος ίππότης μέ περικεφαλαία φτερωτή, είχε τό κορμί του λοξά στραμμένς κατά τήν αρχόντισσα του κι δλη του ή αβρή προοοχ•^ εϊτανε στυλωμένη πάνω της.

Ό Σγουρός κοίταζε τήν ξένη κυρά νά σιμώνει. Είτανε νέα. Καθι- σμένη γυναικεία πάνω στ' άσπρο της τ' &λθ'{θ, κρατούσε τό γ.ορ\ιι λυ- γερά γυρισμένο κατά μπρος, τό κεφάλι στητό, τά ματόφυλλα χαμηλω- μένα. Πάνω άπό τή φιστικιά σκουφίτσα, πού κατά τή μόδα της εποχής έσφιγγε όλοΟθε τά μαλλιά της, εφαρμοστή, κ' έδενε μέ στενή κορδέλλα κάτω άπό τό σαγόνι, φοροΟσε χαμηλό κι όχτάγωνο κάλυμμα, εκείνο πού οί Φράγκοι τό λέγανε «τουρέ», κάτι σά μικρή κορόνα σχεδιασμένην α- πλοϊκά, δίχως γλώσσες, πόμολα καΐ κεντίδια. Ένα σαγίο άσπρο, απλό- χωρο καΐ πτυχωτό, έντυνε τό κορμί της, μέ κεντημένο πάνω στ* αρι- στερό στήθος οΙ•Λ6σΎΐ\ιο μαΟρο καΐ χρυσό. Κ' είχε στους ώμους της μαν- δύα θαλασσοπράσινο, μεταξωτό, πού ανεμιζότανε μέ μαλακιά, νωχε- λική αρμονία.

Στό φόντο τοΟ μικροΟ γιακά άπό έρμίνα κ' Ινός ρολλοΟ άπό κα- στανά μαλλιά πού ξέφευγε χαριτωμένα κάτω άπό τή φιστικιά σκουφί- τσα, σχεδιαζότανε τό πρόσωπο της αρχόντισσας. "Ομως, γιά τόν Σγουρό πού τό κοίταζε άπό χαμηλά, σχεδιαζότανε καΐ πάνω στό φεγγερό κομ- μάτι τ* ούρανοΟ δπου σιγόσβηναν χλωμιάζοντας τά τελευταία αστέρια. Είτανε θαυμαστά κανονικό, μιά στάλα χλωμό, μέ ανάλαφρα ροδίσματα ψηλά στά μάγουλα, ίσως άπό τή δροσιά τοΟ πρωϊνοΰ, ίσως κι άπό κά- ποιο αίσθημα συστολής απόκρυφης. Τά μάτια της, πού μιά καΐ μόνο στιγμή άνάβλεψαν, είχανε φώς γαλανό, καθώς της θάλασσας. Ρυθμικά κι ανάλαφρα αναπηδώντας πάνω στή μαλακιά σέλλα, ζύγωσε, έφτασε, πέρασε.

23

θαμπωμένος, ό Σγουρός, βγάζει εξω από την καμάρα τό κεφάλι του καΐ βλέπει τή συνοδία να χάνεται πέρα, στή γωνιά τοΟ δρόμου.

Αυτό εϊταν.

Ακόμα ίσαμε τή στιγμή πού βγήκε άπό τόν κρυψώνα του, δέν είχε σημάνει τό βούκινο ν' ά'^οίξοΌ'^ οΐ πόρτες της πολιτείας. ΠοΟ πήγαινε ή άγνωστη κυρά τέτοιαν ώρα, με τους έλόφραχτους καβαλάρηδες ; θά- λεγες πώς έφευγε, μπορεί γιά μακρυνό ταξίδι" κι δμως αυτός δέν είχε ακούσει οδτε χτες, οδτε προχτές, νά γίνεται λόγος γιά κανένα πρόσωπο σημαντικό πού είχε Ιρθει τάχα νά περάσει τή νύχτα του στ' Άνάπλι. Δούκισσα είτανε ; κοντέσσα ; Τ' αναρωτιότανε καΐ μαζί θύμωνε με τόν εαυτό του πού δέν Ιβαλε προσοχή νά ξεχωρίσει τό οΙ'λοούι\ιο τό κεν- τημένο στό ρούχο της καΐ στό πανωσκέπι της σέλλας, ακόμα και στά σκουτάρια των ακολούθων.

Στάθηκε σμίγοντας τα φρύδια του. Ξαφνική, αλλόκοτη σκέψη τοΟ σπάθιζε τό νοΟ : Ταξίδευε άραγε μέ τό θέλημα της ή νεαρή αρχόν- τισσα ;... Τό πρόσωπο της τ' άναθυμότανε ζωηρά τώρα είχε μιαν ξκφραση παράδοξη. Τό κρατημένο ψηλά, μ' Ινα είδος πληγωμένης αξιο- πρέπειας κεφάλι της, τά χαμηλωμένα ματόφυλλα, τ' ανάλαφρο κοκκί- νισμα ψηλά στά μάγουλα... Δέν είναι δλα τοΰτα σημάδια μιας περηφά- νειας λαβωμένης, οδυνηρά καρτερικής ;

Ό παράφορος φαντασιοκόπος μέ τά ήρωϊκά όνειροπολήματα πού κρυβότανε μέσα του, ξύπνησε μεμιάς αλαφιασμένος. «"Ισως έπρεπε νά επέμβω... τό δίχως άλλο Ιπρεπε», συλλογίστηκε ανήσυχος. Ούτε πού τοΟ περνούσε άπό τό νοΰ πόσο θά είταν άνέμυαλο νά τά βάλει μ' Εξη μαζί κατάφραχτους καβαλάρηδες και γιά μιαν υπόθεση πού τοΟ εϊταν ολότελα άγνωστη τό κάτω - κάτω. Ταραγμένος, σκυθρωπός, έσκυψε τό κεφάλι του καΐ προχώρησε στό δρόμο ρεμβάζοντας σ' απίθανους, παι- διάστικους ήρωϊσμούς.

Τό πρωινό βούκινο, άπό ψηλά στά τειχιά, τόν συνέφερε ξαφνια- σμένο. Κοίταξε γύρω του* ή μέρα είχε ροδίσει. Σα νά παραφύλαγαν τούτη μονάχα τή στιγμή, κρυμμένοι πίσω άπό τΙς πόρτες τους, Ενα πλήθος άνθρωποι ξεχύνονταν μονομιάς στους δρόμους. Τά παραθυρόφυλ- λα ανοίγονταν μέ πάταγο, οί μαστόροι δίνανε κιόλας, μέσα στά μαγα- ζιά, τΙς πρώτες σφυριές γιά τό μεροδοΰλι. Ζύγωσε κάποιο διαβάτη, φτωχό κλέρη πού πήγαινε καμπουριαστός μέ τΙς περγαμηνές του ρόλο κάτω άπό τή μασχάλη, καΐ τόν σταμάτησε. «Μήπως είχε φτάσει στ' αυ- τιά του κανένα μαντάτο ; "Εγινε τούτες τΙς μέρες τίποτα τό ασυνή- θιστο ;»

Ό &'^%ρω7ΐος σήκωσε τό κεφάλι του καΐ τόν κοίταξε μέ υφός ανή- συχο κι αποβλακωμένο. ! έκανε μόλις αναγνώρισε τόν Σγουρό καΐ δοκίμασε νά προσπεράσει.

Σε ρωτάω, άνθρωπε ! φωνάζει εκείνος ερεθισμένος, καΐ τόν αρπάζει άπό τό ρούχο σφιχτά.

Μέ τό συμπάθειο, αφέντη ΣγοΟρο, είμαι, καταπώς βλέπεις, βιαστικός...

Τόν τίναξε άπό τό γιακά, οργισμένος, καΐ τόν ανάγκασε νά στα- θεί. «Μιαν απλή πληροφορία ήθελε : Ακούστηκε τίποτα, σά νά πούμε,

24

λόγου χάρη, γιά μοάν ευγενική κυρά, πού τήν έκλεψαν οι Φράγκοι

Τό μοΟτρο τοΟ κλέρη αλαφιάστηκε.

Σώσον ήμας υιέ θεοΟ ! μουρμούρισε κάνοντας τό σταυρό του και κοίταξε γύρω τρέμοντας. «Πουθενά δέν είχε ακούσει τέτοιο πρά- μα». 'Τστερα, βρίσκοντας ευκαιρία πού 6 συνομιλητής του στεκότανε να κοιτάξει χάμου συλλογισμένος, τδσκασε σέρνοντας τα στραβά του τα κανιά δσο πιό γρήγορα μπορούσε.

"Ολοι οί συντοπίτες του πιστεύανε πώς ό Σγουρός είχε κατά βά- θος μιά- κάποια λόξα. Τστερα άπό τόν κλέρη κ' οί άλλοι πού τους σταμάτησε νά τους ρωτήσει, τόν άφησαν αναπάντητο, φεύγοντας τό γρη- γορότερο, απορημένοι ή περιγελαστικοί. Τους Ικανέ εντύπωση πού τόν άκουγαν νά τους μιλάει πράμα ολότελα ασυνήθιστο.

Ξάφνου παίρνει τήν απόφαση του. Μέ τή χοντροκεφαλιά του, μέ τήν παρουσία του, δ δχλος τόν αποδιώχνει πάντα. Βιαστικός, δίχως νά ξανασηκώσει τό κεφάλι του, τραβάει λοιπόν κι αυτός γιά πάνω, ψηλά, στά δικά του τά λημέρια. Ό γνώριμος του πόθος της μοναξιάς τόν κυριεύει πάλι, δυναστικός.

Πήγε δλόϊσα στό στάβλο τοΟ *Αστρίτη. Σέ μιά γωνιά, έκεΐ πού στοιβαζόταν αφράτος ό χρυσός σανός, ξαπλώθηκε, έπλεξε τά χέρια του πίσω άπό τό κεφάλι του καΐ σ•^άλισε τά μάτια. "Ηθελε νά ονειρευτεί.

25

υι^

ϋυι.

ΛΜϊ

ΛΛΜΛ»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΒΡΑΧΝΑΣ

ΓΤΟ ΕΙΝΑΙ τό μυστικό τοΟ Νικηφόρου Σγουρού, ή ακριβή θύμηση πού τήν κρύβει άπό τότε ζηλότυπα μέσα στην καρδιά του.

Κ' είχανε περάσει μήνες. Πάλι κυ- λούσε ή ζωή στερεότυπη, πάλι τα μι- κροπεριστατικά του καθεμέρα, καΐ πά- λι οι ρεμβασμοί ανάβουν, σβήνουν, σέρνονται αποκαρδιωτικοί, καθώς ή αποψινή νύχτα στην αγκαλιά της Μπιάνκας.

Ξάφνου, έκεΐ κατά τήν ώρα πού βασι- λεύει ή Πούλια, Ινώ κουρασμένος άπό τόν έρωτα της Γενοβέζας είχε κυλήσει στό πρωτοΰπνι, πετάχτηκε άπό θόρυ- βο ασυνήθιστο.

Τό πρώτο πού είδε δίπλα του, μέσα στό χοροπηδητό φώς τοΟ καντηλιοΟ, εϊταν ή κοιμισμένη Μπιάνκα. Με- γαλόσωμη, σέ τέλεια εγκατάλειψη και μέ τά μαΟρα της μαλακά μαλλιά απλωμένα, κυματερές αχτίδες πάνω στό προσκεφάλι, ανάσαινε ήρεμα μέσ* άπό τά πηχτά της χείλη πού μισοχάραζαν, λάγνα. Αυτή, δέν είχε ακούσει τίποτα. Οί κουρτίνες τοΟ κρεββατιοϋ εϊταν άφρόντιστα μισα- νοιγμένες. Ό νεαρός Ρωμιός στύλωσε τά μάτια του, ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, αφουγκράστηκε. Παράδοξο τοΟ φαινότανε τώρα πού δέν άκουγε τίποτα π(ά. Μπας κ* ειτανε μονάχα στ' δνειρό του ;

Ή ^ροχ•ί] είχε πάψει. Άρια καΐ ποΟ, κάποια χο^ηρη σταγόνα, άπό τό λοΟκι τοΰ σπιτιού, έσταζε στον πλακοστρωμένο δρόμο. Έ μυ- ρωδιά τής υγρασίας, νοτερή, γλιστρώντας άπό χαραμάδες αόρατες, έ- φερνε μέσα στό ζεστό δωμάτιο τή δροσερή πνοή τοΟ υπαίθρου. Τ' αχα- μνά δεντράκια τοϋ περιβολιού, έξω άπό τό παράθυρο της Μπιάνκας, σά νά θρόϊσαν, καΐ τό προσεχτικό αύτΙ τοΟ Σγουρού ξεχώρισε, στην αδιό- ρατη τούτη ανατριχίλα, τό μουρμουρητό ανθρώπων, κοντινό. Πετάχτηκε άπό τό κρεββάτι.

ΕΙτανε κάτω άπό τ* άλλο παράθυρο, στό δρόμο. Δέν άνοιξε νά ίδεϊ, 8μως, άπό τΙς χαμηλόφωνες κουβέντες, κατάλαβε πώς οι άνθρωποι ει- τανε τρείς, μπορεί καΐ περισσότεροι... Μοιάζανε νά έχουν στήσει συμ- βούλιο, τί πρέπει νά κάνουν. Τά πόδια τους σύρθηκαν στό λιθόστρωτο

26

κι άπό τδ αγκομαχητό τους κατάλαβε πώς κάτι βαρύ είχανε σηκώσει ξαφνικά.

Στράφηκε πίσω του να ιδεί τή Μπιάνκα. Ασάλευτη, δίχως να 5χει αλλάξει στάση, μέ τα μάτια ορθάνοιχτα δμως τώρα, τδν κοίταζε.

Χτες βράδυ, τήν ώρα πού ερχόταν έδώ, τή ρώτησε πο^^ηρά :

Ό πατέρας σου λείπει απόψε ;

Ναι, είναι στό λιοστάσι, τοΟ αποκρίθηκε άφρόντιστα.

Στό λιοστάσι ;

Στό λιοστάσι.

Δέν είχε ειπεί τίποτα. Χαμογελώντας, ξεθηλύκωσε τή ζώνη του κ' 2βαλε κάτω άπό τό προσκεφάλι, καθώς πάντα, τό κοντό του τό μαχαίρι.

Οί γυναίκες της κοιμόνταν. Τόν είχε ή Ιδια καθησυχάσει, καθώς δλες τΙς βραδυές. μια είτανε Ρωμιά, νεαρή, ή άλλη, ή γριά. Γενο- βέζα. Αυτήν, πού τήν είχε σα βάγια της, τήν Ιβαζε να κοιμάται δσες νύχτες είταν Ιδώ ό Σ-^ουρ^ς 2ξω άπό τήν πόρτα τους.

Για λίγες στιγμές, κοιτάχτηκαν αμίλητοι.

Λοιπόν ; κάνει τέλος μέ τή βαρειά, περιγελαστική φωνή της ή κόρη τοΟ Καφούρη.

Ήρθε κοντά της καΐ στάθηκε σκυθρωπός.

Κάτι μοΟ φάνηκε..., τής εξήγησε Ιχοντας ακόμα τήν προ<3οχγι του στραμμένην Ιξω.

Χαμογέλασε άχνα, λιγάκι περιφρονητικά, μέ τα πηχτά κ* υγρά της χείλη.

Πλάγιασε ! τοΟ δείχνει δίπλα της.

Μακρυά, ακούστηκε νά περνάει ό νυχτοφύλακας. Βροντούσε μέ τό ραβδί του τα λιθόστρωτα καΐ κάτι φώναζε, μέ τήν κούφια καθώς τοΟ γκιώνη, βραχνή φωνή του.

"Ακο'υ ! λέει ό Σγουρός καΐ γυρίζει απότομα τό κεφάλι του κατά τό παράθυρο πού Ιβλεπε στό περιβόλι.

Στό πορτί, στό δικό τους τό πορτί, πού τό είχανε κλειδώσει άπό μέσα μπαίνοντας, σά νά είχε τρίξει ή σκουριασμένη κλειδωνιά.

Μονάχα δ πατέρας Ιχει τ' άλλο κλειδί, είπε κείνη σιγανά, σμίγοντας μέ κακία τά φρύδια της. Μά, τέτοιαν ώρα...

Τήν ίδια στιγμή, Ιξω άπό τήν πόρτα τους, κάτι άναφουφουλιάζε- ται αλαφιασμένο κ' ή γριά δούλα, ή Γενοβέζα, χτυπάει τό πορτόφυλλο ανήσυχα. Ή τρομαγμένη φωνή της, μέσ* άπό τήν τρύπα της κλειδαριάς, είπε κάτι σέ γλώσσα ίταλική πού 6 Σγουρός δε μπόρεσε νά τό κατα- λάβει.

Ή Μπιάνκα πετάχτηκε ορθή, μισόγυμνη.

Ντύσου καΐ φεύγα ί

Δέν είχε βγάλει παρά μονάχα τό λωρίκι του, τά τσαγγία του καΐ τή ζώνη. Καθώς 5σκυβε νά τά πάρει, άκουσε πού χτυπούσανε στό πορτί, '^τ,ρ'Λ.

Είναι άπό μέσα τό κλειδί καΐ δέ μπορούνε ν' ανοίξουν, μουρ- μούρισε ή Μπιάνκα μ* άγρια αγαλλίαση, ένώ τυλιγότανε βιαστικά στή

27

Ή γριά βροντοΟσε τώρα κι αυτή στην πόρτα τους απανωτά, πα- λαβωμένη.

δί§:ποηη3, ΞΪξΏοτ'ΐΏΆ... Ιπ ηοηιε άί ϋίο !

Εϊτανε τό σημείο τοϋ μεγάλου κίνδυνου. Ντυμένος στ6 λεφτό ό Σγουρός, άρπαξε κάτω άπό τό προσκεφάλι τό μαχαίρι του, Ισφιξε τή μπρούτζινη λαβή στή χούφτα και κοίταξε τή Μπιάνκα, περιμένοντας.

Δέν είναι μόνος του, κάνει ή κοπέλλα βάζοντας προσοχή να ξεχωρίσει τό θόρυβο πού τώρα είχε φουντώσει εξω. Οί άνθρωποι πού περίμεναν έκεΐ μοιάζανε να ΐχουν βάλει πια κατά μέρος κάθε δισταγμό.

"Οχι, τους άκουσα. Είναι ηοΧλοί.

Αγριεμένη γιά τό σαματά πού Ικανέ στή μέσα πόρτα ή δούλα, ή Μπιάνκα είχε τρέξει, της άνοιξε κι άρχισε γρήγορα, μιλώντας ιταλικά, να τή βρίζει. Παραζαλισμένη, ή γριά, πάσχιζε νά δώσει εξηγήσεις, μ* υποταγή.

Ξάφνου, Ινας χτύπος βροντερός ακούγεται κάτω, καΐ τά σανίδια της μικρής πόρτας τοΟ περιβολιού τσακίζονται, δεύτερος χτύπος ρίχνει χάμου ολάκερο τό πορτόφυλλο. Έ Μπιάνκα γύρισε στό Σγουρό μέ μάτι αναμμένο.

Άπό τό παράθυρο ! τοΰ φωνάζει πνιχτά στ' αυτί, σπρώχνοντας τον κατά τήν πλευρά του ^ρό\ΐι.0Ό. Άπό τό παράθυρο !

"Ομως εκεί πού τ' άνοίγανε μαζί, τόν παραμέρισε βίαια καΐ πρό- βαλε τό κεφάλι πρώτη εξω.

δΕΟΓΛΓΠβηΙο ! Στέκονται καΐ στό ζρ6\ιο.

Ή μέσα σκάλα τοΟ σπιτιού Ιτριζε τώρα άπό βήματα βαρειά, πού ανέβαιναν.

Χάθηκες, τοϋ λέει σκυθρωπή, μέ βαθειά φωνή που Ιτρεμε άπό λύσσα.

Τράβηξε τό μαχαίρι του καΐ τσίμπησε μέ τήν άκρη της λεπίδας τόν αριστερό του δείχτη, ίσως γιά νά δοκιμάσει τό τρόχισμα της αι- χμής, ίσως γιά νά σπιρουνίσει τά μουδιασμένα του νεΟρα.

"Ανοιξε τήν πόρτα ! κάνει ύστερα ψύχραιμα καΐ προσταχτικά.

Δέν υπάκουσε ή Γενοβέζα. Στην πατρίδα της δέν άνοίγανε στους ζολοφό'^ΟΌς. Διπλώθηκε μέ ήρεμη καΐ πλατειά κίνηση στή βυσσινιά της ρόμπα, πού είχε άντιφεγγιές πυρρές, κ' ήρθε νά σταθεί πλάϊ του.

Έ πόρτα ανοίχτηκε άπ' έξω.

Μέ κάποιαν απορία κ' οί δυό τους είδανε πώς 6 πρώτος πού πρό- βαινε στό άνοιγμα δέν εϊταν 6 Ματτέος Καφούρης. Κάνανε μαζί τήν ίδια σκέψη : Κρύβεται & άναντρος πίσω άπό τους φονιάδες. Οί σκοτει- νές [ΐορφες πού πρόβαλαν στην πόρτα είτανε δυό άντρες ξένοι, αξύρι- στοι κι άγριωποί. Κι άλλοι θαμποφαίνονταν νά σαλεύουν πιό πίσω, στό σκοτεινό ^ιά^ρομο. Οί κουβέντες τους, οί μπερδεμένες, πού λίγο πριν είχανε πληθύνει έξω άπό τήν πόρτα, τώρα κατάπεσαν μεμιάς.

Δέν κρατούσαν δπλο στό χέρι. Τούτο παρατήρησε απορημένος ό Σγουρός. Τά μαχαίρια τους, μακρυά κι άγκιστρωτά καθώς τών Σαρακηνών, κρέμονταν άπό τΙς ζώνες τους μέσα σέ σκαλισμένες θήκες. Κάμποσοι άπό δαύτους, φορούσανε λερό μαντήλι στό κεφάλι, κίτρινο ή κόκκινο, δαγκωτό πάνω στό φρύδι, και πού δενότανε πίσω, κοντά στό

28

σβέρκο, μέ κόμπο γρ^-ίρο. ΤοΟ εϊταν άγνωστοί, ολότελα άγνωστοι καΐ μέσα στην πολιτεία. Φέρνανε μαζί τους μια μυρωδιά θάλασσας, βαρεία, καθώς τά φύκια πού σαπίζουν.

Αμίλητοι, δίχως να δείξουνε καμμιάν έκπληξη γιά τό ερωτικό σύμπλεγμα της κάμαρας, σκύψανε πάλι κι ανασήκωσαν τό φορτίο πού είχαν αποθέσει χάμου γιά μιά στιγμή. Εϊτανε κάτι μακρύ, τυλιγμένο σέ καραβόπανο. "Ενας γυναικείος, πνιχτός λυγμός ακούστηκε στό διά- δρομο, Ισως τή; γριάς δούλας, τγ]ς Γενοβέζας. Οί ξένοι μπήκανε στην κρεββατοκάμαρα μέ τό βαρύ τους βάδισμα πού εϊτανε λικνιστικό, ρυ- θμικό, καθώς των ναυτικών, καΐ δίστασαν λίγο κοιτάζοντας γύρω μ' α- μηχανία απλοϊκή, ποΰ ν' αποθέσουν τό φόρτωμα.

Τότε ό Ί^•^0Όρ6ς είδε μέσα στό καραβόπανο, τό κρατημένο άπό τΙς τέσσερες άκρες, ?να κορμί, καΐ γνώρισε τό πράσινο μεταξωτό ροΟχο τοΟ Ματτέου Καφούρη.

Έ Μπιάνκα στεκόταν ασάλευτη, ατάραχη, μέ τό μάτι χωνεμένο. ΕΙταν Ισως ή απορία, μπορεί κ* Ινα κατακάθι άπό αγανάχτηση γιά τόν πατέρα πού είχε Ιρθει Ιτσι άνα^ϊάντεχα νά τΫ)ς ταράξει τήν ερω- τική της νύχτα.

Τό πένθιμο φόρτωμα αφέθηκε βαριά πάνω στό ανάστατο καΐ ζε- στό κρεββάτι. Οί ξένοι άντρες παραμέρισαν.

Τί είχε τύχει στό γέροντα πού απάντησε ό Σγουρός έτσι καλοστε- γ.ο\}\^ξ.Ίθ τό δείλι ; Ποιοι εΙτανε τοΟτοι οί άντρες πού τους έβλεπε γιά πρώτη φορά, καΐ ποϋθε ξεφύτρωσαν μέσα στη νύχτα ; θυμήθηκε τους βραδυνούς του συλλογισμούς, τις αόριστες υπόνοιες, καΐ τους κοίταξε μέ περιέργεια ν' αραδιάζονται αμίλητοι, παιδιάτικα σεμνοί, μπροστά στον τοίχο.

Ή Μπιάνκα ζύγωσε στό κρεββάτι κ' έσκυψε πάνω στον πατέρα της. Τόν κοίταξε στό πρόσωπο, στό κεφάλι. "Γστερα έκανε νόημα στή δούλα της πού είχε προβάλει δειλά στην πόρτα. Είπανε δυό•τρία λό- για βιαστικά καΐ χαμηλόφωνα οί δυό γυναίκες, ή γριά πήγε νά φέρει άπό τό νιφτ'Ρ^ρα τήν κανάτα μέ τό νερό, ή νέα στράφηκε στους άντρες, κι αναζήτησε μέ τό μάτι, ανάμεσα τους, τόν αρχηγό.

ΕΙταν δλοι-δλοι εφτά. Κείνος πού προχώρησε Ινα βήμα κατά τήν κοπέλλα, μπορεί νά μήν εΙταν ό πιο θεωρητικός, δμως είχε φαρδειά, τεράστια στήθια κι ώμους κραταιούς. Εϊτανε ξεσκούφωτος, Τό κατσαρό μαΟρο μαλλί του κατέβαινε στρουφίζοντας μ' άγριες μποΟκλες πάνω στό χαμηλό του μέτωπο. Εξόν άπό τό γυριστό μαχαίρι, είχε κρεμα- σμένο στό δεξί του πλευρό κ' Ινα πελέκι. Τά λάσια στήθια του φαίνον- ταν μέσ' άπό τό μισάνοιχτο πουκάμισο, και φοροΟσε στά πόδια Ινα ^ρζ^ί^ο παντελόνι, μακρύ καΐ κολλητό.

Μέ κάποιαν απορία ό Σγουρός άκουσε τή Μπιάνκα νά τοΟ μιλάει ιταλικά, Ό άντρας αποκρίθηκε στην ϊδια γλώσσα. Μιά συνομιλία γοργή, δπου ό ξένος είχε τόν περισσότερο λόγο καΐ κάτι ανιστορούσε, δέθηκε αναμεταξύ τους, Ινώ οί άλλοι Ιξη κοιτάζανε γνέφοντας έπιδοκιμαστικά. Πολλές φορές ακούστηκε στην κουβέντα τούτη μιά λέξη πού ό Σγου- ρός τήν ξεχώρισε μηχανικά, χωρίς νά καταλαβαίνει τό νόημα της :

29

«Ντελιούρια». ϊήν πρώτη ψορχ πού είχε ειπωθεί, ή Μπ^άνκα τινά- χτηκε ξαφνιασμένη κ' οΐ άντρες σιγομούγκρισαν.

Στό τρεμουλιαστό φώς τοΰ καντηλιοΟ, κοιτάζει τό πρόσωπο τοΟ Καφούρη. Είναι κερωμένο, μέ τα μάτια σφαλιστά. Ξεθαρεμμένος, κά- νει δυό βήματα καΐ ζυγώνει στό κρεββάτι. Στ* αριστερό μελίγγι του ό γέροντας 2χει Ινα μακρύ μαυριδερό σημάδι πού τοΟ κατεβαίνει ακανό- νιστα ίσαμε τό \ιά'^ουλο. Άπό κει, Ινα μαΟρο καΐ πηχτό κορδόνι αίμα κυλάει στ' αυτί, αργά.

Τί είχε σταθεί λοιπόν μέσα στην παράδοξη τούτη νύχτα ; ϊό πώς δ Γενοβέζος, ταμπουρωμένος έκεΐ πίσω άπό τα ψηλά βούρλα, καρτε- ρούσε τους άντρες τοΟ ά^ερ^οΟ του Αντρέα Γκαφφόρε, είτανε τώρα ίξω άπό κάθε αμφιβολία. Τους καρτερούσε γιά νά τους τροφοδοτήσει ; Τους περίμενε γιά νά μπάσουν εμπόρευμα ; Αυτό δέν είχε πιά σημα- σία. Οι φ•Ρ|μες τΙς πίστευε πάντα, μέ τους άλλους, κι ό Σγουρός είχαν αποδειχτεί βάσιμες. "Ωστε, τό καράβι πού ξεχώρισε χτες τό βράδυ βγαίνοντας άπό τό σπίτι του, είτανε κουρσάρικΓ, τοΰ καπετάν- Αντρέα; Μά πώς, άπό μιά τέτοια συνεταιρική συν.''ίηση, δ Ματτέος Καφούρης Ιβγαινε τώρα θανάσιμα χτυπημένος ; Καμμια λογομαχία, πού πήρε σιγά -σιγά τή \ίορψ•^ συμπλοκής; Κι δμως, οί άνθρωποι τούτοι, πού φέρανε μέ κίνδυνο τής ζωής τους τό γέροντα στό σπίτι του, είτανε δίχως αμφιβολία ναύτες τοΰ όί^εργοΰ του. Λοιπόν ;

... Μέ κίνδυνο τής ζωής τους. Τό πρίμα αποδείχτηκε γρήγορα σωστό.

Σφύριγμα συνθηματικό, ανάλαφρο, άπό τό ^ρ6\ιο, άντίσκοψε τήν κουβέντα τής Μπιάνκας μέ τόν κουρσάρο. Όλονών τά μάτια άστραψαν, δλοι τέντωσαν τ* αυτί. Μακρυά, σέ κάποιον άλλο δρόμο, ποζο6ολητ6 ακούστηκε, μεταλλική κλαγγή.

Τό κέρκετο, μουρμούρισε δ Σγουρός.

Γύρισαν τά μάτια τους καΐ τόν κοίταξαν. Δέν είχαν ίσως καταλάβει τήν κουβέντα του, δέν τόν γνώριζαν καθόλου. Κι δμως, σάν καΐ μονάχα άπό τόν τόνο τής φωνής του, οί άντρες τούτοι, μέ τΙς αδιάκοπα, σ' δλη τή ζωή, τεντωμένες αισθήσεις, οί μαθημένοι νά μαντεύουν άπό σημάδια αδιόρατα τόν εχθρό, Ιλπισαν ψυχόρμητα σ' αυτόν καθώς σέ φίλο.

ΣτΙς λίγες στιγμές τής παγωμένης σιωπής πού μεσολάβησαν, τους κοίταξε δλους κ' Ιναν-Ινα, στή σειρά. Κι αυτός, δ διψασμένος τόσο γιά εμπιστοσύνη, αυτός πού είχε άπό πάντα του ονειρευτεί τόσο τή με- γάλη λευτεριά, Ινιωσε σκοτεινά μέσα του πώς είτανε μαζί τους.

Τήν ίδια στιγμή, είδε τά μάτια τοΰ Καφούρη νά χαράζουν, νά μι- σανοίγονται, καΐ τό μάτι τοΰ γέροντα, θολό, νά καρφώνεται πάνω του. Δίχως νά ξέρει γιατί, πάγωσε. Τό μάτι τοΰτο γρήγορα είχε ξυπνήσει άπό τή ζάλη, γρήγορα ξαστέρωσε κ* Ιρριξε τή φευγαλέα του λάμψη, τήν πρασινωπή. Στά μαδημένα χείλη τοΰ Γενοβέζου παιχνίδισε ύπουλο χαμόγελο.

«Κακό σημάδι λέει μέσα του, δίχως νά ξέρει γιατί, τό προλη- πτικό ρωμιόπουλο.

ΚαΙ τότε, Ικεί, μέσα στή μουγγή νύχτα, στάλαξε βαρύς, βουερός, βαθύπαλμος, δ ήχος μιδς καμπάνας.

30

Ι,'αΙίΕΓΠΐε ! μουρμουρίσανε τα πανιασμένα χείλη χΫις Μπιάνκας. "Ολοι είχανε τιναχτεί. Οί άντρες γαντζώνανε τα χέρια τους στΙς

λαβές τών μαχαιριών ό Σ-^ουρός έκανε 2να βγ)μα κατά τό παράθυρο. "Ομως προτοΟ προλάβουν ν' άποσώσουν τΙς κινήσεις τους, δεύτερος χτύπος ακούστηκε άπό τήν καμπάνα καΐ σύγκαιρα άλλες, μακρυνότερες απάντησαν. Ξέσπασε ^ορ•^^ καΐ σύμπυκνη καμπανοκρουσία, παλαβή.

Τότε, κάτι σα μια ζαλιστική μανία κυριεύει τους μάρτυρες τής σκη- νές αύτ75ς μέσα στή μικρή τήν κάμαρα. Τα μαχαίρια γυμνώνονται, κρυ- φογυαλίζουν. Οί άντρες ξεχύνονται κατά τά παράθυρα, τήν πόρτα, σκον- τάβοντας κι αναποδογυρίζοντας τραπέζια καΐ σκαμνιά, σφυρίγματα άπό τό ^ρ6^ο σαϊτεύουν τή νύχτα, τρίζει, λές κ* είναι νά τσακιστεί" άπό τό τι6^οίο\Ύ]ζ6 , ή σκάλα, καί τό άγριο τοΟτο ανακάτεμα, δπου τά κορ- μιά μπλέκονται καΐ μπερδεύονται τά πόδια, έρχεται νά τό κορυφώσει ό σαματάς τοΟ δρόμου πού, άνταριασμένος, ξύπνησε.

Ανοίγονταν μέ πάταγο τά παράθυρα τών σπιτιών. 01 φωνές των βουργησέ.ων, ανήσυχες, καλοΟσαν ή μιά τήν άλλη* κάποιες γυναίκειες στριγγλιές σχίζανε κιόλας, σπαραχτικά, τή φουντωμένη νύχτα. "Ενα - δυό δαδόξυλα προβάλανε φωτίζοντας τό δρόμο μέ κοκκινωπή φλόγα, απαίσια. Ακούστηκαν νά ζυγώνουν άλογα καΐ σπαθιά.

Μέσα στην κρεββατοκάμαρα τής Μπιάνκας, κάποιο χέρι αναποδο- γύρισε κ' έσβησε τό καντήλι.

Έκεϊ, κοντά στην πόρτα, καθώς πήγαινε νά χυθεί μαζί μέ τους άλλους έξω ό Σγουρός, θυμήθηκε τήν ερωμένη του. Εϊτανε γυναίκα κι απόμενε μονάχη.

Μπιάνκα ! φωνάζει, γυρεύοντας νά τρυπήσει μέ τή ματιά του τό πηχτό σκοτάδι.

"Ενα χέρι θερμό τοΟ έκλεισε τό στόμα. Τό γνώρισε άπό τή μυρω- διά, είτανε τό δικό της. 'Ανάλαφρα, μέ ψυχραιμία αλλόκοτη, τό άλλο της τόν έσπρωξε άπό τόν ώμο. Κάποιος πού ερχότανε ξοπίσω ορμητι- κός, τόν συνεπήρε καΐ τόν έρριξε πάνω στον παραστάτη τής πόρτας.

Παραζαλισμένος ό Σ^ο\^ρίς στάθηκε μιά στιγμή στό κεφαλόσκαλο νά πάρει βαθειάν &'/άαιχ.

Τό μαντίϊτο, μεταδομένο άπό στόμα άγνωστο, είχε γεμίσει τή νύ- χτα: «Κουρσάροι!» Σέρνονταν άπό τά γειτονικά σπίτια οί σκληριές, καΐ πιό πέρα, μακρύτερα, άλλες άποκρίνονταν μέ τήν Ιδια λέξη. Ξεμά- κραιναν, σβήνονταν, κι ό αχός τους άντιλαλοΟσε απόμακρα, σάν κού- φια, αξεδιάλυτη βουή.

Στάθηκε ακόμα λίγο δ Σ^οορός στό κεφαλόσκαλο, νά κυριαρχή- σει τά νεΟρα του κ* Ισως -Ισως νά χαρεί άπό ψηλά, γιά μερικές στι- γμές, τή δαιμονική τούτη θύελλα πού θά τόν συνέπαιρνε σέ λίγο στό χορό της.

Είδε τΙς κόκκινες λάμψεις, άκουσε τίς καμπάνες, τό σάλαγο, τό ποδοβολητό, τήν κλαγγή. "Ανάσανε βαθιά τόν υγρό και κρύο αέρα τής νύχτας, πού μύριζε ρετσίνι αναμμένο, θάλασσα, βροχή...

Κ* έκεΤ, πάνω στή μοναχική σκοπιά του, ένιωσε σκοτεινά μέσα του πώς ένα κεφάλαιο καινούργιο, άγνωστο καΐ τρομερό, άρχιζε τώρα δά γιά τή μελλούμενη ζωή του.

31

Ή δεύτεργ] σκέψη πού έκανε ειτανε να ξανάβρε: τους συντρό- φους του.

Χύμηξε στή σκάλα, τή δρασκέλισε στα τυφλά, παραπατώντας καΐ σκοντάφτοντας, ώς πού τέλος πάτησε τό μαλακό, λασπωμένο χώμα τοΟ περιβολιοΟ.

Τ6 πορτί ειτανε γκρεμισμένο, ξύλα - καρφιά ανάκατα. Κάποιος δμως λές καΐ τό είχε ανασηκώσει κ' Ιφραξε βιαστικά τό άνοιγμα μ' 2να χερόβολο σανίδια αγκαθερά. Στό δρόμο ίσκιοι περνοΟσαν τρεχάτοι, μέσα στΙς καπνουδερές άντιφεγγιές των δαυλών. Οι φωνές σα νάχανε κοπάσει καΐ μόνο τά ποοοΒολ-ητά, πληθαίνανε, μουγγά καΐ σύνταχα, οδηγημένα άπο κάποια παραγγέλματα κοφτά. Ένα χέρι δυνατό, μέ δά- χτυλα σιδερένια, ήρθε να γαντζωθεί στό [ΐηρχτοο τοΟ ΣγουροΟ καΐ τόν 2συρε βουβά κατά τό βάθος τοΟ περιβολιοΟ. ΈκεΤ ένιωσε πώς είναι τρι- γυρισμένος άπό ανάσες γρήγορες καΐ ζεστές.

[Ξάφνου Ιγινε γύρω κάτι σά μιά μεγάλη σιωπή. Δυό - τρεις κραυ- γές, πού σύρθηκαν ακόμα για μιά στιγμή στό δρόμο μισοπνιγμένες, λού- φαξαν. Ένα μεγάλο δαδί, βγαλμένο άπό άντικρυνό παράθυρο, αναποδο- γυρίστηκε, έπεσε στό δρόμο, κ' ή άγρια στριγγλιά πού τό ακολούθησε φιμώθηκε σ' απόμακρο, απαίσιο θρήνο. Ψυχόρμητα ό Σγουρός κρύβει τό μαχαίρι του καΐ τραβάει τό κοντό σπαθί του, έκεΤνο πού έπαιρνε μαζί του πάντοτε δσες βραδυές ερχόταν έδώ, στης Μπιάνκας. Οί άλλοι, γύρω, κρατούσαν τΙς ανάσες τους. ΚαΙ μεμιάς, ίδιοι δαιμόνοι πού τους ξερνάει στό βουερό της αναβρασμό ή νύχτα, χύνονται κατά τήν πόρτα, σφυρίζοντας καΐ πηδώντας, τόν συνεπαίρνουνε μαζί τους, πατάνε τό μι- κρό φράχτη πού τσάκισε σά νάταν άπό φρύγανα καΐ ροβολάνε στό σκοτεινιασμένο δρόμο.

Είτανε τό ρζαάΧτο της απελπισίας. Άπό κει καΐ πέρα, ό Σγου- ρός, δέν κατάλαβε πιά τί γινότανε γύρω του. Τά παραθύρια τών σπιτιών κλείνονταν βιαστικά, ό δρόμος βούλιαζε δλο καΐ σέ πυκνότερο σκοτάδι. Κατέβηκαν, τρέχοντας δλοι μαζί, τόν κατήφορο, κ' υστέρα κοντοστά- θηκαν σά γιά νά σφιχτούν μεταξύ τους. Δέν τους έβλεπε παρά σάν ίσκιους, δμως τους ένιωθε πολλούς, περισσότερους άπό κείνους πού είχε μετρήσει στην κάμαρα της Μπιάνκας. Φαίνεται πώς κ' οί άλλοι, πού είχανε πρΙν φυλάξει σκοποί κ* έδρασαν στό δρόμο, ενώθηκαν μαζί τους καθώς έβγαιναν. Τους λογάριαζε τώρα, μηχανικά, ίσαμε δέκα -δώδεκα νοματέους. Άνασαίνανε κοφτά, λαχανιαστά, καί πορεύονταν σφιγμένοι σέ πυκνή τάξη. Αυτόν, τόν είχανε στή μέση. ' ληορηιιί'^ος, αναρωτιό- τανε τί νάγινε δλο κείνο τό πλήθος πού είχε λίγο πρΙν ξεσηκωθεί στό πόδι" ούτε αντίσταση συναντούσαν, ούτε τό γ.ερ%ετο πρόβαινε που- θενά. ΚαΙ νά, σ' Ινα στρίψιμο τοΟ δρόμου, εκεί κοντά πιά στό λιμάνι, κάτι ξαφνικό τους σταματάει μ* Ινα τράνταγμα. Μαζί, ό Σγουρός νιώ- θει δεξιά - ζερβά νά χαρακώνουν τόν αέρα σφυριχτές βιτσιές κ' Ινας άπό τους κοντινούς του, πού ίσαμε κείνη τή στιγμή τοΟ έσπρωχνε τόν αγ- κώνα μέ τό ^άρος του, κατρακυλάει χάμου, βογκώντας βαριά. «Μας σαγιτάρουνε», συλλογίστηκε ό Ρωμιός καΐ μονάχα τότε ένιωσε τήν παλαβομάρα πού είχε κάνει νάρθει ώς έδώ. "Ομως δέ μετάνιωσε. Δίπλα σ' αυτούς τους άντρες, τους απελπισμένους, τους κυνηγημέ-

32

νους, δέν εϊτανε τάχα κι αυτός Ινας απελπισμένος, μέ τ6ν χρόπο του ;

Είχανε σταματήσει. Μέσα του δ καθένας τους ίνιωθε πώς ζυγώνει ή στιγμή να κρατήσει κεφάλι σέ μιαν επίθεση τά δίχως άλλο ανελέητη. Σφιχτήκανε σέ μικρό τσέρκι, §ναν κύκλο πολυμέτωπο, άγκαθερόν ολό- γυρα άπό μαχαίρια, καΐ στέριωσαν στό ανώμαλο λιθόστρωτο τά πόδια τους. Ένας δαυλός, υστέρα άλλος, φάνηκαν αντίκρυ να θαμποφέγγουν στό ^ρόμο τρεμουλιαστά. Γύρω άπό τά σηκωμένα χέρια πού τους κρα- τοΟσαν, λόγχες πυκνές άστραποβόλησαν, κράνη κι αρματωσιές. Πάνω σ' άλογα ανήσυχα, άτσαλόφραχτα σάν τέρατα της Αποκάλυψης, πού τρώγανε τό καρφοπέταλο σφυροκοπώντας ανυπόμονα τό καλντερίμι, τρεΙς Φράγκοι καβαλάρηδες ξεχώριζαν. Ό Σ•^ο\Λρζ)ς αναγνώρισε τό με- σιανό : Είταν ό ΠρεβεδοΟρος. Πάνω στό πελώριο σκουτάρι του, τό πρα- σινόβαφο, εΙτανε ζωγραφισμένο μεγάλο καΐ φανταχτερό τό οΙ•/.6οημο τών Ντελαρός.

Μ* 2να του γνέψιμο οι άντρες του προχώρησαν σ* αραιή τάξη. Εϊ- τανε σαγιτάτορες. "Ισαμε δέκα - δεκαπέντε βήματα απόσταση άπό τόν εχθρό, σταμάτησαν, τέντωσαν τΙς νευρές, σημάδεψαν ατάραχα κι αμό- λησαν τΙς σαγίτες. Κουδουνιστές βρέξανε γύρω, κι άπό τους συντρόφους τοΟ ΣγουροΟ, πού εϊχανε σκύψει δλοι μαζί σάν Ινα %ορμί, ελάχιστοι ξανασηκώθηκαν. Οί άλλοι, μουγκρίζοντας καΐ βογκώντας, κυλιόντανε χάμου, διπλωμένοι στα δυό, σά σκουλήκια καρφωμένα. Οί παλάμες τους μπατσίζανε μ* απόγνωση τό υγρό λιθόστρωτο τοΟ δρόμου.

Ό Σγουρός εϊταν ορθός. Μηχανικά πασπάτεψε τό -κορμί του, τά μπράτσα του. Τά δάχτυλα του, κρΟα και νευρικά, σφίγγανε Ισαμε πού νά τή χωνέψουν μέσα τους τή λαβή τοΟ σπαθιοΟ του. Μιά σκέψη ανή- μερη τοδτρωγε τό μυαλό : «"Ετσι λοιπόν, θά μας σαγιτάρουν δλους έδώ, ανυπεράσπιστους κι άπό μακρυά, σά νάμαστε λυσσασμένοι σκΟ- λοι». Τουλάχιστο μιά σπαθιά νά μποροΟσε κι αυτός νά δώσει, Ινα ακριβό αντίτιμο νά πάρει γιά τό πετσί του.

Βρέθηκε σέ λίγο ικανοποιημένος.

Ή αραιή γραμμή άπό τοξότες κόπηκε στή μέση, παραμέρισε. Σμάρι πυκνό, μέ λόγχες χαμηλωμένες, οί άνθρωποι των αρμάτων ξεμπουκά- ρανε άπό τό σοκάκι, τρέχοντας. Ξοπίσω τους έρχονταν οί λιγοστοί κα- βαλαρέοι, οί δοΟλοι μέ τους δαυλούς. Μέ ν,άμποαο θόρυβο άπό σιδερικά, δπλα καΐ πέταλα, τ' άτσαλόφραχτο τοΟτο κοπάδι ήρθε νά ζώσει, μισό- κυκλος, τό χΟίρο δπου οί λαβωμένοι σφάδαζαν κ* οί γεροί πρόσμεναν. ΕΙταν δλοι -δλοι τώρα 2ξη. Αργά, μέ βήματα τρεκλιστά, πισωπλάτι- ζαν οί κουρσάροι. Πίσω τους βρήκανε τοΧχο, σταμάτησαν. Ή Γδια ξερή φωνή, άπ' αντίκρυ, τους έκραξε κάτι σέ γλώσσα φράγκικη. Ισως νά παραδοθοϋν. Δέν έδωσαν απόκριση.

Τότε ό Σγουρός, στρέφοντας τό κεφάλι, είδε νά στέκεται δίπλα του, ασάλευτος καΐ σταυροχεριασμένος, ό άνθρωπος πού μέσα στην κά- μαρα της Μπιάνκας είχε προβάλει γι* αρχηγός. Στό χαμηλό του μέ- τωπο έτρεχαν αραιές, χονχρίς σταλαματιές ίδρωτας, και στό αδύναμο φως τών δαυλών τοΟ φάνηκε τοΟ ΣγουροΟ πώς κρατάει τά μάτια του σφαλιστά. Ανάλαφρα, δισταχτικά, τό παιδάριο τόν άγγιξε στό μπρά-

3 Ή Πριγκτ/,-ζίοοα ' Ιζααπάι ^^)

τσο. Ό ξένος άνασείστηκε, γύρισε τό πρόσωπο του, τα μάτια του φέ• ξανε θολά καί μουσκεμένα,

Τό μέρος ίπου είχανε σταματήσει είταν ενα τρίστρατο. Στέκονταν στή μέση, έχοντας δεξιά τους τό ^ρό^ο πού κατέβηκαν σαν Ιρχονταν. Αντίκρυ εϊτανε τό σοκάκι πού τό φράζει ή φράγκικη φρουρά. "Ομως ζερβά τους, λίγο λοξά καΐ κατά πίσω, ενα άλλο, στενό καΐ φιδωτό δρο- μάκι έφευγε οδηγώντας τό ήξερε 6 Σ^ουρο;^ στά δυτικά της παρα- λίας. Έκεϊ, στό σημείο ακριβώς πού σταματάει τό τειχΐ της θάλασσας κολλώντας τό πλευρό του στους θεόρατους, κάθετους βράχους, ε!ταν Ινας ανήφορος ψηλοκρεμαστός, μονοπάτι γι' αγριοκάτσικα, χρήσιμος ώατόσο πάντοτε γι' απελπισμένους καΐ σκληρούς ανθρώπους. Κεΐθε τους τρά- βηξε ό Σγουρός.

Χύθηκαν αστραπή, δρασκελώντας τους λαβωμένους, κι άκουσαν τους ανθρώπους των αρμάτων πού τους παίρνανε τό κατόπι. Στους τοί- χους των μικρών, άθλιων σπιτιών, πού δλο καΐ αραιώνουν, κάτι σά φεγγοβολή πρασινωπή χυνόταν. Εϋταν ή αυγή. Τρέξανε γ.άμτιοοο καΐ κόντευαν κιόλας νά φτάσουνε στό μουράγιο, δταν, στην Ιξοδο τοΟ δρό- μου, ξεχώρισαν τΙς μεταλλικές λάμψεις άπό λόγχες καϊ κράνη πού τους πρόσμεναν. Λοιπόν ή μπούκα τοϋ δρόμου εϊτανε μπλοκαρισμένη. Δέν κοντοστάθηκαν δμως ούτε στιγμή. ΕΙταν Ιξη μέ τον Σ'{ουρό, κ' εϊχανε πίσω τους καμμιά τριανταριά άντρες πού τους κυνηγούσανε φανατικά. Σφίξανε τά σπαθιά τους, τα σήκωσαν, καΐ μέ μεγάλες δρασκελιές πέ- σανε πάνω στους άντικρυνούς τους.

Ή σύγκρουση στάθηκε σύντομη, ξερή. Στό θαμπό φως της αυγής μόλις ξεχώριζαν δ Ινας τόν άλλο. Σηκώνανε τά χέρια, τά κατεβάζανε σύνταχα, πελεκητά, χτυπώντας πάνω σε κράνη, σέ θώρακες, σ' άλλα σπαθιά, σέ χέρια. *Από τους μεγάλους γλιστερούς δγκους πού μπλέκονταν στά πόδια τους καταλαβαίνανε πώς άνοίγανε δρόμο μέσα σέ κορμιά κι ατσάλι. Κάποια χέρια άπό χάμου γραπώνονταν στά μεριά τους, καΐ τότε στρέφονταν μιά στιγμή, προσπερνώντας, νά τά πελεκήσουν. Πίσωθε ζύγωνε ή παγανιά. Δυό - τρεις σαγίτες σφύριξαν στον αέρα και βόγκοι τους αποκρίθηκαν, άγνωστο άν άπό φίλους ή ίχ^ρούς. Πολλές ψορϊς δ Σγου- ρός, σηκώνοντας τό σπαθί στό νευρωμένο του χέρι γιά νά χτυπήσει, απόκρουσε έτσι, άσύνειδα, ψοβερίς σπαθιές πού έρχονταν κάθετες ή λο- ξές πάνω στό γυμνό του κεφάλι. Τέλος ό σάλαγος κόπασε, τά βήματα πίσω είχανε ζυγώσει. Νιώθοντας πώς δ ^ρό^ος ανοίγει, χύθηκαν εμπρός. Άπό τά βήματα τους δμως πού αντήχησαν στον ελεύθερο πιά χώρο, κα- τάλαβαν πώς είχαν απομείνει μονάχα δυό. Ό Σγουρός είδε νά τρέχει δίπλα του δ άντρας μέ τά μπουκλωτά μαλλιά καΐ τους τεράστιους ώμους. Ή παγανιά τους πρόφτασε έκεΐ στά ριζά τοΟ ν.άαχροΌ, δ, τι πισω- πλάτιζαν γιά ν' ανηφορίσουν . . . Είδανε τους ανθρώπους τών αρμάτων νάρχονται κατά πάνω τους, μαζί τρεις καβαλαρέους κ' Ινα δαδοΟχο πού Ιτρεχε πέρα -δώθε, γυρεύοντας νά φωτίσει καλλίτερα τό μέρος πού στέκονταν οί δυό ρέμπελοι. Οί πρώτοι πού τους σμίξανε εϊτανε τρεις πεζοί. Οί καβαλαρέοι είχανε κρατήσει τ* άλογα, κι ασάλευτοι, πιό πίσω, κοιτάζανε τό θέαμα. Μέ τέσσερες σπαθιές, δ -κοΌροάρος κι δ Σγουρός ξαπλώσανε χάμου τους τρεις ανθρώπους τών αρμάτων. Τστερα

34

στάθηκαν να περιμένουν τους άλλους, ζητώντας σύγκαιρα να σκαλώ- σουν, ψαχτά, στους διπλανούς δρθιους Τράγους. Στό άνάμιχτο φώς τοΟ δαυλοΟ καΐ της αύγ^ς, δ Νικηφόρος είδε τόν Ιναν άπό τους καβαλαρέους να σκύβει λίγο μπρος, γέρνοντας το κορμί του κατά τόν Πρεβεδοϋρο, καΐ να τοΟ λέει κάτι στ* αύτΙ δείχνοντας τό Ρωμιό μέ χέρι τεντωμένο.

« Μέ γνώρισαν», συλλογίστηκε. Την ίδια στιγμή, μια σαγίτα πέ- ρασε, σφύριξε, κ' ήρθε να καρφώσει πάνω στό μουράγιο, δίπλα του, ορθόν τόν τελευταίο κουρσάρο. Μαζί, φτάσανε τρέχοντας κ* οι δυό σερ- γέντες. Γυρίζοντας μύλο τό σπαθί του ό Σγουρός, τους κράτησε λίγες στιγμές σ' απόσταση, θέρισε τα κοντάρια τους πού ξαμώνανε να τόν καρφώσουν καί, στον ηρΰίτο πού τόν ζύγωσε, κατάφερε μια λοξή σπα- θιά, στην κόψη λαιμοΟ καΐ ώμου. "Ομως ό καβαλάρης πού τόν είχε αναγνωρίσει λίγο πρίν, σπιρούνισε τ' άλογο του, σήκωσε μέ τα δυό του χέρια τό βαρύ του φράγκικο σπαθί καί, περνώντας μπροοτά του μέ ατροφώ απότομη, τοΰ κατέβασε πάνω στό κεφάλι χτύπημα φοβερό.

Είχε σηκώσει κ* έκεϊνος τό κοντό του τό σπαθί, μα τό μόνο πού κατάφερε είτανε να γυρίσει λοξά τήν κόψη τοΟ σπαθιοΟ τοΟ Φράγκου. Τό δέχτηκε κατακέφαλα τό χτύπημα, μέ τό φαρδύ, τά μάτια του θαμ- πώσανε. Τρέκλισε, γονάτισε καΐ σωριάστηκε χάμου, βαρύς.

Οί καβαλαρέοι, θαρώντας τον τελειωμένο, γυρίσανε τ* άλογα τους καΐ φύγανε καλπάζοντας.

/^"

35

^υυυ

ϋϋΐι

"'^^ν

ΑΛΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ- Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΓ ΦΤΩΧΟΓ

ΔΑΚΕΡΗ τή νύχτα κ* ίσαμε τ* άλλο πρωϊ δ Καφούρης πάλεψε ανάμεσα σέ ζωή χαΐ σέ θάνατο. Ή λαβωματιά του στό κεφάλ^ δεν εϊτανε βαθειά, δμως είχε καΐ μιαν άλλη, στό πλευρό, σπα- θιά δρεπανωτή πού τοΟ τσάκισε δυο παίδια, κι άπό κει Ιχανε αίμα άφθονο. "Οσο ή ώρα προχωροϋσε, ο! πόνοι του γίνονταν αφόρητοι. Δε μπορούσε να βρεΙ ανάπαψη στό κρεββάτι, σέ καμμιά στάση. Ό πυρετός τοΰ ξέραινε τα χεί- λη, ή ανάσα του σφύριζε ύπουλα κι ό νοΟς του ξεστράτιζε συχνά σέ μπερδε- μένο παραμιλητό.

Έ γριά δούλα εξάντλησε 8λα της τά γιατροσόφια καΐ τά βότανα. Τέλος, προχωρημένο τό πρωί, ό λαβωμένος φάνηκε κάπως νά ησυχάζει. Ξαστέρωσε τό μυαλό του, ανοίξανε τά μά- τια του καΐ ζήτησε νά πιει νερό. "Γστερα βυθίστηκε σ' ύπνο βαθύ. Ξύ- πνησε ήσυχος κοντά τό μεσημέρι.

Τήν Ιδια δρα, ή νεαρή δούλα πού χάζευε σκυμμένη στό παραθύρι μιας κάμαρας διπλανής, άκουσε νά σιμώνει στό δρόμο τους πολυάριθμη καβαλαρία.

Έ μέρα πού είχε σήμερα ανατείλει είταν όμορφη, λιακάδα χλιαρή τοΟ φθινοπώρου. Έ ρωμιοπούλα έσκυψε περίεργη, κρεμάστηκε Ιξω κ' είδε νά στρίβει τήν παρακάτω γο)νιά, ανεβαίνοντας κατά δώ, μιά συνοδία άπό πέντε άρχο'^'ζες Φράγκους.

Εκείνον πού προχωρούσε πρώτος, τόν αναγνώρισε. ΕΙταν ό Πρε- βεδοΟρος.

Τρομαγμένη τραβήχτηκε μέσα, κρύφτηκε πίσω άπό τό περβάζι τοδ παραθυριού. Ή καβαλαρία σταμάτησε μπροστά στό σπίτι. Τότε, αλα- φιασμένη, ξέπνοη, έτρεξε στην κυρά της κ' έδωσε τό μαντάτο.

Ή Μπιάνκα καθότανε στην κάμαρα τού πατέρα της καΐ κεντούσε μιά μεταξωτή μπόλια. Είχε περάσει τήν υπόλοιπη νύχτα της έκεΤ, και ξύπνησε αργά, φρέσκη κ* ευδιάθετη. Στην κάμαρα της, δπου είχε πάει νά ίδεϊ τόν άρρωστο, βρήκε απόλυτη ησυχία. Ό γέροντας κοιμόταν, ή δςύλα τόν είχε πάρει κι αύτη, καθισμένη στό σκαμνί μπροστά στό πα--

36

ρα%ρι. Τά πράματα είταν δλα ταχτοποιημένα, κανένα σημάδι δέν απόμενε άπδ τ6 νυχτερινό άναστάτωμα. Γύρισε πάλι στην ίίδεια τώρα χρεββατοκάμαρα τοΟ πατέρα της, κοιτάχτηκε στό βενετικό καθρέφτη, είδε μ* ευχαρίστηση πώς τό πρόσωπο της δέν είχε άχνάρια αγρύπνιας ή κακοπάθειας καΐ κάθησε να κεντήσει.

Δέν έδειξε καμμιάν έκπληξη ακούγοντας τό νέο πού τί]ς έφερε ή δούλα. Μονάχα μια μικρή δυσαρέσκεια τής ζάρωσε τό ριζομύτι. Ό Πρε- βεδοΟρος αυτό δέν τδξερε ή Ρωμιά δούλα δέν είταν ή πρώτη φορά πού ερχότανε στό σπίτι. Είχε μπεΙ ώς τώρα κάμποσες φορές, νύχτες πάντα, έτσι καθώς έρχονταν κι άλλοι πολλοί άρχοντες, ντόπιοι καΐ ξέ- νοι. Ερχότανε νά δανειστεί. Ό Ματτέος Καφούρης κρατούσε στό χέρι, μαζί μέ δυό - τρία άλλα τραπεζιτικά σπίτια τής Ανατολής, δλο τό φράγ- κικο άρχοντολόϊ. Είταν ένας άπό τους οικονομικούς του δυνάστες, μαζί μέ τόν Αντρέα Φέρρο τοϋ Έγριπου, τόν Φιορεντίνο Περούτζη τής Γλα- ρέντζας καΐ τους δυό Σανέλλα, τόν Βαρθολομαίο καΐ τόν Στέφανο.

Σηκώθηκε δίχως βιάση, σουφρώνοντας μονάχα μέ μορφασμό απο- στροφής τό πανωχεΤλι. Ό Πρεβεδοΰρος, δσες νύχτες ερχόταν έδώ καΐ τύχαινε νά τή βρεί μαζί μέ τόν πατέρα της, δέν είχε μονάχα τήν αξίωση νά, δανειστεί. Πάσχιζε νά ξεκλέψει καΐ λίγες στιγμές, τήν ώρα πού ό "{ίρος θά κατέβαινε στή γιστέρνα του, γιά νά τής ρίξει τ* ανεπι- θύμητα ερωτικά του πλεμάτια.

Έφευγε πάντα πεισμωμένος γιά τήν ψυχρή της, περιφρονητική αντίσταση.

ΣΟρε κάτω ν' ανοίξεις τήν πόρτα, πρόσταξε τώρα τή δούλα της.

Ό λόγος δμως πού έσερνε σήμερα τόν ΠρεβεδοΟρο έδώ, εΙταν άλλος.

Πέζεψε άπό τό καφφετί του τ' άλογο καΐ προτού πάει στή μεγάλη πόρτα, λόξεψε κ* ήρθε νά σταθεί μπροατά, στό πορτί τοΟ περιβολιού, στό πορτί πού έχασκε τώρα αδειανό. Τά σανίδια τοΟ σπασμένου πορτό• φύλλου τά εϊχανε σηκώσει, 8μως οί ξεκαρφωμένες κλάπες, τό περβάζι πού ράϊσε, πρόδιναν τήν παραβίαση τής χτεσινής νύχτας.

Χαμογέλασε αμίλητα, μέ μάτι πονηρό.

Είταν άντρας ψηλός καΐ μεγαλόσωμος, εκεί κοντά στά σαράντα. Τά μακρυά, μεγάλα του χαραχτηριστικά, θά τόν έδειχναν ίσως καλο- φτιαγμένον άν δέν είταν ή μύτη του, ή γερακωτή καΐ χοιφτερη, πού γυάλιζε κοκκινωπά, γέρνοντας προς τό στόμα, καΐ τά χωρισμένα στή μέση, ίσια κι αλύγιστα μαΟρα μαλλιά του τά κρεμασμένα σάν άλογό- τριχες δεξιά - ζερβά πάνω στους ώμους του.

Φορούσε τήν πολιτική του φορεσιά, σαγίο μακρύ, τεφρό, στους ώμους ταμπάρο καταμέλανο καΐ μιά πελερίνα γλωσσωτή γύρω. Τό κε- φάλι του είτανε ξεσκούφωτο. Στή ζώνη, γιά δπλο μοναδικό, είχε πε- ρασμένο κοντό μαχαίρι, μέσα σέ θήκη ασημοκαπνισμένη σκαλιστή.

Ήρθε μπροστά στή μεγάλη πόρτα τοΟ σπιτιού καΐ τή βρήκε τώρα ανοιγμένη. Πίσω άπό τό πορχό^ξίολλο πρόβαλε τρομαγμένο, χλωμό, τό μούτρο τής Ρωμιάς δούλας. Έσμιξε τά φρύδια του κι άλαφροκιτρίνισε. Τήν ένιωθε τήν προσβολή. Ή κόρη τοΰ σπιτιού δέν κατεβαίνει ή ίδια νά τόν προϋπαντήσει, καθώς τό προσδοκούσε ή λάγνα κι αλαζονική του

37

καρδ:ά. Εϊταν δ διοικητής της πολιτείας, εκπρόσωπος των Ντελαρός, ή προσωποποίηση της ανώτατης εξουσίας. Στράφηκε, έγνεψε στους ακο- λούθους του να τδν προσμένουν εξω. Τστερα μπήκε μέ βήμα μεγάλο, ζωηρό, στη θολωτή εΐαο^ο κι ανέβηκε τήν πέτρινη σκάλα. Βρήκε τή Μπιάνκα να τόν περιμένει στό κεφαλόσκαλο.

Κυρία, της λέει βοηθώντας την άπό τό χέρι να σηκωθεί καθώς τάν προσκυνοΟσε, περάσατε χτες μιά πολύ άσκημη νύχτα.

Μιλούσε φράγκικα, τή μοναδική γλώσσα πού ήξερε, μαζί μ' ελά- χιστες ρωμέϊκες λέξεις. Ή νεαρή Γενοβέζα σήκωσε μ' απορία τα πη- χτά μαύρα τόξα των φρυδιών της.

Δέ θα τολμούσα ν* άντιμιλήσω στην εύγενία σας, αποκρίθηκε στην ίδια γλώσσα μέ τή μπάσσα κι αυστηρή της φωνή, άν δέ φοβό- μουνα πώς θά τήν αφήσω έτσι σέ πολύ μεγάλη πλάνη. Κοιμήθηκα πε- ρίφημα τή νύχτα πού πέρασε.

Ό Πρεβεδοΰρος γέλασε δυνατά, μέ μάτια πού γυάλιζαν άσχημα. Πρωϊ - πρω'ί, στην αναφορά πού Ιπαιρνε στό κρεββάτι του μόλις ξυπνούσε, οί σπιγοΰνοι τοΟ είχανε κάνει μιά περιγραφή ν.ά\ιποαο διαφωτιστική γιά τά περιστατικά της χτεσινής νύχτας.

Εξόν δμως άπ' αυτά πού παρακολούθησε ί ϊδιος, τή σύγκρουση έκεΐ - κάτω στά σοκάκια τοΰ λιμιώνα, μένανε μερικά σημεία ακόμα σκοτεινά σ' δλη τούτη τήν υπόθεση. Κι αυτά είναι πού ερχότανε τώρα, μέ το πρόσχημα μιας φιλικής επίσκεψης στά Γενοβέζο τραπεζίτη, νά ξεδιαλύνει.

Δέν αμφιβάλλω πώς έχω πέσει σέ κάποια πλάνη πολύ χοντρή, είπε καρφώνοντας λιμπιστικά τά μάτια του στά μάτια της νεαρής Γε- νοβέζας. Περισσότερο κι άπό τά λόγια μ' άποατομώνει ή δψη σας, ή ζροαερ-ί] καθώς πάντα.

θά ξανοιγότανε καΐ σ' άλλα κομπλιμέντα, άπό τά συνηθισμένα του, αυτά πού ή ερωτιάρα φράγκικη ιπποσύνη είχε αρχίσει νά βάζει σέ τρε- χούμενη χρήση άπό καιρό, άν δέν τόν προλάβαινε ή Μπιάνκα μέ τήν ξερή της τήν ευγένεια.

Ογ&π Βίο ! Κρατώ τήν εύγενία σας δρθια, στό ίντρόϊτο. . . Συμ- παθήστε με !

ΚαΙ πέρασε πρώτη, βιαστική, γιά νά δείξει τό δρόμο πού άλλωσ- τε κείνος ήξερε περίφημα.

Τόν έμπασε στην κάμαρα της. Άχτιδοβόλος, χαρούμενος γι' αυτή τήν ασυνήθιστη εύνοια, ό ΠρεβεδοΟρος δρασκελούσε τό κατώφλι δταν, μέ τήν πρώτη ματιά πού έρριξε στό κρεββάτι, είδε τΙς κουρτίνες ανοι- χτές καΐ μέσα τό ^ίρο Καφούρη.

Πώς ! άρρωστος, έκανε μ' άνάμιχτο μορφασμό απογοήτευσης κι απορίας.

Οί σπιγοΰνοι του δέν τοΰ τό είχανε αναφέρει αυτό. Είτανε μήπως κανένα τέχνασμα, καμμιά καινούργια πονηριά τοΰ τον.ο'^Χόφου ;

Ό Γενοβέζος, βλέποντας τον νά μπαίνει στην κάμαρα, είχε δοκιμά- σει στην αρχή ν' ανασηκωθεί στον αγκώνα του, όμως ξανάπεσε στό στρώμα βογκώντας και μουγκρίζοντας,

Ή Μπιάνκα είχε εξαφανιστεί. Έ γριά έσπρωξε πίσω άπό τόν Πρε-

38

βεδοΟρο μια πολυθρόνα καΐ χάθηκε κι αυτή, αθόρυβη. Οί δυό άντρες Ιμειναν μόνοι.

Μεγαλότατε αφέντη, συμπαθηστε με, άρχισε δ Γενοβέζος με τρεμουλιάρα καΐ μισοσβησμένη άπό τΙς σουβλιές τοΟ πλευροΟ του φοινή. Ή τιμή πού κάνετε στό σπίτι μου είναι μεγάλη, μά, καΐ να τό 'ξερα πώς θάρθείτε, πάλι θα μοΟ είταν αδύνατο να σηκωθώ. Τούτη ή λα- βωματιά, στό πλευρό μου . . .

Λαβωματιά ; ϊκανε τεντώνοντας τα μάτια του 6 Πρεβεδοΰρος. Ό Καφούρης κόπηκε στή μέση της κουβέντας του καΐ τόν κοίταξε.

Λοιπόν δέν ήξερε τίποτα ; Άλλα βέβαια, μέσα στή νύχτα πού τόν εί- χανε φέρει, 2τσι μυστικά . . . Στάθηκε τρομαγμένος να μαζέψει τό μυαλό του. Έ ολονύχτια αγωνία, υστέρα 6 πρωινός Οπνος, δέν τοΟ είχανε δώ- σει καιρό να καταστρώσει τό σχέδιο πού θάπρεπε ν' ακολουθήσει, τΙς προφάσεις πού θα χρειαζότανε να μεταχειριστεί για ν' άλαφρώσει τήν ευθύνη του σχετικά μέ τό περιστατικό της χτεσινής νύχτας.

Ναί, λαβωματιά, ξανάπε δσο μπορούσε πιό γρήγορα. Δέν έσε- βάστηκαν ούτ' 2ναν αθώο γέροντα, τ* άσπρα μου τα μαλλιά, άχ !

ΚαΙ δίχως ν' άποσώσει τήν κουβέντα του, για να μήν ξανοιχτεί άθελα του περισσότερο, άνάγειρε στό μαξιλάρι τό κεφάλι του κι άρχισε, μέ σιγανό βογκητό, να κοντανασαίνει.

Ό Φράγκος κοίταξε στυλά τό γέροντα. Τό δτι είταν υπεύθυνος για τα χτεσινοβραδυνά τό υπόθετε, ήξερε καλά τους στενούς δεσμούς του μέ τόν αδερφό του τόν κουρσάρο. Οί Καφούρηδες δμως είταν υπή- κοοι μιας επικράτειας επίφοβης στή θάλασσα, πού συναγωνιζόταν απο- τελεσματικά ακόμα καΐ τό ν.ρά,τος τοΟ Άγιου Μάρκου. Είτανε πάντα φρόνιμο νά τάχεις καλά μαζί τους. Οί Ντελαρός δέν είχανε στόλο για νά υπερασπίζουν τις παραθαλάσσιες κτήσεις τους, οί Γενοβέζοι συχνό- τατα συμμαχούσαν μέ τους Ρωμαίους. Κατεβαίνοντας ό ΠρεβεδοΟρος νά διοικήσει τ' Άνάπλι, είχε κατηχηθεί νά δείχνεται, έκεϊ πού θά πάει, δσο μπορεί πιό επιδέξιος κ' ελαστικός.

"Εμαθα άκρες -μέσες τά δυσάρεστα τής χτεσινής νύχτας, έκανε τώρα σέ τόνο αδιάφορης κουβέντας, παίρνοντας άπό τό γέρο Καφούρη τά μάτια του πού είχανε πάντα πολύ σκληρό καΐ διαπεραστικό τό βλέμμα. Μοΰ είπαν δτι τό σπίτι σας κακόπαθε άπό κάποια συμμορία, ξένους κι ά,•^ροίγ.ουζ ανθρώπους πού δίχως ή αφεντιά σας νά τό ξέρει γι* αυτό ούτε λόγος! σκεφτήκανε νά ζητήσουν έδώ άσυλο. Πρωϊ- πρωϊ σάν τδμαθα, θέλησα μέ τό πρώτο νάρθω νά σας ρωτήσω τί και ποιους θά είχατε νά καταγγείλετε. "Ομως, ί3στε.οα, προτίμησα νά κάνω ό ίδιος μιά μικρή ανάκριση. Οί πληροφορίες πού σύναξα είναι, λυπάμαι νά τό πώ, σχεδόν ασήμαντες κι δλες πολύ μπερδεμένες . . .

«"Ετσι, συλλογίστηκε πονηρά, τόν αναγκάζω αυτόν πρώτο νά μι- λήσει, τόν προειδοποιώ πώς κάτι [ΐπορεί κ' έγώ νά ξέρω, κ' υστέρα, παραβάλλοντας αυτά πού θά μοΟ πει, μ' αυτά πού ξέρω, βγάζω τό συμπέρασμα.» Έ αλήθεια είναι πώς τό καινούργιο τοΟτο περιστατικό τοΟ τραυματισμού τοΰ γέρου, αναποδογύριζε δλες τΙς ώς τώρα υποθέ- σεις του. Άφοΰ ή συνάντηση πού έγινε χτες τή νύχτα στα βαλτοτόπια,

39

καθώς τοΟ είχαν αναφέρει, είχαν αναμεταξύ οϊ συνεταίρους, πώς δ Ματ- τέος Καφούρης είχε γυρίσει σπίτι του μέ μια λαβωματιά ;

Κάνοντας δμως, δ Φράγκος ΠρεβεδοΟρος, τούτους τοΟς συλλογι- σμούς, λογάριαζε δίχως τήν πανουργία τοΟ γέρου.

"Αχ ! λέει εκείνος κυλώντας πέρα- δώθε μ' απελπισία τδ κεφάλι του πάνω στό μαξιλάρι, Έ θέση μου είναι αξιοθρήνητη. Μέ σφάζει ολά- κερο τό 'κορμί μου καΐ σέ κάθε λέξη πού ξεστομίζω μου φαίνεται σά να μοΟ φεύγει ή ψυχή. Μή νομίσετε, μεγαλότατε αφέντη, πώς θά μέ προσβάλετε άν μ* ανακρίνετε. Είμαι Ιτοιμος να δεχτώ, καθώς αρμόζει, τήν κάθε σας αξίωση.

Ό ΠρεβεδοΟρος δάγκωσε νευρικά τα χείλη του. Σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα ίσαμε τά παράθυρο πού Ιβλεπε στό περιβόλι, στάθηκε κοι- τάζοντας εξω μια στιγμή, καΐ ξαναγύρισε μ' αλλαγμένη, γελούμενη δψη.

Δέν πρόκειται γι' ανάκριση, μεσσίρ Ματτέο, φίλε μου. 'Αλλοί- μονο ! Τέτοια πράματα μεταξύ μας, πού είμαστε φίλοι παλιοί !

Ή έκλαμπρότητά σας μοΟ κάνει μεγάλη τιμή, μουρμούρισε χαμο- γελώντας μέ τ6 ξεδοντιάρικο στόμα του ό Καφούρης. « θά μοΰ σκάσει, σ' αντάλλαγμα γιά τήν επιείκεια του, τά τελευταία δανεικά», συλλο- γίστηκε τρέμοντας άπό λύσσα,

Νά, θά ήθελα λόγου χάρη νά σας ρωτήσω πώ; βρέθηκε ή μικρή πόρτα τοϋ περιβολιού σας τσακισμένη.

Είναι τσακισμένη ! ρέκαξε 6 Γενοβέζος κι ανασηκώθηκε στον αγκώνα του παρ' δλους τους πόνους τοΟ πλευρού του.

«Γιά πολύ ανόητο μέ περνάει », συλλογίστηκε άγαναχτισμένος ό Φράγκος, και βάζοντας κατά \ιερος τήν υποκρισία, έσμιξε τά φρύδια του, πράμα πού έκανε πάντα τό βλέμμα του αληθινά φοβερό.

Είναι σπασμένο τό πορτί, ξανάπε μέ κούφια φωνή ό Καφούρης, κοιτάζοντας τό παράθυρο σάν καΐ νά μπορούσε νά ίοεΐ, άπό κει πού βρισκόταν, Ιξω.

Δηλαδή δέν υπάρχει πιά καθόλου πορχό'ψϋλΧο, γέλασε σαρκα- στικά ό ΠρεβεδοΟρος.

ΌΊο ! μέ λήστεψαν, στέναξε βαριά ό '(ερος καΐ ξανάπεσε μισο- λιπόθυμος στό στρώμα του.

Ή απελπισία του εϊταν ολοφάνερη. «Περίεργο», είπε μέσα του 6 ίργοΊΧ'χς. « Είναι λοιπόν άθωότερος άπ' δ, τι φανταζόμουν ; . . . »

Τή σκέψη τούτη ήρθε νά τοΟ τήν ενισχύσει και μιά άλλη λεπτο- μέρεια : Άπό δώ πού βρισκότανε, παρατηρούσε τώρα πράμα πού δέν τό πρόσεξε άπό κάτω, σάν ηρωτόρ^ε πώς οΐ σχίζες της κάσσας κ' οί κλάπες γερνάνε κατά μέσα, πού θά πει πώς ή πόρτα είχε παρα- βιαστεί άπ' εξω.

«"Οσο πάμε καΐ χειρότερα», μουρμούρισε μέσα στά δόντια του νευριασμένος, κ' ήρθε νά καθήσει κοντά στό γέροντα.

Μή φοβόσαστε, δέν ακούστηκε τίποτα τέτοιο, πώς σας λήστεψαν, έκανε μισογελώντας φαιδρά γιά μιά στιγμή. "Απλωσε και τό χέρι του μάλιστα καΐ τό ακούμπησε πραϋντικά στό κρεββατοστρώσιτοΟ άρρωστου.

"Ομως <5 Καφούρης, ΰστερ' άπό τήν πρώτη του ψυχόρμητη τρο- μάρα γιά τήν ασφάλεια τοϋ θησαυρού του, σκεφτότανε τώρα πιό ψύ-

40

χραιμα κ' έβλεπε πώς τέτοιο πράμα εϊταν αδύνατο, άπό ανθρώπους μάλιστα τοΟ άδερφοΟ του. Αντίθετα, ή παραβίαση τΨις πόρτας ερχότανε σα δώρο θεοΟ να τοΟ προσφέρει Ενα επιχείρημα για τόν ισχυρισμό πώς είναι αθώος. Αποθρασύνθηκε λοιπόν :

δ&ηία ΜδάοηπΕ ! χτες βράδυ πού γύριζα άπό τό λιοστάσι μου . . . , άρχισε.

Δηλαδή άπό τους βάλτους, διόρθωσε μέ χαμόγελο πονηρό ό ΠρεβεδοΟρος.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια. ΣτΙς λίγες στιγμές πού μεσολάβησαν, παίχτηκε αναμεταξύ τους θανάσιμο παιχνίδι, ίΐρώτος δ γέροντας χα- μήλωσε τα μάτια του.

Άπό τους βάλτους ; έκανε αργά, σά να μή θυμότανε, για να βρει Ιτσι καιρό να σκεφτεί.

Δέ σας είδανε να γυρνάτε άπό τήν πόρτα τής Στεριάς.

Τα μάτια τοϋ Καφούρη άστραψαν. Είχε βρει τό πάτημα πού γύρευε.

Μα βέβαια! λέει.'ΑφοΟ είχα βγεΕ έξω, μέ τή βαρκέτα μου!. . . Γύρισα άπό τό λιμιώνα.

Ό ΠρεβεδοΟρος έσκυψε συλλογισμένος τό κεφάλι. ΤοΟ είχαν ανα- φέρει πώς ό Γενοβέζος ξανοίχτηκε μέ τή βάρκα, τοΟ είπανε για τή φω- τιά, μάθανε τή συμπλοκή πού έγινε στους βάλτους, δμως τόν ίδιο τόν Καφούρη δεν τόν είχαν ιδεί έκεϊ.

Στο μικρό ωστόσο διάστημα τής καινούργιας τούτης σιωπής, ό γέ- ροντας είχε προλάβει να κάνει καΐ μιαν άλλη σκέψη: «Μήπως μέ πρό- δωσε ό Σγουρός ; . . . ! τόν άτιμο.»

Πάνω σ' αυτή λοιπόν τή βάση, συνδυασμένη καΐ μέ κάποιο άλλο οχέδιο πού είχε συλλάβει σκοτεινά μέσα στό νυχτερινό βραχνά του, απο- φάσισε ν' ακολουθήσει καινούργια τώρα ταχτική, πολύ πιό ξανοιγμένη.

Αφέντη ! κάνει μέ φωνή κούφια, ξαφνικά, βάζοντας τό κοκ• καλιάρικο χέρι του πάνω στό χέρι τοΟ Φράγκου καΐ ρίχνοντας γύρω του ματιές αλαφιασμένες. Τοϋ γνέφει μάλιστα να σκύψει κοντά στό στόμα του καί, μέσα στ' αυτί, γουρλώνοντας τά μάτια του : Ό Ντελιού- ρια βρίσκεται έξω άπό τ' 'Ανάπλι ! λέει.

Κι άν ακόμα είχε βουλιάξει τό πάτωμα, κι άν ή σκεπή τοΟ σπι- τιοΟ είχε γκρεμιστεί πάνω στό κεφάλι τοΟ Πρεβεδούρου, λιγότερη θά- νιωθε σαστιμάρα ό εκπρόσωπος τών Ντελαρός, λιγότερο τρόμο.

Ό Ντελιούρια ! μουρμουρίζει καΐ τά χείλη του πανιάζουν.

Ναι, έγνεψε ό ^ίρος.

Σώπασαν καΐ κοιτάχτηκαν γιά ώρα πολλή, χαμένοι. Λοιπόν αυτό είταν : Ό Ντελιούρια ! Άπό τή χτεσινή νύχτα κιόλας, σαν τοΟ ήρθανε τά πρώτα μαντάτα, & ΠρεβεδοΟρος είχε νιώσει κάτι παράδοξες ανησυχίες ν' άργοσαλεύουν μέσα του, προαισθήματα θάλεγες ή κάτι τέτοιο. "Ολη αυτή ή ιστορία, ή τόσο μπερδεμένη, ή φωτιά στους βάλτους, τ' άπό- κοτο ρεοχλτο τών κουρσάρων στην κοιμισμένη πολιτεία νύχτα, κοντά χαράματα . . . Είχανε βρει τή βάρκα τους τό πρωί, αραγμένη μ' ένα γάν- τζο εκεί στους άγριόβραχους τής δυτικής Ακροναυπλίας. Ό Καφούρης κι άλλες φορές, πάμπολλες, είχε έρθει σέ συνάντηση μέ τους ανθρώ- πους τοΟ άδερφοΟ του οί σπιγοΰνοι τοΟ τό είχαν αναφέρει τοΟ Πρεβε-

41

^ούροΌ αυτό μα ποτέ δέν έγινε τέτοιο κακό, πραγματικό ρεσόίλτο μέσα στ' οχυρωμένο Άνάπλι. Μονάχα ό Ντελιούρια, ό άφοβος, δ Ροτζέρος Ντελιούρια τ-?]ς αίματ-ίχαρης 'Αραγώνας, είταν ίκανός για τέτοια αποκο- τιά. Τό άκουγαν από καιρό πώς τριγυρίζει μέ τά στόλο του στα νερά της Ανατολής, τρέμανε μήπως ζυγώσει, τον οραματίζονταν στον ύπνο τους καί στό ξύπνιο νά προβαίνει, μα δέν τό περίμεναν ποτέ πώς θά- χει κιόλας φτάσει. . .

Πιάστηκε κανένας άπ' αυτούς τους άντρες; ρωτάει δ Καφούρης χαμηλόφωνα.

"Οχι, κανένας.

Φύγανε ;

Σκοτώθηκαν. "Ολοι του: ; —"Ολοι.

"Ηξερε πια αυτό πού ήθελε νά μάθει. Ανάσανε μ' ανακούφιση. "Ωστε δέ μάθατε τίποτα άπ' αυτούς.

Τίποτα, ομολόγησε απλοϊκά δ ΠρεβεδοΟρος, έχοντας τό νοΟ του άλλου.

Ό Καφούρης χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Δέν τά είπα δλα, συνέχισε μέ φιλήδονη σπουδαιοφάνεια. Δέν αναρωτιέται ή εύγενία σας πώς οι κουρσάροι χοΟ Ντελιούρια μπήκανε στό μποΰργκος ;

Ό Πρεβεδοΰρος τόν κοίταξε, γεμάτος αγωνία.

Είναι συνεννοημένοι μ' Εναν ντόπιο έδώ, Άναπλιώτη βουργη- σέο, εξήγησε χωρίζοντας μιά - μιά τις συλλαβές δ Γενοβέζος.

Ό Πρεβεδοϋρος τέντωσε τά μάτια του.

. . . Ναί, §να παιδάριο κακοκέφαλο, Σγοϋρο τόνε λένε.

"Α! κράζει δ Φράγκος σά νάχει γίνει μέσα στό νοΰ του ξαφνικό φώς, καΐ τινάζεται δλόρΟος.

Λοιπόν νά πού ξεκαθαρίζονταν τώρα δλα. Ό Σγουρός αυτός, πού τοΰ τόν είχανε δείξει τά χαράματα κάτω στό τειχι της θάλασσας, δί- πλα στον τελευταίο -κοΌραά^ο. ..Εκείνος είταν δ αίτιος! Γι' αυτό είχε ανακατευτεί μέ τό σκυλολόϊ των κουρσάρων, πού οί άντρες της φρου- ράς του καταφέρανε νά τό ξεπαστρέψουν μονάχα την αυγή.

Κρίμα πού δέ θά \ηιορίο(ά νά τόν ανακρίνω, τό σκύλο ! μούγ- κρισε. Νά τδξερα, θάλεγα άντίς νά τόν σκοτώσουνε νά τόν δέσουν.

Τόν σκότωσαν ; ρώτησε ανασηκώνοντας τό κεφάλι του μέ ματιά άπληστη δ Γενοβέζος.

Τόν σκότωσαν.

Ξανάπεσε πάλι στό μαξιλάρι του μέ πλατύ χαμόγελο ευδαιμονίας. Έ εκδίκηση του είτανε τώρα πλέρια. Τό είχε ορκιστεί μέσα του άπό τη νύχτα πώς θά τόν εξοντώσει τόν Σγουρό, την ώρα πού τόν πρωτόδε εδώ μέσα και κατάλαβε πώς είτανε μπλεγμένος μέ την κόρη του. Νά λοιπόν πού ή εκπλήρωση άν-ολοΐΛ^οϋοε την ευχή γρηγορότερα άπ' δσο τό περίμενε κι δ ίδιος. Τώρα δέ θάχε ανάγκη νά πληρώσει ανθρώπους νά τοΰ τόν ξεμπερδέψουν.

42

Ό Πρεβεδοϋρος Ιπαψε τΙς βόλτες του χαΐ στάθηκε μπροστά στό κρεββάτ:.

Καλά, Υ.Ι αυτή ή λαβωματιά ;

Ή λαβωματιά ... Χμ ! . , . Άπό τό χέρι εκείνου.

ΤοΟ Σγουρού ;

ΚαΙ βέβαια ! Σαν άρχισε τό κυνηγητό άπό τους ανθρώπους της ευγενίας σας, ό αναθεματισμένος μοΰ τους κουβάλησε Ιδώ τους Άρα- γωνέζους.

Μια τελευταία απορία είχε δ Πρεβεδοϋρος :

Γιατί έδώ ;

Ό γέροντας χαμογέλασε μέ μαστορική σεμνότητα. —Ή εόγενία σας θα ξέρει πώς είναι κάποιοι έδώ στην πολιτεία πού λένε πώς έχω τάχα χρήματα . . . "Ατιμοι συκοφάντες. Ό Πρεβεδοΰρος έσμιξε τα φρύδια του. Ήρθαν έδώ λοιπόν να σέ ληστέψουν ;

ΚαΙ βέβαια ! Μα . . . καΐ για κάτι άλλο ακόμα.

Σήκωσε υποκριτικά τά μάτια του καΐ κοίταξε μέ συντριβή τόν ΠρεβεδοΟρο.

... γιατί είμαι 6 αδερφός τοΰ Αντρέα Γκαφφόρε.

Κ' ΰστερα ;

Έ, χμ ! . . . Έ αντιζηλία, ή εκδίκηση . . . Δεν τοΰ χρειαζόταν άλλο τοΰ Φράγκου. Τυλίχτηκε ορμητικά στό μαΟρο του ταμπάρο καΐ βγήκε άπό τήν κάμαρα μέ βήματα μεγάλα. Ή συνοδία ακούστηκε σε λίγο νά κατηφορίζει τό δρόμο, βιαστική. Ό Ντελιούρια, Χριστέ και Κύριε, βρισκόταν εξω άπό τ' Άνάπλι !

43

* * "ν^,^/' >'»«*■>'»«

■■■■■■!■

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

Η ΜΑΝΝΑ Κ' Η ΚΑΑΗ

ΙΧΑΝ άφήσεο να κείτονται χάμου τα κουφάρια των κουρσάρων (ίλί-κίρο τό πρωί. Τέτοια είταν ή διαταγή τοΟ Πρε- βεδούρου, για να μπορέσει ή πολιτεία να τα ίδεί καΐ να θαυμάσει τόν κίν- δυνο πού γλύτωσε, τήν αξιοσύνη και τήν καλή διοίκηση τών Φράγκων. Μπροστά στους ταλαιπωρημένους για χρόνια άπό τή βυζαντινή κακοδιοίκη- ση των τελευταίων αιώνων Ρωμιούς της Νότιας Ελλάδας, τους άπαυδημέ- νους άπό τήν αδιαφορία της Βασι- λεύουσας, τϊς φαγομάρες, τΙς επιδρομές καΐ τΙς φορολογίες, οί μεγάλοι αφέν- τες της κουγκέστας δέν ήθελαν να χά- σουν καμμιάν ευκαιρία για επίδειξη. Τά ^ΟΌν.δί-ζο της Αθήνας καΐ τό Πριγ- κηπατο τοΟ Μοριά, μά κι δλες οί δλλες φράγκικες αυθεντίες, είχανε δώσει οδηγίες στους Πρεβεδούρους καΐ στους βαρώνους να φέρνονται πα- τρικά στους βιλάνους, νά καλοπιάνουν τους βουργησέους καΐ λίγο -πολύ να πηγαίνουν με τά νερά τους. Έπειτα, ό Πρεβεδοϋρος τ' Άναπλιοΰ είχε καΐ μιά κρυφή αδυναμία άπό φυσικοΟ του στην επίδειξη. Κατα- φρονοΟσε τους Ρωμιούς, δμως δεν τοΟ κακοφαινότανε νά έχει τό θαυμα- σμό τους.

Αότά έγιναν πριν άπό τήν επίσκεψη της εύγενίας του στό σπίτι τοΰ Ματτέου Καφούρη. θ* αφήνανε λοιπόν τά κουφάρια τών 'ΛΟΌροχρίύΊ εκτεθειμένα στά σημεία πού πέσανε, ό όχλος θά ^πο^ο^αξ. λεύτερα νά τά σεργιανίσει, κ' ΰστερα, με τό μεσημέρι, θά τά κρεμούσανε σέ δώ- δεκα ωραίες κρεμάλες, στημένες ψηλά στΙς τάπιες τοΟ κάστρου, ανά- γλυφη και παραστατική απεικόνιση της δικαιοσύνης. Δέν είταν δλοι τους σκοτωμένοι στον τόπο, καθώς τό ισχυρίστηκε αργότερα ό Πρεβε- δοϋρος στό Γενοβέζο. Φρόντισαν δμως νωρίς -νωρίς οί Φράγκοι ν* απο- τελειώσουν με μιά καρφωτή σαϊτιά δσους δέν είχαν ακόμα ξεψυχήσει. Λεν έπρεπε κανένας τους νά λείψει άπό τή στρογγυλή ντουζίνα της επίδειξης.

Κοντά τό μεσημέρι, τήν ώρα πού ό ΠρεβεδοΟρος Ιβγαινε φουριόζος άπό τό σπίτι τοΟ Καφούρη, καμπόσοι χαζοί περιδιάβαζαν ακόμα σάν

44

τσαχάλια γύρω ατούς σκοτωμένους. Ξεχωρ^στή επιτυχία είχε ό τελευ- ταίος, δ αρχηγός, πού έμενε θεατρικά καρφωμένος, ολόρθος, στην άκρη τοΟ θαλασσινοΟ μουράγιου. Μπροστά του γινότανε σύναξη. Γυναί- κες με τα μωρά στην αγκαλιά, μαστόροι άνασκουμπωμένοι, έμποροι πο- ζάτοι, κλέρηδες λυμφατικοί, ξυπόλητοι μόρτες, τόν περιεργάζονταν ψι- λοκουβεντιάζοντας ή χασκογελώντας. ΕΙτανε κ' οι χωρατατζτ)δες, πού διασκέδαζαν μέ φίνες εξυπνάδες τό κοινό. Οι πιό γενναίοι, πρόβαιναν Ινα βήμα και, τεντώνοντας τό χέρι πάνω άπό τό μαυριδερό λεκέ πού είχε βάψει χάμω τό αίματοποτισμένο χώμα, άγγίζανε μέ τό δάχτυλο τό κρύο κουφάρι. Στριγγλίζανε τότε οί γυναίκες, μ' ανατριχίλα ηδονική. Κάθε τόσο τά μάτια στρέφονταν πίσω, ψηλά, στΙς κρεμάλες πού στήνον- ταν μέ βιάση. ΚαΙ βάζανε στοιχήματα ποια θά ετοιμαστεί πρώτη, άνα- γαλλιάζανε μυστικά πού τό πανηγύρι θά συνεχιστεί Ισαμε τό σούρουπο κ' έτσι ή μέρα τούτη δέ θάναι τόσο πληχτική, τόσο θανατερά μονότονη καθώς οί συνηθισμένες.

Ωστόσο ό ΠρεβεδοΟρος είχε ανέβει αναστατωμένος στό Διοικητή- ριο. Βγαίνοντας, έδώ και μισή ώρα, λογάριαζε πώς οί κουρσάροι πού πρόσταξε νά κρεμάσουν, είτανε τοΰ Καφούρη. Γυρίζοντας, έλεγε πιά μέ τρόμο μέσα του πώς είναι τοΟ Ντελιούρια. Ρώτησε σέ τί σημείο βρί- σκονται οί ετοιμασίες και τοϋ αποκρίθηκαν πώς τώρα δά έβγαινε ή φρουρά νά μαζέψει τους σκοτωμένους. Πρόσταξε νά βιαστοΰνε, νά τσα- κιστοΟν, κ* ύστερα, παίρνοντας κατά μέρος τόν κιβιτάνο τ' ΆναπλιοΟ, εξήγησε πώς έπρεπε τό γρηγορότερο νά χαλαστοΟν οί κρεμάλες.

Τί ! Κι ό κόσμος πού περιμένει πώς καΐ τί τ' άπόγεμα γιά νά κάνει χάζι ;

Ό Ντελιούρια είν* έξω άπό τ' Άνάπλι ! σφύριξε γοργά ό ΙΙρε- βεδοΟρος στ* αύτΙ τοΟ κιβιτάνου του.

Οί δυό άντρες κοιτάχτηκαν γουρλώνοντας τά μάτια. Βέβαια πού, τέτοια πρόκληση, θάτανε κουταμάρα καθαρή νά γίνει στον Άραγωνέζο άμιράλη. Ή διάρκεια της ειρήνης πού ή συνθήκη της Γαέτας καθιέρωνε αναμεταξύ στό βασιλέα τής Άραγώνας Ιάκωβο καΐ τους ρηγάδες της Άνάπολης, είχε τελειώσει. Τό Πριγκηπάτο τοΟ Μοριά, ή ηγεμονία τών Βιλλαρδουίνων, μποροΰσε ίσως Ισως νά ελπίζει ακόμα στή μεγαλοφρο- σύνη τοϋ Ντελιούρια, άπό θύμιση καΐ μόνο προς εκείνη τή συνθήκη. Έ δυναστεία των Άνζού, πού βασίλευε στην Άνάπολη, κρατούσε κάτω άπό τήν επικυριαρχία της τό Πριγκηπάτο τοϋ Μοριά. Άλλα τάχα ό φοβερός άμιράλης δέ θά μπορούσε νά προφασιστεί πώς ή προστασία τούτη δέν όί'ψοροΰαε καΐ τΙς πολιτείες εκείνες τΙς μοραίτικες, τΙς παρα- χωρημένες δμως στό ^οο-κ&το της Αθήνας ; Ό Γουΐδος Α' ό Ντελαρός είχε προβιβαστεΐ άπό τό ρήγα τής Φράντσιας, τόν Λούη "Ενατο, έδώ καϊ τριάντα χρόνια, σέ δούκα. Ό τίτλος τοΟτος, πού ανέβαζε τό μεγα- κυράτο σέ ^ουχδίτο, χαλάρωνε Ισως, στά μάτια τοΰ Ντελιούρια, καΐ τους δεσμούς της υποτέλειας τών Ντελαρός προς τους Βιλλαρδουΐνους. "Ετσι κ* ή επιρροή τών Άνζού αδυνάτιζε, καΐ τ' Άνάπλι έμενε αβοή- θητο στή διάθεση τοΟ Άραγωνέζου καπετάνιου.

"Ολα τούτα είναι πού συλλογίστηκαν οί δυό άντρες στΙς λίγες στι- γμές πού έμειναν ^ουΒοί. Ό κιβιτάνος, δίχως άλλη αντίρρηση, βγήκε

45

να δώσει διαταγή να ξηλωθούν οι κρεμάλες, κι ί Πρεβεδοΰρος βυθί- στηκε σε ταραγμένη συλλογή.

Σέ λίγην ώρα, μεταδομένο άπό στόμα άγνωστο, έτρεχε στην πολι- τεία τδ μαντάτο για τήν εμφάνιση τοΰ τρομερού χο\>ροά.ρο\>. Ή μέρα τούτη, πού προοριζόταν αρχικά για σπάν;ο θέαμα, τέλειωνε σε βαρύ- θυμη καΐ σκοτεινή αγωνία. Χάθηκαν σάν άπό μαγεία τα εκτεθειμένα πτώματα, κλείστηκαν νωρίς -νωρίς τα εμπορικά καί, προτού ακόμα σημάνει ή βραδυνή σάλπιγγα, είχανε σφαλιστεί και τα σπίτια, σβήστη- καν τα τελευταία λυχνάρια.

Βαρύ και πένθιμο τό οο\ίρο\ίΓ\.ο έπεσε πάνω στή ζαρωμένη πολιτεία.

Τήν ίο'.α ώρα, ή Ρωμιά δούλα τοΰ Καφούρη πού πότιζε τά λαχα- νικά τοΰ άχαμνοΰ περιβολιού της, άκουσε νά τη σιγοκαλοΰν πάνω άπό το σαμάρι της μάντρας, θαρώντας πω: είναι ί καλός της. Ινα κάποιο μαστορόπουλο, πετάχτηκε κατά κεΐθε πού ερχόταν ή φωνή κι ανέβηκε σ' Ινα αγκωνάρι. Πάνω άπό τό σαμάρι είδε νά προβάλλει Ινα η^^οίώτιο γεροντικό, γυναικείο. Αναγνώρισε με τό τιρίύτο τή βάγια τοΰ Σγουρού.

Έσύ 'σουνα χριστιανή ! ΚαΙ τρόμαξα . . .

Μονάχες είσαστε ; ρώτησε αλαφιασμένη ή βάγια.

Μονάχες κ' έρημες.

Ή βάγια γύρισε τά μάτια της ανήσυχη στό παραθύρι.

Μή σκιάζεσαι, τήν ησύχασε ή μικρή. Ό γέρος ψοφολογάει κατάκοιτος, τοΰ έχουν τσακιστεί δλα του τά παίδια.

"Ακου, τήν άντίσκοψε ή γριά, πρέπει νά ιδώ γρήγορα τήν κυρά σου. "Αμε νά της το πεις.

Μετά χαράς ! Κόπιασε μέσα, άπό τό πορτί. "Οχι. Καλλίτερα άπό δω πού είμαι.

Ή δούλα έδειξε πίσω, τό σπίτι τοΰ αφέντη της. "Εχεις αντίκρυ τό παραθύρι. Ό χί^ος είναι εφτάψυχος. Ξέρω κ' έγώ . . .

Καλά τότε,. Ικανέ ή βάγια καΐ διπλώθηκε οττι μαντήλα της. Χώθηκε άπό τό τ^,ο^^τί, πού είχε στείλει παραγγελιά ό Καφούρης καΐ τό ξαναφτιάξανε πρωί -πρωί, καΙ στάθηκε νά καρτερεί τή Μπιάνκα. Δεν περίμενε πολύ. Ή νεαρή Γενοβέζα ήρθε -^ορ^τ^ κι αθόρυβη νά τή συναντήσει.

Πήρε τή γριά άπό τό χέρι καΐ τήν τράβηξε στό βάθος τοΟ περιβο- λιοΰ, κάτω άπό τήν κουρβουλιασμένη περγουλιά. Στάθηκαν ορθές μπρο- στά σ' Ινα μικρό πέτρινο πάγκο.

Είναι ζωντανός ή όχι ; ρώτησε ή κοπέλλα ξέπνοη.

Ζωντανός, δόξα νάχει ό Πανάγαθος, κυρά μου !

Έ Γενοβέζα ανάσανε μ' ανακούφιση θριαμβική. Περισσότερο κι άπό τή λύπη τοΰ χαμοΰ, λογάριαζε τή Ίτροτντ\ μιας νικημένης άπό τους εχθρούς αγάπης.

Λαβωμένος ;

Πολύ άλαφριά.

Στά πηχτά χείλη της Μπιάνκας άστραψε πλατύ χαμόγελο.

ΚαΙ λεύτερος ;

Λεύτερος.

46

ϊά μάτια της τα φώτισε ά-^ριοί χαρά. Πάει, τέλειωσε ! Τοΰτος εί- ταν ό άντρας πού θ' άγαποΟσε στό έξης σ' ολάκερη τή ζωή της.

Μα πώς ; πώς ; έκανε μη μπορώντας νά συγκρατήσει τους χτύ- πους της καρδίας της πού αναγάλλιαζε, καΐ κάθησε στον πέτρινο πάγκο. Έγώ είχα ακούσει πώς τόν σκοτώσανε.

θα σοΟ τα πει δ Ιδιος, τώρα πού θάρθει. Έγώ πετάχτηκα μο- νάχα νά σέ ρωτήσω άπό μέρος του αν μπορεί νά σ' ανταμώσει Ιδώ στό περιβόλι.

"Ωστε θάρθει ί έκανε εκστατικά ή Μπιάνκα καΐ τά μάτια της στυλώθηκαν θολά στον αέρα.

θάρθει, αναστέναξε ή γριά. Δέ θέλει νά μ' ακούσει πού τοΟ λέω νά φυλάγεται. "Αν τόν ίδοΟν, Χριστέ μου ! είναι χαμένος. Και τώρα πού δέ βρήκανε τό γ.ορ[ΐί του μέ τους άλλους σκοτωμένους, δέ θά τόν '^υρεόοΌ'^ τάχατες ; Δέ θά τό κατάλαβαν πώς έχει γλυτώσει ; 'Από στιγμή σέ στιγμή περιμένω νά χτυπήσουν τήν πόρτα μου, νάρθουν αρματωμέ- νοι και νά μοϋ τόν κάροΌ'^. Μεγαλόχαρη, κάνε τό θάμα σου νά γλυ- τώσει ! . . .

Δάκρυσε.

Πήγαινε, στείλε τον! λέει ή Μπιάνκα καΐ σηκώνεται. Έδώ θά τόν προσμένω.

Τέτοιαν ώρα, μέρα ακόμα ; Τό βάζεις μέ τό νοΟ σου, κυρά μου, τί κίνδυνο τρέχει ; Είναι γιά ζωή και γιά θάνατο ! . . . Έδώ μέσα στ' Άνάπλι δέν έχει πιά χωρεμό. Πρέπει νά βρεθεί τρόηος νά φύγει αδριο πρωί πρωί.

Νά φύγει ; . . .

Έ Μπιάνκα έμεινε άλαλη. Ό άντρας πού είχε διαλέξει έδώ καΐ λίγες στιγμές γιά ολάκερη τή ζωή της, ό άντρας πού της είχε σκλαβώ- σει τήν καρδιά, νά φύγει, κ* έτσι γρήγορα.

"Ομως στό νοΟ της ήρθε ολάκερη ή πρωινή κουβέντα τοΟ πατέρα της μέ τόν ΠρεβεδοΟρο, πού τήν είχε κρυφακούσει πίσω άπό τό τζορτό- φύλλο, θυμήθηκε τό μίσος τοΟ κύρη της, τή λύσσα τοΰ γελασμένου Φράγκου. "Αν ό Σγουρός έμενε στ'Άνάπλι, θάπρεπε νά κρύβεται σ' δλη του τή ζωή. ΚαΙ δέ συλλογιζόταν ή Μπιάνκα άν τέτοιο πράμα είτανε ποτέ βολετό. Συλλογιζόταν πώς τί άντρας θά είναι πιά αυτός πού θά ζει ισόβια κρυμμένος.

Ναί . . . πρέπει νά φύγει, μουρμούρισε τέλος σά μέσα της. ΚαΙ κοίταξε τό βραδυνόν ουρανό δπου άρχιζαν ν' ανάβουνε τά πρώτα αστέ- ρια. «Αύριο πρωί - πρωί», συλλογίστηκε. «Λοιπόν ποτέ πιά δέ θά τόν ξαναδώ». ΚαΙ μιά θλίψη βαρειά, μελαγχολία πικρή, γιά πρώτη φορά στή ζωή, κατέβηκε στην ψυχή της.

Μπουμπουλωμένη, βαδίζοντας βιαστικά και σύρριζα στους τοίγ^ους, ή βάγια γύρισε στό σπίτι της. Σάν πήρε τόν κατήφορο τοΟ τραχωνιοΟ, στάθηκε μιά στιγμή καΐ κοίταξε πίσω της μήπως τήν έχουνε πάρει τό κατόπι. Ό τόπος εΐταν ίρημος, βράχια μονάχα καΐ πάντα βράχια. Κα- τηφόρισε στό στάβλο, κ* έκεΤ, πάνω στά δεμάτια τοΟ σανοΟ, βρ^^χε τόν Νικηφόρο ξαπλωμένο, νά λαγοκοιμάται.

Στύλωσε τά μάτια του καΐ τήν κοίταξε νάρχεται.

47

Είναι μοναχή της, σε προσμένει με τή νύχτα, τοϋ είπε γονα- τίζοντας κοντά του. Είναι χι αυτή της γνώμης πώς αΟριο πρέπει νά φύγεις πρωί - πρωί.

Κούνησε τό κεφάλι του, κ' ή ακόμα θολή άπό τδν Οπνο ματιά του γλίστρησε μέσ* άπδ τό μισάνοιχτο σανι5ένιο πορτόφυλλο Ιξω, πέρα, στην απεραντοσύνη τοΟ πελάγου καΐ τ' ούρανοΟ. Κιόλας εϊτανε μακρυνή, φευ- γάτη, ματιά άνθρωπου πού Ικοψε τά δεσμά του με τό σήμερα καΐ ζε! κιόλας στην καταχνιά τής απόστασης, τοΰ μισεμοΟ. Πρωτοπορία νεφε- λωτή, τά όνειρα, είχαν Ιρθει λίγο πρΙν νά τοϋ ξεσηκώσουν πάλι τό νοΟ, μέσα στό μαυλιστικό τους στρούφουλα. Σήκωσε τό χέρι καΐ τό έφερε πασπατευτά στό μέτωπο του πού τό έδενε επίδεσμος φαρδύς.

Πονάει λιγότερο, είπε.

Στρώθηκε λοιπόν κ' ή βάγια του χάμου κι άρχισε τις κουβέντες της. Σήμερα, ολάκερη τήν ήμερα, δέν είχε σταθεί ουδέ στιγμή. Χαρά- ματα, πού τόν είδε νά της έρχεται καταματωμένος, τόν Ιβαλε νά πλα- γιάσει, τοΟ έπλυνε τή λαβωματιά, τήν έδεσε και τοΟ παραστάθηκε στό πρωτοΰπνι. Με τό μεσημέρι, τόν είδε πού ξυπνούσε ήσυχος. Τήν περι- πέτεια της τήν είχε ιστορήσει με λίγα λόγια ό ίδιος. "Ομως αυτή, ζυ- γιάζοντας καλά τά πράματα, είχε κιόλας κάνει τό σχέδιο της. ΤοΟ έβαλε δίπλα του, στ' άχερόστρωμα, λίγο βραστό γ,οτόποΌΐο, ενα μουρχοΟτι μέ ζουμί, καΐ τοΟ είπε νά μείνει κάλλιο έχει πού βρίσκεται ξαπλωμένος παρά νά μπει στό σπίτι γιά νά πλαγιάσει στό κρεββάτι του. "Αν έρ- χονταν νά τόν γυρέψουν, \ιποροΰαε στην ανάγκη νά χωθεί καΐ μέσα στ' άχερα, ένώ τό σπίτι θά τό ψαχούλευαν πέτρα τήν πέτρα. Τστερα διπλώθηκε στή μεγάλη μπόλια της, έκλεισε άπ' έξω τήν πόρτα τοΰ στάβλου κ' έφυγε βιαστική.

Γύρισε πίσω προχωρημένο τ' απομεσήμερο, πιό ήσυχη κ' ικανο- ποιημένη.

"Ημουνα στην Άγια - Μονή, τοΰ εξήγησε. Κρατοΰσε κάτω άπό τή μασχάλη της κ' ενα σφιχτοδεμένο μπογαλάκι.

Έ Άγια Μονή είναι ένα μικρό μοναστήρι ώς μισή ώρα έξω άπό τ' Άνάπλι, πάνω σε ήμερη, γελούμενη λοφοπλαγιά. Αρχικά χτισμένο γιά γυναίκες, είχε γίνει αργότερα αντρικό. ΤΙς καλόγριες, ό κτήτορας «Επίσκοπος Ναυπλίου καΐ Άργους Λέων», έβαλε νά τΙς μεταφέρουν στά ενδότερα, άπό φόβο των κουρσάρων.

Άνοιξε ή βάγια τό μπογαλάκι κ' έβγαλε άπό μέσα ένα παλιό, τριμμένο ράσο. Ινα καλογερικό καλυμαύχι κ' ένα ζευγάρι καλλίγια ολοκαίνουργα.

Ό 'Ιλαρίωνας μοΰ τάδωσε γιά σένα. Θά περάσει κι ό ίδιος βράδυ - βράδυ άπό δω.

Είταν ό καλόγερος πού τοΰ είχε μάθει τά πρώτα γράμματα. Ερ- χόταν ακόμα κάπου -κάπου και τους έβλεπε, σάν έμπαινε στην πολι- τεία γιά ψώνια ή γιά νά δοκιμάσει τά καινούργια κρασιά.

Τ* είναι τοΰτα ; Καλογερίστικα ;

Πρέπει νά φύγεις, τοΰ είπε σκυθρωπή, κι άλλοίμονο άν σέ γνωρίσουν ! "Εξω χαλάει ό κόσμος, δλά-κερο τ' Άνάπλι βρίσκεται στό πόδι. Λένε πώς αυτός 6 Σατανάς ό Ντελιούριας φάνηκε πάλι στά νερά μας.

48

\

Χριστέ μου, σώσε μας τοΟς αμαρτωλούς ! . . . "Ομως έσύ τώρα θα γλυτώ- σεις, θα σέ περάσουμε ντυμένον καλόγερο άπό τα τειχιά ή άπό τό λι• μιώνα, βπως έρθει βολικό, καΐ θα μείνεις κρυμμένος τήν αυριανή μέρα στην καλύβα τοΟ 'Ιλαρίωνα, ψηλά στό μετόχι της Άγια - ΜονΫ^ς, Πρέπει να γιάνεις ολότελα άπό τή λαβωματιά σου, καρδούλα μου, γιατί θάχεις ΰστερα νά κάνεις μακρυνό ταξίδι, θά πάς πέρα, κάτω, στό Μυτζηθρά, στά χώματα της Ρωμανίας. Έχεις έκεΐ, κατά πώς ξέρεις, Ενα θείο με- γάλο καΐ τρανό, τόν Σγουρομάλλη, Είναι συγγενής σου άπό τή συχω- ρεμένη τή μάννα σου. θά τοΟ δείξεις τό δαχτυλίδι της καΐ θά σ* ανα- γνωρίσει. Αυτός πρέπει άπό κεΙ καΐ πέρα νά σέ προστατέψει. *Εγώ θά παρακαλάω πάντα γιά σένα στΙς προσευχές μου τή Μεγαλόχαρη.

Σκέπασε τό ζαρωμένο πρόσωπο της κι άρχισε νά κλαίει ήρεμα καΐ σιγανά. Είτανε τό παιδί της καρδιάς της, ή ελπίδα τής άχαρης γε- ροντικής της ζωής. Τώρα, θά τόν δχανε. ΚαΙ ποιος ξέρει άνποτέ πιά. . .

Μήν κλαίς, τής λέει αφαιρεμένος, χαϊδεύοντας τ* άσπροκίτρινα μαλλιά πού είχε ξεσκεπάσει γλιστρώντας άπό τό κεφάλι ή φτωχική της μαύρη μπόλια. Μήν κλαΐς. θά ξανάρθω κάποτε, θά τό ίδεΐς.

! . . . έμενα τότε θά μέ τρώει τό μαΟρο χώμα. "Αν μέ θυμη- θείς, μπορεί τό πολύ - πολύ νά μ* ανάψεις κάνα κερί. Καρδούλα μου. . . , ξέσπασε παίρνοντας τον στην αγκαλιά της παράφορα, δπως σάν εϊτανε μικρό παιδί. Ακριβέ μου! Μή μέ ξεχάσεις.

Ή νύχτα είχε κατέβει, σκυθρωπή. Αγκαλιασμένοι Ιμειναν έκεϊ, πάνω στ' άχερόστρωμα, δίχως νά μιλάνε. Κι αυτός, μέσα στον ταρα- γμένο νοΰ του, άναθυμόταν τώρα τά παραμύθια τά παλιά πού τοΟ έλεγε σάν εΙτανε μικρός, γιά νά τόν νανουρίζει, τΙς Ιστορίες γιά τό δράκο καΐ γιά τή βασιλοπούλα, γιά τό μαγεμένο παλάτι καΐ τ' αντρειωμένο πριγκηπόπουλο πού πάει, πάει ακούραστα, πάνω στ' άτι του, δίχως ποτέ του νά σταθεί, δ>ς πού νά βρεί τ* αμίλητο νερό, τό νεραϊδόπιοτο, καΐ τήν ονειρεμένη χώρα.

Τήν ώρα πού ήρθε ό 'Ιλαρίωνας, 6 Νικηφόρος είχε σηκωθεί άπό τό στρώμα κ* ετοιμαζότανε νά πεταχτεί στης Μπιάνκας. Μπήκε ψαχου- λευτά δ καλόγερος στό σκοτάδι τοΟ στάβλου, κουβαλώντας μέ βαρύ αγ- κομαχητό τήν ολοστρόγγυλη κοιλιά του. Είχε περάσει πρώτα άπό τοΟ ξαδέρφου του, εκεί πού θά κοιμότανε τή νύχτα τούτη, δμως ή ανάσα του έζεχνε κρασί. Κάθησε κι αυτός πάνω στ' άχερα καΐ κανόνισαν τΙς τελευταίες λεπτομέρειες.

Πρωϊ-πρωΐ, μέ τό γλυκοχάραμα, θάρχόταν 6 'Ιλαρίωνας καΐ θάπαιρνε τόν Νικηφόρο. Δέ θά ξανοίγονταν μέ βάρκα άπό τό λιμιώνα γιατί θά τους έβλεπαν οί ναυτικοί κ* είτανε φόβος. Τό σχέδιο του, αΟ- τουνοΟ, είτανε νά καβαλ/^σει ό Νικηφόρος, κουκουλωμένος καλά, τή μούλα φορτωμένη μέ τά ψώνια τής Μονής, κι αυτός, κρατώντας τό κα- πίστρι, νά τόν περάσει έτσι άπό τήν πόρτα τής Στεριάς. Άν τόν στα- ματούσαν, πράμα απίθανο, θάλεγε πώς είναι ένας καλόγερος άρρωστος πού τόν έφερε χτες βράδυ στό γιατρό καΐ τόν γυρίζει τώρα πίσω στό μοναστήρι.

Μή φοβόσαστε άπό τόν κόσμο, τους πληροφόρησε. Κανένας δέν ξέρει πώς ήσουνα χτες βράδυ στό ρεσάλτο. Οί Φράγκοι τό κρατάνε μυ-

4 Ή Πριγκηηίααα Ίζαμηώ 49

στιχό, δέν ξέρω για ποιο λόγο. Τους μόνους που πρέπει να ξεγελά- σουμε είναι οΕ σπιγοΟνοι τοϋ Πρεβεδούρου* δμως δλοι τους τώρα, άπό κιτιβάνο ϊσαμε Ζοϋλο, είναι παραζαλισμένοι μέ τό φανέρωμα τοϋ Ντε- λιούρια. Κ' έπειτα, τί καλόγερος θάμουν έγώ άν δέ μποροΟσα να ξεγε- λάσω δέκα πονηρούς ανθρώπους.

Κι ό Άστρίτης ; ρώτησε δ Νικηφόρος. Δίχως τδν Άστρίτη έγώ δέ φεύγω.

Ούτε πού σ' αφήνω να φύγεις δίχως τό φαρί, είπε ή βάγια, θα σοΰ χρειαστεί για τό ταξίδι σου. Μα έννοια σου, πρόβλεψα καΐ γι' αυτό. Αύριο τ' απομεσήμερο θα τόν σελλώσω και θα τόν κατεβάσω άπό τό χαλινάρι στην πολιτεία. Έκεϊ, κλαίγοντας κι αναστενάζοντας, θα τόν πουλήσω τάχατες σ' άνθρωπο πού θάχει στείλει άπό πρΙν ό 'Ιλαρίω- νας, τόν αγωγιάτη τοΟ μοναστηρίου, κι αυτός θα σοΟ τόν φέρει ίσια στό μετόχι.

Τους αγκάλιασε καΐ τους δυό.

Ποτέ μου δέ θα σας ξεχάσω ! φώναξε συνεπαρμένος άπό παι- διάτικη χαρά.

"Ομως ή γριά βάγια, μέ τή μητρική της τη διαίσθηση, καταλάβαινε πώς, άπό τούτην ίσα - ϊσα τή στιγμή, άρχιζε νά τήν άπολησμονάει.

Τά σπίτια είχανε κλείσει και τα λυχνάρια είχαν σβηστεί, δταν δ Νικηφόρος δ Σγουρός κατηφόρισε στό σπίτι της καλής του. Χώθηκε άπό τό κορτί, πού τό βρήκε μισάνοιχτο, καΐ πήγε, δπως τόν είχε ορμη- νέψει ή βάγια του, στό βάθος τοϋ περιβολιού. Έκεϊ βρήκε τή Μπιάνκα καθισμένην στον πέτρινο πάγκο, νά τόν περιμένει.

—"Αργησες, τόν μάλωσε χαϊδευτικά, δίχως τήν παλιά της έπαρση.

Της εξήγησε τό γιατί. Τής παράστησε ολάκερο τό σχέδιο της φυ- γής του. «Καλό είναι», λέει κείνη στό τέλος μέ τή βαρειά της αυστηρή φωνή, «μα πώς έγιναν τά χτεσινοβραδυνά "Ηθελε νά τής τ' ανιστο- ρήσει μέ κάθε λεπτομέρεια.

Μέ τόν ενθουσιασμό του, πού άρχιζε τώρα νά φτερώνεται άπό τόν Γμερο τοϋ μεγάλου ταξιδιού, τής διηγήθηκε δλα τά επεισόδια" τής πε- ρασμένης νύχτας. Σαν άπόσωσε τήν αφήγηση του και τής είπε γιά τή στιγμή πού σήμαινε ή πρωινή σάλπιγγα, τή φυγή του ανάμεσα στους μυτερούς βράχους, άκρη -άκρη στό νοτιοδυτικό τραχώνι, τό γυρισμό στό σπίτι του, άπλωσε τά βαρειά μπράτσα της, τά Ιδεσε γύρω στό λαιμό του κι ακούμπησε τό κεφάλι της στον ώμο του.

Λοιπόν θά φύγεις, έκανε βαθιά, ρεμβάζοντας, κι άπό τή φωνή σου τό καταλαβαίνω πώς πολύ τό θέλεις. "Εχεις δίκιο, δέ θά σοϋ κο- στίσει τίποτα. "Ομως έγώ. . . Έγώ θάθελα, άπό τώρα κ' εμπρός άν εί- ταν βολετό νάρχιζε ή αγάπη μας.

Έ φωνή της είχε πάρει Ιναν τόνο πραότητας τρυφερής, άγνωστης Ισαμε τώρα. Γιά πρώτη φορΛ θαρεϊς καΐ φανέρωνε τήν τόσο νεαρή, τήν κοριτσίστικη ηλικία της. "Ως τώρα είχε δειχτεϊ μπροστά του ώριμη, πρεσβύτερη, σοφή.

"Ακου, τοϋ λέει σέ λίγο, σηκώνοντας πάλι τό κεφάλι της ζωη- ρά. Τά πράματα δέν είναι δπως τά λένε Ιξω. Ό πατέρας μου γέλασε

50

τόν ΠρεβεδοΟρο στην πρωινή τους τή συνάντηση, δμως έγώ τα ξέρω άπδ τους ίδιους τους ανθρώπους τοΟ θείου μου, πού μοΟ τά είπανε μπρο- στά σου θυμάσαι χτες βράδυ. ΡονβΓ^ΙΙί ! αναστέναξε σιγανά, στή θύμιση τών σκοτωμένων.

Πώς είναι λοιπόν ; ρώτησε δ Νικηφόρος.

Ό Ντελιούρια, είν' αλήθεια, Ιστειλε μια γαλέρα του χτες νύχτα εξω άπό τ' Άνάπλι. Είχε πάρει τό κατόπι μια ταρίδα τοΟ θείου μου, πού ερχότανε λίγο πιό πρΙν να συντύχει τόν πατέρα μου στους βάλτους. *0 Άραγωνέζος ήξερε πώς οΕ άνθρωποι τοΟ Γκαφφόρε άρχονται να τζά- ροΌν χρήματα άπό την Τράπεζα μας. Ζύγωσαν λοιπόν μουγγά, κλεφτά, μέ βάρκες, έκεϊ πού & πατέρας μου είχε ανάψει τή φωτιά γιά να τόν βροΟν οί δικοί μας, καΐ τους πέσανε πάνω, τή στιγμή ίσα - ϊσα πού γι- νόταν ή παράδοση. Στή συμπλοκή, σκοτώθηκαν δυό άπό τους ανθρώπους τοΟ θείου μου και λαβώθηκε δ πατέρας. "Γστερα οί Άραγωνέζοι, πού εϊταν περισσότεροι, άρπάξανε τά λεφτά καΐ φύγανε γιά τή γαλέρα τοΟ Ντελιούρια. Ι Ιε^γι ! , . . Οί δικοί μας, δώδεκα δλοι-δλοι, βάλανε στή βάρκα τόν πατέρα μου καΐ τόν Ιφεραν πίσω στ' *Ανάπλι, σκαρφαλώ- νοντας άπό τους ^ράγ^ους, έκεϊ πού σταματάει τό τειχΐ της θάλασσας.

ΤοΟ είπε ακόμα καΐ γιά τήν ατιμία τοΟ πατέρα της, πού τόν κα- τάγγειλε γιά συνεννοημένο τάχα μέ τους ανθρώπους τοΟ Ντελιούρια. « Ποτέ δε θά τοΟ τό συχωρέσω !», πρόσθεσε σκληρά, σφίγγοντας μέ μίσος στυγνό τά δόντια.

Κάθησαν ακόμα λίγο, σιγοκουβεντιάζοντας. Τήν ώρα πού ετοιμα- ζόταν εκείνος νά φύγει, άπλωσε πάλι τά μπράτσα της καΐ τόν κράτησε.

ΜποροΟσες τή νύχτα τούτη νά τήν περάσεις έδώ, τοΟ λέει άτολμα, τρίβοντας σά γάτα τό κεφάλι της πάνω στό φαρδύ του στήθος. Θά σ' έκρυβα καλλίτερα άπό κάθε άλλον. Έδώ κανένας ποτέ δέ θά σκε- φτεί νάρθει νά σέ γυρέψει.

"Οχι, πρέπει νά βγώ άπό τήν πολιτεία μόλις ανοιχτεί ή σιδερό- πόρτα. Σ' αφήνω γεια !

Τόν έσφιξε πάνω της επίμονα, καΐ τόν κάθισε πάλι στον πάγκο. Ή μυρωμένη σά λιβάνι ανάσα της τοΟ ζάλισε τά φρένα.

Τήν ώρα δμως πού χωρίζονταν τελειωτικά, έκεϊ άπ' Ιξω άπό τό πορτί, τόν κράτησε ακόμα μιά στιγμή καΐ τοΟ είπε:

Μέσα στό περσίκι σου θά βρεις Ενα μικρό μου δώρο" θέλω νά τό κρατήσεις, θά σοϋ χρειαστεί γιά τό ταξίδι σου.

Πιό πάνω, στό διάσελο τοΟ τραχωνιοΟ, στάθηκε δ Νικηφόρος μιά στιγμή κι άνοιξε τό περσίκι. Μέσα βρήκε, τυλιγμένα σ' Ινα μαν- τήλι κόκκινο μεταξωτό, δέκα χρυσά πέρπυρα. « Μέ ξέρει γιά φτωχό», συλλογίστηκε πικρά. «Μά δέν πειράζει, δέ θέλω νά τήν προσβάλω. Κ' έπειτα, είναι μέ τήν καρδιά της ...»

51

^■.■■■■■■■■■■«^^ι

ϋ&«4υ

■Β.Ι Β Η Β ί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΚΑΛΓΨΗ ΤΟΪ ΚΟΣΜΟΓ

ΓΙΙΝΟΣ του ΣγουροΟ εκείνη τή νύχτα εϊ- τανε ταραγμένος. Κάθε τόσο τιναζόταν άπά δνειρα αλλόκοτα, βραχνάδες απί- θανους, κι άνοιγε διάπλατα τα μάτια του να ψαχουλέψει τδ σκοτάδι. Τό πρωϊ δέν καλοθυμόταν πια τί είχε ίδεί' ή εντύπωση ωστόσο του απόμενε, περί- τρομη, σα να είχε ζήσει τΙς ενδιάμεσες τοΟτες ώρες σέ κόσμο δαιμονικό, στοι- χειωμένον άπό φριχτές κι απάνθρω- πες δυνάμεις. Δυό - τρεις φορές, είχε ξεχωρίσει κάποιο πρόσωπο ακαθόρι- στα γνώριμο καΐ μακρυνό, μορφή γυ- ναικεία, πού ερχότανε προς αυτόν άρ- γοβαδίζοντας, με χαμόγελο χλωμό στα χείλη. «Ποια νάναι, ποια νάναι», ανα- ρωτιόταν μέσα στον Οπνο του, γεμάτος αγωνία, κ' υπόφερε πού δέ μποροΟαε να τή θυμηθεί. Εϊτανε ψηλή, νεαρή, τυλιγμένη σ' απλόχωρο θαλασσί μανδύα. ΤοΟ τέντωνε τα χέρια της, τα τυλιγμένα σ* εφαρμοστά άσπρα μανίκια άπό ύφασμα απαλό, κ' είτανε σα να τόν προσκαλοΰσε ή να τοϋ γύρευε βοήθεια. "Ομως πιό πίσω, σέ σκοτεινή κ' υγρή γωνιά, κάτω άπό χαμηλή καμάρα, τό μοΟ- τρο τοΟ Πρεβεδούρου προβαίνει καΐ τους κοιτάζει άφωνα, χαμογελών- τας επίβουλα καΐ σαρκαστικά.

Ένας άνεμος φύσηξε, βίαιος, πού τύλιξε σέ τεφρή καταχνιά τό μαγικό δράμα. Τώρα είταν 6 εαυτός του καβαλικεμένος σ* άγριο άτι και κάλπαζε, κάλπαζε, πάνω σέ δρόμο αόρατο άπό τόν πολύ κουρνιαχτό. θα- ροϋσε πώς τά πέταλα τοΰ άλογου δέν ακουμπάνε στή γή, μα πώς 2να σύννεφο σκοτεινό καΐ βαρύ, σύννεφο θύελλας, τόν έχει συνεπάρει. Κοί- ταξε τ* άλο^ο κ* είδε πώς δεν είναι ό Άστρίτης. Είτανε φαρί καταμέ- λανο, γυαλιστερό σά χέλι, πού ρουθούνιζε τρανταχτά κ' είχε τό μάτι στρογγυλό, κόκκινο, σάν αναμμένο κάρβουνο. Ό άνεμος φυσούσε στ' αυ- τιά του, σάλπιζε, κι ό καλπασμός γινόταν δλο καΐ πιό γοργός, διαβο- λικός σίφουνας μέσα στή ^ουερ"}] νύχτα.

Τινάχτηκε τρέμοντας, μέ τήν ανάσα του κομμένη, άπλωσε τά χέ-

52

ρια του κάπου να πιαστεί. Τέντωσε τα μάτια του κι αφουγκράστηκε. Έξω είχε σηκωθεί άνεμος, στ* αλήθεια. Δίπλα του, πάνω στό Ιδιο δε- μάτι μέ τ* άχερα, άκουσε τ6ν ήρεμο καΐ κανονικό ανασασμό τής κοι- μισμένης βάγιας. Δέν είχε θελήσει να τόν αφήσει τούτη τη νύχτα μοναχό του, ήρθε καΐ πλάγιασε έκεΐ - δά, κοντά του. Σέ λίγο τήν ίνιωσε ν' αναδεύεται, κι άπδ τό ρυθμό της αναπνοής της πού άλλαξε, κατά- λαβε πώς είχε ξυπνήσει κι αότή.

Στό σανιδένιο πορτόφυλλο άκούσανε χτύπημα ανάλαφρο. Έχωσε δ Σ-{0Όρ6ζ τό χέρι του νευρικά μέσα στ* άχερα, να πιάσει τό μαχαίρι. "Ομως ή φωνή της βάγιας μίλησε ατάραχη :

Ό Ίλαρίωνας είναι. Ξημερώνει.

Σηκώθηκε άπό τό στρώμα ή γριοΟλα καΐ πήγε να ξεμανταλώσει τήν πόρτα. Ό Άστρίτης, ξυπνημένος κι αυτός, έκρουε χάμου τό πέτα- λο. Μέ τά μάτια στυλά, ό Σ•^οι>ρ6ς, συνεπαρμένος ακόμα άπό τή ζάλη τών ονείρων, κοίταζε δίχως να καταλαβαίνει τίποτα άπ' δ, τι γινότανε γύρω του.

Ό καλόγερος έδεσε τή φορτωμένη μούλα του σ' Ινα παλοΟκι Ιξω άπό τήν πόρτα, και μπήκε στό στάβλο μέ φτέρνισμα γερό.

Καλή σας μέρα ! Χειμώνας πλάκωσε.

*Από τ* ανοιχτό πορτόφυλλο, φάνηκε εξω ό ουρανός, πού τόν γαλά- ζωνε πελιδνά ή αυγή. Κάτω, τό πέλαγο μούγκριζε καΐ δερνόταν.

Να ντυθείς άπό μέσα καλά, λέει ή βάγια γυρίζοντας κοντά στον κανακάρη της. Χριστέ μου, τί άσκημη εποχή πού φεύγεις !

*Από μικρό, τόν είχε αναστήσει μέ τ' όνειρο πώς κάποτε, σά μεγα- λώσει καΐ γίνει παλληκάρι στην ώρα του, θά τόν ξαποστείλει στό μα- κρυνό ταξίδι. Εϊταν εύγενικόπουλο, καΐ δέν τοΰτιρεπε αύτουνοΟ νά μεί- νει καΐ νά μουχλιάσει σέ τοΟτο δώ τό καψοκάλυβο. θά πήγαινε νά βρεϊ τό θεΤο του, πού εϊταν άντρας μεγάλος καΐ τρανός στις χώρες τής Ρω- μανίας . . . "Ομως, 8σο κι άν τδλεγε ή βάγια, τότε πού τό πίστευε ακόμα γιά μακρυνό, τώρα πού τό ψυχοπαίδι της μεγάλωσε, τήν έκαιγε νά τό συλλογιέται. Σιγά -σιγά, μέ τόν καιρό, ή ιστορία γιά τό ταξίδι καΐ γιά τό θείο τόν πανίσχυρο, είχε γίνει παραμύθι. Μηχανικά τό έπλαθε ή γριά, μηχανικά τ' άκουγε καΐ τό παλληκάρι. ΚαΙ νά πού τώρα, γρή- γορα κι αναπάντεχα, είτανε χρεία τό παραμύθι νά ξεδιαλύνει.

"Αναψαν τό λυχνάρι, σφάλισαν τήν πόρτα, κ* έκεΐ, μέσα στό στάβλο, έγιναν οί τελευταίες ετοιμασίες.

Ό 'ίλαρίωνας εϊταν αγουροξυπνημένος καΐ χασμουριόταν. "Ετσι πού κάθησε στή γωνιά, ώς πού νά συγυριστούνε, τόν πήρε δ ύπνος γερ- μένον πάνω στό φάρσωμα. Τό ροχαλητό του τράνταξε τήν παράγκα ϊσαμε τήν ώρα πού είχε πιά φωτίσει καλά έξω, κι ό Σγουρός ντυμένος μέ τό ρχο'ί του, τό κεφάλι μπουμπουλωμένο, φόρτωνε πάνω στή μούλα τά πράματα του τυλιγμένα σέ σκουτιά. Ένα κοντό ρωμέϊκο σπαθί, τό λωρίκι, τά τσαγγία του καΐ τό σωκάροι μέ τό ταμπάρο.

Καβαλίκεψε τή μούλα καΐ ξεκίνησαν κ* οί τρεις.

Πίσω άπό τό θεόρατο μαΟρο ^ρό^χο, ό ουρανός έρρόδιζε. Σύννεφα μελανά κι άλλα σταχτοκίτρινα τρέχανε στον ουρανό παλαβωμένα" ή θάλασσα κάτω, μαβιά μ* άσημωτά λέπια αεικίνητα, άνάβραζε, έτρεχε

53

καταπάνω στή στεριά καί τήν κοπανοΟσε άγρια, μανιασμένη. Κάτι είπε δ 'Ιλαρίωνας, δμως δ άνεμος πτ]ρε τα λόγια του, τά σκόρπισε πέρα. Έ βάγια πορευότανε μέ σκυμμένο κεφάλι, πένθιμη καΐ βουβή.

Πάνω πού φτάσανε στην κατηφοριά, είδανε τό φώς της ημέρας ξά- φνου να ζωηρεύει. Κάποιο σύννεφο είχε ξεσκεπάσει τόν ήλιο, Ινα σή- μαντρο, μακρυά, σήμαινε. Δεξιά, άπό τή μεγάλη τάπια, άντιβούϊξε βα- ρύ τό πρωινό βούκικο, ξυπνώντας τήν πολιτεία.

Στάθηκαν μια στιγμή, κ' ή βάγια, μέ τήν αγκαλιά της ανοιχτή, χύθηκε ν' αποχαιρετήσει τό γιο της. Έσκυψε κείνος άπό τή μούλα κ' I- μειναν έτσι, γιά πολλήν ώρα οι δυό, κλαίγοντας και σφιγμένοι, δίχως να μιλούν. Ό Ίλαρίωνας είχε σταθεί παραδίπλα να προσμένει* βλέπον- τας δμως δτι χρόνιζαν, τους θύμισε πώς θα είταν καλλίτερο να βγαίνανε άπό τή σιδερόπορτα μέ τους πρώτους. Χωρίστηκαν. Τότε ό Σ^ουρ^ς έ- νιωσε τό τρεμάμενο χέρι της ψυχομάννας του πού κάτι τοΰ έχωνε στον κόρφο. Έκανε να τήν εμποδίσει, μαντεύοντας πώς είναι λεφτά, ή πα- λάμη της δμως τοΟ Ικλεισε μαλακά τό στόμα. «"Αν μ' αγαπάς. . .», τοΰ σφύριξε ικετευτικά στ* αυτί. Τ•?)ς πήρε καΐ της φίλησε τό χέρι.

Καθώς κατεβαίνανε τόν κατηφορικό δρομάκο πού πάει περικοπά, άκούσανε τό βουητό της πολιτείας ν' ανεβαίνει χαρούμενο σάν ξαλαφρω- μένο άπό τό βραχνά της νύχτας. Καμπάνες σημαίνανε στΙς εκκλησίες έδώ-έκεΐ. "Ενα κοπάδι γλάροι φτερουγίσανε πάνω στ' αστραφτερό λι- μάνι. Γύρισε 6 Σγουρός τό κεφάλι του πίσω κ' είδε ψηλά, σε κάμποση κιόλας απόσταση, τή γριούλα βάγια ανεβασμένη σέ μιά ξερολιθιά νά τόν κοιτάζει ασάλευτη, μέ χέρια κρεμασμένα. Ό άνεμος έπαιρνε τή μπόλια της καΐ τή χτυπούσε πέρα - δώθε σά λαβωμένο φτερό. Σήκωσε τό δεξί της, τοΟ Ιγνεψε μέ τό μαντήλι, αποχαιρετιστήρια. Τστερα τό Ιβαλε στά μάτια της.

Της Ιγνεψε κι αυτός, μέ σφιγμένη τήν καρδιά. Κλείδωσε μέσα στην ψυχή του ακριβά τούτη τήν είκόνα της, γιατί κάτι τοΟ έλεγε πώς είναι ή τελευταία.

Πιό κάτω, περνώντας άπό τό σπίτι τοΟ Καφούρη, είδε τά παραθυ- ρόφυλλα κλειστά. Δέν είχανε ξυπνήσει ακόμα έδώ. Μονάχα πίσω άπό τή μάντρα τοΟ περιβολιού ακουγότανε τό σιγοτραγούδισμα της πετεινό- μυαλης ρωμιοπούλας, πού σκάλιζε ή πότιζε. Κοίταξε τό παράθυρο της Μπιάνκας κι αναθυμήθηκε τήν πρώτη τους γνωριμία, τις νύχτες τους, τό χτεσινό βράδυ. «Κοιμάται», συλλογίστηκε, «. . .κοιμάται ή καλή, τήν ώρα πού ή μάννα αγρυπνάει δακρυσμένη.» "Εκανε τούτη τή σκέψη άθελα, χαμογελώντας συγκαταβατικά, δμως 6 νους του γρήγορα ξεστρά- τισε γι' άλλοΟ, σά συνεπαρμένος άπό τόν άνεμο πού χωνότανε πηλα- λώντας στά στενορρύμια. Ένας Ινας, οί δεσμοί μέ τόν τόπο και τήν παλιά ζωή, κόβονταν. Σάν πουλί πού φτερακίζει μέ τήν αυγή, ή ψυχή του χυμοΟσε κατά τά μελλούμενα, τ' αρχινισμένο κιόλας μεγάλο ταξίδι.

Ανακατεύτηκαν μέ τόν κόσμο. Ό Ίλαρίωνας βάδιζε μπροστά, σέρ- νοντας τή μούλα άπό τό καπίστρι. Χαιρέτησε δυό - τρεις γνωστούς του, ερριξε κάμποσες λιμπιστικές ματιές άπό τήν πόρτα στά καπηλειά. Τοΰ Σ^ουροϋ έκανε εντύπωση πού ν.οι.Ίί'^αζ άπό τους διαβάτες δέν τόν πρόσε- χε ιδιαίτερα• θα τό θαροΰσε φυσικότερο νά τόν κοιτάζουν δλοι του;

54

δπονοιασμένοι. Στην τελευταία ταβέρνα, έκεΐ κοντά στή σιδερόπορτα, δ καλόγερος δέν άντεξε. Κοντοστάθηκε καΐ φώναξε να τοΟ ιφερου"^ 2να κρασοβόλι, «θα μοΟ κάνει καμμιά συφορά τώρα», συλλογίστηκε φουρ- κισμένο τό παιδάριο καΐ κοίταξε ανήσυχο τόν κόσμο πού παραμέριζε μπροστά στό ζώο, τους ανθρώπους των αρμάτων πού σουλατσάριζαν πάνω στό τειχΐ καΐ γύρω στην πύλη.

Ένα ταβερνιαρόπαιδο άλλοίθωρο καΐ ξυπόλητο, πού έσταζε λίγδα, 2φερε στον 'Ιλαρίωνα τό κρασί. Τό δοκίμασε δ καλόγερος, ξύνισε τα μοΟτρα του, καΐ μάνι - μάνι Ιστησε καβγά γιά την ποιότητα : «Γιατί τοΟ φέρνανε βαρνιώτικο, άφοΟ εϊτανε παλιός πελάτης καΐ τόν ήξεραν πώς 2χει γούστα αρχοντικά «Δέ βγήκαν ακόμα τά καινούργια», εξήγησε δ άλλοίθωρος κοιτάζοντας μέ τδνα μάτι τόν Νικηφόρο. «Πώς οέ βγή- κανε ! Αύτουνοϋ θα τό πεί πού γεύτηκε χτες βράδυ Ινα άρεζινάδο πρώ- της στοΰ Βρακοτρύπη «Τά κρασιά τοΟ Βρακοτρύπη τά ξέρουμε . . . , είναι δλα τους νεροκοπημένα». Κατέβασε τό κρασοβόλι ωστόσο ό 'Ιλα- ρίωνας μονορούφι, κροτάλισε τή γλώσσα του, πλήρωσε καΐ τράβηξε τό καπίστρι. Επιτέλους, ξεκινούσαν !

Ακριβώς μπροστά στή σιδερόπορτα, δ καλόγερος σταμάτησε πάλι γιά νά επιθεωρήσει τώρα τά χάμουρα της μούλας άν είναι σφιγμένα καλά. Οί άνθρωποι τών αρμάτων τους κοίταζαν. «Τί κάνει δ παλαβός !», αναρωτήθηκε αναμμένος άπό τό θυμό ό Νικηφόρος" σάν τό καλοσκέφτηκε δμως, είδε πώς δλα τούτα δέν είναι παρά πανουργίες προορισμένες νά δείξουν άφροντ Λ3ΐά, νά κάνουνε τή φευγάλα φυσικότερη. «Τόπο!», πρόσ- ταξε φράγκικα μιά φωνή κ' Ινας αρματωμένος χτύπησε μέ τό κον- τάρι του τή μούλα στά καπούλια. Τσακίστηκε στά προσκυνήματα ό 'Ιλαρίωνας καΐ σκόρπισε στους ψρουρους της πύλης χαμόγελα υποχρεω- τικά. Στή μεριά πού είχανε σταθεί, εμπόδιζαν τή διάβαση. «Εμπρός, εμπρός !», χουγιάζει ξοπίσω τους Ινας σεργέντης. Ξεκίνησαν. Έξω άπό τό τειχί, σάν περάσανε καΐ τήν τά,ψρο, τήν κρεμαστή γέφυρα, δ Νικη- φόρος ανάσανε ανακουφισμένος. "Οσο νάναι, δλη τούτη ή άργητα τοΟ είχε πλακώσει τήν καρδιά.

Προχώρησαν γιά γ,άμτιοαο δίχως νά μιλάνε. Ό άνεμος, φυσώντας μ' απότομες κι άταχτες ριπές, ξεσήκωνε άπό τό δρόμο σκόνες καΐ χα- λίκια. Ό ήλιος αργούσε νά φανεί, τόν Ικρυβε δ θεόρατος μαύρος βρά- χος. Προχώρησαν Ιτσι μέσα στή μαβιά σκιά αμίλητοι, δίχως καθόλου νά βιάζονται, άντιχαιρετώντας τους χωριάτες πού Ιρχονταν κατά τήν πολιτεία. Οί περαστικοί φραγκοκαλόγεροι κοιτάζανε μέ μάτι περιφρο- νητικό τόν 'Ιλαρίωνα πού τραβούσε τό καπίστρι σιγοψέλνοντας τροπάρια αναστάσιμα. Ένας μεγαλόπρεπος Ναΐτης, μέ τόν απλόχωρο άοηρο μαν- δύα του καΐ τόν κόκκινο σταυρό στον ώμο, καβαλικεμένος σέ φαρί σιδε- ρικό, χρυσοχάμουρο, άντιπέρασε στυλώνοντας ντούρο τό κεφάλι του. Ό σκουταράτος ά,-κοΧοοΒοΐίοε κρατώντας τή λόγχη μέ τό φλάμπουρο τοΰ αφέντη του καΐ τό σκουτάρι.

Τούτοι οί Φράγκοι τό παρασηκώσανε τό χερουβικό, παρατή- ρησε δ Ίλαρίωνας αφήνοντας τέλος λεύτερη τή γλώσσα του πού τόν Ιτρωγε άπό ώρα. Δέ σώνει πού μας ρουφάνε τό μεδούλι, μας ρίχνουν καΐ κάτι ματιές σά νάμαστε έμεϊς οί κλέφτες κι αύτοΙ οί νοικοκυρέοι.

55

Ό Σγουρός είχε άλλου τό νοΟ του.

ΠοΟθε πέφτει ό Μυτζηθράς ; χείθε ; ρώτησε κ' §δειξε ανα- τολικά.

Τί Ικανέ λέει ; . . . Τί λές, παιδί μου ! Δέν ξέρεις ποΟθε πρό- κειται να πίζς ; . . . Πίσω είναι ό Μυτζηθράς, ολότελα ανάποδα άπό κει πού δείχνεις. Πίσω άπό τα βουνά, κάτω, στή Λακρεμονία.

ΚαΙ τί κράτος είναι ή Λακρεμονία ;

Χριστέ μου, σώσε καΐ πρόφτασε ! . . . Άμ' έσύ, τώρα φαίνεται βγαίνεις άπό τ' αδγό. Κράτος ή Λακρεμονία ; . . . Ή Λακρεμονία είναι πολιτεία, παλληκάρι μου, νά, σαν τ' Άνάπλι, να ποΟμε, ή σαν τ' "Αρ- γός ... θα περάσεις πρώτα άπό τις χώρες ττ]ς κυρά - Ζαμπέας της Βιλ- λαρδουίνας, κ' ΰστερα θά μπεις στό Μυστρά, δπως λένε τό Μυτζηθρά οί Φράγκοι.

Είχανε ξαναρχίσει την πορεία τους. Κοκκίνισε δ Νικηφόρος, ντρο- πιασμένος για τη χοντρή του άγνοια, ωστόσο, κατά τό συνήθειο του, γύρισε τη ντροπή σέ θυμό.

Τί Ζαμπέες καΐ Μυστράδες μοΟ κοπάνας, καλόγερε ! Δέν ξέρω τίποτα Ιγώ άπ' αυτά.

Ό 'ΐλαρίωνας κρυφοσταυροκοπήθηκε. θάχε πολλά νά τό δασκα- λέψει τούτο τ' άπλερο παιδί ίσαμε πού νά γίνει άνθρωπος νά ταξιδέψει. : Δέν ξέρεις ποιος είν* αφέντης τώρα στό Μοριά ; ρώτησε. Ό ΠρεβεδοΟρος.

Ποιος λέει !

Ό Πρεβεδοΰρος.

Σώσον ήμας υίέ θεοΟ ! Κρίμας τά γράμματα πού σέ μάθαινα τόσα χρόνια ! . . .

"Ακουσε, Ίλαρίωνα, λέει σκληρά, άπαυδημένος ό Σ'^ουρός, Έγώ τά γράμματα καΐ τΙς σοφίες σου τά γράφω στά παλιά μου τά τσαγγία. "Ολα τοϋτα είναι δουλειές αχρείαστες, πράματα σιχαμένα, κατάλληλα γιά τους νοτάριους, τους κλέρηδες, τους καλόγερους κι άλλα τέτοια τιποτένια ύτιοκείμενα πού ροκανίζουν τΙς περγαμηνές δπως ό <:γ.6ρος τά σκουτία. Έγώ την αξία μου την έχω στό χέρι μου. Γερή γροθιά, γερό μηράτοο. Τόσο φτάνει ! Χτυπώ κι ανοίγω δρόμο.

"Ώστε, κατά τή γνώμη σου δηλαδή, έμεϊς οί καλόγεροι είμαστε πρόσωπα αχρείαστα . . .

Δέν είπα αχρείαστα, είπα τιποτένια ! "Ας έχεις ωστόσο χάρη, γιατί δέ λέω γιά τους καλόγερους τοΟ είδους σου. Λέω γιά κείνους πού κουρνιάζουν σέ κελλιά ανήλιαγα και σκαλίζουν τά χειρόγραφα, ίστο- ράνε χρονικά καΐ τά ρέστα. Έσύ άγαπας τό καλό κρασί, τό καλό φαί. Είσαι άλλο σόϊ καλόγερος Ισύ.

Κι δμως, γιά νά ξέρεις, θάρθει ?νας καιρός πού πιό πολύ θά λογαριάζονται αύτοΙ πού θά ξίρου'^ε νά φτιάνουν στρογγυλά κι ωραία γράμματα, άπό κείνους πού θ' άνοίγουνε, καταπώς τό λές, τό ορ6\ί.ο τους μέ τό σπαθί τους.

"Αμποτε νά μη ζώ στή γυναίκεια έκείνην εποχή. Έ πλάση θά χατοικιέται τότε άπό μουνουχισμένες ψεΤρες.

Στό μεταξύ είχανε ν,^μηοοο ξεμακρύνει άπό τ' Άνάπλι. Παίρνανε

56

τήν ανηφοριά κι ί άνεμος πού φυσοΟσε άπό πίσω, γερός νοτιάς, τους βόηθαγε ν' ανεβαίνουν.

Ποιος λές λοιπόν πώς είναι αφέντης τώρα στό Μοριά ; ρώτησε τό παιδάριο.

κυρά - Ζαμπέα, ή θυγατέρα τοΟ μακαρίτη μισσέρ Γουλιάμου τοΟ Βιλλαρδουΐνου.

Ξέρω . . . θάναι καμμιά γριά στριμμένη, μέ σαγόνι μαλλιαρό. Για νά διαφεντεύει μιά χώρα ολάκερη πάει νά πεΤ πώς δέν είναι γυ- ναίκα σωστή. . .

Μά τούτη είναι νέα, ά'ίουρί μου ! καΐ τή λένε δμορψη. "Επειτα δε διαφεντεύει μονάχη της τό πριγκηπατο. Ό άντρας της, δ μισσέρ Φλωράν ντ' Αινώ, είναι λεβέντης καβαλάρος άπό τή Φλάντρα, λίγο με- γαλείτερος στά χρόνια άπό τήν αφεντιά σου.

ΚαΙ τώρα ποΟ κάθονται τοΟτοι οί δυό πού λές ;

Στην Ανδραβίδα, ευλογημένε, πού είναι ή πρωτεύουσα τοΟ πριγ- κηπάτου.

Αυτές κι άλλες τέτοιες κουβέντες έκαναν οί δυό συνοδοιπόροι κα- θώς ανηφόριζαν προς τους λόφους μέ τΙς γραμμένες καμπύλες πού κρα- τάνε στή χούφτα, πετράδι καλοδουλεμένο καΐ κομψό, τό μικρό μονα- στήρι μέ τήν εκκλησιά του. Ό ήλιος είχε ψηλώσει κιόλας δταν έφτα- σαν έξω άπό του; τοίχους του, τΙς μάντρες καΐ τά περιβόλια. Μά δέ μπήκανε στή θολωτή πύλη. Τήν άφησαν δεξιά κι ανηφόρισαν ακόμα στό μονοπάτι πού έβγαζε ψηλότερα, σε μιά καλύβα. Αυτήν είχε διαλέξει δ Ίλαρίωνας γιά κρυψώνα τοΟ Νικηφόρου.

Είταν εΌΥ.0Α0 νά τόν πάρει στή μονή, δμως φοβόταν τΙς φλύαρες γλώσσες τών άλλων καλόγερων. «Στην καλύβα δέν ανεβαίνει ποτέ κανέ- νας τους», είπε στον προστατευόμενο του. . . «κανένας Ιξόν άπό μένα καΐ τόν τσοπάνη της μονής καμμιά φορά. Τούτος δμως είναι έμπιστι• κός μου. ΤοΟ είπα καΐ σούχει 2τοιμο στρώμα, φα'ι" γιά μιά μέρα καΐ νερό. θα περάσεις λιγάκι σά σέ φυλακή, μά πάλι εκεί θάσαι καλλί- τερα παρά στή φυλακή τοΟ Πρεβεδούρου.» •-'

"Οχι, δέν τόν πείραζε ή μοναξιά τόν Σ•^ο\}ρό, τήν είχε συνηθίσει άπό μικρός. Βολεύτηκε δσο μποροΟοε καλλίτερα στό καλογερικό κα- λύβι, πλάγιασε στό στρώμα, άφησε τόν Ίλαρίωνα νά τοΟ αλλάξει τόν επίδεσμο πού είχε στό κεφάλι του κ' Οστερα, μένοντας μόνος, σφάλισε τά μάτια του.

Ή λαβωματιά τόν πονοΟσε και τόν έκαιγε. Ή άσχημη νύχτα, τό πρωινό ξύπνημα καΐ τό μικρό ταξίδι τοϋ είχανε φέρει πυρετό. Φοβό- τανε πώς δέ θά μπορέσει ούτε κι αύριο νά ταξιδέψει, μέ τόν άσχημο μάλιστα τοΟτον καιρό, πού δλο καΐ χειροτέρευε. Φυσούσε έξω ανήσυ- χος δ νοτιάς, ή χλιαρή του ανάσα, πού μύριζε χωματίλα, χωνόταν άπό τΙς χαραμάδες μέσα στό καλύβι, καΐ σύννεφα καταποδιαστά, δρομαϊα, σκοτείνιαζαν κάθε τόσο τήν ήμερα. ΈκεΙ κατά τό μεσημέρι, ένιωσε κάποιο χέρι νά τόν τραντάζει μέσα στό βαθύ του λήθαργο. "Ανοιξε τά μάτια κ' είδε Ενα κεφάλι άγριόμαλλο, αφύσικα μεγάλο, σκυμμένο πάνω του. Τό νόμισε γιά συνέχεια τοΰ ατέλειωτου βραχνίά του, μιαν άπό τΙς τρομαχτικές εκείνες μορφές πού, σέ θεωρίες μακρόσυρτες, περνούσαν

57

αδιάκοπα πίσω από τα πυραχτωμένα του ματόφυλλα. Έκανε να γυρί- σει στό πλευρό, δμως άκουσε τή φωνή τοΰ άνθρωπου, λαλιά χωριάτικη, πού τοϋ Ιλεγε πραϋντικά :

Είμαι ό τσοπάνος, θέλεις τίποτα ;

Έγνεψε πώς δχι, ή τό νόμισε. Ό στρούφουλας των ονείρων τόν συνεπήρε αμέσως στή ζαλιστική του τή -^οροζοίη. Κι δταν ξανάνοιξε τά μάτια του, είδε μέ κατάπληξη πώς εϊταν βράδυ.

Ό νοίίς του τώρα σα να είχε ξελαγαρύνει. Δίπλα του Ινας άνθρωπος γονατισμένος, -ηρόοωτιο καλοκάγαθο, γεροντικό, τοΟ έλεγε πώς δ 'Αστρί- της βρίσκεται σ' ασφάλεια, στο στάβλο τοΰ μοναστηρίου. Ό άνεμος είχε κοπάσει, μυρωδιά άτ:ό γη βρεμμένη γλιστροϋσε μέσα άπό τό μισάνοιχτο πορτόψυΧλο, δροσιστική,

Βρέχει ; ρώτησε ανήσυχος δίχως νά ξέρει γιατί, καΐ τέντωσε υπερβολικά τά μάτια του.

Έρριξε μιά ψιχάλα, ό καιρός είναι βαρύς.

Γιά πρώτη ψορά. στή ζωή του Ινιωσε τόν εαυτό του έρημο, μακρυά άπό τή ζέστα της γωνίας, τοϋ σπιτιοΟ πού τό θέρμαινε μέ την παρουσία της ή μητρική ψυχούλα της βάγιας.

Στό τεφρό γ,ά,^ρο της πόρτας, πρόβαλε τώρα 2νας ίσκιος μαΟρος, πού τό έφραξε. Ακούστηκε ή λαχανιασμένη άπό τόν ανήφορο ανάσα τοΰ Ίλαρίωνα κ' ή ατάραχη φωνή του πού έλεγε :

Μήν ανάψετε λυχνάρι. Ο Ε Φράγκοι άνακαλύψανε τή φευγάλα σου καΐ φέρνουν άνω - κάτω ολάκερη τήν πολιτεία νά σέ βρουν.

ίΙ^^^

.-ί?•ϋ"

58

ιι^^^^^ι^

" ' ν^^ί!. "

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

ο ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ξαναβαφτίζει τή γη, τή φρυμμένη άπό τό βαρύ χνώτο τοϋ κα- λογ,α,ιριοΟ. Καινούργιος αστράφτει τότε δ ουρανός στ' άπόβροχο, πυκνά μυρί- ζει τά παχύ, τό μεστωμένο χώμα, κ' ή στερνή βλάστηση, τό ξερό χορτάρι, τό γυμνό δεντρί, λάμπουν μέ καλοσύνη χερουβική, άπόδακρη.

Τέτοιον είδε τόν κόσμο δ Νικη- φόρος ό Σγουρός τ' άλλο πρωϊ πού βγήκε άπό τό καλογερικό καλύβι. Ό Άστρίτης τόν καρτερούσε ανεβοκατε- βάζοντας ανυπόμονα τό κεφάλι του, σα νά τόν καλημέριζε, κι δ 'Ιλαρίωνας τοΟ κρατούσε μέ κόπο τό καπίστρι. "Εσκαζε ό ή[λιος" άπό τόν φαρδύ κάμ- πο λιβανωτές ανάσες ανέβαιναν, ανά- σαινε ό αέρας \>.\)ρο δροσερό. Τό παιδάριο πήδηξε στή σέλλα, χούφτιασε τα χαλινάρια.

Στό καλό ! τοΟ φώναξε δ καλόγερος.

"Ομως ή φωνή του, πού κάτι πρόσθετε ακόμα, χάθηκε πίσω, στην απόσταση. Ό καβαλάρης χυμοΟσε τόν κατήφορο* λές καΐ τήν Ιρριχνε πάνω άπό τόν ώμο του τή φωνή τούτη, μαζί μέ τό ταμπάρο πού φτε- ροκοπούσε, καΐ μέ τΙς θύμισες, νά μήν τόν εμποδίζει. Μονάχα τήν κου- κούλα του κατέβασε πάνω στά φρύδια, μήν τοΟ τή ρίξει δ άνεμος καΐ φανεί δ επίδεσμος τοΟ μετώπου.

Τό φευγαλέο γνέψιμο τοΟ χεριού του, σημείο αποχαιρετισμού, Ισβησε γοργά στον αέρα.

Κάλπασε πρώτα Ισια μπροστά, κατεβαίνοντας τήν απαλή πλαγιά τοΰ λόφου. Είχε αφήσει λεύτερο τό ζώο, χαλαρά τά ρέτενα, νά χαρεί τήν απεραντοσύνη. Κάλπασε δλο προς τά βόρεια, παρατώντας αριστερά καΐ πίσω τήν κλειδωμένη στά κάστρα της πολιτεία, τό λιμιώνα, τόν κόρφο, τους βάλτους, τΙς λεύκες, τά βούρλα δπου είχε κρυφτεί προχτές δ Καφούρης, τή θύμιση της Μπιάνκας, τήν ώς τά σήμερα ζωή. "Εφερε βόλτα τήν πλατειά γαλαζωπή γλώσσα τοΰ -/.άρ'^ου. Ανεπαίσθητα δ δρό- μος του λόξευε, αγκαλιάζοντας τό γιαλό. ΚαΙ σάν δ δίσκος της στεριάς

59

να Ιστριβε κάτω άπδ τις φτερωμένες οπλές τοΟ Άστρίτη, βρέθηκε σέ λίγην ώρα μακρυά, αντίκρυ πια στ* Άνάπλι.

Τό έβλεπε τώρα να ξεμακραίνει αριστερά, να χωνεύει στον ορίζοντα, σκυθρωπό μέσα στον υγρό ίσκιο τών βράχων, άποτραβηγμένο μέ δυσπι- στία στα ριζά τους, σα σκορπιός. Τό ϊχανε πίσω άπό τόν ώμο του καΐ μαζί άπολησμονοΟσε τΙς δύσκολες ώρες, τόν κατατρεγμό, τή νύχτα τοΟ ρεσάλτου μέσα στά στενορρύμια, τήν πρωινή φευγάλα, την καταδίωξη πού τοϋ στήσανε. Ό 'Ιλαρίωνας τόν είχε προειδοποιήσει: «"Οσο δέ θάχεις βγει άπό τα χώματα τοΟ δουκάτου, Άνάπλι κι "Αργός, μή νο- μίσεις τόν εαυτό σου ασφαλισμένο. Ό ΠρεβεδοΟρος θα φάει τα σίδερα να σέ βρει. Μα καΐ πάλι, σα μπεΤς στό πριγκηπατο των Βιλλαρδουί- νων, φυλάξου κ' 2χε τό μάτι σου άγρυπνο. Οί Φράγκοι ξεθαρέψανε βλέποντας τόν Ντελιούρια να σηκώνει, άγκυρα για τ' ανοιχτά, Σέ θα- ροΟνε πάντα συνεννοημένο μαζί του, λοιπόν έχουν δλοι τους αυ\ΐι.'ψίρο να σέ ξεπαστρέψουν δπου σέ βροΟν.»

Τα ξεχνούσε. Ό άνεμος ερχόταν μέ γρήγορες, κοφτές ριπές να τοΟ δροσίσει τό μέτωπο• αντίκρυ, τα βουνά της Μεσαρέας του άνοίγανε τήν αγκαλιά τους. Μέ τΙς πρωινές αύρες τοΟ πελάγου, γερνάνε πάνω στους όχτους λεπιδωτές οί καλαμιές. Στράφηκε για στερνή φορά και κοίταξε τ' Άνάπλι. Είχε ζαρώσει ολότελα τώρα στον πηχτό ίσκιο των βράχων, καΐ τό θαλασσινό του κάστρο, αγγιγμένο άπό τόν ήλιο, ρόδιζε, φλογιζόταν. Έ Ακροναυπλία αγκίστρωνε τό κεντρί της μέσα στην αστραφτερή πλάκα της θάλασσας. Απόστρεψε τό κεφάλι του καΐ πια δέν κοίταζε παρά ίσια μπροστά.

Διαβάτες, ίσαμε τώρα, ελάχιστους είχε συναντήσει. Είταν οί συνη- θισμένοι μονάχα τοΟ πρωϊνοϋ, δπως καϊ χτες πού έβγαινε μέ τόν 'Ιλα- ρίωνα άπό τ' Άνάπλι. Χωριάτες πού πηγαίνανε στά χωράφια νά οργώ- σουν, πραματευτήδες μέ μουλάρια φορτωμένα πανικά, δυό - τρεΐς βουρ- γησέοι έμποροι, καμαρωτοί καΐ βαρυσήμαντοι, μέ τους μακρυούς τζουμ- πέδες τους, τά τουρλωτά, μπαμπακερά σκιάδια. Ταξιδεύανε καθισμένοι γυναικεία πάνω σέ μούλες πλουμιστές. "Ενας ζογκλάτορας, εύκολογνώ- ριστος άπό τό παρδαλό ροΟχο του, τά θρασεμένα κι άθλια γένεια, ερχό- τανε κατά τ' Άνάπλι καβάλα σέ γαϊδούρι κοκκαλιάρικο. Ψιλοτραγου- δοΰσε τοΟ καλού καιρού, μέ φωνή βραχνή, σε γλώσσα φράγκικη, καΐ τό ξεδοντιάρικο στόμα του Ιχασκε σάν πληγή.

Παρ' δλη του τήν παιδιάστικη ανεμελιά, ό Σγουρός ευχαριστήθηκε πού ώς τώρα δέν είχε καθόλου συναπαντηθεΤ μ' αρματωμένους. Οί συμ- βουλές τοϋ 'Ιλαρίωνα αντιλαλούσαν ακόμα στ' αυτιά του. Ή θάλασσα είχε κρυφτεί πίσω, δ κάμπος σώθηκε. Μέ τά ρέτενα κρατημένα στή γροθιά του, πορευόταν κανονικά τώρα, ανηφορίζοντας τό βουνήσιο δρόμο, μέσα σέ μενεξελιά, δροσερή σκιά. Δέ μύριζε πιά τό αλμυρό χνώτο τής θάλασσας, στον αέρα διάνευε μύρο ανάλαφρο άπό θυμάρι. Δεξιά - ζερβά του, σγουραίνουνε τό ρουμάνι τά πουρνάρια. Πάνω άπό τό κεφάλι του φτερούγισε Ινα κοπάδι αγριοπερίστερα.

Κοντά τό μεσημέρι, νιώθοντας τήν δρεξη νά τόν κεντάει γερά, άνοιξε, δίχως νά σταθεί, τό σακκοΰλι του κ' έβγαλε άπό μέσα τή φρέ- σκια μυτζήθρα πού τού είχε δώσει ό καλόγερος, έκοψε Ινα κομμάτι

60

ψωμί σταρένοο τοΟ μοναστηρίου χι άρχισε νά τρώει. Ή ψυχή του είταν ανάλαφρη, £νιωθε τό αίμα νά μυρμηγκιάζει ηδονικά στΙς χλωρές του φλέβες. Λαστιχάροντας λικνιστιχά, μέ τό ρυθμικό βάδισμα τοΟ Άστρίτη, μάντευε νά ξυπνάει μέσα του κάτι σά διάθεση γιά τραγοΟδι. Χαμογέ- λασε δίχως λόγο φανερό καΐ βάλθηκε, τρώγοντας, νά σιγοψέλνει. Στό μνημονικό του τριγύριζαν τά κοντάκια πού είχε μάθει άπό μικρός, συντροφιά μέ τή βάγια του καΐ τό μοναδικό του δάσκαλο. Στό μεταξύ, έτσι καθώς γίνεται Οστερα άπό τά πρώιμα πρωτοβρόχια, ή μέρα βπιανε νά ζεσταίνει, ή ανάσα τοΟ Άστρίτη βάραινε. Συλλογίστηκε πώς τό ακριβό του φαρί θά διψοΟσε. Κοίταξε γύρω αναζητώντας μηχανικά, στη βουνήσια στέγνα, καμμιά πηγή.

Δέν τά ήξερε κείνα τά μέρη. Πρώτη φορά ξανανοιγότανε τόσο πολύ άπό τόν τόπο του κ' ή απλή τούτη απορία τόν έκανε νά προϊδεαστεί κιόλας τΙς αναπάντεχες δυσκολίες ενός μεγάλου ταξιδιοΟ. « Κάποιον πρέπει νά ρωτήσω, συλλογίστηκε, κανένα διαβάτη ...» "Ομως διαβά- τες είχε πάψει άπό ώρα νά συναντάει, ό δρόμος φιδοσερνόταν αδεια- νός μπροστά του, λόξευε καΐ τρύπωνε πέρα, στή μασχάλη τοΟ άγνωρου βουνοΟ. Έ πρώτη τούτη αναποδιά, τόν φούρκισε.

Τό χειρότερο είταν ωστόσο πού άρχιζε τώρα κι αυτός δ ίδιος νά διψάει. Μαζί του δέν είχε παρά τήν τσότρα μέ τό κρασί πού τοΟ κρέ- μασε στή ζώνη ό 'Ιλαρίωνας. Τή σήκωσε κ' ήπιε. Τό φάρμακο είταν χειρότερο άπό τό κακό, γιατί σέ λίγο ή δίψα του ξύπνησε δυνατότερη. Μιά σκέψη τότε, πού τοΟ Ιφεξε στό νοΟ, ίμοιασε αληθινά έμπνευση θεία : «θά κοιτάζω τά πατήματα των φαριών στό δρόμο, στοχάστηκε, χι όπου τά ιδώ νά κόβουν κατά τό βουνό, θά τ* ακολουθήσω. Δέ μπο- ρεί παρά νά πηγαίνουν σέ πηγή

"Εσκυψε καΐ κοίταξε τό δρόμο. Κανένα άχνάρι. Τό λιγοστό χώμα χοΟ μονοπατιοΟ είχε πιει τή νυχτερινή ^ροχη, ό ήλιος τό είχε στεγνώσει. «*Αναποδιά στην αναποδιά!», συλλογίστηκε σφίγγοντας τά δόντια του μέ πείσμα. «Δέ μένει άλλο' πρέπει νά ρωτήσω κανένα στρατοκόπο, τόν πρώτο πού θά βρω. . Έκανε τή σκέψη τούτη ακόμα, δταν άκουσε καθαρά πίσω του τό σύνταχο ποδοβολητό άλογων.

Τράβηξε τά ρέτενα τοΟ Άστρίτη, νά τόν σταματήσει, σύγκαιρα δμως, ψυχόρμητα, κάτι αλαφιάστηκε μέσα του, σκοτεινά. Είταν άραγε δ βιαστικός, δ ταραγμένος ρυθμός τοΟ καλπασμοΟ πού ζύγωνε ; Είταν τ* ανήσυχα προαισθήματα τοΟ Ίλαρίωνα ; Κοίταξε πίσω του καΐ δέν είδε κανένα• οί καβαλαρέοι δέν είχαν ακόμα στρίψει τήνάγκωνή τής πλαγιάς. Μηχανικά, ζήτησε γύρω ?να πρόχειρο καταφύγιο. Δεξιά, σέ μικρή λαγκαδιά μέσα, ξεχώρισε §να σμάρι πλατάνια. Ό Άστρίτης γύ- ριζε κιόλας κατακεΐθε, τραβούσε επίμονα τ* αριστερό του ρέτενο. Τόν άφησε λεύτερο, βγήκε άπό τό μονοπάτι καΐ κατηφόρισε τριποδίζοντας στή λαγκαδιά.

Ευχάριστη έκπληξη τόν περίμενε έδώ. Πίσω άπό τό δαντελλωτό κίτρινο παραπέτασμα πού κρεμούσαν οι φυλλωσιές τών δέντρων, σέ μα- σχάλη τοΟ βράχου μέσα, 2να κεφαλάρι ανάβλυζε. Δίπλα, τρία άλογα σταματημένα, βοσκούσαν ατάραχα. Ξεχώρισε μαζί καΐ τους καβαλαρέους. πού είχαν πεζέψει δίπλα στην πηγή.

61

Τήν Ϊ5ια στιγμή, πάνω στά δρόμο, άκουσε τ' άλογοκρότημα νά ζυ- γώνει, αστραπή, νά ^ρο'^τάει κοντινό και νά περνάει. Κοίταξε μέσ' άπό τά κλαριά. Εϊτανε δυό σεργέντες.

Λέν τοΟ άρεσε αυτό. Δυό σεργέντες πού ταξιδεύουν, δεν είναι βέ- βαια πράμα καταπληχτικό. Ή βιάση δμως εκείνη, δ καλπασμός μέσα στό βουνό . . . Δέ μοιάζανε σάν κάτι νά κυνηγάνε ; Ανάσανε μ' ανακού- φιση πού δέν τόν είχανε συντύχει καΐ στράφηκε στους ξένους της πηγης.^

Εϊτανε κ* εκείνοι Φράγκοι. Στην ασάλευτη σκιά τών φυλλωμάτων, τη μελωτή κι ασάλευτη σκιά τοϋ μεσημεριοΟ, τους είδε νά στέκονται ατάραχοι, σά ναρκωμένοι. Μιά σαγιτιά δρόμος τόν χώριζε άπό τη γούβα τοΟ κεφαλαριοΟ κι άπό τους ξένους. Ό Ινας εϊτανε καθισμένος πάνω σέ χαμηλό βράχο, ό άλλος δίπλα του ορθός. Γύρω απλώνεται βαθειά, ή βουνήσια γαλήνη.

Αργά - αργά, δισταχτικός πάντα, κατέβαινε μέ τόν Άστρίτη τη μαλακή πλαγιά. Δέν τόν εϊχαν ακούσει νάρχεται ακόμα, ή δέ γνοιά- στηκαν, γιατί δε στρέψανε καθόλου τό κεφάλι. "Οσο πήγαινε δμως εκεί- νος, τους ξεχώριζε καλλίτερα. Εϊτανε σπαθοφόροι, τό είδε μέ τό πρώτο. *0 καθιστός, παιδάριο ώς εικοσιπέντε τό πολύ γ^ρονίύ^, είχε τό κεφάλι του ξεσκούφωτο, τήν κουκούλα της άτσαλόπλεχτης μάλλιας του άναρι- γμένη στή ράχη. Τά μαλλιά του, ξανθά κι αεράτα, σάν πουπουλένια, κατέβαιναν στους ώμους του μ* απαλό κυματισμό. Τό τριγωνικό του πρόσωπο, διάφανα χλωμό, στηριζόταν μέ τό πηγοΟνι στό δεξί του χέρι ένώ ό αγκώνας άκουμποΟσε πάνω στό γόνατο. Ανάμεσα στά πόδια του, πού τά σκέπαζε μακρυά οιχτάτη μάλλια, Ινα σκουτάρι μεγάλο, στό μισό μπόϊ ανθρώπου, εϊταν αποθεμένο" τά σμαλτωμένα χρώματα του γυάλιζαν φρέσκα στή σκιά : "Άσπρη επιφάνεια χωρισμένη στά τέσσερα άπό πλατύ γαλάζιο σταυρό.

Τόν άλλον, ό Σγουρός δέν τόν έβλεπε παρά μόνον άπό τή ράχη. Εϊταν όρθιος, δίπλα στό ρυάκι, καΐ μέ κάτι καταγινόταν. Έ μάλλια του, αυτόν, τόν σκέπαζε όλάκερον φορούσε στό κεφάλι τό κωνικό του φαλακρό γ.ρά'^ος.

Είχε ιδεί αρκετούς Φράγκους, άπό μικρός, στ' Άνάπλι, ό Σγουρός. "Ηξερε πώς δέν αγαπάνε πολύ τό συγχρωτισμό μέ τους ντόπιους, βουρ- γησέους ή βιλάνους. ΚρατοΟνε πάντα μιά περήφανη απόσταση. Αυτούς εδώ τους δυό, μέ τήν πρώτη ματιά, τους χαραχτήρισε : Εϊταν ιππότης 6 καθιστός και σκουταράτος του ό όρθιος.

Προσκυνώ σας, λέει ζυγώνοντας, μέ φωνή καθαρή, θαρετή κι αδιάφορη.

Ό σκουταράτος γύρισε απότομα, ξαφνιασμένος, τόν κοίταξε και δέν αποκρίθηκε. Ό ίππότης, πού έμοιαζε χαμένος σ' άφηρημάδα ή ρέμβη, σήκωσε ήσυχα τά μάτια του, και κούνησε τό κεφάλι, άνταποδίνοντας βουβά τό χαιρετισμό. Τά μάτια του εϊταν γαλάζια, στό ϊδιο χρώμα μέ τό σταυρό τοΟ σκουταριοΟ.

Τό ρυάκι, πού φλοίσβιζε ανάμεσα στΙς πέτρες, τράβηξε τόν Ά- στρίτη. Πέζεψε ό Νικηφόρος, γονάτισε, καΐ πλάϊ-πλάϊ μέ τό φαρί του ήπιε άπληστα κι αυτός. Οί δυό ξένοι δέ μιλοΟσαν. "Οταν τό ρωμιό-

62

πουλο σηκώθηκε, είδε τό σκουταράτο νά γυαλίζει τό ηόμολο τοϋ σπα- θιοΟ του, ρίχνοντας σύγκαιρα καΐ σ' αδτόν κλεφτές ματιές. Ό νεαρός ιππότης δέ σάλευε καθόλου" είχε βυθιστεί πάλι στή ρέμβη του κ' έμοιαζε νά 2χει ξεχάσει κιόλας τήν παρουσία τοϋ ξένου.

Είταν δμορφο τό μέρος, τ^συχο καΐ δροσερό. "Αχ ! νά ξαπλωθείς έδώ, κάτω άπό τά μεγάλα δέντρα, νά πλέξεις τά δάχτυλα σου πίσω άπό τό κεφάλι, νά μισοκλείσεις τά μάτια σου καΐ νά τεντωθείς, λίγες στι- γμές . . . "Ομως δχι, εϊτανε χρεία νά συνεχίσει τό ταξίδι του. «"Οσο πιό μακρυά άπό τά χώματα τοΰ ζοϋχάτου πάς, τόσο καλλίτερα », είχε πει ό Ίλαρίωνας. Κάθε άργητα είταν επικίνδυνη, έπρεπε νά ξεκινήσει. Με κρυφό στεναγμό, χτύπησε χαϊδευτικά τό β6ίργ.ο τοΟ Άστρίτη κ' Ιπιασε νά τοΟ σφίξει τήν Ιγγλα. Τήν ίδια στιγμή, ό σκουταράτος, άντρας ψηλός με μακρυά κρεμαστά μουστάκια, άπλωσε τό χέρι καΐ τοΟ έγνεψε νά σταθεί.

Τό μάτι του τό είχε προσέξει 6 Σγουρός άπό λίγες στιγμές περιεργαζόταν λιμπιστικά τόν Άστρίτη. Στάθηκε δίχως νά μιλάει καΐ τύλιξε πάλι τό περήφανο ζώο μέ μιά γοργή ματιά' κοίταξε και τόν ιπ- πότη, πού ρέμβαζε πάντα. Τστερα, στό Ρωμιό, μέ τραχεία φωνή :

Πόσο τό πουλάς ; ρωτάει φράγκικα.

Τήν καταλάβαινε τή γλώσσα ό Σγουρός: "Ολοι τους, Ρωμιοί καΐ Φράγκοι, είχανε μάθει άκρες - μέσες νά συνεννοούνται. Τό αίμα τοΰ ανέβηκε στό κεφάλι κ' ή ανάσα του κόπηκε.

Δεν τό πουλώ, αποκρίνεται ρωμέϊκα, μέ δόντια σφιγμένα.

Ό σκουταράτος ξαφνιάστηκε. Γυρίζοντας δμως επιτήδεια τήν απο- ρία σέ καταφρόνια, χαμογέλασε ψυχρά, σήκωσε τό χέρι του κι άρπαξε τό σαγόνι τοΟ φαριοΟ, νά τοΰ κοιτάξει τά δόντια.

Μ' Ινα γερό τίναγμα τοΰ κεφαλιοΰ ό Άστρίτης λευτερώθηκε άπό τό προσβλητικό άγγιγμα.

Κράτησε το ! προστάζει ξαναμμένος ό σκουταράτος τόν Σγουρό. Άρπαξε πάλι τό καπίστρι καΐ δοκίμασε ό ίδιος νά δαμάσει τόν

Άστρίτη" μάταια.

Κράτα το ! ξαναφωνάζει μέ πείσμα.

Αστραπή πέρασε μέσ* άπό τό νοΰ τοΰ Σγουροΰ ή σκέψη. Τοΰ τραβώ τώρα μιά, κατάμουτρα, τόν ζαλίζω κ' υστέρα πηδώ στή σέλλα, δίνω μιά σπιρουνιά καΐ μέ χάνει άπό τά μάτια του . . .

Μά δέν πρόλαβε.

Τί τρέχει ; ρώτησε φράγκικα μιά καινούργια, ήσυχη φωνή.

Ό σκουταράτος, δίχως ν' αφήσει τό καπίστρι, είχε γυρίσει στον αφέντη του. Σκύβοντας στ' αυτί, τοΰ μίλησε γοργά και χαμηλόφωνα" μαζί τοΰ έδειξε τά τρία άλογα τά δεμένα πιό πέρα. Ό ιππότης έγνεψε μέ τό κεφάλι του αρνητικά, γυρίζοντας δώθε - κείθε τό πρόσωπο κα- θώς τό συνηθίζουν γιά νά πουν «δχι» οί Φράγκοι.

Μά είναι λαβωμένο ! επέμενε ό σκουταράτος, δείχνοντας πάλι τά δικά τους, τά δεμένα άλογα. Ό Σγουρός κοιτάζει κι αυτός καΐ βλέπει πώς, πραγματικά, τό ενα άπό τά τρία, πού εϊτανε φορτωμένο |ΐ' αποσκευές, είχε τό ζερβί του γόνατο δεμένο.

"Οχι, λέει ήσυχα και σταθερά ή αυστηρή φωνή τοΰ ιππότη.

63

Ανάσανε ό Σγουρός. *Ανάσανε, καΐ μαζί 2να φουντωμα χαράς, ευγνωμοσύνης, συναίσθημα ακαθόριστο, για τό ξένο παλληκάρι, τοΟ ρόδισε τα μάγουλα. Στύλωσε πάνω του λαμπερά τα μάτια, να τάν ευχα- ριστήσει βουβά. "Ομως 6 γαλανές ιππότης κοίταζε άλλοΟ πάντα.

Ό σκουταρατος αναγκάστηκε ν' αφήσει τδν Άσπρίτη, δ ίππότης σηκώθηκε.

Πάμε, λέει μέ τήν ήρεμη φωνή του. Ανέβασε τη διχτάτη κου• χούλα στό κεφάλι του, πίίρε άπό δίπλα του τδ ■/.ρά'^ος καΐ τό φόρεσε. ΕΙτανε κωνικό, κατάστιλπνο σαν καθρέφτης, καΐ στα πλάγια του φυ• τρώνανε ξεδιπλωμένες δυό φτερούγες ατσάλινες. Τό κορμί του, ?τσι αρματωμένο, φάνταζε ψηλόλιγνο. Πάνω άπό τήν αλυσιδωτή μάλλια του μέ τους αμέτρητους φίνους κρίκους, φοροΟσε Ιπιλωρίκι άσπρο καΐ μα- κρύ, δίχως μανίκια. Στον αριστερό του ώμο είτανε ραμμένος §νας με- γάλος κόκκινος σταυρός.

Καβαλίκεψαν. Ό Σγουρός είχε σταθεί νά τους κοιτάζει. Τράβηξε Ίΐρίύτος δ ιππότης κι ακολούθησε ό σκουταράτος σέρνοντας ξοπίσω του τ' άλο^ο μέ τΙς αποσκευές, θά έρχονταν άπό μακρυνό ταξίδι. Τά πρά- ματα τους είτανε σκεπασμένα μέ υφαντά βαγδατιά. Προχώρησε πρώτος ό νεαρός ιππότης, ανέβηκε τή λαγκαδιά καΐ πήρε τό μονοπάτι. Τρα- βούσανε δεξιά, κατά τή Μεσαρέα, δπως κι ό Σγουρός. Τά βήματα τών άλογων Ισβηναν λίγο -λίγο, ή σιωπή απλωνότανε πάλι γύρω, ή σιωπή τοΟ βουνοΟ. Κ' έκεΐ, ανάμεσα στά κλαδιά, τό ρωμιόπουλο έβλεπε νά ξεμακραίνει, μικραίνοντας ολοένα, ό ζωγραφισμένος πάνω στό βαρύ σκουτάρι γαλανός σταυρός.

64

ϋιιιιηιιιιΐΜί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'

ΝΓΧΤΑ ΣΤΟ ΒΟΓΝΌ

ΡΗΚΕ τό πανδοχείο δεξιά του, ακριβώς δπως τοΟ είχε πεΙ δ Ίλαρίωνας. Έδίδ θα είχε σανό για τόν Άστρίτη, φαι για τδν εαυτό του καΐ χρεββάτι να περά- σει τή νύχτα. "Γστερα, χαράματα, θα ξεκινοΟσε πάλι.

Νύχτωνε. Οί πλαγιές τοΟ βουνοΟ, ζερβόδεξα, είχανε βουτηχτεί κιόλας σε σκιά μουχνή, Ινώ ό φαρδύς ουρανός, πάνω, έφεγγε ακόμα μέ τή γαλατερή χλωμάδα τοΟ αοΰρο'οπου. ΙΚσω, κατά τήν ανατολή, 2να - δυό αστέρια άνάβανε κιόλας. Κοίταξε τό πανδοχείο. Εϊτανε σπίτι δίπατο, παμπάλαιο, χτισμένο μέ τεφρή πέτρα τοΰ βουνοΟ, δίχως επί- χρισμα κανένα. Ή θολωτή του πόρτα, μεγάλη για νά περνάνε άλογα ή και καρρότσες άχόμα, έχασκε σκοτεινή" τά παράθυρα, καφασωμένα μέ σί- δερα άπόξω, μορφάζανε στραβά.

Μπήκε δίχως νά πεζέψει καΐ στάθηκε στή μέση της πλακοστρωμέ- νης αυλής. Γύρω βασίλευε αφάνταστη ακαταστασία, πού ή σκιά τής νύ- χτας τή μπέρδευε περισσότερο. Ξεχώρισε βαρέλια σωριασμένα, 2να τσα- κισμένο— μέ τρεΙς μονάχα ρόδες "κάρρο, κούτσουρα γιά φωτιά, πάγ- κους πεταμένους τ' ανάσκελα, σκοινιά μέ ροΟχα τής μπουγάδας απλω- μένα. Σκιές ανθρώπων πήγαιναν κ' έρχονταν μέσα σ' δλο τούτο τ' ανα- κάτωμα, κ' οΐ φωνές τους, άλλες ρωμέϊκες, άλλες φράγκικες, χουγιά- ζανε δίχως είρμό καΐ νόημα. Μιά πόρτα άνοιξε, ξανάκλεισε, ρίχνοντας στό ενδιάμεσο βλεφάρισμα μιά λάμψη φωτιάς θαμπωτική. Πυκνός κα- πνός κυλίστηκε στον αέρα, φέρνοντας τήν πνιγερή μυρωδιά άπό κρέατα ψημένα.

Πέζεψε απορώντας ποΟ νά τραβήξει κ' έπιασε τόν Άστρίτη άπό τό χαλινάρι, δύσπιστος. Τά μάτια του σιγά - σιγά συνήθιζαν, δμως πύκνωνε μαζί, σά βιαστικό τώρα, καΐ τό σκοτάδι. Κάποιο παίδι πέρασε δίπλα του, γοργά, κρατώντας αγκαλιά Ινα χοντρό λαγήνι. Τό φώναξε μά δέν πήρε απόκριση. Τράβηξε τότε, άγαναχτισμένος, στά στραβά, καΐ βρέ- θηκε μπροστά στην πόρτα πού είχε ίδεϊ λίγο πρΙν ν' ανοίγει. Έσπρωξε τό πορτό'ψυλλο, μισόκλεισε τά μάτια του τυφλωμένος. Μέ κομμένη ανάσα

δ Ή ΙΙίιιγχηηίσηη ' Ιζαιιηώ

65

άπδ τόν χαπνό, είχε αναγκαστεί να τραβηχτεί πίσω. Δυό - τρεϊς φωνές τόν άποπηραν.

Ποΰ είν' 6 ξενοδόχος ; ρωτάει δίχως καθόλου να βλέπει. "Ενας Ισκιος πελώριος έφραξε τδ λαμπάδιασμα τοΟ φούρνου κ' ήρθε

καταπάνω του.

Τί ορίζεις ;

Είμαι ξένος, ταξιδεύω, θέλω σανό για το φαρί, για μένα φαΐ, κ' 2να κρεββάτι.

Ό ξενοδόχος κατέβηκε στό σκαλοπάτι σφαλώντας πίσω του τήν πόρτα. Μυρωδιά χασάπικου, άπό σφαχτά ωμά κ' αίμα ζεστό, ανάδινε τό παχύσαρκο κορμί του. Σφούγγισε μηχανικά τά χέρια στην ποδιά του κ' έπιασε τό χαλινάρι τοΟ Άστρίτη.

"Αφησε το καΐ περίμενε.

"Οχι, θέλω νά ίδώ ποΟ θά τό βάλεις ! Είναι φαρΙ ακριβό, σπάνιο.

Ακολούθησε τόν ξενοδόχο στό στάβλο ζαλίζοντας τον μέ συστάσεις γιά τ' άλογο, οδηγίες κι ακόμα κ' \)τζο'^οο()με'/ες φοβέρες.

Είταν ή πρώτη φορά πού εμπιστευόταν τόν Άστρίτη σέ ξένα χέ- ρια. Στά στερνά, σοφίστηκε νά θαμπώσει τόν ζε'^ο^όχο γιά νά τόν κά- νει έτσι περισσότερο προσεχτικό :

ΠοΟθε είσαι ; Άπό δω.

Δηλαδή ;

Άπό δω πού βλέπεις ! Τό πανδοχείο τοΟτο τδχε ο πατέρας μου, κι ό πατέρας τοΟ πατέρα μου. Έδώ μέ γέννησε ή μάννα μου, κ' έγώ πάλι έδώ θ' αφήσω τά παιδιά μου.

Ξέρεις τό Μυτζηθρά ;

"Εχω ταξιδέψει ΙκεΤ. Πάνε χρόνια.

Τότε θάχεις βέβαια ακουστά γιά τόν άρχοντα Σ^ο\)ρο[ΐάλ'λγι.

Ποιος είναι ό άρχοντας Σγουρομάλλης ; Κρύωσε ή καρδιά τοΟ Σγουρού.

"Ας είναι . . . Νά ξέρεις μονάχα πώς κ' έγώ πού μέ βλέπεις εί- μαι άρχοντας !

Κατάλαβε στό σκοτάδι τόν ξε^^ο^όγ^ο πού τόν κοίταζε ξαφνιασμένος, κ' ύστερα τόν άκουσε νά πατάει γέλιο χοντρό.

Οί δίργ^ο'^τες δέν ταξιδεύουν μονάχοι τους, παλληκάρι μου. Σέρ- νουν ξοπίσω τους δούλους καΐ παραδούλους. Μέ τό συμπάθειο κιόλας , . .

Βγήκαν άπό τό στάβλο,

Νά ιδούμε ποΟ θά σέ οΐγ.ο'^ομηοω τώρα γιά ΰπνο, λέει ό ξενο- δόχος. 'Απόψε μοϋ πέσανε πολλοί πελάτες.

θέλω νά κοιμηθώ σέ κάμαρα μοναχική.

Αυτό βγάλ'το άπό τό νοΟ σου! Έδώ δέν είναι παλάτι, παλλη- κάρι μου* πανδοχείο είναι. Νάσαι ευχαριστημένος άν σοΟ βρώ κανένα χαμοκούμπι νά πλαγιάσεις.

Τί Ικανέ λέει ;

Κείνο πού άκουσες. Μιά κάμαρα βχω μοναχική, γιά κάνα πε- ραστικόν άρχοντα, καΐ τήν Ιδωσα σ' 2να Φράγκο καβαλάρο.

Ποιος είναι αυτός δ καβαλάρος ;

66

Ό Σγουρός ζητάει τά διακριτικά του, και μέ κάποια χαρά ανεξή- γητη μαντεύει πώς είναι ό συνοδοιπόρος του, αυτός πού είχε συναντή- σει τδ μεσημέρι στην πηγή.

θα μέ βάλεις κ* Ιμένα σέ μοναχική κάμαρα, λέει μέ μεγαλεί- τερη ακόμα επιμονή. "Αγνωστο γιατί, ένας πόθος ξυπνούσε μέσα του να μη φανεί παρακατιανός στα μάτια τοΟ ξένου. Ό ξενοδόχος δέ σή- κωνε κουβέντα σ* αυτό τό ζήτημα.

"Ομως οι άρχόντοι πού κοιμόνται μοναχοί τους πληρώνουν δι- πλά, λέει στα τελευταία.

Κ* έγώ άρχοντας είμαι, σοΰ είπα ! ΚαΙ θα πληρώσω διπλά. Δέν έλαβε θετική υπόσχεση άπό τόν ζ,ε'^ο^όχο σάν τόν άφησε

μπροστά στην κλειστή πόρτα τοΰ μαγεριοΰ. Φωνές βραχνές, νυσταγμέ- νες, ακούγονταν θαμπά έκεϊ - μέσα νά τραγουδάνε. Δίχως νά βγάλει τήν κουκούλα του, τυλιγμένος πάντα στό μανδύα σφιχτά, άνοιξε καΐ μπήκε.

Εύλόγησον !

Είταν μιά κάμαρα θολωτή, χαμηλή, δμως ευρύχωρη. Τρία λυχνά- ρια κρεμασμένα μ' αλυσίδες τή φώτιζαν κιτρινωπά στή μέση, αφή- νοντας γύρω τους τοίχους στή σκιά. Τάβλες μακρυές καΐ πάγκοι αρα- διάζονταν άπό τή μιά στην άλλη άκρη, κ' έκεϊ, εφτά -οχτώ άνθρωποι τρώγανε μέ φοβερό πάταγο, καλόγεροι Ρωμιοί, 2νας Ιμπορος, δυό Φράγ- κοι αρματωμένοι, Ό Σγουρός έκανε ενα βήμα, σταμάτησε. Τους δυό τελευταίους τους είχε μαντέψει : είταν οί σεργέντες.

Τό μάτι του ωστόσο, πού έψαχνε γύρω ανήσυχο, ξεχώρισε στό βάθος τοΟ μαγεριοΟ, στή γωνιά, ενα τραπέζι μικρό, παστρικά στρωμένο, καΐ πίσω του καθισμένο τόν ιππότη της πηγής. Είταν ξεσκούφωτος, δίχως αρματωσιά. Τό φως των λύχνων, πού ξέκοβε τό τετράγωνο τοΟ τραπεζίου του καΐ τ' αποθεμένα πάνω άσπρα χέρια, άφηνε τό πρόσωπο του στή σκιά.

Αποφασιστικά, δ Ρωμιός διέσχισε τό δωμάτιο καΐ πήγε νά κα- θήσει στην αγκωνή της άκρινής τάβλας. Βρισκόταν έτσι αντίκρυ στους σεργέντες μά κοντά στον ίππότη. Ή ψυχή του δέ γνώριζε τό φόβο, καΐ τή χαιρόταν βαθιά τήν παρουσία τοΟ ξανθού παλληκαριοΟ.

ΙΙροογ.Ό'^ώ ! χαιρέτησε.

Σήκωσε 6 ιππότης τά μάτια του, οέ φάνηκε δμως καθόλου νά τόν αναγνωρίζει. Άντιχαιρέτησε μ* ελαφρό κούνημα τοΟ κεφαλιού, δπως τό μεσημέρι.

Ό σκουταράτος μπήκε σέ λίγο, κρατώντας προσεχτικά δυό πιάτα μέ φαΐ κ' Ινα σκουτέλι. Αυτός είταν ακόμα αρματωμένος, μονάχα τό •κρχΊος του είχε βγάλει, τό κεφάλι του έμενε σκεπασμένο άπό τήν αλυ- σιδωτή κουκούλα της μάλλιας. Ό ίππότης τοΟ έγνεψε νά καθήσει δί- πλα. Τπάκουαε εκείνος, κι αμίλητοι οί δυό αρχίσανε νά τρώνε.

Τους άλλους πελάτες, τους λαϊκούς, τους σερβίριζαν ό παραγιός τοΟ ξενοδόχου καΐ μιά χοντρή κοπέλλα μέ κρεατοελιές στό πρόσωπο. Αυτή Ιφερε τό φαϊ τοϋ Σγουροϋ, αυτή τόν ρώτησε τί κρασί θέλει.

Άπό τό καλλίτερο ! τής αποκρίνεται δυνατά, γιά νά τόν α- κούσουν.

67

ΤοΟ ξφερε ροδίτικο. "Ομως εκείνος δέν πρόσεχε τώρα χι Ιπινε καΐ τ( δτρωγε. Μια κοίταζε τόν Εππότη, φανερά, θαρετά, σάν άνθρωπος πού ζητάει αφορμή για κουβέντα, καΐ μιά τους άντικρυνούς του σερ- γέντες, αυτούς κλεφτά. "Ετρωγαν άπληστα, σκυμμένοι στά πιάτα τους, δίχως να φαίνονται πώς τόν προσέχουν. Κάπου -κάπου άνταλλάζανε καί καμμιά κουβέντα στη γλώσσα τους, •^ορ'{ά, μπουκωμένα. Οί βραχνές, μπάσες φωνές τους, μοιάζανε τότε σα βρούχισμα. Είχαν αρχίσει να τρώνε προτοΟ μπεΙ τό ρωμιόπουλο, Ιτρωγαν ακόμα άφοΰ πιά εκείνο είχε άποσώσει τό φαΐ του. Τα κρασοβόλια, ψηλά, πήλινα καΐ χοντρά, εί- χανε μαζευτεί παρέες παρέες μπροστά τους.

*0 ιππότης τέλειωσε πρώτος τό δείπνο του. Πάνω άπό τ' αδειανό πιάτο του τ* άσπρα του φίνα δάχτυλα πήρανε μιά ψίχα ψωμί, τή μα- λάξανε καΐ σφούγγισαν μέ τό μαλακό ζυμάρι τό Ινα τ* άλλο. Κατόπι μείνανε πλεγμένα, σα σέ προσευχή. Γαλήνη παράδοξη, απόκοσμη, εΐ- τανε χυμένη στό πρόσωπο του. Ό σκουταράτος Ιτρωγε ακόμα δταν μπήκε δ ξενοδόχος. Ζύγωσε τό τραπεζάκι τοΟ ίππότη χαμογελώντας δουλικά, προσκύνησε βαθιά κ' είπε ρωμέϊκα :

Ή κάμαρα τής εύγενίας σου είναι Ιτοιμη. Έβαλα καθαρά κρεβ- βατοστρώσια.

Τα μάτια τοϋ νεαρού άρχοντα κοιτάζανε τόν άνθρωπο αφαιρεμένα. «Δέν καταλαβαίνει τί τοϋ λέει τώρα», στοχάστηκε δ Σγουρός κ' έγειρε μέ καρδιοχτύπι, Ιτοιμος να προσφερθεί, να εξηγήσει, μέ τα ελάχιστα φράγκικα πού ήξερε. Μα σύγκαιρα ακούει τόν ξένο πού αποκρίνεται καθαρά, σέ γλώσσα ρωμέϊ/η :

Ευχαριστώ, θ' ανέβω.

Έ προφορά του είχε ανάλαφρο μονάχα ξενικό τόνο.

Τραβήχτηκε πίσω 6 Σ-^ουρός, σαστισμένος. Δέ θάξερε να πει άν ειταν μεγαλείτερη ή λύπη του πού έχασε τήν ευκαιρία να κουβεντιάσει μέ τόν ξένον άρχοντα ή ή χαρά του πού τόν άκουγε να μιλάει ρωμέϊκα. "Ηξερε βέβαια πώς πολλοί άπό τους Φράγκους Ιχουν μάθει τή γλώσσα τοΟ τόπου ή τήν καταλαβαίνουν τριάντα χρόνια βαστούσε τώρα ή κουγκέστα , δμως οί άρχοντες στέκονται πάντοτε μακρυά άπό τό ρω- μέϊκο λαό, τους βιλάνους, καΐ τόν καταφρονούνε.

Καθώ; περ'^οΟαε \χηροατά του & ξενοδόχος, προσκυνώντας πάλι, τόν φώναξε ό Σγουρός.

! άνθρωπε . . . Τί Ικανές γι' αδτό πού σοΟ είπα ; Ή συμπεριφορά τοΟ ξενοδόχου άλλαξε μονομιάς.

Τί μοΰ είπες ; ρωτάει βαρετά κι αδιάφορα.

Τή δικιά μου τήν κάμαρα.

θα κοιμηθείς στον ξενώνα, μέ τους άλλους.

"Εκανε ν' άντιπεράσεΓ 2μως μέ μιά γερή γροθιά στό τραπέζι δ Σγουρός είχε τιναχτεί κιόλας απάνω.

Ανάθεμα σε! του φωνάζει, στάσου! Δέ σοΟ είπα πώς θέλω να πλαγιάσω μο^^άχος ;

Μέ μιας κάθε θόρυβος γύρω σταμάτησε. "Ολοι είχανε σταθεί ξα•. φνιασμένοι, νά κοιτάζουν.

68

Κρεββάτ; άλλο δέν 2χω κι άδιχα φωνάζεις, δλεγε 6 ξενοδόχος 'ποΟ άρχιζε ν* αγριεύει.

Θα μοΟ δώσεις κάμαρα δική μου ! "Αντε να τή βρείς !

! σκύλε . . .

Σα σίφουνας ή οργή είχε συνεπάρει τό Σγουρό. Αρπάζει άπό δί- πλα τό σκουτέλι καΐ τό σηκώνει. Τραβιέται πίσω ό ξενοδόχος να φυ- λαχτεί καΐ σύγκαιρα αναποδογυρίζει ?να σκαμνί" μαζί, σαν και τοΟτο να τοΟ έδωσε μιαν έμπνευση, σκύβει γοργά καΐ τό χουφτιάζει άπό τό ποδάρι, άντίς γιά ρόπαλο.

"Ομως τό παιδάριο είχε σταθεί τώρα ασάλευτο, σά μαρμαρωμένο.

Κατάχλωμο, κατέβαζε αργά αργά τό χέρι του καΐ κοίταζε τόν ιπ- πότη. Ένα κΟμα πορφ\Λρ6 ανέβηκε στό μάγουλο του καΐ τό φούντωσε. Τρέμοντας, ττνιγμένο στή ντροπή, είπε σά δικαιολογία καΐ παράπονο μαζί :

Είσαι ένας άγροίκος. Φταίω έγώ πού ήρθα απόψε στό πανδο- χείο σου. Έλεγα τουλάχιστο πώς θάξερες νά ξεχωρίζεις τους αν- θρώπους . . .

Έ φωνή του είχε θολώσει, σάν άπό κρυφό λυγμό. "Εμοιαζε ολό- τελα παιδιάτικη έτσι, άγοριοΟ πού τό μάλωσαν μπροοχά σέ ξένους, τό ταπείνωσαν σκληρά.

Είναι τρελλός, είναι γιά δέσιμο, μουρμούριζε πισωπλατίζοντας 6 ξενοδόχος. Οί άλλοι γύρω, οί Ρωμιοί, γελούσαν.

"Οχι, δέν είμαι τρελλός ί ξεφωνίζει ξάφνου ό Σγουρός ανίκανος ϊιιά νά κρατηθεί. Τό ξέρεις καλά έσυ πού μιλάς ποιος είμαι, κι άς κά- νεις τόν ανήξερο ! Είμαι ό άρχοντας Νικηφόρος ό Σγουρός άπό τ' Άνάπλι !

Τό είπε σηκώνοντας τή φωνή του σά φλάμπουρο, μ' έπαρση. Οί καλόγεροι τόν κοιτάξανε κ' Οστερα σκύψανε βιαστικά, κάτι νά ποΟνε συναμεταξύ τους, κρυφογέλασαν. Ό ξενοδόχος κρέμασε τά χείλη του περιφρονητικά, αδιάφορα, καΐ βγήκε έξω. "Ομως τό παιδάριο είχε ικα- νοποιηθεί. Αυτός πού έπρεπε νά τ' ακούσει μιά φορά τ* άκουσε, ούτε λόγος. Τόσο έφτανε.

Κάθησε. ΚαΙ τό μοιραίο είχε γίνει πιά, τό κατάλαβε δταν εϊταν αργά. Τό κατάλαβε δταν είδε μπροστά του, όρθιους καΐ βαρειούς, τους δυό σεργέντες.

Είχαν σταθεί άπό τήν έξω μεριά τής τάβλας και τόν κοίταζαν εξε- ταστικά. Ή κουκούλα τοΟ Ισκιωνε τό μισό πρόσωπο, μά τ' δνομά του, τ' όνομα πού είχε μονάχος του προδώσει, αντιβούιζε ακόμα μέσα στην κάμαρα. "Ατιμη αστοχασιά !

Τί μέ θέλετε ; τους ρώτησε μέ πανιασμένα χείλη.

Δίχως μιλιά, βάναυσα, ό Ινας σεργέντης άπλωσε τό χέρι, τοΟ άρ- παξε τήν κουκούλα καΐ τήν έρριξε πίσω. "Εφεξε άσπρος, φαρδύς, ό επί- δεσμος τοΟ κεφαλιού.

Σήκω απάνω ; προστάζει φράγκικα ό άλλος.

"Ετσι λοιπόν, καλά τό είχε μαντέψει τό πρωί. Αυτόν κυνηγοΟσαν. ΚαΙ τώρα δέν απομένει παρά μιά μονάχα ελπίδα, ή Οστατη. Δίχως νά τό μελετήσει, σύνταχα, ρίχνει δυό ματιές, μιά δεξιά,

69

μιά ζερβά, Οί παλάμες του άχουμποΟσαν ακόμα πάνω στην τάβλα. Νευ- ρικά, απότομα, τή σπρώχνει, τήν άναπο5ογυρ(ζει καΐ τινάζεται ορθός πάνω στδν πάγκο. Τό χο'^•:ρ6 ξύλο, πέφτοντας μέ τήν κόψη, είχε σπρώ- ξει πίσω τους δυό άντρες, τους πλάκωσε τα ποδάρια. Ισια πάνω στό χτένι. Κάνανε πίσω βλαστημώντας, τρέκλισαν Χριστέ, βόηθα τώρα !

Ή αναστάτωση πού ακολούθησε είταν αφάνταστη. Αλαφιασμένοι, στην άλλη άκρη, οί καλόγεροι είχαν σηκωθεί στριγγλίζοντας καϊ τρέ- χανε κατά τήν πόρτα, ένώ 6 Ινας τους, αναποδογυρισμένος άτϊό τή μα- κρυά τάβλα, ούρλιαζε κάτωθέ της σα γουρουνόπουλο μισοσφαγμένο. Ό σκουταράτος τοΟ ίππότη πετάχτηκε ορθός κ' Ιπιασε τή λαβή τοϋ σπα- θιού του. Τό ίδιο εϊχανε κάνει κ'οί σεργέντες' δμως τα φράγκικα σπαθιά, μισό μπόϊ \ίάγ.ροζ, εϊτανε βαρειά. Ταχύτερος ό Σ-^ουρός, είχε ξεθηκαρώ- σει στό μεταξύ τό δικό του' ή ρωμέϊκη κοντή λεπίδα άστραψε ψηλά στο φως τών λυχναριών. Μ* Ιναν πήδο, τό ρωμιόπουλο πατάει στην κόψη τής τουμπαρισμένης τάβλας, ζυγιάζεται χορχα καΐ κατεβάζει χτύπημα πελεκητό στό κεφάλι τοϋ κοντινοΟ του σεργέντη. Τό •κρά'^ος βρόντηξε κούφια, βούλιαξε" ή λεπίδα, γλιστρώντας πάνω στή γυαλιστερή έπ:φά- νεια, τσοκάνισε τόν ώμο. Κρίκοι της αλυσιδωτής μάλλιας τινάζονταν καΐ βρέχανε χάμου. Βόγκηξε 6 Φράγκος καΐ γονάτισε, μέ τ* αριστερό του χέρι αχρηστεμένο.

Ό άλλος δμως, στό μεταξύ, είχε καταφέρει να γυμνώσει τή δική του σπάθα. Τήν ίαουρε πίσω, μέ τα δυό τα χέρια, καΐ τήν απόλυσε δρεπα- νωτά στό πλευρό τοΟ ΡωμιοΟ, σα νάτανε να κόψει σύρριζα δέντρο. Οί καλόγεροι, οί στοιβαγμένοι στό άνοιγμα της πόρτας, σκεπάσανε τα μά- τια τους ρεκάζοντας. Ό Ιμπορος έπεσε τα πίστομα, από τό σκαμνί δπου έμενε ακόμα καθηλωμένος. "Ομως ό Σγουρός είχε πηδήξει, καΐ τό πήδημα τοΰτο, ψηλότερο άπό τόν κύκλο πού έγραψε ή λεπίδα, τόν τί- ναξε πάνω στον σεργέντη. Κυλίστηκαν μαζί στό πάτωμα.

Τότε δ σκουταράτος τράβηξε τό σπαθί του. Στό σύμπλεγμα πού σφάδαζε χάμου, ό Φράγκος είταν ανάσκελα κι ό Ρωμιός άπό πάνω. "Έτσι τους είχε ρίξει ή φορά τοΟ πηδήματος, Ιτσι παλεύανε μέ νύχια καΐ μέ δόντια, ό σεργέντης κρατημένος κάτω άπό τό σιδερένιο ^χρος τής αρματωσιάς του, δ Σγουρός Χ&ύτερος μα κι ανίκανος νά μεταχει- ριστεί τώρα, άπό τόσο κοντά, τό σπαθί του. Είτανε γερός άντρας ό Φράγκος, τά χέρια του σφίγγανε σαν τανάλια τό λαιμό τοϋ παιδάριου. Ό σκουταράτος ζύγωσε μέ βραδύ, ατάραχο βήμα. Σήκωσε άπό τή λαβή τό σπαθί του, σημάδεψε τή ράχη τοϋ ΡωμιοΟ, χαμήλωσε τό σβέρκο καΐ κατέβασε τό χτύπημα, μπηχτό.

Ή λεπίδα είχε σταθεί δυό δάχτυλα πάνω άπό τό κορμί τοϋ παλ- ληκαριοΟ. Γυρίζει ξαφνιασμένος ό σκουταράτος νά κοιτάξει αυτόν πού τοϋ Ιχει κρατήσει μέ τέτοιο ατσάλινο σφίξιμο τό μπράτσο και τά σα- στισμένα μάτια του βλέπουν τόν ίδιο του τόν αφέντη. Αμίλητος, τοϋ Ικανέ σημείο νά τραβηχτεί.

"Αλλωστε τό πάλεμα, χάμου, είχε πάρει κιόλας τέλος. Μέ μιά γροθιά στό πρόοωηο τοϋ σεργέντη, δ Σ*(0Όρ6ς είχε καταφέρει νά λυ- τρωθεί. Πήδηξε ορθός, σα λαγωνικό λαστιχάροντας, καΐ πισωπλάτισε κατά τήν πόρτα. Ό σεργέντης πού είχε σηκωθεί, κι δ άλλος πού ξα-

70

ναρχότανε κι αυτός, μέ κρεμαστό τό δνα χέρι, βρήκανε ανάμεσα τους καΐ στό Ρωμιό τό νεαρό ιππότη.

Αφήστε τον, τους λέει.

Τόν κοίταξαν απορημένοι, δίχως να πιστεύουν τ' αυτιά τους.

Τί λέει ή χάρη σου! κάνει τέλος ό §νας, σκοτεινά. Ξέρεις για τί &νΒρωπο πρόκειται ;

Είναι εχθρός τών Φράγκων επικίνδυνος, προσθέτει ό άλλος. Είναι ροβολάτορας.

Ό ίππότης χαμογέλασε άχνα.

Είναι πιό άξιος άπό σας, κάνει γλυκά.

Είναι κακούργος . . .

ΚακοΟργος !

"Ανθρωπος τοΟ Ντελιουρια.

Ξάφνου οί ώμοι τοΟ ιππότη τινάχτηκαν. Ό Σγουρός, πού στεκό- ταν στην πόρτα κοιτάζοντας τή σκηνή δίχως να καταλαβαίνει, τόν είδε να γυρίζει, να τόν κοιτάζει χλωμός. «Τώρα είμαι χαμένος», συλλογί- στηκε μέ πίκρα.

Είχε γίνει μια παύση, βαθειά σιωπή, επικίνδυνη, γεμάτη αγωνία. Τέλος ό ίππότης :

"Οχι, αφήστε τον, ψιθυρίζει. Θα φροντίσω Ιγώ , . .

Δίβουλοι, αναποφάσιστοι, οί δυό σεργέντες προσκύνησαν. "Ομως, χαθώς τραβιόντανε νά βγουν, ό Ινας, ό πρ&τος, παρατήρησε βραχνά :

Ή χάρη σου δέν ξαστοχάει βέβαια πώς ό άνθρωπος το\)τος είναι επικηρυγμένος άπό τόν ΠρεβεδοΟρο τ' ΆναπλιοΟ, τόν αποσταλμένο τοΰ Δουκάτου τής Αθήνας . . .

Κ' έδώ, βρισκόσαστε στά χώματα τοΟ Πριγκηπάτου τής Αχαίας, αποκρίθηκε ψυχρά 6 ίππότης, κοιτάζοντας τόν σεργέντη καρφωτά, κα- τάματα. Στην επικράτεια τής πριγκηπέσσας Ίζαμπώ !

Οί άνθρωποι των αρμάτων σκύψανε τά κεφάλια τους καΐ τραβή- χτηκαν στή γωνιά.

Πάμε, Ιγνεψε ό ίππότης στον σκουταράτο του. Περνώντας δίπλα στον Σγουρό, δίχως νά τόν κοιτάξει : Έσεϊς ακολουθήστε με, τοΟ είπε.

71

^Ι.3^'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ θ'

<^ π

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΓΜΒΟΓΛΙΟ

ΧΡΟΝΙΑ πού τέλειωνε, τό 1292, είναι για τήν ιστορία της Ρωμιοσύνης Ινας σταθμός άπό κείνους πού μολονότι δεν Ιχουν τίποτα τό μεγάλο καΐ τό ^ίγ^ίύ^ο για να διεκδικήσουν τήν αθανασία της Ιστορίας, δμως βαραίνουν πάνω στή μοίρα των λαών κι ά'^οί^ου•^ λαγούμι βαθύ, οκοόΧο, ατά. θεμέλια κάθε μα- κρόβιας δεσποτείας.

Στό ^ρό'^ο της Ρωμανίας καθόταν, νέος τριαντατριών χρονών, ό Ανδρόνι- κος β' δ Παλαιολόγος. Γι6ς τοΟ Μι- χαήλ τοΰ "Ογδοου, τοΰ μυθικού αυτοκρά- τορα πού ξαναθεμέλιωσε, υστέρα άπό τό νικητή τοΰ Μαξέντιου, τήν ανατο- λική αυτοκρατορία, ί Ανδρόνικος κου- βαλούσε στην ευνουχισμένη ψυχή του δλα τα γερατειά και τήν κούραση μιας φυλής πού είχε ως τώρα πολύ ζήσει. Ό γενάρχης τών Παλαιολόγων πατέρας του σημάδεψε τή δική του τή ζωή με τρεις πράξεις τεράστιας τόλμης ή δεξιοσύνης : Είχε συν- τρίψει στή μάχη της Πελαγηνιας τήν έπαρση τών Φράγκων καταχτη- τών, τους είχε πάρει πίσω τή Βασιλεύουσα καί, για να τήν ασφαλίσει άπό ενδεχόμενη επιδρομή καινούργιων σταυροφόρων, αποφάσισε ή προ- φασίστηκε τήν ?νωση τών Εκκλησιών.

Ό Ανδρόνικος πρόβαλε στή δημόσια ζωή με μιά πράςη άναντρίας Ιερόσυλης : Τρέμοντας τήν κατακραυγή τοΰ φανατισμένου άπό τους κα- λόγερους δχλου, αρνήθηκε να κηδέψει τό νεκρό τοΰ πατέρα του. "Αλ- λωστε καΐ της ασέβειας τις ευθύνες δε βρήκε τό σθένος νά τΙς φορτω- θεί [ΐο'^άγ^οζ. του. Συνώμοσε με τέσσερις γυναίκες, τή μάννα του, τις άδερφάδες του, και μέ τρεις άντρες άναντρους, τους τρεις όί^ερψούς του. "Γστερα Ικανέ κανονικά το σταυρό του, σύμφωνα μέ τ' ορθόδοξο πάντα δόγμα, είπε τό Σύ\ι6ολο της Πίστεως δίχως τό αίρετικό {ίΐίο- ηυε, κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια τοΰ θρόνου.

Πέρασε τήν υπόλοιπη ζωή του σέ βαθειά κατάνυξη, θεάρεστα κα- ταφρονώντας δλα τα εγκόσμια. Έτσι, μιας κ* οι Φράγκοι εϊτανε πιά ακίνδυνοι καθώς τόν βεβαίωναν οΐ παλατιανοί του , άφησε τα χαρά• βια τοΰ στόλου του νά σαπίσουν δεμένα στον Κεράτιο. "Ετσι απόλυσε

72

δλους τους γασμούλους θαλασσόλυκους, πού πήγανε μια και δυά να υπηρετήσουν στό έξης τους Φράγκους. "Ετσι, τέλος, παράτησε τΙς θά- λασσες του καΐ τους γιαλούς στό έλεος τών κουρσάρων, πού παίρνανε καΐ δίναν στό έξης ξέγνοιαστοι. Κι ακόμα κατάφερε μια πράξη θρη- σκευτικά καΐ διπλωματικά αξιοζήλευτη : Ματαίωσε τό συνοικέσιο τ^)ς κόρης τοΟ δεσπότη ττ]ς Ηπείρου Νικηφόρου μέ τόν μεγάλο του γιό. Ή Θάμαρ, κοπέλλα μέ ομορφιά πού θάμενε θρυλική, είχε 2να ελάττωμα άσυχώρετο : ΕΙταν δεύτερη ξαδέρφη τοΟ Ιπί^οξου γαμπρού. Λοιπόν δ Ανδρόνικος, πού ασέβησε άλλοτε, γιά τήν ακεραιότητα τοΟ δόγματος, στό νεκρό τοΟ πατέρα του, δέ θά γινόταν βέβαια τώρα ανίερος αιρετικός γιά τό ασήμαντο έκεΤ όνειρο νά ενώσει μιά μέρα ολάκερη τή Ρωμιο- σύνη της Δύσης καΐ της "Ανατολής κάτω άπό τό σκήπτρο τοΰ πρωτό- τοκου γιοΟ του.

Στή βορειοδυτική άκρη τοΟ τωρινού κράτους των Ρωμαίων, στον κόμπο έκεΤνον πού δένει πάνω άπό δυό θάλασσες Ευρώπη κι Ασία, δ Ανδρόνικος Παλαιολόγος, καθισμένος στό θρόνο κάτω άπό τόν εφιαλ- τικό ίσκιο τοΟ πατέρα του, έστηνε κουβέντες ατέλειωτες μέ θεολόγους καΐ καλόγερους, ένώ πέρα, στην Ανατολή, πού δλο κι αναταραζόταν λαγοκοιμούμενη, τό επερχόμενο εΟνος των Όσμανιδών ανέμιζε κιόλας τά φλόγινα φλάμπουρα του. Στην άλλη ωστόσο άκρη της Ελλάδας, κάτω στό νοτιά, 2να κομμάτι γης ρωμέϊκης, απομονωμένο σάν ξερονήσι μέσα στή φουσκονεριά τοΟ φράγκικου Μοριά, άνταριαζόταν αδιάκοπα άπό μακρυά κι αβέβαια μηνύματα, προαισθήματα σκοτεινά, επίβουλα σημάδια γιά τό μέλλον.

Τό λέγανε Μυστρά. Τ' όνομα δέν είναι ρωμεϊγ,ο, ούτε κι ό πρω• τος κτήτοράς του είταν Ρωμιός. Γυρίζοντας άπό τήν πολιορκία της Μο- νεμβάσας, έδώ καΐ σαρανταδύο χρόνια, δ Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος είχε ζητήσει νά τοΟ δείξουν κάπου μέρος κατάλληλο γιά νά θεμελιώ- σει κραταιό δυναμάρι. ΤοΟ δείξανε, στά περίχωρα της Λακρεμονίας, τό ϊνοί άπό τ' άντιστύλια πού στέκονται σέ παράταξη, δορυφόροι βασι- λικής πομπής μπροστά στή μεγαλειότητα τοΰ Ταϋγέτου. Τό ρω\ιε(•Λ0 δνομά του είτανε Μυτζηθράς. Ό Βιλλαρδουΐνος τό στεφάνωσε μέ καστέλλι ατράνταχτο, άλλα δέν αξιώθηκε νά τό χαρεί. Στή μαχητής Πελαγηνιάς, νικημένος άπό τόν Μιχαήλ τόν "Ογδοο, έχασε μαζί μέ τήν προσωπική του ελευθερία καΐ τέσσερα άπό τά μεγάλα του καστέλλια. Ό Μυστράς έγινε ρωμέϊκος, ακρίτας νότιος, ερημικός, σά ναυαγός γαντζωμένος πει- σματερά στό βράχο, ένώ γύρω τόν έζωνε τό πέλαγο της φραγκιάς, δ Μοριάς πριγκηπάτο των Βιλλαρδουΐνων.

Μαντάτα λοιπόν ανησυχητικά φτάνανε στό Μυτζηθρά, φήμες αόρι- στες άπό κείνες πού δέν ξέρεις ποτέ ποιο στόμα τΙς φέρνει. 'Από κάμ- ποσα ωστόσο χρόνια, είρήνη βασίλευε, συνθηκολογημένη, ανάμεσα σέ Φράγκους καΐ Ρωμιούς. Ό άντρας τής πριγκηπέσσας Ισαβέλλας, δ Φλωρέντιος ντ' Αίνώ, είχε ζητήσει τή συνθήκη τούτη άπό τόν Ανδρό- νικο Παλαιολόγο, κι δ αυτοκράτορας, πού πρώτα άπ' δλα πο^οΰαε τήν ησυχία του, τήν τόσο ευνοϊκή γιά μεταφυσικά κι αργόσχολα κου- βεντολογήματα, όλοπρόθυμα τήν έδωσε. Ό Μυτζηθράς, απομακρυσμέ- νος γεωγραφικά άπό τό κέντρο καΐ γιά τοΰτο λίγο - πολύ αυτοκέφαλος,

73

δοκίμαζε δλες τΙς συγκινήσεις κι δλες τΙς αγωνίες των άμεσων ευθυ- νών. Έχοντας διοικητή του Ινα στρατηγό, πού ή Βασιλεύουσα τόν έστελνε μέ περιθώριο δπηρεσίας Ινα χρόνο, την «Κεφαλή», τό ρωμέϊκο κρατίδιο τοΟ φραγκοκρατημένου Μοριά ζοΟσε τήν περήφανη καΐ ριψο- κίνδυνη ζωή πού είναι τό ριζικό κάθε ανεξαρτησίας.

Τη νύχτα εκείνη τοΰ φθινοπώρου, τή βροχερή καΐ κρύα, πού ό πρώτος μαντατοφόρος ξεπρόβαλε καλπάζοντας μπροστά στους ογ,οπου;, κάτω -κάτω στα ριζά τοΟ ^ρά'/^ου, συμβούλιο Ικτακτο γινότανε πάνω, στό διοικητήριο. Τήν Κεφαλή τήν Ιζωναν ανησυχίες φαρμακερές. Έξ- πΧοράτορες, ξαποσταλμένοι άπό τό Μυτζηθρά έδώ κ' Ινα μήνα στην Ανδραβίδα, είχαν γυρίσει πίσω φέρνοντας πληροφορίες αλλόκοτες. Ό πρίγκηπας Φλωρέντιος, πού άπό καιρό ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στην Άνάπολη, γιά να επισκεφτεί τό λίζιό του βασιλέα της Κάρολο, είχε ξαφνικά αναβάλει τό ταξίδι του. Λόγος πειστικός κανένας δεν αναφερό- ταν γιά αιτία της αναβολής. "Ομως, αντίθετα, μαντατοφόροι έκτακτοι είχαν ξαπολυθεϊ άπό τήν πρωτεύουσα τοΟ πριγκηπάτου σ' δλους τους βαρώνους καΐ φλαμπουριάρηδες ίππότες του Μοριά, μ' οδηγίες μυστι- κές καΐ τή φανερή προσταγή νά ίρ^ου^/ βιαστικά στή συγκαλούμενη άπό τόν πρίγκηπα μεγάλη κούρτη.

Τί νόημα Ιχει αυτή ή πρόσκληση ; αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ό στρατηγός κοιτάζοντας σύγκαιρα ολόγυρα στό τραπέζι. Κάτω άπό τά θρασεμένα μαΟρα φρύδια τό μάτι του σπίθιζε επικίνδυνο. Ό μέγας κοντόσταβλος της Αχαίας Ιφτασε αναπάντεχα στην Αχαία προγτϊς τό πρωί.

Κοίταξε γύρω του Ιναν - Ινα τους συμβουλάτορες πού στέκονταν βουβοί, μαρμαρωμένοι πάνω στά βαρειά δρύινα θρονιά. Είταν Ιντεκα. Στά τραβηγμένα τους πρόσωπα ή έγνοια Ιρριχνε σκιές πένθιμες, ζάρες ψυχοφθόρας αγωνίας. Οί κίτρινες γλώσσες τών λύχνων πάψανε νά παί- ζουν, τεντώθηκαν προς τό ταβάνι καΐ φτύσανε μαύρη, πνιγερή καπνιά. Ό κόμης της κούρτης Ικοψε πρ&τος τή σιωτϊή :

Αγάπη καΐ τρέβα Ιχει υπογραφεί άπό τόν πρίγκηπα Φλωράν κι άπό τήν αγιότητα του τόν βασιλέα τών Ρωμαίων . . .

Ή τρέβα Ιχει δρο πώς κανένας άπό τους δυό δέν εμποδίζεται νά βοηθάει τόν εχθρό τοΟ άλλου.

*Ωραία είρήνη μιά φορά ! τώρα τό βλέπανε. Ό στρατηγός κατέ- βασε τ' αγριεμένο μάτι του στό μαλλιαρό του χέρι πού φοροΰαε τό βαρύ σμαράγδι. Ό χοντρός μαλαματένιος κρίκος τοΟ δαχτυλιδιοΟ, σύμ- βολο εξουσίας, χτύπησε μιά, δυό, τρεις φορές τήν τάβλα, κ' οί κρότο: τής αμηχανίας καρφώθηκαν στον αέρα αδέκαστοι, σκληροί.

Ποιόν λογαριάζει ό Φράγκος γιά εχθρό ; ρώτησε αόριστα, σά φοβισμένος άπό τήν ίδια του τή φωνή ό δρουγγάριος τής βίγλας.

ΕΙταν Ινας άντρας πανύψηλος καΐ ξερακιανός. Τά σταχτιά του μά- τια απόφευγαν ταραγμένα τό ανυπόμονο βλέμμα τοΟ στρατηγού, πού τ' αναζητούσε επίμονα.

Τό δεσπότη Νικηφόρο,

Ό δρουγγάριος σήκωσε περιφρονητικά τους ώμους του.

Τί [ΐπορζΐ !

74

Πολλά. ΤοΟ υποσχέθηκε συμμαχία ό Ιωάννης δ Νόθος. "Ολα άνάβλεψαν ξαφνιασμένοι. Έντεκα ζευγάρια μάτια άντικα-

θρέφτισαν στραφταλίζοντας τό φως τών λυχναριών. "Ωστε λοιπόν ό δοΟ- κας των Νέων Πατρών ξεσηκωνόταν ακόμα μια φορά, για να χτυπήσει επίβουλα τη μάννα Ρωμιοσύνη . . .

Οί έξπλοράτορες φέρανε τδ μαντάτο σήμερα τό πρωί, έκανε 6 στρατηγός δαγκώνοντας λοξά τό χείλος του καΐ τό γένι. Στή θάλασσα καΐ στό βουνό ό δοϋκας Ιωάννης ξεσηκώνει /ψουσοίτο κραταιό γυρεύοντας να πάρει εκδίκηση για τό φυλακισμένο του γιό.

Αύτη είταν άλλη ιστορία, άπό τΙς μισερές έκεΤνες καΐ κουτοπόνη- ρες τοΟ'κύρ - Ανδρόνικου τοΰ Παλαιολόγου. Στην πεισματάρα λύσσα του να εξοντώσει τό φοβερό δοΟκα τών Νέων Πατρών, τόν αίματόχαρο αντίπαλο τοΟ μεγάλου του πατέρα, ή αγιότητα του δ βασιλέας κι αυτοκράτορας τών Ρωμαίων είχε μηχανευτεί, μαυλισμένος άπό τό φόβο, να βάλει σ' ενέργεια μαζί μέ τή βία καΐ τήν κατεργαριά. Έτσι, ένώ ξαπόστελνε ογδόντα πλεούμενα καΐ φουσάτο μέ τόν Ταρχανιώτη καΐ τόν Αλέξιο Ραούλ να χτυπήσουν φανερά τόν όμόεθνο εχθρό του, Ιμπαινε σύγκαιρα και σέ συνεννόηση κρυφή μέ τήν πρώτη του ξαδέρφη, τή βα- σίλισσα τής Ηπείρου, τήν "Αννα τήν Κατακουζηνή. Άπ' αυτήν ζητοΟσε να τοΟ πετύχει, μέ τό γυναίκειο της τό δόλο, δ, τι δ άντρίκιος πόλεμος τοΟ άφηνε αβέβαιο : Τό ξεθεμέλιωμα τοΟ αντιπάλου.

Έ "Αννα έβαλε σ' ενέργεια τά θηλυκά της μέσα. Ό Ιωάννης δ Νόθος είχε γιό κι δ γιος αυτός άρχιζε να δείχνει ανάστημα επικίνδυνο, αντάξιο τών πρώτων χρόνων τοΟ πατέρα του. Ό κυρ- Ανδρόνικος έβλεπε συχνά, στους καλογερικούς Οπνους του, τό νεαρό Μιχαήλ να όρθώνετα; αυθάδης κι απειλητικός \ηζροαχά. στον αναπαυτικό του θρόνο. "Ηξερε άπό πείρα γενεών δτι τ* ανήσυχα τοΟτα παιδιά θεριεύουν γρήγορα, πώς ή ανάπτυξη τους είναι επικίνδυνη γιά δ, τι ήσυχο κι ανέμελο ζεϊ νυ• στάζοντας στό λίκνισμα της απραξίας. Λοιπόν, άπό τήν ξαδέρφη του τήν Κατακουζηνή ήθελε χοΰτο ακριβώς νά τοΟ εξασφαλίσει, Κ' ή ευχή -ίου ή φιλόνομη εϊταν δίκαιο καΐ σωστό νά πιάσει.

Ή Κατακουζηνή ξεγέλασε τόν Μιχαήλ. Τόν έμπλεξε στό πλεμάτι κάποιου συνοικεσίου υποθετικού μέ μιά άπό τΙς θυγατέρες της, τόν μώ- ρανε, τόν κοίμισε, κ' Οστερα τόν παράδωσε δέσμιο στά νύχια τοΰ ξα- δέρφου.

Τούτη τήν πράξη, τή νόμιμη, ζητοΟσε τώρα δ γέρο δούκας καί πατέρας, δ παράνομος, νά έκδικήσει.

Ή Κατακουζηνή γελάστηκε στους λογαριασμούς της, λέει δ στρα- τηγός παίρνοντας κατά καθήκον τό [ίίρος τοΟ ευσεβέστατου μονάρχη. θαροΟσε πώς, σ' ανταμοιβή γιά τήν υπηρεσία της, ή αγιότητα του θά πάντρευε τήν κόρη της μέ τό γιό του. Τώρα, μανιασμένη γιά τήν προσ- βολή, σπρώχνει τόν Νικηφόρο νά χτυπήσει τους Ρωμαίους, καί γίνον- ται φίλοι οί παλιοί εχθροί ! "Ομως δ Νόθος είναι σύμμαχος επίβουλος. θά τήν πληρώσει μιά μέρα τή βασίλισσα γιά τό παλιό τό χρέος.

ΚαΙ γέλασε δυνατά, άχαρα, μέ τό δυσάρεστο στρατιωτικό του γέλιο.

"Ολοι ανάσαναν, ξαλαφρωμένοι. Άπό μέρες ή αγωνία τους έσφιγγε τήν ψυχή, τσάκιζε τά μέτωπα μέ τήν έγνοια. Ξάφνου, εκεί πού δ κόμης

75

της κούρτης άνοιγε τό στόμα του ν* αρχίσει μιαν ά'^α.^^ορα για τή στρα- τιωτική κατάσταση τών Φράγκων, άλογοκρότημα άγριο, λαχανιαστβ, ακούστηκε ν* ανεβαίνει στον ανηφορικό ϊρόμο. Τα πέταλα τοΟ άλογου πλατάγιζαν στα νερά τ'τ)ς βροχής μέ μεταλλικό σκάσιμο καΐ τδ ρουθου- νισμά του κοντανάσαινε μ' ανήμερο θυμό.

Θάχουμε νέα, είπε 6 στρατηγός και σηκώθηκε νευρικά. "Ολοι τόν μ-.μήθηκαν. Οί πνιγμένες φωνές των σκοπών ακούγονταν

ανάριες στη σειρά, να δυναμώνουν. Στό μικρό διάστημα πού μεσολάβησε, δλα τα μάτια μείνανε καρφωμένα στην πόρτα. Τό βήλο ανασηκώθηκε, ένας σιλεντιάριο; μπήκε.

Μαντατοφόρος άπό τήν "Ηπειρο, ανάγγειλε.

Νάρθει.

Μπήκε ό άνθρωπος. Είτανε νέος, με τα μαλλιά ανάστατα καΐ κολ- λημένα στό μέτωπο άπό τή βροχή, τά ροΟχα του μουσκίδι. Έφερνε μαζί του μια μυρωδιά υγρασίας, περονιαστή, καΐ στάβλου.

Ξανακάθησαν. Ό στρατηγός έγνεψε στό μαντατοφόρο νά ζυγώσει.

Άπό που έρχεσαι ;

"Ισια άπό τά Γιάννενα.

Πόσες μέρες έκανες ;

ΤρεΙς μέ τό φαρί, μισή με τή βάρκα.

Τό μαντάτο σου.

Ό δεσπότης Νικηφόρος κι ό Ιωάννης ό Νόθος νικήθηκαν κοντά στό ΖητοΟνι.

θριαμβικό σούσουρο σηκώθηκε γύρω στό τραπέζι. Ό δρουγγάριος τής βίγλας χαμογέλασε άπό τό ΰψος τοΰ ξυλιασμένου του κορμιού μέ περιφρονητιχή αυταρέσκεια. Τό είχε προμαντέψει αυτός, πώς ί Νικη- φόρος είταν ανίσχυρος. Ό κόμης τής κούρτης χάιδεψε μεγαλόπρεπα τά σταχτερά του γένεια. Κ' εξω στό διάδρομο, δπου τό νέο πέταξε σά χαρμόσυνο πουλί καινούργιας ημέρας, οί συναγμένοι άντικένσωρες, οί μίνσωρες κ' οί δουκατόροι σκύψανε ό Ινας στον άλλο και βάλθηκαν νά φλυαροΟνε χαμηλόφωνα κ' ενθουσιαστικά.

"Ομως δ στρατηγός χτύπησε μ* οργή τή γροθιά του στό τραπέζι κι δλοι σώπασαν.

Τι πανηγυρίζετε ; τους έκραξε σεργιανίζοντας γύρω τ' αστρα- φτερό του βλέμμα ένώ τά γένεια του, τά φρύδια καΐ τά μουστάκια, τά μπερδεμένα και σκληρά σάν άγκαθιές, ορθώνονταν. Τά μαντάτα τοΟτα είναι παλιά. Δεν ακούσατε πού τόν ρώτησα πόσες ήμερες Ικανέ νάρθει ; Οί δυό δεσπότες νικήθηκαν άπό τό φουσάτο τοΟ βασιλέα έδώ καΐ τέσ- σερες ήμερες. "Ομως τιροχτες τό πρωΐ, 6 Φράγκος κοντόσταβλος Ιφτασε αναπάντεχα στην Ανδραβίδα, καΐ τούτη τή στιγμή οί βαρωνοι, οί φλαμ- πουριάρηδες, όλοι οί καβαλάροι κ' οί σεργέντες τοΰ Μοριά, ξεσηκώνον- ται γιά νά δώσουν απόκριση στό κάλεσμα τοΰ πρίγκηπά τους. Κάτι και- νούργιο μεσολάβησε πού έμεϊς δεν τό ξέρουμε. Οί Φράγκοι αρματώνον- ται γιά πόλεμο.

Σώπασαν πάλι. "Οσοι είχανε βιαστεί νά χαροκοπήσουν, πασχίζανε νά •{ορίοοΌ'^ τόν άστοχο ενθουσιασμό τους σέ περισπούδαστη αποφασιστι- κότητα γιά άμεση δράση. Ό δρουγγάριος τής βίγλας σήκωσε τά στα-

76

χτιά του μάτια στό στρατηγό καΐ τα χαμήλωσε πάλι. Στα μάτια τοϋτα γυάλισε, κίτρινη, κρύα φλόγα αντιπάθειας καΐ φθόνου.

Κι δ πρωτονοτάριος μέ τό στερεότυπο κι ανεξήγητο χαμόγελο, πού Ισαμε κείνη τή στιγμή δέν είχε βγάλει λέξη άπό τό στόμα του, πα- ρατήρησε μέσα στή γενική σιωπή :

Μόνο ή ένδοξότητά του ό πρωτοστράτορας λείπει άπό τήν απο- ψινή μας σύναξη.

Ό στρατηγός Ισμιξε τα φρύδια του νευρικός. Πραγματικά : Άπό τήν αρχή τοΰ σιλέντιου είχε παρατηρήσει τή βαρεία τούτη παράλειψη, μά, για τοΟτο Ισα -ίσα, απόφευγε καΐ να τήν αναφέρει. Ό δρουγγάριος σήκωσε γι* άλλη μια φορά τα κρΟα μάτια του, τώρα νικηφόρα, καΐ τους κοίταξε δλους γύρω.

Τήν Ιδια στιγμή, ό σιλεντιάριος πού στεκότανε στην πόρτα, ανασή- κωσε τό βήλο κι ανάγγειλε μετριάζοντας ευλαβικά τόν τόνο της φω- νής του :

Ή ένδοξότητά του ό πρωτοστράτορας Σγουρομάλλης.

Βήμα σβέλτο και γοργό ακούστηκε στό διάδρομο να ζυγώνει.

77

■■■■■■■■"■■ ■" "^;3ί "■""""*■"■""■""'■'""■

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

δέκατος ΤΡΙΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

ΔΕΓΤΕΡΟΣ μαντατοφόρος Ιφτασε κοντά τά μεσάνυχτα. Τήν δρα κείνη ή ^ροχη, πού είχε ξαναρχίσει, Ιπεφτε δαρτή, α- στραπές πρασινωπές ξεσχίζανε τά ου- ράνια, κι 6 Μυτζηθράς ολάκερος, μέ τά κάμποσα σπίτια του καΐ τΙς εκκλη- σιές, δλα σκαρφαλωμένα ανάκατα στον κάθετο σχεδόν βράχο, είχε βουτηχτεί στον ΰπνο καΐ στή σιωπή.

Σταμάτησε κάτω, στά ριζά, φώναξε τό σύνθημα νά περάσει καΐ μ' απορία του μεγάλη είδε πώς δέν τοΟ άνοιγαν. Μαντατοφόρος άπό τήν "Ηπειρο ! κράξε ορθωμένος στΙς σκάλες της σέλ- λας του. Έ φωνή του έσχιζε τό σκο- τάδι τραγική. ΕΙτανε μουσκεμένος άπό τόνερό, τσακισμένος από τόν κόπο. Δέν τοΟ αποκρίθηκαν. Πάνω άπό τήν τάπια, ξεχώρισε κάτι μουρ- μουρητά μπερδεμένα, υστέρα σώπασαν καΐ πιά δέν ακουγόταν παρά τό μεγαλόφωνο κι απέραντο κρουνέλιασμα της ^ρογτις.

Γιά τ' δνομα τοΟ 'Γψίστου ! φωνάζει άλλη μιά φορά 6 μαντα- τοφόρος μέ παλμό σπαραχτικό. ΚαΙ τούτη τη ψορχ τό ξεφωνητό του είναι σάν επίκληση ναυαγού πού βουλιάζει.

Πάνω άπό τήν -/.ορΌ^ρΎ} τοΟ βουνού άστραψε δυό φορές. Ανάμεσα στά πελιδνά χείλη της αστραπής ξεκόπηκε μαΰρο κι όδοντϋ)τό τό κά- στρο τοΰ Βιλλαρδουΐνου. Βροντοχτύπημα άπό αστροπελέκι συντάραξε τή γη. Ό μαντατοφόρος γύρισε τά ρέτενα καΐ χύθηκε κατά τόν κάμπο. Κάλπαζε μέσα σε πυκνό σκοτάδι, σέ δρόμους στενούς καΐ φιδω- τούς. Τά χαλίκια κροτάλιζαν, άναπηδοΟσαν κάτω άπό τά πέταλα τ' ά- λογου του, καΐ κλαδιά γυμνά τόν βίτσιζαν στά μπράτσα, σκαλώνανε στό μανδύα του, τόν άρπαζαν αγκαθωτά, σά νύχια, νά τόν ξεσκίσουν. Δέν Ιβλεπε ποΟ πάει, τό σκοτάδι είταν πετρωμένο γύρω του. Έκλεισε τά μάτια του κ* Ισκυψε τό κεφάλι του μπροστά. Ξάφνου, δεξιά, άκουσε μιά πνιχτή, σάν υπόγεια, ψαλμωδία.

Ψυχόρμητα, τράβηξε τά ρέτενα καΐ σταμάτησε τ' άλογο του. Στον χαλντεριμωμένο ζρ6\ίθ τό ζώο γλίστρησε, μά μπόρεσε μ* 2να άπελπι-

78

σμένο τέντωμα στα νεφρά να κρατηθεί δρθιο. ΕΙτανε μια πόρτα χα- μηλή, κίτρινο φώς λύχνου χάραζε από μέσα.

Πέζεψε ό καβαλάρης, τράβηξε τό φαρί του κ9ντά καΐ χτύπησε τό

"Ε! ακούγεται φωνή άπό μέσα, Τό μαγαζί έχει κλείσει.

«Μαγεριό είναι», συλλογίστηκε αναγαλλιάζοντας 6 ταξιδιώτης, κα- θώς ένιωσε να ξεφεύγει άπό τΙς χαραμάδες μυρωδιά άπό ξύλα καμμένα καΐ φαγητό. θά τον αναγκάσω ν' ανοίξει, θέλει δέ θέλει. ΚαΙ ξανα- χτύπησε.

Κλείσαμε λέω ! χούγιαξε άπό μέσα ή ίδια φωνή.

Άνοϊχτε γιά τ* δνομα τοΟ θεοΟ ! φώναξε ό μαντατοφόρος χτυ- πώντας μαζί, απανωτά, τήν πόρτα.

Βήματα βαρειά, συρτά, ζύγωσαν, Ιτριξαν κλειδαριές, αλυσίδες, καΐ τέλος τό πορτόφυλλο μισάνοιξε.

Τί θέλεις ;

"Ανοιξε, άνθρωπε τοΟ ΘεοΟ ! Είμαι ξένος κι οδοιπόρος. Γιά τήν αγάπη τοΟ ΧριστοΟ, άφησε με νά μπω μέσα.

Στό άνοιγμα τής πόρτας στεκόταν 2να ανθρωπάκι λιανό καΐ κακο- τράχαλο. Τό κεφάλι του ξεκοβόταν στό φως τών λύχνων αγκαθωτό άπό μαλλιά καΐ γένεια άκουρα, θρασεμένα.

Τί αγαπάς ;

Φαΐ καΐ άσυλο γιά τή νύχτα.

Ό κάπελας δίστασε ακόμα λίγο, μά τέλος άνοιξε ολάκερο τό πορ- τόφυλλο.

Μπαίνοντας ό μαντατοφόρος είδε πώς τό μαγαζί δέν είταν Ιρημο. Τουλάχιστο δέκα - δώδεκα νοματέοι κάθονταν γύρω στά τραπέζια. Μέσα στην τσίκνα πού κλωθογύριζε πηχτή κάτω άπό τους χαμηλούς θόλους, ξεχώρισε τρεΤς χωριάτες, πεντέξη στρατιωτικούς. Οί χωριάτες, βαρεμέ- νοι άπό τό πιοτό, γερνάνε ακουμπισμένοι στό τραπέζι.

"Επεσε άπαυδημένος σ' 2να σκαμνί, άπλωσε τά ποδάρια του καΐ ζήτησε νά τοΰ φεροο^/ νά φάει.

"Εξω ακουγότανε νά τσακίζεται ή ^ροχ•ί] στΙς πλάκες μέ θεριεμένο τώρα πείσμα* ολάκερη ή πλάση σά νά βούλιαζε στό νερό, τ' αστροπε- λέκια συγκλόνιζαν τόν κάμπο. Στό 2μπα τοΟ ξένου οί κουβέντες είχανε πάψει. Τώρα ξανάρχιζαν. ΚαΙ στό τζάκι, ή φωτιά τσίριζε, τά κούτσουρα σκάζανε κάθε τόσο, θαλπωρή γλυκεία κλαδωνότανε στον αέρα.

Ό μαντατοφόρος, πού είχε μισοκλείσει τά μάτια του, τινάχτηκε αλαφιασμένος.

Τό φαρί μου ! φώναξε σά νάβλεπε δνειρο κακό. 'Αφήσατε τό φαρί μου Ιξω, στή βροχή !

Ό κάπελας Ιγνεψε στό παιδί τής λάντζας νά βγει νά πάρει τ* ά- λογο. Τστερα, στον ξένο:

Πληρώνεις καί γιά τ' άλογο ;

"Εσκυψε τό κεφάλι του εκείνος, άποκαμωμένος.

Είμαι μαντατοφόρος γιά τήν Κεφαλή, είπε. Έρχομαι άπό τήν "Ηπειρο καΐ δέν Ιχω οΟτ' Ινα μιλιαρέσι.

Τό παιδί στάθηκε στον τόπο, 6 κάπελας Ισμιξε τά φρύδια του,

79

βγήκε πίσω άπό τόν πάγκο κ* Ιβαλε τΙς γροθιές στους γοφούς του.

Τότε γιατί ήρθες έδώ ; Να πάς στή δουλειά σου.

Δέ μ' άφησαν οί βιγλάτορες να μπω.

Είσαι μαντατοφόρος άπό τήν "Ηπειρο καΐ δέ σ* άφησαν να μπεις Ι Ό κάπελας κοίταξε γύρω σα να γύρευε μάρτυρες γιά τό κατάφωρο

ψέμα.

Τότε Ινας σπαθοφόρος, έκατόνταρχος, άπό τους καθισμένους πέντε στό βάθος τοϋ καπηλιοΟ, σηκώθηκε, έγνεψε στον κάπελα να ησυχάσει, κ' ήρθε να σταθεί μπροστά στό μαντατοφόρο.

Τί μαντάτο φέρνεις ; ρώτησε,

"Εχω διαταγή νά δώσω τή γραφή στό στρατηγό και σε κανέναν άλλο.

"Εχεις λοιπόν γραφή ; —Έχω γραφή.

Κι άπό ποΟ ξεκίνησες ; Άπό τά Γιάννενα.

Ποιος γράφει ;

Δέ μπορώ νά πω.

Στό μεταξύ κι άλλοι, περίεργοι, είχανε σηκωθεί άπό τά τραπέζια κ* έρχονταν ν* ακούσουν.

Δείξε τή γραφή. Έδώ τήν έχω.

"Ανοιξε τό χιτώνιο στό στήθος του καΐ τήν έδειξε. Εϊταν ένας λι- γνός ρόλος μέ κρεμασμένη βούλα κόκκινη.

Είναι πιττακοφόρος, αφήστε τον νά μείνει έδώ, ακούστηκε μια φωνή τραχεία καΐ μπάσα.

Στράφηκαν δλοι κ' είδαν §ναν καλόγερο θεόρατο. Άπό ποΰ είχε μπει κανένας δέν πρόσεξε, δμως, λίγο πριν ακόμα, δεν είταν έδώ μέσα. Χαμογέλασε βιασμένα σα νάθελε νά πραΰνει τήν εντύπωση πού έκανε ή αρρενωπή του ή φωνή. Είχε ώμους φαρδεΤς και τά δόντια του άστρα- φταν κάτασπρα και μεγάλα.

Ό Χριστός προστάζει νάμαστε ελεήμονες στους οδοιπόρους. Τό παλληκάρι τοΟτο ταξίδεψε νύχτες καΐ μέρες γιά τή δόξα τοϋ βασιλέα και γιά τό καλό της "Ορθοδοξίας. Άς τόν αφήσουμε νά ξαποστάσει τή νύχτα τούτη κάτω άπό σκεπή. Έ Κεφαλή θ' αναγνωρίσει τήν αγαθή μας προαίρεση καΐ θ' ανταμείψει τό φιλόξενο νοικοκύρη.

Κοίταξε τό μαντατοφόρο κατάματα καΐ πρ03θεσε :

Γιατί, άν κρίνω άπό τή βιάση του, ό πιστός αυτός αποσταλμέ- νος φέρνει μαντάτο σπουδαίο.

Ό κάπελας Ιγνεψε πώς συμβιβάζεται, οί σπαθοφόροι γύρισαν τΙς ράχες τους κ' ή σύναξη σκόρπισε.

"Εφεραν στό μαντατοφόρο νά φάει κ' υστέρα τόν οδήγησαν στ* α- νώγι νά κοιμηθεί. Καθώς άκολουθοΟσε τόν κάπελα στή στενή καΐ σάπια σκάλα, μιά σκέψη τοΰ έφεξε ξάφνου :

Δέ μοΰ λές, άνθρωπε, τό καπηλιό σου είναι ασφαλισμένο ;

Τί ασφαλισμένο ;

θέλω νά πώ, ξέρεις ποιους βάζεις νά πλαγιάσουν απόψε έδώ ;

80

"Ελα, ακολούθα με τώρα ! Ικανέ ^ύοτροπος δ κάπελας. "Οχι, πρέπει να ξέρω ! Ή γραφή πού φέρνω είναι μαντδτο ακριβό.

Τρείς καλόγερους 2χω κ' Ιναν ξένο, εύγενικόπουλο άπό τ* *Ανά- πλι. "Ολοι τους Ιχουν πλαγιάσει άπό νωρίς, μή σκοτίζεσαι.

Τρεις καλόγερου;, Ικανέ <5 μαντατοφόρος ανεβαίνοντας τή σκο- τεινή οκάλα. Κι αυτός εκεί -κάτω, ό άγρυπνος;

Δέν έλαβε απόκριση. Τό λυχνάρι πού κρατούσε δ κάπελας ψηλά, για να βλέπουν, φώτισε θαμπά Ινα πατάρι μέ διάδρομο καγκελωτό μπροστά, τρείς στενές πόρτες στον τοίχο.

Έδώ θα κοιμηθείς, Ιδειξε τ* ανθρωπάκι ανοίγοντας τή μεσιανή.

ΕΙταν μια κάμαρα μικρή καΐ χαμηλή σαν κλούβα. Ισα πού να χω- ράει άνθρωπο ξαπλωμένο. "Ενα τρίποδο σκαμνί, μια αγκαλιά σανός άντΙ γιά κρεββάτι καΐ δίπλα 2να σταμνί. Τό παράθυρο, στενόχωρο σάν πολεμί- στρα, έβλεπε στό ^ρ6[ΐο κ' είταν φραγμένο άπ* Ιξω μέ σιδερένιο κάγκελο σταυρωτό.

Έ πόρτα αμπαρώνεται ;

Αμπαρώνεται.

*0 μαντατοφόρος δοκίμασε τό σύρτη μα δέν έμεινε ευχαριστημέ- νος, Τό ξύλο είτανε σάπιο. Έσπρωξε πίσω άπό τό ηορτ6'-{)θλ\ο τό σκα- μνί, έκανε τό σταυρό του καΐ πλάγιασε.

Ή νύχτα έξω εΙταν άγρια. Τ* αστροπελέκια γκρεμίζονταν απανωτά, τραντάζοντας τό δώμα, ή ^ροχη πλατάγιζε στό καλντερίμι μέ πάταγο μεταλλικό. "Ομως εϊτανε κ' ή κούραση βαρειά, κι ό άπαυδημός πού μυρμήδιζε στα τσακισμένα μέλη τοΟ δ^οίτιόρου. Σφάλησε τά μάτια του καΐ κατρακύλησε σ' αβυσσαλέα νάρκη σάν πέτρα σέ βάλτο μελανό.

Ό κάπελας, πού πέρασε αργότερα εξω άπό τΙς τρεις πόρτες γιά ν' ανέβει στην κάμαρα του της σοφίτας νά πλαγιάσει, τόν άκουσε ν' ανα- στενάζει βαριά, σά νά βογκούσε. Μπορεί νάταν άρρωστος, μκορζΐ νάβλεπε κι όνειρο μαΰρο. Έκεϊ κατά τήν κονταυγή, ή γυναίκα του πού είχε ξυπνήσει άπό αιτία άγνωστη, τόν σκούντησε δυνατά κ' έσκυψε πάνω του ανήσυχη.

"Ακουσε ! τοΟ σφύριξε στ' αυτί.

Τί τρέχει ;

Δέν άκουσες τίποτα ; -"Οχι.

Σά νά κλαίει μωρό παιδί . . .

Ό κάπελας αφουγκράστηκε, μά δέν ξεχώρισε κανέναν ήχο. "Αντε, κοιμήσου. Ικανέ γυρίζοντας στ' άλλο πλευρό. Μωρό δέν Ιχουμε στό σπίτι.

Κι δμως εϊτανε σά νάκλαιγε μωρό, ή σά νά ούρλιαζε κου- τάβι . . .

Ό αγέρας είναι. "Ονειρεύεσαι.

Πραγματικά* ή βροχή είχε πάψει, κι 6 άνεμος σφύριζε στά γυμνά κλαδιά.

Αποκοιμήθηκαν. Τό πρωί, χαράματα, κατεβαίνοντας στό μαγαζί, είδανε τήν πόρτα τοΟ μαντατοφόρου διαπλατωμένη. Τό φώς εΙταν ακόμα

6 Πριγκηηίααα 'Ιζαμπώ 0 1

λιγοστό, δέν ξεχώρισαν τίποτα μέσα. Καθώς δμως Ιφταναν στά τελευ- ταία σκαλοπάτια, ή γυναίκα στάθηκε στον τόπο μ' Ινα πνιγμένο ξεφωνητό.

Χριστέ καΐ Παναγιά ! . . . Κοίταξε !

Κοιτάξανε κ' οί δυδ στό φώς τοΟ λυχναριοΰ. Πάνω στή ράχη τοΟ χεριοΟ της, πού ?μενε πιασμένο στην κουπαστή, είχε απλωθεί, πιτσι- λιστή, μια μεγάλη στάλα αίμα.

Τ' είν' αυτό ; ρώτησε σαστισμένος ό άντρας.

Σήκωσαν τα κεφάλια τους. Έκεΐ, άκρη - άκρη στό πάτωμα τρΟ παταριοϋ. Ινας μεγάλος μαυροκόκκινος λεκές είχε περονιάσει τα σανί- δια και κόμποι χοντροί σούρωναν αργά, σταλάζανε στή σκάλα.

Πάνιασε ό κάπελας" τέντωσε τα μάτια του καΐ χύμηξε πίσω κατά πάνω, δρασκελώντας δυό-δυό τα σκαλοπάτια μέ τα στραβά του τά ποδάρια.

Ή γυναίκα είχε κολλήσει τη ράχη της στον τοίχο, παγωμένη, μέ τό στόμα μισάνοιχτο. Περίμενε λίγες στιγμές, κοιτάζοντας ψηλά, να ξαναδεί τόν άντρα της. Κι δταν τόν άντίκρυσε κερωμένο, να ξαναβγαί- νει τρεκλίζοντας, να πιάνεται στό κάγκελο, έσυρε μεγάλη, ψο^ζρ•^ στριγγλιά.

Δυό καλόγεροι πετάχτηκαν άπό τή δεξιά κάμαρα σαν κοράκια ξεκουρνιασμένα, κοιτάζοντας γύρω τους μέ μάτια παλαβά.

82

""■■"■■"■"■ """^

^υυ^

ΛΜΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'

Ο ΠΡΩΤΟΣΤΡΑΤΟΡΑΣ ΤΟΓ ΜΓΤΖΗΘΡΑ

ΗΜΕΡΩΝΕ γιορτή μεγάλη, τών Ταξιαρ- χών.

Πάνω στό βράχο τοΟ Μυτζηθρα χ^^,Ι κάτω σ* δλη τήν ?κταση τοΟ κάμ- που, σήμαντρα σκόρπια γλυκολαλοΟ- σαν άπό τόν δρθρο. Μέ τους ατμούς της καταχνιάς, ή θύμιση τής χτεσινής βροχής Ισβησε στΙς Ιρριδιστές αχτίδες τοΟ καινούργιου ήλιου. Κι άπ' δλους τους δρόμους πού κλαδώνονται σάν ά- σπρες φλέβες στό λάσιο στήθος τοΟ με- γάλου κάμπου, καβαλαρέοι καΐ πεζοί, χωριάτες, άρχοντες, λαϊκοί, ιερωμέ- νοι, ταξιδεύανε τραβώντας άλλοι κατά τήν αβρή Λακρεμονία, τή γερμένην έρωτιάρικα στό πλευρό τοΟ λυγεροΟ Ευρώτα, κι άλλοι προς τόν αδρό κι δρθιο ^ράγρ τοΟ Μυτζηθρα.

Τα σπίτια εϊτανε χτισμένα στην προσηλιακή, τήν ήμερώτερη πλα- γιά τοϋ ^ου'^οΰ, αυτήν πού άντικρυζει τόν κάμπο. Οί άρχοντες τής Λα- κρεμονίας συνήθιζαν ν' ανεβαίνουν τΙς γιορτάδες γιά να εκκλησιαστούν στό Μυτζηθρα μαζί μέ τήν Κεφαλή καΐ τους δφφικιαλίους. Καβαλικε- μένες γυναίκεια, σέ μούλες άσημοκούδουνες, οί αρχόντισσες σκαρφά- λωναν άπό τά φιδωτά στενορρύμια, τά πλακοστρωμένα καΐ σκαλωτά, Ινώ άπό ψηλά, τά βούκινα καΐ τά σαλπίγγια χαιρέτιζαν τήν ίξο^ο τοΰ στρατηγού. ΕΙταν ή στιγμή πού Ιβγαινε άπό τό Διοικητήριο μέ τήν πλουμιστή του ακολουθία, καΐ τραβούσε άργοΛερπάτητος, μαλαμοστο- λισμένος, κατά τήν εκκλησιά.

Χωμένος στον δχλο πού παραμέριζε βιαστικά, ό νέος μέ τήν πολε- μική εξάρτυση, τόσο παράταιρος ανάμεσα στό φτωχοντυμένο πλήθος, στάθηκε νά κοιτάξει, μέ περιέργεια. Οί στρατιώτες προπορεύονταν σέ δυό στοίχους, κρατώντας τά κοντάρια τους κατεβασμένα, φράγμα μα- κρύ. Στον πλακόστρωτο δρόμο, τόν κλεισμένο ζερβόδεξα άπό πελεκη- τούς βράχους Ινα μπόϊ ψηλούς, τά βήματα κ* οί αρματωσιές κροτάλι- ζαν σά χείμαρρος άπό μπακίρι. Πίσω, στην αγκωνή τοΰ δρόμου πού

83

φιδολύγ^ζε κατηφορίζοντας, ή συνοδ£α πρόβαλε λάμποντας άπά μά- λαμα, άσημ: καΐ μετάξι.

Ποτέ του 8)ς τώρα ό ξένος δέν είχε τύχει σέ τέτοιο θέαμα. Ή φο- ρεσιά του τδν Ιδειχνε αρχοντόπουλο, δμως οΐ τρόποι κ' ή θωριά του εί- χανε κάτι τό άγριωπό κι άτίθασσο. "Επαψε να σκουντάει τους διπλα- νούς του, ορθώθηκε στα νύχια καΐ κοίταξε.

Πέρασε πρώτος δ στρατηγός, ντυμένος σέ σκαραμάγκι ολομέταξο, Οφασμα πού κυλούσε δγρό πάνω στό νευρωμένο γ,ορμί του κ' Ιρριχνε άντιφεγγιές φιλντισένιες. Οί χαμηλόφωνες κουβέντες τοΟ δχλου κυλοΰ-- σαν ζευγαρωτά με τή διαδρομή του, μελισσολόι" βουερό. Οί άλλοι όφ- φικιάλιοι έρχονταν τδ κατόπι, κι αυτούς τδ πλ7)θος τους ονομάτιζε Ιναν - 2να. Ό πρωϊνδς ήλιος πιτσίλιζε μέ λαμπαδιάσματα φευγαλέα τδ βαρύτιμο ρυάκι. Τδ ξένο αρχοντόπουλο Ισκυψε στδν διπλανό του καΐ ρώτησε :

Ποιδς είναι δ Σγουρομάλλης ;

Ό ά'^^ρωπος τδν κοίταξε άποργι\ιν/ος.

Ό άρχοντας Σγουρομάλλης ; Ή ένδοξότητά του πέρασε. Νά, έκεΐ κοντά στην Κεφαλή πηγαίνει . . .

Ακολούθησε μέ τά μάτια τή διεύθυνση τοΟ χεριοΰ κ' είδε, ψηλό- τερα άπδ τ' άλλα τά κεφάλια, 2ναν άντρα πού πορευόταν αρ'ίοπερπά• τητος. Φοροϋσε κωνικό σκιάδι βυσσινί, και τά μαλλιά του, πηχτά, κο- ρακάτα, στρουφίζανε γυαλίζοντας πάνω στδν άσπρο σβέρκο. Χύμηξε τδ παιδάριο ανάμεσα στδ πλήθος, άνοιξε δρόμο μέ τους αγκώνες, πάλεψε και τέλος έφτασε στδ υψος τοΟ άρχοντα, πάνω πού ό στρατηγός κ' οί πρώτοι της ακολουθίας μπαίνανε στην εκκλησιά. Ή σκοτεινή πύλη χώ- νευε τά χρώματα, τά μέταλλα, τίς φωτιές άπδ τά πετράδια. Μαζί κα- τάπιε καΐ τδν πρωτοστράτορα. Παρασυρμένος άπδ τήν ορμή του ό ξέ- νος, ήρθε νά πέσει πάνω στδ ζυγδ της φρουράς. "Εσπρωξε 5υδ στρα- τιώτες, πάσχισε νά περάσει. Αμίλητοι εκείνοι, ζυγώσανε τδ Ινα μέ τ' άλλο τά θωρακισμένα κορμιά τους καΐ τδν ξαποστείλανε πίσω.

Αφήστε με . . . αφήστε με ! έκανε λαχανιασμένος, χτυπώντας μέ τ ς παλάμες τά φολιδωτά λωρίκια τους.

Πίσω !

Αρπάχτηκε άπδ τά τουφία του στρατιώτη καΐ τδν χτύπησε μέ τδ γόνατο στά νεφρά. Τδ πλήθος, πού είχε παραμερίσει για μιά στιγμή ανήσυχο, βάλθηκε νά γελάει.

Ποιδς είν' αύτδς ό παλαβός ; ρωτάει Ινας πένταρχος ζυγώνον- τας αγριεμένος.

Ή ακολουθία δλο και καταχωνιαζόταν στή σκοτεινή πύλη. Κλεί- νοντας τήν παράταξη, οί αρχόντισσες άνεβαίνανε τώρα τά σκαλοπάτια, μέ σούσουρα άπδ μεταξωτά. Αχνιστή, γλυκερή μυρωδιά άπδ λιβάνι και ζεστδ κερί ξέφευγε, άνακλαδιζόταν στδν κρυστάλλινο αέρα τοΟ πρωϊνοΟ άη66ρογου.

Χμ! είναι ό κακοκέφαλος εκείνος πού παρουσιάστηκε τά ξημε- ρώματα στδ παλάτι σώνει καΐ καλά νά ιδεί τήν Κεφαλή, παρατήρησε ό πΞνταρχος κοιτάζοντας τδν ανήσυχο νέο. Τραβήξου πέρα, παλληκάρι μου, ν.αΐ κάΟησε φρόνιμα, μή βάλω νά σέ μαστιγώσουν.

84

Είναι ανάγκη νά ίδ6) τήν Κεφαλή ! φώναξε ό νέος παλεύοντας πάντα πίσω άπό τΙς ράχες τ6ν φρουρών. "Εχω νά τοΟ π6) κάτι βιαστικό καΐ σπουδαίο !

Κ* έγώ τό καλό που σοΟ θέλω νά καθήσεις φρόνιμα. "Εχουμε στό παλάτι βούρδουλες !σια-ϊσια στά μέτρα σου.

Γέλασαν οΐ κοντινοί πολίτες, γέλασαν κ' οΕ στρατιώτες. Τό παι- δάριο πρόβαλε τό πρόσωπο του ανάμεσα στους ώμους πού τόν έσπρω- χναν πίσω.

Τότε άφηστε με τουλάχιστο νά τό πώ στό θείο μου, Ικανέ.

ΚαΙ δέν τό λές καΐ στον παπποΟ σου ! Εμάς νά ξεφορτωθείς. Φουντώσανε βροντερά τα γέλια. Ό νέος άναψε άπό ντροπή καΐ

λύσσα.

Στό θείο μου τό Σ^ουρομάλΧτι ! φώναξε.

Έλα, Ιλα ! είσαι γιά τά σίδερα, τό βλέπω, Ικανέ ό πένταρχος. ίπρώχτε τον πίσω, νά ξεμπερδεύουμε.

Οι στρατιώτες γύρισαν κατά τό^^ Σγουρό, τόν άρπαξαν άπό τΙς μα- σχάλες. Τήν Ιδια δμως στιγμή, στριγγλιές γυναικείες ξέσπασαν στην άλλη άκρη τοΟ δρόμου, πο^ο^ολΎΐτδ άλογου ακούστηκε σύνταχα νά ζυ- γώνει, τό πλήθος αναστατώθηκε, πισωπλάτισε, κ* ένας καβαλάρης, πα- τώντας μέσα στό σωρό, ήρθε νά πεζέψει μπροστά στά σκαλοπάτια.

Είτανε τουρμάρχης. Πήδηξε άπό τ* άλογο καΐ μπήκε στην εκκλη- σιά. Οί αξιωματικοί πού στέκονταν άπ' Ιξω, ζώσανε τήν πύλη κοιτά- ζοντας μέσα μέ περιέργεια, οΐ δυό στρατιώτες παράτησαν τόν Σγουρό. Στό πλακόστρωτο τοϋ σολέα, ακούστηκε βιαστικό σούρσιμο άπό τά πό- δια, ό κόσμος παραμέρισε κι δλοι είδαν τό στρατηγό νά βγαίνει μέ βήματα μεγάλα, νά πηδάει στ* &λο•^ο τοΟ τουρμάρχη καΐ νά ξαμολυέ- ται τόν κατήφορο. Πεντέξη αξιωματικοί ανώτεροι, τόν άκολουθοΟσαν καλπάζοντας άπό κοντά.

Στην αναταραχή τοΟ κόσμου, ανακατεύτηκαν τώρα σπαθοφόροι καΐ χωριάτες, λαϊκοί καΐ άρχοντες. Άπό τους όφφικιάλιους της ακολουθίας λιγοστοί μείνανε στην εκκλησιά, οί άλλοι πήρανε τόν ίδιο ^ρ6\ιο μέ τήν Κεφαλή. Μπροστά στά σκαλοπάτια γινόταν μιά μικρή σύναξη γύρω στον Σγουρό πού χειρονομούσε καΐ φώναζε :

Δέ σας τδλεγα έγώ ; Δέ σας τδλεγα ; . . .

Ό πένταρχος ήρθε κοντά καΐ τόν κοίταξε απορημένος.

Τί ξέρεις έσύ ;

Οί τελευταίοι άρχοντες βγαίνανε άπό τήν εκκλησιά κι 6 κόσμος τους Ικανέ τόπο. Ανάμεσα τους Ινας άντρας ψηλός, μελαχροινός, ντυ- μένος μέ χρυσοκόκκινο σκαραμάγκι, στάθηκε μιά στιγμή ατάραχος γιά νά φορέσει τό κλαπωτό του σκιάδι. Τά μάτια του, τά μαΟρα καΐ γυαλι- στερά, πού σεργιάνισαν μηχανικά τόν δχλο, είχανε μιαν αδιόρατη αχτίδα ειρωνείας. Μαλλιά καΐ γένι μαΟρα, λουσατα, πλαισίωναν τ* ώραΙο του πρόσωπο,

Ό άρχοντας Σγουρομάλλης ! σφύριξε στ' αύτΙ τοΟ Νικηφόρου ό πένταρχος, σά γιά νά τοΟ φανεί τώρα αρεστός.

*0 πρωτοστράτορας τοΟ Μυτζηθρά δρΟωσε τό κεφάλι του καΐ κοί- ταξε πάλι τό συναγμένο πλήθος. Τά μάτια του, πού στραφτάλιζαν 6γρά

85

καΐ μαΟρα, δέ στέκονταν πουθενά, κυλοΟσαν αδιάφορα πάνω άπό τα κε- φάλια. Τό χείλος του ανασηκώθηκε ξεσκεπάζοντας άσπρα μυγδαλωτά δόντια. ΚαΙ τό άφωνο τοΟτο χαμόγελο, 2δωσε στό πρόσωπο του κάτι τό απάνθρωπο μαζί καΐ τό λάγνο. Σήκωσε τό δεξί του, πού κρατοΟσε μικρό α7ί?ιπτρο μέ κόμπους ασημένιους, σύμβολο ττ3ς εξουσίας καΐ τοΟ τίτλου του, κ' έγνεψε νά παραμερίσουν τόν δχλο για να περάσει.

Μαζί μέ τους άλλους κι ό Σγουρός βρέθηκε κολλημένος πάνο) σε μιά ξερολιθιά, ανήμπορος νά σαλέψει χέρι ή πόδι. Μέσα στό σύννεφο της χλαλοής πού σηκώθηκε, ξεφωνητά, βογκητό, βουή της ποδοπατημέ- νης πλέμπας, ό άρχοντας Σγουρομάλλης κατέβηκε αργά τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, Ιστριψε τόν κατήφορο κ' έφυγε ακολουθημένος άπό τέσ- σερους όφφικιάλιους καΐ τρεϊς νεαρές αρχόντισσες.

"Οταν ό λαός μπόρεσε πάλι ν' απλωθεί καΐ νά ξανασάνει, ό πέν- ταρχος σίμωσε τόν Σγουρό,

Ακολούθα τον, είπε δείχνοντας τήν αγκωνή τοΟ ^ρό\ΐ0Ό δπου είχε στρίψει ό πρωτοστράτορας. Πρόσεχε δμως ! . . . Δέν είναι πάντα φρόνιμο νά τόν ζυγώνεις . . .

Τόν ακολούθησε. Στα πολυδαίδαλα στενορρύμια είχε κιόλας χάσε: τ' άχνάρια του. Μιά - δυό ψορίς τό μάτι του πρόλαβε τήν επίσημη συν- τροφιά πού χανόταν, ^ορ'{•^ κι αέρινη, σέ μιά στροφή τοΰ δρόμου. Οί κυράδες σηκώνανε στά δυό δάχτυλα τά μακρυά τους τά φουστάνια καί, τεντώνοντας μτζροαχα. τους ψηλόλιγνους λαιμούς, κακαρίζανε σάν πουλα- κίδες. Οί άντρες βαδίζανε σοβαροί κι αμίλητοι. Ό άρχοντας Σγουρο- μάλλης δμως προπορευόταν λίγο, κι 6 Νικηφόρος, δίχως νά βλέπει τό πρόσωπο του, τό φανταζότανε νά έχει στά χείλη τό ίδιο έκεΤνο ειρωνικό χαμόγελο.

Μάντεψε τήν κατεύθυνση τους άπό τους διαβάτες πού έβρισκε κάθε τόσο σταματημένους νά κοιτάζουν τή λαμπρή συντροφιά. Ό πρωτοστρά- τορας είχε ακολουθήσει διαφορετικό Βρόμιο άπό τήν Κεφαλή, δέν πή- γαινε στό Διοικητήριο.• «Σπίτι του πάει», είπε μέ τό νοΟ του δ Σγου- ρός. Κι αληθινά, σέ λίγο σταμάτησε κι αυτός μπροστά σ' Ινα μικρό αρ- χοντικό. Είταν δίπατο, ερημικό, χτισμένο σέ πλαγιά ήμερη, μέ περι- βόλι πίσωθέ του. Δυό κυπαρίσσια, ξεπερνώντας τήν κόκκινη σκεπή, σαίτευαν τόν ουρανό μέ χάρη. Στή θολωτή πύλη φύλαγε σκοπός.

Ρώτησε άν είναι τοΰτο τό σπίτι τοΟ πρωτοστράτορα.

Αυτό είναι, αποκρίθηκε άφοΟ τόν κοίταξε πρώτα, υποψιασμέ- νος, δ στρατιώτης.

Ακολούθησα τήν ένδοξότητά του άπό τήν εκκλησιά, πρέπει νά τόν ιδώ στή στιγμή,

Δέ μπορείς.

Είναι ανάγκη, μεγάλη ανάγκη !

Δέ μπορείς, ξανάπε ό σκοπός ξερά και συνέχισε τΙς κανονικές του βόλτες μηροοζά στην πύλη.

"Αλλο πάλι εμπόδιο. Κάτι σά μοιρολατρεία χαυνωτική, σάν απο- θάρρυνση άγνωστη ίσαμε τώρα στό φυσικό του, άρχιζε νά διανεύει στην ψυχή τοΟ νέου. Κοίταζε τό πήγαιν' Ιλα τοΰ σκοποΟ κι αναρωτιότανε μήπως στ' αλήθεια είταν γραφτό νά ξεκινήσει άπό τ' Άνάπλι καί νά

86

κουβαληθεί στό Μυτζηθρά για να μήν κατορθώσει τίποτα στα τελευ- ταία. Είναι λοιπόν τ6>ν αδυνάτων αδύνατο να μιλήσει κανένας στους άρχοντες της Ρωμανίας ; Ή σκέψη αυτή τόν Ιβαλε σ' απορία εκνευρι- στική, τοΟ κέντριζε κιόλας τήν αγανάχτηση. Έ παρέμβαση τοΟ σκοποΟ ήρθε πάνω στην ώρα :

Τραβήξου πέρα !

Λές καΐ τοδδινε 2να χαστοΟκι ή βάναυση τούτη φωνή. Έγώ να τραβηχτώ πέρα ή έσύ ; Ικανέ τρέμοντας, πυροκόκκινο: άπό τό κακό του.

Έλα, Ιλα ! τα χωρατά να λείπουν . . .

ΚαΙ λέγοντας ό στρατιώτης, χαμήλωσε απειλητικά τή λόγχη του.

Τότε τό παιδάριο ξέσπασε.

ΠοιοΙ είσαστε σεΙς, μωρέ, πού δλο λογχίζετε τόν κόσμο ! Ποιοι είσαστε σεις πού τόν μαστιγώνετε, τόν ποδοπατάτε μέ τά φαριά σας ; Ρωμιοί ή Μπαρμπερίνοι ; ΟΕ Φράγκοι, αφεντάδες, έσεΙς αφεντάδες, δλοι οΐ σπαθοφόροι της πλάσης αφεντάδες καΐ μονάχα ή πλέμπα σκλάβα, 6 λαός των Χριστιανών. Ανάθεμα ! . . .

ΟΕ σκηνές της εκκλησιάς, τό ποδοπάτημα τοΟ δχλου άπό τό στρατό, τά εμπόδια κ' ή καταφρόνια πού έβρισκε σέ κάθε του βήμα, τοΰ είχαν ανάψει από ώρα τά αί'ματα. Κ* είχε έρθει έδώ στό Μυτζηθρά ορμηνε- μένος άπό τή βάγια του πώς πάει νά πατήσει τέλος μιά γωνιά γης λεύ- τερης. Χρόνια ολάκερα κανάκιζε κι ανάθρεφε τό γλυκό τοΟτο δνειρό του. "Αρπαξε τό κοντάρι τοΟ στρατιώτη, τό τράβηξε απότομα και βρέ- θηκε πιασμένος μαζί του, δίχως νά καταλάβει πώς, στα χέρια.

Τήν ίδια στιγμή 2να γελάκι σκαστό, γυναίκειο, κατρακύλησε άπό πάνω. Σαστισμένος 6 Σγουρός παράτησε τό σκοπό καΐ σήχωσε τά μά- τια του. Στό πέτρινο ταβλάτο, μιά νεαρή αρχόντισσα είταν σκυμμένη καΐ τόν κοίταζε. *Ανασήκωσε τό κορμί της, κάτι είπε προς τά μέσα κ' Οστερα Ισκυψε πάλι καί κοίταξε ξεκαρδισμένη τό νεαρό ταραξία τοΟ δρόμου. Μέ τό ελαφρό μαντήλι πού κρεμόταν άπό τά δάχτυλα της, τοΟ Ιγνεψε.

Τί θέλει τ' άρχοντότιουΧο ;

Ό Σγουρός έσιαξε τά ροΟχα του.

Κυρά μου, λέει χαιρετώντας μ' αδέξια χάρη, κατά τή μόδα τών Φράγκων, ζητώ νά ίδώ τό θεΤο μου.

Ζήτησε νά Εδει τόν ενδοξότατο, εξήγησε κι ό σκοπός, κ' επειδή τοΟ είπα . . .

Ή αρχόντισσα σήκωσε προσταχτικά τό χέρι της, ό σκοπός κόπηκε μέ τή μιλιά στό στόμα. "Ενα - δυό άντρίκια κεφάλια, πού σκύψανε άπό τό ταβλάτο, κοιτάξανε κάτω αυστηρά καΐ τραβήχτηκαν πάλι.

Τό θείο σου είπες πώς ζητάς, αγόρι μου ; ρώτησε ή νεαρή κυρά καΐ τά σχιστά της μάτια έλαμψαν άπό πνιγμένο γέλιο.

Ναί, κυρά μου, τό θείο μου τόν πρωτοστράτορα !

Μιά φωνή άντρίκια, βαρειά, ακούστηκε άπό πάνω νά μαλώνει χα- μηλόφωνα τήν κυρά. "Ομως Ικείνη γύρισε κατά μέσα, άνοιξε τά χέρια της κ' έκανε σκασμένη στά γέλια :

ΆφοΟ είναι ό άνηψιός μας ! . . .

87

"Επειτα ό Σγουρός τήν Ιχασε άπό τα μάτια του.

Στάθηκε με τήν καρδιά άναφτερωμένη άπό ελπίδες νά προσμένει. «Ό άνηψιός μας». . . Λοιπόν ή όμορφη τούτη κυρά είναι θεια του. Ε- πιτέλους νά καΐ κάτι πού τοΰ ερχόταν δεξιά, κάτι πού μπορούσε νά τοΟ βαλσαμώσει τΙς αμέτρητες λαβωματιές τοΟ φιλότιμου. "Ενας δοΟλος ανοίγει τη στιγμή τούτη τήν πόρτα τοΰ ζρ6\ιου και τόν καλεί νάρθει κοντά. "Εχει σπανό, ψόφιο καί κίτρινο μοΟτρο ευνούχου. Καθώς τό παιδάριο κάνει νά δρασκελίσει τό κατώφλι. Ινα κίτρινο, σταφιδιασμένο χέρι ακουμπάει πάνω στό στήθος του.

Ή ένδοξότητά του, λέει δ εύνοΟχος μέ ψιλή, ουδέτερη φωνή, δέ μπορεί νά σε δεχτεί. "Εχει μεγάλη απασχόληση τή στιγμή τούτη, μέ τά σκυλιά του . . .

Σήκωσε τά μάτια σαστισμένος ό Σγουρός. Τόν κοροϊδεύανε ; "Ομως τά μάτια τοϋ δούλου τόν κοίταζαν μέ τή μελαγχολική σοβαρότητα πού Ιχουν οί ηλίθιοι.

ΣΟρε καΐ πές του πώς είναι μεγάλη ανάγκη νά τόν ίδώ. ΙΙές του ακόμα πώς είμαι συγγενής του, άνηψιός άπό τ' Άνάπλι. Νικηφόρος Σγουρός λέγομαι. Τ' όνομα τοΰτο κάτι θά τοΟ θυμίσει. "Αντε, καΐ νά ! δώσ' του καΐ τοϋιο δω, γιά νά βεβαιωθεί.

■"Εβγαλε τό δαχτυλίδι άπό τό χέρι του, τό δαχτυλίδι ϊίού τοΟ είχε αφήσει ή μάννα του, και τό έβαλε στή χούφτα τοϋ ζούλοΜ. Τστερα, κα- θώς εκείνος κοντοστεκόταν αναποφάσιστος, τράβηξε άπό τό περσίκι του ενα - δυό μιλιαρέσια, τοΰ τά Ιδωσε.

"Αντε! κάνει σπρώχνοντας τον νά βιαστεί.

Ό ε\)'^οϋχος μπήκε πάλι μέσα καΐ ξανάκλεισε τήν πόρτα. «Τώρα πιά δε μπορεί . . . Σάν ιδεί τό δαχτυλίδι !», συλλογίστηκε ό Νικηφόρος, «θά κατέβει μοναχός του στην αυλή νά μέ προϋπαντήσει, θ' ανοίξει τήν αγκαλιά του καΐ θά πει : «Έσύ 'σαι λοιπόν ό γιος της Ελένης Σγου- ρού, της αλησμόνητης συγγένισσάς μας άπό τ' Άνάπλι

ΚαΙ πάλι ή καρδιά του άρχισε νά χτυπάει, μέ τήν κρυφή λαχτάρα τούτης της στιγμής, της στιγμής πού είχε μάθει άπό μικρός νά τήν προσμένει, καΐ πού θ' άνοιγε καινούργιους δρόμους, ανυποψίαστου; ίσα- με τώρα, στή ζωή του. «Ποιος ξέρει ! . . . Ισως μέ πάρει κοντά του, νά μένω σά γιος του ή αδερφός μέσα στό σπίτι του. "Ισως μέ παρουσιάσει στην Κεφαλή καΐ μέ κάνει κ' ΐμένα όφφικιάλιο. θά πάω στή Βασιλεύουσα και θά μέ γνωρίσει ό βασιλέας, θά τοΰ φιλήσω τό πόδι, μέσα στό χρυ- σοτρίκλινο, κι αυτός θά πει : «Πάρτε τόν Νικηφόρο τόν Σγουρό, εσείς πατρίκιοι, καΐ φορέστε του τό σκαραμάγκι πού αρμόζει στ'όφφίκιο πού τούδωσα και στό μεγάλο του τό γένος».

Τόν ξύπνησε τό τρίξιμο της πόρτας πού ξανάνοιγε, καί μ' απορία βαθειά είδε τό μοΰτρο τοΰ ^οόλου νά προβαίνει μέσ' άπό τό φτενό άνοιγμα.

Ό μεγαλότατος αφέντης λυπάται κατάκαροα, λέει, πού δέ θά μπορέσει νά σέ δεχτεί. Σοΰ δίνει τήν ευκή του νά πας στό καλό, λέει, κι αν τόν αγαπάς σά θείο σου, νά μήν ξαναφανείς στην πόρτα του, λέει, γιατί τότε κι αυτός θά ξεχάσει πώς είναι θείος σου καί θά σοΰ φερθεί, λέει, καθώς δεν ταιριάζει σ' άνηψιό του . . .

88

ΠροτοΟ προλάβει νά συνέρθει τ6 παιδάριο, ή πόρτα είχε κλειστεί στα μοΟτρα του κι ό σκοπός στεκότανε μπροστά της με μάτι σκοτεινό κι αποφασισμένο.

"Ομως δέν εϊταν γραφτό νά δοκιμάσει ό Νικηφόρος ό Σγουρός σή- μερα τούτη μονάχα τήν άσχημη έκπληξη. Καθώς σήκωνε τά μάτια του, πού λίγο ακόμα καΐ θά βούρκωναν, βλέπει πέρα, στην αγκωνή τοΟ δρό- μου, νά ξεμπουκάρει Ινα μπουλοΟκι στρατιώτες. ΚρατοΟσαν τις λόγχες τους ορθές, αστραφτερές πάνω στά μακρυά κοντάρια. Μπροστά τους πή- γαινε Ενας καλόγερος. Κι ό καλόγερος είχε τεντωμένο τό χέρι κ' έδει- χνε αυτόν.

Ή σπείρα καμμιά δεκαριά οπλίτες κ' Ινας δέκαρχος κοντο- στάθηκε μιά στιγμή κοιτάζοντας τό παιδάριο.

Τστερα, δλοι μαζί οί αρματωμένοι, χυμδνε αφήνοντας πίσω τόν καλόγερο πού καταχωνιάστηκε στή σκιά ανάμεσα στΙς αρματωσιές, καΐ ζώνουν τόν άνηψιό τοΟ πρωτοστράτορα.

Τούτος είναι ; ρωτάει ό δέκαρχος ακουμπώντας τό δάχτυλο στό στήθος τοΰ παιδάριου καΐ γυρίζοντας τό κεφάλι του κατά τόν καλόγερο.

Αυτός !

Τόν άρπαξαν άπό τά μπράτσα, καΐ κάποιος τοΰ τράβηξε άπό τό θηκάρι τό σπαθί του. Σαστισμένος εκείνος, στεκότανε καΐ τους κοίταζε* ή σκέψη του είτανε θολή άπό τ' απανωτά χτυπήματα χ\ς μοίρας.

Εμπρός, πάρτε τον ! πρόσταξε ό δέκαρχος καΐ τράβηξε κρ&τος μηροοχί.

Οί στρατιώτες τόν άδραξαν. Μέσα στην κλαγγή τών δπλων, άρχισε νά βαδίζει κι αυτός άσύνειδα, σάν άφιονισμένος. Μονάχα μιά στιγμή θυμήθηκε νά γυρίσει πίσω τό κεφάλι του καΐ τότε, στην άπόσκια πλευρά τοΟ δρόμου, είδε ζαρωμένο τόν καλόγερο νά τόν παρακολουθεί μέ τό μάτι.

Τόν αναγνώρισε. Είταν Ινας άπό τους τρεΤς εκείνους πού, χτες τή νύχτα, εϊχανε πλαγιάσει δίπλα του, στό καπηλειό . . .

89

ΛΙΛ

\»Ά}ΙΙ^

■■■■■■

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ'

Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΓ ΣΓΟΓΡΟΜΑΛΑΗ

στρατηγός είταν καθισμένος σε ^ρο^Λ ψηλό καΐ δεξιά του, πιά χαμηλά, κα- θόταν ό πραίτορας. Αριστερά, ό χαρ• τρυλάριος Ιγραφε σέ μικρό αναλόγιο πάνω.

Οι στρατιώτες στάθηκαν στον προ- θάλαμο κι ό δέκαρχος έμπασε στο πραιτώριο τόν Σγουρό.

Ακόμα ϊσαμε κείνη τή στιγμή δέν είχε κατορθώσει να μαζέψει τα συλ• λοϊκά του. Στάθηκε στή μέση της με- γάλης αϊθουσας κι άρχισε να κοιτάζει γύρω, μέ βλέμμα νωθρό, τους τοίγ^ο^ς, τους φρουρούς πού στέκονταν ασάλευ- τοι, τό διπλανό του δέκαρχο, τό στρα- τηγό τέλος.

Ποιο είναι τ' δνομά σου ;

Νικηφόρος Σ-^ουρός. Ή πατρίδα σου ;

Τ' Άνάπλι.

Ό στρατηγός γύρισε καΐ κοίταξε τόν πραίτορα. Κ' οΐ δυό είχανε κάνει τήν ίδια σκέψη : ΠοΟ τό πέτυχε τ' δνομα, ό κατεργάρης ! . . .

"Ομως δ στρατηγός, ζαρώνοντας τό φρύδι μέ γνέψιμο οργισμένο, στράφηκε στον υπόδικο :

Κοιμήθηκες χτες τή νύχτα στό καπηλειό τοΟ Σιγαλού, είπε,

Ναί.

Δίπλα στην κάμαρα κάποιου μαντατοφόρου.

Ναί.

Στάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας τό παιδάριο μ* απορία για τΙς αδίσταχτες αποκρίσεις του.

Δώσε μου τό πιττάκιο !

Ανήμπορος να καταλάβει 6 Νικηφόρος, κοίταξε γύρω του σά νά ζητοΟσε μαρτυρία.

Έγώ νά σοΟ δώσω τό πιττάκιο ; κάνει τέλος. Άπό μένα τό ζητάς ;

90

*Από ποιόν να τό ζητήσω ;

*Από τό φονιά !

Ή Κεφαλή άνάγειρε στό θρονί καΐ γέλασε πλατύ καΐ γ.ρ(ίθ γέλιο. Οί άλλοι σαλεύανε τα κεφάλια τους ή καρφώνανε πάνω στό Νικηφόρο διαπεραστικό βλέμμα. Ωστόσο, κόβοντας ξαφνικά τό γέλιο ό στρατηγός, βρόντηξε τή γροθιά του στ' άκουμπιστήρι καΐ τεντώνοντας τό χέρι του τόν Ιδειξε κ* εΓπε :

Έσύ 'σαι ό φονιάς!

Διαπλάτωσε τά μάτια του ό Σ'{ο\ίρΙίς καΐ κοίταξε γύρω. Είταν βραχνάς ; Ή δλοι τοΟτοι γύρω είχανε παλαβώσει ; Έκλεισε τά μάτια του, τά ξανάνοιξε. Οί τοίχοι κ' οί κολόνες 2μεναν ασάλευτες, τά πόδια του πατούσαν στέρεα στό πλακόστρωτο.

Δώσε μου τό πιττάκιο, ξανάπε ό στρατηγός, απλώνοντας τό χέρι του.

Τότε, μέ μιας, κατάλαβε. Χτύπησε με τήν παλάμη τό μέτωπο του καΐ ξέσπασε σ' §να γέλιο νευρικό, σ^τασμωδικό, σά λόξυγκα. Όλόκληρη ή καταπιεσμένη λύσσα κ' ή αγανάχτηση γιά τΙς καταφορές της μοίρας ξεχύθηκαν στό βραχνό τοΟτο χάχανο.

Σκυθρωπός, μέ μάτι φλογισμένο, ό στρατηγός τόν κοίταζε. Δέν κρατήθηκε. Βρόντηξε τή γροθιά του, τινάχτηκε ορθός, οδρλιασε :

ΣκΟλε! Δώσε μου τή γραφή, λέω, πού έκλεψες χτες τή νύχτα. Έκοψε τό γέλιο του ό Σγουρός.

Πού έκλεψα ; . . . Μά τήν αλήθεια, θ'- άξιζε νά σας σκαρώσω τέτοια δουλειά καΐ χειρότερη ακόμα ! Άπό τά χαράματα χτυπώ τΙς πόρτες σας γιά νά σας δώσω τό μαντάτο, καΐ δέ μ' ανοίγει κανένας. Τρέχω ξοπίσω σας κ' οί δοΟλοι σας μέ διώχνουν . . . Τιμή καΐ δόξα στή Ρωμανία !

Προδότη !

Έ βρισιά τοΟ ήρθε ξαφνική, κατάστηθα. Έκανε πίσω Ινα βήμα κ* έσφιξε τΙς γροθιές του.

Έγώ προδότης ; Έγώ ! Μαχαιρώνουνε τους μαντατοφόρους τοΟ Ιασιλέα μέσα στά καπηλειά, τους κλείνουνε τΙς πΟλες, πομπεύουνε τους τίμιους, πνιγούνε τήν αλήθεια, κ* έμενα βρίζετε ; Έμενα ; . . .

Γέλασε σπασμωδικά κι άγρια, χτυπώντας μέ τΙς παλάμες του τά μεριά του.

Είσαι έξπλοράτορας τών Φράγκων, λέει ό στρατηγός. Σκότω- σες τό μαντατοφόρο καΐ πήρες τή γραφή τοΟ βασιλέα. Δώσ' τηνε στή στιγμή, είδ' αλλιώς σέ τυφλώνω.

Έξπλοράτορας . . τών Φράγκων ! . . . Σήκωσε τό χέρι του καΐ χτύπησε τό κούτελο του.

ΤοΟτο θά μπορούσε νά σας μαρτυρήσει τήν αλήθεια, άν είχατε υπομονή νά τή μάθετε, είπε δείχνοντας τή φρεσκοθρεμμένη ουλή.

Τή στιγμή εκείνη κάποιος ίσκιος μεγάλος γλίστρησε δίπλα του καΐ τόν προσπέρασε ένα βήμα. Ό καλόγερος, γυρνώντας τό κεφάλι του, τόν έδειξε και, χαμογελώντας φαρμακερά :

Αυτός έκανε τήν πράξη, είπε. Μήν τόν άκοΟτε. Είναι υποκριτής.

91

Έγινε μιά παύση. Τό μάτο τοΟ καλόγερου, ευκίνητο, απόφευγε τό βλέμμα τοΟ ΣγουροΟ.

Αυτός, ξανάπε. Κοιμόμασταν στή διπλανή την κάμαρα καΐ τ' ακούσαμε 8λα. Μαχαίρωσε τό μαντατοφόρο κοντά τα χαράματα, ροβό- λησε τή σκάλα καί χάθηκε. Τό πιττάκιο μέ τή βούλα τοΟ βασιλέα τό πήρε μαζί του. Τό πάει στον πρίγκηπα τών Φράγκων, πού συμμάχησε μέ τό δεσπότη της Ηπείρου για να χτυπήσουν τους Ρωμαίους.

"Οχεντρα ! μούγκρισε τό παιδάριο κ' Ικανέ να χυμήξει, δμως τέσσερα μαζί χέρια τόν άρπαξαν καΐ τόν καθήλωσαν. Ό καλόγερος πού είχε ξαφνικά ζαρώσει, γέλασε βουβά.

Κοίταξε πάλι γύρω του κ' ένιωσε γι' άλλη μιά φοράτήν απέραντη ερημιά του. Κανένας, κανένας στά ουράνια χαΐ στή γή πού νά τοΟ πα- ρασταθεί, ποτέ.

Καλά, κάνει άθυμα, μέ μαύρη απελπισία. Καλά . . . "Αν δμως δλα τοΟτα εϊτανε καθώς τά λέτε, γιατί θάμπαινα στό Μυτζηθρά ; "Αν ήμουν κατάσκοπος, θάρχόμουν νά πέσω στά χέρια σας ;

Ήρθες γιά νά μας παραπλανήσεις, λέει 6 στρατηγός κοιτάζον- τας σύγκαιρα τ6ν καλόγερο. Ήρθες νά μηνύσεις ψέματα γιά νά χά- σουμε τό άχνάρι της αλήθειας.

Ενόσω ή Κεφαλή μιλοΟσε, ό καλόγερος έγνεφε έπιδοκιμαστικά. Εϊταν ή δική του ή κατάθεση. Μά τή στιγμή τούτη, κάτι σάν αστραπή φώτισε τά νοΟ τοΟ παιδάριου. Σηκώθηκε στά νύχια του, φώναξε :

Οί καλόγεροι εϊτανε τρεις !

Λοιπόν ;

Λοιπόν εκείνος πού Ικανέ τό φόνο κ* Ικλεψε τή γραφή, πάει, σας Ιφυγε ! Τήν ώρα τούτη καλπάζει γιά τήν Ανδραβίδα. Νά τί ερχό- μουν νά σας πώ πρωΐ - πρωΐ . . .

Ό στρατηγός Ισμιξε τά φρύδια του.

Τρεις είταν οί καλόγεροι ; ρώτησε.

ΤρεΤς, αποκρίνεται από πίσω μιά φωνή.

Γύρισε ό Σγουρός κ' είδε τόν κάπελα τόν Σιγαλό πού στεκόταν ανάμεσα σέ δυό στρατιώτες. Εϊτανε κίτρινος σάν τό θειάφι.

Τρεις ; ρώτησε πάλι ό στρατηγός καΐ κοίταξε τώρα τόν καλό- γερο. Σ' έμενα ήρθατε δυό. ΠοΟ είν' ό άλλος ;

Ό άλλος ; . . . Ό άλλος εϊτανε γιά νά φύγει χαράματα. Πάει στή Μονεμβάσα.

Ή υπόθεση τώρα μπερδευόταν άσχημα. ΠρΙν άπό λίγη ώρα, κα- θώς στεκόταν στην εκκλησιά ό στρατηγός μέ τήν ακολουθία του, ήρθε ό τουρμάρχης καΐ τοΟ ανάγγειλε τό φόνο τοΟ μαντατοφόρου. Πρέπει νά εϊταν αποσταλμένος τοΟ βασιλικοΟ ^ρουαάχου καΐ θάφερνε νέα σημαντι- κά, άφοΟ λίγες μόλις ώρες είχε ακολουθήσει τόν πρίύτο πού παρουσιά- στηκε νύχτα στό σιλέντιο. Ποιο εϊταν τό μήνυμα πού Ιφερνε ; Καί μήπως αυτό ξέγραφε τό άλλο ; Μήπως κάποιο καινούργιο γεγονός, βα- ρυσήμαντο, εϊχε μεσολαβήσει, καΐ δέν πρόλαβε νά τό φέρει στό Μυτζη- θρά ό νυχτερινός ταχυδρόμος ; . . .

"Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε τό καινούργιο, τό χαμένο μαντάτο, θά εϊταν δυσάρεστο. Τό πρώτο Ιλεγε πώς ό δεσπότης της Ηπείρου νική-

92

θηκε. Τό Νεότερο πάει να πει πώς κάποοο αναπάντεχο καΐ κεραυνοβόλο γύρισμα χ-^ς τύχης ερχόταν να μηνύσει.

Πάρτε τους 2ξω, λέει δ στρατηγός δείχνοντας τόν Σγουρό καΐ τους καλόγερους, θα τους κρατ'?)στε στα σίδερα ώς πού ν* αποφασίσω.

Τους πήρανε. Κι δταν οι &ργ^ο•^τες μείνανε μόνοι κ' ή αίθουσα άδειασε καχά διαταγή τοΟ στρατηγού άπό κάθε κατώτερο, ό διοικητής τοΰ Μυτζηθρα Ισμιξε τα φρύδια του, κατέβασε τό κεφάλι του μ' έγνοια καΐ ρώτησε :

Γιατί δέν άνοιξαν τήν πόρτα τών τειχών τή νύχτα πουρ^ε ό μαντατοφόρος ;

Τοΰτο εϊταν ακριβώς τό πρόβλημα. Οι βιγλάτορες είχαν αναφέρει πρωί-πρωϊ τόν ερχομό του. Είπανε πώς παρουσιάστηκε μπροστά στΙς βίγλες, πώς φώναξε τό σύνθημα καΐ πώς τους εξόρκισε στ' όνομα του θεοΟ τοΟ ζώντος νά τοΟ ανοίξουν. Γιατί δέν τοΟ άνοιξαν λοιπόν ;

Γιατί χήν ίδια σχιγμή πού ό μανχαχοφόρος φώναζε χό σύνθημα, κάποιος άξιωμαχικός μέ πρόσωπο άφανέρωχο μέσα σχή βροχερή νύχχα, είχε βρεθεί, άδηλο πώς, πάνω σχήν χάπια χής πύλης κ' είχε απαγορέ- ψει νά χήν ανοίξουν. Υπάκουσαν σχή διαχαγή χοΰ άνώχερου. Κανένας χους δεν έβαλε προσοχή νά ίδεί χό πρόσωπο χου . . .

Σχά σίδερα. Άπό μιά σκάλα πέχρινη, σχριφχή καΐ σχενή δσο πού νά περνάει Ινας μονάχα άνθρωπος, καχέβασαν χόν Σ^οϋρ6 σχό βαθύ καχώϊ χοΟ Διοικηχήριου. Είχαν φυλακή σχενόχωρη, υγρή και σκο- χεινή. Κάχω άπό χό χαμηλό θόλο, πού μόλις χωρούσε άνθρωπο μέχριο σχό μπόϊ, §να κελλί τεχράγωνο άνοιγόχαν, σά φαρδύ πηγάδι. Έκεΐ χόν έσπρωξαν. Τό κεφάλι χου χχύπησε σχόν τοίχο, χό πηχχό σκοχάδι χόν χύφλωσε" έπεσε σχά γόναχα. Οι σχραχιώχες πού κραχοϋσαν χό μοναδικό φανάρι, έκλεισαν χή σιδερένια πόρχα, χήν αμπάρωσαν, έφυγαν. "Ακουσε, μέσ* άπό χή ζάλη χου, χήν κλαγγή νά ξεμακραίνει ίνε^αί^ο'/τας χό λούκι χής σχριφχής σκάλας.

Τόχε, γιά πρώχη ίσως φορά. σχή ζωή χου, έκλαψε άπό έγκαχά- λειψη. Τά μάχια χου δέν είχανε δάκρυα νά χύσουν. "Ομως ένας λυγμός άγριος, σπαραχχικός, έπιασε νά χρικυμίζει χό σχήθος χου, νά χχυπιέ• χαι καΐ νά φχεροκοπάει άναπηδώνχας σάν πουλί λαβωμένο ίσαμε απάνω, σχό λαιμό χου. Έμεινε έχσι δπως χόν είχανε ρίξει, γονατισχός. Μέ χΐς γροθιές σφιγμένες πάνω σχά μάχια χου, σπάραζε γιά ώρα, ανήμπορος ν* αντιδράσει, ανήμπορος νά σκεφτεί. ' Μέσα σχόν άνασχαχωμένο νοΟ χου είκόνες άσυνάρχηχες περνοΟσαν, δλες λουσμένες σέ φώς μεγάλο, θαμπω- χικό, δπως εκείνο πού είχε χάσει. Τό λιμάνι χής παχρίδας χου, χό φαρδύ πέλαγο πού χό έβλεπε κάθε πρωϊ άνοίγονχας χήν πόρχα χοΟ σπιχιοΟ χου, ό κάμπος χής Αργολίδας άπό χό λόφο τής Άγια -Μονής, χα ψηλά καΐ λεβένχικα βουνά χής Μεσαρέας . , .

Άπλωσε χά χέρια χου σχά τυφλά, καΐ μέ χ' άκροδαχχύλια ψηλά- φησε χόν τοίχο χής φυλακής χου. Είχαν άχόφιος, άπό βράχο πελεκηχό. Αφέθηκε νά γλισχρήσει χάμου κ* έγειρε χό κεφάλι του σάν παιδί πού άποζηχάει μέ παράπονο χήν χρυφερή αγκαλιά χής μάννας του. Σφάλησε τά βλέφαρα, άφοΰ χοΟ είχαν άχρησχα πιά κ' ή νύχχα πού έβλεπε μελά•

93

νότερη άπδ τή νύχτα τοΟ Οπνου. Συλλογίστηκε τόν Άστρίτη πού προσ> μένει μάταια κάτω στό στάβλο τοΟ καπηλειοΟ. Συλλογίστηκε τή βάγια του πού, αυτή, δχι, δέν τάν προσμένει. Κουρνιασμένη ψηλά, στό ερη- μικά σπιτάκι της, καρτερεί μονάχα τδν Ταξιάρχη πού θδρϋει κάποια νύ- χτα άσπροντυμένος νά της κάνει τήν επίσκεψη. Συλλογίστηκε τή μάννα του, νεαρή κι ανέγγιχτη, σχεδόν παρθενική, καθώς τή φύλαξε στή φαντα- σία του 6 θάνατος κι δπως ποτέ δέν τήν είχε γνωρίσει. Ό άνεμος της θάλασσας, μυρωμένος κ' ελαφρός, φυσάει αργά καΐ δροσίζει τό μέτωπο του. θυμάται τόν τόπο του, τά παιδικά του χρόνια, τήν παλιά ζωή. Κάθε τόσο τινάζεται καΐ δαγκώνει μέ μανία τή -^ροΒιά του, νά πνίξει τό λυ- γμό, γιατί ποτέ οί άντρες δέν κλαίνε, θυμάται" καΐ τό φανταχτερό τοΟτο ξετύλιγμα άπό δράματα, σά νά ξαλαφρώνει σιγά - σιγά τόν πόνο, σά νά τοΰ διασκεδάζει μέ τή λησμοσύνη τήν ερημιά.

Έδώ, οί ώρες, τά στάδια της ημέρας, τά κύλισμα τοΟ χρόνου, δέν έχουν νόημα. "Ολα τά έχει κρεμάσει τ' ομοιόμορφο σκοτάδι μετέωρα στην άβυσσο. Βρίσκεις καιρό νά σκεφτείς πολλά πού έκεϊ απάνω, στή φλούδα της γης, δέν προλαβαίνεις νά τά καθηλώσεις. Καθώς πρΙν άπό τό βύθι- σμα σέ δπνο, κάποιες εντυπώσεις φευγαλέες λαμπαδιάζουν ξαφνικά μπροατά στά μάτια σου μέ νόημα βαθύ, καινούργιο.

"Ετσι τό πρώτο συναπάντημα του στό κεφαλάρι τοΟ βουνοΟ, κι αρ- γότερα στό πανδοχείο, μέ τό νεαρό Φράγκο ιππότη.

Ακόμα δέν Ιχει περάσει τό θάμπος άπό τή νυχτερινή τους συν- διάλεξη. Στό ανώγι τοΟ πανδοχείου ό ίππότης είχε διώξει μ' 2να γνέ- ψιμο τό σκουταρατο του, πού πήγε νά πλαγιάσει, κι αυτός προχώρησε στό μικρό χαγιάτι. Τό φεγγάρι πού είχε ανατείλει, έλουζε τό χαγιάτι μέ χνουδωτό γαλάζιο φως.

Κάθησε δ νεαρός άρχοντας στό μοναδικό σκαμνί καΐ τό ρωμιό- ■Λουλο στάθηκε όρθιο στον παραστάτη της πόρτας. Αντίκρυ τό φαράγ- γι, μέ τήν άσπρουδερή κορδέλλα τοΟ δρόμου, άνοιγε βαθειά μασχάλη, δασωμένη άπό δεντράκια σκελετωμένα καΐ πουρνάρια σγουρά. Τό φώς τοΟ φεγγαριού τήν Ιπνιγε σέ γαλατερή άχνα.

Λοιπόν είσαστε ροβολάτορας ; ρωτάει ό Σππότης νοιτάζοντας τό βουνό.

Έ καρδιά τοΟ ΣγουροΟ χτυπάει ορμητικά.

"Οχι, αφέντη ! αποκρίνεται καΐ μιά επαναστατημένη ειλικρίνεια φτεροκοπάει στή φωνή του. Μαζί, κάποια καινούργια αίσθηση έρχεται νά τόν έγκαρδιώσει : Ή μοναξιά τούτ^, ή ώρα, τό βουνό, τό ανεξήγητο ενδιαφέρον τοΟ ξένου, τοΟ δίνουν τήν υποψία πώς πατάει στό κατώφλι μιας συμπάθειας καινούργιας. Είναι τόσο ταιριαστοί οί δυό τους έκεΐ, μέσα στην απέραντη ερημιά! Μπορεί μιά ψυχόρμητη καΐ σκοτεινή φιλία . . .

Δέν είσαστε άνθρωπος τοΟ Ντελιούρια ; ρωτάει ό ίππότης μέ φανερό τώρα κόπο στή φωνή του.

"Οχι, αφέντη ! ξαναλέει κ* ή καρδιά του μέ μιας ξεχειλίζει. Ή δυσπιστία κ' ή φρόνηση τοϋ είτανε πάντα ξένες• δίψα νά εκμυστηρευ- τεί τόν φούντωνε τώρα. Πήγε νά πει δυό - τρεις κουβέντες, νά εξηγή- σει, κι απλώθηκε, άσύνειδα. "Οταν πιά έπαψε νά μιλάει, κατάλαβε

94

απορημένος πώς τά είχε πεΙ δλα, ολάκερη τή ζωή του, τις βαθύτερες πίκρες του, τό άδικο πού τόν έπνιγε, τους κατατρεγμούς, τΙς ελπίδες, τήν εξέγερση καΐ τήν καρτερία. Ό ίππότης, ασάλευτος καΐ βουβός, τά είχε ακούσει.

Έμειναν ακόμα έκεΐ, καθισμένος ό 2νας, όρΟός ό άλλος, δίχως να μιλόίνε. Τό φεγγάρι ανέβαινε αργά* σέρνανε μονότονα, ισόχρονα τρέ- μουλα τά τριζόνια. Έ ώρα της νύχτας είταν άγνωρη. Κι ανέβηκε ακόμα πιό ψηλά τό φεγγάρι, καΐ τό βουνήσιο αγέρι ξύπνησε.

Δίχως λέξη ό ιππότης, σηκώνεται τέλος, περνάει δίπλα καΐ μπαί- νει στην κάμαρα του. Αυτός μένει ακόμα έκεΐ, δίχως επιθυμία γιά Οπνο. Κάτι αόριστο, περνώντας στον αέρα, προμηνάει τήν αυγή. Στο σκαμνί τοΟ ίππότη κάθεται τώρα αυτός, σφαλάει τά μάτια του κι άνα- γέρνει στον τοΤχο, Τό πρίάτο κελάδημα τόν ξύπνησε. Πετάγεται ορθός, άνασειέται καΐ νιώθει καινούργιο θάρρος να μυραηδίζει ηδονικά στΙς φλέβες του. Τό φεγγάρι τώρα έχει βασιλέψει, δμως στό κορφοβούνι ξα- στερώνει τό γλυκοχάραμα. Μυρίζει μέντα καΐ θυμάρι.

Καθώς περνάει έξω άπό τήν πόρτα τοΟ Εππότη γιά νά κατέβει κάτω, ξαφνικά στέκεται. Ένας παράδοξος ήχος είχε γλιστρήσει στ' αυτί του. Αφουγκράζεται. Άπό ποΟ έρχεται ό ήχος ; Άπό μέσα ; άπ' έξω ; άπό τό βουνό ; Είναι άραγε τ' ορθρινό αγέρι πού φέρνει τούτη τή μα- κρυνή φωνή ; ΚαΙ μοιάζει σά μουρμουριστό ψάλσιμο άπό στόμα παι- .δικό, μελωδία απλή, χερουβική, λιγάκι μονότονη, μακρόσυρτο τραγού• δισμα πού σταλάζει άφραστην οδύνη. Κάτι σά θύμιση νοσταλγική.

Ναί, είναι άπό μέσα, πίσω άπό τό τζορτό^υΧλο τοΟ ίππότη. Ό διάδρομος μένει ακόμα βουτηγμένος στό σκοτάδι, δμως, σκύβοντας, βλέ- πει ό Σγουρός στό κατώφλι νά χαράζει Ινα φως ϊίχοίο, γλαυκό. Είναι ή άντιφεγγιά της αυγής. Θάλεγες πώς μέσα στην κλειστή τούτη κά- μαρα σελαγίζει κάποιο φως άγνωστο, αχτίδα ξεκινημένη άπό μακρυνό αστέρι.

Στά νύχια, κρατώντας τήν ανάσα του, ό Σγουρός προσπέρασε, κα- τέβηκε στό στάβλο, πήρε τόν Άστρίτη, πλήρωσε τόν Ι,ΐΊΟ^^-γ^ο καΐ ξε- κίνησε. Ούτε σεργέντης είχε φανεί νά τόν εμποδίσει, ούτε κάπελας. Εϊταν ακόμα βαθειά χαράματα, οί ξένοι δλοι κοιμόνταν.

Γυρίζει ακόμα ή μελωδία στ' αυτιά του, κρυστάλλινα διάφανη κι άπιαστη, σάν ανοιξιάτικο αγέρι. Μηχανικά πασχίζει νά τήν ξαναπεί, δμως είναι αδύνατο. Κι ωστόσο τήν έχει μέσα στό νοΟ του, τήν τρα- γουδάει μέ τό μνημονικό. Δοκιμάζει πάλι νά τήν πει. Μάταια. Δέ θά τήν πει ποτέ του.

Ξάφνου, τεντώνοντας τά ματόφυλλα, απότομα ξυπνημένος, Ιπιασε μέ τό 2να του χέρι τ* άλλο καΐ πασπάτεψε τά δάχτυλα του.

Τό δαχτυλίδι μου ! φώναξε, τό δαχτυλίδι ! . . .

Πετάχτηκε ορθός καΐ κοίταξε γύρω μέ μάτι παλαβό. Τό δαχτυλίδι πού τοΟ άφησε ή μητέρα του, τό κρικέλι πού τόν φανέρωνε γνήσιο Σγουρό, μέ τόν άη - Θόδωρο πάνω, δέν τό είχε πιά, τοΟ τό είχαν ηάρει.

θυμήθηκε. ΕΙταν στοΟ Σγουρομάλλη ... Ό δοΟλος. Χύμηξε στην πόρτα της φυλακής, τή χτύπησε απανωτά μέ τΙς γροθιές καΐ φώναξε 4Α* δλη τή δύναμη τοΟ στήθους του :

95

Κλέφτες ! . . . Κλέφτες ! . . . Κλέφτες ! . . .

Τό είπε δέκα, είκοσι φορές. "Γστερα Ιπεσε πάλι στα γόνατα καΐ πάσχισε με τα δάχτυλα, μέ τα νύχια, μπρούμυτα, να πιάσει καΐ να ξε- ριζώσει, άν εϊτανε βολετό, τό γ^ο'^τρ^ μετάλλινο φύλλο. Σκίστηκε, μά- τωσε, Κουλουριάζοντας τό κορμί του, δάγκωσε τή γυμνή σάρκα τών ποδιών του στα μωλωπισμένα γόνατα. Εϊταν ανίσχυρος, ανίκανος για τό παραμικρό, σαν Ινα γυμνό κι άθλιο σκουλήκι.

"Εμεινε έτσι, πεσμένος για ώρες, δίχως να νιώθει πόσο, καΐ τή χαιρότανε πικρά τήν άνημπόρια του, μέ τό βουβό παράπονο της τέλειας απόγνωσης, τό μαΟρο άποκάμωμα τοΟ πόθου για χαμό.

*Από μακρυά, ψηλά, ενα πνιγμένο τραγούδισμα ερχόταν, ίσως κά- ποιου σκοποϋ πού πασχίζει να σκορπίσει τήν πλήξη της βάρδιας του. Ένας κόμπος τοΟ ανέβηκε στό λαιμό καΐ πάλι τα βλέφαρα του σφίχτη- καν. Άπό κάποια χαραμάδα αόρατη, κάπου στον πέτρινο θόλο, ενα ρεΰμα ανάλαφρο κατεβαίνει φέρνοντας τή μυρωδιά τοΟ υπαίθρου. Αναστέναξε. Και πίσω άπό τά βλέφαρα του τά κλειστά, ανάμεσα στΙς άϋλες καΐ λι- κνιστικές μελωδίες πού προ^οΖίζοΌΊ τόν ΰπνο, είδε γι' άλλη μιά φορά, δπως σ' δλες ίσαμε τώρα τις κρίσιμες στιγμές της ζωής του, ν' ανοί- γεται δράμα αξέχαστο : Πάνω σ' δίλο-(ο άσπρο, χρυσοχάμουρο, στητή μιά νεαρή αρχόντισσα περνάει. Είναι ξένη, και ποτέ ή φωνή της δέν Ικρουσε τ' αυτιά του. "Ομως κάτι τοΰ θυμίζει, κάτι πού ίσως οέ θά τό βρεΙ ποτέ. Τεντώνει τό λαιμό του καΐ τήν παρακολουθεί εναγώνια μέ τό βλέμμα. Τό πέρασμα της είναι αθόρυβο. Πνοή αύρας, χαϊδευτική, ανε- μίζει τό βαθυπράσινο μανδύα της, κ' 2να μύρο θάλασσας, ανάσα τοΰ δρθρου αγνή, της δροσίζει τό μέτωπο. Στό δρό^χο πού άφησε έρημο φεύγοντας, λές κι ακόμα τοΟ γνέφει τ' δραμά της καλώντας τον να τήν ακολουθήσει . . ,

Τινάχτηκε ξαφνιασμένος στον ΰπνο του. Μέσα σέ φεγγοβολή πυρρη, ή σιδερόπορτα της φυλακής άνοιγε στριγγλίζοντας. Ό δαοοϋχος στε- κόταν στά σκαλοπάτια κρατώντας ψηλά τό δαυλό καΐ βήματα κατέβαι- ναν τή σκάλα. Μιά μυρωδιά πυκνή, υγρασία καΐ καμμένο ρετσίνι, σούρωσε μέσα στό κελλί.

Ποιος είναι ;

Ανασηκώθηκε αλαφιασμένος στον αγκώνα του και ψάχτηκε νά πιάσει τό μαχαίρι του, πού τό είχε πάντα στή ζώνη. Τοΰ τό είχανε πά- ρει. Ζάρωσε αγριεμένος στή γωνιά, προσμένοντας. «Μπορεί νάναι κι ό μπόγιας», συλλογίστηκε. Δυό άντρες οπλισμένοι κατέβηκαν, κοντοστά- θηκαν στην πόρτα νά συνηθίσουν τά μάτια τους στό σκοτάδι κ' ύστερα μπήκανε μέσα. Ό δαδοΰχος κρατούσε ψηλά τό δαυλό. Τόν πήραν άπό τΙς μασχάλες, τόν τράβηξαν εξω. Ανέβηκε τά σκαλοπάτια, κι αύτο'. ξοπίσω του.

Σά βρέθηκε απάνω, είδε απορημένος πώς είτανε νύχτα. Λοιπόν είχε περάσει μιά μέρα ολάκερη κάτω σ' εκείνη τή φυλακή ! Στην έρημη αυλή τοΟ Διοικητηρίου έπεφτε πένθιμο καΐ χλωμό τό φώς τοΰ φεγγα- ριού. Είτανε χάση. "Εφυγε ό οα^οϋχοζ μεσ* άπό καμάρες πολύπλοκες καΐ σκοτεινές πού ξεμάκραιναν πέρα, σέ στοά, κι ό Σγουρός έμεινε μο- νάχος του μέ τους δυο φύλακες.

96

Ακόλουθα, τοΟ είπαν.

Ακολούθησε.

Βγήκανε στό δρόμο. Καθώς στρίβανε τή γωνιά, τους σταμάτησε 6 σκοπός. Ό §νας τόν πήρε κατά μέρος καΐ τοΟ μίλησε χαμηλόφωνα, ένώ ό άλλος, κρατώντας από τό μπράτσο τό δεσμώτη, συνέχισε τό δρόμο του. "Ακουσαν σέ λόγο τα βήματα τοΟ πρώτοι) να τους άκολουθοΟν στό λιθό- στρωτο. Ή νύχτα εϊταν ήσυχη καΐ ψυχρή, ό αέρας μύριζε υγρό χορ- τάρι. Προχωρούσαν στ' ανηφορικά στενορρύμια βαδίζοντας σύρριζα στους τοίχο'^ς, στό μέρος τί]ς σκιάς. Κάποια στιγμή, τά πατήματα εκεί- νου πού άκολουθοΟσε χάθηκαν. Συνέχισαν οί δυό τους, αμίλητοι, βιά- ζοντας τό βήμα.

Σταμάτησαν ιιηροατά. σέ χαμηλή μάντρα. Μιά πόρτα μικρή ανοί- χτηκε άπό μέσα καΐ μπήκανε σέ περιβόλι. Αντίκρυ βρισκόταν τό σπίτι, φαρδύ, δίπατο. Ό άνθρωπος πού τους είχε ανοίξει, τράβηξε μπροστά κουτσαίνοντας άπό τό δεξί ποδάρΐ' 6 Σ-{ουρ6ς πάσχισε μηχανικά νά θυ- μηθεί ποΟ είχε ξαναδεί τοΟτο τό σουλοΟπι. Στή μεσιανή στοά, Ικαιγε κρεμαστός μεγάλος λύχνος. Ό κουτσός σηκώθηκε, πήρε φως μ' §να μι- κρό λυχνάρι καΐ τους φώτισε νά περάσουνε στή σκάλα. Έκεϊ, καθώς ζάρωνε στον τοίγο γιά νά τους κάνει τόπο, δ Σγουρός τόν αναγνώρισε. Εϊταν ό σπανός δοΰλος τοΟ πρωτοστράτορα, τοΟ άρχοντα Σγουρομάλλη . , .

Κοίταξε γύρω του, τή σκάλα πού άνεβαίνανε, τους τοίχους και τήν καμάρα, αναθυμήθηκε τό περιβόλι, τή στοά. Μά βέβαια ! βρισκό- τανε στό σπίτι τοΟ πρωτοστράτορα, μόνο πού τόν είχανε μπάσει άπό τό πίσω μέρος ... Ή καρδιά του χτύπησε άταχτα. Στάθηκε στό κεφα- λόσκαλο, νά πάρει ανάσα. Άπό μικρό διάδρομο, περνούσανε σέ μιά σειρά κάμαρες σκοτεινές πάντα. Λές καΐ τό σπίτι τοΟτο είταν ακατοίκητο. Κι δμως, κάτι αόρατο καΐ ζωντανό κυκλοφορούσε έδώ - μέσα, κάτι πού αναδινόταν θαρεΐς άπό κάθε γωνιά, άπό κάποιες πόρτες ανοιγμένες στό σκοτάδι : Ένα άρωμα γλυκό, πέρασμα άπό πλάσμα μυρωμένο. «Είναι μύρα πού τά φέρνουν, καθώς λένε, άπό τΙς Ινδίες», συλλογίστηκε ό Σγουρός, «μύρα ακριβά, γι' αρχόντισσες», θυμήθηκε τή νεαρή αρχόν- τισσα πού τοϋ είχε μιλήσει τό πρωϊ άπό τό ταβλάτο, μά δέν πρόφτασε ν' άποσώσει τή σκέψη του. Ένα βήλο ανασηκώθηκε, ζάρωσε τά μάτια του στό ξαφνικό φως καΙ βρέθηκε μέσα σέ κάμαρα κατοικημένη.

Ένας άντρας βρισκόταν έκεϊ. Μισογερμένος σέ μιντέρι μέ γ^ρυ'ΐο- πάρυφη στόφφα, είχε τή ράχη του στραμμένη κατά τήν εΐοο^ο καΐ δέν έβλεπες τό πρόσωπο του. Τρεις διπλές λυχνίες φέγγανε, γαντζωμένες στους τοίγρος. Πάνω στό τραπέζι είταν αφημένα μουρχούτια καΐ πινά- κια μέ φαγιά. Βαρειά, γλυκερή μυρωδιά μόσχου πύκνωνε τόν αέρα της κάμαρας, προβιές απλωμένες χάμου σβήνανε τά βήματα.

Ό όί'^^^ρωπος πού είχε μπάσει τόν Νικηφόρο τραβήχτηκε δίχως νά πει λέξη. Ό άλλος, πού εϊτανε καθισμένος στό μιντέρι, γύρισε τό κεφάλι του πάνω άπό τόν ώμο του καΐ χαμογέλασε. Έ κατατομή του ξεκόπηκε φιλντισένια πάνω στό βυσσινί παραπέτασμα. Είταν ό Σγουρομάλλης.

Ασάλευτος ό Σγουρός τόν κοιτάζει. Είναι νέος κι δ\ιορψος άντρας, ως τριανταπέντε χρονω^^. Τά κορακάτα μπουκλωτά του μαλλιά στρου- φίζουν πάνω στό φαρδύ του μέτωπο, κατρακυλάνε σέ τούφες χοντρές

7 Ή Ποίγκη .τϊοο<χ Ίζηαπώ \)(

άπό τά μελίγγια ϊσαμε πάνω στ' αυτιά. Τα χείλη του λάμπουν κόκκινα κ' υγρά ανάμεσα στ' αφράτα γένεια. Μισάνοιχτα, μέ το στερεότυπο εκείνο χαμόγελο, ξεσκεπάζουν τά μυγδαλωτά, μεγάλα δόντια. Απλώνει τό χερί του, τεντώνοντας τό δείχτη μέ τό χο'^τρό ρουμπίνι, γιά φίλημα. Τό παιδάριο ζυγώνει κι ανασπάζεται τό κρικέλι τΫ)ς εξουσίας.

Λέγεσαι Σγουρός, θαρώ, κάνει 6 πρωτοστράτορας όκνά, κοιτά- ζοντας τον. Σέ κακομεταχειρίστηκαν. λάΒος ! Κάθησε αύτοΟ.

ΤοΟ έδειξε §να χαμηλό θρονί, κοντά στά πόδια του, κι άνάγειρε στον αγκώνα.

Πώς βρέθηκες σ' έκεΤνο τό καπηλειό ;

Ερχόμουν στό Μυτζηθρά! Ερχόμουν άπό τ' Άνάπλι γιά νά παρουσιαστώ στην εύγενία σου καΐ νά ζητήσω προστασία. Έ μάννα μου, πού πέθανε πολύ νέα, τέτοια παραγγελιά είχε αφήσει στή βάγια μου,

Τί Ιγινε ακριβώς στό καπηλειό ; ρώτησε κόβοντας τον ατάραχα ό πρωτοστράτορας, κ' ή ματιά του κοίταζε αφαιρεμένα άλλοΟ. Γιατί παρουσιάστηκες πρωϊ στό Διοικητήριο ;

Γιά νά μηνύσω τό φόνο τοΟ μαντατοφόρου, νά πώ αυτά πού ήξερα.

Τί ήξερες ;

Τό μαντατοφόρο τόν μαχαίρωσαν οι καλόγεροι !

"Ω, καλά . . . Έγώ τό πιστεύω πώς δέν τόν σκό:ωσες έσύ. Μά τόσο φτάνει.

Καί, λέγοντας, κοίταξε φιλάρεσκα τό άοκρο κι απαλό χέρι του στό φώς, δίπλωσε τά δάχτυλα καΐ καμάρωσε τά ροδαλά του, καλογυαλι- σμένα νύχια.

Τόν σκότωσαν οί καλόγεροι σοΟ λέω ! κάνει Ιντονα, νευρικά, τό παιδάριο.

"Ω, ώ, σιγά. . . θά ξυπνήσεις τις αρχόντισσες. Μήν ανάβεις. . . Έγώ φρόντισα νά σέ βγάλουν άπό τή φυλακή. Είπες πώς γυρεύεις προσ- τασία, θαρώ, ή κάτι τέτοιο. Λοιπόν... Πάρε πρώτα τοΟτο δώ πού ξέχασες . . .

Και παίρνοντας άπό τό τραπέζι, Ιρριξε μέσα στην παλάμη τοΟ Νι- κηφόρου, δίχως νά τήν αγγίξει, τό δαχτυλίδι πού είχε δώσει εκείνος χτες στό δοΟλο.

ΚαΙ τώρα, λέει ό Σγουρομάλλης γοργά, προλαβαίνοντας κάθε κουβέντα τοΟ Νικηφόρου, άν θές νά σ' αφήσουν λιύτζρο, τό \ικορεΧζ, κι αμέσως κιόλας.

Τόν κοίταζε σωπαίνοντας.

Κάτω στό δρόμο σέ περιμένει τό φαρί σου, συνεχίζει ό πρωτο- στράτορας καΐ σηκώνεται σβέλτα. "Εστειλα νά σ' τό φέρουν. Είπες πώς

^γυρεύεις προστασία" λοιπόν στό Μυτζηθρά νά μείνεις πιά δέ σέ συμφέ- ρει, αυτό πιστεύω τό κατάλαβες, θά βγείς δμως μονάχα άν κρατάς απάνω σου άδεια ύπογραμμένην άπό μένα. Μένει νά μάθεις ποΟ θά πάς. Αλήθεια, Ικανέ κι άλλαξε τόνο φωνής μονομιάς, πώς σοΟ μπήκε ή ίδέα πώς τό μαντατοφόρο τόν σκότωσαν οΐ καλόγεροι ;

Μιλώντας, βημάτιζε πέρα -δώθε, μέ βήματα αθόρυβα πάνω στΙς παχειές προβιές. Κάνοντας τήν τελευταία ερώτηση, στάθηκε ξαφνικά

98

χαΐ κοίταξε τόν Σ-(οορ6 κατάματα. Δέν είχε χάσε: τό χαμόγελο του.

Τους άκουσα ! Είχα πλαγ^άσε^ δίπλα. "Ανοιξαν τήν πόρτα τους πρΙν άπό τα χαράματα καΐ βγήκανε στα νύχια. Ό Ινας φύλαξε στή σκάλα, οΐ δυό άλλοι μπήκανε στην κάμαρα τοΟ αποσταλμένου καΐ . . .

Μπορεί δμως και να τ* ονειρεύτηκες . . .

"Οχι ! δέν είχα ΰπνο, τ' αστροπελέκια μέ κρατοΟσαν Ά-^ρυπ^^ο. "Ακουσα τό βόγκο. Τότε σηκώθηκα, κι άπό τή χαραμάδα της πόρτας μου τους είδα να σμίγουν πάλι, βιαστικοί, στό βαστέρνιο. Ό §νας, ό ψηλός, ροβόλησε τή σκάλα κ' 2φυγε, οί άλλοι χώθηκαν στην κάμαρα τους. Βγήκα άπό τή δική μου, μπήκα στοΟ μαντατοφόρου, δμως είταν αργά πιά. ΞεψυχοΟσε. Μονάχα δυό λόγια πρόλαβε νά πεϊ . . .

Τί ; έκανε ξερά ό πρωτοστράτορας.

«Ό Φράγκος ανεβαίνει.» ΤοΟτο μόνο. Δέν κατάλαβα τό νόημα.

«*0 Φράγκος ανεβαίνει », ξανάπε δ Σγουρομί^λλης σκεφτικός καΐ ξανάρχισε τίς βόλτες του. Είχε αλλάξει Ικφραση, τό μέτωπο του είχε θαμπώσει. "Αλλο τίποτα ; ρώτησε σταματώντας πάλι.

Τίποτ' άλλο. Τόν Ιπνιξε τό αίμα.

Ό Σγουρομάλλης στάθηκε σκεφτικός. Τά δάχτυλα του, τα πλεγμένα πίσω άπό τή ράχη του, παίζανε νευρικά, σά νά θρυματίζανε κάτι. Αποφασιστικά, μέ βήματα μεγάλα, πήγε σ' §να άρμάρι χωστό στον τοΧχο, τ* άνοιξε, πήρε 2να λιγνό κύλιντρο καΐ τράβηξε άπό μέσα μιά γραφή. Τήν ξεδίπλωσε. Κάτω άπό τά φρύδια του πού τώρα είχανε σμίξει, τά λαμπερά του μάτια διατρέξανε γοργά τις γραμμένες αράδες. "Γστερα έσκυψε, πήρε §να φτερό καί, βουτώντας το σέ καλαμάρι απο- θεμένο έκεϊ δίπλα, έγραψε βιαστικά κάτι, άκρη - άκρη, στή γραφή. Τήν ξαναδίπλωσε, τήν έβαλε στή θήκη της, καΐ τύπωσε πάνω στό ζεστό κερί μ'.ά βούλα.

Ήρθε καΐ στάθηκε πάνω άπό τόν Σγουρό.

θά πάς στην Ανδραβίδα, λέει κοφτά. Ξέρεις τους δρόμους ; θά σοΟ τους δείξουν. Π-ρέπει νά κρατάς τοΟτο τόν κύλιντρο καλά κρυμμέ- νον, κατάσαρκα, μέ νιώθεις ; Σά φτάσεις έκεϊ, θά ζητήσεις νά παρου- σιαστείς στό σενεσάλο Νικόλαο Σανταμέρη. θά τοΟ δώσεις στά χέρια του τή γραφή, προσέχεις τί σοΟ λέω ; Στά χέρια του καί σ' άλλου κανενός ! Πηγαίνοντας, δέ θά περάσει ούτε άπό τό νοΟ σου κάν ν' ανοί- ξεις τόν κύλιντρο γιά νά διαβάσεις τή γραφή. "Αν, φτάνοντας έκεϊ, τή δώσεις μέ σπασμένη βούλα, είσαι νεκρός. "Αλλο δέν έχει. "Οπου κι άν πάς, όποιανοΟ κι άν ζητήσεις τή βοήθεια, δέ θά γλυτώσεις, ξέρε το.

Σταμάτησε νά μιλάει καΐ σήκωσε πάνω άπό τό κεφάλι τοΟ Σγου- ροΟ τό λιγνό κύλιντρο.

Διάλεξε, είπε ξαναπαίρνοντας τή συνηθισμένη φωνή του καΐ τό ειρωνικό χαμόγελο. Ή τήν αποστολή τούτη καΐ τή λευτεριά σου, ή τή φυλακή πού γνώρισες κι άπό δπου κανένας. πιά δέ θά σέ βγάλει . . .

"Αλαλο τό παιδάριο, σήκωσε τό χέρι του, πήρε τόν κύλιντρο. Δέν πρόφτασε τίποτα νά ρωτήσει. Μέ βήματα μεγάλα, ό Σγουρομάλλης είχε βγει άπό τήν κάμαρα.

Χαμήλωσε τά μάτια του, κοίταξε τό ρόλο ποΰ κρατοΟσε, μά σύγ*

99

χαΓρα Ινα χέρι τόν άγγιξε στον ώμο κι δ άνθρωπος πού τόν είχε φέρει, τόν πρόσταξε :

Ακολούθα.

Σηκώθηκε, τόν ακολούθησε. Κατέβηκαν τή σκάλα μονάχοι τώρα, δίχως οδηγό" βγήκαν άπό τήν εξώπορτα τοΟ δρόμου. Στο φως τοΟ φεγ- γαριοΟ, δ Νικηφόρος είδε να καρτεροΟν δυό άλογα κι δ δοΟλος τοί5 πρωτοστράτορα, πού τα κρατοΟσε. Ό Άστρίτης, βλέποντας τόν αφέντη του, ανεβοκατέβασε τό κεφάλι καΐ βρόντηξε χάμου τδ πέταλο. Ζύγωσε δ Σ-^ουρός, τοΟ χάιδεψε μηχανικά τδ σβέρκο. Ό συνοδός του δμως τόν σταμάτησε καθώς ετοιμαζότανε να καβαλικέψει, τοΟ πήρε άπό τά χέρια τό ρόλο καΐ τοΰ τόν ερριξε άπό τ' άνοιγμα της τραχηλιάς μέσα στό χιτώνιο, πάνω στό στήθος. Τστερα τοΟ Ιδωσε πίσω τό σπαθί πού τοΟ είχανε πάρει δταν τόν Ιπιασαν. Καβαλίκεψαν.

Τό φεγγάρι τώρα Ιγερνε στον ουρανό, μεγάλο, κατακίτρινο. Σπι- ρούνισαν τ' άλογα, ξαμόλυσαν τά ρέτενα καΐ χύθηκαν κατά τόν κάμπο.

100

/ΙΜΒη^ΜΙΓ"""""""*"*"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ'

ΪΟ ΣΤΑΓΡΟΔΡΟΜΙ

ΑΕΙΔΕΨΑΝ 8λη τή νύχτα. Στην αρχή μέ τό φεγγάρι, Οστερα, σαν εκείνο βασίλε- ψε, μέσα οί σκοτάδι πυκνό. Ό συνο- δός κάλπαζε στ' αριστερά τοΟ Σγου- ρού, αμίλητος. Ανέβαιναν δρόμους α- νηφορικούς, βουνήσιους, κατέβαιναν ή- μερες, πράες πλαγιές, κι άπ* δλα τοΟ- τα ό Σ'{ουρ6ς τίποτα δέν Ιβλεπε, παρά μονάχα τά μάντευε ή τά φανταζόταν. Κάπου κάπου, σ' §να μονοπάτι στενό, πού τους υποχρέωνε νά κόψουν τήν τρεχάλα τους καΐ νά περάσουν §νας- Ινας, Ινιωθε δίπλα του νά χάσκει κάτι σά βάραθρο. θαροΟσε τότε πώς ακούει κάτω, σέ βάθος ανυπολόγιστο, νά κυ- λάει τά νερά του βουίζοντας κάποιος χείμαρρος, ή κ' 2να άγνωστο πλάσμα νά σκληρίζει, κάτι σάν ■κρυμ^ί'^ο αγρίμι ή σάν πεταμένο, θάλεγες, παιδί ...

Ή κατάπληξη πού τόν συνείχε σ' δλη τή σκηνή του μέ τόν Σγου- ρομάλλη, τώρα είχε λυθεί. Στοχαζόταν ψύχραιμα καΐ λογικά : Τί εί- τανε τούτη ή άποοτολ"^ πού τοΟ ανάθεσαν ; Τί ίλεγε ή γραφή ή κλει- σμένη στ6ν κύλιντρο πού τοΟ Ικρουε ρυθμικά τό στήθος ; Γιατί τέτοιο μυστήριο στΙς οδηγίες τοΟ πρωτοστράτορα, κι ακόμα γιατί νά στείλουν αυτόν κι δχι άλλον ; Γιατί νά τοΟ τάξουν, άν παρακούσει, τό θάνατο ; . . . Ένιωθε τό στήθος του βαρύ, τήν ανάσα του κομμένη. «Μπας και μοΟ στήνουνε καμμιάν άσχημη παγίδα ; Μήπως τυχόν κι δλο τοϋτο δέν είναι παρά πρόφαση Κοίταξε λοξά τό βουβό του σύντροφο. «"Αν ήθε- λαν νά μέ ξεμπερδέψουν, στοχάστηκε πάλι, μπορούσαν καΐ στό Μυτζη- θρά, μέσα στή φυλακή. Ποιος ό λόγος νά μέ στείλουν ολάκερο ταξίδι ; . . Βρήκε Ινα συμπέρασμα πού τοΟ φάνηκε λογικό : «Δέ θέλουνε νά στείλουν άνθρωπο δικό τους μήν τύχει καΐ τόμυριστοΟν εύκολα οί έχθροΙ στό δρόμο. Στέλνουν έμενα πού είμαι άγνωστος καΐ κανένας δέ μπορεί νά μ' υποψιαστεί. Μπορεί, ποΟ ξέρεις, κι αληθινά ό θείος μου νά βάλθηκε νά μέ δοκιμάσει.» Ή ψυχή του αναγάλλιασε στή σκέψη τούτη. «Ή γραφή πού κρατώ θάχει πολιτική σημασία μεγάλη», είπε μέ τό παιδιά-

101

τ^κο μυαλό του. <Τί δλλο, ^ηορίΐ να στέλνει ό Σγουρομάλλης στην *Αν- δραβίδα

Πιό πέρα ό στοχασμός του δέν πήγαινε. ΤΙς λίγες ώρες πού είχε μείνει λεύτερος στδ Μυτζηθρά, δέν είχε ακούσει τίποτα πού να τόν φω- τίσει. Ό πόλεμος τοΟ δεσπότη της Ηπείρου μέ τόν αυτοκράτορα τοϋ είταν άγνωστος, * Αρκέστηκε στό συμπέρασμα πού είχε βγάλει κ' ένιωσε πώς είναι τώρα ησυχότερος.

Σήκωσε τα μάτια του κ' είδε την αυγή να γαλανιάζει στον ορί- ζοντα. Τό τοπίο γύρω άρχιζε σιγά - σιγά να πλάθεται μέσ' άπό τό χάος τής νύχτας. Ό ουρανός πρασίνιζε αδιόρατα καΐ σύννεφα τεράστια, του- φωτά, κυλιόντανε ξεκινημένα άπό τό νοτιά. Τους τύλιξε, λοξό καΐ κρύο, τό φέγγος τοΰ δρθρου.

Δεξιά, στην ν.ορ\)φΎΐ κάποιου λόφου, είδε ό Σγουρός κουρνιασμένο 2να κάστρο πού ξεκοβόταν φανταστικά στον πελιδνό οΐ)ρα'^6. Πάνωθέ του φεύγανε βιαστικά τά σύννεφα. Πρέπει έκεϊ ψηλά νά φυσούσε άνεμος άνύπαρχτος ακόμα γιά δω - κάτω. "Ενα σμάρι κοράκια πίρααε γ,ρώ^ον- τας πάνω άπό τους καβαλαρέους καί, κόβοντας απότομα δεξιά, χύθηκε κατά τό γΑ'ζτρο μέ πλατύ φτεροκόπημα. Ό συνοδοιπόρος σήκωσε τό χέρι του.

Ή Βελιγοστή, είπε ανοίγοντας γιά πρώτη φορά τό στόμα του.

Έκοψε τη φόρα τοΟ άλογου του, στάθηκε δίπλα στον Σχουρί) καί, δείχνοντας του \ιηροοτά :

Κείθε θά τραβήξεις, τοΟ είπε.

Κοίταξε, Τό επίπεδο της γης πού κλεινόταν ανάμεσα στΙς διαπλα- τωμένες αγκάλες τοΟ [^οο'^οΰ, άφηνε μιά χώρα απέραντη καΐ μακρυνή νά φαίνεται πέρα. Είταν Ινας κάμπος σ-ίοορίις άπό βλάστηση, γεμάτος φως, κ' ή αυγή τόν χάιδευε μ' ανάερα πέπλα.

Στό βάθος, ίσια, θά βρεις την Καρύταινα, θά τή γνωρίσεις ευ- θύς, Ιχει μεγάλο' καΐ φοβερό δυναμάρι . . . "Ομως νά μή σταθείς. Νά πάρεις" τό μεγάλο τό ποτάμι, άπό τό δεξί τόν όχτο, καΐ νά τραβήξεις ακολουθώντας το. Σ* ενάμιση μερόνυχτο, θά βρίσκεσαι στην Ανδραβίδα.

Είπε, καΐ δίχως νά σταθεί άλλο, γύρισε τ* άλογο του, τυλίχτηκε στό ταμπάρο του, και σκύβοντας μπροστά έφυγε αστραπή, καλπάζοντας.

Ό Σγουρός απόμεινε μονάχος.

Κοίταξε γύρω του. Ή μέρα πλάταινε. Δεξιά, μιά λάμψη κιτρινωπή^ προ[ί.ψοΟαε τόν ήλιο. Σιγανά, ύπουλα, ένας άνεμος άρχιζε νά φυσάει, καί τά σύννεφα, μελανά, απλώνονταν πάνω στον ουρανό καΐ τόν έσβη- ναν. Στον κάμπο, αντίκρυ, διάβηκαν φευγαλέοι μεγάλοι ίσκιοι.

Σπιρούνισε τόν Άστρίτη καΐ χύθηκε \ιπροητά.

Τράβηξε ίσια, δπως τοΟ είχαν δείξει. Γιά πρώτη ψορά ύστερα άπό τΙς φοβερές κι ατέλειωτες ώρες πού είχε περάσει, ένιωθε τόν εαυτό του λξ.(}τζρο. Πάσχιζε νά ξεχάσει καΐ τόν κύλιντρο μέ τή γραφή τοΰ Σγουρο- μάλλη, τόν κύλιντρο πού, δίχως νά ξέρει γιατί, στάλαζε άθυμία βαρειά στην ψυχή του. Σ' §να χαντάκι μπροστά, σταμάτησε. Τοΰ φάνηκε πώς είχε λοξέψει καΐ κοίταξε γύρω νά προσανατολιστεί. Ό τόπος όλά-κερος είχε σκοτεινιάσει, μύριζε χώμα νοτισμένο, κι αντίκρυ, πάνω άπό κάτι σκελεθρωμένα δέντρα, άναψε κι άλλη αστραπή.

102

Είχε ξεχαστεί ολότελα. "Οσο βρισκότανε στό βουνό, έβλεπε άπό ψηλά τόν κάμπο, τώρα δμως ή δψη τΨις χώρας άλλαζε. Ή μπόρα ζύγωνε, τό ένιωθε, καΐ γύρω δσο πού φτάνει τό μάτι δέν Ιβλεπε ούτε καλύβι, ούτε ψυχή.

Δυό τρεΙς σταλαματιές τοΟ κόλλησαν στδ μέτωπο, ό άνεμος οτρο'!)- φισβ, θαρεϊς, γύρω στα πόδια τοΟ Άστρίτη, σηκώνοντας χώμα χοντρό. Έρριξε δεξιά ζερβά ματιές βιαστικές, ζητώντας δχι πιά τό δρόμο του μά κάποιο άσυλο. Στοχάστηκε νά ζυγώσει αντίκρυ, σέ μιά συστάδα δέντρα, ισχνό καταφύγιο της ανάγκης, μά σύγκαιρα §να αστροπελέκι, λαμπαδιάζοντας απαίσια, συντάραξε τόν κάμπο. Ή μπόρα ξέσπασε, ορμητική.

Τότε σπιρούνισε τόν Άστρίτη καΐ τράβηξε στην τύχη, παίρνοντας Ινα μικρό μονοπάτι πού βρέθηκε μπροστά του. Περισσότερο κι από τόν εαυτό του νοιαζότανε γιά τό φαρί του μή βραχεί. Πήδηξε Ινα μικρό χαντάκι, κατέβηκε σέ φαρδύ ξεροπόταμο, ανέβηκε τόν άλλον δχτο, πέρασε κάτω άπό τά δέντρα, ανηφόρισε, κατηφόρισε, καΐ τέλος, πάνω πού απελπιζότανε νιώθοντας τό νερό νά περονιάζει τό καββάδι του, αγνάντεψε ζερβά, σέ μικρό λόφο, ανάμεσα στην καταχνιά της βροχής, Ινα χτίριο μέ παράδοξη άρχιτεχτονική.

Κατά κεί τράβηξε. Δέν καταλάβαινες άν κατοικοϋσαν μέσα άνθρω- ποι" έμοιαζε ερείπιο. Μεγάλη καΐ πολύπλοκη οικοδομή, μέ μάντρα μισογκρεμισμένη γύρω. Ινα σμάρι χαλάσματα μέσα, μικρά καΐ μεγάλα, παράθυρα ψηλά, μέ καμάρες. Μοναστήρι φράγκικο παρατημένο έμοιαζε. Άπό κοντήτερα, ξεχώριζες στους τεφρούς πέτρινους τοίχους άχνάρια φωτιάς. Βάτα και ρείκια τό είχανε πνίξει γύρω, τό χορτάρι βλάστησε ακόμα καΐ στους αρμούς του μέσα, τά δέντρα τοΟ αυλόγυρου θεόρατα, γηραλέα, γνέφανε γυμνά. Μονάχα Ινα ήσυχο ποταμάκι, αγκαλιάζοντας τά ριζά τοΟ λόφου, φλοίσβιζε χαρούμενα, ά'^ύποτιχο λές γιά δλη τούτη τή μόνωση καΐ τήν ακινησία.

Σέ λίγο, δρασκελώντας μέ τόν Άστρίτη τους θάμνους, τό παι- δάριο ανηφόριζε τήν πλαγιά. Γύρω στή μάντρα Ινα μονοπάτι έτρεχε, κι αυτό ακολούθησε ψάχνοντας νά βρει μιά πόρτα. Περνώντας κάτω άπό Ινα μικρό παραθύρι καγκελωμένο, άκουσε μέσα κουβέντες. Κοντοστά- θηκε νά ξεχωρίσει τΙς φωνές, μά δέ μπόρεσε. Πιό πέρα, τοΟ μύρισε καπνός. Λοιπόν τό ρημάδι τοΟτο εϊταν κατοικημένο . . . Μ' αγαλλίαση κρυφή, αύτιάστηκε τό τρίξιμο φωτιάς" ζεστό φαϊ εύώδιαζε τόν δγρό αέρα, καΐ πίσω άπό μιαν αγκωνή τοΟ τοίγου μιά πόρτα ξεκοβόταν θολωτή, φαρδειά.

Πέζεψε, χτύπησε, καΐ σέ λίγο άκουσε τήν κλειδαριά νά τρίζει.

ΕΙτανε πανδοχείο. Στή μεγάλη αυλή πού μπήκε, σέ υπόστεγα μέσα, άλογα καΐ μουλάρια στέκονταν δεμένα. Ό βρεμένος σανός, ή φουσκή, ή καπνιά, πύκνωναν τόν αέρα. Δυό-τρεΤς δοΟλοι πηγαινόρ• χονταν κουβαλώντας κουβάδες μέ νερό, κούτσουρα γιά τΙς φωτιές, παρ- δαλά κρεββατοστρώσια. Στόνκαινουργιοφερμένο δέ δώσανε τιροσοχΎ]. Ή γυναίκα πού τοΟ είχε ανοίξει, τόν οδήγησε δίχως κουβέντες στή μεγάλη σάλλα τοϋ ισόγειου δπου είταν τό μαγερειό. Ένας δοΟλος μικρός πήρε τόν Άστρίτη.

103

Στην πελώρια χάμαρα που μπήκε δ Σ•^ουρ6ζ τρώγανε δυό συντρο- φιές ξένοι. Λυδ- τρεις μοναχικοί ταξιδιώτες, καθισμένοι στις γωνιές, πίνανε και ρεμβάζανε πίσω από τα σύννεφα της καπνιας πού σούρωναν από τό πυρομάχι. Οί φωνές ακούγονταν μπερδεμένες καΐ θαμπές ανά- μεσα στό τσιτσίρισμα τοΟ τηγανιού και στο κρουνέλιασμα της ^ρογτίζ άπ' εξω. Τρεις φραγκοκαλόγεροι, καθισμένοι καταμεσίς, κουβέντιαζαν μ' εςαψη μεθυσμένων κι ανακάτευαν στην κουβέντα τους λατινικά.

Κάϋησε σέ μια γωνιά καΐ πρόσταξε να τοΟ φέρουνε να φάει.

Ειτανε ξεθεωμένος άπό τόν κόπο, τη νύστα. "Γστερα από τόν νευ- ρικό ύπνο της φυλακή:, πού τοΟ είχε τσακίσει τα μέλη σαν πορεία σέ τόπους άβατους, δεν είχε γείρει ουδέ στιγμή τό κορμί του να ξαποστά- σει. Τ' ολονύχτιο ταξίδι, ή αγωνία, ή υπερδιέγερση, ανάδιναν τώρα μούδιασμα άποκαρωτικό και τόν έδεναν ασήκωτα πάνω στό σκαμνί. Μέ κόπο υπεράνθρωπο στύλωνε τα ματόφυλλά του για να μπορέσει να φάει. Τό χέρι του τό ένιωθε μολυβένιο, ή απλή κίνηση άπο τό σκουτέλι στο στόμα τόν τσάκιζε. Σηκώθηκε σερνάμενος καΐ ζήτησε δωμάτιο για ΰπνο.

Τόν ανέβασαν από σκάλες στενές, στριφτές, σέ δώματα άδεια καΐ σκοτεινά πού μύριζαν κλεισούρα καΐ μούχλα. Πέρασε άπό κάμαρες με- γάλες κ' έρημες, κρύες σάν τάφους, δπου τό φώ: στάλαζε λειψό, άπό τα χαλάσματα τής σκεπής. Ακολουθώντας τί-ν οδηγό του, ενα παιδί ξυπόλητο πού κρατοΟσε λυχνάρι, άκουγε τά βήματα του ν' αντιβουίζουν στους τοίχους καΐ συλλογιζόταν μηχανικά πώς, αν θάθελε νά γυρίσει πίσω \ιοΊχγ^ος, δέ θά κατόρθωνε ποτέ νά βρει τό ^ρό[\ο. Τέλος, σέ κάποιο πάτωμα ψηλότερο, είδος σοφίτα, ό οδηγός σταμάτησε. Έσπρω- ξε μιά πόρτα κι 6 Νικηφόρος μπήκε στην κάμαρα.

Τό κρεββάτι εϊταν στη γωνιά, δίπλα στό παραθύρι. Πήγε ολόισια εκεί καΐ κάθησε. Δέν είχε τή δύναμη οϋτε νά γδυθεί, ούτε νά πάρει απόφαση, ούτε νά σκεφτεί τί θάθελε νά κάνει. Τό παιδί σφάλησε τήν πόρτα, έφυγε. Άπό τό παραθύρι έμπαινε φως σταχτί, σκυθρωπό, ή μέ- ρα εξω είχε νεκρικά χλωμιάσει. Είταν μεσημέρι κ' έμοιαζε αο()ρο'^κο.

"Αφησε τή ματιά του νά χωνέψει στην απεραντοσύνη τοΰ υπαίθρου, στον ί•ζερ\χ.ο^ο κάμπο πού τόν βάθαινε φανταστικά ή καταχνιά της βρο- χής. Συλλογίστηκε σκοτεινά, γιά τόν Ιαυτό του, πώς είναι μιά ύπαρξη χαμένη μέσα στό θολό τοΰτον κόσμο, δίχως σκοπό και δίχως νόημα. Αναρωτήθηκε ψυχόρμητα γιατί άρα^ε δλα τοϋτα νά '([ίοίχ7λ -^ΰρίώτοΜ, γιατί νά βρίσκεται εδώ κι οχι άλλοΟ, γιατί νά υπάρχει. "Εγειρε στό προσκεφάλι καί, προτοϋ κλείσει τά μάτια, τοΰ φάνηκε πώς ίγ.ο\ίξ.\. δίπλα, πίσω άπό τό φάρσωμα τοΟ τοίχου, δυο ξένες φωνές, άντρίκιες, νά κουβεντιάζουν ζωηρά, μ' ένταση αφόρητη μέσα στη χνουδωτή ησυχία.

Ό αποσταλμένος έφυγε χτες τή νύχτα άπό τό Μυτζηθρά, έλεγε ή μιά. "Αν πηγαίνει στην Ανδραβίδα, θά περάσει σίγουρα άπό δώ.

Αγναντεύω τον κάμπο άπό τό πρωί. Λέ φάνηκε πουθενά κα- βαλάρης . . .

νους του δε δούλευε Είταν αδύνατο. Τά λόγια πού άκουγε γρά- φονταν θαρείς πάνω σέ αμμουδιά πού τή γλύφει ευθύς το κΟμα.

Το νοϋ σου ! "Αμα ανοίξεις τή γραφή πού κρατάει, θά ίδεΤς. Έχει δυό σταλαματιές αίμα στην απάνω γωνιά.

104

"Αφησε πρώτα νάρθει. Έδω θα σταθεί. Κι άν 6 Μεγάλος Αφέντης θελήσει να . . . Αποκοιμήθηκε.

Βρόντοι απανωτοί, επίμονοι, τόν ξυΓίνησαν. "Ανοιξε τα μάτια του σιγά - σιγά, μέ μακάρια νάρκη, κ' είδε πρώτα πώς είτανε νύχτα. Άπό τό παραθύρι Ικεΐνο άπ* δπου πρΙν Ιμπαινε τεφρό κι 3ί.χοΊο τό φως της βροχερ-^ς ημέρας, τώρα μια κρουσταλλένια άχτίΟα φεγγαριού σαΐτευε τό πάτωμα. Ξανάκλεισε τα μάτια του χαμογελώντας δίχως λόγο κι ανα- θυμήθηκε τΙς κουβέντες της διπλανής κάμαρας. Παράδοξο. Αέν τόν τρό- μαζαν καθόλου. Τό αποσταμένο του κορμί σα να χαιρότανε τώρα τό και- νούργιο χο\ϊτο ενδεχόμενο κάποιου νέου κινδύνου, καΐ τό φωσφοριστό αίμα πού έσφυζε στΙς φλέβες του άναζητοΟσε τήν ν-'ν^ηοη, τήν άσκηση, τό τρέξιμο, σα νεαρό πουλάρι.

Ξαναβρόντησαν. Κάτω, μπροστά στην αυλόπορτα, συνοδία μεγάλη φαίνεται πώς είχε σταματήσει. "Ακουγε άΐο^α. νά χλιμιντρίζουν, πέ- ταλα νά χτυπούν ανυπόμονα στό νοτισμένο χώμα, κουβέντες πλήθιες κι ανάκατες. Κάποιος ξεφώνισε κάτι, σέ γλώσσα φράγκικη.

Τά σίδερα της αυλόπορτας έτριξαν καΐ στην καμάρα τοΟ παραθυ- ριού αντιφέγγισε ή λάμψη ενός δαυλού.

Αδιάφορος αύτιαζότανε τώρα τΙς φωνές πού άρχισαν νά δυναμώ- νουν καΐ νά οργίζονται. Γύρευαν άλογα, Ιρχονταν από μακρυά' τά ζώα τους είχαν κουραστεί, λοιπόν θά τ' άφηναν στό στάβλο τοΰ πανδοχείου καΐ θά συνέχιζαν τό δρόμο τους μέ νέα καΐ ξεκούραστα, "Ηθελαν, μέ τήν αυγή, νά βρίσκονται στην Καλαμάτα.

Μιά φωνή άντρίκια, βραχνή, τους αποκρινόταν μέ σεβασμό τρο- μαγμένο, σέ γλώσσα ρωμέϊκη. Άπό τήν άλλη μεριά οί φωνές μπερ- δεύονταν, δμως εϊτανε μιά πού ξεχώριζε μέσα σ' δλες τΙς άλλες, βαρειά καί σκληρή, μιλώντας τά ρωμέϊκα μέ προγορχ ξένη. Ξάφνου '^ρο^το- φώνησε :

Αέν έχεις νά δώσεις φαριά, αναθεματισμένε, στην πριγκηπέσσα τΫ)ς Αχαίας καΐ στους καβαλάρους της !

Ό Σγουρός ανασηκώθηκε στον αγκώνα του. «Έ πριγκηπέσσα της Αχαΐας». Είταν αύτη λοιπόν πού τοδλεγε ό Ίλαρίωνας . . .

"Εκανε νά σηκωθεί, γεμάτος περιέργεια, καΐ νά κοιτάξει εξω, δταν κάποιος ακούστηκε νά τρέχει στην πόρτα του, στάθηκε, άνοιξε μέ φού- ρια, καΐ τό παιδί πού τόν είχε φέρει τό μεσημέρι εδώ, μπάζοντας τό μούτρο του τό τρομαγμένο :

Αφέντη, λέει αγκομαχώντας, αφέντη ! . . . Θά σοΰ πάρουνε τό φαρί σου άπό τό στάβλο. Είναι ή κυρά- Ζαμπέα μέ τους καβαλάρους της.

Τό φαρί του ; Τί έκανε λέει ; . . . Ποιος είν' αυτός πού διανοή- θηκε . . "Οχι πρίγκηπας νάναι, δχι βασιλέας, μα κι αυτοκράτορας μα- κάρι, δέ θά κοτήσει ν' απλώσει χέρι, γιατί, μά τήν Άγια Μετάληψη . . .

"Εσφιξε στή χούφτα του τή λαβή τοΰ σπαθιού του καΐ χύμηξε στό παράθυρο. Τ' άνοιξε, έσκυψε έξω.

Τουλάχιστον ε'ίκοσι κατάφραχτοι Φράγκοι ιππότες είτανε σταμα- τημένοι μπροστά στό πανδοχείο. Καβάλα στ' άλογα τους πού χλιμίν-

105

τρ^ζαν ανάκατα καΐ βροντούσανε τό πέταλο στή γη, μοιάζανε δγκοί σι- δερένιοι, ατράνταχτοι Κάτω άπό τό φΟς τοΟ φεγγαριοΟ στραφτάλιζαν τα κράνη τους, οί αρματωσιές, καΐ πάνω στΙς λόγχες τους τΙς δρθιες άνάβανε παίζοντας θαμπωτικά πράσινα αστέρια.

Στάθηκε σαστισμένος. Ή γενιά πού είχε ξεπετάξει τέτοιους άντρες πελώριους, τελώνια πού πατούσανε στό χώμα καΐ ρίζωναν, δίκαια δυ- νάστευε τούτη τή γη. Στή φεγγοβολή τοΰ δαυλοΟ πού ξαναπρόβαλε, τα πρόσωπα τους τά κλειστά αντιφέγγισαν μέ κοκκινωπήν 5ψη. Ζήλεια κρυφή, φθόνος ανήσυχος κέντησε τήν καρδιά τοΟ παιδάριου και τοΟ άναψε τά μάτια. Τους μισοΟσε, καΐ τους θαύμαζε . . .

Σήκωσε τά μάτια του πέρα άκό τά κράνη καΐ τΙς λόγχες. Ξάφνου, μ* 2να χτύπο δυνατό, ή καρδιά του σταμάτησε. Τά χείλη του πανιά- σανε, πιάστηκε από τό περβάζι τοΟ παραθυριού γιά νά μή γονατίσει.

Πιό πέρα άπό τους καβαλάρηδες, μονάχη, πάνω στό φαρί της τό κάτασπρο, μιά νεαρή αρχόντισσα εϊτκν σταματημένη. Ό μανδύας της, πού κρεμότανε βαρύς στά πλευρά τοΟ άλογου, τύλιγε τό κορμί της μέ μεγά- λες, απλόχωρες πτυχές. "Ομως, μέσ' άπό τό βελουδένιο τούτον κάλυκα, Ινας μακρόμισχος λαιμός υψωνόταν, άσπρος καΐ ίσιος σάν τό σπαθί, λιγνός κ' ευαίσθητος καθώς ό κρίνος. Τό πρόσωπο της τό Ύίρε^, πού είχε τά ματόφυλλα χαμηλωμένα, ό Σγουρός τό αναγνώρισε . . . Έφερνε στό νοΟ του μιά μυστική ταραχή, σάν όνειρο μαντικό, σημάδι βουβό τοΟ μοιραίου. Αύρα όρθρου μακρυνή φτερούγισε γύρω στά ρουθομνια του, μύρο θαλάσσιο, της πατρίδας.

Σιωπηλή κι ασάλευτη, συντροφεμένη άπό τους ίππότες της κι δμως μονάχη, στεκότανε παράμερα, τυλιγμένη στά ζαφειρένια πέπλα της σε- λήνης, ή πριγκηπέσσα 'Ιζαμπώ.

106

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΞΟΡΙΣΤΕΣ

ΙΤΑΝΕ κόρη των Βιλλαρδουίνων. Πάνω στό κρεββάτι πού γεννήθηκε, στην καρυδένια κορνίζα τ* οδρανοΟ του, εϊτανε σκαλισμένο §να οίκό- σημο. Χρυσό, είχε μαΟρο σταυρό στη μέση, άγκυρωτό, κ* οί άκρες του διχαλώνονταν αϊ φιδοκέφαλα μ' ολοστρόγγυλα χρυσά μάτια.

Οί γυναίκες πού παραστέκανε τή λεχώνα, πήρανε τά νιογέννητο, περάσανε στη διπλανή κάμαρα κρατώντας το μ' άπειρη προφύλαξη, και τοΟ φορέσανε πάνω στΙς φασκιές μεταξωτό λαδίκι μέ κεντημένο τό οίκό- σημο τοϋ πριγκηπάτου. Σαν ξαναφέρανε στή μητέρα τό παιδί, βαδί- ζοντας στη σειρά, μ' ιερατική τάξη, εκείνη άνοιξε τ' άτονα μάτια της καΐ ρώτησε ψιθυριστά, σέ γλώσσα ρωμεϊκη :

107

Τί γένος είνα^ ;

Κοράσι, δέσποινα μου . . .

Ή "Αννα Άγγελίνα Κομνηνή ξανάκλεισε τά ματόφυλλά της. Τα χλωμά της χείλη πεταλούδισαν ανάλαφρα, σαν άπά κρατημένο λυγμό ή μυστική προσευχή, καΐ τά μακρουλά της δάχτυλα, πού φέγγιζαν ξεμα- τωμένα, αναδεύτηκαν ψαχουλευτά πάνω στό κρεββατοστρώσι.

Δώστε τό μου.

Τ' άπιθώσανε δίπλα της. Γύρισε αργά, μέ κόπο, τό κεφάλι, τά κοί- ταξε, καΐ δυό κόμποι δάκρυα κυλήσανε στ' άσπρα μάγουλα της.

Ή νύχτα εϊταν ζεστή, νύχτα τοΟ καλοκαιριοΟ. Στους λαμπαδοστά- τες οί φλόγες στέκονταν ασάλευτες καΐ μακρουλές, ελαστικά ψηλώνον- τας στην ξέπνοη ατμόσφαιρα. *Από τό ανοιχτό παράθυρο, δ μεγάλος φεγγαρόλουστος κάμπος έστελνε τή βαρυμυρωμένη ανάσα του, μεστή άπό αλμύρα τοΟ πελάγου καΐ λιγόθυμο μύρο μελισσόχορτου. Άχνα δια- νεύοντας μέσα στΙς φεγγαρίσιες τΙς αχτίδες, ήρθαν οί Μοίρες να μοιρά- νουν τή νιογέννητη Ισαβέλλα, κόρη τοΟ Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, πριγκηποπούλα της Αχαΐας.

'Ωστόσο, Ιξω άπ6 τήν κρεββατοκάμαρα, §νας άντρας καρτεροϋσε, ανυπόμονα βηματίζοντας. Είτανε ^ηΧό-κορμος, πλατύστερνος* σέ κάθε άκρη τοΟ διαδρόμου στεκότανε μιά στιγμή, καΐ τότε τά βαρειά του τά ποδάρια λές καΐ ρίζωναν, ασήκωτα. Γύριζε τό κεφάλι του κατά τήν πόρτα της λεχώνας, τήν κάρφωνε μέ τό μάτι. ΚΟμα ηορψμρό πλημμύ- ριζε τότε τό πρόσωπο του, κ' ή οργή γιά τήν άργητα Ικανέ νά σιγο- τρεμου•^ τά πηχτά του χείλη, πού ανάμεσα τους πρόβαλλε 2να δόντι άσπρο καΐ χοντρό.

Τέλος ή πόρτα άνοιξε καί, στό φως τοΟ αδύναμου λύχνου, φάνηκε ή μορφή ενός ά'^^ρώπου ξερακιανοΟ. 'Αντίκρυσε τό καρφωμένο πάνω του κυρίαρχο βλέμμα, ταράχτηκε. "Γστερα Ιγνεψε μ' έγκαρτέρηση δουλική, χαμηλώνοντας τά μάτια του.

Κοράσι, μεγαλότατε αφέντη! μουρμούρισε.

Ό Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος δέν είπε τίποτα. Τό μέτωπο του μο- νάχα κοκκίνισε, καθώς κι ό φαρδύς του 6 σ6ίρ•Λος' τά μάτια του θαμ- πώσανε μιά στιγμή, ξαστερώσανε πάλι σάν αγριεμένα γιά τήν πρόσ- καιρη τούτη αδυναμία. Γυρίζοντας όλόκορμος τή ράχη, βγήκε μέ βήμα βί<ρύ στό λιακωτό.

Ε!τανε χτισμένο ψηλά και δέσποζε, πάνω άπό τό κάστρο, ολάκερο τον κάμπο. Στον γαλακτωμένο αέρα οί επάλξεις ξεκόβονταν μαΟρες, δόν- τια ανάστροφα. Ζύγωσε, στηρίχτηκε στον αγκώνα του καΐ στάθηκε νά κοιτάζει τή χώρα τούτη, τήν ωραία καΐ πολυπόθητη, τή χώρα πού άφοΟ μιά φορά τήν είχε καταχτήσει 6 σταυροφόρος πατέρας του, αναγ- κάστηκε νά τήν κερδίσει πάλι, γιά δεύτερη φορά, αυτός, μέ τό σπαθί του.

ΙΙίσωθε, αμίλητοι, στέκονταν οί ιππότες της ακολουθίας.

Κοίταζε ό Γουλιέλμος 6 Βιλλαρδουΐνος τήν Καλαμάτα ξαπλωμένη μπροοτά του άσπρη κι ατάραχη, νά κοιμάται αγκαλιασμένη άπό τήν ξε- ροποταμιά, κοίταζε και τή θάλασσα αντίκρυ πού σπίθιζε τρεμουλιάζον- τας κάτω άπό τή μαγγανεία τοϋ φεγγαριοΟ. Κοίταξε αριστερά τόν ορθό Ταύγετο, πού τόν χώριζε άπό τή χαμένη γιά πάντα Λακρεμονία καΐ

108

τ* ωραίο του κάστρο τοΰ Μυτζηθρδ. Κοίταξε καΐ στό βάθος τή γλώσσα τΫ)ς στεριάς πού φεύγει Ισια μπροστά, χάνεται στην καταχνιά τοϋ ορί- ζοντα μέ τή Μεθώνη καΐ τήν Κορώνη. "Εσκυψε τό κεφάλι του κ' ένοιωσε γύρω του, σα ζωντανές υπάρξεις, να τόν καλοΟν όλοΟθε οι χώρες πού είχε κερδίσει, οί χώρες πού έχασε δταν χαμοκυλίστηκε ξεσελλωμένος στάν κάμπο της Πελαγηνιάς άπό τό νικηφόρο στράτευμα τοϋ σεβαστο- κράτορα Ιωάννη. Σφίχτηκε ή καρδιά του \ίκροατόί στ* δράμα τοΰχο τδ ζωντανό, καΐ τ* άλλο, τό ιδεατό, ολάκερου τοΟ λεβέντικου τόπου τοΰ Μοριά, πού κομμάτι κομμάτι, ψίχουλο τό ψίχουλο, ξέφευγε μέσ* άπό τό στιβαρό του χέρι.

Κ* ή ψυχή του σκοτείνιασε γιά πάντα κείνη τή βραδυά στή σκέψη πώς, άφοΰ είχε στεφανωθεί μάταια ίσαμε τώρα τρεις γυναίκες, \ηζο• ρεΤ και νά εϊταν γραφτό ή βασιλίκια τούτη χώρα πού τοϋ απόμενε, να βρεθεί αύριο ορφανή, δίχως αρσενικό διάδοχο κι αφέντη . . .

Άπό τό ϊδιο τοΟτο λιακωτό πρωταντίκρυσε κ' ή "Ισαβέλλα τή θά- λασσα ίίστερα άπό λίγα χρόνια.

Είταν πχιδί ευαίσθητο, μέ θωριά άλαμπη καΐ βλέμμα θαμπό. Α- νάμεσα στΙς γυναίκες της κούρτης πού τήν τριγύριζαν πάντα στΙς με- γάλες καΐ βουερές κάμαρες τοΟ κάστρου, ξεχώριζε μέ τήν ακινησία της. τήν πρ6(Λρη σοβαρότητα. Καθισμένη πλάϊ στό θρονί τής μητέρας της, άφηνε τή μικρότερη αδερφή της, τή Μαργαρίτα, νά παίζει μέ τις κοΟκλες πού τής φέρνανε, κι αυτή στύλωνε τα μάτια της στό πλακό- στρωτο, σα ν* ακροαζότανε τους άλλους νά ζοΟν, ή σά νά βυθιζόταν σ* άφηρημάδα. Πλήθιο καΐ κελαϊδιστό ανέβαινε γύρω τό κουβεντολόι άπό τΙς αρχόντισσες• πίσω άπό τους αργαλειούς ή τά τελλάρα, τά πνι- χτά γέλια σπαθίζανε μ* αστραπές ασημένιες τό μουχνό βουητό. Άπό τά ψηλά καΐ στενά παραθύρια μέ τό χοντρό μουράγιο, δ εφηβικός ήλιος τής Μεσογείου τόξευε τ' αφράτα μαλλιά ξανθά, μαΰρα, καστανά , τους άσπρους σβέρκους, τά λαμπερά δόντια. Κ' ή 'Άννα Άγγελίνα ή Κομνηνή, ακούγοντας μηχανικά τΙς μαργιόλες ιστορίες πού διηγόνταν κοκκινίζοντας, ξεκαρδισμένες, οί πιό τολμηρές, χαμογελούσε μέ συγκα- τάβαση, χαμηλώνοντας πάνω στό έρχόχειρο τά μάτια της, τά μεγάλα καΐ κουρασμένα.

Τό ν.άοτρο εϊταν ϊρΥΐ\).ο άπό άντρες ολοχρονίς σχεδόν. Ξέχειλος άπό μανία εκδίκησης, λαβωμένος στην περηφάνεια του τήν αδάμαστη γιά τήν αιχμαλωσία του άπό τόν Μιχαήλ τόν Παλαιολόγο, ό Βιλλαρ- δουΐνος είχε ξεσηκώσει τους βασσαλους του, βαρώνους, φλαμπουριάρη- δες κ' ίππότες, κ' ίφερνε βόλτες σά θεριό ά'^•η\ιζρο τό Μοριά, χτυπών- τας πότε έδώ, πότε έκεΐ τά φουσάτα τοΟ Ρωμιού βασιλέα. Αβέβαια κι αντιφατικά φτάνανε τά μηνύματα, άλλοτε πώς βρίσκεται εξω άπό τή Λακρεμονία, άλλοτε πώς Ιχει στήσει σέντζιο τοΟ Μυτζηθρά, κι άλλοτε πώς κατηφορίζει κατά τή Μονεμβάσα. Άπαυδημένες άπό τήν απαν- τοχή οί αρχόντισσες, στερημένες γιά ολάκερους μήνες, γ^ρόνοος, τήν αγκαλιά τοΰ άντρα, ξέδιναν μέ τό νοΟ τους τόν άψύ σέ φαντασίες πυ- ρετικές, όνειρα σκανταλιάρικα καΐ κούφια. Κ' οί τροβαδούροι, οί με- νεστρέλοι, οί ζογκλατόροι, φερμένοι πάνω σέ καράβια θαλασσοδαρμένα, άλαργοτάξιδα, άπό τή μακρυνή χώρα τής Φράντσιας, τους τραγουδοΟ-

109

σαν αδιάκοπα τα βάσανα τοΰ Τριστάνου καΐ τοΰ Λανσελότου τ^ θάνατο τοΟ γενναίου Ρολάνδου στό Ρονσεβώ, τους πόνους τοΟ άγιάτρευτου Ιρωτα καΐ τήν απέραντη θλίψη των αιώνιων πολέμων.

Ανάμεσα στον κόσμο τοΟτο, τδν Εδρωκοπημένο μυστικά άπό κρυ- φές λαχτάρες, πέρασε τά παιδικά της χρόνια ή πριγκηποπούλα Ισα- βέλλα. Στην δψη της είχε πάρει τή θαμπή άσπράδα τής Ρωμκχς μητέ- ρας της, τά βαθυκάστανα μαλλιά της κι ακόμα τή λιγνή κι ολόρθη εκείνη κόψη τοϋ λαιμοΟ πού άργολύγιζε μ* αρμονική ευγένεια καΐ χά- ρη. 'Από τό Φράγκο πατέρα της είχε τά μάτια, τά γαλανά. "Ομως, στά πρώτα παιδικά της χρόνια, 6 λιγνός λαιμός καΐ τά ουρανιά μάτια δίνανε στή θωριά της κάτι τό άτο^/ο καΐ τό αχνό, τό στερημένο σχεδόν άπό όγεία.

Ό Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος, τΙς σπάνιες φορές πού τήν Ιβλεπε, συλλογιζόταν πώς ή κόρη τούτη, ή τόσο ξένη γι' αυτόν, εϊτανε σύμβολο ζωντανό, θεόσταλτο, τής παρακμής τοΟ γένους του πού αρχίζει . . .

Τό -/.άοτρο της Καλαμάτας είναι Ινα καλοδουλεμένο πε<ιράδι, καΐ τό ζυγιάζει ανάλαφρα στην άκρη της ανοιγμένης του παλάμης ό κάμπος ό μεσσηνιακός. Δέν Ιχει τίποτα άπό τό άγριωπό άποτράβηγμα τών άλ- λων κάστρων τοΟ Μοριά. Δέ στέκεται κουρνιασμένο μισάνθρωπα στην άητοράχη ενός βουνοΟ, νά δυναστεύει μέ σκελεθρένιες βίγλες μιά χώρα υποταχτικά ζαρωμένη στά ριζά του. Προβάλλει μαλακά φουσκώνοντας τήν καρπερή γή, ανασασμός μαστού εύχυμου, ρόγα σπαρταριστή πάνω στή μητρική της ώρα.

*Από τό λόφο τούτο λοιπόν ή Ισαβέλλα πρωταντίκρυσε τή θάλασσα. 23άν κάτι νά τής Ιλεγε πώς τό γαλανό στοιχείο θά παίξει ρόλο στή ζωή της.

Ξεφεύγοντας άπό τις κάμαρες πού μέσα κελαϊδοΰσαν οί αρχόντισ- σες, ερχότανε τά βράδυα, πατώντας αθόρυβα, νά σταθεί στό άνοιγμα της τάπιας. Αντίκρυ, πλατειά κ' επίπεδη ξαπλωνόταν ή θάλασσα, αλλάζον- τας μέσα στΙς φευγαλέες ώρες τής ημέρας άπειρα χρώματα, χίλιες θω- ριές, θεόρατο μάτι τελωνίου πού παιζολάμπει γιά νά μαγνητίσει τήν τροφή του. Ό ήλιος, μπάλλα σύφλογη, κατέβαινε δίχως φώς στή δύση• κάποιες καμπάνες απόμακρες, ερημικές, σάν ^κουδουνίσματα κοπαδιού στό βραδυασμένο λόγγο, σημαίνανε ρεμβαστικά τόν ερχομό τής εσπέρας. Τά πρώτα φτωχά λυχνάρια τοΟ λαδιού, σκόρπια, κάτω, στή λευκή πο- λιτεία, παλεύανε μέ τΙς σκιές τής νύχτας πού κατέβαινε. ΚαΙ πίσω, στΙς πέτρινες θολωτές κάμαρες τοΰ κάστρου, δπου ο£ γυναίκες είχανε τώρα κρατήσει τΙς ανάσες τους, οί άργοΙ τόνοι ενός λαγούτου, συνο- δεύοντας τό μοναχικό τραγούδι κάποιου τροβαδούρου, προβοδίζανε ρυ- θμικά, μακρόσυρτα, τήν ανώνυμη μέρα πού Ιφευγε μέ βήματα βελουδέ- νια πάνω στό βραδυασμένο πόντο.

*Αμίλητη, δίχως ανάσα, ή Ισαβέλλα κοίταζε. Ή θάλασσα τούτη, πού τής είχε πρώτη ρίξει 2να γαλανό βλέμμα πάνω στην παιδική της τή ζωή, άσημωτή τά πρωινά, μαβιά τά μεσημέρια, άσπρη σά γάλα τ* ά• πόβραδα πότε παιχνιδιάρα, πότε αφρισμένη, πότε σκυθρωπή σά νά τραβοΟσε τήν ύπαρξη της. Κοντά της, στό αμμουδερό ακρογιάλι, είχε γνωρίσβι τΙς πρώτες της χαρές. ΕΙταν τά αίθρια πρωινά, σάν ή μεγάλη

110

συνοδία άπό αρχόντισσες παλατιανές κατέβαινε στό γιαλό για περί- πατο. Καβάλα σέ μοΟλες άσημοκούδουνες περνοΟσαν τήν πολιτεία, ανά- μεσα σέ δυά γαϊτάνια βουργησέους που χάζευαν αμίλητοι. ΓελοΟσαν οί αρχόντισσες, ξεφώνιζαν μέ τάχα τρομαγμένο νάζι, καΐ τα νιάτα τους, περονιασμένα άπό τή μαυλίστρα τή λιακάδα, άηδονούσανε στό διαμαν- τένιο αέρα μέ τιτίβισμα πλήθιο, παλαβό.

Τα παιδόπουλα, βαδίζοντας μέ χάρη δίπλα στΙς κυράδες, κρατοΟ- σαν τα ρίτενα, τΙς βοηΟάγανε μ' ερωτιάρα προίΐογ^^ να σκαρφαλώσουν στήσέλλαήνά πεζέψουν. "Εγερναν εκείνες, μαργιόλες, κι άκουμπούσανε τή μαλακιά τους τήν παλάμη στους ώμους των παιδιών. Φευγαλέα, πο- νηρά, τους χαϊδεύανε μ' άφροντισιά σοφή τα σγουρομάλλα στό σβέρκο. Κ' ο( διαβάτες, σταματώντας στά πλάγια τοΟ δρόμου εκστατικοί, γεύον• ταν μέ τα μάτια τ' ανάλαφρο τοΟτο όνειρο πού περνούσε.

Δέν τήν ξιππάσανε τα πρώτα μηνύματα τοΟ §ρωτα, σάν τόν μάντεψε να στήνει ολόγυρα της τα πλεμάτια του. Μαζί μέ τα τραγούδια τών με- νεστρέλων, τα σπάνια τορνέα καΐ τΙς εκδρομές για κυνήγι, εϊτανε κι αυ- τός Ινα μέσο, μια σιωπηλή σύμβαση, πού να κάνει λιγότερο πληχτική τή ζωή τοϋ κάστρου. Τόν άποζητούσανε σάν αγιασμό στή δίψα οί κυρά- δες• άλαφροπαίζανε μαζί του γιά νά ξεκουραστούν οί ίππότες δταν ξεν- τύνονταν τά σιδεράρματα. Εϊτανε κάτι συμφωνημένο, δεχτό ανεπίσημα, καΐ γιά τοΟτο τυπικό, δίχως ξέχωρη γεύση. Εκείνη, είταν απίστευτα σεμνή. Τά πρώτα ροδίσματα στά άλλοτε τόσο άσπρα μάγουλα της θα- ρεΤς κι ανέβηκαν μέ τΙς πρώτες άχνες της '^τροπ^]ς. Χαμήλωνε τά μά- τια της, καθώς τό συνήθιζε κ' ή μητέρα της, ή "Αννα *Αγγελίνα, καΐ τήν ήβη πού άρχιζε νά τής ζωντανεύει πίσω άπό τά ματόφυλλα, δέν τήν υποπτεύτηκε κανένας. "Αλλωστε δέν πρόλαβε νά καλοξυπνήσει* τήν ξαφνιάσανε στον Οπνο της.

Εκεί, στή μεγάλη σάλλα τοΟ κάστρου, δπου Ιφεγγαν οί λυχνοστά- τες κιτρινωπά, στή σάλλα της βεγγέρας γιά τήν πριγκηπική οικογένεια και γιά τό παλατιανό άρχοντολόϊ, μπήκε απόψε ό Γουλιέλμος Βιλλαρ- Ζο\)ΐ•νος χαρούμενος καΐ ζωηρός. Τό πρόσωπο του, τό τραχύ, τό σπαθι- σμένο άπό τή σκληρή ζωή τών πολέμων, χαμογελούσε. Είχε νά χαμο- γελάσει χρόνια ό πρίγκηπας μέ τέτοιο λαμποκόπημα. Κάθησε αναστε- νάζοντας μ' ανακούφιση στό αφεντικό θρονί και κοίταξα τήν Ισαβέλλα. Ερχόταν ή άνοιξη καΐ τό μεγάλο τζάκι είχε σβήσει. Καθισμένη πάνω σέ κεντητό μαξιλάρι, κατάχαμα, ή πριγκηποπούλα χάιδευε αφαιρεμένα τή γάτα. Δίπλα, τήν Ισκεπε μέ τή σκιά της ή μητέρα της, άπό τό δικό της τό θρονί. "Εγνεθε ή "Αννα Κομνηνή και κάπου -κάπου αναστέναζε, καθώς τό είχε συνήθειο.

Ίζαμπώ, λέει ό πρίγκηπας κοιτάζοντας μ' άγνωρη Ισαμε τώρα τρυφερότητα τήν κόρη του. Μεγάλωσες !

Δέν τοΟ αποκρίθηκε. Σήκωσε μιά στιγμή τά μάτια της και τά χα- μήλωσε πάλι. Στην κόψη πού 2κανε ό απαλός της λαιμός μέ τό "{ερμίνο λοξά κεφάλι, μιά μπούκλα καστανή γλίστρησε, ακούμπησε.

Ή "Αννα Κομνηνή σήκωσε κι αυτή τά μάτια της στον αφέντη καΐ τοΟ χαμογέλασε μέ καλοσύνη.

111

Είναι Ιντεκα χρο^^ών, είπε. Σώπασαν.

Άπ' Ιξω, στον περιφερειακό Ιρό\ιο τοΟ κάστρου, κάποιος 'ΐγ.οπός βάδιζε• σίμωνε, ξεμάκραινε. Ένα τραγοΟοι μοναχικό ερχόταν άπό πέρα, τήν έξοχη• τα σκυλιά, σκόρπια μέσα στό σκοτάδι, άλυχτοΟσαν.

Ό Βιλλαρδουίνος σταύρωσε τα χέρια του πάνω στό φαρδύ του στ•Γ/θος, ακούμπησε πίσω τή ράχη του άνετα, κ' Ιτσι, άπό τό υψος της ζωνταν?ίς του προτ^^\ί.Ύιζ, είπε :

Ίζαμπώ, πρέπει να ετοιμαστείς για ταξίδι.

Ή πριγκηπέσσα "Αννα άφησε τα χέρια της να πέσουν στα γόνατα της. Τα μάτια της στηρίχτηκαν στον αφέντη καΐ της πιάστηκε ή ανάσα της. ΠίσωΒέ του στεκόταν όρθιος, μέ τή στυγνή του, μοναστική δψη, ό δ Νικόλαος ΣαΙντ 'Ομέρ, ό μυστικός συμβουλάτορας.

Δε σάλεψε ή *Ιζαμπώ. Μονάχα τό χέρι της, πού χάιδευε τή γάτα, σταμάτησε πάνω στην κίνηση.

Κοιτάζοντας τή γυναίκα του κατάματα, ό πρίγκηπας της Αχαΐας άπόσωσε τή φράση του :

θα παντρευτεί στην Απουλία τόν Φίλιππο ντ' Άνζού, τό γιό τοΟ αφέντη μας.

Αμίλητη ή Ίζαμπώ, άρχισε να χαϊδεύει πάλι τή γάτα.

"Οταν ή βάγια ήρθε λίγο αργότερα, να τήν πάρει γιά ΰπνο, ση- κώθηκε υπάκουη, μέ τήν κλειστή καρτερία πού είχε πάντα, καΐ πήγε να φιλήσει τό χέρι τοΰ πατέρα της. Περνώντας δμως άπό τή• μητέρα της είδε τα μάτια της πριγκηπέσσας κλαμμένα. Έ "Αννα Κομνηνή τήν τράβηξε παράφορα στην αγκαλιά της, τήν Ισφιξε, τή φίλησε μέ πόνο. Νιώθοντας ο^στόσο καρφωμένο πάνω της, βαρύ, τό βλέμμα τοΟ αφέντη, τήν έσπρωξε σιγανά στα χέρια της βάγιας κ' Ισκυψε τό κεφάλι της μ' ανήσυχη ντροπή.

Ό Βιλλαρδουίνος Ιφυγε σέ λίγες ήμερες, πρώτος, γιά τήν Άνά• πόλη. Μπαρκάρησε στή Γλαρέντζα μαζί μέ τήν ακολουθία του, πλήθος ίππότες κι ανθρώπους των αρμάτων. Γεμίσανε δυό γαλέρες, μιά τοΰ πριγκηπάτου καΐ μιά πού είχανε στείλει γιά το\)χο οί βαρώνοι τοΟ Έ- γριπου. Ή απόκριση τοΰ βασιλέα Κάρλου ήρθε λίγον καιρό αργότερα* τή φέρνανε δέκα γαλέρες στολισμένες μέ σαντάρδα μεταξωτά καΐ μέ πλουμιστά στρωσίδια. Σ' αυτές μπαρκάρησε ή Ίζαμπώ μέ τΙς γυναίκες της. Φίλησε τή μητέρα της, τή Μαργαρίτα. Κ* οί γαλέρες κάνανε πανιά.

Άπό τό πέλαγο, τήν ανοιχτή θάλασσα, τή μαβιά, πού τα μάτια της είχανε γιά χρόνια ψαχουλέψει μ* αγωνία, είδε πίσω, στον ορίζοντα, νά σβήνουν σέ τριανταφυλλένιο αχνό τ' αγαπημένα ακρογιάλια τής Ελ- λάδας.

112

■■■■■■■■■

ί ύ^^ >.^.«»»»Μ-».--->Μ^>,»Μ,,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΞΟΡΙΣΤΗΣ II

ΑΞΙΔΕ1ΑΝ μέρες καΐ νύχτες, μέρες καΐ νύχτες, πάνω σε μια θάλασσα ταρα- γμένη, πού βροντούσε άφροκοπώντας τα τορνεμένα πλευρά των καραβιών.

Τήν ήμερα έβλεπες τό πέλαγο δλο- τρόγυρα να σε τυλίγει καΐ ν' απλώνε- ται ώς πού φτάνει τό μάτι, σμίγοντας τα ούρανοΟέμελα. ΤΙς νύχτες ό φόβος των κουρσάρων ζάρο)νε τΙς γυναίκες στη σκοτεινή κάμαρα τής πρύμης. Μέσ* άπό τά παραθύρια, δ έναστρος ουρανός 'φαινότανε νά ζυγιάζεται μαλακά, πότε φεύγοντας ατόφιος κατά πάνω, πότε κυλο)ντας ^^^ο'^/τ] σπιθάτη προς τήν ά- βυσσο. Τέλος, τήν πέμπτη αυγή, φά- νηκε αντίκρυ νά γράφεται μενεξελιά, φτενή, ή γη της Τταλίας. Ανήσυχη περίμενε ή *Ιζαμπώ, νά ιδεί τους ξένους ανθρώπους πού θάρχονταν νά τήν καλωσορίσουν. Είδε στην αποβάθρα νά προσμένει λαός άπό άρχοντες καΐ κυράδες, στολές βελουδένιες, μεταξωτές, μάλλιες άτσαλόπλεχτες, τόκες χαριτωμένες, φτερά, λόγχες, φλάμπουρα, έρμίνες. Τή ράνανε μέ λουλούδια χαμογελώντας γιορτινά καΐ τήν προσκύνησαν μ' ευλάβεια καΐ μέ χάρη. Στην παραζάλη τοΰ πρώτου αύτοϋ ξυπνήμα- τος μέσα σ' 2ναν κόσμο καινούργιο, θυμάται θαμπά τόν Κάρλο ντ' Άν- ζού, άντρα σαρανταεφτά τότε χρονών, μ' όψη αυστηρή, μεγάλη γέρα- κωτή μύτη, νά τή ζυγώνει αγέλαστος καΙ νά τή φιλεΐ στό μέτωπο μέ τήν τυπική στοργή τοΰ πεθερού καΐ βασιλέα, θυμάται, πιό πίσω, τόν πα- τέρα της, καμαρωτό κι δμως αδέξιο μπροστά στό λίζιο αφέντη του. ΙΙρώτη φορά τόν έβλεπε Ιτσι υποταγμένο, σέ ξένη γη, γυμνωμένον άπό κάθε '^όητρο κι άπό τήν έπαρση τοΰ ιχοΊάργγ}. Κοίταζε κατάματα τό βα- σιλέα του ό Βιλλαρδουίνος καΐ στά χείλη του είχε πήξει τό διακριτικό χαμόγελο της υποταγής. Ό ρήγας Κάρλος ακούμπησε τήν παλάμη του στό κεφάλι της πριγκηποπούλας, τήν άφησε νά τόν προσκυνήσει , κ' ϋστερα, δείχνοντας δίπλα του

άρραβωνιαστικός σου, είπε.

.3 Ή Ποίγκητίίαοα ' Ιζαμηύ

118

Γύρισε τρομαγμένη. Πιό πέρα, \ιπροα':όί σε συντροφιά άπδ νεαρούς παλατιανούς, ανοιχτόχρωμα ντυμένους, Ινα αγόρι ίσαμε δώδεκα χρονών στεκόταν αποστρέφοντας ελαφρά τό πρόσωπο. "Εμοιαζε νάχει κάπου άλλου τό νοΟ του, δμως κρατοΟσε τά μάτια του χαμηλωμένα, καΐ τά ωτενά του, αναιμικά γείλη, σφίγγονταν πεισματερά. ΕΙταν ψηλότερος

στερή του γροθιά, τή ντυμένη μ' άοπρο γ,ρουοχδ χειρόχτι, ζυγιαζόταν σφίγγοντας τΙς άρπαγες του Ινα μεγάλο μαϋρο γεράκι τοΟ κυνηγιοΟ.

Την πήγανε δίπλα του, της σφυρίξανε στ* αύτΙ νά προσκυνήσει. Γύ- ρισε κατ' αυτήν τό πρόσωπο του δ Φίλιππος ντ' Άνζού δίχως νά ση- κώσει τά μάτια του, λύγισε τή μέση του κομψά, καί, παίρνοντας, της άκροφίλησε τό χέρι. Είπε, δίχως τόνο, σά ν* αποστήθιζε μάθημα :

Έχουμε ευχαρίστηση σήμερα πού δ Παντοδύναμος μας φέρνει νά συναντηθούμε με τήν όμορφη πριγκηποπούλα της Αχαίας. Ελπί- ζουμε πώς θάμαστε αρκετά τυχεροί γιά νά τήν κάνουμε κι αυτήν ευτυ- χισμένη γιά τό καλό τοΟ δοξασμένου Βασίλειου της Άνάπολης καΐ τοΰ ωραίου ΙΙριγκηπάτου ττ)ς Αχαίας.

Ακολούθησε μιά παύση πού της φάνηκε ατέλειωτη, γεμάτη αγω- νία. Οι επευφημίες των παλατιανών ήρθανε πάνω στην ώρα, νά γεμί- σουν τήν άσφυχτική σιωπή. Κι δ Φίλιππος ντ' Άνζού απόστρεψε πάλι τό πρόσωπο του, άπλωσε τό δεξί του χέρι κι αγκάλιασε άπό τή μέση, έπιδειχτικά, Ινα συνομήλικο του αγόρι, σφιχτοδεμένο, με βλέμμα τραχύ, πού στεκόταν δίπλα.

Μέ τήν ευκαιρία τούτη, είπε κοιτάζοντας τόν πατέρα του, δέ λησμονούμε τήν παράκληση μας στό βασιλέα : Επιθυμία Ιχουμε ζωηρή ν' αρραβωνιαστεί μαζί μας, τήν Ιδια μέρα, δ στενός μας φίλος 'Ισνάρ- δος ντέ Σαμπράν ντ' Άριάνο, έτσι πού δ γάμος νά μή μας χωρίσει ποτέ τόν Ινα άπό τόν άλλο.

Ό ρήγας Κάρλος, πού δέ χαμογελούσε ποτέ, μόρφασε αλλόκοτα.

Καλέ μου πρίγκηπα, λέει στον Βιλλαρδουίνο, μιλήσαμε καί χτες γιά τήν επιθυμία τούτη τοΰ γιοΟ μας. Βρεθήκατε, αν δέν κάνω λά- θος, σύμφωνος.

Ή κόρη μας ή Μαργαρίτα θάρθει στην Άνάπολη μόλις δ αφέν- της μας δ βασιλέας τό προστάξει, αποκρίθηκε λαμποκοπώντας άπό χαρά ό πρίγκηπας.

Αύριο τότε κιόλας νά φύγουνε γαλέρες μας γιά τήν Αχαία νά τήν πάρουν.

Ό Φίλιππος στύλωσε τό κεφάλι του, μέ κρυφό θρίαμβο. Κ' ή Ίζα- μπώ είδε τή στιγμή κείνη γιά πρώτη φορά τά μάτια του πού είχανε βλέμμα ατσάλινα γαλάζιο και ψυχρό.

Άπό τή σκηνή τούτη κ' ίσαμε τήν ήμερα πού Ιγινε δ ζευγαρωτός γάμος στό Τράνι, οί αρραβωνιασμένοι δέν αντάλλαξαν ούτε μιά λέξη. "Εζησε κάτω άπό τόν ίσκιο της πεθεράς της. Έ Βεατρίκη της Προβέν- τσας τήν απομόνωσε στά γυναίκηα διαμερίσματα τοΰ παλατιού, χώρια

114

άπό τή Μαργαρίτα. Ξανάδε γιά στερνή φορά τόν πατέρα της στην τε- λετή τοΟ γάμου χαΐ στΙς γιορτές πού ακολούθησαν. Ό Φίλιππος αρμά- τωσε τήν ήμερα κείνη εκατό καινούργιους ίππότες κι ό Σαμπράν ντ' 'Αριάνο είκοσι. Τστερα δ Βιλλαρδουΐνος, μέ τό δεύτερο γαμπρό του καΐ τή Μαργαρίτα, μπαρκάρησαν γιά τ6 Μοριά, κ' εκείνη Ιμεινε στην Άνάπολη, γυναίκα προσχηματική τοΟ Φίλιππου, αιχμάλωτη των Άνζού.

Γιατί έπρεπε νά ενηλικιωθεί, έτσι πού νά πάρει ό γάμος της υπό- σταση. Στό μεταξύ θά τήν άναθρέφανε κάτω άπό τό μάτι τής Βεατρίκης χ' εϊταν ανάγκη νά παραδεχτεί στό έξης γιά μητέρα της τή μακρυνή κι αγέρωχη κοντέσσα τής Προβέντσας. Ζάρωσε στον Ισκιο της πάλι, οριστικά τούτη τή φορά, γιατί είταν πολύ μικρή γιά νά Ιχει μέσα στην αυλή τή θέση μιας γυναίκας, πολύ μεγάλη γιά νά χαίρεται τήν ξεγνοια- σιά τοΟ παιδιοΟ. ΕΙτανε ζωντανό χτήμα, τό Ινιωθε, κ* ή αόρατη παρουσία τής πεθεράς τής θύμιζε αδιάκοπα πώς είναι ταγμένη στό βασιλικό αγόρι. Τήν κλείσανε σ' §να καστέλλι κοντινό στην Άνάπολη, τό Κάστρο τοΟ ΑύγοΟ, χτισμένο πάνω σέ ψηλόν άγριο βράχο. Τά ριζά του βουτούσανε στή θάλασσα, τή μαβιά. Γύρω οί γλάροι φέρνανε βόλτες μεγάλες, ζυγιά- ζονταν στον άνεμο τοΟ πελάγου καΐ σπαθίζανε τό κΟμα κράζοντας άπλη- στα καΐ γοερά.

Ή ζωή μέσα σέ κάστρο τής εϊτανε πράμα γνώριμο. Σέ -κάοχρο γεννήθηκε, σέ κάστρο μεγάλωσε καΐ σέ κάστρο τής εϊτανε γραφτό νά ζήσει. "Ομως εκεί -κάτω, στην πατρίδα, δλα εΙταν αγαπημένα καΐ ζε- στά : Ή άσπρη πολιτεία, δ φαρδύς μυρωμένος κάμπος, ή θάλασσα, τέ- λος, πού τής κρατοΟσε συντροφιά καΐ πού τή γήτευε δίχως νά τή φυ- λακίζει. Ή ωριμότητα τοΰ κορμιοΟ της, πού είχε αρχίσει νά ξυπνάει κεί-κάτω πρώιμα, κλωσσασμένη άπό τόν ήλιο τής Μεσογείου, αποκοι- μήθηκε πάλι έδώ, πνίγηκε στό πρωτοξύπνημα. Ή κρυφή λάμψη σβή- στηκε κάτω άπό τό ^ολωμί'^ο βλέμμα, καΐ τά ματόφυλλα, χαμηλώνοντας βαριά, ρίξανε τήν καταχνιά τους στή χόβολη. Τόν Φίλιππο, τόν άντρα της, ελάχιστα τόν έβλεπε. Τής λέγανε πώς τόν περισσότερο καιρό κυνη• γοΰσε, τρέχοντας πέρα - δώθε στά περίχωρα τής 'Ανάπολης, καβάλα στό ^{ορ^ό άτι του, μέ μιά συντροφιά παράφορη, ^ουερ-η, σαλπίγγια, βούκινα, ταυραΐες. Κάποτε, πολύ σπάνια, σά ν' άναθυμόταν εκείνος ?να χρέος φορτικό, ερχότανε, γυρίζοντας άπό τό κυνήγι, νά τής κάνει τήν επίσκεψη. Είταν οί μοναδικές φορές πού έβλεπε τά πάντα χλωμά του μάγουλα χρωματισμένα. Δυό ροδίσματα επικίνδυνα, στρογγυλά, άναβαν κάτω άπό τά μάτια του, καί τά μισανοιγμένα χείλη, τά πεισματερά, ανάσαιναν δύσκολα, λαχανιασμένα. Κρατούσε στή γαντοφορεμένη γροθιά του τό γεράκι* καθότανε στό θρονί μέ τήν ψηλή σκαλιστή ράχη πού βιάζονταν νά σπρώξουνε πίσω του αλαφιασμένες οί γυναίκες, και μι- λοΟσε σύντομα, κοφτά, κοιτάζοντας τό παράθυρο, γιά τά κυνήγια του, τά γεράκια του, τά σκυλιά του.

Κάποια μέρα είπανε τής Ίζαμπώς δτι, άν ήθελε νά τοΰ φανεί αρε- στή, καλά θάκανε νά τόν ακολουθήσει στό κυνήγι.

Δείχτηκε γιά πρώτη ^ροροι, στή ζωή της κ' ίσως τήν τελευταία δύστροπη. Βέβαια οί μέρες της, οί δέσμιες μέσα σ' Ινα -ΛΛοτρο αποκλει- σμένο άπό τή θάλασσα σαν καράβι στοιχειωμένο, δέν τής άρεσαν καθό-

115

λου. Ή κούρτη της Άνάπολης της είταν βαρετή, ή ζωή της δίχως νόημα. "Ομως να βγει άπό τη φυλακή για να διασκεδάσει κάποιον άλλον, τδ- νιωθε προσβλητικό, ταπείνωση βαρειά, ανώτερη άπ' δσο σήκωνε ή γυ- ναίκεια αντοχή της. Αρνήθηκε.

Της εξήγησαν τότε χαμηλόφωνα πώς τδν νεαρδ τοΟτο Φίλιππο, θα έπρεπε λιγότερο να τόν κακίζει καΐ περισσότερο να τδν συμπονεΐ. Ένας γιατρός φερμένος άπό το Παρίσι, άπό την αυλή τοΰ βασιλέα Λούη, της εΓπε πώς ό άντρας της εϊτανε σημαδεμένος μ' άρρώστεια τοΰ θανάτου.

Γιατί δέ γιατρεύεται ; ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια της.

Γιατί δέ [ΐτζορεΧ.

ΚαΙ γιατί δέ φυλάγεται ;

Γιατί δε θέλει.

Τής φάνηκε παράδοξο. Ό νέος μέ τό σκληρό στόμα, τ' αφαιρεμένο βλέμμα, πού τήν άφησε μ' άφροντισιά άκατάδεχτη στό περιθώριο της ζωής του, δε μπορούσε πια ούτε μέ τόν οΗτο νά της μαλάξει τήν καρ- διά. Πήγε ωστόσο στό κυνήγι καΐ τόν ακολούθησε κείνη τή μέρα στι; παλαβές τρεχάλες του μέσα σέ λιβάδια και λαγκαδιές, στην άψη τοΰ δυνατοΰ άνεμου, στην παραζάλη τοΰ φονικοΰ.

Ξάφνου, σ' Ινα ξέφωτο τοΰ δάσους, καθώς ή παγανιά ξεμάκραινε ουρλιάζοντας, βρέθηκε μονάχη, μακρυά άπό τΙς γυναίκες της, κοντά του.

Είταν ανάστατος. Τα μαλακά, αέρινα μαλλιά του, ανακατεμένα κ' δγρά άπό τόν ίορωτα, τοΰ κολλούσαν στό μέτωπο. Τό πρόσωπο του δέν εϊτανε πιά χλωμό' εϊταν άσπρο σά φίλντισι. ΚαΙ τα μ>τια του, ζα- λισμένα άπό τή μάνητα της αδιάκοπης τρεχάλας, είχανε χάσει τό βλέμ- μα τους κι άντικαθρέφτιζαν τόν κόσμο δίχως στίγμα.

Πέζεψε κ' ήρθε νά της πιάσει τα ρέτενα τοΰ άλογου της. Τήν ανάγκασε νά πεζέψει κι αυτή, νά καθήσει σ' ενα στρώμα άπό ξερό ποΰσι, γ.ρυμμί'^ο μέσα σέ θάμνους ψηλούς. Στάθηκε μπροστά της όρθιος, καΐ τσακίζοντας νευρικά, μέ τα διάφανα δάχτυλα του, κάτι κλαδάκια, ρώ- τησε κοιτάζοντας την κατάματα :

Γιατί ήρθατε σήμερα ;

Τό θέλησα κ' ήρθα, τοΰ αποκρίθηκε μ' αγέρωχη αδιαφορία, γυ« ρίζοντας τά μάτια της άλλου.

Σας τ' ορμήνεψαν, λέει κείνος σκληρά. Δέν τοΰ αποκρίθηκε.

Σας είπαν ίσως πώς είμαι άρρωοτος. Τόν κοίταξε, ανήσυχη.

... Πώς είμαι αποφασισμένος.

Γέλασε ό Φίλιππος δυνατά, μ' Ιναν παράδοξο παλμό στή φωνή του. Τά μάτια του στραφτάλισαν.

Γι' αυτό ήρθατε! έκανε σφίγγοντας τά δόντια του. Λοιπόν . . . θά σας τιμωρήσω.

Τής άρπαξε μέ δύναμη απίστευτη τό χέρι καΐ τήν κύλησε χάμου στή γη. Αμίλητος καΐ βίαιος ήρθε καταπάνω της, έφραξε μέ τό αχνιστό του στόμα τήν ανάσα της. Δίπλα, μέσα στους θάμνους, σάν πέτρα άπό τόν ουρανό, ήρθε νά πέσει μιά πέρδικα, χτυπημένη άπό γεράκι. Τ' δρ'

116

νιο, αναγνωρίζοντας τόν αφέντη του, πέταξε καΐ τοΟ γραπώθηκε στον ώμο.

Κάθε πού ή Ίζαμπώ άναθυμίζται πώς πρωτόγονε γυναίκα, βλέπει να σκύβει πάνω της τό ηρόοΐύτζο μέ τό σκληρό στόμα και τα νεκρά μά- τια τοΟ βασιλικοΟ αγοριού, καΐ τό μαύρο γεράκι πού ζυγιάζεται στον ώμο του απλώνοντας τΙς φτερούγες.

Δέν ξανάοε τόν Φίλιππο για μτ)νες.

Κι άρχισε πάλι ή ίδια ζωή, ή μονότονη, μέσα στό κάστρο, ή ερη- μιά μέ τους ίδιους ανθρώπους, ό χειμώνας πού ακολουθεί τό φθινόπωρο, ή άνοιξη τό χειμώνα.

Είταν τώρα δεκάξη χρονών. Τό πρόσωπο της, τό άλλοτε παχουλό, είχε λιγνέψει καΐ μακρύνει. Πάνω άπό τά ματόφυλλα, τά μισόκλειστα καΐ σχιστά, οι καμάρες τών φρυδιών ψήλωσαν σά δοξάρια τεντωμένα. Τά μάτια της, άργοκυλώντας υγρά κ' ίσκιωμένα, κρύβανε σ* ατέλειωτο μούχρωμα τους στοχασμούς. ΚαΙ συνήθιζε νά κρατάει τό κεφάλι της άναγερμένο, τό μικρό σαγόνι τεντωμένο μπροστά, Ιτσι πού ή ματιά της νά παίρνει μάκρος, σαϊτιά γαλανή πάνω άπό τή θάλασσα, τΙς κορ- φές, πέρα, σ' έναν κόσμο δικό της κι άγνωστο, κατά κει πού βγαίνει δ ήλιος.

Πάχνη παγερή μάργωσε τήν καρδιά της. Έγινε μακρυνή κι αδιά- φορη, σχεδόν απάνθρωπη, γιά ^λη αυτή τήν πλάση πού έμενε γύρω ασυγκίνητη. ΤΙς γραφές πού της φέρνανε άπό τό Μοριά, μέ μαντάτα τών δικών της, τΙς άφηνε ολάκερες μέρες άξεσφράγιστες. "Επαψε νά μιλάει γιά τήν πατρίδα, ακόμα καΐ μέ τή βάγια της τή Ρωμιά, τελευ- ταία και μοναδική τρυφερότητα της καρδιάς της. Σάν καΐ νά μήν είχε ποτέ της οικογένεια, ποτέ της μάννα καΐ πατέρα, σάμπως νά γεννήθηκε μονάχη, μέσα σ' Ιναν κόσμο ακατανόητο, σπορά κάποιου στοιχείου δί- χως φίλτρο.

Τά μάτια της, άπό τό ν' αγναντεύουν μήνες, χρόνια τή θάλασσα άνέλπιδα, πήρανε λες τό χρώμα της, τό βάθος της καΐ τήν αναλγησία.

.Μιά μέρα, φθινόπωρο τοΰ 1277, ήρθανε καΐ της είπαν δτι ό άν- τρας της βρίσκεται άπό βδομάδες άρρωστος στό κρεββάτι. Είχε γυμνα- στεί πολύ μέ τό τόξο, λέγανε, και κουράστηκε τεντώνοντας τΙς νευρές. Χαμηλόφωνα, καθώς καΐ τήν άλλη τή φορά, τήν πρώτη, της εξήγησαν πώς ή ζωή του ίτρεχε κίνδυνο, πώς ή καρδιά του λιγοθυμοΟσε αδιά- κοπα καΐ τοΟ σκοτείνιαζαν τά μάτια.

Πήγε νά τόν ίδεϊ.

Ζύγωσε άκροπατώντας στό κρεββάτι του καΐ κάθησε νά τόν κοιτά- ζει. Τά μάτια του είταν σφαλιστά, τά ματόφυλλα του μαβιά, λές κ' εί- χανε γίνει πιά τόσο διάφανα πού νά τά διαπερνάει τό γαλανό φώς της κόρης. Πεταλούδιζαν ανάλαφρα, μ' ανατριχιαστική ζωντάνια πάνω στό άσπρο πρόσωκο, τό μαρμαρένιο" τρέμιζαν σάν πέταλα λουλουδιού αφύ- σικου στό κρύο φύσημα τοΟ άπόβραδου. Και θαρείς πώς κάτι οραματί- ζονταν, ίσως εφιάλτες της άρρώστειας, ίσως νοσταλγίες τοΰ δροσερού υπαίθρου, καλπασμούς παράφορους σέ λιβάδια καί λαγκαδιές, πίσω άπό τό άπιαστο καΐ ποθητό κυνήγι.

117

Χαμήλωσε τά μάτια της ταραγμένη. *Από τά κλεοστά ματόφυλλα οΐ κόρες εκείνες την κοίταζαν στυλά, αφόρητα, μέ τό τυφλό τους βλέμ- μα. Καθόλου δέν άνοιξαν να τήν !δοΟν, καθόλου δέν τους μίλησε εκεί- νη. Στά πόδια τοΰ κρεββατιοΟ, γαντζωμένο μέ τ' άρπάγια του, στεκό- τανε τό μαΟρο γεράκι. Παράστεκε τόν πρίγκηπα πού φεύγει, επίμονα, μέ μΛτι πύρινο, πουλί εραλδικό, οίκόσημο τοΟ θανάτου.

Δέν τόν ξανάδε ποτέ πια ζωντανό. Ό Φίλιππος ντ' Άνζού ξεψύ- χησε Ινα σταχτί καί κρύο πρωινό, πού Ιξω, στή βουρκωμένη θάλασσα φυσούσε άνεμος μεγάλος.

^^/^

118

^υυυ

υ^

ί^;ι II

"""'""'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΞΟΡΙΣΤΗΣ

III

ΡΑΤΗΣΕ τό πένθος του, καθώς τό θέ- λανε τά συνήθεια, κλεισμένη §ξη βδο- μάδες στην κάμαρα της. Τή μέρα ολά- κερη Ιπρεπε να είναι ξαπλωμένη στο κρεββάτι, ντυμένη στα μαΟρα, πάνω σέ κρεββα'τοστρώσια κάτασπρα. Αρ- χόντισσες της ν-οόρτης, δεμένες μέ συγ- γένειες αξεδιάλυτες μαζί της, άπό τάν άντρα της, έρχονταν να τή συντροφέ- ψουν, γιατί τό καλοϋσε ή συνήθεια. Δέν είχε μαζί τους τίποτα να πεΐ' έ- μεναν εκείνες μάκρυνες κι αδιάφορες, γεμάτες Ιπαρση δταν θαροΰσαν -τον εαυτό τους ά'^ώτερο, φθόνο μουγγό σαν τύχαινε να βραδυποροΟνε στ' άρχο'^το• λόϊ. Πέρασε δμως κ* ή πρώτη επικαι- ρότητα τοΟ πένθους, κι απόμεινε πάλι μονάχη μέ τΙς γυναίκες της, ν' αγναντεύει τή θάλασσα, δίχως απαντοχή πιά, δίχως δνειρο, αδειανή.

Πέθανε στην Καλαμάτα κι ό πατέρας της κι αναγκάστηκε πάλι νά πάρει τή θέση τών τύπων στό κρεββάτι. Ούτε γι* αύτον \ιηοροΐ)οε ή καρδιά της νά χύσει δάκρυα" ελάχιστες θύμησες της ανατάραζε. Ή ψυχή της δέν αξιώθηκε ούτε καΐ τώρα τό βαθύ ξαλάφρωμα τοΟ θρή- νου. "Ακουγε τΙς νύχτες μηχανικά, μακρυνή, τα επίμονα άνιστορήματα της βάγιας για τόν καιρό πού δ Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος, στον ανθό τής ηλικίας του καΐ της δύναμης του, διαφέντευε μέ σιδερένια λεβεν- τιά τό πατρογονικό τους πριγκηπάτο. Δυό ιππότες Φλαμανδοί, τιμα- ριοΟχοι στό Μοριά άπό τους πρώτοοζ, πού ταξίδευαν κάθε χρόνο στην Άνάπολη, δέν άμελούσανε νάρθουν νά τήν ίδοΟν. Ό Ιωάννης ντέ Σων- τερόν κι ό Γοφρέδος ντέ ΤουρναΙ της φέρνανε τότε τά νέα τής πατρί- δας, πού γινότανε μολοτοΟτο δλο καΐ πιό μακρυνή. Μεγάλωνε στά χρό- νια ή 'Ιζαμπώ, έφτασε δεκαεφτά, δεκαοχτώ χρονών. Τώρα [χηορούοε καΐ νά βγαίνει άπό τό κάστρο της συχνότερα, τό πρώτο πένθος σκεπά- στηκε άπό τό δεύτερο, μέ τόν καιρό ξεθώριασε κι αυτό. Οί Άνζού ξε- χνούσανε τόν Φίλιππο, οί υποθέσεις τοΟ βασιλείου τους απορροφούσαν τήν προσοχή, ή αυλή τους, μικρογραφία τής παριζιάνικης τοΟ ρήγα

119

Φίλιππου τοΟ Τολμηρού, γινόταν δλο καΐ πιό λαμπρή, δλο χαΐ πώ πλούσια. Ιππότες άπ' δλες τις χώρες Ιρχονταν να βάλουνε τά σπαθί τους στην υπηρεσία τοΰ ρήγα Κάρλου, να βροΟνε κοντά του τύχη, εξι- λέωση για νεανικά αμαρτήματα, ικανοποίηση σκοτεινής κι ανήσυχης φιλοδοξίας. "Ενας κόσμος πλουμιστός, παράταιρος, βούιζε γύρω, πή- γαινε, ερχόταν, έφερνε τή μυρωδιά καΐ τά οράματα άπό τόπους ξένους, μακρυνούς, ξεκινούσε ολοένα, κύματα καταποδιαστά, γι' αόριστες κατα- χτή^εις.

Τώρα της λάχαινε συχνά ν' ακούει, κάτω άπό τά μουράγια τοΰ κάστρου, τΙς νύχτες, σερενάοες άπό μενεστρέλους πληρωμένους. Νεαροί ιππότες έρωτιάρηοες, έβαζαν νά της λένε μαντινάδες πού τΙς συνόδευαν γλυκερές καΐ μονότονες οί βιέλλε:. Την καλοΟσαν σέ τορνέα, τσακί- ζανε λόγχες γιά χατίρι της, τάζανε νίκες στ' δνομά της καΐ τή διαλέ- γανε γιά κυρά των στοχασμών τους. Τό ευφάνταστο πνεϋμα της επο- χής είχε πλέξει γύρω της Ινα θρύλο καλλονής πρωτόλουδης καΐ κατα- τρεγμένης άπό άσπλαχνη μοίρα, δεμένης άπό τελώνιο φθονερό, φυλα- κισμένης αλύτρωτα σέ τεφρό καστέλλι. Παλληκάρια πρωτόχνουδα ονει- ρεύονταν άνδραγαθίες υπεράνθρωπες γιά νά τή γλυτώσουν. ΚαΙ νεαροί άντρες, έμπειροι, λιμπίζονταν μαζί με τό πριγκηπάτο πού είχε γιά προικιό της. τό λαχταριστό μυστήριο τοϋ κορμιοΰ της.

Έμαθε τό δεύτερο γάμο της μητέρας της μέ τό Νικόλαο ντέ ΣαΙντ Όμέρ, πράξη, καθώς της είπανε, γεμάτη βαθειά πολιτική σύνεση. Ή πικρή άπόγευση της ερημιάς σιγά -σιγά στέρευε κάθε ενδιαφέρον στην ψυχή της. ΚαΙ κάθε συμπόνια. Τό είδε σάν, υστέρα άπό λίγα χρόνια, πήρε καΐ τό τελευταίο μαντάτο γιά τήν "Αννα Άγγελίνα : τό θάνατο της. Έκλαψε δίπλα της ή βάγια απαρηγόρητα, αυτή πού είχε γνωρί- σει καλά τήν αξέχαστη πριγκηπέσσα. "Ομως ή Ίζαμπώ τήν είχε γνω- ρίσει πρΙν άπό πολύν καιρό" ή μάννα Ιμενε στή θύμηση της σβιπσμένη σέ καταχνιά αυγινή, έκεΐ στό βάθος τοΟ ορίζοντα, στον παιδικον δρ- θρο. Ή θλίψη πού στάλαζε γι' άλλη μιά ^ορά στην ψυχή της είταν άφωνη, συναίσθηση πώς κ' ένας ακόμα δεσμός, 6 τελευταίος, κόβεται, άπό κείνους πού τή δένουν μέ τό γύρω κόσμο. Ανεπαίσθητα, είχε κα- ταλήξει νά θαρεΐ τόν εαυτό της διαφορετικό άπό τους άλλους ανθρώ- πους, άφιλο, δίχως πατρίδα, δίχως γονικά, πλάσμα ξερριζωμένο και μζτεΐάρο μέσα στην κοινωνία τούτη τή συνασπισμένη ενάντια της βουβά.

Εϊταν γυναίκα τώρα πιά σωστή, τουλάχιστο έτσι έδειχνε. Έ σο- βαρή ωριμότητα τοΟ προσώπου της, ή ψυχρή χάρη τοϋ κορμιού της τοΰ σπαθάτου, τό μέγα φέουδο πού τής λάχαινε γιά κληρονομιά, άνοι- γαν γύρω της Ιναν κύκλο σιωπής καΐ δέους. Περνοΰσε αφαιρεμέ- νη, μέ τό αργό και μαλακό βάδισμα μιας σκιάς, τό μικρό σαγόνι της τεντωμένο μπροστά, άναγερμένο τό κεφάλι, τό βλέμμα μακρυνό, σχεδόν απάνθρωπο. Σέ κανένα δέν εϊτανε \ιπορε•:δ νά διαβάσει κάτω άπό τά ματόφυλλα τήν ίστορία των ματιών της. Δέν τήν ποθοΰσαν πιά' τήν ονειρεύονταν ή τή φιλοδοξούσαν. Μεγαλώνοντας σιγά - σιγά στά χρόνια, πάνω σιόν ανθό τής ηλικίας της τώρα πιά, ή κόρη τών Βιλλαρ- δουίνων είχε γίνει κάτι περισσότερο άπό γυναίκα* είχε γίνει εϊδωλο.

Στά Ι28δ είταν τότε είκοσιτεσσάρων χροΊΰί•^ πένθος βαρύ

120

Ιπεσε στην αυλή χής Άνάπολης. Ό ρήγας Κάρλος, ό αδερφός τοΟ "Α- γιου Λούη της Φράντσιας καΐ νικητής τών Χοχενστάουφεν, έκλεισε τα μάτια. "Αδειος Ιμενε & θρόνος, γιατί τό γιό του καΐ διάδοχο τάν κρα• τοΟσαν φυλακισμένο οί 'Αραγωνέζοι. Είχε νικηθεί άπό τόν Ντελιούρια σαν εϊταν αρχηγός τοΟ πατρικοΟ στόλου, έπεσε στα χέρια τοΰ φοβεροΟ άμιράλη κι οδηγήθηκε στην Ισπανία δέσμιος. Τό χηρευάμενο βασίλειο ανάλαβε να τό διαφεντεύει, Ισαμε τό γυρισμό του, ό Ροβέρτος, κόντες τοΟ Άρτουά.

Τότε, δπως σέ κάθε γύρισμα τοΰ τρογ/.ύ της τύχης, ανθρώπους Ισαμε χτες ευνοημένους τους ήπιε ή σκιά, κι άλλοι, άσημοι, ανέβηκαν στό φδ)ς της ημέρας. Βουβά κι ανεπαίσθητα ή αυλή άλλαξε 5ψη. Τήν Ιδια άλλωστε χρονιά τή σημάδευε περιστατικό μέ σημασία γενικότερη : Στό θρόνο τής Φράντσιας ανέβαινε, διάδοχος τοϋ Φίλιππου τοΟ Τολμη- ροΟ, ό Φίλιππος δ Ωραίος. Πνοή νεανική, αβρή, γόνιμη, φύσηξε πέρα 6)ς πέρα, σάρωσε τους γερασμένους ίσκιους κι ανέμισε καινούργια φλάμ- πουρα, μέ χρώματα δροσάτα.

Μιά μέρα, σε τορνέο που συγκέντρωνε τόν ανθό τής ντόπιας καΐ διαβατικής άπό τήν 'Ανάπολη ιπποσύνης, ανακηρύχτηκε ομόθυμα νικη- τής κάποιος νεαρός άρχοντας άπό τή Φλάντρα.

ΟΕ έράλδοι των αρμάτων σήκωσαν τά μακρουλά σαλπίγγια τους, έσήμαναν διάτορα. Στην εξέδρα τήν πολύχρωμη, δπου αναδεύονταν γιορτινά, μυρμηγκιάζοντας, τά φωτεινά χρώματα, οί χιονάτες έρμίνες, τά φλογάτα βελούδα, τά δγρά μεταξωτά, οΐ κυράδες κρατήσανε τις ανά- σες τους. "Γστερα άπό μονομαχία πειαματερή, ό νικημένος ιππότης βρι- σκότανε ξαπλωμένος στον άμμο τοΟ στίβου" 6 νικητής, δρθιος, σήκωνε ψηλά τό κοντάρι του, νά τόν ?δεΓ τό πλήθος. ΤοΟ έφεραν άλογο καινούρ- γιο, γιατί τό δικό του είχε σκοτωθεί. Καβαλίκεψε κ' ήρθε κάτω άπό τή θέση δπου καθόταν ή πριγκηπέσσα τής Αχαΐας. Στάθηκε. Τής αφιέρωνε τή νίκη του, εϊτανε λεύτερη νά ύπαγορέψει τήν τύχη τοϋ νικημένου. Σήκωσε δ ιππότης τή μάσκα τή: περικεφαλαίας του, και τότε τό πρό- σωπο του, ροδισμένο άπό τόν αγώνα, έφεξε νεανικό, γελούμενο, τά γα- λανά μάτ:α του στραφτάλισαν ευκίνητα, γεμάτα αισιοδοξία.

Σαστισμένη ή Ίζαμπώ, τραβιότανε στό βάθος τοΟ θρονιοΟ της χλω- μή. Δέν τόν ήξερε τό νεαρό τοϋχον άρχο^ηα, πρώτη 'ψορά τόν έβλεπε. Τ' δνομά του ήρθε στ' αδτιά της ανάμεσα στή χλαλοή τοϋ κόσμου, στά σαλπίσματα των έράλδων, στον παφλασμό των σημαιών, σά φερμένο θριαμβικά πάνω σ' αστραφτερό σύννεφο δόξας.

ΑΙνώ, Αινώ! ό γενναίος άντρας, φώναζαν οί έράλδοι. Α2νώ, Αινώ, ό γενναίος ιππότης! Α?νώ, ό καστελλάνος τοϋ Αινώ!

Είταν αφέντης τοϋ ΜπραΙν - Λεκόντ, τοϋ Χάλ, τοϋ Σάρτ, τοϋ Έ- στρέμ• 6 άντιβασιλέας κόντες τοΰ Άρτοΐίά τόν είχε ονομάσει Μεγάλο Κοντόσταβλο τής Σικελίας. "Αρχοντας άπό τον πατέρα του κληρονομι- κός τοϋ Αινώ ντ' Άβέν, συγγένευε μέ τόν πρώτο Λατίνο αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Τά τρία του αδέρφια εϊταν επίσκοποι, δ Ινας τοϋ Μέτζ, δ άλλος τοϋ ΚαμπραΙ κι ό τρίτος τής Ουτρέχτης. Είχε σύρει τό σπαθί του, κατά διαταγή τοϋ Ροδόλφου των Αψβούργων, γιά νά διαφεντέψει τους βουργησέου: τοΰ Καμπραί* ζήτησε τή διαιτησία τοΰ Έοουάρ^ου

121

της Ίγγλιτέρας ενάντια στον κβντε τγ)ς Όλλανδίας, έταξε νά υπηρετή- σει στους "Αγιους Τόπους για λογαριασμό της κοντέσσας Αλίκης τοΟ Μπλουά. "Ομως άνεμος ξαφνικός τόν είχε συνεπάρει κάποια μέρα κ' ήρθε νά βάλει τό σπαθί του στην δπηρεσία τών Άνζού, πού πά- λευαν αδιάκοπα, σ' αγώνα θανάσιμο, μέ τους στερ'^ο()ς τΟν Χοχεν- στάουφεν. Έφερνε μαζί του πνοές μάκρυνες άπό καταχνιασμένες, βορει- νές χώρες, δνειρα ανήσυχα, οράματα θαμπωτικά, φιλοδοξίες ακοίμητες, καΐ χίμαιρες. Κ* ελπίδες.

Τόν ξανάδε άπό τότε στην αυλή, κι δχι μιά φορά μόνο. Μέσα άπό τό παρδαλό πλήθος τους άρχοντες, τό σχεδόν ανώνυμο, ξεπρόβαλε γι' αυ- τήν μοναδικός, μέ φυσιογνωμία ξεκομμένη. "Οχι πώς έβρισκε στον εσώ- τερο εαυτό της, 6 ευπατρίδης τυχοδιώχτης, κάποιαν ιδιαίτερη απήχηση. ΆποχτοΟσε δμως μιαν ατομικότητα, κάτι τό ανάγλυφο καΐ τό ξεκάθαρο, μιαν αδρή κι απλή υπόσταση, πράμα πού τό νιώθει, πού τό εκτιμάει Ισως παραπάνω άπό τό καθετί μιά γυναίκα. Εϊταν εξωτερικά ευκολο- νόητος, μέ τέτοιον ωστόσο τρόπο πού νά μή φιμώνει τό ρεμβασμό. Μπο- ροΟσες νά ζαλιστείς ανάλαφρα, γλυκά, σάν αναλογιζόσουν τήν περα- σμένη του ζωή, τήν πολυκύμαντη, νά καμαρώσεις τ' άρυτίδωτα καΐ λεβέν- τικα νιάτα του, πού δέν τσαλακώθηκαν καθόλου άπό τήν περιπέτεια, νά ονειρευτείς αχαλίνωτα μαζί του, δίχως μεγάλο φόβο ν' απογοητευτείς. Ή ανήσυχη κ' αισιόδοξη ορμή του τήν αποζημίωνε γιά τή δική της τή στεκάμενη ζωή.

"Γστερα, έδειχνε άπέναντί της μιαν ευγένεια τόσο θαυμαστά έξυ- πνη, πού γι' αυτή καΐ μόνο θ' άξιζε νά τόν προσέξεις. Δέν της έκανε φορτική τήν παρουσία του, δέν τήν πολιορκούσε καθώς οί Ιρωτιάρηδες νεαροί ιππότες τΙς διαλεχτές τους. Καμμιά αδιάκριτη ματαιοδοξία νά τής θυμίσει τή μέρα πού, χάρη σ' αυτόν, δλα τά μάτια της κούρτης καρφώθηκαν πάνω της καΐ μουρμούρισαν τ' δνομά της δλα τά χείλη. Δέν είχε τήν αδέξια πρόθεση δ Φλωρέντιος ντ' Αίνώ νά εισπράξει τήν άντίχαρη τής χειρονομίας του. "Εκανε πάλι Ινα βήμα Λϊσω, άφοΟ πιά είχε λάμψει στην όλόπρωτη γραμμή, καΐ ξαναπήρε τήν τυπική του θέση.

"Ολα τούτα εΙταν πού έκαναν τήν καρδιά της νά ταραχτεί κάποιο βράδυ καλοκαιρινό, Ικεί, στα περιβόλια τοΟ παλατιού, σάν τόν είδε νάρ- χεται ανάμεσα στους δυό Μοραΐτες άρχοντες, τόν Σωντερόν καΐ τόν Τουρ- ναί. Στον γ,όρψο τής Άνάπολης κατέβαινε ή νύχτα* δροσερά μύριζαν οί λεμονιές, καΐ μέσα στΙς παχύσκιωτες άλλέες ζευγάρια - ζευγάρια είχαν σκορπίσει, σβήστηκαν στό σκοτάδι, οί κυράδες κ' οί παλατιανοί.

Οί δυό βαρώνοι στάθηκαν μηροσχά της καΐ τήν προσκύνησαν χα- μογελαστοί, μέ τό θάρρος ανθρώπων πού τήν είχαν ίδεί νά γεννιέται. Μόλις φτάνανε άπό τήν Αχαία, βιάζοντας φέτος τό ταξίδι τους γιά νά καλωσορίσουν τόν ξενητεμένο ρήγα τής Άνάπολης πού τέλος είχε γυ- ρίσει. Είτανε τό 1289. Ό Κάρλος Β' δ Κουτσός, λευτερωμένος τέλος άπό τά δεσμά τών *Αραγωνέζων, ύστερα άπό δέκα ολάκερα χρόνια σκλαβιάς, ανέβαινε στό θρόνο τοΟ πατέρα του.

Βλέποντας ωστόσο τόν Φλωρέντιο νά στέκεται μέ διάκριση λίγα βήματα πίσω, γύρισαν, τόν πήρανε άπό τό χέρι καΐ τόν παρουσίασαν στην πριγκηπέσσα τους.

122

"Ενας πολύ γενναίος καΐ πολύ άξιος άρχοντας άπό τή Φλάντρα, τής είπαν. Δώστε μας τό λεύτερο να σας τόν γνωρίσουμε.

Λύγισε τή λιανή του μέση εκείνος καΐ τής άκροφίλησε τό χέρι, δίχως να πεΙ τίποτα. "Οταν ξανάστησε τό κορμί του, είδε ή Ίζαμπώ τα μάτια του πού τήν κοιτάζανε θαρετά, γελούμενα, μέ τή γνώριμη τους αίσιοδοξία.

Μα τόν γνωρίζω τόν κόντε τοΟ Αίνώ ! είπε μέ τή φωνή της τή λιγάκι συρτή, πού έμοιαζε πάντα νάρχεται άπό μακρυνή αποδημία.

Ό Φλωρέντιος δέ σάλεψε, δέ βλεφάρισε.

ΜοΟ αφιέρωσε κάποτε μια νίκη του, άπόσωσε ή Ίζαμπώ ελα- φρά σκανταλισμένη.

Ό νεαρός άρχοντας, τότε, γέλασε ξάστερα, μ* Ινα γέλιο οό'^χομο καΐ ξερό, καΐ στήνοντας τό κεφάλι του κοίταξε γύρω, σάν αδιάφορα, πάνω άπό τά κεφάλια των άλλων, καθώς τό είχε συνήθειο.

Μίλησαν Οστερα οί Μοραΐτες βαρώνοι γιά τά πράματα τοΟ τόπου τους, πού δέν είταν καΐ τόσο ευχάριστα. *Από τόν καιρό πού πέθανε ό Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος 2ξη μπάϊλοι στή σειρά είχαν κυβερ νήσει τό πριγκηπατο. Ξεσηκωμοί των βιλάνων, επιδρομές γ.ουραάρω^ φόβοι άπό τό Μυτζηθρά, φιλονικίες αναμεταξύ σέ Φράγκους άρχοντες ταράζανε τό Μοριά αδιάκοπα. Τελευταία, ό Γοφρέδος ντέ Μπρυγέρ, ξε γελώντας τόν μπάϊλο Νικόλαο ντέ ΣαΙντ Όμέρ, είχε αρπάξει τ' 'Αρά ■κλοβο καΐ φοβέριζε πώς θά συμμαχήσει μέ τους Ρωμιούς τοΰ Μυτζη θρά άν δέν τβΟ δινότανε φίοΜ^ο αντάξιο στην αντρεία του καΐ στ* δ νομά του.

Ό Φίλιππος ντ' Αίνώ δέν πήρε μέρος στή συζήτηση. Έδειχνε μέ τή στάση του, εδγλωττα, πώς είναι τρίτος, ξένος, "Ομως ή σιωπή του είταν άνετη, καμμιά στενόχωρη αδεξιότητα δέν αδικούσε τή φυσική του χάρη. Τά μάτια του, τά ζωηρά κι ανήσυχα, πεταρίζανε γύρω, πάνω άπό τά κεφάλια, κ' ένιωθες πώς ή προσοχή του, δίχως νά είν' αδιάκριτη, Ιμενε ωστόσο πάντοτε παρούσα.

*Από τότε, κι 8λο τόν καιρό πού περάσανε στην Άνάπολη οΐ δυό βαρώνοι, τόν είδε αδιάκοπα μαζί τους ή Ίζαμπώ, καΐ σέ σύνδεσμο πολύ στενό. Ό Κάρλος Β' τόν είχε ονομάσει καπετάνο τών Κορφών* ή χρυσή σκάλα ξεδιπλωνόταν καθαρά μπροστά στά πόδια του, ανεβαίνοντας ολοέ- να. "Ετσι, ή ταραχή τής Ίζαμπώς σάν τής έγινε ή επίσημη πρόταση, δέν είχε γι* αφορμή τό ξάφνιασμα, παρά τό βαθύ προαίσθημα πού αλη- θεύει τέλος, ΣτΙς λίγες μέρες πού μεσολάβησαν άπό τή συγκατάθεση της ίσαμε τό γάμο, έγινε μέσα της, ομαλά κι αθόρυβα, μιά κοσμογονική αλλαγή. Μέσ' άπό τά κύματα τής θάλασσας καΐ τήν καταχνιά της από- στασης, αναδύθηκε, δνειρο νοσταλγικό, μιά ήπειρος χαμένη. Ξανάδε τήν πατρίδα της, τά τριανταφυλλένια ακρογιάλια, τΙς άσπρες πολιτείες, τους κάμπους πού μυρίζ,ΟΌ"^ μελισσόχορτο, τά βουνά πού \ι\)ρίζοκ)'^ θυ- μάρι. Κατάλαβε ξάφνου πώς δέν είχε ξεχάσει ποτέ" πώ^ τό λάγγεμα τοΰ γυρισμού θόλωσε γιά νά μήν πονεΐ, κι δχι γιατί είχε γιάνει.

Τής φαινότανε τώρα πώς θά κάνει πανιά γιά κάποια χώρα πού τήν είχε γνωρίσει πρΙν άπ' τή ζωή, μέσα στον τρυφερό ύπνο τοΟ μη- τρικού κόρφου. Μυστική λαχτάρα συνεπήρε τήν καρδιά της, απαντοχή

123

γλυχειά κι ανυπόμονη. Έδωαε προσοχή ελάχιστη στους ^ρους πού υπα- γόρευε ό Κάρλος 6 Κουτσές γο* αυτό τό γάμο : "Αν ποτέ χηρέψεί, να μήν Ιχει δικαίωμα οδτε αυτή, οδτε ή κόρη πού τυχόν στό μεταξύ θ' α- ποχτούσε, να παντρευτούν δίχως τή συγκατάθεση του. "Ορος παράνο- μος, προσβλητικός, αντίθετος στΙς 'Ασσίζες, καΐ πού τήν Ιβαζε σέ Ιση μοίρα μέ τό κατώτερο άρχοντολόϊ. "Ομως οΐ Άνζού τό θέλανε μέ κάθε χρόπο τ' ώραΐο πριγκηπατο, δέν είχανε σκοπό να ίδοΟν μια μέρα νά χάνεται μέσ' άπό τα χέρια τους ή επικυριαρχία. Δέχτηκε ή Ίζαμπώ, δίχως ν' αναμετρήσει τΙς συνέπειες, ανίκανη νά μαντέψει τα μελλού- μενα πού λαγοκοιμόνταν στό βάθος των καιρών.

Μπαρκάρησαν στό Μπρίντεζι, λίγες ήμερες ύστερα άπό τό γάμο, μέ τήν ακολουθία τους, εκατό καβαλάρους κα'. τριακόσιους τζαγρατό- ροΌζ. 01 γαλέρες κ' οι ταρίδες Ικαναν πανιά, ξανοίχτηκαν στό πέλαγο.

Κ' Ιτσι είναι πού ή Ισαβέλλα των Βιλλαρδουίνων αξιώθηκε μια μέρα άπό τόν Ουρανό νά ξαναδεί τή γη της Αχαΐας.

124

υυυ

,«■■■■■■ 1 μΠ^Ι, ■■■■■■■■■■■■■■■■■ΜΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

ΕΝ εϊτανε ψεύτικη, οΟτε υπερβολική, ή περιγραφή για τήν κατάσταση στό Μοριά πού είχαν κάνει έκεΐ κάτω, στην Άνάπολη, οΐ δυό βαρώνοι. Άπό κοντά, τώρα, φαινόταν ίσα - Ισα πιο σοβαρή.

Άπαυδημένοι άπό τή φτώχεια κι άπό τήν Ιπαρση τών Φράγκων, οΐ Γραικοί βουργησέοι καΐ βιλάνοι άρχι- σαν να σιγομουγκρίζουν, ν' αναδεύον- ται ανήσυχα. Οι φεουδάρχες Ιγδυναν τή φτωχολογιά μέ τήν απληστία τους, καβγαδίζανε αναμεταξύ τους. "Ολο καΐ ξέπεφτε ή χώρα, άπό τήν ορφάνια στην πείνα, άπό τήν πείνα στην ερήμωση. "Ασπαρτοι Ιμεναν οί κάμποι, άφοΟ οί χωριάτες ήξεραν πώς έτσι κι αλλιώς θα τους κορφολογήσουν οί τοπάρχοι* καβαλαρίες άπό σεργέντες, ροβο- λώντας άπό τά δυναμάρια, έπεφταν σάν ακρίδα στα χωριά, ν* αρπά- ξουν, να γδύσουν. Τους γιαλούς τους Ιδερναν οί κουρσάροι, Άραγο)νέ- ζοι. Γενοβέζοι, Σαρακηνοί. Έγλυφαν αδηφάγα, Ισαμε τό κόκκαλο, τους Γραικούς, οί Βενετσάνοι κ' οί Εβραίοι τοκογλύφοι. Κ* οί πρώτοι ρο- βολατόροι, ξεκόβοντας μ* απόγνωση άπό τά χωριά, παίρνανε τ' άρματα στό χέρι, σμίγανε σμάρια- σμάρια, ληστοσυμμορίες, καΐ στοιχειώνανε τά περάσματα, τά μονοπάτια καΐ τΙς δημοσιές.

Ό πρίγκηπας Φλωρέντιος καταπιάστηκε μέ κέφι νεοφώτιστου, σβέλτα, νά ειρηνέψει καΐ ν* ανασυντάξει τό πριγκηπάτο. "Εδειξε τήν εξυπνάδα νά μήν αρχίσει άπό τους δυναστεμένους. Περιμάζεψε πρώτα τους δυνάστες. Στά έντεκα χρόνια πού είχαν περάσει άπό τό θάνατο τοΟ Βιλλαρδουΐνου, καΐ κάτω άπό τους Ιξη μπάϊλους πού τόν διαδέ- χτηκαν, οί Φράγκοι άρχόντοι είχανε βρεί δλον τόν καιρό νά έξαχρειω- θοΟν. Μ' ευλυγισία θαυμαστή άλλα καΐ σταθερότητα ατσάλινη, κατά- φερε γρήγορα νά τους υποτάξει. Τόν αναγνώρισαν γιά δυνατότερο τους, πιό πονηρό• ύπόκυψαν. Τ' όμάτζιο πού τοΟ δώσανε, βρήκε τόν τρόπο εκείνος νά τό κάνει ουσιαστικό. Ή νεανική του δρμή τάνυσε τΙς φτε- ροΟγες της σ' δλο τό φάρδος τής χώρας, έρριξε τόν ίσκιο της κυριαρ- χίας της πάνω κι άπό τό πιό απρόσιτο καστέλλι. Κατάλαβαν Ιτσι οί

125

δυνάστες, οΕ κουρνιασμένοι στΙς άητορράχες τοΟ Μοριά, πώς είχαν απο- χτήσει αφέντη.

Τστερα καταπιάστηκε μέ τους ντόπιους, μ* αδτούς δμως δχι τόσο φανερά καΐ ξεκομμένα. Άπ6 τήν πατρίδα του, άπό τή φυλή του, ό Φλωρέντιος ντ' Αινώ είχε φέρει μαζί του τήν ψυχή ενός ευπατρίδη πού θα μποροΟσε, άν τό καλοΟσε ή ανάγκη, νά γίνει κ' Ιμπορος. "Αφησε να υποθέσουν πώς κρυφή του αδυναμία εϊταν ή τρυφερότητα, ματαιοδοξία του νά τόν θεωροΟνε προστάτη καΐ πατέρα. Γνώριζε τήν ψυχή της πλέμ- πας άπό φυλετική διαίσθηση, θυμήθηκε λοιπόν πώς ή πριγκηπέσσα είχε στΙς φλέβες της αίμα ρωμέϊκο καΐ τήν κάλεσε νά τόν βοηθήσει.

Τί μπορώ, κύριε μου, νά κάνω έγώ ; τόν ρώτησε σαστισμένη εκείνη κι δμως προκαταβολικά σύμφωνη.

Κάτι πολύ απλό κ' ευχάριστο, κυρία, της αποκρίθηκε ξάστερα γελώντας. Ένα ταξίδι, μιά περιοδεία σ* δλη μας τήν επικράτεια.

Ή καρδιά της χτύπησε μ* ανήσυχη λαχτάρα. Είχε γυρίσει στή χώρα πού πάντοτε νοστάλγησε, άπό αιχμάλωτη Ιγινε ήγεμονίδα, δμως ή ανάγκη νά βρίσκεται στην Ανδραβίδα τής είταν χρέος φορτικό. Άπό τόν τόπο τοΟτο δέν είχε καμμιά τρυφερή θύμηση. Τήν ψυχή της τή γήτευε ή Καλαμάτα.

θά πάω, κύριε μου !

Στό βραχύ διάστημα τής συζυγικής ζωής τους, ή 'Ιζαμπώ είχε προλάβει νά μαντέψει κι αυτή, καθώς οί συμπατριώτες της βαρώνοι, μέσα στό Φλαμανδό ευπατρίδη τόν κυρίαρχο. Μιά παρθενικότητα απαλή, άπολησμονημένη μέσα της άπό τά παιδικά χρόνια πού είχε χάσει, ανα- δύθηκε, ζέστανε τά παγωμένα Ικεί στην εξορία μάγουλα της. Ή καρ- τερική ψυχή της "Αννας Κομνηνής δέν είχε τελειωτικά πεθάνει . . .

«θά πάω, κύριε μου.»

"Ετσι αποφασίστηκε τό ταξίδι, και τότε μόνο ξανάδε ή πριγκη- πέσσα 'Ιζαμπώ, γιά πρώτη φορά υστέρα άπό δεκαεφτά χρόνια, τόν τόπο δπου είχε γεννηθεί. Τήν Καλαμάτα.

Τήν ξανάδε δμως άλλοίμονο ! άπό μακρυά, μέσα άπό γαλέρα ξένη . . . Οί Φράγκοι κατάφεραν νά πνίξουν τό μυστικό, πού θά τους έφερνε προσβολ-ί] θανάσιμη. ΚαΙ μόνο κάποιες μπαλάντες παλιές της 'Αραγώνας, τραγουδημένες άπό ζογκλατόρους άλμογάβαρου:, βουνή- σιους, ράτσα περιφρονημένη, τ' άνιστοροΟν, παραλλαγμένο πάλι, αγνώ- ριστο, έτσι πού νά μοιάζει μέ παραμύθι . . .

Ένα πρωί, χαράματα, είχε ξεμπαρκάρει ή 'Ιζαμπώ στ' 'Ανάπλι. Πέρασε με τήν ακολουθία της βιαστική, ανεπίσημα, βγήκε άπό τά χώ- ματα των Ντελαρός καΐ γύρισε ίσια στην Ανδραβίδα. Άπό τότε, καΐ στον ενάμιση χρόνο πού ακολούθησε, δέν της δόθηκε άλλη φορά ή ευ- καιρία νά Εδει τήν Καλαμάτα. Στην καρδιά της Ιμενε αξεδίψαστος ό τρυφερός καϋμός.

Στην 'Αγια-Σοφιά της Ανδραβίδας, εκκλησιά φράγκικη, συνεδρίαζε κείνες τΙς μέρες, καλεσμένη ξαφνικά, ή Μεγάλη Κούρτη των βασσά- λων. Είχαν Ιρθει νά παρασταθοΟν άπό τΙς τέσσερις άκρες τοΟ πριγκη- πάτου οί βαρώνοι της 'Αχαΐας κι ακόμα ό γέρο κόντες της Κεφαλλο- νιάς, ό Ριχάρδος 'Ορσίνι. Προέδρευε ό πρίγκηπας, Ιχοντας ζερβόδεξά

126

του ίλους τους στενούς του συμβουλάτορες. ΕΙταν έκεΤ δ συμπατριώτης του Έγκελβέρτος ντέ Λιντερκέρκε, ό εικοσάχρονος μαρεσάλος Νικό λαός ντέ ΣαΙντ 'Ομέρ, δ κοντόσταβλος Ιωάννης Σωντερόν, κ' οι δυό σε πτοί πρόγονοι, ό Γοφρέδος ντέ ΤουρναΙ κι ό Γουλιέλμος ντέ Μονπέλ Στα θρονιά πού συνηθίζουν οί Φράγκοι γιά τό εκκλησίασμα, άραδια σμένα τώρα σέ διπλή σειρά γύρω στους τοίχους, κάθονταν οί βαρώνοι "Ομως δεξιά στον πρίγκηπα καΙ σέ στασίδι ψηλό, σάν το δικό του, κα θόταν ή Ιδια ή Ίζαμπώ, κληρονομική κυρά τοΰ πριγκηπάτου. Ό Σάλιος νόμος, πού δέν αναγνωρίζει τή θηλυκή διαδοχή, δέν Ισχυε στό Μοριά, λοιπόν ή πριγκιπέσσα, τυπικά, προέδρευε ή Ιδια τή Μεγάλη Κούρτη.

Ή μέρα εϊταν βροχερή, άπό τά στενά παράθυρα τ6 φδ)ς τοΰ δειλι- νοΟ αντιφέγγιζε μολυβωτό στό πλακόστρωτο χάμου. Είχαν ανάψει τά μανουάλια.

Ό πρίγκηπας έκανε μέ τό δάχτυλο τό σημείο τοΰ σταυροΟ πάνω στά χείλη του, γιά νά καλέσει έτσι βοηθό του τό "Αγιο ΠνεΟμα, Είπε :

"Αρχοντες φίλοι κι αδερφοί, σας κάλεσα έδώ, δλους τους πλού- σιους ανθρώπους καΐ βαρώνους τοΰ Μοριά, νά κουβεντιάσουμε τά ζητή- ματα τοΟ πριγκηπάτου. Είσαστε άνθρωποι μου καΐ μοΟ χρωστάτε τή συμβουλή σας.

"Γστερα άρχισε νά φέρνει σέ συζήτηση Ινα 2να τά ζητήματα, φι- λονικίες ανάμεσα σ' ιππότες, διαιτησίες γιά τόπους αμφισβητούμενους, υπερβασίες στό δικαίωμα τοΰ κυνηγίου, καταπατήσεις, ξεσυνέριες. Ή ομήγυρη εΙταν ζωηρή. Αναδεύονταν ανυπόμονα οί βαρώνοι στά θρονιά τους, παίρνανε μέρος ή καταδικάζανε φανατικά, συχνά -πυκνά βροντοΟ- σαν τΙς γροθιές τους. Κάποια στιγμή, ό αφέντης της Βοστίτσας πού εΙταν άψίθυμος, έφτυσε μιά βρισιά χοντρή κατάμουτρα στον τοπάρχη τοΰ Νικλιοΰ. Κ' εύθυς βροντήσανε τά σιοεράρματα στΙς πλάκες, στά σα- νίδια, οί φωνές πέρσεψαν, καΐ χρειάστηκε νά μποΰνε στή μέση οΐ κον- τινοί γιά νά κρατηθεί ή τάξη.

"Ακουγε μηχανικά ή Ίζαμπώ τή χλαλοή, αφαιρεμένα κοίταζε τά τραχεία πρόσωπα πού πάνω τους θαμπόφεγγαν οί κίτρινες φλόγες τών κεριών. Ό αέρας είχε κιόλας βαρύνει άπό καπνιά καΐ χνώτα, μυρωδιά βροχής γλιστροΟσε άπ' εξω. "Ομως τά μάτια της κάθε τόσο γυρίζανε στον πρίγκηπα, δειλά, φευγαλέα. Τόν ήξερε τώρα, ή συγκέντρωση τούτη δέ μποροΰσε ποτέ νά τόν ενδιαφέρει τόσο πού Ιδειχνε. Κ' υστέρα, ή βιαστική σύγκληση της . . .

Ξάφνου, κατά τό βράδυ, οί σεργέντες πού φύλαγαν στην πόρτα, μπάσανε μέσα δυό ανθρώπους ξένους. Εϊταν &ρ•/^οντζς Ρωμιοί, τδβλεπες άπό τά ροΰχα τους τά πολύχρωμα καΐ λουσάτα. "Ηρθανε καΐ γονάτισαν \ίπροατά της καΐ στον πρίγκηπα. Ό γεροντότερος ανάλαβε νά μιλήσει.

Ό αφέντης μας ό δεσπότης Νικηφόρος στέλνει τό συγγενικό χαιρετισμό του στους μεγαλότατους πρίγκηπες της Αχαίας, είπε, τους άνηψιούς του άπό τή συχωρεμένη αδερφή του, τήν "Αννα Κομνηνή.

Έ καρδιά της Ίζαμπώς σπαρτάρησε. "Γστερα άπό δεκαεφτά χρό- νια, σά νά λάβαινε τώρα τό πρώτο ύπερτάφιο μήνυμα άπό τή μάννα τών παιδικών της χρόνων. Στάθηκε ν* ακούσει, κρατώντας τήν ανάσα της.

αποσταλμένοι Ιρχονταν άπό τήν "Ηπειρο. "Ασχημα είταν τά

127

πράματα τοΰ δεσποτάτου : Πόλεμος είχε κηρυχτεί ανάμεσα στον Αν- δρόνικο Παλαιολόγο καΐ τόν Νικηφόρο Κομνηνό" τα Γιάννενα είχαν πέ σει στα χέρια τών αυτοκρατορικών, κ' έξηντα γενοβέζικα κάτεργα, ρο- γεμένα από τόν Παλαιολόγο, μπήκανε στον κόρφο, άπό τό Ξηρόμερο, να φοβερίσουν την "Αρτα. Άπό στεριά πάλι, έρχονταν δεκατέσσερις χι- λιάδες άλογάτορες και πεζικά τριάντα χιλιάδες.

Ό πρίγκηπας είχε ακούσει ατάραχος την αφήγηση τοΟ απο- σταλμένου.

Και τί ζητάει άπό μας ό αγαπημένος θειος μας ; ρώτησε το Ρω- μιό πού στεκόταν νά πάρει ανάσα.

Είτανε φανερό : Ό Νικηφόρος γύρευε βοήθεια, ϊό είπε με φρα- σεολογία μπερδεμένη ό Ηπειρώτης άρχοντας, αραδιάζοντας ανάκατα ευχές, παρακάλια, υποσχέσεις, ευλογίες.

Ό δεσπότης δε θά ξεχνάει πώς με τους Γραικούς της Βασι- λεύουσας μας δένει αγάπη και τρεβα, παρατήρησε μ' ουδέτερη φωνή ί Φλωρέντιος. Ωστόσο κ' έκοψε την κουβέντα στό στόμα τοΰ Ρωμιού , ωστόσο κληρονομικός αφέντης τοΰ πριγκηπάτου δεν είμ' έγώ, άλλ' άπό δω ή κυρά - πριγκηπέσσα. Έ ευλάβεια κ' ή αγάπη στην κυρά μας είναι πολύ μεγάλες, έτσι πού δέ Οά μπορούσαμε εύκολα νά της αρνηθούμε μιά χάρη, ας είναι καΐ τόσο μεγάλη σαν κι αυτήν. Ακούσαμε τά λόγια σας. Θά ρωτήσουμε τη γνώμη των πλούσιων ανθρώπων πού είν' εδώ πα- ρόντες και θά σας αποκριθούμε τί μας αρέσει νά κάνουμε, αύριο τό πρωί.

"Ετσι είπε. Κι όταν οί δυο Ηπειρώτες βγήκανε πισωπλατίζοντας, κ' οί σεργέντες ξανάκλεισαν τΙς πόρτες, ζήτησε στ' αλήθεια τη συμ- βουλή των βασσάλων του. "Ομως αυτός το ΙνιωΟε ή Ίζαμπώ τό είχε αποφασίσει κιόλας, κι ό ισχυρισμός του πώς δε μπορούσε τίποτα νά της αρνηθεί είταν μονάχα πρόσχημα. Αλλόκοτη πράξη, άπό κείνες πού συνήθιζε 6 πρίγκηπας και πού σ' Ικαναν ανίκανο νά βεβαιώσεις άν εί- ταν άφιλόκεροες χειρονομίες δλο ίζρότΎίζο!. ιπποτική ή σχέδια νοΰ πο- λυμήχανου, νά σοΰ φορτώσει \ιίρος της ευθύνης καΐ νά σε γονατίσει με τό βάρος της συνενοχής.

Της είπε λίγες μέρες αργότερα, στην κάμαρα τους :

Κυρία, ό πόλεμος αποφασίστηκε, λοιπόν μεθαύριο το πρω'ι' φεύγω.

Τόν κοίταζε αμίλητη.

Έ φευγάλα μου, πρόσθεσε ό πρίγκηπας με τό χαμόγελο του, εχω την ελπίδα πώς δέ θά σας λυπήσει. "Ετσι, δεν έρχομαι εδώ γιά μιά σπαραχτική σκηνή άποχωρισμοϋ. Ξέρετε πώς δέ μοΰ πάνε οί βα- θειές κι ώραϊες συγκινήσεις. Είμαι αν μοΰ επιτρέπετε νά σας μιλήσω μιά στάλα γιά τόν εαυτό μου ένας α.'/{)ρωτ,ος πολύ ψυχρός^ πολύ κοι- νός. Μπορεί ή γυναικεία καρδιά, ή τρυφερή, νά μ' αποδοκιμάζει γιά ΧΟΌΧΟ, άλλα πώς νά γίνει ! Δέ μούλαχε τό ^ωρο νά συγχινώ τις όμορ- φες κυράδες, νά τους χαϊδεύω με γλυκόλογα τ' αυτιά, νά γράφω στίχους ερωτικούς και τά παρόμοια. Είμαι παιδί της τύχης, άξεστος κι αγροί- κος πολεμιστής.

Δέ σας κρίνω, κύριε μου, αποκρίθηκε ή Ίζαμπώ χαμηλώνοντας τά μάτια της. Σας υπακούω μονάχα.

128

Λαμπρή άπό-κριοη στά χείλη άρχόντ^σσας άληθιν>]ς κι άπό με- γάλο γένος ! Έτσι κ' έγώ, υπολογίζοντας στή μεγαλοψυχία σας, έρχομαι Ιδώ να σας ζητήσω μεγάλη και δύσκολη έκδούλευση.

Δεν τόν κοίταξε, μονάχα χλώμιασε λίγο.

τ-- Μιαν έκδούλευση, να τό ξέρετε, δχι προσωπική γιά μένα. Για ήν ωραία τούτη χώρα πού διαφεντεύουμε κ' οί δυό, καΐ πού είναι ή πατρίδα σας.

Σας ακούω, κύριε.

Σίμωσε βαδίζοντας ήσυχα, κι απλώνοντας της πήρε στις χούφτες του τα μικρά της χέρια. Τα χέρια του είταν αβρά καΐ κρϋα.

Τί θα λέγατε αν αυτί πού σας ζητώ είταν κάπως . , . μια στα- λιά νά ποΟμε, επικίνδυνο . . .

Σήκωσε τά μάτια της καΐ τόν κοίταξε προσμένοντας.

Λοιπόν νά ! Σας ζητώ, της λέει σταθερά, νά φύγετε αύριο πρωϊ γιά τήν Καλαμάτα.

Κάτι μέσα της σπαρτάρησε, λαχτάρα κι απορία. Δέν καταλάβαινε τά λόγια του.

"Ομως 6 Φλωρέντιος έμοιαζε νά Ιχει άποσώσει τήν κουβέντα του. Τά σταχτογάλανα μάτια του, μέ τΙς φωσφοριστές κόρες πού μέσα τους λές κ* Ιπεφτε ολοένα μιά ψιχάλα κρύα κι άσημωτή, τήν κοιτάζανε τώρα στυλά, μέ χαρούμενη, ενοχλητική άφροντισιά.

Λοιπόν ; κάνει ή Ίζαμπώ, παρατώντας νεκρά τά χέρια της στό μάλαγμα τών δικών του.

Αυτό είν' δλο ! φώναξε κείνος. Δέ σώνει ; Έ μεγαλοψυχία σας, μά τήν αλήθεια, μέ ξιππάζει !

Είπατε έκδούλευση επικίνδυνη, νομίζω, κύριε.

! θεέ μου, ποΟ έχω τό νοΟ μου ! κι 6 Φλωρέντιος χτύπησε μέ τήν παλάμη του τό μέτωπο του. Μά βέβαια, λησμόνησα νά σας εξη- γήσω . . .

Κάθησε δίπλα της στό μιντέρι κι άλαφρόσκυψε στ' αδτί της, εμ- πιστευτικά.

Φοβόσαστε καθόλου τους Ρωμιούς ; ρωτάει παίζοντας σύγκαιρα μέ τή μαλαματένια αλυσίδα πού κρέμεται γύρω στό λαιμό του.

Τους Ρωμιούς ;

Ναί. Είναι συμπατριώτες σας άπό τή μητέρα σας θέλω νά πώ. Κάποτε, <2ν δέν κάνω λάθος, άκουσα μάλιστα νά λένε πώς ό βασιλέας τους ό κύρ -Ανδρόνικος σάς είχε ζητήσει σέ γάμο. Είν' αλήθεια;

Είν* αλήθεια, αποκρίθηκε κοκκινίζοντας ή πριγκηπέσσα. "Ομως ήμουνα πολύ μικρή ακόμα, παιδί.

ΤοΟ αρνηθήκατε.

"Οχι έγώ. Ό πατέρας.

Σηκώθηκε ελαφρός, έβαλε τά χέρια στή μέση του καΐ τέντωσε τ' ό- μορφο, μελόχυτο κορμί του.

Φεύγοντας γιά τήν "Ηπειρο, λέει αλλάζοντας τόνο, παίρνω μα- ζί μου τετρακόσιους βασσάλους μας. Τό πριγκηπατο θά ορφανέψει γιά κάμποσο καιρό άπό άντρες. Λοιπόν. . .

Λοιπόν ; τόν ρωτάει ήσυχα.

9 Ή Ώρίγχητιίσαα Ίζαμηώ 1ώ<7

Λοιπδν οί Ρωμιοί είναι γένος δολερό, όρκοτζάτες. Σαν τό μά- θουν στό Μυστρά, \ιπορεΖ να θεωρήσουν τή στιγμή κατάλληλη για εισ- βολή στό πριγκηπατο και για κοΟρσος.

Τήν Ιβριζε για τήν ελληνική της φύτρα; Τό Ιλεγε άφρόντιστα, ει- λικρινά ; ΚαΙ τέλος ποιο εϊτανε τό σχέδιο του ; Τήν πρόσταζε να πάει στην Καλαμάτα, τό πιό κοντινό στό Μυστρά σημεΤο τοϋ πριγκηπάτου, καΐ μαζί φοβόταν μιαν εισβολή . . .

Δέ σας καταλαβαίνω, τοΰ λέει απλοϊκά.

Γέλασε γέλιο πλατύ ό Φλωρέντιος.

Μιαν όι-ποοχοΧτι επικίνδυνη, δε σας είπα ; Έ λοιπόν! Έ παρου- σία σας στην Καλαμάτα θ' αποκοιμίσει τους Ρωμιούς. «Μιάκ* ή πριγκη- πέσσα της Αχαίας βρίσκεται έδώ, θα πουν, τό πριγκηπατο οέ μένει άφρούρητο. Ποτέ δε θάφηνε ό πρίγκηπας τήν κυρά του απροστάτευτη, σε μέρος εκτεθειμένο. .

Έμεινε αναπολόγητη, τόσο παιδιάστικο της φαινόταν τό πρόσχη- μα, τόσο άνάξιό του.

Εκείνος σηκώθηκε καΐ της Ιπιασε μ' έπιδειχτική διάχυση τό χέρι.

Χαίρομαι πού συμφωνείτε μαζί μου !

Γέλασε πάλι με τό δυνατό, ά.π6το\ίο γέλιο του, καΐ σκύβοντας της φίλησε αβρά τά δάχτυλα της.

Έμεινε αφαιρεμένη κι άτονη ολάκερο κείνο τό δείλι. Κοίταζε τΙς γυναΤκες της νά ετοιμάζουν τΙς αποσκευές γιά τό ταξίδι, νά πηγαίνουν, νάρχονται, κι ό νους της πιά δέ δούλευε, κάτι σα σκιά λιπαρή τόν είχε σκεπάσει. Έκεΐ κατά τά λυχνανάματα, καθώς έγερνε στό κρεββάτι της μέ τό κορμί λυμένο, λες κ' είχε βαδίσει πολύ, είδε στή φαντασία της τήν Καλαμάτα, τό κάστρο δπου γεννήθηκε, τόν άφρατο κάμπο, τή γα- λανή θάλασσα. "Ομως απόρησε πού ούτε ή αναπόληση τούτη δεν της ξυπνούσε τώρα τήν αλλοτινή λαχτάρα.

Της εϋταν έτσι γραφτό, θάλεγες, δλους τους πόθους της, τους βα- θειούς και σπάνιους, νάτούς γεύεται πραγματοποιημένους κάποιαν ώρα πού, θές από τήν ατέρμονη απαντοχή, θες άπό κακοτυχιά, κάθε ζωντα- νός παλμός τους είχε σταματήσει καΐ κάθε θέλγητρο τους νεκρωθεί.

Ή άλλη μέρα πού ξημέρωσε εϊταν κρύα, συννεφιασμένη. Ό χει- μώνας είχε μπεΓ κιτρίνιζε και μαραινόταν ό ωραίος, ο'{0Όρ6ς κάμπος της Ανδραβίδας, καΐ τΙς δημοσιές τις ερήμωνε ό αψύς βοριάς.

Στον αυλόγυρο κάτω, πρόσμεναν οί ιππότες της συνοδίας. Κατέ- βηκε ή 'Ιζαμπώ μέ τή βάγια της καΐ τρεις ακόμα γυναίκες. Οί στα- βλίτες σπρώξανε τά μουλάρια, τά φορτωμένα μ' αποσκευές, τά ξεβγά- λ'ϊίνε στό ^^ρ^\ί':). Τά παιδόπουλα φέρανε τ' ί^^προ άλογο της κυράς, κα- θώς δμως έκανε κείνη νά καβαλικέψει, ό πρίγκηπας τή σταμάτησε. Χα- μογελαστός έσκυψε κοντά της μ' άπειρη χάρη κι άρχισε νά της κου- βεντιάζει χαμηλόφωνα, σάν εραστής. Της Ιλεγε, της έλεγε, δμως τά λόγια του, αντίθετα μέ τήν έκφραση σου, εϊταν ασήμαντα και κοινά. ΤΙς άγαποϋσε πολύ 6 Φλωρέντιος τΙς δημόσιες τούτες κ' έπιδειχτικές σκηνές. Τέλος, σάν κορέστηκε άπό τά μάτια πού τους κοίταζαν γύρω, γονάτισε μέ τδνα πόδι καΐ τήν κάλεσε νά πατήσει στό γόνατο του γιά ν' ανέβει στ' άλογο.

180

Κύρίέ μου, αδτό δέ γίνεται ! λέει κείνη σαστισμένη.

Μά ναί, γίνεται. Άφοΰ σας τό λέω έγώ !

Έ φωνή του είχε κάτι τό αναντίρρητο. Της ?δωσε τό χέρι του, νι,'^ Ιβαλε να πατήσει στό γόνατο του, καΐ μ* §να λαστιχένιο τάνυσμα των νεφρών τή σήκωσε σαν κοόποολο ίσαμε τη σέλλα. Τστερα πήρε τ' άλογο της από τό χαλινάρι και τ' οδήγησε ό ίδιος στην εξώπορτα. Έκεΐ, μέ μια κίνηση κομψή καΐ σβέλτη, τό ξαμόλυσε στή δημοσιά. Τραβήχτηκε πίσω Ινα βήμα κι άφησε τή συνοδία να περάσει τριπο- δίζοντας άπό μπροστά του.

Ό σταβλίτης πού προπορευόταν, σάλπιζε μέ τό βούκινο. Παραμέ- ριζαν αλαφιασμένοι οί αραιοί Άνδραβισαΐοι. Ξεδίπλωσε ό σκουταράτος τό φλάμπουρο, καΐ στον αέρα πλατάγισε τό χρυσό καΐ μαΟρο οΙυ.6ουι\ιο των Βιλλαρδουΐνων. ΆκολουθοΟσε τήν κυρά του άπό κοντά. Στους στε- νούς δρόμους της πολιτείας, ανάμεσα στα σπίτια πού διαπλατώνανε βια- στικά τά παραθυρόφυλλα τους, κάτω άπό τά μάτια των αγουροξυπνημέ- νων βουργησέων, κρουνέλιασε ή λα[ΐ.πρή συνοδία μέ τζο^ο^οΧύιχο σύμ- πυκνο και χρεμετίσματα κυματερά Ό πρωινός άνεμος πού ερχόταν άπό τήν έξοχη μύριζε χορτάρι, μακρυνή βροχή. Προσπέρασαν τά τελευταία σπίτια της 'Ανδραβίδας και βγήκανε στον κάμπο. Τό χρυσόμαυρο φλάμ- πουρο της Ίζαμπώς ξεμάκρυνε φτεροκοπώντας πλαταγιστά κάτω άπό τά σκελετωμένα κλαδιά των γυμνών δέντρων.

Ό δρόμος τραβοΟσε ίσια κατά τό νοτιά, αφήνοντας δεξιά του τή δαντελλωτή παραλία της Ηλείας. Πευκιάς πυκνός τους έκρυψε πιό κάτω τό γιαλό, κι ανάσαναν τότε μ' ανακούφιση οι τέσσερις γυναίκες τ-^ς ακολουθίας. Φοβόντανε τή γειτονιά της θάλασσας. Κουρσάρικα, γενοβέ- ζικα κατά τό πλείστο, περιπολεύανε αδιάκοπα στ' ανοιχτά. Οι σιδερό- φραχτοι ιππότες της συνοδίας, αρματωμένοι άπό χοργϊ^ σέ νύχια, κα- θώς γιά μάχη, είχαν πάρει άπό τά χέρια τών σκουταράτων τΙς λόγχες τους, κρεμάσανε στή σέλλα τά σκουτάρια και ζώνανε τήν κυρά τους άπό κοντά.

Τό μεσημέρι στάθηκαν γιά λίγο κάτω άπό τά δέντρα, νά φάνε. Κά- θησε ή πριγκηπέσσα στό χαλί πού της έστρωσαν, άνάρριξε τό πέπλο κ' εσιαξε τά μαλακά καστανά της μαλλιά. Γιά πρώτη φορά Ινα αί- σθημα ευεξίας, βαθύ, τάνυζε τήν ψυχή της. Ζάλη γλυκεία της λευτεριάς. Χαμογέλασε.

Γιολάντα, λέει άναγέρνοντας στον αγκώνα της, τραγούδησε μου. Ή νεαρή Φράγκισσα, στρογγυλοπρόσωπη καΐ ροδομάγουλη κο-

πέλλα άπό τή Μπουργκόνια, σάστισε.

Έδώ, στό ύπαιθρο, κυρά μου !

Έδώ, γιατί ; ΠοΟ άλλοΟ είναι τόσο όμορφα!

"Απλωσε τό χέρι της ή 'Ιζαμπώ καΐ χάιοεψε τις ξερές βελόνες άπό τά πεΰκα πού στρώνανε, χαλί αφράτο, τήν πλαγιά τοΟ ^ρ6\ιου. Χάι- δεψε τά καστανόξανθα μαλλιά της Γιολάντας, χάιδεψε μέ τό μάτι τά δέντρα, τό χαμηλόν ουρανό. Αγάπη διάχυτη, πλούσια, πέρσευε στην καρδιά της. Τά πουλιά πετούσαν χαμηλά* μουγγό είταν γύρω τό το' πίο, καθώς δταν περιμένει τή βροχή.

Καλή μου, είναι χρεία νά βιαστούμε, κάνει ή βάγια πάντοτε

131

προνοητική καΐ ψύχραιμη. Μονάχα αύτη είχε τό λεύτερο να δίνει γνώμη στην πριγκηπέσσα. Την είχε θρέψει μέ τό γάλα της, την είχε ακολουθήσει παντοϋ, στην εξορία, στην κούρτη της Άνάπολης, καΐ στό γυρισμό. Καθισμένη τώρα μεγαλόπρεπα, μέ τό μποΟστο της κορδωμένο, δίπλα στην Ίζαμπώ, άπόσωνε το φαί της μ' δρεξη ακατάβλητη, άλλα και γεμάτη αξιοπρέπεια.

! λίγο ακόμα, ίκέτεψε ή πριγκηπέσσα.

Ή Γιολάντα τραγούδησε, καΐ συνάχτηκαν γύρω οΐ ιππότες να την ακούσουν. Έ φωνή της, λιανοτρέμουλη, ψεύτικη, σαν κούκλας κουρντι- σμένης, χώνευε στην απέραντη σιωπή τοΟ δάσους, κάτω άπδ τό μπα• μπακερό ουρανό. Είπε ?να τραγούδι τοΰ πανιοΟ, άπό κείνα πού τραγου- δοΟσαν στην πατρίδα της οί γυναίκες δουλεύοντας στον αργαλειό.

Καιρός τώρα ! λέει ή βάγια αυστηρά μόλις τό τραγοΟδι Ιπαψε. Και σηκώθηκε πρώτη, τινάζοντας τά ψίχουλα άπό τήν ποδιά της. Ή Ίζαμπώ αναστέναξε. Έτσι είταν πάντα γι' αυτήν, κοντόπνοη

ή ευτυχία.

Πάμε.

Ανέβηκε στ' άλογο της και τράβηξε μπροστά. Καθώς οί ιππότες βιάζονταν νά τήν προλάβουν :

Σταθείτε πιό πίσω, τους λέει σηκώνοντας προσταχτικά τό χέρι. θέλω νά νομίζω πώς είμαι μονάχη.

Κράτησαν τ' άλογα τους, δισταχτικοί. Μονάχα δ γερακάρης πού Ικανέ καΐ τόν έδηγό, πήγαινε μπροστά. Τόν ακολούθησε σ* απόσταση ή πριγκηπέσσα. Ή ακολουθία ήρθε τό κατόπι μέ διάκριση.

Ξέκοψαν άπό τόν παραλιακό δρόμο κ' έστριψαν αριστερά, άπό μονοπάτι. "Ανεμος τώρα χλιαρός καί άταχτος είχε σηκωθεί, τά σύν- νεφα, ψηλά, πιάνανε νά μελανιάζουν. Κατέβηκαν αργά ίσαμε πάνω στίς δεντροκο,οφές θαρεΐς, νά σκαλώσουν. Ή γη άνάδωσε μυρωδιά πυκνή άπό χώμα, προαίσθημα βροχής. Πίσω, οί γυναίκες, φουρφουλίζοντας σάν πουλακίδες, τυλίχτηκαν στους μαντύες τους σφιχτά, άπό τό κεφάλι.

Κατέβηκαν μιά μικρή λαγκαδιά, πέρασαν κροταλίζοντας πάνω στ' άσπρα χαλίκια τόν ξεροπόταμο, κι άνεβαίνανε τώρα τ' ανηφόρι τοΟ άλ- λου δχτου, δταν, ψηλά, ξεκόβοντας τή σκιά του πάνω στον άλαμπο ου- ρανό, 2νας καβαλάρης φάνηκε νά προβάλλει.

Κοντοστάθηκε δ γερακάρης κ' έπιασε τό κρεμασμένο στό πλευρό του βούκινο νά φυσήξει. Οί ιππότες βιάσανε τ' άλογα τους, ζυγώσανε τήν πριγκηπέσσα, απλώνοντας γύρω άχτιδωτά. Ψηλά, δίπλα στον τζρίύ- το, φάνηκε τώρα κι άλλος καβαλάρης. Είχαν σταθεί κ' οί δυό τους δί- πλα-δίπλα καΐ μοιάζανε νά κοιτάζουν τή συνοδία πού ανέβαινε.

Σταθείτε, κυρία ! φωνάζουν οί κοντινοί ίππότες στην Ίζαμπώ. Κράτησε τ' άλογο της δίχως νά νιώσει ανησυχία καμμιά. "Ακουσε

τό γερακάρη πού φυσοΟσε στό βούκινο καΐ τή λαγκαδιά γύρω ν* αντι- βουίζει.

Έ ! ποιος νά ζεϊ ; κράζει δ γερακάρης βάζοντας χωνί τΙς πα- λάμες του στό στόμα, θές δμως γιατί ή απόσταση είταν μεγάλη, θές γιατί οί ξένοι κεΙ πάνω δέν τό είχανε σκοπό, απόκριση δε δόθηκε.

132

Μιά σαγίτα, σφυρίζοντας, πετώντας, φεύγει άπό τό τόξο ένές άν- θρωπου τγ)ς ακολουθίας καΐ χάνεται ψηλά, στάν ουρανό,

"Ομως ή πριγκηπέσσα σήκωσε τό χέρι της. Δέν ήθελε να τοξεύουν, δχι. Στό μεταξύ, οί ξένοι καβαλάρηξες σάλεψαν, ξεκίνησαν καΐ πήραν ήσυχα τό κατηφόρι. ΕΙταν μονάχα δυό, Ιρχονταν κατά δώθε. "Ελαμψε ή αρματωσιά τοΟ πρώχου, Οστερχ, πιό θαμπά, τοΟ δεύτερου. Τότε φάνηκε πώς είταν Φράγκοι.

Μεσοδρομϊς στην πλαγιά, συναντήθηκαν ή συνοδία κ* οί ξένοι. Ό πρώτος εϊταν ίππότης, σκουταράτος του ό δεύτερος. Ξάφνου ή Ίζαμπώ ρίχνει μιά φωνή χαράς :

Ευγενικέ μου Ιωάννη ! κι άπλωσε τό χέρι της,

Ό ίππότης κράτησε τ' άλογο του, πέζεψε κ* ήρθε νά της φιλήσει τά δάχτυλα ευλαβικά, ΕΓτανε νέος, ξανθός, ψηλόλιγνος. Στον ώμο πάνω, τ' άσπρο του έπιλωρίκι είχε ραμμένο γαλάζιο σταυρό.

"Γστερα άπό δυό χρόνια ! λέει ή *Ιζαμπώ κοιτάζοντας τό νέο πα- ραξενεμένη. "Ομως τά μάτια της γελοΟσαν. Δυό χρόνια . . . Γυρίζεις τέ- λος στό Μοριά, Οστερα άπό τό προσκύνημα σου στους "Αγιους Τόπους ; Λοιπόν ή επιθυμία σου πραγματοποιήθηκε τέλος. Πόσα πράματα θά εί- δες, Ι ! . . . Πολέμησες, 'Ιωάννη ;

Ή φωνή της είχε μιά διάθεση αδιόρατα περιγελαστική.

Έρχομαι άπό τήν πολιορκία τοΟ "Αγιου Ιωάννη τής "Ακρας, είπε τό παλληκάρι χαμηλώνοντας τά μάτια του.

"Α, νά λοιπόν! Πολέμησες τους Σαρακηνούς, Ικανές κατορθώ- ματα, δοξάστηκες ! Φαντάζομαι . . .

Δέν πήγα γιά νά δοξαστώ, κυρία.

Ξέρω, ξέρω. Μαντεύω, Κάποιο τάμα'. . . Δέν αποκρίθηκε δ ίππότης.

---Έλα, ανέβα στό φαρί σου κι ακολούθα με, πρόσταξε γελώντας ή πριγκηπέσσα. Πηγαίνουμε στην Καλαμάτα.

Τπάκουσε. Πήδησε στ' άλογο του καΐ πέρασε αριστερά στην Ίζαμπώ. Ξεκίνησαν.

ΠοΟ πήγαινες, άρχοντα Ιωάννη ; Στην Ανδραβίδα ;

Ναί, κυρία. Νά παρουσιαστώ στον πρίγκηπα.

Ό πρίγκηπας λείπει σε πόλεμο. Λοιπόν Ιλα μαζί μου.

Εϊταν γιος τοΟ Γοφρέδου ντέ Τουρναί, βαρώνου τών Καλαβρύτων. Ή οικογένεια του είχε τίτλους παλιούς, δμως δλους τους επισκίαζε ή ίστορία τοΟ σταυροφόρου πρόγονου κ' ή σειρά πού πήρε στή διανομή τοΟ Μοριά Οστερα άπό τήν κουγκέστα. Μέ τό ψεουΖο πού τους δόθηκε οί ντέ Τουρναί γίνονταν μεγάλοι βαρώνοι τής Αχαΐας, άπό τους δώδεκα ομότιμους τοΟ πριγκηπάτου" εϊχανε τό δικαίωμα δψηλής δικαιοσύνης, νά κόβουνε νόμισμα καΐ νά χτίζουν καστέλλια. "Ομως ό Γοφρέδος τώρα γερνοΟσε πολύ, δλο και χαμήλωνε σ' ηλιοβασίλεμα θριαμβικό. Ό ρήγας Κάρλος τής Άνάπολης, πού τόν είχε τιμήσει άλλοτε μέ τήν προ- σωπική φιλία του, τώρα βρισκόταν μέσα στό χώμα. Ένιωθε κι ό γέ- ροντας βαρώνος τΙς δυνάμεις νά τοΟ λείβονται, τή σπίθα τής ζωής του νά σιγοτρεμίζει. Σπάνια τώρα πιά κατέβαινε στους κάμπους. Κούρνιαζε σά γέρικος άητός, άποτραβηγμένος μελαγχολικά στό -κάύχρο του, έκεΐ

133

πάνω στά βουνά τών Καλαβρύτων, χαΐ καρτεροΟσε τό γιό του να γυρί- σει άπδ τό μακρυνό ταξίδι. Στύλωνε στάν ορίζοντα μάτι ποθεινό ό γέρος τοπάρχης, γεμάτο ανήσυχες ελπίδες. Δέν ήθελε να τόν πάρει ό Χάρος, δχι, προτοΟ παραδώσει κανονικά τήν εξουσία στον κληρονόμο του. Δέν Ιπρεπε ή γη νά μείνει δίχως διάδοχο κι αφέντη, οδτε τ* δνομά του να σβηστεί.

Σε σαγίτεψαν, ευγενικέ μου Ιωάννη, λέει ή Ίζαμπώ μέ τρυ- φερή φαιδρότητα στή φωνή της. Χαίρομαι τουλάχιστον πού δέ σ' άγ- γιξαν. Δέ θάθελα νά δώσω τέτοια λύπη στό σεβαστό μου πατέρα σου πού σέ καρτερεί νύχτα - μέρα.

ΖεΙ ό πατέρας μου λοιπόν ; Ικανέ δ νεαρδς Σππότης και τά μά- γουλα του χρωματίστηκαν. Ευχαριστώ, κυρία, για τή χαρά πού μου δίνετε μ' αυτή σας τήν κουβέντα.

Ζεϊ, κι αναρωτιέμαι μήπως κάνω άσχημα πού σ' αναγκάζω νά ξεστρατίσεις, θές ν' ανέβεις στά Καλάβρυτα ; Σ' αφήνω λεύτερο. Μην Ιρθεις, άρχοντα Ιωάννη, στην Καλαμάτα.

! δχι, έκανε ταραγμένος & Ιωάννης ντε Τουρναί. θ' ακολου- θήσω τή χάρη σας μιά κ' Ιλαχε νά τή συναντήσω.

Απόστρεψε τό πρόσωπο του καΐ της φάνησε πώς τό μάγουλο του είχε γίνει παράδοξα χλωμό. Πόσο εϊτανε νέος! τό πολύ εικοσιπέντε χρο'9(ά'/. Τόν είχε αρματώσει ιππότη, στά δεκαοχτώ του χρόνια, ό ίδιο: ό βασιλέας τής Φράντσιας Φίλιππος Ιτσι λέγανε κι από τότε ίσαμε πού ξανάρθε στό Μοριά, ύστερα δηλαδή άπό δυό χρόνια, κανένας δέν ήξερε ποΟ είχε πάει, πώς έζησε. Φανερώθηκε στην Ανδραβίδα τή χρο- νιά ακριβώς πού πρωτόρθανε στό Μοριά 6 Φλωρέντιος μέ τήν Ίζαμπώ. Στό πρώτο ξεκίνημα της πριγκηπέσσας γιά τήν Καλαμάτα, τότε, τόν είχαν ορίσει ίππότη συνοδό. Είχε συμμεριστεί τήν περιπέτεια τοΟ τα- ξιδιοϋ της εκείνου, καΐ μαζί της πάλι ξεμπαρκάρησε στ' Άνάπλι τό μα- κρυνό εκείνο ανοιξιάτικο πρωί. Αμέσως ύστερα κάποιος άνεμος ανεξή- γητος τόν είχε συνεπάρει. Τάχτηκε νά υπηρετήσει στους "Αγιους Τόπους κ' έφυγε ξαφνικά προτού ακόμα τό καλομάθουν στην αυλή, δίχως ν' απο- χαιρετήσει κανέναν. "Αλλωστε φίλους δέν είχε, περνούσε μιά ζωή πολύ μοναχική. Έκεΐ-κάτω, στην χοόρττ, της Ανδραβίδας, οί γυναίκες πα- ραμέριζαν ταραγμένες μπροστά του, πικραίνονταν πού τόσο λίγο τις πρόσεχε, δεν έπαυαν δμως τΙς νύχτες νά ονειρεύονται τά δροσερά, τά παιδιάστικα χείλη του, καΐ τό κρυσταλλένιο φως τών ματιών του.

Κ' ή Ίζαμπώ άναθυμόταν Ινα λόγο πού της είχε είπεΐ τότε, τόν καιρό πού πρωτοξεκινούσαν πάλι μαζί γιά τήν Καλαμάτα. "Ενα του λόγο αινιγματικό, κ' ίσαμε τώρα αξεδιάλυτο :

"Ελα μαζί μου, Ιωάννη, τόν είχε προσκαλέσει αφαιρεμένα. "Ελα, γιατί πηγαίνω στην πατρίδα μου μέ τήν καρδιά βαρειά. Καρτερούσα τόσα χρόνια τή στιγμή πού θά τήν ξαναδώ, καΐ τώρα πού ξεκινώ τέλος, μοΟ φαίνεται έτσι σά νά είμαι εξόριστη.

Τήν είχε κοιτάξει μέ μάτι ξαφνικά θολό, κ' ίίστερα, αποστρέφον- τας ήρεμα τό πρόσωπο του :

θά μάθετε μιά μέρα, κυρία, της είχε πει, πώς είμαι εξόριστος κ* έγώ ...

134

■■■■■■■■■■■ι

*Α*\φ>ΙΐΑ^

""""'""■"""

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΒΣΠΟΜΝΙ !

ΠΟ τά παραθύρι της κάμαρας του, δ Σγουρός είχε ίδεϊ τήν 'Ιζαμπώ νά φεύ- γε: καβάλα στον Άατρίτη.

Τό σπαθί πού είχε βγάλε: λίγο πρΙν για νά υπερασπίσει τό φαρί του, Ι[ΐενε τώρα πεσμένο χάμου. Τό παι51 τοΟ πανδοχείου ήρθε νά τόν ειδοποιή- σει για το άδικο πού τοϋ έκαναν, δμως δέν πήρε καμμιάν απόκριση. Τόν βρήκε καθισμένον στό κρεββάτι του, μέ τα χέρια κρεμασμένα. Τά φεγγάρι τόν έλουζε 6Χόι.%ζρο, τόν έφεγγε άσάλευ- τον, λες καΐ τον είχε μαρμαρώσει. 'Ρ^.- τζο^τ^^ν^ος 6 υπηρέτης, Ιφυγε κλείνον- τας αθόρυβα τήν πόρτα.

Λίγο πρΙν άπό^τά μεσάνυχτα κα- τέβηκε ό Σγουρός από τήν κάμαρα του,

ξύπνησε τόν ξενοδόχο, πλήρωσε τό λογαριασμό του καΐ ρώτησε άν μπο•

ρούσανε νά τοϋ πουλήσουν κανένα &Χο'{ο.

Χωρατεύεις, παλληκάρι μου ; Σ' 6\άγ.ερο τό Μοριά δέ θα βρεις φαρΙ ν' αγοράσεις. Τά σηκώνουν δλα οί Φράγκοι, δέν τό ξέρει; ;

θά τό πληρώσω καλά, λέει τό παιδάριο ακούγοντας φρουμά- σματα στό παχνί.

Τά φαριά πού εχω κει μέαα δέν είναι δικά μου. Είν' αυτά πού τά παρατήσανε βρεμένα κι αποσταμένα οί καβαλάροι της κυρά - Ζαμπέας. Αύριο - μεθαύριο θάρθουν οί σταβλίτες τους νά τά γυρέψουν, καΐ τότε άλΧοί^ιο^^ο σε μένα άν μοΟ τά '^ροϋ'^ε λειψά. Λέν εχω φαρί νά σοΰ δώσω, δχι. Σΰρε στην ευκή τοΟ θεοΰ !

Έσκυψε τό κεφάλι του καΐ τράβηξε νά φύγει πεζός. Στην πόρτα ό- μως μετάνιωσε, γύρισε πίσω. Μήπως μπορούσαν τουλάχιστο νά τοϋ συστή- σουν κανένα χωριάτη πού νάχει φαρί, στά περίχωρα, νά τ' αγοράσει ; Ό ξενοδόχος εϊταν γ.ά\ιποοο βαριεστημένος κιόλας πού τόν ξυπνή- σανε μεσονυχτίς' δρεξη γι' άλλες κουβέντες δέν είχε. Αγρίεψε τό μάτι του λοιπόν, στέριωσε τΙς δυό του γροθιές στους ^ο'^οός του και κοίταξε άσχημα τόν Σ^{0Όρ6. «Με ξεφορτώνεσαι λέω γώ !», Ικανέ νά πει, μά δέν πρόλαβε. Κάποιος βρόντηξε δυνατά στην πόρτα καΐ μιά φωνή άπ' έξω :

Δαμιανέ ! έκραξε.

135

Σέρνοντας δκνά τα πόδ^α του ό ξενοδόχος πήγε νά μισανοίξει τ6 τιορτόφυλΧο.

Στους ορισμούς σου.

Ή φωνή του είταν τώρα υποταχτική, σα νά μιλοΟσε σέ κάποιο ηρ6σΐύπο δχι άπό τα συνηθισμένα. Ό ξένος δέ μπϊ)κε μέσα' στάθηκε νά κουβεντιάζει άπ' 2ξω, άφανέρωτος. "Ομως δ Σγουρός, χωρίς νά θέ- λει, έστησε τ' αυτί. Ή φωνή τούτη . . . ποΟ τήν ήξερε ; Σάν καΙνά τοΟ θυμίζει κάτι, κι δχι πολύ μακρυνό . . . "Εβαλε προσοχή, δμως στην αρχή δέν ξεχώρισε τίποτα. Ξάφνου, μιά κουβέντα πού πήρε τ' αυτί του, τδν έκανε νά τιναχτεί: «Ό μεγάλος αφέντης περιμένει, πές λοιπόν νά βια- στεί», είχε πεί ό αόρατος ξένος, τ* άκουσε καλά. «Ό μεγάλος αφέν- της !» Στή θύμιση τοΟ Νικηφόρου άστραψε 6 διάλογος πίσω άπό τό φάρσωμα, εκεί -πάνω, στην κάμαρα του. Μονομιάς άποσώνει τή σκέψη πού εΖχε αρχίσει τότε καΐ πού ό ύπνος τήν δσβησε : «Έμενα καρτεροΟν αύτοΙ οι δυο. Μίλησαν γιά κάποια γραφή καΐ γιά Ιναν αποσταλμένο. . . Προσοχή λοιπόν!» Δέν ήξερε τίνος είταν άνθρωποι καΐ ποιος είναι ό μεγάλος αφέντης. "Ομως τό ψυχόρμητό του δέν τόν γελοΟσε, δχι, γι' αυτό είταν βέβαιος. Καλό δέν τοΟ θέλανε μιά φορά .. . Πήρε τήν απόφαση του.

Πισωπλατίζει καΐ στέκεται στή σκιά, τή στιγμή ακριβώς πού ό ξενοδόχος γύριζε μέσα. Τό τζάκι σιγόσβηνε, θαμπή φεγγοβολή δρριχνε γύρω ή θράκα. Ή πόρτα είχε ξανακλείσει. Μά κι οδτε ό ξενοδόχος ϊμοιαζε τώρα νά τόν θυμάται. Είχε άλλη δουλειά τώρα αυτός, γιατί τράβηξε Ισια στή σκάλα πού ανέβαζε στό πάνω πάτωμα. Μόλις τά βή- ματα του ξεμάκρυναν, δ Σγουρός τρέχει στην πόρτα, τήν ανοίγει, βγαί- νει ^ορ-γά. καΐ στέκεται κολλημένος στό πορτόφυλλο άπ' Ιξω. Μέ μιά ματιά έφερε γύρω τήν αυλή. Δέν είταν κανένας.

Προχώρησε μ' άπειρη προφύλαξη στην αυλόπορτα καΐ στάθηκε ν* αφουγκραστεί. Πίσω άπό τό σαθρό φύλλο ξεχώρισε ^ρό^/τους πνιχτούς στό υγρό χώμα. Κάποιο ίλο^ίο εϊταν εκεί, Ιτοιμο ίσως γιά φευγάλα, πού χτυπούσε χάμου ανυπόμονα τό πέταλο. Ή πόρτα είταν ξεκλείδωτη. "Εσκυψε δ Σγουρός στην κλειδωνιά, έβαλε τό μάτι του. Δέν ξεχώρισε παρά μιά ράχη ανθρώπινη, καμπουρωτή, πού αναδευόταν κοντά στό πορτόφυλλο. Τήν ίδια στιγμή τό μάνταλο Ιπαιξε καΐ τό παιδάριο μό- λις πρόλαβε νά τραβηχτεί πίσω άπό τό φύλλο πορ ανοιγόταν.

Τό φως τοΟ φεγγαριού φώτιζε Ιναν ανθρωπάκο λιγνό καΐ στραβο- κάνη πού έμπαινε στην αυλή κρατώντας άδειο κουβά. Είχε ποτίσει τ* άλογο του φαίνεται, καΐ τώρα γύριζε μέσα. Πέρασε ανύποπτος, ξε- μάκρυνε κατά τό πηγάδι. Τότε, δίχως καιρό νά χάσει δ Σγουρός, γλι- στράει έξω. Τ' άλο^ο, μαύρο, ζωηρό, στεκόταν δεμένο στό χαλκά τής πόρτας. Δίπλα Ινα μουλάρι . . . Λύνει τ' άλογο, πηδάει στή σέλλα. Δέν πρόλαβε νά τό φτερνίσει. Τ' άΧο^ο είχε χυθεί τόν κατήφορο, αστραπή.

Δέν ακούστηκε ούτε φωνή εκεί πίσω.

"Ολα τούτα είχανε γίνει προτού σχεδόν προλάβει νά τά καλοσκε- φτεί. Καλπάζοντας τώρα στον κάμπο, λεύτερος, μάζευε τΙς σκέψεις του κ' Ιμενε απορημένος δ ίδιος γιά τή σβελτοσύνη του. Ούτε λόγος πώς είχε κάνει τό καλλίτερο. "Ομως άπό ποιόν είτανε βαλτοί οί δυό άγνω- στοι τοΰ πανδοχείου ; Άπό τόν Σ^θΌρο\ιάλΧΎ], πού δέν τοΟ είχε έμπι-

136

στοσύνη καΐ πρόσταξε να τάν παρακολουθοΟν ; Άπό τους Φράγκους ; Άπό άλλον πού δέν τόν γνώρ^ζε κι ο5τε τόν δποπτευόταν ;

Τ( σημαίνει ; Τό κυριώτερο είναι πώς 2χει λυτρωθεί καΐ πώς τρα- βάει τώρα πια για την Καλαμάτα ! Ναι, εκεί πηγαίνει, κατά κεί πού είχε τραβήξει κ' ή πριγκηπέσσα Ίζαμπώ. Έκεϊ κι δχι στην Ανδρα- βίδα, δχι στό σενεσάλο Σανταμέρη ! "Ας βουρλίζεται δσο θέλει 6 Σγου- ρομάλλης, άς τόν φοβερίζει μέ θάνατο. Ενθουσιασμός αλλόκοτος, πα- ράφορο μεθύσι συνεπαίρνει τήν ψυχή του. Σκυμμένος στό σβέρκο τοΰ μαύρου φαριοΟ, μέ τά μαλλιά στό^^ άνεμο, τα ρέτενα ξαμολυμένα, δσμί ζεται άπληστα τ' αγέρι πού τοΰ ριπίζει τό πρόσωπο κι αναζητάει στη μυρωδιά της νύχτας τ' άχνάρι άπό τό πέρασμα τγ^ς 'Ιζαμπώς. "Εχει μιαν αίσθηση παράδοξη, τρελλή, πώς πηγαίνει σέ συνάντηση υποσχε- μένη. Ή ψυχή του 2χει αρραβωνιαστεί, κ' ί-κεΐ, πίσω άπό τά μαδη- μένα δέντρα, πίσω άπό τό αχνιστό μαγνάδι τοΟ φεγγαριοΟ, μιά γυναίκα τοΟ ώρισε ερωτική αντάμωση καΐ τραβάει πρώτη να τόν προλάβει στον τόπο πού τους είναι γραφτό νά σμίξουν.

"Εκοψε τήν τρεχάλα του γιατί είχε μπεΙ σέ δάσος. Χορτάτος τώρα άπό ορμή, κυριεμένος άπό τή γύρω του μυστική αταραξία, βάδιζε μέ τ' άλο'ίο ήρεμα, κανονικά. Ή δροσερή κ' υγρή πνοή της νύχτας, ή νοτισμένη άπό άνασεμιές φυτών, τόν άλαφρομεθοΟσε. Είταν πλατανιάς σύμτΐυκνος Ιδώ, βαθύς. Τά φύλλα πού κρέμονταν άπό τους κλώνους στά- λαζαν στό μέτωπο του στάλες μυρωδικές. Είναι θηλυκό τό χνώτο τοΰ πλατανιού, γλυκό κ' ιδρωμένο. Χάμου, κάτω άπό τά πόδια τοΰ φαριοΟ, παχύ στρώμα φύλλα τσαλακωνότανε μαλακά, βουλιάζοντας στους κρυμ- μένους νερόλακκους της πρωινής ^ρογτις. Κι δλα, ή άνασεμιά τής νύ- χτας καΐ τό λιβάνι άπό τΙς φυλωσιές, οι αχτίδες τοΰ φεγγαριού πού κρέμονται κεντητές μέσ' άπό τά κλαδιά, σάν τέλια, τά νερά πού ξα- φνιάζονται καΐ τινάζουν σπιθάτη διαμαντόσκονη γύρω στά πέταλα τ' άλογου, πλέκουνε τό μαγνάδι μιας ζωής απόκρυφης, παραμυθένιας ευδαιμονίας. "Ετσι περνάει τό μαγεμένο δάσος θυμάσαι; καΐ τό βασιλόπουλο στά χειμωνιάτικα παραμύθια τής βάγιας . . .

Κυματερές σάν τους αχνούς τοΰ δρθρου οί νεράιδες, άπιαστα γυ- μνά κορμιά, λαμπαδιάζουν σελαγίζοντας μέ ξέπλεκα μαλλιά, γαλάζια. Είναι τά μεσονύχτι, ώρα μυστική. Μέσα στό χορτάρι, ή λαμπυρίδα ανά- βει καΐ σβήνει, σημάδια μαγικά. Στους γέρικους κορμούς τών δέντρων χέρια απαλά, άχνοδάχτυλα, Ιρχονται ν' ακουμπήσουν τους ροδαλούς καρ- πούς. Στενάζει παθιάρικα τό θυμάρι κάτω άπό πόδια φευγαλέα καΐ γυμνά" πίσω άπό τους θάμνους, πράσινα σάν τά νερά τών βάλτων μάτια κοιτάζουν στυλά τόν καβαλάρη πού περνάει. Στην πηγή, στό κεφαλάρι τό κρυμμένο ανάμεσα στά σκέλια τοΰ γεροπλάτανου, ήρθε νά σταματή- σει τά βήματα της ή ξωθιά, κι άναγερμένη στον κορμό, μέ τό ανίσκιωτο κορμί λυμένο άπό τόν πόθο, αγναντεύει τό παλληκάρι πού περνάει ανέμελο. Γύρω, πίσω, μπρος, παντού, τό στοιχειωμένο δάσος άντα- ριάζεται, ξυπνάει" τό κάθε τι πού κρύβει μιαν απόκρυφη ζωή αναδεύε- ται. Αναθυμούνται καΐ σιγοσφυρίζουν νοσταλγικά τήν ανοιξιάτικη μου- σική τών χλωρών φύλλων τά γυμνωμένα άπό τό φθινόπωρο κλαδιά. "Ο- μως δ καβαλάρης μέ τό μαΰρο άστραπόματο φαρί δέ στέκεται, περνάει,

137

Είναι το μεσονύχτι, δρα μυστική. Αυτόν δμως τ6ν καρτερεί έκεΤ - κάτω, πίσω από τήν άχνινη μαγγανεία τοΟ φεγγαριοΟ, μιά πριγκηπέσσα γαλανή, σωπαίνοντας. ΚαΙ πάνω από τό φιλντισένιο μέτωπο της, του γνέφει σελαγίζοντας, τόν προσκαλεί, τό λαμπερό αστέρι.

Έφτασε στην Καλαμάτα προγ^ΐύρΥιμί'^ο τό πρωί.

ΕΓταν μέρα αίθρια. Πάνω άπό τόν &':ρρατο κάμπο ανέβαιναν ά.ρ'^'^- λυώνοντας οΐ τελευταίοι αχνοί, χλιαρός κ' ευχάριστος εϊταν ό αέρας, άνασεμιά της Μεσογείου θηλύκια. Άπό μακρυά, ό Νικηφόρος, αναζη- τώντας με τα μάτια του τό 'λάοτρο, τό είχε ξεχωρίσει να προβάλλε:, πάνω άπό τα σπίτια, χαμηλό κ' ^ρΐ\ϋθ, στεφανώνοντας Ινα χωματο- βοϋνι. Δεν είχε, οχι, τήν πολεμόχαρη αγριάδα τοΟ ΆναπλιοΟ, δέν είχε τό δλο φοβέρα άεροζύγιασμα της Βελιγοστής και των απρόσιτων δυνα- μαριών πού απάντησε στό Ζρ6\ίο. Φρόνιμο κι αρχοντικό, μέ τΙς οδον- τωτές τάπιες του σαν κρουστή δαντέλλα, κούρνιαζε ,καταδεχτικά ανά- μεσα στα συναγμένα γύρω του σπιτάκια.

Ή καρδιά τοΰ νέου χτύπησε ζεστά. "Ω, ναί ! Αυτό είταν τό ται- ριαστό παλάτι μιας γυναίκας. Έδώ, στή θερμή τούτη χούφτα της ευ- λογημένης γής, οέ μπορεί ποτέ Ινα πλάσμα τρυψερί να νιώθει τόν εαυτό του ίρΎΐ\ιο. Τάχυνε τό βήμα τοϋ φαριοΰ καΐ μπήκε στην πολιτεία.

Μέσα στους σερπεχούς δρόμους, στ* ακανόνιστα σπίτια, στους δια- βάτες, Ιχασε γρήγορα τήν κατεύθυνση του. Άπορημί^^ος, άναζητοΟσε τώρα τό' κάστρο καί πια δέν τό έβλεπε. Τί είχε γίνει ; Τραβούσε στην τύχη, δίχως να οδηγάει τ' άλογο του. Ή πολιτεία σιγοβούϊζε γύρω άπό πλήθια κ' εργατική ζωή. Στα μαγαζιά μέσα, τά χαμηλά και τρυπω- μένα ζερβόδεξά του, οί μαστοροι δουλεύανε χτυπώντας τά σφυριά, πριο- νίζοντας, ράβοντας, σκυμμένοι. Ένα πλήθος παράταιρο διασταυρωνόταν στα στενορρύμια, Ρωμιοί καί ξένοι, βουργησέοι, βιλάνοι, έμποροι, ναυ- τικοί, γυναίκες, φραγκοκαλόγεροι, κλέρηδες, άνθρωποι των αρμάτων. Ή εικόνα τοΟ εϊταν γνωστή, τοΰ θύμιζε τ' 'Ανάπλι. Ξεχώρισε τους Εβραίους μέ τους μακρυούς τζουμπέδες τους καί τό λιπαρό γένι, τους Βενετσάνους μέ τΙς ακριβές στόφφες, κάποιους βθΌρ'{Τιθζους Φράγκου: ποζάτους, μέ καπέλλα αλλόκοτα, φανταχτερά σάν τεράστια λουλούδια πού πέφτουν πλισσεδωτά στον ώμο, '.^έρνουνε γύρω τό λαιμό κι άναρρί- χνονται πάλι πίσω, στή ράχη. Τά σκυλιά σκαλίζανε στά ρείθρα τις κο- πριές, τά πουλερικά μπαινοβγαίνοντας λεύτερα άπό αυλή σε δρόμο φτερα- κίζάνε κακαρίζοντας [ΐτιροοτά, στά πόδια τοΰ αλόγου. Μουλάρια σταμα- τημένα μπροστά σε πόρτες, δεμένα πρόχειρα στά κοράκια των τοίχων ίσαμε πού νά βγει ό χωριάτης άπό τό εμπορικό, μπέρδευαν τά σκοινιά τους και προγκάγανε, κλωτσοΟσαν τδνα τ' άλλο. "Ολο τούτο το πλήθος, άνθρωποι καΐ ζώα, ανάκατα, συνωστιζόταν άδερφικά, πάσχιζε όμάδι γιά τή ζωή του. Καί μέσα στή χρυσή λιακάδα, πού άχνιζε τόν αέρα, ανέβαινε σύμπυκνος ό μπουχός άπό τΙς φωνές καί τους θορύβους, ή μυ- ρωδιά τοΟ άνθρωπου καί τοϋ στάβλου, ιδρώτας, χώμα, άνασεμιά, ξυ• νάδα άπό φρούτα, χνώτο κρασιού, μπόχα μπαχαρικών, άχνη ζεστή άπό αίμα πηχτό, πού τάναδίνουν φρεσκοσφαγμένα ζώα.

Σέ μιά πλατεία, μεγάλο πλήθος είχε συναχτεί γύρω άπό Ινανάνθρω-

138

πο ντυμένο παρδαλά, κίτρινα καΐ κόκκινα, που χοροπηδοΟσε. Ζύγωσε δ Σγουρός, άνεργος. Είταν ?νας ζογκλάτορας κ' έπαιζε μ' ίξη μπάλλες χρωματιστές. ΤΙς ξρριχνε στάν αέρα μέ τό δεξί του, τΙς έπιανε στή σειρά μέ τ* αριστερό, καΐ τοΟτο ολοένα, δίχως σταμάτημα. ΟΕ καταποδια- στές μπάλλες στρουφίζανε γύρω ατό κεφάλι τοΟ ζογκλάτορα, σχεδιά- ζοντας στον αέρα φανταστική, πολύχρωμη ρόδα. Δίπλα του, δεμένη μ' αλυσίδα από τό πόδι τοΟ αφέντη της, καθότανε στον πισινό της μιά μικρόσωμη μαϊμού πού τσάκιζε μέ τά σουβλερά δόντια της Ινα καρύδι. Οί θεατές χασκάριζαν, τήν πειράζανε, της πετούσανε καρύδια, μύγδαλα,, τσόφλια. Κάποιοι της ρίχνανε καΐ πέτρες, ή τη φτύνανε. Ό ζογκλάτο- ρας μάζεψε τις μπάλλες, έβγαλε άπό τό πέτσινο σακκοΟλι του τρία μα- χαίρια καΐ βάλθηκε τώρα νά τά παίζει στον αέρα καθώς πρΙν τΙς μπάλ- λες. Ό Σγουρός τράβηξε πιό πέρα.

Ό δρόμος είταν μαλακά ανηφορικός, αραίωνε ί κόσμος. Σε μιαν αγκωνή, καθώς έκανε νά στρίψει δεξιά, σταμάτησε. Μπροστά του, σε λίγη απόσταση, είδε ξαφνικά νά ορθώνεται ενα χτίριο ολότελα διαφο- ρετικό άπό τ' άλλα. Είταν τειχΐ γερό, χοντρό, τετράγωνο, μέ πόρτα θολωτή. Ψηλά, στΙς τάπιες, έλαμψε ή λόγχη ενός φρουρού. Στάθηκε νά κοιτάζει τή σφαλιστή βαρειά πόρτα μέ τΙς σιδερένιες λουρίδες πού δέ- νανε τά ξύλα συναμεταξύ τους, τόν πέτρινο πάνωθέ της μεγάλο θυρεό. Ξάφνου κατάλαβε, ή καρδιά του κόμπιασε. Εϊταν τό κάστρο.

Ό άνθρωπος των αρμάτων πού σουλατσάριζε στΙς τάπιες στάθηκε, τόν περιεργάστηκε μέ τό μάτι.

Αλάργα ! κράζει φράγκικα, μέ τραχεία φωνή.

Στάθηκε ακόμα λίγο, χαυνωμένος, νά κοιτάζει. Λοιπόν εκεί, πίσω άπό τά βαρειά τοΰτα πορτόφυλλα, βρισκόταν ή πριγκηπέσσα. Άπό δώ είχε περάσει, άπό τήν πόρτα τούτη μπήκε, τό χώμα τοΰτο πάτησε. ΤοΟ φαινόταν παραμύθι, θάμα. "Εφτασε λοιπόν κι αυτός! Έδώ, στην πόρτα τή μεγάλη καΐ σφαλιστή, είναι τό τέρμα τοΰ ταξιοιοΟ του.

Αλάργα !

"Ερρ'.ξε μιά ματιά ακόμα, μακρόσυρτη, στά σιδερένια πορτόφυλλα κ' έστριψε τ' άλογο του. Μηχανικά, άρχισε πάλι νά κατηφορίζει. Ό κόσμος τόν ξανάζωσε πιό κάτω, τόν συνεπήρε στό ρέμα του. Πέρασε άπό καινούργιες γειτονιές, άντίκρυσε άλλα πρόσωπα, άλλα σπίτια, άλ- λους ζρόμους. "Ομως δέν έβλεπε τίποτα τώρα, πήγαινε &αν.οποί, αφαιρε- μένος. Σ' ένα στενορρύμι, βρέθηκε ξαφνικά καθηλωμένος σύρριζα σέ τοίχο ψηλό, πέτρινο. Γύρω του, τρέχανε σάν παλαβοί, σπρώχνονταν, φώναζαν : Ένα κΟμα ανθρώπινο τόν άρπαξε, τόν ξεκόλλησε άπό τ' α- ναγκαστικό του άντιστύλι καΐ τόν έσυρε μπροστά. Ακολούθησε κλω- τσώντας δεξιά - ζερβά κείνους πού στριμώχνονταν πάνω στά πλευρά τοΰ άλογου του. Ξεφώνιζαν γύρω, σήκωναν τΙς γροθιές, βλαστημοΰσαν. Δέν έδωσε προοογΎ]. Τράβηξε έτσι γιά -^ίάμποοο μαζί τους, βρέθηκε σ' άλλο ^ρ6\χο, υστέρα σ' άλλο, καΐ ξάφνου ξεμπουκάρησε, μ' δλη μαζί τήν πλέμπα, σέ γ^&ρο ανοιχτό.

Στάθηκε. Μέ μιά ματιά πού έρριξε γύρω, κατάλαβε πώς έδώ βρι- σκότανε στην άκρη της πολιτείας. Χωράφια μεγάλα απλώνονταν πέρα άπό τά σπίτια, περιβόλια, καΐ πιό κάτω, ανάμεσα σέ ψηλά δέντρα, ή

139

άσπρη πλατειά κορδέλλα της ξεροποταμιάς. "Ομως τό μέρος τοΟτο τώρα δέν εϊταν Ιρημο. Μεγάλο πλήθος στεκόταν συναγμένο εκεί, λαός πού μερμήγκιαζε καΐ πύκνωνε ολοένα. Άπό τ* άλογο του πάνω 6 Σγουρός ξεχώ- ρισε τό κέντρο της κοσμοσυρροής. ΕΙταν Ινα πλάτωμα χτιστό, τετράγωνο, ϊσαμε Ινα μπόϊ άνθρωπου ψηλό. Καταμεσίς του Ινα μαδέρι χοντρό στε- κότανε μπηγμένο, δρθιο, και στην απάνω του άκρη είχανε καρφώσει άλλο, κοντό, έτσι πού να κάνει γωνιά μέ τό κρωχο. Μιά τραβέρσα λοξή στερέωνε τό κοντό μπρίταο στό μεγάλο κορμό. Όλάκερο τό σχήμα τοΟτο, σα γράμμα τεράστιο, καββαλιστικό, ξεκοβόταν μαΟρο στό θάμπος τοΟ αίθριου ούρανοΰ. Τ' αναγνώρισε αμέσως, τό είχε δει καΐ στ* Άνά- πλι νά ορθώνεται, ψηλά στό κάστρο : Κρεμάλα.

Τό άντιμάμαλο τοΟ κόσμου τόν σπρώχνει πίσω, μαζί μέ τ* άλογο του, σ' έναν τοίχο. Πάσχισε νά κρατηθεί στή σέλλα, δμως δέν εϊταν εΟκολο. Τ' άλ^γο πρόγκαγε, φρούμαζε, γυναίκες τρομαγμένες σκλήρι- ζαν γύρω. Τό βρήκε φρονιμότερο νά πεζέψει* γιατί, τό κάτω - κάτω, νά τραβάει την προοαχη ; Έπειτα, γύρω στό βάθρο τής κρεμάλας, είχε ?δεί νά παιζογυαλίζουν οΐ λόγχες κάποιων ανθρώπων των αρμάτων, κ' ήξερε τώρα πιά πώς οΐ Φράγκοι δέν αφήνουν σέ ντόπιους άλογα. Πέζεψε κ' έδεσε τό δικό του στό κοράκι πού βρήκε δίπλα του, πάνω στον τοίχο.

Βουή πλατειά ήρθε άπό πέρα, δεξιά. Γύρισε νά ίδεί. "Ομως δλοι τώρα ορθώνονταν στά νύχια, πηδοΟσαν στΙς ράχες των κοντινών τους. Πισωπάτησε, βρήκε δυό - τρία σκαλοπάτια, ανέβηκε. Βρέθηκε έτσι στό κάδρο μιας πόρτας κ' ένιωσε πίσω του άλλους, ιψιλοπερίερ'{ους σάν κι αυτόν, πού κοίταζαν σιγοκουβεντιάζοντας, στριμώχνονταν νά ίδοΟνε. Άπό δεξιά, είχε ξεμπουκάρει ένα κάρρο πού πορευότανε τώρα αργά, σχίζοντας μέ δυσκολία τό αναστατωμένο πλήθος. Πάνω στό κάρρο τρείς άνθρωποι ταξίδευαν. Ό ένας εϊταν δρθιος, μέ τή ράχη προς τό άλογο' φορούσε κουκούλα κόκκινη τής φωτιάς, μέ μυτερή και κρεμαστή άκρη. Ό άλλος, γονατιστός ή σωριασμένος δέν ξεχώριζες άφηνε τό ξεσκούφωτο κεφάλι του, μέ τ' ανακατωμένα σγουρά μαλλιά, νά τραμ- παλίζει δώθε κείθε, σύμφωνα μετά τραντάγματα τοϋ κάρρου. Είχε κοντό και πυκνό γένι, ξανθό, δμως φαινόταν ακόμα νέος, καμμιά σα- ρανταριά χρο'^ών. Λίπλα του τέλος, δρθιος καΐ κοιτάζοντας τον. Ινας παπάς ορθόδοξος στεκότανε, κρατώντας μικρό σταυρό στό χέρι του.

Γύρω στό κάρρο, πήγαιναν συνοδία πεντέξη άνθρωποι των αρμά- των. ΟΕ λόγχες και τά κράνη τους ρίχνανε λάμψεις άσημωτές ανάμεσα στον ν.ουρελγι λαό πού στριμωχνόταν καί κρουνέλιαζε στά πλάγια.

Καθώς περνούσαν αγνάντια τώρα στό Σ-^ο^ρό, ζυγώνοντας στην κρεμάλα, κάτι σά λυγμός βαρύς ακούστηκε πίσω, στό σκοτεινό βάθος τοϋ σπιτιού. Γύρισε τό παιδάριο, δμως τά πρόσωπα πού στέκονταν γύρω του φράζανε τό άνοιγμα τής πόρτας. Κατάλαβε ωστόσο πώς βρι- σκόταν στό κατώφλι ενός μαγαζιού, κρασοπουλειό έμοιαζε, κ' οί άν- θρωποι πού είχανε πιάσει τήν πόρτα είτανε σχετικοί : πελάτες, αφεν- τικό καΐ δούλοι. Ξεχώριζε μηχανικά τΙς κουβέντες τους, τόν κατατοπί- ζανε στό θέαμα πού άρχιζε νά ξετυλίγεται αντίκρυ, Ό κατάδικος εϊ- τανε ντόπιος, χωριάτης άπό τή Γιαννιτσά, κάποιο χωριό έδώ γύρω.

140

Σέργιο τόνε λέγαν. Ό κόκκινος δί'^^ρίΛκος μέ τήν κουκούλα, μπόγιας των Φράγκων. "Οσο για τόν παπά, τό καταλάβαινε καΐ ό ϊδιος, συνό- δευε τόν ετοιμοθάνατο, κατά τα θρησκευτικά συνήθεια, στΙς τελευταίε; του στιγμές. Πληροφορήθηκε ωστόσο άπό τους διπλανούς του δ Σγου- ρός πώς τόν κατάδικο τόν παράστεκε παπάς Ρωμιός γιατί οί Γιαννι- τσώτες είναι Σλαΰοι κ' οΐ Σλαΰοι Ιχουν τό ίδιο δόγμα μέ τους Ρωμιούς.

Ύί φταίξιμο έχει καΐ τόν κρεμάνε ; ρώτησε.

Τους είδε νά τόν κοιτάζουν βουβοί. Δυσκολεύονταν νά τοΟ. αποκρι- θούν. Κάποιοι γύρισαν τά μάτια τους άλλοΟ κ* 2νας άντρας θεόρατος, μέ πρόοωκο άθαλωμένο, ρώτησε άντίς γιά απόκριση :

Ξενομερίτης είσαι, χριστιανέ ;

Ξενομερίτης.

Γι* αυτό, έκανε καΐ βουβάθηκε σάν τους άλλους.

ΤοΟ φάνηκε παράδοξο. Κοίταξε Ιξω κ' είδε τό κάρρο πού άραζε τώρα δίπλα στό χτισμένο βάθρο, τό λαό πού στριμωχνόταν γύρω μουγ- κρίζοντας, καΐ τους αρματωμένους ίΐού σηκώνανε τά κοντάρια καΐ κο- πανοΟσαν μέσα στό σωρό. Γιά λίγες στιγμές δεν καταλάβαινε τί γινό- τανε, γιατί άργοϋνε νά κατέβουν άπό τό κάρρο. Οί διπλανοί του είχαν σωπάσει πιά, Ινιωθε νά κοιτάζουν άπληστα, μέ κρατημένες τΙς ανάσες τους. Ό γιγαντόσωμος άντρας αναστέναξε βαριά καΐ κάτι έβρασε στό λαρύγγι του μέσα, σάν ούρλιασμα πνιγμένο. Πιό μέσα, στό σκοτάδι, πάλι ακούστηκε κάτι σάν άναφυλλητό.

Αντίκρυ, οί άνθρωποι των αρμάτων είχαν καταφέρει τώρα ν' α- δειάσουν λίγο τόπο γύρω στή σκαλωσιά. Ή βουή τοΰ όχλου ωστόσο πέρσευε, σκόνη ανέβαινε άπό παντοϋ, θειαφίζοντας καΐ θολώνοντας τόν αέρα. Ό μπόγιας κατεβαίνει μέ προσοχή άπό τό -κάρρο, τραβώντας μαζί του τόν κατάδικο άπό τά σκοινιά πού βρίσκονται περασμένα στό λαιμό του. Πηγαίνουνε κ' οί δυό πισωπατώντας σάν καβούρια, μέ βή- ματα υπολογισμένα. Είναι κάτι παράδοξο, ανάποδο καΐ γελοίο αυτό, σα νά παίζουν §να παιχνίδι άΧλόν,οχο οί δυό τους, άχοίρο χωρατό γιά τε- τράποδα, δχι γι' ανθρώπους. "Ετσι ανέβηκαν, πισώκωλα, τά στενά κι όρθια σκαλοπάτια, έτσι στάθηκαν πάνω στό πλάτωμα, μπροστά στά μά- τια τοΟ κόσμου.

Τό πλήθος κρατάει τήν ανάσα του. Σ' δλο τό πλάτος τών χωρα- φιών μιά μουγγαμάρα Ιπεσε, βαρειά, πυκνή άπό χτυποκάρδια, ανυπο- μονησία, λαχτάρες κρυφές, τυφλή περιέργεια, σκοτεινή κι αβάσταγη δίψα. Τά μάτια πού καρφώνονταν στό μικρό πλάτωμα άντικαθρέφτιζαν γυαλίζοντας τό μικρό σύμπλεγμα τών τριών ανθρώπων. Πέρσευε ό πόθος, πλάνταζε, στέγνωνε τό βλέμμα.

Τώρα . . . Τώρα . . , μουρμούρισαν γύρω οί θεατές, σά μέσα τους, πασχίζοντας νά πνίξουν τήν ανυπόμονη λαχτάρα πού τους φούσκωνε ίσαμε απάνω, στό λαιμό.

Κοίτα ! τοΟ σιάζει τή θηλειά ...

Δέ βιάζονται καθόλου.

Μά γιατί άργοΟν ; γιατί ;

Βαστάει καλά, δέν τάχει χάσει.

Ή τελευταία τούτη παρατήρηση είταν γιά τόν κατάδικο. Κι άλη-

141

θ^νά, μ* δλο πού μέσα στο κάρρο έμοιαζε κερωμένος, άλαλος καΐ σ' εγ- κατάλειψη τέλεια, άκο χή στιγμή πού πάτησε τό πρώτο πέτρινο σκα- λοπάτι, άπό τότε πού ένιωσε τα μάτια δλου τοΟ δχλου καρφωμένα πάνω του, 6 μελλοθάνατος λες καΐ τονώθηκε. Έστησε τό ν,ορμί του, σήκωσε τό κεφάλι του, καΐ τό χλωμό του πρόσωπο φωτιζόταν τώρα άπλετα άπό τόν ήλιο. Ή απόσταση δέν εϊταν μεγάλη, ό Σγουρδς ξεχώριζε άνετα τα χαραχτηριστικά του. Είχε μέτωπο κοντό καΙ φαρδύ, μύτη πλακουδή, μάτια χωνευτά καΐ χείλη λεπτά, σφιγμένα. Τό ακανόνιστο ωστόσο τούτο πρόσωπο είχε 2να νόημα δικό του, δυνατό, μια νοστιμάδα πού σοΰ κι- νούσε τό Ινδιαφέρο καΐ τη συμπάθεια. Στα γερά του μήλα χρύσιζε ό ήλιος, καΐ τό ξανθό γένι, τό άκουρο,, χάιδευε μ* απαλή σκιά τό γυμνό λαιμό.

Κάτι σά σπηλιάδα δρομαία πέρασε πάνω στά κεφάλια τοΰ δχλου πού κοίταζε. Σάλεψαν πέρα -δώθε, κυμάτισαν καΐ στάθηκαν πάλι, τεν- τωμένα. Στό πλάτωμα είχαν ανέβει δυό ^ούι^^οΊ, σηκώνοντας μιά σκάλα. Τήν ακούμπησαν στό δρθιο μαδέρι, βεβαιώθηκαν πως πατάει καλά και στάθηκαν ζερβόδεξα νά ηρο<ζ\ιί'^ο\)'^. Ό μπόγιας τότε, πισώκωλα πάντα, κρατώντας άπό τά σκοινιά τόν κατάδικο καθώς κρατάνε τά βόδια, άρ- χισε ν* ανεβαίνει αργά. Μαζί, πισωπατώντας, ερχόταν κ' εκείνος, μόνο πού τά χέρια του εΓτανε πισάγκωνα δεμένα, και τούτο έβλεπες πώς τόν εμποδίζει, εϊταν δλοψ'ί'^ζρο. Ψαχουλευτά το ποδάρι του Ιβρισκε τό κάθε σκαλί, στεριωνόταν καλά, δοκίμαζε, προτού σηκώσει τό κορμί του, γιατί φοβόταν μήν παραπατήσει, μήν πέσει καΐ τσακιστεί. "Ετσι ανέβηκαν, αφόρητα αργώντας, ίσαμε απάνω. Έκεΐ, 6 μπόγιας σταμάτησε, άγγιξε στον ώμο τό συνοδοιπόρο του, νά τοΰ ζώσει νά καταλάβει πώς είχαν φτάσει τέλος. Γιατί είχε πάλι σηκώσει τή φτέρνα του ό κατάδικος, ψα- χούλευε νά βρει τό παραπάνω σκαλοπάτι, κι δταν κατάλαβε πώς εϊταν ίσαμ' εδώ, κάτι πολύ γερό θά κόπηκε μέσα του. Είδες τό λυγισμένο πόδι του νά κατεβαίνει πάλι αργά, απρόθυμα, κ' ένιωθες σέ τούτη τήν απλή κίνηση δλη τήν πίκρα, τή ραγισμένη ελπίδα πού ή σκάλα δεν είναι ατέλειωτη καΐ πώς, κιόλας, έχει σωθεϊ.

Γοργά, μ' ωραία δεξιοσύνη, ό μπόγιας είχε πετάξει στό μεταξύ τΙς άκρες τοΰ ζευγαρωτοΰ σκοινιού πάνω άπό τό \ί•:ιράτοο της κρεμά- λας, τΙς τύλιξε, τΙς έσφιξε, τΙς έδεσε γερά διπλό κόμπο. Είταν μιά χαρά γιά τό μάτι νά βλέπεις πόσο τέλεια τήν ήξερε τούτη τή δουλειά και τί δεξιοτέχνης πού είταν. Δε χασομέρησε. Ξαφνικά, σά ζώο πού έχει στήσει καρτέρι καί πού τό μάτι του κόβει, κοπανάει με τό γόνατο σκουντιά γερή στά νεφρά τοΰ κατάδικου κ' εκείνος τρομαγμένος τινά- ζεται σά μπόγος στό κενό. Ό μηχανισμός δούλεψε ταυτόχρονα, στό μου- μέντο. Κύλησαν οΐ θηλειές, τεζάρισαν, τό ν.ορμΙ τινάχτηκε μιά, δυό, μάκρυνε φανερά, υστέρα τά πόδια σπαρτάρησαν, λες κ' ήθελαν νά τινά- ξουν πέρα τά ποδήματά τους. Κι δλα [ίο'^ομ'.δίς σταμάτησαν. Αργά, νανουριστά, τό κουφάρι πήγε κ* ήρθε στον αέρα, άλαφροσαλεύοντας, καΐ τό μεγάλο μαύρο δάχτυλο πού τό κρατούσε κρεμασμένο έμοιαζε νά τό παίζει αφαιρεμένο, σάν καδένα, νά τό ζυγιάζει μ' ατάραχο καμάρι κα- θώς τό ψάρι ή πετονιά.

Άπό τό σκαλοπάτι του 6 μπόγιας κρατούσε πάντα τό τρίτο σκοινί

142

τυλιγμένο στον καρπό του. Τά μαΰρο πράμα πού σάλευε εκεΐ δα δέν εϊταν ακόμα λεύτερο" τό τρίτο σκοινί Ιδενε ακόμα τόν κατάδικο μέ τό νοικοκύρη. Ή τελευταία φάση τοΟ έργου είχε γι' απόλυτο πρωταγωνι- στή τό μπόγια, εΐταν αφιερωμένη σ' αυτόν. Οι θεατές τόν είδανε να πατάει μέ την ίδια πάντα σιγουριά στα δεμένα χέρια τοΟ κρεμασμένου, ν' άμολυέται μαζί του στό σκοινί, σβέλτος, να τόν γραπώνει αγκαλιαστά και νά κρεμάει πάνω του ολάκερο τό δικό του βάρος. Εϊταν πράξη φι- λανθρωπίας τούτη, μαζί κι ασφάλειας, εγγύηση πώς ό πνιγμός δέν έμενε μισοτελειωμένος. Τό γοΊτρΙ σύμπλεγμα των δυό ανθρώπων, τοΰ ζωντανού καΙ τοΰ νεκροϋ, πού άεροζυγιάζονταν καβαλικεμένοι σα '^τ'ψτι, ητΐ^ί. κ' ήρθε, βαρύ. "Γστερα ο μπόγιας τέντωσε τά ποδάρια του κρα- τώντας πάντα μέ τά μπράτσα αγκαλιά τόν κρεμασμένο, πιάστηκε μέ τΙς φτέρνες επιδέξια άπό τή σκάλα, καΐ κατέβηκε αργά, άπολαβαίνοντας φιλήδονα τό θαυμασμό πού είχε προκαλέσει.

Κ' ή τελετή πήρε τέλος.

"Ολα τοΰτα τά είχε ίδεϊ ό Σ-^ουρ6ζ μέ μάτια τεντωμένα, ίσαμε τήν παραμικρή λεπτομέρεια, κυριεμένος κι αυτός άπό τήν ξερή δίψα τοΟ γύρ(ο όχλου. Πίσωθέ του οί μαζεμένοι στην πόρτα σύρανε τά πόδια τους, αραίωσαν. "Ακουσε δυό - τρεις αναστεναγμούς, κάτι σάν πνιχτό κλάμα. Είταν γνωστοί τοΟ κατάδικου, μιζορεί καΐ συγγενείς, αυτό τό είχε άπό ύ')ρα καταλάβει. Συχωρεμένος ! είπαν. Γύρισε νά κοιτάξει καΐ τους είδε ν' αποστρέφουν τά πρόσωπα χλωμοί, κάνα - δυό τους δακρυσμένοι. Ό πελώριος άντρας είχε βγάλει τό κόκκινο σκουφί κ' έκανε τό σταυρό του μέ χέρι τρεμάμενο. Κα'ι καταμεσίς στο μαγαζί, χάμου στό πάτωμα γονατισμένος, κάποιος νέος ξανθογένης σάν τό νεκρό, είχε τά μάτια του σφαλιστά, πλεγμένα τά δάχτυλα πάνω στό στήθος του, καΐ προσευ- χόταν :

Πάτερ ημών ό εν τοις ούρανοΐς . , .

Τήν ίδια στιγμή, μια ξαφνική κίνηση έγινε μέσα, οί κοντινοί στό Σγουρό παραμέρισαν, κι άπό τό βάθος τοΰ μαγαζιού ξεκινώντας ένας γέροντας ψηλός, σκυφτός, μ' άσπρα, κρουνελιαστά γένεια, ήρθε βια- στικά κατά τήν πόρτα, σπρώχνοντας μπροστά του, άπό τόν ώμο, Ενα μικρό αγόρι ίσαμε οχτώ \ρθΊ(ύΊ. Τό παίδι είταν κίτρινο, κερϋ)μένο. Ό γέροντας στάθηκε στό κατώφλι, σήκωσε τό δεξί, καΐ δείχνοντας τό κου- φάρι πού κρεμόταν έκεΐ-κάτω, είπε στό παιδί μέ σταθερή, τραχεία φωνή :

Βσπόμνι !

Τό παιδί απόμεινε νά κοιτάζει μαρμαρωμένο, μέ μάτια μεγάλα, τό νεκρό.

Γύρισε απορημένος ό Σγουρός στό διπλανό του, Εναν κοκκαλιάρη νέο πού έμοιαζε ό πιό ξένος ΐκεΐ μέσα άφοΰ τά μάτια του είχανε μεί- νει στεγνά.

Είναι ό πατέρας και τό παιδί τοΰ κρεμασμένου, τοΰ λέει εκεί- νος σιγανά στ' αυτί, μαντεύοντας τήν ερώτηση πού τοΟ ανέβαινε στά χείλη.

Τί είπε ό γέροντας στ' αγόρι ; ρωτάει ό Σγουρός.

« Βσπόμνι »* πού θά πει στή γλώσσα τους : θυμήσου !

143

■■■ΙΙίΙΙΙΙ

■■■■■■■■■■■Ι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ζητιάνος

ο μεσημέρι βρήκε τάν Σγουρό καθι- σμένο μέσα στό ίδιο ίγ,εΧ'/ο μαγαζί, με του; αγκώνες ακουμπισμένους πάνω σ' ενα τραπέζι. Μπροστά του βρίσκον- ταν δυό άδεια σκουτέλια, §να \ιουρ• χοΰτι κοντόγεμο, ΠίσωΟέ του, τό ανοι- χτό παράθυρο άφηνε να φαίνονται τα μεγάλα χωράφια, ή κρεμάλα, 6 κόσμος πού βολτάριζε και τήν περιεργαζόταν. Πήγαιναν κ' Ιρχονταν, Ιφερναν βόλτες γύρω στό πέτρινο πλάτωμα, σάν κο• πρόσκυλα Ιξω άπό χασάπικο, χάζευαν μέ τό κεφάλι σηκωμένο, το στόμα μι- σάνοιχτο, 2να βλακωμένο χαμόγελο στα χείλη. Εϊταν χωριάτες διαβατικοί άπό τήν πολιτεία, βουργησέοι πού κα• μώνονταν πώς πέρασαν άπό δώ κατά τύχη. Κ' εϊτανε και γυναίκες, νοικοκυράδες θεοφοβούμενες, δούλες αρ- γόσχολες, κορίτσια τοΟ λαού πού χασκογελοΰσαν μέ νάζι. Τα παιδιά, ξυπόλητη μαρίδα, χοροπηδούσαν γαυριάζοντας, πανηγύριζαν, Ιβγαζαν τή γλώσσα τους στον κρεμασμένο, μαϊμουδίζοντας τόν οικτρό του μορ- φασμό, ή τόν έβαζαν σημάδι μέ τΙς πέτρες. Τρία -τέσσερα κοράκια, μαυλισμένα άπό τό μυστηριακό κάλεσμα της πείνας, έφερναν πλατειές βόλτες γύρω στην κρεμάλα, μή τολμώντας ακόμη να ζυγώσουν, ανυπό- μονα, νευριασμένα. Ό ξανθός ήλιος, πού είχε ψηλώσει, ερριχνε μαβί τόν κοφτό ϊσκιο τοΟ ξύλου πάνω στά κεφάλια τοΰ δχλου και χαμογε- λούσε στό πανηγύρι αγνά.

Στό κρασοπουλειό μέσα, τά πρόσωπα τώρα εΓχαν αλλάξει. Έφυγαν οί συντοπίτες κ' οί σχετικοί τοΰ κατάδικου, καΐ μπήκαν οί πελάτες για τό μεσημεριανό φαί. Είταν ελάχιστοι, πεντέξη χωριάτες κ' εργατικοί, πού έτρωγαν ξεμοναχιασμένοι, αμίλητοι, μέ τήν αυστηρή μελαγχολία των δουλευτάδων. Όρθός πίσω άπό τό τεζάχι δ μαλλιαρός γίγαντας μέ τά χοντρά μπράτσα 6 μαγαζάτορας μετρούσε πέρπυρα, τήν είσ- πραξη τοΟ καπηλειού. Τόν κοίταζε ό Σγουρός αφαιρεμένος, κι ό νοΟς του κλωθογύριζε άλλου.

θάμπος καΐ πίκρα ανεξήγητη τόν συνείχε. Λίγο πρίν, σε τούτο δώ τό τραπέζι, είχε ακούσει άπό τό στόμα τοΰ κάπελα τήν ιστορία τοΰ

144

κρεμασμένου. ΕΕταν απλή : ΙΙέρα άπά τή Γιαννιτσά, κατά τα βουνά χ-ής Μάννης, 2χει τό καστέλλι του ?νας Φράγκος καβαλάρος. Βγαίνοντας γιά νά κατέβει στή χώρα γ) γιά νά πάει κυνήγι, νά σκοτώσει τόν καιρό του, & άρχοντας περνάει από σλαύικο χωριό. Δέν είναι πιά νέος οδτε κι από τους πρώτους τοΟ πριγκηπάτου, δμως οί αφεντάδες τόν λογαριάζουν πολύ γιατί τό καστέλλι του βρίσκεται κοντά στό αύνορο τοΟ Μυτζηθρα καΐ στέκεται σάν είδος ακρίτας αγνάντια στους Ρωμιούς, πού είναι πάντα επίβουλοι. ΙΙερνώντας λοιπόν ό Φράγκος άπό τή Γιαννιτσά, είχε ιδεί άπό καιρό μιά κοπέλλα χωριανή, μικρή και δροσομάγουλη, νά δουλεύει στό λαχανόκηπο, πίσω άπό ενα φράχτη. Τή λιμπίστηκε. Γι' αυ- τόν, νά τήν πάρει, δέν εϊταν ζήτημα, δέν είχε παρά ξτσι νά κάνει, τό χέρι του ν' απλώσει. Ωστόσο, ^ερος Φράγκος ίππότης, καταπιάστηκε πρώτα μέ τό καλό. Πέρασε, ξαναπέρασε, της χαμογέλασε, κράτησε τ' ά- λογο του. "Ολο καΐ πιό συχνά γίνονταν τά περάσματα του άπό τή Γιαν- νιτσά, κ' ή αντίσταση ή σεμνή της Σλαύας λες καΐ τοΟ σπιρούνιζε τό πάθος δλο καΐ πιό βαθιά. Τέλος, βλέποντας δτι τά καλοπιάσματα, πού ξεσηκώνουν Ιτσι εύκολα τά μυαλά στις Φράγκισσες, δε σαστίζανε τή δεκαεφτάχρονη Σλαύα, αποφάσισε μιά καΐ καλή νά ξεμπερδεύει. Κά- ποια νύχτα άσέληνη, τρεις άνθρωποι άπό τό καστέλλι άρπαξαν τή μικρή καΐ τοΟ τήν πήγαν,

Τήν ξαναφέρανε στό σπίτι της υστέρα άπό δυό μέρες. Εϊταν κί- τρινη σάν τό κερί, άναμαλλιάρα, τά μάτια της είχανε πήξει τεντωμένα, γεμάτα άλαλη φρίκη. Δεν αποκρίθηκε τίποτα σ' δσα τή ρώτησε ό πα- τέρας της, στάθηκε κρύα, άψυχη, στ' αγκαλιάσματα καΐ τόν' κοπετό της μάννας. "Επεσε ΐρρίάοτη, χαροπάλεψε τρεις μέρες και τρεΙς νύχτες. Τέ- λος, σάν ξανασηκώθηκε, βγήκε στό λαχανόκηπο κι άρχισε πάλι νά δου- λεύει ήσυχα κ' υπομονετικά. "Ομως τΙς νύχτες τιναζότανε στον Οπνο της κ' Ιβαζε κάτι ξεφωνητά τρέλλας, ουρλιάσματα ζώου πού τό σφάζουν.

Εφτά μήνες αργότερα, γέννησε Ενα παιδί ξερό.

Τότε είναι πού, σέ ώρα άπονύχτερη, κοντά τά χαράματα, ό παπάς τοΟ χωριού, ταξιδεύοντας καβάλα στό μουλάρι του, βρήκε σέ λαγκαδιά μικρή Ινα κουφάρι. Τά όρνια τοΟ είχανε ξεσκίσει μέ τά νύχια τους τό πρόσωπο, τά ρούχα του δμως δείχνανε πώς είταν Φράγκος. Ό καβαλά- ρος τοΰ κοντινού κάστρου λοιπόν είχε χαθεί άπό τρεις ήμερες τώρα. Τόν αναγνώρισαν οί άνθρωποι του σάν είδανε τό πτώμα.

Κ* οί Φράγκοι, πού λογαριάζανε τόν καστελλάνο πολύ, γιατί εϊ- ταν ακρίτας τους, οί Φράγκοι πού πελεκάνε σύρριζα κάθε βλαστάρι αν- ταρσίας, Ιπιασαν τόν Σέργιο, τόν πατέρα καΐ φονιά, καΐ τόν κρεμάσανε γιά παραδειγματισμό μέσα στην Καλαμάτα.

Καθόταν αφαιρεμένος ό Σγουρός, κι δ νοΟς του, μηχανικά δουλεύον- τας, πάσχιζε νά βρεϊ 2να νήμα, μιά συνέπεια, ανάμεσα στΙς είκόνες πού στοιχειώνανε τή θύμισή του. Άναθυμόταν τήν πριγκηπέσσα πού πρωτόδε στην πατρίδα του, σάν όνειρο, τήν πριγκηπέσσα πού τήν ξα- νάδε μέσα στό φώς τοΟ φεγγαριού έκεΐ - κάτω, στά βουνά της Μεσαρέας. Μελετούσε τό πρόσωπο της τό σοβαρό καί γλυκό, τό σφαλισμένο μ' αρ- χοντική πίκρα στόμα. Πίσωθέ του, δίχως νά γυρίσει, Ινιωσε τό μαβή ϊσκιο της κρεμάλας πού τόν ρίχνει ό μεσημεριάτης ήλιος στό χώμα. Κι ά-

10 Ίί Πριγχηηίοαη Ιζαμπώ 145

ναρωτιόταν πώς γίνεται τό Ινα να οδηγάει στ* άλλο, ή πριγκηπέσσα τοΰ ονείρου να στήνει τήν κρεμάλα τοΟ ώμου μεσημεριού, πώς μπορεί ποτέ, στ' δνομά της, άπδ θέληση της πές, να γίνονται τέτοια ανόσια Ιργα ...

Πίκρα καΐ θάμπος συνείχανε τήν παιδιάτικη ψυχή τοΰ Σγουρού. Κι αναρωτιόταν ακόμα, με λαχτάρα κρυφή, άν τδξερε αλήθεια εκείνη, αν είχε γνώση τοΰ τί γίνεται άπό τους ανθρώπους της, καΐ μήπως δέ θάταν μια ωραία πράξη, μια ευκαιρία εξαίσια, να τρέξει να τή βρει, καΐ να της ανοίξει τ' ανύποπτα μάτια της.

Κάτι σκεφτικός, λέει ή χοντρή, τριζάτη φωνή τοΰ κάπελα. Είχε παρατήσει τδτεζάχι του, καΐ ξανάρθε μπροστά στό τραπέζι τοΰ

Σ•(ουροΟ σφουγγίζοντας με μια πατσαβουρα τα κοντόχοντρα δάχτυλα του. Τό ξένο παιδάριο φανερδ πώς τοΰ είχε ξυπνήσει τή συμπάθεια.

Σκοτούρες, ε ;

Ό Σγουρός έγνεψε πώς ναί, αόριστα.

Κάθησε ό Καλαματιανός στό σκαμνί κι ακούμπησε το μπράτσο του στό τραπέζι, τήν άλλη του παλάμη στό γόνατο.

Ποΰθε είσαι ;

Ξενομερίτης.

Δέν είσαι από τό Μοριά ;

Είχε μάθει τώρα να κρύβει τήν αλήθεια, να υποψιάζεται* μα τό έκανε θεληματικά, γιατί τοΰ το είχανε πει καΐ γιατί τό βρήκε πολλές φορϊς σωστό, όχι γιατί τό προτιμούσε. Ό μαγαζάτορας τοΰ φαινόταν αγαθός άνθρωπος. Ό γνώριμος πόθος ν' ανοίξει τήν καρδιά του ανέ- βαινε πάλι και τοΰ φούσκωνε τό λαιμό.

Και πώς άπό δώ ;

Έψαξε κάτι να βρει, σαστισμένος. Τό ψέμα δεν τό είχε πρόχειρο.

Περαστικός, αποκρίνεται με δυσκολία. Πάω σε κάποιο μοναστήρι. -- Μοναστήρι ; να καλογερέψεις ;

"Οχι. . . "Εχω συγγενή καλόγερο και πάω να τόν ίοώ.

Είναι μέσα, στό εσωτερικό τό μοναστήρι ; Έδώ τα κοντινά τά ξέρω.

Ναί, μέσα είναι, στό εσωτερικό.

Σώπασαν. Κοιτάζονταν, κι ό κάπελας χαμογελοΰσε μέ τά φαρδειά, χοντρά του χείλη. Τοΰ φερόταν μέ κάποια τρυφερότητα, σα νάχε νά κάνει μέ μικρό παιδί.

Και θα μείνεις μέρες στή•^ Καλαμάτα ;

Ναί, έτσι λέω.

Πάλι σώπασαν. Ή περιέργεια τοΰ μαγαζάτορα είταν άδιαφό- ρετη, έβλεπες πώς ρωτούμε μόνο και μόνο γιά νά δένει τήν κουβέντα.

βρήκες ξε^/ο^οχείο ;

Ξαφνικά το παιδάριο ταράχτηκε. Αλήθεια, αυτό δέν τό είχε σκε- φτεί ακόμα• έπρεπε κάπου νά κονέψει. . . Μηχανικά και σύνταχα λο- γάριασε μέ τό νοΰ του τά πέρπυρα πού κρατούσε, είδε πώς δεν από- μεναν πολλά.

"Οχι,δέ βρήκα ξενοδοχείο, κάνει σαστισμένο.

146

Δέ θα βρεις εδκολα. Έ Καλαμάτα Ιχεο μεγάλο σοΟρτα φέρτα. Έμποροι, ναυτικοί, κλέρηδες, σπαθοφόροι . . .

Τί να κάνω ;

Μπορώ να σέ βοηθήσω, λέει δ Καλαματιανός άφοΟ σκέφτηκε λ(γο• Ιλα μαζί μου.

ΚαΙ σηκώθηκε.

Να πληρώσω πρώτα τό φαί . . .

Καλά, τα βρίσκουμε ! Έδώ δίπλα θάσαι.

Γέλασε δ κάπελας κάνοντας μια πλατειά χειρονομία. ΕΓταν 6 πρώ- τος καλοπροαίρετος ά.'^Βρωηος πού συντύχαινε στό δρόμο του ό Σγουρός* οί τρόποι του είχαν §να είδος αρχοντιάς. Τράβηξε πρώτος, άνοιξε στό πίσω μέρος τοΟ μαγαζιοΟ κάποια πορτούλα καΐ κατέβηκε δυό σκαλιά. Βρέθηκαν στή λιακάδα τοΟ μεσημεριοΟ, μέσα σέ μεγάλη αυλή πλακο- στρωμένη.

Γύρω πλήθος σπίτια, μεγάλα καΐ μικρά, στριμώχνονταν ακανόνι- στα, παλιά τά περισσότερα, μέ τοίχους βαμμένους παρδαλά. Έμοιαζε σά μικρή αδιέξοδη πλατεία. Οί καμάρες καβαλικεύονταν μπερδεμένες, ενα - δυό χαλάσματα είχαν κατρακυλήσει καΐ φράζανε τό διάβα, κόττες βοσκούσανε στή λάσπη, πλατσουρίζοντας μέσα σ' άπονέρια τής μπου- γάδας. Δεξιά, 2να μεγάλο άνοιγμα έβγαζε στά χωράφια.

Τό σπίτι δπου ανέβασε ό κάπελας τόν Σγουρό εϊταν στενό, χωμένο ανάμεσα σέ δυό μεγάλα. Είχε μιά κάμαρα μεγάλη κάτω, μιαν άλλη μικρή στ' ανώγι,

Έ, ίίελαγία ! Τό παιδί άπό δώ είναι δικό μας, λέει ό Καλαμα- τιανός στή γριούλα πού τους είχε ακολουθήσει άπό τό κατώγι, θά κα- θήσει σέ τούτη δώ τήν κάμαρα, καΐ θά τό φροντίσεις.

Συμφώνησαν τό νοίκι. Δέν ειταν μεγάλο, θά τοΟ φτάνανε τά πέρ- πυρα πού είχε στό περσίκι του, νά περάσει δεκαπέντε μέρες καΐ νά τρώει στό μαγερειό, δίπλα. Τά πέρπυρα τής Μπιάνκας . . . ΠοΟ νάξερε ή έρωτεμένη Γενεβέζα, ή τόσο αγέρωχη, ή ζηλόφθονη, γιά τί σκοπό θά μεταχειριζόταν τό δώρο της ό καλός της.

Πράματα έχεις νά κουβαλήσουμε ; ρώτησε δ κάπελας. "Οχι, οέν είχε.^

Πάει καλά. Έγώ γυρίζω στό μαγαζί.

Έκανε νά φύγει, δμως δ Σ-^ουρδς τόν σταμάτησε <ϊτό κατώφλι, τοΟ Ιπιασε τό χέρι.

Νάσαι καλά, τοΟ λέει μέ διάχυση. Είσαι §νας άξιος άνθρωπος !

Μπα, κάνε δουλειά σου! Καθένας χρωστάει νά δίνει χέρι στό διπλανό του, έτσι δέν είπε δ Χριστός ;

Πώς σέ λένε ;

Παντελή.

Έμενα Νικηφόρο* κ' είμαι άπό τ' Άνάπλι.

Τόν κοίταξε παραξενεμένος δ κάπελας, θυμήθηκε πώς λίγο πρΙν τοΟ είχε πει άλλο, μά δέ μίλησε. Μπορεί καΐ νά δικαιολόγησε τήν επι- φύλαξη τοΟ ξένου, "Εγνεψε μέ τό κεφάλι του συγκαταβατικά καΐ βγήκε.

Ή γριά, μιά φουχτίτσα πλάσμα, ξερή σά φρύγανο, έφερε γύρω •τήν κάμαρα, συγύρισε πρόχειρα, τόν ρώτησε μήν έχει ανάγκη άπό τί-

147

ποτά, και βγήκε Ιξω. Ε:ταν άθόρυβτ], λιγομίλητη καΐ διακριτική. Αυτό, τοΟ &ρξ.ΐίε. Ή καρδιά του ζεστάθηκε ξάφνου, τεντώθηκε λυμένη. Κοί- ταξε γύρω τήν κάμαρα του χαμογελώντας, τά φτωχό κρεββάτι, την πα- λιά κασσέλα, τα δυο σκαμνιά. "Ολα τα πήρε άπό καλό, και για πρώτη φορά άπό τότε πού ξεσπιτώθηκε Ινΐϋ)σε τον εαυτό του σέ περίγυρο φι- λικό. Τό μοναδικό παραθύρι έβλεπε στη μεγάλη αυλή. "Εσκυψε κ' Ι- κανέ ν' ακουμπήσει, δμως κάτι σκληρό τόν εμπόδισε στό στέρνο. Τρα- βήχτηκε πίσω μέ δυσαρέσκεια. Ειταν ό κύλιντρος μέ τη γραφή τοϋ Σγουρομάλλη. "Αχ, ναί, είχε ξεστρατίσει ! Πάει, άπίστησε στον πρω- τοστράτορα. «Στό σενεσάλο Νικόλαο Σανταμέρη, στην Ανδραβίδα » . . . Ποΰθε πέφτει ή Ανδραβίδα ; θάναι πολύ μακρυά. Μά και κοντά νάτα- νε . . . "Οχι, νά φύγει από την Καλαμάτα δε γινόταν. Τη γραφή τούτη τή στέλνει ό Σγουρομάλλης στον Σανταμέρη καΐ δέ μπορείς νά καταλά- βεις τί σχέση έχει ό Ρωμιός άρχοντας τοϋ Μυτζηθρα μέ τό Φράγκο της Ανδραβίδας. Κάτι ανώμαλο, σκοτεινό, ψυχανεμίζεται τό παιδάριο μέσα σ' δλα τούτα. Κάτι πού δεν τοϋ φαίνεται πολύ τίμιο. Κι αυτός πρέπε: νά κουβαλάει λοιπόν μαζί του την ύποπτη γραφή, και νά μην ξέρει κάν τί λέει μέσα . . .

"Εχωσε τό χέρι στην τραχηλιά του, έπιασε τόν κύλιντρο, τόν τρά- βηξε εξω. « Δυό σταλαματιές αίμα» . . . "Αλλο καΐ τοΰχ'^ πάλι ! Τί σοϋ λέει μιά ματωμένη κι αδιάβαστη γραφή ; Τή στριφογυρίζει στά δά- χτυλα του, την κοιτάζει άπ' δλες τΙς μεριές. Τίποτα, μοιάζει γραφή σάν δλες τΙς γραφές. Έ βούλα τοΟ πρωτοστράτορα κρέμεται άπό μαύρη κορδέλλα, κόκκινη αίμα πηγμένο . . . Τήν περιεργάζεται. Πάνω, έχει κεφάλι λιονταρίσιο, έκτυπο άπό τή δαχτυλιδόπετρα τοΟ Σγουρομάλλη. Νά τήν τσακίσει ;

Στάθηκε δίβουλος. "Αν τή διαβάσει, θά καταλάβει άραγε τίποτα ; Τί θά μπορέσει νά κάνει ή νά εμποδίσει ; Τί ξέρει αυτός άπό τά πολι- τικά τοϋ Μοριά ; . . . Ποιος θά μποροΟσε νά τή διαβάσει καΐ νά τόν φω- τίσει ; "Αν συμβουλευόταν τόν καινούργιο του φίλο, τόν κάπελα , . . Τό πράμα τοΟ φάνηκε άτιόν-οτο, παιδιάστικο. "Αχ ! νάταν έδώ τουλάχιστον δ Ίλαρίωνας, εκείνος ό τετραπερασμένος . . . ΜολοτοΟτο πρέπει νά τό πάρει απόφαση, στον Σανταμέρη δέ θά τή δώσει τή γραφή, ή σάν τή δώσει, θάναι ίσως αργά. Λοιπόν ;

Ξάφνου μιά σκέψη αστράφτει στό νοϋ του. "Η. καρδιά του αρχίζει νά χτυπάει άγρια, τά μηλίγγια του φουσκώνουν. Πώς δεν τό είχε ακόμα στοχαστεί !

Χυμάει, παίρνει τό ταμπάρο του πού τό είχε πετάξει στην κασ- σέλα, σπρώχνει τόν κύλιντρο στό άνοιγμα της τραχηλιάς του, βγαίνει άπό τήν κάμαρα καΐ ροβολάει τή σκάλα. "Εκανε νά τρέξει στό στάβλο, δμως τό καλοσκέφτηκε, μετάνιωσε. Βγήκε πεζός.

Ρωτώντας, ξαναβρήκε εύκολα τό ^ρ6\ιο τοϋ -κάοτρου. ΤραβοΟσε τώρα μέ μεγάλα βήματα, ξαναμμένος. Ή σιδερένια πόρτα πού αναθυμή- θηκε, ή σφαλιστή, δεν τόν έκανε νά διστάσει. Τώρα πού θά παρουσια- ζόταν για μαντατοφόρος, θά τοϋ άνοιγαν, ούτε λόγος. . .

Μεγάλα σύννεφα, σκοτεινά, σάν άπό μπαμπάκι βρώμικο, σωριά- ζονταν στον ουρανό• τό φως τοϋ απομεσήμερου έπιανε νά χλωμιάζει.

148

Μια σκέψη ξαφνική τόν Ικανέ να κόψει άθελα τό φαρ5ύ βηματισμό του :

Λοιπόν 2τσι, ξαφνικά, καΐ τόσο ε&κολα, θα βρισκότανε τώρα μπρο- στά της ; Έκανε ολάκερο ταξίοι, τράβηξε κάμποσα βάσανα, ξλπισε, απελπίστηκε, υπόφερε, κ' Ιτσι άπλα τώρα, λές καΐ πηγαίνει σέ δου- λειά κοινή, στό νοτάριο τ* ΆναπλιοΟ νά ποΟμε, θά δρασκελοΟσε τό στερνό κατώφλι καΐ θ' άπόσωνε τό μεγάλο του όνειρο ; Γιατί, τώρα, δί- χως κάν νά τό συλλογιστεί, £τσι τδνιωθε, πώς τό ταξίδι του όλάγ,ζρο τήν καστρόπορτα εκείνη είχε γιά μοναδικό σκοπό. Ψέματα είπε στον εαυτό του πώς ξεκινοΟσε γ:ά τό Μυτζηθρά καΐ γιά τό συγγενή του τόν Σγουρομάλλη. "Ενιωθε τώρα πώς γιά τήν άγνωστη γυναίκα ξεκίνησε, καΐ τ' δραμά της είχε μπροστά στά μάτια του σ* δλο τό ^ρό[ΐο.

Κρυφά, κάτι σάν άπόγευση πικρή, αλλόκοτη αποθάρρυνση, τοΟ πήζει τό στόμα. Τά γόνατα του τά νιώθει μαλακά, ό ηρωικός άνεμος πού ξεσήκωσε τήν ψυχή του Ιχει πέσει. Ή εξαίσια απαντοχή Ιχει σω- θεί. "Αγνωρο είναι τό κατακάθι τοϋ ονείρου.

Ωστόσο, μπροστά στην πόρτα τοϋ γ.άατροΌ ή καρδιά του κλώτσησε δυνατά καΐ τό αίμα του Ιφερε σύνταχα μιά βόλτα. Ή πόρτα τώρα εί- ταν ανοιχτή, διαπλατωμένη. Δεξιά - ζερβά της πλήθος διακονιαρέοι, αρ- σενικοί καΐ θηλυκοί, στέκονταν προσμένοντας, σκεβρωμένοι. Μέσα, ό δρόμος ανέβαινε μαλακά ανηφορικός, ϊστριβε αριστερά, Ιν.ανε αγκωνή καΐ χανόταν. Δεξιά, είταν τότειχί, ό περιφερειακός του ζιρ6\ιος' πάνω, σεργιάνιζαν οί βιγλάτορες αρματωμένοι. Άπό βαθιά, μέσα, άκουγες νά γαβγίζουνε σκυλιά.

Δέν είδε κανέναν πού θά τόν εμπόδιζε νά μπει. Προχώρησε. Κάτω άπό τή στοά διασταυρώθηκε μ' Ινα σεργέντη πού κατέβαινε καβάλα. Τόν άκολουθοΟσε Ινας σκουταράτος πεζός. Δέν τοΟ μίλησαν καΐ προσ- πέρασαν.

Σάν Ιφτασε ωστόσο στην αγκωνή τοΟ δρόμου, κατάλαβε απορημέ- νος δτι στό καθαυτό κάστρο, δέν είχε μπεί ακόμα. Ή πρώτη τούτη πύλη Ιμπαζε μονάχα στό πρώτο [ΐίρος των τειχιών. Αριστερά, άλλο τειχΐ ορθωνόταν, ^-ηλότερο τοΟτο, καΐ γιά νά μπεϊς έπρεπε νά περά- σεις μιά σιδερένια καγκελόπορτα, νά στρίψεις δεξιά, ν' ανέβεις σκαλο- πάτια πού τά Ιβλεπες ν' αρχίζουν μονάχα καΐ χάνονταν στό πάχος τής χτισμένης πέτρας.

ΈκεΙ, πάνω άπό τό κεφάλι του, κάποιος άλλος κόσμος ζοΟσε, δι- πλομανταλωμένος καΐ μακρυνός, μιά ζωή άγνωστη, πού τή φύλαγαν άγρυπνα, αγριεμένα, τά σκυλιά.

Έ καρδιά του φούσκωσε μεμιάς, ξέχειλη άπό ξανακεντρισμένο πόθο, ανυπομονησία, λαχτάρα.

Πο5 πάς, έσύ ;

Γύρισε, είδε 2ναν πανύψηλο αρματωμένο. Τόν είχε αδράξει άπό τό [ΐηράτσο με τά σιδεροπλεμένα δάχτυλα τής διχτάτης μάλλιας του, καΐ τόν κοίταζε απορημένος.

Σάστισε γιά μιά στιγμή, δμως θυμήθηκε τή δικαιολογία του :

Είιιαι μαντατοφόρος.

Τίνος ; Σκέφτηκε.

149

Τοΰ άρχοντα Σ'{ουρο\ιάΧ\Ύΐ.

Σγουρομάλλης... Σγουρομάλλης, κάνει δ Φράγκος δύσκολα προφέροντας τ' δνομα. Δέν τόν ξέρω.

Απόρησε ό Σγουρός, μα δέν έχασε την ελπίδα. Έχω να δώσω μια γραφή.

Σέ ποιόνε ;

Στην πριγκηπέσσα.

Τόν κοίταξε ό Φράγκος καλά -καλά, αμίλητος, τοΰ άφησε τό μπράτσο.

Όλά ! Γαλεράνο, κράζει κάποιον πού στεκόταν αγναντεύοντας άπό την τάπια.

Ό Γαλερανος γυρίζει αδιάφορος, κάνει δυό βήματα κατά δω, τόν πρόλαβε δμως ό άλλος, καΐ τώρα οι δυό μαζί, μακρυά άπό τόν Σγουρό, σιγοκουβεντιάζουν.

θα δώσεις τή γραφή, λέει ό Γαλεράνος ζυγώνοντας τό παιδά- ριο, στον καντσιλιέρη. Ακολούθα με.

ΚαΙ τράβηξε πρώτος κατά την καγκελόπορτα. "Οχι ! Ή γραφή πού κρατώ δέν πάει σ' άλλα χέρια εξόν από της πριγκηπέσσας. Έχω εντολή νά τή δώσω μονάχα σ αυτήν.

Ό. Γαλεράνος στάθηκε, γύρισε. Τό μάτι του τόν κοίταζε υποψιασμένο,

Γιατί ; Έτσι.

Σκέφτηκε λίγο ό Φράγκος.

ΠοΟ είναι τη ή γραφή ; Έδώ τήν Ιχω.

Και δέ θές νά τή δώσεις στον καντσιλιέρη ;

Ξαφνικά ό Φράγκος πάτησε Ινα γέλιο χοντρό.

*Άντε μωρέ Γραικέ πανούργε ! κάνει. Και κόβοντας μεμιάς τό γέλιο, όι.π6το\ίος : Φεύγα ! λέει σπρώχνοντας τον άπό τόν ώμο. Δέν έλεεϊ σήμερα διακονιαρέους ή κυρά μας ! . . .

Σαστισμένος, δίχως νά καταλαβαίνει στην αρχή, αφέθηκε νά τόν σπρώχνουν κατά τήν πύλη. Έκεΐ, ξαφνικά, σταμάτησε, άνασείστηκε. Τί ; Τόν είχαν λοιπόν περάσει γιά ζητιάνο! ... Τό αίμα τοΰ ανέβηκε στό κεφάλι, τόν ζάλισε.

Διακονιαρέους ; φωνάζει. Γιά ποιόν μέ περάσατε, μωρέ θρα- σίμια ;

Μά δέν πρόλαβε. Τόν σκούντησαν κ' οι δυό μαζί, γερά, και χα- μήλωσαν μπροατά του απειλητικά τΙς λόγχες.

"Ακουσε γύρω του τ' ασκέρι των διακονιαρέων νά χαχανίζει, μέ στόματα ξεδοντιάρικα. Γύρισε, κοίταξε γύρω του, είδε τόν Ιαυτό του ανακατεμένο μ' δλη τούτη τή λέπρα. Τόν πήρε ή ντροηη. Πνιγμένος, Ισκυψε τό κεφάλι του, δάγκωσε τά χείλη του άγρια καΐ τραβήχτηκε μέ βιάση πέρα.

Στον κατήφορο, έτρεξε. Κάτι χοντρό καί φουσκωμένο τοΟ φχερο- κοποΰσε μέσα στό λαρύγγι. Έσφιγγε τά δόντια του γιά νά πνίξει τό λυγμό.

Στην πόρτα της . . , Ζητιάνος.

150

ΜΛΜΜΛ,

■■-■■■■■ '\

ΜΜΛί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΑΠΑΝΤΟΧΗ

ΟΤΕ κατάλαβε πώς δέν εϊταν, δπως τό είχε ελπίσει, δπως τά είχε φοβηθεί, πολύ απλό.

Άπό τή μιαν υπερβολή ή ψυχή του, καθώς τό συνήθιζε, Ιπεσε στην ά>λη. Άπ4 τήν άποΒάρρυ^/ση για τόν απρόβλεπτο τερματισμό τοΰ ταξιοιοΰ, κατρακύλησε στή δυσπιστία για τό α- ποτέλεσμα. Έ γυναίκεια εκείνη ϋ• παρξη, πού λίγες ώρες ακόμα πριν πλανιόταν άπιαστη μέσα στην κατα- χνιά τοΰ ό'^είρου, τοΟ είχε γίνει, δί- χως νά τό καταλάβει πώς, μέ το να τή συλλογιέται τόσα χρόνια τώρα, α- πίστευτα κοντινή κι αγαπημένη. Εϊ- ταν ή συντροφιά κ' ή παρηγοριά της ερημικής του ψυχής. Τώρα τό έβλεπε πόσο τήν είχε νιώσει δική του, γνήσια της ψυχής του αδερφή, αναφαί- ρετη, ιερή σαν άγγελο προστάτη. Βαθιά του, μιά ύπέρλογη πεποίθηση είχε κρουσταλλώσει μέ τόν καιρό, πώς γνωρίζονταν άπό πάντα, πώς είχαν βουβά οί δυό τους συνεννοηθεί, πώς δρκος κοινός τους έχει κρυ- φοδέσει. Και τώρα τόν απόδιωχνε, καμωνόταν πώς δέν τόν ξέρ!Εΐ, πα- τοΟσε τόν δργ.ο της καΐ μαδοΟσε βάναυσα, μέ κρύα δάχτυλα, τό λου- λουδένιο στεφάνι τοΟ μυστικοΟ τους γάμου.

Μεμιάς δ κόσμος δλος τοΟ φάνηκε αδειανός καΐ δίχως νόημα. Γι' άλλη μιά φορά, μέ πείσμα τυφλό, αναγνώριζε τόν εαυτό του απα- τημένο. "Ετσι δλοι τόν είχαν γελάσει γύρω του, δλοι πάσχιζαν νά τόν ταπεινώσουν. Ό περίγελος τόν είχε ζώσει τσουχτερός άπό τά πρώτα κιόλας χρόνια του, ειρωνεία κρυφοδάγκωτη, Ικεΐ κάτω στην πατρίδα άπό τους συντοπίτες, στό δρόμο του άπό τους ξένους, στό Μυτζηθρά άπό τόν Σγουρομάλλη, και τώρα Ιδώ. Σφαλάει τ' αυτιά του κι ακούει ν' ανε- βαίνει γύρω του, μπουχός, τό ξεδοντιάρικο γέλιο των διακονιαρέων. Έ είκόνα εκείνη στην καστρόπορτα, αυτός δ ίδιος ζωσμένος άπό τό σκου- λήκι τοΟ δρόμου, τοΟ φαίνεται συμβολική. Άνταριάζεται ή ψυχή του καΐ σηκώνει επανάσταση* ?χθρα παράφορη, δίψα χαλασμού τοΰ συνε- παίρνει τά φρένα.

Σα θεριό παγιδεμένο πήγε κ' ήρθε στην καμαρούλα τοΰ ανώγειου.

151

Τώρα κι αυτή φαινόταν σιχαμένη, ξένη, δίχως ζέστα κι άνεση, κι άς τοΰ είχε πρΙν χαμογελάσει. Ό δαιμονικός σαρκασμός των ζητιάνων σερ- νόταν ξοπίσω του, παντοΟ, λόχευε στΙς γωνιές, τρύπωνε στΙς χαραμά- δες, ξεφύσαινε σφυριχτά, ανάσα βρωμερή, μολυσμένη. "Ολοι πάσχιζαν να τόν λερώσουν, καθένας τόν παραμόνευε να τόν πιτσιλίσει μέ βοΟρκο, βάλτος απέραντος είναι ή πλάση καΐ σέ κάθε βήμα πού κάνεις βουλιά- ζεις καΐ πιό πολύ.

Νά, έκεΐ πίσω ά;ΐό τόν τοίχο τοϋχο, άνεμοδέρνεται δ κρεμασμένος, Τό βράδυ, 7.ϋ:εβαίνοντας, τόν σκεπάζει μέ σάβανο προδοτικό πού ούτε ανάπαψη θα τοΰ χαρίσει ούτε άπό τα κοράκια θα τόν φυλάξει. Κορά- κια, παντοΟ στον ουρανό της πλάσης φτεροκοποϋν κοράκια. Τά μαΟρα τους στόματα κρώζουν ξεφυσώντας χνώτο βρωμερό. "Ενας αφέντης περνάει καβάλα στ' 5Χο^ο, ματιάζει Ινα δόλιο τριαντάφυλλο τοΟ φρά- χτη, κ' επειδή δε μπορεί νά τό μυρίσει άν δε ματωθεί, βάζει τ' άλογο του καΐ τό ποδοπατάει. Μια γυναίκα ευαίσθητη, μέ ηζ,ίοωηο Παναγιάς χαΙ μαρμαρένια, κρύα στήθια, στήνει μέ δάχτυλα γαντοφορεμένα τήν κατάμαυρη κρεμάλα. Ή πλέμπα γύρω χαχανίζει, στήνει πανηγύρι τρελλό, χοροπηδάει ερεθισμένη κι άπληστη γιατί όσμίστηκε ψοφίμι. Φτεροκοποϋν καΐ κρώζουν τά κοράκια, ευφραίνεται, χοροπηδάει ο αν- θρώπινο; συρφετός. Κι 6 ουρανός, απάνω, λεκιάστηκε κι αυτός, κυ- λάει πελώρια σύννεφα άναμαλλιάρικα, καπνούς φαρμακερούς, άπό κα- ζάνια πού κοχλάζουν υποχθόνια.

Μέρες ολάκερες κλείστηκε Ιτσι στην κάμαρα του. ϊό χέρι πού είχε απλώσει για μιά στιγμή, ξεθαρεμένος, στον κόσμο, τό τράβηξε πάλι πίσω, τό έκρυψε φανατικά. Διπλοτυλίχτηκε ξανά, κουλουριάστηκε ή ψυχή του. Έβγαινε Ιξω μονάχα για τό φαϊ ή για καμμιά περιπλάνηση νυχτερινή, μακρυά άπό τά κατοικημένα μέρη. Ή περηφάνεια του ή αδά- μαστη είχε λαβωθεί, κ' ή λαβωματιά τόν ίτσουζε, πονοΟσε. Ούτε μέ τόν Παντελή τόν κάπελα ξανοιγόταν πια σέ κουβέντες, καθώς πρώτα. Κατέβαζε αγριεμένος, πάνω στό σκουτέλι του, τό κεφάλι, αποκρινόταν μ' απρόθυμα, εχθρικά μουγκρητά.

Ό χειμώνας ωστόσο είχε μπει, έφτασε καΐ σέ τούτην Ιδώ τή νό- τια καΐ χλιαρή μοραιτικη άκρη. Ό κάμπος μαδήθηκε, άνεμοι σαρώ- σανε τις δημοσιές, μπόρες ξέσπαζαν αναπάντεχες μέσα στή νύχτα. "Αλ- λοτε πάλι ή βροχή Ιστηνε ολημερίς τό μοιρολόι της, πιάνοντας τό ίσο άπό βαθειά χαράματα καΐ κανοναρχώντας ίσαμε τό βράδυ. Στό ισόγειο, κάτω, ή Πελαγία έχει ανάψει τό τζάκι της* τήν άκοΟς νά πηγαινοέρ- χεται ήσυχα, καρτερικά, σέρνοντας τά γεροντικά της βήματα. Ένα βράδυ, τόν είχε προσκαλέσει νάρθει κοντά της, νά πυρωθεί. *Αρνήθηκε. 'Ωστόσο, ανεβαίνοντας στην κάμαρα του, ένιωσε τόσο έρημος, τόσο αξιο- θρήνητος, πού τό ξανασκέφτηκε δίχως νά τό θέλει.

Πάλεψε γιά ώρα μέ τή μισανθρωπία του. Τέλος, ζωσμένος άπό ανησυχία παράδοξη, μιαν ιδέα αλλόκοτη πού τοΰ Ιχει περάσει πώς είναι άχρηστο στον κόσμο τοΰτο κουφάρι, εχθρικό στους ανθρώπους καΐ βλαβερό, πήρε τήν απόφαση, βγήκε στή σκοτεινή σκάλα καΐ κατέβηκε αλαφροπατώντας στην κάτω κάμαρα, ντροπιασμένος.

Ζέστα γλυκεία τόν υποδέχτηκε άπό τό κατώφλι. Ή φωτιά σιγό-

152

τρίζε, ανάλαφρη μυρωίΐά άπ6 ρετσίν^ λιβάνιζε στον αέρα. Μπήκε. Πά- στρα χαΐ τάξη γύρω, δλα Ιλαμπαν' κάτι τδ ανείπωτο σα γαλήνη καΐ \).ύρο εκκλησιάς, βασιλικός, μέλι άπό φρέσκο κερί, βλογοΟσε στην ατμό- σφαιρα. Ή γριούλα είχε αποκοιμηθεί στό θρονί της, \ιπροστά στό τζάκι. Προχώρησε κι αυτός αθόρυβα καΐ κάθησε . . . "Εμεινε Ιτσι να θωρεί τή φωτιά, ν' ακούει τή βροχή, δίχως νά σαλεύει.

Άπό τότε ξανάρθε, συνήθισε νά Ιρχεται. Βρήκε τή δικαιολογία πώς ή Πελαγία είταν καλόβολη, διακριτική, δέν πολυμιλούσε. Τήν άκουγε γύρω του νά περπατάει μουγγά, σά ν' άλαφρότριζε, φρύγανο πού τό σέρνει ό βραδυνός αέρας. Συγύριζε τό νοικοκυριό της, Ιβαζε τά κάθε τι στή θέση του, Οστερα ερχότανε φρόνιμα- φρόνιμα νά καθήσει στό θρονί της. Τόν ρωτοϋσε άν θέλει τίποτα, αναστέναζε απλοϊκά και κοίταζε μέ μάτι τρεμουλιάρικο, υγρό, τή φλόγα. Τό συχνότερο, τήν έπαιρνε ό ΰπνος Ικεϊ - δά. Τότε, αυτός, τήν κρυφοκοίταζε" καΐ τοΟ φαι- νόταν πώς ό καιρός πισώστρεψε, πώς κάθεται στό παραγώνι των παι- δικών του χρόνων, πέρα - κει στή^' πατρίδα του, αντάμα μέ τή βάγια.

Καλοσύνη πραϋντική, γαλήνη ευλογημένη, κατέβηκε σιγά - σιγά καΐ πράϋνε τήν ψυχή του.

Μιά μέρα, μεσημέρι, έκεΐ στό καπηλειό τοΟ Παντελή πού έτρωγε, πήρε τ' αυτί του κάτι κουβέντες δίπλα, πού τοΟ ξύπνησαν τήν προσοχή. ΕΙταν Καλαματιανοί τής κάτω χώρας, φτωχολογιά, καΐ κουβέντιαζαν σιγοτραβώντας τό κρασί τους.

Ό Φράγκος ξεκαθάρισε τήν "Ηπειρο.

Έγινε λοιπόν τό χατίρι τοΰ κυρ - Νικηφόρου.

Άμή τής πριγκηπέσσας ; Λένε πώς αυτή τό ζήτησε τοΰ μισσέρ Φλωράν, νά δώσει χέρι στό θείο της τό δεσπότη.

Τό έκανε γι' αγάπη της, ξέρω καλά, λέει δογματικά 2νας ψηλός 'μέ δεμένο μάτι καΐ κεφάλι άλογίσιο, στητό.

Κοίταζε τους συντρόφους του μέ υπεροχή, κ' •οί κουβέντες του, οι κοφτές, είχαν κάτι τό αναντίρρητο.

Δέν είπανε τίποτα άλλο οί βιλάνοι, γύρισαν τήν κουβέντα. "Ομως τά λόγια τοΟτα ίκαναν τό δρόμο τους μέσα στό νοΟ τοΟ ΣγουροΟ. Πα- ραξενεμένος, Ιψαχνε νά πιάσει μιαν άκρη, νά τά δέσει μέ δσα ίσαμε τώρα ήξερε, καΐ νά βγάλει συμπέρασμα. Ό Φράγκος στην "Ηπειρο ! Ό θείος τής πριγκηπέσσας ... Γι' αγάπη της . . . Κάποιο κενό μεσολα- βοΟσε στΙς λιγοστές του γνώσεις γιά τά πράματα τοΟ Μοριά. Κάτι στό μεταξύ είχε αλλάξει, πού αυτός δέν τό Ιμαθε. Κ' ή γραφή τοΟ Σγουρο- μάλλη . . . Μήπως είτανε τίποτα σχετικό ;

Ταράχτηκε.

Έφυγαν σέ λίγο οι κατωχωρίτες καΐ μπήκανε στό μαγαζί οί δυό ΣλαΟοι, δ γερο -Πέτρος κι ό Φεντόρ. "Ερχονταν έδώ συχνά, τους είχε Ιδεί ό Σγουρός πολλές φορές Οστερα άπό τή μέρα τοΟ κρεμασμένου. Μέ τόν Παντελή τόν Ζερβοχέρη είχανε φιλία, καί, κάθε φορά πού θά κα- τέβαιναν στή χώρα, θά ξεπέζευαν έτσι κι αλλιώς στό καπηλειό.

*0 κρεμασμένος δέν είταν πιά στην κρεμάλα. ΤΙς τελευταίες ήμε- ρες είχε αρχίσει νά μυρίζει βαριά, τά όρνια τόν σφελιδιάσαν. Λοιπόν οΕ Φράγκοι ξεκρέμασαν τό κουφάρι του καΐ τό έρριξαν έξω άπό τήν πο•

153

λοτεία, σε ρεματιά. *Από κει τό μάζεψαν δ πατέρας κ: & αδερφός του, τό πήρανε στή Γιαννιτσά να τό θάψουν.

Έρχονταν πάντα λοιπόν στό καπηλειό τοΰ Ζερβοχέρη οί δυό Γιαν- νιτσιώτες, άπιθώνανε τα ψώνια τους έκεϊ, γυρίζανε πίσω να τα πάρουν, κάθονταν να ξαποστάσουν. Για νάρθουν, περνοϋσαν κάθε φορά, μπροστά άπό τα χωράφια δπου είχε στηθεί ή κρεμάλα τοΟ οικοΟ τους. Δεν αλ- λάξανε δρόμο οΟτε καΐ τόν καιρό πού τό κουφάρι ανεμιζόταν εκεί -πέρα, στην άκρη τοΰ σκοινιοΰ. Στέκονταν μονάχα λίγες στιγμές αμίλητοι, καΐ τό κοίταζαν. Ό γέροντας στύλωνε τότε τό κορμί του ορθό, τό πρόσωπο του γινόταν πέτρα. Τοΰ άδερφοϋ τα μάτια θάμπωναν, λές κι άναρου- φιόνταν ακόμα πιό βαθιά στΙς σκοτεινές γοΰβες. Στό βάθος δμως, πολύ μακρυά, άναβε μιά πράσινη σπίθα. Ξεκινούσε πάλι δ Φεντόρ, για να μπεί στό μαγαζί, μέ τό κεφάλι σκυμμένο, τό καμπουρωτό μέτωπο μπρο- στά, σά νά ήθελε κάτι να κουτουλήσει.

Πήρανε σήμερα τόν Παντελή κατά μέρος και κάτι σιγοκουβέντια- σαν οί τρεις τους. ϊά μούτρα τους εϊταν σκοτεινά, τά χείλη τους μόλις πού άλαφρόπαιζαν. Μονάχα ό Πέτρος δρθωνε κατά τό συνήθειο του τό κορμί καΐ κάθε τόσο γύριζε τό κεφάλι μέ τ' άσπρα άφράτχ γένεια γύρω του, κοίταζε μέ μάτι ξάστερο τους πελάτες.

Σά φύγανε γιά τό χωριό, ήρθε ό Ζερβοχέρης ν' ακουμπήσει τά μαλλιαρά του χέρια στό τραπέζι τοΰ Νικηφόρου.

ϊί καινούργια ; ρώτησε τυπικά, δμως έβλεπες πώς ό νους του τρέχει άλλου, τό μάτι του εΙταν αφαιρεμένο.

Κι ό Σ^ο[^ρ6ς δέν είχε κέφια γιά κουβέντα, ανησυχία μεγάλη τόν έτρωγε άπό μέρες τώρα. Τά πέρπυρα σώνονταν, τό πρόβλημα πώς θά κάνει, τί θά γενεί, τοΰ έτρωγε τό μυαλό, θάπρεπε νά φύγει ; "Ομως τέ- τοια λύση δέν ήθελε ούτε νά τή συλλογιστεί κάν. ΚαΙ στΙς πρώτες , ακόμα εκείνες στιγμές της μεγάλης αποθάρρυνσης δέν είχε βάλει μέ τό νοΟ του τέτοιο πράμα. Κάτι άξεκαθάριστο και σκοτεινό τόν έδενε έδώ, μ' αυτό τόν τόπο.

Κ' έπειτα, μαύρη μοίρα ! Ποΰ νά πάει ; Στην πατρίδα του ; Είταν προγραμμένος. Στά χώματα τοΰ Μεγάλου /^ουγ.άτοι> τών Ντελαρός ποτέ δε θά μπορέσει νά ξαναπατήσει τό ποδάρι του. Δεν είναι γι' αυτούς ό ροβολάτορας ; Ό άνθρωπος πού Ικανέ τό νυχτερινό ρεσάλτο μέ τους κουρσάρους τοΰ Ντελιούρια ; . . .

Κάθησε ό Ζερβοχέρης στό σκαμνί βαριά καΐ σφούγγισε τά δά- χτυλα του μέ την πατσαβούρα.

βγήκανε πάλι άνθρωποι στό κλαρ-ί, λέει βαρυανασαίνοντας. Μέ τό χειμώνα, ή πείνα πέρσεψε.

Δέν αποκρίθηκε 6 Σ•^θ[)ρός. Ό νους του έτρεχε ξοπίσω άπό τίς δι- κές του έγνοιες.

Άπό τότε βλέπεις πού έ πρίγκηπας έφυγε γιά την "Ηπειρο, συνέχισε ό κάπελας, ή χώρα έμεινε πάλι απροστάτευτη. Οί τοπάρχοι γδύνουνε τό χίοριάτη.

Ξάφνου, ή κουβέντα πού είχανε κάνει οί Καλαματιανοί στό διπλανό τραπέζι, ξανάρθε στή θύμιση τοΟ Νικηφόρου. Έσκυψε μ' ενδιαφέρον :

Έφυγε, αλήθεια, δ πρίγκηπας γιά την "Ηπειρο ;

154

*0 Ζερβοχέρης τέντωσε τα [ΐάχίτ. του.

ΠοΟ ζεΙς, παιδί μου ! απόρησε, καθώς άλλοτε είχε άκορηοει στ6 Βρόμο τί]ς Άγια - Μονής ό 'Ιλαρίωνας. Δέν ξέρεις πώς στην "Ηπειρο δ μισσέρ Φλωράν πολεμάει με τα φουσδτα τοΟ κυρ -Ανδρόνικου τοΟ Πα- λαιολόγου ;

"Οχι, δέν ήξερε τίποτα αυτός. Πολεμάει ; γιατί ; άπό πότε ; πώς ; Χρειάστηκε να τοΟ εξηγήσει δσο πιό καθαρά μποροΟσε 6 Ζερβοχέρης. Τοϋ είπε γιά τη μεγάλη χούρτη της Ανδραβίδας, την πρεσβεία τοΰ δεσπότη Νικηφόρου, τήν άπόφααη τοΟ πρίγκηπα. Τοΰ εξήγησε τη γε- νεαλογία της πριγκηπέσσας καΐ πώς εϊταν μισό Φράγκισσα, μισό Ρω- μιά άπό τη μάννα της, τήν "Αννα Άγγελίνα. Οί λεπτομέρειες, οί κου- βέντες των αρχόντων μεταξύ τους, περνούσαν άπό τ* αράπικα χείλη τοΰ Ζερβοχέρη μέ μιά σιγουριά καΐ πεποίθηση πού λές κ' εϊταν παρών σ' 8, τι κρυφό είχε γίνει. Ή φαντασία του, ή ανοικονόμητη σάν το γ.ορ\ιί του, φούσκωνε τά πάντα, τά ξόμπλιαζε, τους φόρτωνε φτερά, στολίδια καΐ λοφία.

Βουβός τόν άκουγε 6 Σγουρός, ή ηροαοχη του δμως δέν κεντριζό- ταν μονάχα άπό τή ρητορική τοΰ ταβερνιάρη. Άπό ώρα, κάτι θαμπό αναδευότανε στή θύμισή του, που έβρισκε έπΙ τέλους τώρα σχήμα καΐ νόημα. Ξάφνου βρόντηξε τή γροθιά του στό τραπέζι.

Νά λοιπόν γιατί ! φιονάζει άγρια.

Ό Ζερβοχέρης τόν κοίταξε απορημένος.

Τί πράμα ;

«Ό Φράγκος ανεβαίνει !», είπε μιλώντας στον εαυτό του ό Σγου- ρός κ' έπιασε τό μέτωπο του Ναί, ναί. Τώρα τό καταλάβαινε τό νόημα της κουβέντας πού είπε ξεψυχώντας ό μαντατοφόρος εκεί - κάτω στό καπηλειό τοΰ Μυτζηθρα. «Ό Φράγκος ανεβαίνει». . . Ό πρίγκηπας πη- γαίνει γιά τήν "Ηπειρο. . . Ειταν αποσταλμένος τοΰ αυτοκράτορα ό δο- λοφονημένος, κ' ερχόταν νά είδοποιήσει τήν Κεφαλή, νάχει τόνου της. . .

Ζωσμένος άπό τήν περιέργεια δ Ζερβοχέρης, έσκυβε πάνω άπό τό τραπέζι νά πιει τήν εξήγηση άπό τά χείλη τοΰ Σγουρού. "Ομως άδικα έλπιζε. Παρατώντας τον σύξυλο, τό παιδάριο σηκώθηκε βιαστικά καΐ βγήκε έξω. Ό τόπος δέν τόν χωροΰαε. Σά νάσπασε κάποιος φράχτης καΐ νά, σωρός κουβάρι είχαν κατρακυλήσει μέσα στό κρανίο του οί και- νούργιες έγνοιες. Τόν είχε αναπάντεχα περιχύσει φως ώμό.

Οί Φράγκοι είναι σε πόλεμο μέ τους Ρωμιούς, τό φουσάτο τοΰ αυτοκράτορα στέλνει μήνυμα στην Κεφαλή τοΰ Μυτζηθρα, κι δ μαντα- τοφόρος πέφτει ζο\ο<ρο'^Υΐ\ιε'^ος άπό άγνωστο χέρι. Λίγες ώρες ίίστερα άπό τό φόνο, δ Σγουρομάλλης, πρωτοστράτορας τοΰ Μυτζηθρα, στέλ- νει — καΐ μέ τρ6πο -λάμηοσο ανώμαλο μυστικά, μια βουλωμένη γραφή στό σενεσάλο τών Φράγκων Σανταμέρη. Λοιπόν, . .

Λοιπόν δ Σγουρομάλλης . . . Χριστέ !

Βάδιζε μέ δρασκελιές μεγάλες στην έξοχη πού τή σάρωνε δ κρυε- ρός βοριάς καΐ μιλοΰσε δυνατά, μονάχος του, έκανε παράφορες χειρο- νομίες. Ό Σγουρομάλλης, προδότης της "Ορθοδοξίας . . . Στάθηκε πιά- νοντας τό μέτωπο του που έλεγε νά τιναχτεί. Κι δ Σγουρομάλλης είναι

155

συγγενής του, της μάννας του αίμα. Κι αυτός ί Ιδιος τώρα κουβαλάει πάνω του τήν αδιάβαστη γραφή.

Να τήν ανοίξει ; Ρίχτηκε κάτω άπό Ινα σκελεθρωμένο δέντρο, ε/ωσε το τρεμάμενο χέρι του στό άνοιγμα της τραχηλιδς, άρπαξε κ' έβγαλε εξω τόν κύλιντρο. Καταραμένο βάρος ! Βδομάδες τώρα τό σέρνει πάνω του, νύχτα - μέρα τό νιώθει νά τοΟ οργώνει τα στήθια. "Εσφιξε νευρικά, μέ γαντζωμένα δάχτυλα, τό πέτσινο μαΟρο ντΟμα, τό τσαλάκωσε, τό βασάνισε. "Αν ανοίξει τη θήκη τούτη, σαν τί θα μάθει ; θα καταλάβει άραγε τί πρέπει νά κάνει ; Και θάναι πια καιρός;

Γι' άλλη μια φορά ή φοβέρα τοΟ Ύιτ^οχίγθ•'^ϋΧΚ'(\ αντιλάλησε στ* αυ- τιά του. «"Οπου κι άνπάς, δπου κι άν καταφύγεις, δέ θα γλυτώσεις. . "Ομως πόσο ωχρή τώρα, απόμακρη ! Τόσον καιρό τώρα πού βρί- σκεται στην Καλαμάτα, τίποτα δέν τοΟ Ιτυχε. *Όχι, δέν είναι ή σύ- σταση τοΰ Οπουλου συγγενή φοβέρα γιά μικρό παιδί πού θά τόν εμποδίσει. Στό πανδοχείο τής Μεσαρέας, αλήθεια, τ' αυτί του είχε πά- ρει κάτι κουβέντες άγνωστων πού μοιάζανε νά τόν παρακολουθούν. "Ομως κι αύτοΙ χάσανε τ* άχνάρια του, ποιος ξέρει τώρα πού βόσκουν. Σίγουρα θ' απελπίστηκαν, θά παράτησαν τό κυνήγι. Λοιπόν ή γραφή είναι έδώ καΐ δέν έχει παρά Ιτσι νά κάνει, νά τσακίσει ή βούλα,

Τό χέρι του, πού έσφιγγε τήν πέτσινη θήν.η, μονομιάς χαλάρωσε, ^ιά καινούργια σκέψη, μέσα στον θαλασσοδαρμό των συλλογισμών, τοΟ λύγισε τά νεΟρα. Κ' ή ελπίδα, τό μοναδικό μέσο ; Έτσι δέν τό είχε λογαριάσει πώς θά μπορέσει νά βρει τό ^φ^^ο του προς τήν πριγκη- πέσσα ; Δίχως γραφή στά χέρια πώς θά τή ζυγώσει, τί θά τής πει ; ΣτΙς λίγες βδομάδες πού είχαν περάσει άπό τήν πρώτη του απόπειρα καΐ τήν ταπείνωση στγ]ν πόρτα τοΟ ά^-ζι^ομ, ή πρώτη οργή του είχε χωνέψει, ξεθύμανε. Λύγισμα μαλθακό, εγκατάλειψη άποκαρωτική πράϋνε πάλι τήν ψυχή του. Αδιόρατα, μέσα στΙς βουβές ώρες τής μο- ναξιάς, τοΟ ΰπνου ακόμα, ή παλιά τρυφερότητα είχε άναδοθεϊ, τόν να- νούριζε, τόν άλαφρομεθοΟσε.

"Οχι, δχι. "Ισως είναι αργά πιά ν' ανοίξει τή γραφή, ίσως είναι ανώφελο. Κ' επικίνδυνο, ποΟ ξέρεις. . . Δε φοβόταν, δχι. Μά τά επιχει- ρήματα τούτα, ίσάριθμες δικαιολογίες απέναντι στον εαυτό του, συντη- ρούσαν τήν ελπίδα πώς δέν είχε μάταια ταξιδέψει, πώς δέ βασανίστηκε άσκοπα.

Σηκώθηκε, ξεκίνησε πάλι. Πορευόταν στην τύχη, δίχως νά ξέρει πού. Κοίταξε γύρω του μέ μάτι αδειανό, γυάλινο, δίχως νά βλέπει. Στό βάθος, μέσα στ' άδυτο τής ψυχής του τής άγριωπής, κάτω άπό δλη τήν πίκρα καΐ τήν εξέγερση, έκρυβε πάντα του, κι άς μήν τό ήξερε ούτε κι αυτός ό ίδιος, αλαζονεία ριζωμένη στό αίμα του. Πάντα του είχε τή μυστική πεποίθηση πώς μέσα στό βάθος τοΟ άγνωστου αύριο, κρύβεται γι' αυτόν κάτι εξαίσιο καΐ μεγάλο.

Βάδισε ί\ΰ.Ί!.ΐ.ι^ο τό δειλινό, ίσαμε τό βράδυ. *0 χειμωνιάτικος άνε- μος σφύριζε πάνω στην εξοχή, τήν έκανε σ' δλο τό ^άί.^'^οί:^, της ν' ανα- τριχιάζει. Σύννεφα τεράστια κυλιόντανε στον ουρανό βιαστικά, παραμορ- φώνονταν, σχίζονταν, σκαλώνανε στΙς βουνοκορφές, μπουμπάρια. Κάθησε, σφούγγισε τό ιδρωμένο μέτωπο του πού είχε σμυριδωθεί άπό τόν κουρ-

156

νιαχτό, σηκώθηκε, ξεκίνησε πάλι. Κατά τό βράδυ ξέπεσε σέ κάτι χα- λάσματα, πάνω σέ τ^μερη πλαγιά. Τα πόδια του εϊτανε βαρειά, ό κόπος Ιλυνε τους αρμούς του. Κοίταξε γύρω του, δεν ήξερε πια ποΟ βρισκό- ταν. Κάτι σα νύστα τοΰ βάραινε τα ματόφυλλα. Άνάγειρε, ακούμπησε τη ράχη του στΙς πέτρες καΐ σφάλησε τα μάτια του. Ξάφνου δοκίμασε τήν αίσθηση τοΟ άνθρωπου πού δέν είναι μόνος, πού κάποιος τον παρα- στέκει. Τέντωσε τά μάτια του καΐ γύρισε τό κεφάλι. Στό χαμηλωμένο φως τοΟ σούρουπου ξεχώρισε ?ναν ϊσκιο δρθιο κοντά του.

"Εκανε να σηκωθεί, δμως τά πόδια του εϊταν μολυβένια. Ό ξένος τόν κοίταζε κατάματα. Τά μάτια του, τά γουβωτά καΐ σκοτεινά, δέν άφηναν νά φανεί τό βλέμμα, δμως τά χείλη του, τά στενά, σά νά χαμογελοΟσαν.

Τί κάνεις έδώ ; ρωτάει μ' αλλόκοτη προφορά. Τότε τόν αναγνώρισε. Είταν 6 Φεντόρ.

Κάθομαι, αποκρίνεται σαστισμένος, δίχως νά ξέρει κι αυτός πώς νά δικαιολογηθεί. Αναπάντεχα, κάτι σά ντροπή τόν είχε κεντήσει.

Ποΰ πηγαίνεις τέτοιαν ώρα ; ρωτάει δ ΣλαΟος κοιτάζοντας τον ερευνητικά. Έ φωνή του εΙταν βαρειά, θαμπή.

Ιίουθενά . . . "Ετσι γυρνούσα . . . στην τύχη.

Τά μάτια τοΟ Γιαννιτσιώτη τόν κοίταζαν στ λά. ΕΙταν φανερό πώς διάβαζε στό πρόσωπο του.

Είσαι κουρασμένος, πολύ ;

"Οχι ! έκανε ζωηρά καΐ πήγε νά σηκωθεί μά δυσκολεύτηκε. Τό χέρι τοΟ Φεντόρ γλίστρησε κάτω άπ' τή μασχάλη του καΐ με δύναμη σιδερένια τόν στύλωσε δρθιον.

Πρέπει νά γυρίσω τώρα. Ικανέ ό Σγουρός βιαστικά τάχα.

Τέτοιαν ώρα ; Είναι μακρυά ή Καλαμάτα. Μή μπεις με τό βράδυ.

Γιατί ;

Γιατί οί Φράγκοι θά δπονοιαστοΰν.

Τόν κοίταξε στά μάτια ό Σ-^οορός, απορημένος. Κοιτάχτηκαν κ* οί δυό.

Τί θά ύπονοιαστοΰν ; ρώτησε άφωνα, δίχως νά καταλαβαίνει. "Ομως ό Γιαννιτσιώτης, άντίς γι' άλλη απόκριση, ξεκίνησε μπρο'

σΐά και τοΟ είπε :

"Ελα μαζί μου. Έδώ δα είναι τό χωριό.

Τόν ακολούθησε. Τόν ακολούθησε δίχως νά ξέρει γιατί, ίσως επειδή δέν είχε τίποτα καλλίτερο νά κάνει. Ανέβηκαν τό διάσελο καΐ πήρανε τό μονοπάτι. Αντίκρυ, ό Σγουρός ξεχώρισε τ' άσπρα χωριάτικα σπίτια.

Σά μπήκανε, εϊτανε πιά νύχτα. Μιά δυό φωτιές άνάβανε σέ τζά- κια, καΐ μέσ' άπό τΙς μισάνοιχτες πόρτες, περνώντας, έβλεπες γιά μιά στιγμή τόν καπνό νά στρουφίζει πυκνομυρίζοντας ξύλο. Μυρωδιές άπό ζεστό φαί, κοπριά καΐ βλάστηση πλανιόντανε στον αέρα. Πίσω άπό τους φράχτες, αλυχτούσαν σκόρπια κάποια σκυλιά.

Πορεύτηκαν αμίλητοι, μέ σκυμμένα κεφάλια. Ισαμε κάποιο φράχτη χαμηλό, ξερολιθιά στεφανωμένη μ' αγκαθερά φρύγανα. Πίσω, απλωνό- ταν τό περιβόλι, πορτοκαλλιές, μανταρινιές, νεραντζιές. Τό σπίτι, χτι- σμένο μέ πλίθρες, μικρό, στεκόταν μισοκρυμμένο πέρα άπό τά δέντρα.

157

*0 Φεντόρ έσπρωξε τδ σανιδένιο πορτόφυλΧο καΐ μπήκανε στό πε- ριβόλι, Τό φεγγάρι Ιβγαινε πάνω άπό τό βουνό, δμως τα κουρελιασμένα σύννεφα στέκονταν πάνω του καΐ τό θάμπωναν. Κάπου κοντά, Ινα τρα- γούδι μοναχικό ακουγόταν, άπό φωνή βαρειά, γεροντική θάλεγες, σ' ά- γνωστη γλώσσα. Εϊταν αργό, θλιβερό, κ* βμοιαζε νάρχεται άπό μα- κρυνή, νοσταλγημέντ] χώρα.

Στην αρχή θάμπωσε τόν Σ'{θϋρ6 ή λάμψη της φωτιάς. Τό τζάκι λαμπάδιαζε, τριζοβολοΟσε μέ θρίαμβο χαρωπό. Δέ μπόρεσε τίποτα να ξεχωρίσει παρεκτός μια μεγάλη κάμαρα άσοβάτιστη μέ πάτερα χοντρά άντίς γιά ταβάνι καΐ πάνωθε τα σανίδια της σκεπής. Ό καπνός κυλιό- τανε κ' έδώ παχύς, κουλούριαζε τΙς τουλοΰπες του νωθρά προτοΟ ξεθυ- μάνει άπό τά πάνω. Ένας ίσκιος μεγάλος ξάφνου ορθώθηκε μπροστά ατή φωτιά, τήν έκρυψε. Τό παιδάριο άνοιξε τά μάτια του. Είδε τό γέ- ροντα τόν Πέτρο πού στεκόταν μπροστά του, χαμογελώντας πλατιά.

Καλώς δρισες, αφέντη ! λέει μέ τή βαθειά του τή φωνή.' Δεν Ιδειχνε καμμιάν Ικπληξη πού τόν Εβλεπε έδώ. Λές καΐ τόν

περίμενε.

Εύλόγησον, έκανε κι αυτός ανακουφισμένος.

Τότε ξεχώρισε στό παραγώνι μιά γυναίκα μαυροντυμένη, πού κα- θόταν έχοντας κοντά της δυό μικρά. "Εσιαξε τό φουστάνι της, σηκώ- θηκε κάπως σαστισμένη. Τά μικρά κρυφτήκανε πίσω της.

"Ελα, τοΟ λέει ό Φεντόρ και τοΟ βάζει Ινα σκαμνί νά καθήσει μπροστά στή φωτιά. "Εδειξε τή γυναίκα πού είχε σηκωθεί, καΐ πρόσ- θεσε δίχως νά τήν κοιτάζει : Έ γυναίκα τοΟ άΖερψοΰ μου,

"Εκανε νά χαμογελάσει έ Σγουρός, μά τό χαμόγελο πάγωσε στά χείλη του. «Ή γυναίκα τοΟ κρεμασμένου», συλλογίστηκε, Στή φευγα- λέα ματιά πού της έρριξε, είχε ιδεί πώς είτανε νέα κι ακόμα όμορφη. Ή πύρα της φωτιάς δεν κατόρθωνε νά χρωματίσει τά χλωμότατα μά- γουλα της.

Κάθησαν γύρω στό τζάκι, ό Σ'ζουρίς στό σκαμνί, έ Φεντόρ χάμου, ό γέροντας σε παλιό θρονί.

Τί κάνει δ Ζερβοχέρης ; ρώτησε ό Πέτρος κοιτάζοντας τό παι- δάριο κατάματα μέ τήν καρφωτή καΐ ξάστερη ματιά του.

Καλά είναι. Έκεϊ τά πολεμάει, πάντα στό καπηλειό.

"Αξιος δί'νΒρωπος ! είπε 6 γέροντας καΐ σήκωσε ψηλά τά πυκνά του φρύδια.

Τό μικρότερο άπό τά παιδιά τραβούσε επίμονα τό φουστάνι τής γυ- ναίκας, πού είχε τραβηχτεί τώρα παράμερα καΐ στεκόταν δρθια, μέ τή ρά- χη ακουμπισμένη στον τοίχο. Ή παρουσία τοϋ ξένου τό είχε φαίνεται ολό- τελα αναστατώσει, γιατί πάσχιζε νά χωθεί ολάκερο πίσω άπό τή μάννα του. Εκείνη κάτι τοΟ είπε στή γλώσσα της, γέλασε άφωνα. Τό μαδημένο πρόσωπο της έλαμψε μεμιάς και τότε φάνηκε, γελώντας, νά ξανανιώνει.

Βάρια ! έκραξε προς τά μέσα.

Ό Φεντόρ είχε αγκαλιάσει τά γόνατα του και κοίταζε στυλά τή φλόγα. Δυό σπίθες κοκκινωπές άνάβανε στό βάθος των ρουφηγμένων ματιών του.

Πρώτη φορά Ιρχεσαι στή Γιαννιτσά ; ρωτάει ί Πέτρος.

158

Πρώτη.

Μίλησε ό γέροντας γ^ά τό χωριό, τους συντοπίτες του, τά αγαθά τοΟ τόπου. Βγάζανε τό φθινόπωρο οπωρικά, ξεραίνανε στον ήλιο σΟκα. Οί οικογένειες δέν είταν πολλές, ζοΟσαν δμως μονιασμένες. Κανένας δέ φθονούσε τό διπλανό του επειδή ό θεός έτυχε να τοϋ δώσει κάτι πε- ρισσότερο. Άνθρωποι φτωχοί, μα που ξέρανε πώς ό ιδρώτας γλυκαίνει τό ψωμί κ' ή αγάπη ξαλαφρώνει τη θλίψη.

Έσύ ποϋθε είσαι ; ρώτησε τέλος.

Άπό τ* Άνάπλι.

Τ' Άνάπλι; κι ό γέροντας Εσμιξε μέ προσπάθεια τά φρύδια του, νά θυμηθεί. Κάπου τόν εί^^ε ακουστά αυτό τόν τόπο. Εϊταν έοώ στό Μοριά ;

"Ομως όΦεντόρ, πού καθόλου δέ μιλούσε καΐ κοίταζε επίμονα τη φωτιά, αναδεύτηκε νευρικά τώρα.

Τό φαί ! Εκραξε στή γυναίκα με τήν τραχεία του τή φωνή. Ό Πέτρος έκοψε τήν κουβέντα.

Ή πόρτα άνοιξε κ' ενα αγόρι μπήκε μέσα. Ήρθε στό παραγώνι, γονάτισε κ' Επιασε νά πετάει φρύγανα στή φωτιά. Τά κοίταζε ν' αρπά- ζονται άπό τή φλόγα, νά πυρώνονται, νά σγουραίνουν. Στον ξένο έρριξε μιά μονάχα ματιά καΐ συνέχισε τό παιχνίδι του αδιάφορα. Ό Σ^{0Όρός τό αναγνώρισε, μ' δλο πού δέν τό είχε ξαναδεί άπό τότε : Τό παιδί τ>ϋ Σέργιου.

Αλήθεια, γιά τόν κρεμασμένο κανένας τους δεν είχε πεί λέξη. Ή σιωπή τούτη τόν έβγαζε άπό δύσκολη θέση τόν Σγουρό καΐ μαζί, κρυφά, σα νά τόν βασάνιζε. Λέ θάξερε νά πεί ποιο άπό τά δυό συναισθή- ματα εΐταν τό δυνατότερο στην ψυχή του. Ό ίσκιος τοΟ αδικοχαμένου πλανιόταν έδώ - μέσα ζωντανός, τό ένιωθες. Κι ωστόσο . . .

"Επιασε νά μιλήσει κι αυτός γιά τήν πατρίδα του, αδέξια, ακατά- στατα, σαν άνθρωπος ασυνήθιστος ν' άνιστοράει. Τόν άκουγαν αμίλητοι, κοιτάζοντας τή φωτιά. Μονάχα ό Πέτρος γύριζε κάπου - κάπου τό πρό- σωπο καΐ κάρφωνε πάνω του τά μάτια. Μιλούσε ό Σγουρός, δίχως νά έχει πολλά νά πεΐ, μόνο και μόνο γιά νά μή δείξει άκαταδεξιά, κι ακό- μα γιά νά μή δικαιώσει τόν Φεντόρ πού έδειξε αδημονία στην τάχα αδιά- κριτη ερώτηση τοϋ πατέρα του. Ή γυναίκα πού ξαναμπήκε, καλώντας τους νά καθήσουν στό τραπέζι, τόν έβγαλε άπό τήν αμηχανία του.

Εμπρός, έλα, τοΟ λέει ό Φεντόρ με τή δυσάρεστη κι άθελα προα- ταχτική φωνή του.

ΚάΟησαν οί τρεις άντρες κ' ή γυναίκα στάθηκε δρθια. Τά παιδιά είχαν συναχτεί στό παραγώνι.

Ποϋ είν' ή Βάρια ; ρωτάει τή γυναίκα ό Φεντόρ.

Βάρια ! φώναξε κατά τά μέσα πάλι εκείνη.

Νάρθει νά πάρει τά παιδιά. Κ' έσύ νά καθήσεις.

Ή πόρτα πού έμπαζε στην άλλη κάμαρα ανοίχτηκε και μιά κο- πέλλα μπήκε φέρνοντας, σέ γαβάθα μέσα, τό αχνιστό φαί.

"Ελα, Βάρια, είπε μέ φωνή πιό απαλή τώρα ό Φεντόρ.

Απόθεσε ή χοπέλλα τή γαβάθα στό τραπέζι καΐ κοίταξε απλοϊκά τόν Σγουρό. Τήν κοίταξε κι αυτός. Εϋταν ίσαμε δεκαεφτά - δεκαοχτώ χρονών, μέτρια στ' ανάστημα, μέ πρόσωπο στρογγυλό καΐ μά^ουΧα ανθισμένα.

159

Πάνω άπό τα δυνατά τη: ζυγωματικά <^ί^^!χΜΖ σταχτερά τα σχιστά της μάτια.

Έ διήγηση του Ζερβοχέρη τοΟ ήρθε τότε στό νοΟ : Ή κόρη τοΟ κρεμασμένου, ή κοπέλλα πού την άρπαξε δ Φράγκος . . . Σάστισε. Χρι- στέ ! Είταν παιδί πράμα . . . Φευγαλέα, κοίταξε τό ξέσκεπο κεφάλι της μέ τα ξανθοκάστανα μαλλιά, τα χωρισμένα κανονικά στή μέση, τις δυό γοΊχ^,ϊς πλεξοΟδες πού τό στεφανώνανε σφιχτά, σά νά τ' αγκάλιαζαν. Πήγε στό παραγώνι νά μαζέψει τά παιδιά, κ' ή μάννα της στό μεταξύ κάΟησε στό τραπέζι. Ωστόσο, καθώς δ Πέτρος σηκωνόταν, δλοι τόν μι- μήθηκαν, μαζί κι ό Σγουρός. Στάθηκαν δρθιοι, παράμερα ή Βάρια με τά μικρά, άκουσαν τήν τχ^ο<5ζ.υγΎ\ πού είπε δυνατά ό γέροντας κ' Ικαναν τό σταυρό τους.

Τστερα ή Βάρια έφυγε μέ τά παιδιά κ' οΕ άλλοι άρχισαν νά τρώνε.

Δέν ξαναφάνηκε ή κοπέλλα παρά μόνον αργότερα πολύ, σάν είχανε σηκωθεί από τό φαϊ καΐ κάθονταν πάλι στό παραγώνι. Μπήκε σπρώ- χνοντας μπροστά της τά τρία παιδιά, τά οδήγησε στό γέρο νά τοΟ φι- λήσουν τό χέρι. Ό Πέτρος σταύρωσε μέ τό δάχτυλο τά μέτωπα τους, τά καληνύχτισε, Ή μάννα, πού είχε σηκώσει τό τραπέζι, Ιφερνε τώρα τά στρωσίδια νά βάλει τοΰ Νικηφόρου νά κοιμηθεί,

Φόρτϋ)μα σας γίνηκα, κάνει γελώντας εκείνος, εξοικειωμένος κιόλας ωστόσο και νιώθοντας τόν εαυτό του άνετον έδώ - μέσα, σά νάταν γνώριμος παλιό:,

Ό ξένος είναι σταλμένος άπό τό θεό, είπε ό Πέτρος σμίγοντας τά φρύδια του.

Τοΰ οτρώσανε μπροστά στό παραγώνι κ' Ιφυγαν Ινας -Ινας, πρώτα ή μάννα, ύστερα ό γέροντας, τελευταίος ό Φεντόρ, "Ισαμε τη στιγμή πού έμειναν μονάχοι οί δυό του:, ό αδερφός τοΟ Σέργιου βημάτιζε μπροστά στό τζάκι και τά δάχτυλα του ψαχούλευαν νευρικά τό κοντό ξανθό του γένι. Ιίερίμε/ε ό Σγουρός, νιώθοντας πώς κάτι θέλει νά τοΟ πει εκείνος καΐ διστάζει, βασανίζεται. Τέλος τόν είδε νά γυρίζει απότομα, νά φεύ- γει κατά τήν πόρτα καΐ νά τόν καληνυχτίζει δίχως καθόλου νά τόν κοι- τάξει, σκυθρωπός.

Απόμεινε μονάχος. Αφαιρεμένος, στάθηκε ακόμα λίγο νά κοιτά- ζει τή φωτιά, ν' αναλογίζεται τους καινούργιους του γνώριμους, Ιναν - Ινα. Τέλος πλάγιασε. Έσυχία βαθειά είχε ξαφνικά πέσει γύρω" άπό μέσα, στό υπόλοιπο σπίτι, δέν ακουγόταν ούτε φτερό. Μισόκλεισε τά μάτια, ναρκωμένος άπό τήν ήμερη ζέστη της φωτιάς, τή σπιτική γλύκα. Σιγά -σιγά, τ' αυτί του, συνηθίζοντας, ξεχώριζε τους απαλούς θορύβους τής νύκτας, πλήθιο κελάρυσμα άπό νερά, τον άνεμο πού θροΐζει στά δέντρα. Ζάλη άλαφρή, τοϋ ύπνου, τόν τύλιξε. Ξάφνου, τέντωσε τά μά- τια, ξαγρυπνισμένος άπό μιά θύμιση πού τοΟ είχε φέξει ωμά στό νοΟ : Ό Ζερβοχέρης είχε πεί πώς τό κορίτσι τή νύχτα άνταριάζεται, φωνά- ζει. '.Λπαίσιο πράμα ! . . . Μήπως είταν γι* αυτό πού ήθελε νά τόν προει- δοποιήσει ό Φεντόρ κ' ίσαμε τήν τελευταία στιγμή δίσταζε ; Δέν τ' απο- φάσισε φαίνεται, ή ΊχροτΐΎ\ θά τόν βούβαινε ίσως . . .

Λύπηση βαθειά, μιά τρυφερότητα συγκινημένη, μάλαξε τήν καρδιά χοΟ Σγουροΰ, συναίσθημα πού σπάνια δοκίμαζε στή ζωή του. "Επιασε

160

να συλλογίζεται τή Βάρια, τό τρυγερό της πρόσωπο, τά καστανόξανθα μαλλιά μέ τΙς σφιχτές πλεξοΟδες. Είδε τά χείλη τά παιδιάτικα νά τοΟ χαμογελοΟν, τους χαμογέλασε άχνα κι αυτός . . .

Σάν ξύπνησε, εϊταν ήμερα.

Πετάχτηκε ?ξω άπό τά στρωσίδια, ελαφρός. Είχε κοιμηθεί βαθιά, ώρες πολλές, δμως δ χτεσινός κόπος, τό αίσθημα εκείνο τό βαρύ πού τόν είχε λιανίσει, είτανε πιά ξεχασμένο. Κ' ή ψυχή του εϊταν ανάλα- φρη, γεμάτη κέφι, αισιοδοξία. Κάτι άπό τόν παλιόν εαυτό του, πάχνη πρωινή πού τόν δρόσιζε στά παιδικά του χρόνια, εκεί -κάτω, στην πα- τρίδα, μάργωνε τώρα τό μέτωπο του, ξαστέρωνε τό νοΰ. "Ολα τοΟ φά- νηκαν άπλα κ' εδκολα, ό χτεσινός πυρετός πού τόν βασάνισε, άρρώ- στεια κ* είχε περάσει. Άνακλαδίστηκε ηδονικά, οί χυμοί μυρμήδισαν στους αρμούς του. "Ανοιξε τήν πόρτα, τή διαπλάτωσε, κι ανάσανε βα- θιά τόν πρωινό αέρα. Μύριζε δάσος, χώμα 6γρό. Χαμογέλασε στην ήμερα.

Στό περιβόλι είδε σκυμμένο τόν Φεντόρ νά σκαλίζει.

Καλημέρα, τοΟ φώναξε χαρούμενα, φιλικά.

Γύρισε ό ΣλαΟος, τόν είδε, παράτησε τό σκαλιστήρι του κ* ήρθε κοντά. Παράδοξο. Κι αύτουνοΟ ακόμα, τά πάντοτε σκοτεινά μάτια τώρα σά νά είχαν φέξει. Τά στενά του χείλη μέ τήν πικρή ζάρα, χαμογε- λοΟσαν.

Κοιμήθηκες καλά ; τόν ρώτησε.

Σά μωρό στην κούνια !

Βάρια ! φώναξε ό Γιαννιτσιώτης.

Ή κοπέλλα φάνηκε στή γωνιά τοΟ σπιτιοΟ, λές καΐ περίμενε εκεί, νά τή φωνάξουν. Οί πλεξοΟδες της εϊτανε τώρα άμολητές στή ράχη καΐ κατέβαιναν βαρείες, πηχτές, Ισαμε κάτω άπό τή μέση. Έτσι, μέ τό πρωινό της χτένισμα, τό Ιλαφρό ανοιχτόχρωμο φουστάνι, έμοιαζε ακόμα πιό μικρή, σχεδόν παιδούλα. Χαμογέλασε στον Σγουρό δίχως νάζι ντρο- πής καΐ δίχως φιλαρέσκεια.

Νά σοΟ φέρω νά νιφτείς, τοΟ λέει.

"Εφυγε καΐ ξανάρθε μέ μιά κανάτα κέδρινη, 2να κατακαίνουργο προσόψι ριγμένο στό γυμνό της μπράτσο. ΤοΟ 2ρριξε νά νιφτεί στό λάκκο κάποιας λεμονιάς. Ό Φεντόρ είχε καθήσει χάμου, στό σκαλο- πάτι τής πόρτας, καΐ τρόχιζε τό μαχαίρι του,

θά κατέβουμε μαζί στή χώρα, φώναξε τοΟ ΣγουροΟ. θάχω μαζί καΐ τό μουλάρι. "Αν θές, καβαλικεύεις.

"Οχι, θάρθω μέ τά πόδια, 2κανε κείνος μπουχίζοντας τά νερά πού τοΟ περιχύνανε τό κεφάλι. Σ' έβρεξα ; ρώτησε γελώντας τή Βάρια.

"Οχι, μέ δρόσισες μιά στάλα.

Γέλασαν μαζί, Τ' άσπρα γυμνά της πόδια, τά πεντακάθαρα, είχανε πιτσιλιστεί. Αλήθεια, καθόλου δέν τήν άκουσε τή νύχτα νά φωνάζει. Γιατί τάχα ; Είταν ό Οπνος του βαρύς, ή μήπως τήν είχαν στείλει νά κοιμηθεί σ* άλλο σπίτι ;

Ό πάππους σου δέν είναι έδώ ; τή ρώτησε γιά νά δικαιολογή- σει τήν εξεταστική ματιά πού τής Ιρριχνε,

Έφυγε νύχτα, γιά τ' αμπέλι.

11 Ή Πριγαηηΐαοα' Ιζαμηά» ΙΟΙ

Σκουπίστηκε μέ τό προσόψ'. πού μύριζε λεβάντα κ' Ιρριξε μέ τά δάχτυλα πίσω τά κυματερά του καστανά μαλλιά. Τ° ανοιχτό στό λαιμό χιτώνιο άφηνε τό άσπρο στήθος του νά φέγγει.

Μη σοΟ πέσει, είπε ή Βάρια κ' έδειξε μέ τό δάχτυλο τό γυ- μνό του στέρνο.

Έβαλε τό χέρι του νά δει τί τοΟ λέει, κ' έπιασε τόν κύλιντρο. Τό μέτωΓ.ό του σκοτείνιασε μια στιγμή.

! δεν είναι τίποτα, λέει άφρόντιστα.

Κάτω άπό τη σκελεθρωμένη κληματαριά ττ)ς πόρτας, καθισμένοι στά σκαλοπάτια, κολάτσισαν 6 Φεντόρ κι δ Σγουρός, μέ φρέσκο τυρί καΐ ψωμί σταρένιο πού έφερε άπό τό μαγερειό ή Βάρια. Τστερα, φόρ- τωσαν τό μουλάρι, ετοιμάστηκαν γιά τό δρόμο. Καθώς δμως στέκονταν ακόμα μιά στιγμή έξω άπό τό φράχτη, γιά νά στεριώσουν τό φόρτωμα, ή μάννα φάνηκε ξάφνου νάρχεται βιαστικά πίσω άπό τό σπίτι. Χύμηξε, κι αμίλητη, έπεσε στά γόνατα μπροστά στον Σγουρό, τοΟ πήρε τό χέρι, τό φίλησε, τ' ακούμπησε στό μέτωπο της.

Γιατί ; κάνει εκείνος άφωνα, σαστισμένος, και τό τράβηξε,

Ό Φεντόρ κοίταζε άλλοΟ, ή Βάρια είχε τά ματόφυλλά της χα- μηλωμένα. Τά μάγουλα της σά νά χλώμιασαν.

Εμπρός, κάνει τραχεία ό Φεντόρ. Ξεκίνησαν.

"Ωρα καλή ! τους ευχήθηκε ή Βάρια.

Πέρασαν αμίλητοι τό χωριό και βγήκανε στό δρόμο. Καθώς δμως κατηφόριζαν στον κάμπο, ό Φεντόρ, πού πάλι τυραννούσε μέ τά δά- χτυλα τό γένι του, είπε δίχως νά κοιτάζει τό συνοδοιπόρο του :

Μή την περάσεις γιά παλαβή.

Ποιάνε ; απόρησε ό Σγουρός.

Την "Ολγα.

Κατάλαβε πώς τοϋ μιλούσε γιά τή νύφη του.

Δε σκέφτηκα καθόλου τέτοιο πράμα !

Τή νύχτα πού κοιμήθηκες σπίτι της δέ θά τήν ξεχάσει, είπε 6 Φεντόρ. Είναι μάννα βλέπεις . . .

Δεν καταλάβαινε. Γέλασε σπασμωδικά έ Σλαΰος. Άπό δω κ' εμπρός θά σ' έχει σάν άγγελο της, νά τό ξέρεις. "Ετσι είν' αυτή . . .

Μά γιατί ; γιατί ;

Κοίταζε πέρα ό Φεντόρ, τόν κάμπο.

Γιά πρώτη φορά Οστερα άπό τέσσερους μήνες ή Βάρια δέν τα- ράχτηκε στον ΰπνο της, είπε μέ σκοτεινή φωνή. Μπορεί καΐ τό δαιμό- νιο νά Ιχει βγει πιά άπό τό γ,ορμί της.

"Εμεινε απορημένος έ Σ^ουρός' καΐ στον υπόλοιπο δρόμο, καθώς ό σύντροφος του δέν άνοιγε πιά τό στόμα, βρήκε δλο τόν καιρό νά συλ- λογιστεί τά χτεσινά. Σάν δμως τό μάτι του έπεσε στό ψήλωμα τοΰ κά- στρου, οί στοχασμοί του πήρανε άλλη κατεύθυνση. Δέν ξαναθυμήθηκε τή Γιαννιτσά, τους φιλόξενους Σλαύους καΐ τή Βάρια ούτε τή μέρα κείνη, ούτε τΙς κατοπινές.

Ή ψυχή του ωστόσο σά νά είχε λουστεί σέ κάποια θαυματουργή

162

πηγή και καθαρίστηκε άπό τα σκοτάδια πού τή στοίχειωναν, τΙς αντά- ρες. Έ παλιά έπαρση ξυπνοΟσε πάλι μέ την ανάρρωση, τοΟ δρθωνε τό κεφάλι. ϊ<5σο είναι αχάριστη ή ανθρώπινη καρδιά . . .

Ό χειμώνας προχωρούσε. ΤΙς ήμερες του ό Σ^ο\^ρ6ς τΙς σκόρπιζε [ΐο'^άχος ή μέ τή συντροφιά τοΰ Ζερβοχέρη, καθισμένος σ* 2να τραπέζι τοΟ καπηλειοΟ, ν' ακούει τά νέα. Ό πόλεμος στην "Ηπειρο είχε πάρει τέλος, δ πρίγκηπας γύρισε στην Ανδραβίδα, κατέβηκε γιά λίγες μέρες στην Καλαμάτα, ξανάφυγε. Δεν τόν ακολούθησε ή πριγκηπέσσα, τόσο της εϊταν αγαπημένο, λέγανε, τό κάστρο τούτο τό πατρικό της. Γύριζε κι δ Σ'{0Όρ6ς στους ζρό\ιοοζ, χασομερώντας δπου έβλεπε σύναξη, σκοτώνοντας τήν ώρα του μέ τους πλανόδιους ζογκλατόρους, τους θαυματοποιούς πού περνούσαν άπό τήν Καλαμάτα. Τά πέρπυρα της Μπιάνκας καΐ της βά- γιας του είχανε πιά σωθεί, πούλησε καΐ τ' &λοχο γιά νά ζήσει λίγες βδο- μάδες ακόμα, νά σπρώξει τόν καιρό. Άπό κει καΐ πέρα τί θά κάνει δέν ήξερε. Δέν έλεγε ν' απελπιστεί, γιατί ούτε τό πείσμα, ούτε ή περη- φάνεια τόν άφηναν. Ωστόσο ή ύπαρξη τούτη άρχιζε πιά νά τόν βαραί- νει, ή απραξία, τό &αγ.οπο, τοΟ σκοτείνιαζαν τήν ψυχή. Τό μεγάλο, τό εξαίσιο πού πάντα του περίμενε στή ζωή, δέν ερχόταν, δχι, δέν ερχόταν.

Τά βράδυα, μόλις σκοτείνιαζε, ζύγωνε στά περίχωρα τοΟ κάστρου. Έφερνε βόλτες κάτω άπό τΙς τάπιες, στεκόταν μπροστά στή σιδερό- πορτα, έστηνε τ' αυτί. Ψηλά στον ουρανό λαμπύριζαν τρεμουλιάζοντας τ' αστέρια, άπό τό σκοτεινό και θεόρατο μουράγιο τοΟ Πενταδάχτυλου, πέρα, έρχονταν κρύες, ανατριχιαστικές πνοές. Τό ποτάμι, τυλίγοντας σε πλατειά αγκαλιά τό κάστρο καΐ τήν πολιτεία, κυλούσε σιγοβου'ίζον- τας τ' άπονέρια της τελευταίας βροχής κατά τή θάλασσα. Μυρωδιά νο- τερή, άπό χώμα υγρό, ξερά φυτά κι αλμύρα, ανέβαινε στον αέρα.

Τότε, συχνά, άναθυμόταν μέ πόνο ψυχής τ' ακριβό του &λο^ο, τόν Άστρίτη, τή φτερωτή λευτεριά πού είχε γνωρίσει μαζί του, τΙς παλα- βές τρεχάλες τους στον κάμπο της πατρίδας. Έδώ - δά, πίσω άπό τά ψηλά τειχιά, πρέπει νά στέκεται τή στιγμή τούτη τό περήφανο κι ώραΐο φαρί. Βημάτιζε δ Σγουρός αργά, σύρριζα στην πέτρα, κι αύτια- ζόταν τόν άνεμο της νύχτας, ελπίζοντας ν' ακούσει κάποια στιγμή τό γνώριμο χλιμίντρισμα. "Αν τόν είχε ακόμα τόν Άστρίτη, θά ένιωθε τόν εαυτό του πιό δυνατό, τήν ψυχή του λιγότερο μονάχη. "Ομως δ χαμένος σύντροφος είχε σταθεί περισσότερο άπ' αυτόν τυχερός, σήκωσε τό γλυκό ^άρος της ονειρεμένης γυναίκας. Τόν βλέπει ακόμα στό νοΰ του νά ξεμακραίνει ατάραχος καΐ καμαρωτός, μέ τό πολύτιμο φορτίο πάνω στή σέλλα του, έκεϊ, στον νοτισμένο άπό τή ^ροχ^ και τό σελη- νόφως κάμπο της Μεσαρέας. Τόν άναθυμάται μέ πόνο, καΐ τόν φθονεί. Σέ κάποιες στιγμές παράλογης έξαψης, τό εξαίσιο φαρΙ φαντάζει στό νοΰ του σά φίλος προδοτικός.

Οι βροχές αραίωσαν, οί νύχτες κόντηναν καΐ πήρανε νά γλυκαί- νουν. Κατέβαινε τις φεγγαροβραδυές στό γιαλό καΐ ξαπλωνόταν στον άμμο ανάσκελα, μέ τά χέρια*πλεγμένα κάτω άπό τό κεφάλι. Ή ανάσα της θάλασσας φούσκωσε, μοσκοβόλησε γιασεμιά, βιόλες. ΚαΙ στά χωρά- φια, τά πρωινά, τό χαμομήλι ξεμύτιζε χρυσίζοντας, δειλό.

Μύρισε Απρίλης.

163

λ^ϋυ

.φ;*Α**

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΓ ΞΕΔΙΑΛΓΝΕΙ

ΗΝ πείς ποτέ πώς ή ζωή σταμάτησε τή ^υρ(,^οΧ•η της.

Άπό καιρό, μήνες τώρα, δλα Ιμοια• ζαν ασάλευτα, μονότονες κι αφόρητα ίδιες οι μέρες. Πήγαινε κ* ερχόταν ό Σγουρός, ρέμβαζε, έστηνε κουβεντολό- για άσκοπα με τδν Ζερβοχέρη. Έμαθε αγάλια αγάλια να ενδιαφέρεται για ξένες Ιγνοιες, καθότανε ν' ακούει τους καϋμούς τοΰ κάπελα, τα οικογενειακά του. Είχε αδερφό μεγαλύτερο ό Ζερ- ζοχίρης, σιδερά, Τιμόθεο τόνε λέγαν, άντρα ξακουστό σ* δλη τήν Καλαμάτα για τή σωματική του ρώμη. "Επαιρνε τό σιδερένιο λοστό ό Τιμόθεος καΐ τόνε λύγιζε μέ τδνα χέρι, πετούσε στον αέ- ρα τή βαρεία καΐ τήν άρπαζε στό φτε- ρό, δίχως να λυγίσει τό μπράτσο του. Πολύ παινευόταν ό Παντελής γιά τόν αδερφό του, τόν κολάκευε να τόν ρωτάς για τό σιδερά, μ' δλο πού είχανε δυό χρόνια ολάκερα να μιληθούν οί δυό τους. Διαφορές κληρο- νομικές τους είχανε χωρίσει, ύστερα άπό τό θάνατο τοΰ πατέρα τους. 'Εκει, στην ακροποταμιά πού είναι τό σιδεράδικο, τά χειμωνιάτικα βράδυα, ταχτικά, οί βιλάνοι της Καλαμάτας συνάζονταν για μακρυές βεγγέρες, κουβέντιαζαν για τά νιτερέσα τους, ή λέγανε παραμύθια, ιστορίες. "Αλλοτε, Ιναν καιρό, πήγαινε κι ό Παντελής εκεί, έπαιρνε μέρος στΙς βεγγέρες, πρωτοστατούσε στΙς κουβέντες πού γίνονταν. Τώρα είχε αποτραβηχτεί, χολιασμένος. « Δέ θά ξαναπατήσω στοΰ σιδερά δσο ζω», έλεγε, « δχι ! δέ θά ξαναπατήσω.» "Ομως Ιβλεπες πω; τό άπο• τράβηγμα τούτο πολύ τοΰ στοιχίζει . . .

Τέτοια λοιπόν είχε γίνει τώρα ή ζωή τοΰ ΣγουροΟ. Λές καΐ τά περιγελαστικό δαιμόνιο της Μοίρας, τοΰ είχε φυλάξει, αύτουνοΟ πού τόσα ονειρεύτηκε, νά σέρνει τή ζωή του έτσι, άγονα, χαΟνα, άπό παν- δοχείο σέ καπηλειό. Χίλιες φορές είχε φέρει βόλτα τήν Καλαμάτα, τΙς αστικές γειτονιές πού στριμώχνονται ξιππασμένα γύρω στό ^γ.ά'^τρο, τΙς φτωχοσυνοικίες κάτω, στην ακροποταμιά τοΰ Νέδου. Ξάφνου κόν- τευε πια ή άνοιξη έκεΤ πού περιδιάδαζε μιά μέρα στα βρώμικα στε- νορρύμια της φτωχολογιάς, ή καρδιά του χτύπησε Ινα βρόντο βαρύ και στάθηκε στον τόπο.

164

Αντίκρυ, 3>ς είκοσι βήματα απόσταση, είχε πάρει τά μάτι του 2ναν άνθρωπο μπροστά σ' άσβεστωμένο τοΤχο, χαΐ πού στεκόταν να τόν κοιτάζει.

Τίποτα τό ανησυχητικό τ) Οποπτο δέν είχε τό εξωτερικά τοΟ ξέ- νου. ΕΙταν ψηλός, ρωμαλέος, φοροΟσε χιτώνιο ίσαμε τά γόνατα, στα- χτί, κάλτσα κολλητή, κίτρινη, πού ανέβαινε στά μεριά του. Ένας μαν- δύας μαύρος, ριχτός, κρεμόταν στή ράχη του. Τό μαυρόμαλλο σγουρό κεφάλι του είταν ξέσκεπο, στό σαγόνι του φύτρωνε μαΟρο ψαλλιδι- σμένο γένι.

Έμοιαζε άπό τή ςρορεσιά του, τό παρουσιαστικό. Ρωμιός εύπορος πολίτης ή στρατιωτ',κός δίχως αρματωσιά. Ή στάση του ή ατάραχη θ' άφηνε βέβαια αδιάφορο κάθε άλλο διαβάτη εξόν άπό τόν Σγουρό. "Ομως τό μάτι τοΟ ξένου, τό μαύρο και γυαλιστερό. Ικανέ τό παιδάριο ν' ανατριχιάσει.

Πού τό είχε ?δεί αυτό τό μάτι ; Ό θαμπωμένος νους του ανάδεψε βιαστικά δσες μπορούσε νά ξεσηκώσει πρόχειρες θύμισες. Τά ρούχα αυτά, 6 μανδύας, δχι . . . τοΟ είταν άγνωστα, τ' ανάστημα δμως, ή γ.ορ• μοστασιά, ναί, κάτι τοΰ θύμιζε, κάτι πολύ δυσάρεστο, απωθημένο στό κατώϊ τοΰ ανημονικοΰ του. "Οσο για τή ματιά . . . ! γι' αυτήν είτανε οί^οορος. Τήν είχε ξαναδεί* Ιτσι τήν άναθυμαται κι άλλοτε νά τόν κοι- τάζει, καθώς καΐ τώρα, καρφωτή.

Σά ντροπιασμένος ωστόσο άπό τόν ξαφνικό του δισταγμό, πού ό ξένος θά τόν είχε βέβαια προσέξει, προχώρησε δ Σγουρός τραβώντας ίσια καταπάνω του. Ή γειτονιά είταν ΐρημη. Μακρύτερα, τά σήμαν- τρα σημαίνανε τόν εσπερινό. Ξάφνου, έκεϊ πού τό παιδάριο κοντοζύ- γωνε, ό ξένος Ιστριψε απότομα, καΐ μέ ταχύτητα θαυμαστή, γλίστρημα σκιάς, χάθηκε στην αγκωνή τοΟ δρόμου.

Τό περιστατικό τοΟτο δέν είταν βέβαια γιά νά καθησυχάσει τό παιδάριο. Μέ τήν περιέργεια κεντημένη, μιαν αγανάχτηση μουγγή πού τοΰ σπιρούνιζε τά νεύρα, άνοιξε τό βήμα, έφτασε στή γωνιά καΐ χύ- μηξε νά ίδεϊ ποΟ πάει ό άνθρωπος μέ τό μαύρο μανδύα. Απορημένος, τόν είδε νά έχει κερδίσει δρόμο θαυμαστά καΐ νά φεύγει σέ μεγάλη απόσταση.

Λές καΐ δέν είχε τό ίδιο βήμα καθώς οΐ άλλοι άνθρωποι αυτός. Σβέλτος, παράδοξα ανάλαφρος παρ' δλο του τό μπόϊ, τιναζόταν μπρο- στά στό κάθε πάτημα, μέ λαστιχάρισμα γουστέρας. θάλεγες πώς δέ βαδίζει, χαμοπετάει. Είταν ίσως οΐ άκρες τοΰ μανδύα πού ανεμίζον- ταν τό κατόπι του, σά μελανά φτερά . . .

Χύθηκε ξοπίσω του 6 Σγουρός, τόν Ιχασε άπό τά μάτια μέσα στά φιδωτά στενορρύμια, τόν ξανάδε. Λαχανιασμένος κιόλας, ένιωθε μ* απελ- πισία τό σοΰροι>πο νά πέφτει, νά σκοτεινιάζουν γύρω τά στενά. Κι δμως τά δρασκελούσε ακράτητος, τέντωνε τό μάτι του, τό κάρφωνε στή μαύρη παντιέρα πού φεύγει ίσια μπρος, δίχως τίποτα άλλο γύρω του νά βλέπει. Σκοντάβοντας σέ αΐόρονς σκουπίδια, παραπατώντας μέσα σέ λάκκους, βάδιζε επίμονα, φανατικά. Κι 6 άλλος δλο καΐ ξεμάκραινε, έμοιαζε άπιαστος, πουλί, ίσκιος, καθώς μέσα σέ βραχνά.

"Ετσι κυνηγήθηκαν ίσαμε τή στιγμή πού δ ξένος σταμάτησε άπό-

165

τομα μπροστά αϊ κάποια πόρτα θολωτή. Στρούφισε δ μανδύας του από- τομα και πλατάγισαν οΕ μελανές του δίπλες. Τά χέρι τοΟ άγνωστου χούφτιασε τό μάνταλο, τό γύρισε, άνοιξε, μπήκε. Τό πορτόφυλλο Ικλεισε πάλι πίσω του με πάταγο.

Είχε απλώσει τό ποδάρι του να τρέξει δ Σγουρός, όταν κάτι σαν αστραπή σπάθισε τό νοΰ του. Τό χέρι εκείνο πού τεντώνεται αποφα- σιστικά, πού χουφτιάζει σάν αρπάγη, τό ντούρο μπράτσο, δ μαύρος μα- κρύς μανδύας πού ανεμίζεται κ' ύστερα πέφτει βαρύς, σα ράσο . . . Τι- νάχτηκε. Ναί, ναί ! Τόν άναθυμαται. Ό καλόγερος, έκεΤ-κάτω, στό κα- πηλειό τοΰ Μυτζηθρά . . . Ό φονιάς τοΰ μαντατοφόρου !

Γιά λίγες στιγμές, στάθηκε δ Σγουρός ασάλευτος, σαστισμένος. *Από καιρό τό ένιωθε, δίχως και νά τό συλλογιέται, πώς τό ράοο έκεϊνο δεν εΐταν παρά μεταμφίεση. Ό καλόγερος . . . πράχτορας ποιος ξέρει τίνος δυνατού, μπορεί και τοΰ ίδιου τοΰ Σγουρομάλλη. Κι δ μαντατο- φόρος τοΰ Παλαιολόγου πέφτει νεκρός. Αφάνταστη περιπλοκή ! "Ομως δεν είναι τώρα καιρός νά την ξεμπλέξει. Νά τόν προφτάσει μόνο, νά τί χρειάζεται* νά τόν προφτάσει.

Έτρεξε. Με λίγες δρασκελιές, τήν έφτασε τήν πόρτα. Βεβαιώθηκε μηχανικά πώς τό σπαθί κρεμότανε πάντα στό πλευρό του* άρπαξε τό μάνταλο, τό γύρισε, άνοιξε. Ξάφνου έμεινε άλαλος, μ' ανοιχτό στόμα.

Ή πόρτα τούτη, ή χτισμένη στή μέση μιας μεγάλης μάντρας, δέν έμπαζε πουθενά. Πίσω, εϊταν άδειος σπιτότοπος, πιο πέρα χωράφια, ύστερα δρόμοι, παράγκες, κ' έτσι ίσαμε τήν ποταμιά.

Τώρα τόν είχε χάσει τελειωτικά, εϊτανε βέβαιο.

"Αφησε τό χέρι του, πού κρατούσε ακόμα τό μάνταλο, νά πέσε;, ακούμπησε τόν ώμο του στον παραστάτη κι απόμεινε νά κοιτάζει σκο- τεινός χάμου, στή γη. Αυτό πού καρτερούσε άπό τήν πρώτη στιγμή, σάν ξεδρόμισε γιά τήν Καλαμάτα, και ξεγελούσε μοναχός του τόν εαυτό του πώς πάει πιά, αστόχησε, νά ! είχε αληθέψει. Ή παρουσία του Ιδώ έγινε γνωστή. Μιά σκέψη καινούργια, πού τώρα μόλις τοΰ γεν- νιέται στό νοΰ, τά φωτίζει ξάφνου δλα : Έκεΐ, στό πανδοχείο της Με- σαρέας, πίσω άπό τό φάρσωμα, οί δυό φωνές . . . Έ μιά εϊταν τοΰ ίδιου τούτου δαίμονα, τοΰ ψευτοκαλόγερου, πού τοΰ είχε στήσει έκεΐ - πέρα νυχτερινό καρτέρι. Δικό του ειταν καΐ τ' &λο^ο πού άρπαξε. Αοιπόν άπό σήμερα κ' εμπρός θ' αρχίσει τό μεγάλο πάλεμα, δ αγώνας γιά ζωή καΐ γιά θάνατο, αυτός πού, καθώς τό ένιωθε βαθιά, δέν τοΰ είτανε γραμμένο νά τόν ξεφύγει.

Ναί, ναί, τώρα τό βλέπει. Κ' ή χαύνωση τούτη πού τόν δένει τόν τελευταίο καιρό, κ' ή άθυμία, έκεΐ έχουν τις ρίζες τους, στή σκοτεινή απαντοχή. Τ' δρνιο τό μελανοφτέρουγο, τό ήξερε καλά, τό μάντευε πώς κάποτε θά ξαναρχόταν.

Σήκωσε τά μάτια του και κοίταξε γύρω. "Επιανε νά νυχτώνει. Αργά, άποθαρρημένα, πήρε τό δρόμο της επιστροφής, έκοψε άπό γει- τονιές πού τοΰ εϊταν γνώριμες καΐ πήγε νά καθήσει στό συνηθισμένο τραπέζι του, στό καπηλειό τοΰ Ζερβοχέρη. Τό κεφάλι του τ' άφησε νά κρέμεται βαρύ, τά μάτια του κοίταζαν μηχανικά τό αφημένο πάνω στην τάβλα χέρι του, τό ί.Ί^ρ'^ο, τίς γαλάζιες φλέβες πού μέσ' άπό τήν άσπρη

166

έπ^δερμί5α φουσκώνουν καβαλικεύοντας" το χτέν:. Δέν τόν τρόμαζε δ θάνατος, δχι. Τόν λάβωνε μόνο, βαθίά, ή 2δέα πώς, άν δέν προφτάσει να ζήσει αρκετά, τότε τό μεγάλο, τό εξαίσιο, ποτέ δέ θα ξημερώσει γι* αυτόν, κι ολάκερη ή ίσαμε σήμερα ζωή του θα μείνει άσκοπη, δίχως νόημα• κι αυτούς πού τόσο τόν περιγέλασαν, δέ θα βρει τό μέσο να τους άποστομώσει . . .

Καθώς πάντα δταν τόν Ιβλεπε σκεφτικό, δ Παντελής ήρθε ν' ακου- μπήσει τις γροθιές του στό τραπέζι μόλις άπόσωσε τη δουλειά του. Τό δύστροπο ΰφος πού έπαιρνε συχνά απέναντι του τό παιδάριο, στΙς με- γάλες του ακεφιές, δέν τοϋ είχε κόψει τόν αέρα. "Οταν σ' έπαιρνε άπό καλό ό Ζερβοχέρης δύσκολα ξεκόλλαγε. Είτανε σαν τα μεγάλα εκείνα κι αγαθά σκυλιά πού τά κλωτσάς κι αυτά σοΰ γλύφουν την πατούσα.

Πάλι έγνοιες ;

"Ομως τώρα ή διάθεση τοϋ Σ^ζουρ^ιΟ είταν διαφορετική.

Κάθησε, έγνεψε δείχνοντας τό αδειανό σκαμνί.

Κάθησε ό Ζερβοχέρης, άφοΟ πρώτα σφούγγισε τά. δάχτυλα του στην αίώνια κλαδωτή πετσέτα. Μεσολάβησαν λίγες στιγμές. Κι απότο- μα, ό Σγουρός, δίχως άλλον πρόλογο :

Πρέπει νά ξέρεις κάποια πράματα, λέει.

ΚαΙ πιάνει καΐ τοΟ άνιστοράει με τό νϊ καΐ με τό σίγμα ολόκληρη τήν ώς τά σήμερα ζωή του. Τά παιδικά χρόνια, ή παράδοση γιά τό οικογενειακό του όνομα, οΕ φιλοδοξίες, τ' δράμα της πριγκηπέσσας πού περνάει, τό επεισόδιο με τόν Καφούρη, ή φυγή, δ Μυτζηθράς, δλα πέρασαν, ζωηρά χρωματισμένα, στη διεξοδική τούτη αφήγηση. "Ηθελε κάποιο άχνάρι ν' αφήσει πίσω του αν χανόταν άσκοπα, κ' ήθελε ακό- μα, τη βραδυά τούτη, νά δοκιμάσει μιά συμπάθεια κοντά του, ΪΊχ ένδιαφέρο* σέ κάποιονε νά ξομοΐο^τβεΐ .

Ό Παντελής δ Ζερβοχέρης, κάπελας άπό πατέρα, ανώνυμος μέσα στον δχλο τοΰ τόπου του και τοΟ καιρού του, προορισμένος ποτέ του νά μην ξεμυτίσει άπό τήν αφάνεια, είταν ^ί'/Βρωηος με τερατώδη φαν- τασία. Ή αφήγηση τοϋ Σ'{ουροΟ στάθηκε τό πιό θαυμαστό- παραμύθι πού είχαν ακούσει ποτέ τά μαλλιαρά του αυτιά. Καταπληχτική είταν ή εντύπωση πού δοκίμασε. Ανίκανος νά μιλήσει, με τό στόμα μισά- νοιχτο, μέ τά φρύδια του τεντωμένα, κοίταζε τό παιδάριο αποσβολω- μένος. Τά συναισθήματα πού είχαν μεμιάς ξαπολυθεϊ μέσα του είταν πολύπλοκα. Ένδιαφέρο φανατικό, συγκίνηση τρυφερή, ξιππασιά ακατα- μάχητη, απορία εκστατική. Δυσκολεύτηκε πολύ ώς πού νά ξαναβρεί τήν ανάσα του και τή μιλιά του.

Είσαι εύγενικόπουλο καΐ δέ μοΟ τδλεγες ! έκανε τρέμοντας κι άπλωσε τΙς παλάμες του νά σφίξει μέσα τους τό χέρι τοΟ παιδάριου. Στή φωνή του διάνευε τώρα αόριστο δέος, απλοϊκός σεβασμός. "Ωχ ! έγώ καλά τό είχα μαντέψει . . . ΚαΙ λές πώς έχεις καΐ προστάτη τόν "Αη - Θόδωρο, κεντημένο στό σωκάρδι σου. Γιά νά τόν δώ . . . "Ω, Πα- ναγιά παρθένα ! . . .

"Απλωσε τό χέρι του και ψηλάφησε μέ τ' άκροδαχτύλια, ευλα- βικά, τό κέντημα πού τοϋ παρουσίαζε τό παιδάριο. Τά γουρλωμένα μάτια του γυάλιζαν.

167

Βαθιά τή χάρηκε, αλήθεια, τή στιγμή τούτη 6 Σγουρός. Χρόνια ολάκερα περίμενε τήν απλοϊκή ψυχή πού θα τόν θαυμάσει τέλος κι αυτόν κάποτε. Ή καρδιά του, ανομολόγητα, πλημμύρισε χαρά κ' ευγνωμοσύνη.

ΚαΙ μονομιάς δλα ξεχάστηκαν, καΐ τα μαΟρα προαισθήματα κ' οί περασμένες πίκρες καΐ τα μελλούμενα προβλήματα. Ενθουσιασμός τόν συνεπήρε.

Μή σε νοιάζει, λέει ζωηρά, σά νάταν αυτός τώρα νά παρηγο- ρήσει κι δχι νά παρηγορηθεί. Έγώ δέν είμαι άπό κείνους πού βάζουν ϊτσι κάτου τ' άρματα ! Τή ζωή μου θα τήν πουλήσω ακριβά, νά τό θυμά- σαι. "Οποιος άτιμος, φονιάς, σπιοϋνος, τολμάει, άς έρθει. Τόν καρτερώ!

ΚαΙ φούσκωσε τά στήθια του κομπάζοντας.

Χμ ! άναβρουχιέται κι ό Ζερβοχέρης καΐ τρίζει τά δόντια του φοβερά. *"Ας Ιρθει !

Δυσκολεύτηκε πολύ νά τόν ξεφορτωθεί τόν Ζερβοχέρη ν.εΐ'^ο τό βράδυ 6 Σγουρός. Ό κάπελας τόν ακολούθησε στην κάμαρα του, στρώ- θηκε αυτόκλητος στό μοναδικό σκαμνί καΐ συνέχισε επίμονα τήν κουβέν- τα, κι άφοΟ πια τό παιδάριο είχε πλαγιάσει, νικημένο άπό τή νύστα.

Και τώρα τί θά κάνουμε ; ρωτάει τέλος ό κάπελας βάζοντας τΙς γροθιές του στους "^οψους. Τό είχε πάρει προσωπικό τό ζήτημα.

"Αν καταφέρουν νά με ξεκάνουν, λέει τό παιδάριο τεντώνοντας για μια στιγμή τά νυσταγμένα μάτια του, θά φροντίσεις έσύ νά πάρεις τή γραφή άπό τόν κόρφο μου και θά τήν πάς στην πριγκηπέσσα. θά της ανιστορήσεις δ, τι σοΟ είπα. ΚαΙ θά της πεΤς . . .

"Οχι ! μούγκρισε ό Ζερβοχέρης καΐ βρόντηξε τή φοβερή του γροθιά στον τοίχο. "Οχι ! αυτό δέ θά γίνει, μακάρι κι ό Ιοιος δ έξα- πωδός νά τό δχει βουληθεϊ. Μοναχός σου θά τής τήν πάς τή γραφή, έγώ σ' τό λέω, δ Ζερβοχέρης.

Σηκώθηκε. Τό φτενό πάτωμα στέναζε χάτω άπό τά βήματα του. Βγήκε με φούριια, δίχως νά καληνυχτίσει, σφάλησε χαλά τήν πόρτα καΐ κατέβηκε τή σκάλα, βαρύς.

Ό Σγουρός φύσηξε τό λυχνάρι χαμογελώντας μ' ευδαιμονία κι αποκοιμήθηκε. Τό πρωΐ, κατεβαίνοντας στην αυλή νά νιφτεί, σκόν- ταψε πάνω σ' ?ναν μπόγο άφημένον πίσω άπό τήν ξώπορτα. Έσκυψε ίηορΎΐ\ιί'/ος πού τόν είδε νά σαλεύει κι αναγνώρισε τόν κάπελα.

Έ! τί κάνεις αδτοΰ ; ρωτάει σαστισμένος.

Κοιμόμουν.

Είχε πλαγιάσει στό κατώφλι τοΟ σπιτιοΟ, μήν τύχει χαΐ περά- σουν τή νύχτα οί φονιάδες.

Είταν ακόμα χαράματα. Ή μέρα έδειχνε κιόλας πώς θάναι ωραία, χλιαρό πρωϊ άπριλιάτικο. Συνεπαρμένος άπό κέφι σπάνιο ό Σ^οΌρός, βγήκε καΐ τράβηξε κατά τόν κάμπο. Είχε βασανιστεί πολύ ώς πού νά ξεφορτωθεί τόν κάπελα. Τό είχε βάλει πρόγραμμα ό Ζερβοχέρης άπό χτες τή νύχτα, νά τόν παίρνει τό κατόπι παντοΰ δπου πηγαίνει. Δε θ' άφηνε αυτός νά τοϋ τόν μαχαιρώσουν, δχι. "Ομως τό παιδάριο τώρα είχε ξαναβρεί τήν παλιά του αισιόδοξη άψηφισιά. Τή νύχτα είδε όνειρο ώραΐο, πού ακόμα τόνε γήτευε : Είδε πώς είταν καβάλα, λέει, σέ φαρί κόκκινο καΐ κατέβαινε μιαν ήμερη πλαγιά. Κάτω, σέ λίγη άπό-

168

στάση, τέν χαρτεροϋσε ή δροσερή σκιά ενός δάσους. Έφτασε. Οι κορ- μοί των δέντρων, πλαστικοί κι άσπροι, λαμπαδιάζανε θαμπά στον Ισκιο, σά γυναικεία κορμιά ολόγυμνα. Ξάφνου, ανάμεσα τους, κάνει έτσι καΐ βλέπει τάν Άστρίτη . . .

Τόσο είταν. "Ομως τό γλυκό λίκνισμα τοΟ ταξιδιοΟ τόν νανουρίζει ακόμα.

Τράβηξε στην τύχη, πέρα, κατά τόν ορίζοντα. Έ γη, ζεσταμένη κιόλας από τόν ήλιο, ανάδινε μιαν άχνα θαλπωρής ανθρώπινη. Κάποια πουλιά, τσιροπούλια, μεθυσμένα άπό φως, χοροπηδούσαν στό λαμπικα- ρισμένον αέρα, τιτίβιζαν πνιχτά, φωνοΟλες πού ή χαρά τους έσφιξε τό λαρύγγι. Άπό τ' άντικρυνά βουνά, αγνή ερχόταν ή πνοή τοΟ λόγ- γου. ΚαΙ πίσω, στό γλυκό χαμήλωμα της στεριάς, ή θάλασσα στραφτά- λιζε, λαμποκοποΟσε, ανασηκωνόταν στον αέρα μετέωρη, άλαμπη λεπίδα σπαθιού πού Ινας αρχάγγελος τό έχει γυμνώσει καΐ τό τεντώνει.

Πορεύτηκε γιά ώρα, πορεύτηκε ασυναίσθητα, δλο μπροστά. Στή γή, δοκίμαζε νά ξεμυτίσει ν:ό χορτάρι, κρυφές ζωές, άτολμες, αναδεύον- ταν κάτω άπό τους θάμνους, μαμούδια καΐ γουστερίτσες πού τρυπώνουν ανήσυχα στό ζύγωμα τοϋ άνθρωπου. Μέσα σ' Ινα σύδεντρο, στό ήρεμο ανηφόρι μιας λοφοπλαγιάς, έκεϊ πού αρχίζει αραιό δασάκι, κάθησε. Τστερα άπό τήν πορεία καΐ τή λιακάδα πού τοϋ είχαν ανάψει τό κορμί, ή αχαμνή τούτη σκιά στάλαζε πάνω του ακριβό βάλσαμο. Ένας φρά- χτης αυτοσχέδιος, άπό ξεραγκαθιές καΐ ψηλά σπάρτα, τοΟ Ικρυβε τόν κάμπο, τήν πολιτεία, τή θάλασσα. Ξαπλώθηκε ηδονικά, τεντώθηκε, έπλεξε πίσω άπό το κεφάλι τά χέρια του και μισοσφάλησε τά μάτια. Τό αίμα, ςυπνημένο, μυρμήδιζε στά πόδια του, Ισφυζε στΙς γάμπες, κατέβαινε ψαχουλευτό ίσαμε τΙς φτέρνες κάτω καΐ τάνυζε τά δάχτυλα. Ανάσανε βαθιά. Μπορεί καΐ ν' αποκοιμήθηκε. Ξάφνου Ινας αχός παρά- δοξος βούιξε μέσα στον κάμπο.

*.Λπορημένος, στυλώνει τά ματόφυλλα, κρατάει τήν ανάσα του καΐ στέκεται ν' αφουγκραστεί. Πάλι. Εϊταν βούκινο.

Αντιλαλώντας βαρύαχο, κυματερό, τό σάλπισμα Ιμοιαζε νά φεύγει, νά σαϊτεύει τήν απόσταση καΐ νά γλιστράει πάνω άπό τόν κάμπο μα- κρόσυρτο, παλμικό. Γαβγίσματα τό συνόδευαν. Στή γή, δπου είχε ακου- μπισμένο τό κεφάλι του ό Σ-^ουρός, βρόντοι μακρυνοί πυκνοβούϊζαν. Τους αναγνώρισε, εΙταν ποδοβολητό άπό άλογα. Κράτησε τήν ανάσα του κ' έστησε τ* αυτί.

Τώρα τά βούκινα αντιλαλούσαν πλήθια. Έ πολυάριθμη χαβαλαρία πού τά κρατούσε, έμοιαζε νά έρχεται άπό πέρα, αριστερά, νά περνάει αγνάντια του, στην απόσταση, νά στρίβει φεύγοντας προς τό βάθος, καΐ πάλι νά ξανάρχεται. Λεν είτανε συνοδία πού ταξιδεύει κανονικά, σέ Ισιο δρόμο. Τό ποδοβολητό κ' ή βουή πήγαιναν, έρχονταν, έσβηναν, φούν- τωναν, σάν επέλαση παράφορη πού γράφει βόλτες τεράστιες πάνω στον απλωτό κάμπο. Τό κυματερό σάλπισμα ανεμιζόταν, φλάμπουρο μακρύ, τά σκυλιά γάβγιζαν φρενιασμένα.

Ανασηκώθηκε ό Σ^ουρίς στον άγχωνα του, Οστερα στά γόνατα, τέλος δρθιος, καί κοίταξε πάνω άπό τά σπάρτα.

ΕΙταν έκεϊ-κάτω, στή γυμνή κ' επίπεδη έκταση: Μιά συνοδία

169

μεγάλη κάλπαζε ορμητικά, διασχίζοντας λοξά τον κάμπο, ερχόταν κατά δ(δ. Άπό τΙς πολύχρωμες φορεσιές, τά λιθομάργαρα στελοχάμουρα, τά πνιγμένα αλλόκοτα ξεφωνητά, ό Σγουρός κατάλαβε πώς είτανε Φράγκοι. Ή καρδιά του σκίρτησε, σταμάτησε. Ανάμεσα στους άντρες πού φο- ρούσαν τά κυνηγετικά τους ροΰχα, κοντά χιτώνια κι ανάλαφρες τόκες στο κεφάλι, φτερωτές, ανεμίζονταν λίγα φουστάνια. Με πυραχτωμένο μάτι ό νεαρός Ρωμιός ψαχούλευε τό πλήθος έκεΐνο πού πύκνωνε, απλω- νόταν, λαστιχάριζε σά φολιδωτό γ.ορ[ΐΙ φιδιοΰ. Μπροστά, στην κεφαλή της παγανιας, δεύτερη ή τρίτη άπό τους καβαλαρέους, την ξεχώρισε : ΕΤταν ή πριγκηπέσσα.

Ή φράγκικη αυλή κυνηγούσε. Στά γαντοφορεμένα χέρια των κα- βαλαρέων, πάνω στό δάχτυλο γαντζωμένα με νυχοπόοαρα σφιχτά, ζυ- γιάζονταν τά γεράκια. Κάθε τόσο, μέ μιαν απότομη οτρο<:ργι, ή κεφαλή της συνοδίας ξεδρόμιζε, έκοβε τήν τρεχάλα της, καρφο^νόταν στον τόπο, και τότε κάποια γεράκια, λευτερωμένα από τά καπερούνια τους, τινάζονταν καΐ σαϊτεύανε τόν αέρα. Τά έβλεπες νά γράφουν κύκλους ανηφορικούς, νά ψηλώνουν ϊσαμε πού νά τά ρουφήξει τό θάμπος τοΟ όλόφεγγου ούρανοΰ. Ασάλευτη ή συνοδία τότε, περίμενε* κρατώντας τά κεφάλια σηκωμένα οι αρχόντισσες κ' οΐ καβαλάροι, τρώγανε μέ τά μάτια τό στερέωμα. Ξάφνου, στριγγό Ινα ξεφωνητό ζώου άπό τά με- σούρανα, ερχότανε νά τους μαυλίσει, νά τους ξεσηκώσει. Χυμώντας πάλι μ' άγριο πο^ο^οΐΎΐτό, σωρός κουβάρι καλπασμοί, ξεφωνητά, γαβγίσματα, γέλια, ή παγανιά ριχνότανε σέ κάποιο σημείο του κάμπου, άπληστη και '^ουεργ].

Έκεϊ, πάνω σέ δυό σπιθαμές γης, τό θϋμα, ακόμα ζεστό, σπαρ- τάριζε ως πού νά κόψει τά δεσμά του μέ τή. ζωή. Τά λαγωνικά τό είχαν ξετρυπώσει μέσα στους θάμνους και τώρα, τεντώνοντας τά μα- κρουλά τους τά μουσούδια, τ' όσμίζονταν τρεμουλιαστά. Μ' άπληστη χαρά ή αρχοντική παρέα έστηνε κύκλο γύρω στό ματωμένο πραματάκι, τό περιεργαζόταν ανυπόμονα. ΚαΙ τό γελούμενο κουβεντολόι, τά ηδο- νικά σύγκρυα, τά φίνα χωρατά, ξόμπλιαζαν πλούσια τή σύντομη κ' επί- σημη σκηνή τοΟ ταπεινού θανάτου.

"Ομως δ Σγουρός δέν έβλεπε τίποτα άπ' δλα τοΟτα. Τά μάτια του ?να μονάχα είδωλο άντικαθρέφτιζαν, τήν Ίζαμπώ, καΐ τό φαρί της τό άσπρο. Ζωηρός, ανήσυχος 6 Άστρίτης, στεκότανε τρώγοντας μέ τό καρ- φοπέταλο τό γή• τό έξυπνο κεφάλι του έκανε μικρά απανωτά τινάγματα σά νά καμάρωνε καΐ μαζί σά ν* αύτιαζόταν. Γονατισμένο τό παιδάριο, μέ τους αρμούς του λυμένους, κοίταζε τις δυό μεγάλες τοΰτες αγάπες της ζωής του, τή γυναίκα και τ' άλο^ο, τις δεμένες τώρα σ' ενα καΐ μοναδικό σύμπλεγμα, κ' ένιωθε τήν ψυχή του νά φεύγει τό κατόπι τους, νά φτερακίζει.

Ή συνοδία ξεκίνησε πάλι, ξεμάκρυνε, έκανε μιά τεράστια βόλτα πάνω στον κάμπο κ' ύστερα τράβηξε ανεβαίνοντας αριστερά, χάθηκε μέ κομψό τριποδισμό πίσω άπό μικρή λοφοσειρά. Δέν άργησε νά ξανα- φανεϊ. Τά ξεφωνητά πού ξέσπαγαν πάλι ακράτητα έδειχναν πώς ίχοΌΊ ξαμολυθεΐ τά γεράκια, Μέ ποδοκρότημα πού τράνταξε τή γη, οΐ Φράγ- κοι ξεμπουκάρανε πίσω άπό Ινα σύδεντρο, χύμηξαν σπιρουνίζοντας τ' ά-

170

λογά τους, σιμώσανε σαν κεραυνός, λές κ' εϊτανε να περάσουν πάνω άπο τόν χρυμ'^ίί'^ο Σγουρό, διάβηκαν αστραπή [ΐπροιτά του σε μακρυά σεορά.

Είχε ζαρώσει λίγο, έσκυψε τό κεφάλι του μή τον ίδοΟν, κι δταν τους άκουσε να ξεμακραίνουν, πρόβαλε πάλι.

Και νά πού τό αίμα του παίρνει μια βόλτα γοργή, άναρουφιέται στην καρδιά. Ό τόπος [ΐπροατά του δέν είταν Ιρημος πιά, καθώς πρίν. Ή συνοδία πέρασε, δμως έκεϊ, σαν άστρο πού κόπηκε από τή σπιθάτη ούρα ενός κομήτη, μια γυναίκα πάνω σε άλογο είναι σταματημένη. Πρώτη φορά, Χριστέ μου, την έβλεπε από τόσο κοντά ! Σέ πέντε μόλις βήματα απόσταση, στητή καΐ σαν απορημένη, καβάλα στον Άστρίτη, κοίταζε με τό διάφανο, αυστηρό της |3λέμμα τον άγνωστο νέο πού είχε προβάλει έτσι ξαφνικά μπροατά της. Τα μικρά της χέρια ειτανε ντυ- μένα με γάντια άσπρα, πέτσινα. Στην αριστερή της γροθιά στεκότανε γραπωμένο πουλί σπάνιο, γεράκι άσπρο. Κρατούσε το κεφάλι της όρ- θιο, στητό, τό μικρό σαγόνι τεντωμένο, καΐ τα μάτια της, πού για μια στιγμή στραφτάλισαν άπό την ανήσυχη υποψία, θόλωσαν πάλι ανάμεσα στα μισοκλεισμένα ματόφυλλα, τα σχιστά.

Γονατιστός εκείνος, δίχως νά έχει τή δύναμη νά σηκωθεί; στεκό- τανε νά τήν κοιτάζει. Τό αναμαλλιασμένο άπό τό ξάπλωμα κεφάλι του, μέ τΙς χαλαρές μπούκλες, τΙς κεντημένες άπό ξερόχορτα και χώμα, πρέπει νά είχε κάτι τό άγριωπό καθώς ξεπρόβαλε μαζί μέ τό μισό του στήθος πάνω άπό τό θάμνο. Μπορεί και νά της φάνηκε, μέσα στην ερη- μική και γιά τοΟτο θεριεμένη φαντασία της, σά νεαρό στοιχειό τοΟ δά- σους. Δέν έκανε καμμιά κίνηση ν' αντισταθεί στό περπάτημα. τοΟ Ά- στρίτη πού ατάραχος καΐ σάν ευχαριστημένος άπό τόν εαυτό του είχε ξεκινήσει και τοΟ τήν έφερνε ακόμα πιό κοντά. Κράτησε τά ματόφυλλα της μισοσφαλισμένα, αφέθηκε έτσι νά οδηγηθεί στό αναπάντεχο τούτο λόξεμα τοΰ δρόμου της.

Ό Άστρίτης ποδοπατούσε τΙς ξεραγκαθιές σηκώνοντας κομψά καΐ μέ καμάρι τό γόνατο. Ήρθε νά σταθεί {ΐτιροοτόί στον αφέντη του, μέ τό πολύτιμο φορτίο του πάνω στή ράχη. Κούνησε πάνω - κάνω τό κεφάλι του καΐ χλιμίντρισε χαμηλόφωνα, φιλικά, μέ χαρά συγκρατημένη. Ζα- λισμένος, δίχως ανάσα, ό Σγουρός σηκώθηκε, έκανε ένα βήμα πίσω.

Ναί, πρώτη φορά. στή ζωή του τήν έβλεπε άπό τόσο κοντά. Στις λίγες στιγμές της απορίας και της σιωπής πού μεσολάβησαν, τοΰ δό- θηκε ή ευκαιρία νά τήν προσέξει, δχι μέ τό νοΟ του, πού απόμενε θαμ- πωμένος, άλλα μέ τήν ψυχή. Τήν είχε δεί ώς τώρα βιαστικά, μέσα στον άνεμο τής φευγάλας ή κάτω άπό τό θολό φεγγάρι. Μέ τή φαντασία του, αθέλητα, τήν είχε πλάσει κάπως διαφορετική άπό δ, τι εϊτανε. Τήν έλεγε πολύ πιό νέα, τήν δψη της τή φανταζόταν πολύ πιό άτονη, πιό κοντινή. Είταν μεγαλείτερή του στά χρόνια, κάπως βαρειά στην ακινη- σία της τήν αυστηρή, κ' είχε μακρυνό τό βλέμμα. Κάτι τό απάνθρωπο, καθώς στά είδωλα, σ' έκανε βλέποντας την νά δειλιάζεις. Είχε τό δέρμα άσπρο καΐ θαμπό, απαλά πυκνό, καθώς τό βελούδο, κι άπό τόν ν.6ρψο της αναδινόταν μόρο ανάερο, άχνινο λιβάνισμα κορμιού γυναίκειου πού λαχάνιασε και κρυφανασαίνει.

Ξάφνου, σά νά είχε κοπεί τό αμπόδεμα, εκείνη άλαφροτινάζει

171

κατά πίσω τά κεφάλι. Σφίγγει τά ρέτενα τοϋ ζώου, σμίγει τα φρύδια της καΐ γυρίζει Ινα ^\)^ο τό συρτό της βλέμμα.

Ή συνοδία, ξεσηκωμένη άπό τήν δρμή τοΟ καλπασμού, αχολογούσε τώρα καΐ σάλπιζε πέρα, σέ κάμποση κιόλας απόσταση άπό το σύδεν- τρο. Αέν είχανε νιώσει φαίνεται μέ τό πρώτο τό ξεστράτισμά της, μπο- ρεί και να τό νόμισαν θεληματικό. Απόστρεψε τ6 πρόσωπο της άπό τό παιδάριο, πού τη θωροΟσε κατάχλωμο, ακουμπισμένο μέ τή ράχη σ' 2να δέντρο, καΐ δοκίμασε να ξεμακρύνει.

"Ομως ό *Αστρίτης δέν τήν όπάκουγε πιά. Ριζωμένος μέ τά τέσ- σερα στή γη, κοίταζε κι αυτός κατάματα τον αφέντη του. Τό 5.αηρο μ:- κροΟλι χέρι τη; καβαλάρισσας τοΰ τίναξε τά ρέτενα, τό κομψό πόδι τοΟ έκρουσε ανυπόμονα τά πλευρά. Τέλος, παρακλητικά, τά φίνα δάχτυλα ανέβηκαν νά τοΰ χαϊδέψουν τό λαιμό. Τίναξε πίσω τό κεφάλι του, σά νάλεγε πώς δχι.

Τότε τά μάτια της πριγκηπέσσάς, διαπλατωμένα κι ανήσυχα, στυ- λώθηκαν στον Σγουρό. Στην απλοϊκή αμηχανία τους έφεγγε γιά πρώτη '-^ορα. τώρα μιά ανθρώπινη αχτίδα.

Δίχως νά νιώθει τί κάνει εκείνος, Ιπεσε στά γόνατα.

Συχώρεσε με, κυρά μου, της λέει όλότρεμος καΐ μεθυσμένος. "Ισαμε τώρα σέ θωρούσα όρθιος εδώ, κι δμως τό ξέρω πώς είσαι ή πριγκηπέσσα. Ακόμα κι άν δε σ' είχα ίδεϊ ποτέ, θά τό μάντευα τώρα . . . "Ομως μή ζητάς άπό τό άξιο τοΟτο φαρί νά σέ πάρει μακρυά μου. Δε θά σ' ακούσει ! Αγαπάει έμενα βλέπεις πιό πολύ, άφοΰ είναι δικό μου.

Τόν κοίταξε σαστισμένη, μέ τό στόμα μισάνοιχτο.

Δικό σου τό φαρί ; ψιθυρίζει ρωμέϊκα μέ κάποια φρίκη στή φωνή της, δίχως νά καταλαβαίνει.

Δικό μου ! Τό πήρες τή νύχτα εκείνη, θυμάσαι ; κ' είταν τό φεγγάρι ολόγιομο, τή νύχτα πού πέρασες άπό τόν κάμπο της Μεσαρέας. Σ' έβλεπα τότε γιά δεύτερη (^οζίά.. Έ πρώτη είταν κάποιο πρωινό έδώ καΐ χρόνια, στην πατρίδα μου, τ' Άνάπλι.

Τόν άκουγε νά της μιλάει λαχανιασμένος, μέ τήν πνοή του πού φούντωνε κ' Ισβηνε μονομιάς, καΐ δέν πίστευε τ' αυτιά της. Ή γλώσσα του ή ρωμέϊκη της θύμιζε πράματα μάκρυνα, τά παιδικά χρόνια της, τήν "Αννα Άγγελίνα, τή ζωή πρΙν άπό τήν εξορία. Στά τελευταία του λόγια ωστόσο, τό μέτωπο της συγνέφιασε.

Τ' Άνάπλι, κάνει σά μέσα της γιατί κάτι άναθυμάται. Σώπασαν κ' οί δυό. Τά μάτια της, πού εϊχανε λίγο - λίγο μισοκλεί- σει πάλι, τά έβλεπες τώρα νά ξαναπαίρνουν τήν πρώτη τους απάθεια.

Κυρά μου, μή φύγεις! κράζει εκείνος παράφορα. Ξεστράτισα άπό τό ^ρ6^ο πού μοϋ είχαν τάξει, ξεστράτισα μέ κίνδυνο ζωής, κ' ήρθα στην Καλαμάτα μονάχα γιά νά σέ ίδώ ! Χτύπησα στην πόρτα τοϋ κά- στρου σου κ' οί άνθρωποι σου μέ διώξανε. Τριγύριζα νύχτες ολάκερες άπόξω, καρτερούσα δίχως νά ξέρω κ' έγώ τί καρτερώ. 'Εδώ στά χω- ράφια, κάτω στό γιαλό, μ' ήλιο καΐ μέ '^ρο•^'ί\, τριγύριζα, καΐ σέ ζη- τούσα. Σέ πρόσμενα, πώς νά σ' τό πω, κυρά ! σέ πρόσμενα νά μούρθεις μέ τ' αγέρι τοΟ ^ομ'^ο^, μέ τήν ανάσα τοΰ πελάγου. Ήρθες, κ' είσαι

172

αύτοΟ χάμου, χαΐ σέ θωρώ. Στάσου, χι άν θές μή μοΟ μίλας, καθόλου μή μιλίΖς. Μονάχα, μή φύγεις, κυρά, μή μοΟ φύγεις !

Τόν άκουσε προσεχτικά, ασάλευτη, μέ τα μάτια της χαμηλωμένα. Δυό ροδίσματα ανάλαφρα άχνίζανε τα μάγουλα της. Σαν Ιπαψε κείνος να μιλάει, αφέθηκε ήρεμα ή πριγκηπέσσα να γλιστρήσει, μέ θρόισμα μεταξωτό, άπό τή σέλλα τοΟ φαριοΟ καΐ πάτησε τ' απαλά σαντάλια της στό χώμα.

Να{• βλέπω γιατί ήρθες στην Καλαμάτα, τοΟ λέει ψυχρά, δί- χως να τόν κοιτάζει. Βλέπω γιατί ζητοΟσες νά μέ ιδείς . . . Τό φαρί τοΟτο είναι δικό σου, κατάλαβα* οι άνθρωποι μου σοΟ τό πήραν. "Εκα- ναν άσχημα, θα τους μαλώσω. Πάρ* το πίσω λοιπόν !

Λέγοντας, τοΟ είχε πετάξει τα ρέτενα στό [ΐπράχαο του, ανασή- κωσε μέ τό δεξί τή μακρυά φούστα της καΐ τράβηξε νά φύγει βιαστικά μέσα άπό τους θάμνους.

Τινάχτηκε όρθιος, χαμένος.

Κυρά μου! τής κράζει σπαραχτικά. Γιά τ* όνομα του ΧριστοΟ, στάσου !

Είχε κοντοσταθεΐ και, μισοστρέφοντας τό κεφάλι πάνω άπό τόν ώμο της, τόν άκουγε. "Ομως ή μιλιά του τώρα είχε πιαστεΤ. Στά στήθια του μέσα βροντοΟσε άγρια ή καρδιά, τοΟ Ιπνιγε τήν ανάσα . . .

Τό φαρΙ είναι δικό σου, τοΟ λέει μέ ήρεμη περηφάνεια. Σέ γνώροσε πού ήσουν έδώ κρυμμένος καΐ ξέκοψε άπό τή συντροφιά. Έτσι μ' 2φερε έδώ. Οί άνθρωποι μου θά μέ γυρεύουν.

Έκανε πάλι νά ξεκινήσει, δμως, σά μέ τήν άκρη τοΟ ματιοΟ, είδε τά χέρια του πού απλώνονταν μέ βουβή ικεσία. Μισόσκυψε, έκανε πώς σιάζει τό μακρύ φουστάνι της πού είχε μπλέξει στΙς ξεραγκαθιές. Εϊταν δίχρωμο τό φουστάνι της, άπό πάνω Ισαμε κάτω χωρισμένο, γαλάζιο δεξιά, αριστερά άσπρο. Πάνω στό στέρνο είχε γαζωμένο χρυσό οίκό- σημο μέ μαΟρο άγκυρωτό σταυρό. Μιά λευκή σκουφίτσα, τεζαριστή, τής έκρυβε τά μαλλιά, τό μισό μέτωπο, τ' αυτιά, κ* ερχότανε ν' αγκαλιά- σει τό πρόσωπο κάτω άπό τό μικρό σαγόνι. Στά πλάγια δμως, άπό δυό επιδέξιες χαραμάδες, δυό χοντρές πλεξούδες κρέμονταν μελωτές, καθα- ροκάστανες, κατέβαιναν ίσαμε τό λαιμό καΐ πάλι αναδιπλώνονταν γιά νά κρυφτούν στον κεφαλόδεσμο μέσα. Φορούσε στην γ.οργ^] τοΟ κεφα- λιού της τό κάλυμμα εκείνο τό χαμηλό κ* εξάγωνο, πού τής είχε ίδεϊ γιά πρώτη φορά στ* Άνάπλι.

"Ορθώνοντας τό κορμί του μέ προσπάθεια σκληρή, στυλώνοντας τά πόδια του, τήν είχε τώρα σιμώσει. Στάθηκε ψηλότερος της δίπλα, πιά- στηκε χουφτιάζοντας λίγα σπάρτα, στά χείλη του τρεμόπαιξε πικρό χαμόγελο.

Δέν είμαι ζητιάνος, κυρά μου, λέει μέ περηφάνεια, καΐ λάθος κάνεις άν θαρεΐς πώς σέ ζητούσα γιά νά μοΰ δώσεις πίσω τό φαρί. Είμαι στον τόπο μου εύγενικόπουλο, καΐ μάλιστα άπό μεγάλο σόϊ. Άπό τόν Λέοντα τόν Σγουρό κρατάω, άν βχεις ακουστά, τόν άρχοντα τοΰ Άναπλιοΰ καΐ τοΰ Άργους. Τ' δνομά μου Νικηφόρος. Νά, ίδές . . . βχω στό σωκάρδι μου κεντημένο καΐ τόν προστάτη μου τόν Άη - Θόδωρο, με- γάλη του ή χάρη! Λάβε τόν κόπο νά κοιτάξεις, αρχόντισσα!

173

"Ανοιξε στό στήθος του τό χιτώνιο. Κ' εκείνη, ακούγοντας τον, δεν ήξερε άν πρέπει να σαστίσει ή να γελάσει. Αναπάντεχη φαιδρό- τητα της ξυπνοΟσε το παιδιάστικο παίνεμά του. Γύρισε, τόν κοίταξε, στα μάτια της άστραψε ή άγνωρη εκείνη, ή νεανική ευεξία.

Ωστόσο ή έκφραση του εκείνου είχε μονομιάς αλλάξει. Τέντωσε τα μάτια του, πασπάτεψε νευρικά τό στήθος του καί, μέσα άπό τόν κόρφο του, τράβηξε τόν κύλιντρο μέ τή γραφή τοΟ Σγουρομάλλη. Τώρα μόλις τόν είχε θυμηθεί.

Παναγιά μου ! έκανε βραχνά, Νά για τί ίργόμου'^ !

Κοίταξε ζαλισμένος τόν κύλιντρο και της τόν πρόσφερε απλώνον- τας τό χέρι του δίχως νά σιμώσει πιό πολύ. Εκείνη στεκόταν ά/ιορημένη.

Πάρε . . . πάρε, κυρά μου ! Αυτό θά σ' ενδιαφέρει. ΜοΟ τδδωσε ό άρχοντας Σγουρομάλλης, ό πρωτοστράτορας τοΟ Μυτζηθρα. « Στό σε- νεσάλο Νικόλαο Σανταμέρη νά τό δώσεις», μοΟ είπε. Μέ φοβέρισε μέ θάνατο άν τό άνοιγα στό Βρ6\ιο. Δέν τό άνοιξα λοιπόν, δμως προτίμησα νά σ' τό φέρω εσένα. Πάρ' το ! Βλέπεις ; ή βούλα είναι άπείραγη. Έτσι θά καταλάβεις πιό καλά πώς δεν είμαι ζητιάνος, καί θά μέ δικαιολο- γήσεις πού χτύπησα τή σιδερόπορτα τοΟ κάστρου σου.

Δισταχτική πάντα, μ' απορία βαθειά, άπλωσε τό γαντοφορεμένο χέρι της καΐ πήρε τόν κύλιντρο άπό τήν άλλη άκρη, δίχως ν' αγγίξει τά δάχτυλα τοΟ παιδάριου. Έσπασε τή βούλα, ξεδίπλωσε τή γραφή. ΣτΙς αράδες δέν ερριξε παρά μιά μόνο ματιά, κοίταξε τόν Σ^ουρδ καί, γυρί- ζοντας πάλι τό βλέμμα της στην περγαμηνή, βάλθηκε νά τή διαβάζει.

"Ομως κι αυτός, άπό τή θέση πού στεκόταν, είχε καρφώσει τά μά- τια του στή γραφή. Καθώς ή πριγκηπέσσα διάβαζε, τό φύλλο ανέβαινε ολοένα, άνάγερνε καΐ ν.ρζ'Λ.οϋαζ ανάποδα τήν αρχή του. Αναθυμήθηκε ό Σγουρός τήν κουβέντα τοΰ άγνωστου Ικεϊ κάτω, στό πανδοχείο της Μεσαρέας. Πάνω - πάνω στή γωνιά, μαυρισμένους, ϊδιες σταλαματιές άπό σκουριά, είχε ξεχωρίσει τώρα δυό κόμπους ξερούς αίμα . . .

Ποδοβολητό άπό 5.λοχο ακούγεται, ζυγώνει, κ' Ινας νεαρός Φράγ- κος μέ τά ξανθά μαλλιά στον άνεμο, τή φτερωτή τόκα στό χέρι, παρου- σιάζεται στό μονοπάτι. Κοίταζε ανήσυχα δεξιά ζερβά. Σαν είδε τήν πριγκηπέσσα, σταμάτησε τό φαρί του απότομα, πήδηξε κάτω. Τρα- βώντας το άπό τά ρέτενα, παραμέρισε τά ψηλά σπάρτα κ' ήρθε κοντά της. Ή Ίζαμπώ είχε σηκώσει τά μάτια της.

Έμενα ζητάς, άρχοντα Ιωάννη ; ρώτησε.

"Ομως κι ό Σγουρός κοίταζε τό νεαρόν ίππότη, καί τά μάτια του είχαν τεντωθεί. Στό παιδικό, τό ανάλαφρα χλωμό πρόσωπο, αναγνώ- ριζε τόν προοτάτΎ] πού είχε αναπάντεχα συντύχει τήν πρώτη μέρα πού ξεκίνησε, τόν καβαλάρο μέ τό γαλάζιο σταυρό.

Ό Ιωάννης ντέ Τουρναι μίλησε στην 'Ιζαμπώ φράγκικα. Άπό τό ταραγμένο Οφος του, τά λίγα λόγια πού είπε χαμηλόφωνα μέ σεβασμό, 6 Νικηφόρος κατάλαβε πώς ολάκερη ή συντροφιά, αναστατωμένη άπό τήν εξαφάνιση της πριγκηπέσσας, είχε σκορπιστεί γύρω κ' έψαχνε τόν κάμπο. 'Απ' δλα δμως τοΟτα, εκείνο πού τοΟ έκανε τήν πιό βαθειά εντύπωση εϊταν πώς 6 νεαρός ί,ργο^τοίς δέ φαινόταν καθόλου νά τόν

174

αναγνωρίζει. Μια μονάχα ματιά τοΟ είχε ρίξει σαν πρωτόρθε, ματιά άχρωμη, καΐ τώρα πια δέν τόν κοίταζε καθόλου.

'ύοτόαο, στην ψυχή τοϋ ΣγουροΟ αυγή χαράς είχε ανατείλει. Σάν καΐ να τοϋ είχε κάνει σημείο δ Ουρανός. Τόσα ευτυχισμένα συναπαν- τήματα τήν ϊδια ώρα! «"Ω! σίγουρα κάτι αλλάζει πιά», στοχάστηκε, κι ανατρίχιασε κρυφά στό προαίσθημα πώς μπορεί τό μεγάλο, τό εξαί- σιο, ν' αρχίζει επιτέλους . , .

Μπορείς νά πηγαίνεις, άρχοντα Ιωάννη, λέει ατάραχη ή πριγ- κηπέσσα και χαμηλώνει πάλι τά μάτια της στή γραφή, θά 2ρθω μόλις αδειάσω.

Τότε μονάχα, σάν άπό τό σάστισμά του, δ ιππότης γύρισε πάλι νά κοιτάξει τόν Σγουρό. Τά μάτια του, τά πάντα τόσο φεγγερά, δέν αποκρίθηκαν στό θριαμβικό χαμόγελο, στό αδιόρατο γνέψιμο τοΟ ρω- μιόπουλου. Κάτι σά σκιά τεφρή πέρασε άπό τό βάθος τους.

Γύρισε απότομα, πήδηξε στ' άλογο του κ* έφυγε καλπάζοντας. Ή πριγκηπέσσα 'Ιζαμπώ διάβαζε. Τ' άσπρα μικρά της χέρια κρα- τούσαν τεντωμένη τή γραφή, τά ίσκιωμένα μάτια της ακολουθούσαν αργά, με προΰογτ], τΙς αράδες. Τέλος κατέβασε τά χέρια της, κοίταξε τόν Σγουρό λίγες στιγμές, καΐ τά γραμμένα τόξα των φρυδιών της ανα- σηκώθηκαν.

Ξέρεις τί λέει μέσα τούτη ή γραφή ; ρωτάει με τήν ελαφρά συρτή φωνή της.

"Οχι, κυρά μου ! Παίρνω δργ,ο στ' όνομα τοΟ θεοΰ τοΟ ζώντος, δχι. Γύρισε τά μάτια τη; άλλοΟ, αφαιρέθηκε. "Γστερα, δίχως νά τόν κοιτάζει :

Λέει σ' δποιονε τή διαβάσει, νά βάλει νά σέ θανατώσουν. Μαρμάρωσε τό παιδάριο,

Νά με θανατώσουν ; . . .

Λέν τοΟ αποκρίθηκε. Κοίταζε πέρα, κατά τόν κάμπο πού απλωνό- ταν ατέρμονος. Αγέρι απαλό της τάραζε τό φουστάνι.

Τά μάτια του χαμήλωναν, πέσανε στή γραφή πού ή πριγκηπέσσα κρατούσε ανάποδα κρεμασμένη καί, κάτω άπό τό μακρύ κείμενο, είδε τρεις αράδες γραμμένες λοξά, μέ γράμματα κόκκινα, άπό άλλο χέρι.

Αυτή εϊταν ή εντολή τοΟ Σγουρομάλλη.

Σύγκαιρα, ό καλπασμός ξανακούστηκε, κοντινός. ΕΙτανε τούτη τή '-ρορά δχι Ινας άλλα πέντε Φράγκοι ιππότες. Πεζέψανε μπροστά στους θάμνους, και μέ σεβασμό αβρό, σιμώσανε τήν πριγκηπέσσα. Τά μάτια τους κοιτάζανε λοξά, υποψιασμένα, τόν νεαρό Ρωμιό.

"Ηρθατε, φίλοι ; έκανε ζωηρά ή 'Ιζαμπώ, αλλάζοντας ξαφνικά φος,καΐ τους χαμογέλασε πρόσχαρα. Σας καρτερούσα!

Τστερα, δείχνοντας τόν Σγουρό μέ τό §να χέρι, ένώ μέ τ' άλλο άπόσωνε τό τύλιγμα της γραφής :

Δώστε ενα φαρί στ' αρχοντόπουλο. "Ερχεται άπό τήν "Ηπειρο, μοΟ φέρνει μαντάτο άπό τό θείο μου τόν δεσπότη Νικηφόρο. Ν' ακο- λουθήσει τή συνοδία μας . . . ΚαΙ τώρα εμπρός γιά τήν Καλαμάτα !

Ανέβηκε στον Άστρίτη ελαφριά, στύλωσε ψηλά τό κεφάλι της, καΐ τράβηξε πρώτη.

175

^ιΑ^υϋ^\

■■■■■■■

ΚΕΦΑΛΑΙΟ θ'

Ο ΞΕΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΗΠΕΣΣΑΣ

ΚΟΛΟΓΘΟΓΣΕ τή συνοδία, ατά δρόμο πού διασχίζει τόν κάμπο, κ* Οστερα στα στενορρύμια μέσα τ^); Καλαμά- τας, θαμπωμένος, μέ τό νοΟ του σα- στισμένον ακόμα. "Ολα τοΟτα είχαν γίνει τόσο γοργά, είταν τόσο αναπάν- τεχα, πού κάθε στήριγμα λογικό λές καΐ τοΟ είχε λείψει. Σα νά βρέθηκε μονομιάς μετατοπισμένος μέσα σέ κό- σμο πρωτόφαντο, μαγικό, ζάλη πού τόν συνεπηρε καΐ τόν ταξιδεύει.

Δέν πρόσεχε τόν κόσμο πού πα- ραμέριζε μπροστά στην πριγκηπική ακολουθία προσκυνώντας. Τό θέαμα τοΟτο, πού θα τόν γέμιζε Ισως σ' άλλη περίσταση μ'Ιπαρση, τώρα ξετυλιγό- ταν αδειανό από νόημα μπροστά του. Μονάχα μια στιγμή, πάνω πού ζυγώνανε στό κάστρο, κάτι τόν Ικανέ νά τιναχτεί ανάλαφρα, νά παγώσει. Είχε ιδεί ανάμεσα στό στενό γαϊ- τάνι τους βουργησέους πού στέκονταν ζερβόδεξα χαζεύοντας, 2να ζευγάρι μάτια νά τόν κοιτάζουν.

Είτανε σκοτεινά μάτια, βαθουλά, κι δμως μέσα τους είχανε σκληρή σπίθα. Ξύπνησε γιά μιά στιγμή άπό τό βύθος του, τ* αναγνώρισε. Εί- ταν ό Φεντόρ. Πώς είχε βρεθεί εκεί ; Άπό τύχη βέβαια. Ερχόταν άπό τή Γιαννιτσά καΐ θά πήγαινε στοΟ Ζερβοχέρη. Δίπλα, στεκόταν όρθο- στημένος πάντα, αλύγιστος, ό Πέτρος. Τ* άσπρα μαλλιά του και τά προφητικά γένεια του ρίχνανε μεταλλική λάμψη στον ήλιο τοΟ με- σημεριού.

Μηχανικά, αδέξια, 2κανε νά τους χαμογελάσει. Παραξενεύτηκε πού ό γέροντας δέν τόν κοίταξε καθόλου" Ιμοιαζε ούτε νά τόν Ιχει κάν ίδεί. Ό Φεντόρ δμως, ίσαμε πού ό Σγουρός πέρασε παρασυρμένος άπό τή συνοδία,είχε τά μάτια καρφωμένα πάνω του. Δέν απάντησε στό βουβό χαιρετισμό τοΟ νέου* τό καμπουρωτό του μέτωπο σά νά είχε σκοτεινιά- σει. Πέρασε ό Σγουρός νιώθοντας πώς τήν παίρνει μαζί του τήν απάν- θρωπη τούτη ματιά, καρφωμένη στή σάρκα του σά μαχαίρι.

176

Στό "ΚΛοτρο μέσα άλλες εντυπώσεις, καινούργιες, τόν απορρόφη- σαν. Άπό τα γύρω υπόστεγα οΐ σταβλίτες είχαν ξεχυθεί να κρατήσουν τ' άλογα τών αφεντάδων. Γαβγίζανε τά σκυλιά άγρια, χλιμίντριζαν τ* &λο'{θί, οί γερακάρηδες σφυρίζανε στα δρνια. Ανάλαφροι πηδήξανε κάτω άπό τΙς σέλλες πρώτοι οί ιππότες καΐ τελευταία, ακουμπώντας τό γαντοφορεμένο χέρι της στάν ώμο τοΰ Ιωάννη ντέ Τουρναί, πέζεψε ή πριγκηπέσσα. Για λίγες στιγμές ή μεγάλη αυλή φούντωσε άπό φω- νές, κουδουνίσματα καΐ γέλια. Μέσα στό ζαλιστικό σΟρε κ' Ιλα σά- στισε ό νεαρός Ρωμιός. Τρέχανε οί σκουταράτοι, τραβούσανε στα παχνιά τ* άλογα οί σταβλίτες, τόν σκουντάγανε, τον συνεπαίρναν, πότε έδώ, πότε εκεί, κανένας δέν τόν ήξερε κι οΟτε τοΟ ?δινε σημασία. Σαν ανα- ζήτησε μέ τά μάτια τήν 'Ιζαμπώ, στό \ιεροζ πού τήν είχε ίδεΐ να πε• ζεύει, δέν τή βρήκε πιά. Γύρω στην αυλή είταν 2να πλήθος χτίσματα, μονόπατα, δίπατα, στοές, χαγιάτια πλεγμένα μέ κληματαριές, ταβλατα, σκαλοπάτια μαρμαρένια. Μιά ολάκερη γειτονιά άγνωστη, χωρισμένη άπό τόν υπόλοιπο κόσμο μέ τειχιά χο'^τρά πού δέν τά Ιβλεπες μά πού τά μάντευες γύρω. Τό παραμύθι συνεχιζόταν,

Πισωπλάτισε κι ακούμπησε τή ράχη του σ' έναν ξύλινο στύλο πού βάσταζε μακρύ χαγιάτι. Μυρωδιά ζεστή, τσίκνα άπό κρέατα πού ψήνονταν σέ μαγερειά, πύκνωσε τόν αέρα. Γύρω, στά διάφορα παραθύ- ρια, μεγάλα καΐ μικρά, πρόσωπα άγνωστα είχαν προβάλει, γυναίκεια τά περισσότερα, καΐ χαμογελούσαν ή κουβέντιαζαν. Τά παιδόπουλα, μέ τά καλοχτενισμένα μαλλιά πού κατέβαιναν γύρω στό κεφάλι, τρέχανε σβέλτα καΐ μάζευαν άπό τις σέλλες τά πλουμιστά πανωσκέπια. Οί σκυ- λόμαγκοι, κρατώντας γερά στή γροθιά, μάτσο, τ' άχτιδωτά λουριά, σύ• ράνε τ' ανήσυχα καΐ πεινασμένα λαγωνικά στΙς κλούβες.

Άπαυδημένος, νιώθοντας τόν εαυτό του αδέξιο σαν παρείσαχτο, κάθησε στό πεζούλι. Δεξιά του τά πλατειά μαρμαρένια σκαλοπάτια ανέβαζαν σέ μικρή εκκλησιά μέ πόρτα και παραθύρια φράγκικα. Έ αυλή δλο κ* ερημωνόταν, τραβήχτηκαν άπό τά παραθύρια οί χαμογε- λαστές \ιορ'ψίς. "Ακουγες τώρα μουγγά, σά μέσα άπό κατώγια, νά βογ- κάνε τά γαβγίσματα τών σκυλιών, κάπου - κάπου §να κυματερό χλιμίν- τρισμα άλογου. Οί μεγάλες πλάκες της αυλής άστραφταν στον ήλιο. Σταύ- ρωσε ό Σ-^ουροζ τά χέρια του κι απόμεινε νά καρτερεί μ' ανήσυχο νεΟρο, ντροπιασμένος. Τόν είχανε προσκαλέσει Ιδώ ή είταν αίχμάλωτος ;

Γιατί κι αυτό δέν εϊταν απίθανο. «Λέει ή γραφή νά σέ θανατώ- σουν. . Τά λόγια αντιλαλούνε πάντα στ* αυτιά του. Πρώτη φορά πού τήν είδε, Οστερα άπό τόση απαντοχή, καΐ στά λίγα λόγια πού τοΟ είπε τοΟ μίλησε γιά θάνατο. ! άν τοΟ είναι γραφτό, κι άπό τό δικό της τό χέρι . . . καλώς νάρθεΤ ! "Ομως τούτη ή εγκατάλειψη, ή αδιαφο- ρία, τοΟ είναι αφόρητες. Κάλλιο κατάδικος παρά αγνοημένος. Γιατί άραγε σ' δλο τό δρόμο δέ γύρισε νά τόν κοιτάξει ούτε μιά φορά, ; Γιατί τόν παράτησε στην ?ρημη αυλή, σά διακονιάρη ;

Κι δμως, τήν πρώτη στιγμή, δταν τους βρήκαν οί ίππότες ξεμονα• χιασμένους τους δυό τους μέσα στό σύδεντρο, εκείνη είχε πάρει τό μέ- ρος του, ύποκρίθηκε πώς τό ρωμιόπουλο είναι μαντατοφόρος τοΟ θείου της τοΟ Νικηφόρου. Ούτε λέξη δέν είπε γιά τό αληθινό περιεχόμενο

12 'ίΐ Πυιγκηηϊοσα Ί^αιιηώ 17 7

της γραφής. Γιατί άραγε ; . . . Χαμογελάει πάλι ό Σγουρός, με γλυκεία απορία. Εξαίσια υποκρισία της θηλυκιας ψυχής! Τόν συμπόνεσε άραγε για δσα πρόφτασε να της πει σχετικά με τόν εαυτό του ; Τόν συμπά- θησε μήπως μέ τό πρώτο τους κιόλας συναπάντημα ; Γιατί εϊταν πρώτη φορά πού τόν έβλεπε, ένώ αυτός κουβαλοΟσε μέσα του τό εικόνισμα της 5υό ολάκερα χρόνια τώρα.

Έ Ούμιση της βουβής αύτης συνωμοσίας τους, της αυθόρμητης, μπροστά στους Φράγκους, γλυκαίνει την ψυχή του, τη βαλσαμώνει. Είναι κιόλας σαν ένας μυστικός δεσμός.

ΧαμογελοΟσε παρακολουθώντας νοερά τ' δραμά του πού διανεύει μέσα στη θαμπωτική λιακάδα της αυλής, δταν ένιωσε δίπλα του, πίσω, κάτι σά ζωντανή παρουσία 3ίΊ%ρώπο\) καί, πάνω πού έκανε να γυρίσει, κάποιο χέρι πού ακουμπάει μαλακά στον ώμο του. Γύρισε. Είδε κοντά του Ινα μεγάλο κεφάλι κοκκινομάλλα και δυό μάτια πού τόν κοίταζαν ή'συχα.

Όνειρεύεσαι, φίλε, λέει ρωμέϊκα δ άγνωστος μέ φωνή βαθειά και βραχνή.

Τόν κοίταξε ό Σγουρός, απορημένος. Είταν ένας δί^ΒρωΓ^ος μέτριος στ' ανάστημα άλλα σφιχτοδεμένος. Τό μεγάλο του ακατέργαστο κεφάλι, μέ τά πυρρά κι άκουρα μαλλιά, πού χώνονταν σ' ενα είδος δίχτυ κρε- μαστό πάνω στό αβίρν-ο, στηριζόταν σε λαιμό χο^ηρό καΐ σε φαρδεΐς ώμους. Τό πρόσωπο του, τό ήλιοκαμμένο, τό αυλάκωναν χαρακιές ανή- μερες, σά μαχαιριές. Φορούσε χιτώνιο κόκκινο τής φωτιάς, μέ γλώσσες μακρυές πάνω στά μεριά καί στά μπράτσα, κίτρινη μάλλια στά νευρω- μένα μά στραβά ποδάρια του, "Εμοιαζε, έτσι ντυμένος, γιά ζογκλάτο- ρας, από τους πλανόδιους εκείνους.

"Οχι, καρτερώ μονάχα, αποκρίθηκε απρόθυμα ό Σγουρός.

Ό κάπως εχθρικός τόνος τής φωνής του δέν πέρασε απαρατήρητος φαίνεται άπό τόν άγνωστο. Τά μάτια του, τά μεγάλα κι άγρυπνα, τά φώτισε μια σβέλτη σπίθα εξυπνάδας. "Ομως δε σάστισε. Κοίταξε τό παιδάριο καλά - καλά κ' υστέρα, δρασκελώντας τό χαμηλό πεζούλι, κά- θησε ατάραχα δίπλα του.

Πάρε θέση, τοϋ έδειξε δίπλα. Έδώ ;

Έδώ.

:Χαμογέλασε καταφρονετικά έ Σγουρός.

Δέν πιστεύω νά μέ προσκαλέσανε γιά νά σταθώ στην αυλή, κά- νει μέ κάποιο νεύρο.

Δέν έδωσε απόκριση ό κοκκινοτρίχης. Έβγαλε άπό τό πέτσινο περσίκι πού κρεμόταν στή ζώνη του μιά χούφτα σταφίδα ξερή κι άρ- χισε ήσυχα -ήσυχα νά μασουλάει.

Νιώθεις άπό γεράκια ; ρωτάει. -Οχι.

Άπό σκυλιά ;

Ούτε.

Έγινε μιά παύση.

178

Άπό τραγούδια ξέρεις ; Είσαι λυράρης, τραγουδιστής, ζογκλά- τορας ;

ΣοΟ φαίνομαι για τέτοιος; ρωτάει άγαναχτισμένο τό παιδάριο ρίχνοντας στον ξένο ματιά κεραυνωτή.

Χαμογέλασε κείνος, αινιγματικά.

Καταφρονάς τή χαρωπή γνώση. "Ασχημα κάνεις. Τήν ?χουν σέ μεγάλη υπόληψη οί Φράγκοι.

ΚαΙ σαν τήν έχουν !

Δέν αποκρίθηκε ό κοκκινοτρίχης. Ζύγιαζε πάντα τα λόγια του προτοΟ μιλήσει.

Τότε ζέ θα μπορέσεις εΟκολα να ριζώσεις έδώ. Απόρησε ό Σγουρός.

Να ριζώσω ; ΚαΙ ποιος σοΟ λέει, φίλε, πώς γυρεύω να ριζώσω ; Πάλι χαμογέλασε 6 ξένος.

Νιο βλαστάρι τρυφερή λαχτάρα, κάνει σα μέσα του, μέ φωνή τραγουδιστή. Κρϋψε τό σπαθί σου.

Μηχανικά το ρωμιόπουλο έπιασε τή λαβή τοΰ σπαθιοΟ του πού έδειχνε προδοτικά το πόμολο του κάτω άπό το μανδύα.

Κάθησε, λέει πάλι δ κοκκινοτρίχης.

Κάθησε, σάν άπαυδημένος, άλλα και με κεντημένη κάπως τήν πε- ριέργεια.

Με βλέπεις έμενα ; "Ερχομαι άπό μακρυά. Έ δουλειά μου με- νεστρέλος. Γύρισα στεριές και θάλασσες, όργωσα τόν κόσμο. Τραγού- δησα παίζοντας βιέλλα στην -κούρτΎ) τοΰ Πέτρου της Άραγώνας, στοΟ Κάρλου της Άνάπολης και στοΟ Φίλιππου της Φράντσιας. Χωρίς νά λογαριάσω τα καστέλλια πού με δέχτηκαν στό ορόμο. "Ισαμε τή χώρα των Σαρακηνών έφτασα. Στά χέρια των απίστων, γνώρισα τά μπουν- τρούμια της Δαμιέττας τρία χρόνια σφαλιστά. Λάβε τόν κόπο νά κοι- τάξεις . . .

"Ανοιξε τό χιτώνιο στο τριχωτό του στήθος κ' έδειξε τρία μα- κρουλά σημάδια ολόμαυρα πού τό χαράζανε πέρα γιά πέρα. Έ σάρκα, στά πλάγια, εϊτανε τσιτωμένη και τριανταφυλλιά.

Τ' είν' αυτό ; Γέλασε ό ξένος.

"Αν τό βρεις ! Άχνάρια άπο ψήσιμο. Με ξαπλώσανε πάνω σέ σχάρα πυρωμένη.

Ανατρίχιασε τό παιδάριο και τραβήχτηκε άθελα πίσω.

Βλέπεις πόσο είμαι καλοσυστημένος τό λοιπόν. Στό δικό μας τ' άργ^ο'ηολόί τέτοιες είναι οί άρμες. Οί αφεντάδες τΙς έχουν ζουγρα- φισμένες στό σκουτάρι τους με χρώματα σμαλτωμένα. 'Εμεΐς οΕ τρα- γουδιστάδες στό χοριχί. Χμ ! μιά βδομάδα εχω σέ τοΟτο δω τό γ,άοτρο πού βλέπεις κι ακόμα δέν κατάφερα νά τραγουδήσω σέ βεγγέρα της κυράς. Κάθε πού τό ζητάω μ' αναβάλλει.

Χαμογέλασε πάλι, κοίταξε πέρα κι αφαιρέθηκε. Πάνω στό τραχύ καΐ τυραγνισμένο του πρόσωπο, στό ακατέργαστο και σά φουντωμένο άπό τό κόκκινο μαλλί κεφάλι του, τά μάτια του παίρνανε κάπου- κά-

179

που μια γλύχα ανείπωτη. Κ' ή λαλιά του ε!ταν αλλόκοτη, μια στάλα τραγουδιστή, αδιόρατα χαδιάρα.

Είσαι Ρωμιός ; ρωτάει 6 Σγουρός.

Ρωμιός είμαι, αποκρίθηκε ΰστερα άπό μικρά δισταγμό.

Και πώς ξέπεσες ζογκλάτορας ; Οί ζογκλατόροι πού Ιχω συν- τύχει ίσαμε τώρα είταν όλοι τους Φράγκοι.

Γεννήθηκα στην Κρήτη, είπε αόριστα ο ξένος ΰστερα από μι- κρή παύση. Ξέκοψα δμως νωρίς άπό τό νησί. Ταξίδεψα στΙς θάλασσες, χρόνια . . .

Δέν άπόσωνε τις κουβέντες του. Συνήθιζε να τΙς αφήνει μετέωρες, σα να χανόταν σέ ρεμβασμό ή να μετάνιωνε γιατί είχε αρχίσει. *Από αντίκρυ, τ' ανοιχτά παράθυρα. Ινας χαρούμενος σαματάς ακούστηκε, σκουτέλια πού αναδεύονται, κουβέντες ζωηρές καΐ γέλια. Ό Σγουρός Ιστησε τ* αυτί.

Τρώνε κει μέσα, λέει πικρά.

Ναί, στη μεγάλη σάλλα. Οί αφεντάδες κ' ή κυρά. Έσύ Ιφαγες ; "Οχι, δέν πεινάω.

Έλα να σέ πάω στό μαγερειό, ξέρω τα κατατόπια.

Δέ θέλω σοΰ είπα !

Τη λοξή ματιά πού τοΟ ερριξε ό μενεστρέλος την κατάλαβε 6 Σγουρός. Μά δέ γνοιάστηκε. Τόν άφησε να τόν κοιτάζει.

Πόνος κρυφός γλυκό φαρμάκι, σιγοτραγούδησε πάλι μέσα στα δόντια του ό ξένος.

Τί μουρμουρά; ;

Δέν τοΰ αποκρίθηκε. ΧαμογελοΟσε άχνα.

"Ερχεσαι άπό μακρυά ; κάνει σέ λίγο, σά νάλλαζε κουβέντα.

Δέν ξέρω !

"Ερχεσαι άπό μακρυά. Και τό μάτι σου είναι νοτισμένο. Νεύριασε.

Τί κουβέ,ντες είν' αυτές ; Μίλα καθαρά, να σέ νιώθω.

Κ' είσαι εύγενικόπουλο. Κ' έχει σταυρό ή καρδιά σου. Άπαυδημένος τώρα ό Σ^^οορίς δίνει μια καΐ σηκώνεται άπό τό

πεζούλι. Σώνει ως εδώ !

Μόνο νάχεις τό νοΰ σου, άκουσε πίσω του τήν ήσυχη φωνή τοΟ κοκκινοτρίχη. Τό πρόσεξες τό σημάδι της; Στό μελίγγι της τό ζερβί είναι τό σημάδι . . .

"Αθελα του, δίχως νά ξέρει γιατί, ανατρίχιασε. Γύρισε καΐ κοίταξε τό μενεστρέλο.

Ποιο σημάδι ; ρωτάει άφωνα.

Στό μελίγγι της τό ζερβί, πρόσεξε νά ιδείς. Εκεί είναι πάντα. . . "Ενα ελάχιστο, μελανό νεύρο. Τό εχω ίδεϊ καλά έγώ.

Σώπασαν, κοιτάζονταν.

Κακό σημάδι. "Οποιος δοκιμάσει τό κρεββάτι της, τάζεται του Χάρου.

Βήματα ανάλαφρα καΐ χορ'^χ ζύγωσαν στό πλακόστρωτο. ΠροτοΟ προλάβει νά συνέρθει ό Σγουρός άκουσε κοντά του μιά δροσερή παιδιά• στικη φωνή :

180

Τοϋ λίγου σου είσαι δ μαντατοφόρος ;

Γύρισε κ' είδε Ινα παιδόπουλο. Δέν κατάλαβε, δ νοΟς του είταν ακόμα σαστισμένος.

Ναί, ναί, αυτός είναι, αποκρίνεται δ μενεστρέλος χαμογελαστός.

Λοιπόν γιατί δέ μιλάει !

Τώρα μονάχα θυμήθηκε δ Σγουρός τό ψέμα τ'ί^ς πριγκηπέσσας : «Ό μαντατοφόρος άπό τήν "Ηπειρο» . . .

Ακολούθα με, τοΟ λέει τό παιδόπουλο. Θα σοΟ δείξω τήν κά- μαρα πού θα μείνεις. "Γστερα θα σέ πάω στό μαγερειό.

Μηχανικά, ακολούθησε. Σαν πέρασαν δμως τήν αυλή, αναθυμή- θηκε τό μενεστρέλο καΐ γύρισε να τόν ξανακοιτάξει. Έ θέση δπου κα- θότανε πρΙν εκείνος εΙταν τώρα αδειανή. Σα να τόν είχε άναρουφήξει ή λιακάδα, ή μεσημεριάτικη, πού τή στοιχειώνουν τ' αερικά.

Ανέβηκαν τή σκάλα καΐ βγήκανε σέ μακρύ χαγιάτι. Στους ξύλι- νους στύλους μπλέκονταν κληματαριές, μια γιασεμιά με φυλλαράκια δρο- σερά αγκάλιαζε παθιάρικα τά φτενά σανιδένια κάγκελα. Μύριζαν νωπά, ^ροσερ•^ ανάσα κυπαρισσιού, τά ξύλα. Άπό δώ ή πλακόστρωτη αυλή καΐ τά παράταιρα χτίσματα γύρω θύμιζαν μοναστήρι. ΚαΙ τά γέλια, δ σαματάς των χαροκόπων αφεντάδων, είχε χαθεί. Γαλήνη ρεμβαστική, ήλιοστάλαχτη, Ιπηζε γύρω.

Ακολούθησε τά σβέλτα βήματα τοΟ παιδόπουλου ίσαμε τήν άκρη τοΟ χαγιατιοΟ. Εκεί τό αγόρι άνοιξε μιά πρασινοβαμμένη πόρτα καϊ μπήκε πρώτο. Μπήκε κι αυτός ξοπίσω. Είταν μιά καμαρούλα τετρά- γωνη, χαμηλοτάβανη, μέ τοίχους άσβεστωμένους, Άπό τήν ανοιχτή πόρτα Ιμπαινε πρόσχαρο τό φως της αυλής. Αντίκρυ δμως, στον χοΖχο, τό στενό καΐ ψηλό σάν πολεμίστρα παραθύρι ξέκοβε Ινα γαλάζιο μο- νάχα κομμάτι ούρανοΟ. Τό μουράγιο Ιδώ είταν χοντρό, θεόρατο. "Ισαμε τέσσερες σπιθαμές πάχος τό λογάριασε δ Σγουρός μέ τό μάτι.

Έδώ θά μείνεις, είπε τό παιδόπουλο.

Κοίταξε γύρω του. Ξύλινο κρεββάτι μέ καθαρά στρωσίδια, Ινα σεν- τούκι, δυό σκαμνιά. Στον τοίχο, χτιστό, Ινα άρμάρι. Στό πεζούλι τοΟ παραθυριού κανάτι μέ νερό.

Μπορείς, σά θές, νά νιφτείς. Νά ξαποστάσεις.

«"Οχι» έγνεψε καΐ πήγε στό παραθύρι. Σάστισε. Τό Οψος άπό δώ είταν τεράστιο. Δέ [ΐποροΰοες νά ίδεΐς κάτω, τόσο χοντρό είναι τό ντουβάρι, δμως Ινιωθες τό τειχΐ τοΟ ν.Λ<3τρου νά κατεβαίνει κρεμαστό, κ' ύστερα 6 κοφτός βράχος. Ή πολιτεία είταν πίσω, άπό τήν ήμερη πλαγιά. Άπό δώ έβλεπες τόν ^ρΤι\ίθ κάμπο νά φεύγει ανατολικά, κι αντίκρυ, στό βάθος, τό βουνό ψηλό καΐ κοκκαλιάρικο, πού τόν φράζει. Πέρα άπό τό κάστρο, ξετύλιγε τή φαρδειά του κορδέλλα τό ποτάμι.

Στάθηκε εκεί λίγο κι αφαιρέθηκε. Πόσο είταν ψηλά, πόσο μακρυά άπό τή ζωή καΐ τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει ώς τά τώρα, Κι άπό ποΰ ξεκίνησε γιά ν* αράξει Ιδώ ! . . . Οί γνώριμες μορφές περνάνε φευγαλέες άπό τά μάτια του : Ή βάγια, δ Ίλαρίωνας, ή Μπιάνκα, δ Κα- φούρης, δ πρζβζ^οΰρος. Τστερα δ Σγουρομάλλης κ* ή γυναίκα του. Τέ- λος δ Ζερβοχέρης, δ Πέτρος, ή μικρή ή Βάρια. .. θάμα αλλόκοτο πού

181

είναι κ* ή ζωή τοϋ ανθρώπου ! . . , "Ομως έ νους του δε σταματάει σ' αυτούς.

Ό νους του σταματάει στον τελευταίο γνώριμο, ξαναβλέπει τό χοντρό ο()<:ρλθ'{θ κεφάλι. Και ξανακούει τήν τραγουδιστή φωνή : «Στό μελίγγι της τό ζερβί έχει τό σημάδι. Κακό σημάδι . . . "Οποιος δοκι- μάζει τό κρεββάτι της, τάζεται τοΟ Χάρου . .

Πράμα ακατανόητο. Λίγες ώρες πάνε μονάχα πού τήν πρωτόσμιξε, κι άπό τότε ίσαμε τώρα δυό κιόλας φορές άκουσε νά τοΰ μιλάνε για θάνατο.

"Ελα κ* εχω δουλειά ! κάνει πίσω του ή ανυπόμονη φωνή τοΰ παιδόπουλου.

Τό είχε ολότελα ξεχάσει.

Τί μέ θες ;

Νά σέ πάω στό μαγερειό. θά χαθείς [ΐο'^άγ^ος.

Έκανε ν' αρνηθεί δμως μιά σκέψη καινούργια τον εμπόδισε. Μπο- ρεί έκεΐ νά ξανάβλεπε τόν κοκκινοτρίχη. Μιά επιθυμία παράδοξη τον είχε κυριέψει ξάφνου, νά τόν ξαναβρεί.

Είτανε στό κατώϊ τό μαγερειό. Πέρασαν πάλι τήν αυλή και κατέ- βηκαν άπό σκοτεινές, σκαμμένες στό πάχος τοΰ τειχιοΰ σκάλες. Έδώ μύριζε γη, υγρασία και μούχλα. Εϊταν στοά χαμηλή, πού μάκραινε απεριόριστα θαρεϊς στό βάθος. Δυό παραθύρια στενά τή φώτιζαν άπό τή μιά μπάντα. Τα χνώτα της κουζίνας, ό καπνός της γωνιάς, σκοτεί- νιαζαν ακόμα περισσότερο τό πένθιμο -ζού-ο ^ίχοο, και τό αναμμένο τζάκι ερριχνε στους άσοβάτιστους τοί-^ους άντιφεγγιές ανήσυχες και πυρρές.

Ό Στ{ουρί);, δάγκωσε τό χείλος του. «Τό μαγερειό των δούλων», σκέφτηκε πικρά.

"Αν δμως τό θέαμα της τρώγλης είταν θλιβερό, οΐ καρδιές των αν- θρώπων πού φώλιαζαν έκεΐ μέσα, οί ψυχωμένες άπό τό στοιχειό της βαρέλας, σκόρπιζαν τραγουδιστά μιά λαγγεμένη αισιοδοξία. Μπερδεμέ- νοι ογ.οτιο[, βαχνοί κι αργόσυρτοι, ξετρύπωναν μέσα άπό τις σκοτεινές μασχάλες της πέτρας. Ή φλόγα, τσιρίζοντας, τους κρατούσε Ινα άρρυθμο καΐ ψαλτικό ίσο.

Τό παιδόπουλο τόν παρατήρησε αδιάφορα κ' έφυγε" ή αγγαρεία του είχε τελειώσει. Ό ^"^ουρος δμως, ακούγοντας ρωμέϊκο τραγούδι, ένιωσε τώρα τό κουράγιο του νά στυλώνεται. «Εμπρός, είπε μέσα του, μέ πα- τριώτες είμαι.» Και τράβηξε νά καθήσει κάπου, στην τύχη.

Ή μεγάλη τάβλα δπου έτρωγε τό κατώτερο προσωπικό τοΰ κά- στρου είχε ξεστρωθεΐ. Απόμεναν καθυστερημένοι οί φανατικοί τοΰ πιο- τοΰ μόνο κι δσοι δέν είχανε κάπου υπηρεσία. Άποτραβηγμένοι σέ γω- νιές, κάτο) άπό τά μεγάλα αραδιασμένα βαρέλια, κάθονταν ψιλοκουβεν- τιάζοντας, σιγόπιναν και λιανοτραγουδοΰσαν. Βλέποντας τόν καινούρ- γιο νά ζυγώνει, σώπασαν ή χαμήλωσαν τις φωνές τους.

Πατριώτης είμαι, έκανε πρόσχαρα ό Σγουρός. Μήν εμποδιζό- σαστε, αδέρφια !

Τόν κοίταξαν απορημένοι. Ή πικρή πείρα πού απόχτησε στην τελευταία τούτη περίοδο της ζωής του, κάτι είχε αλλάξει μέσα του.

182

Αέν είχανε πια καθόλου ό αλαζονικός ερημίτης τ' ΆναπλιοΟ. Έ ταλαι- πωρημένη ψυχή του διδάχτηκε τήν ανθρωπιά, δίψασε για φιλία.

Κάθησε, τόν προσκάλεσε δισταχτικά §να παιδί, μαθητευόμενος γερακάρης, κάνοντας του τόπο στό στενό πάγκο.

Κάθησε.

Πώς από δώ ; ρώτησε κόβοντας τη στενόχωρη σιωπή κάποιος τσοπάνης άγριογένης πού είχε κατέβει χαράματα άπό τα χειμαδιά.

"Εκανε ν' αποκριθεί μα πετάχτηκε καΐ τόν έκοψε δ διπλανός του σταβλίτης :

Είναι τό εύγενικόπουλο πού έφερε με τήν ακολουθία της ή κυρά, λέει μέ προθυμία πολύξερη. Έγώ δε σοδπιασα τό φαρί να πεζέ- ψεις ; ρώτησε γυρίζοντας στον Σγουρό.

Έσύ, ναί, αποκρίθηκε κείνος, πού δε θυμόταν τίποτα τέτοιο.

Μαντατοφόρος είσαι άκουσα να λένε, κάνει μια δούλα μεγαλό- στηθη πού στεκόταν δρθια κι άνασκουμπωμένη. Τα μάτια της κυλού- σαν υγρά καΐ σκανταλιάρικα.

Ναί, μαντατοφόρος είμαι . . .

Κι άπό ποΟ ;

Άπό . . . τήν "Ηπειρο.

"Αχ! έχω πάει στην "Ηπειρο, λέει φράγκικα μιά σκοτεινή φωνή πού ξεφύτρωσε άπό σκοτεινή γωνιά.

Κοίταξε ό Σ^{0Όρ6ς κ' είδε ενα φραγκοκαλόγερο μέ ράσο τριμμένο, \ιοΟτρο 'ηχροΆεψοίλγις, καΐ γ^ο^τρη κόκκινη μύτη.

"Ωστε έχει καλά κρασιά στην "Ηπειρο ! συμπέρανε ό νεαρός γε- ρακάρης.

Οί άλλοι γύρω γέλασαν. Ό φραγκοκαλόγερος έμεινε '^τοΰρος κι ασυγκίνητος.

ΤαΤς πρεσβείαις της Θ&οτ6γ,ου ! ευχήθηκε δυνατά, προκλητικά. Ινας Ρωμιός καλόγερος. Σήκωσε τό σκουτέλι του κ' ήπιε μέ τελετουρ- γική επισημότητα."

Ή κουβέντα έδεσε, κύλησε κατά τήν "Ηπειρο, τΙς θύμισες τοΟ φραγκοκαλόγερου, τόν πόλεμο πού τέλειωσε κει -κάτω. "Ομως ό Σγου- ρός δέν άκουγε πιά. Μέ μάτι ανυπόμονο, κοίταζε τήν πόρτα, μήπως ίδεΐ τόν κοκκινοτρίχη μενεστρέλο νά μπαίνει. Σκέφτηκε νά ρωτήσει γι' αυτόν, δμως κόμπιασε : δέν ήξερε κάν τ* δνομά του.

Δέν πίνεις, αδερφέ; ρωτάει ό Ρωμιός καλόγερος σκουντώντας τόν ώμο του.

Αέν εχω φάει ακόμα.

Τί ! είσαι ακόμα νηστικός ; απόρησε ή δούλα καΐ ξαμολύθηκε. Βάλε φαΐ γιά τ' όίρχο'^τόποολο ! φώναξε στή γυναίκα πού ανακάτευε τΙς χύτρες στή γωνιά,

Ταΐς πρεσβείαις της Θεοτόκου, ευχόταν στερεότυπα ό καλόγε- ρος πίνοντας, θά μείνεις έδώ, στό κάστρο ;

"Ετσι λέω . . .

Καλή ιδέα, μονάχα νά φυλάγεσαι άπό τους φραγκοκαλόγερους. Είναι άφωρεσμένοι.

Χμ!

183

Κοίταξε μένα. Είδες ; Οϋτε ματιά δέ ρίχνω σ' αδτόν έκεΤ. Ξεθαρεύτηκε τό παιδάριο καΐ πήρε τήν απόφαση :

Δέ μοΟ λες ; έχεις ήμερες έδώ ;

Τρεις μέρες καΐ τρεις νύχτες.

Λοιπόν θα ξέρεις. Ένας μενεστρέλος, μέ κόκκινο ροΟχο, κόκ- κινα μαλλιά . . .

Ό καλόγερος τόν κοίταζε δίχως νά καταλαβαίνει.

Τόν Ιχεις ίδεϊ ;

Ποιόνε ;

Αυτόν πού σοΟ λέω.

Τί δουλειά κάνει ;

Μενεστρέλος, τραγουδιστής . . .

ΡΟσαι ήμας άπό τοΰ πονηροΟ ! Δεν κάνω χωριό μέ τέτοιους.

Ή δούλα ήρθε φορτωμένη σκουτέλια αχνιστά καΐ τ' απίθωσε μπρο- στά στον Σγουρό.

θες, αγόρι μου, κρασί λιαστό ή άρεζινάδο ;

"Ο, τι νάναι.

! Τπατία. Φέρε άρεζινάδο άπό τήν κάβα στ' αρχοντόπουλο.

"Οταν αϊ ρωτάνε γιά κρασί, είπε δογματικά δ καλόγερος, μή λες ποτέ σου «δ, τι νάναι». Τό λαγωνικό γνωρίζεται άπό τ' αυτιά κι ό άνθρωπος άπό τό μουρχοΟτι. Πές μου τί πίνεις νά σοΟ πω ποιος είσαι. Ό θεός κατά τά σαγία μοιράζει καΐ τήν κρυάδα. Είσαι άγουρος καΐ θά μάθεις. Καλό κρασί καλά στερνά.

ΚαΙ σάν άπόσωσε τό κορδόνι τ* αποφθέγματα άπλωσε θαρετά καΐ πήρε άπό τό πινάκι τοΟ Σγουρού έναν τσίρο καλοποτισμένο στό ξύδι.

"Ομως ό κοκκινοτρίχης δέ φαινόταν πουθενά, δχι, δέ φαινόταν.

Ρώτησε καΐ τόν τσοπάνη, δμως ό χωριάτης δεν κατάλαβε κάν τί τόν ρωτάει. Ό γερακάρης μπορούοΐ νά ξέρει, σάν άνθρωπος του Μ.ά• οτρου πού είταν, δμως τώρα κι αυτός είχε πάρει άπό δίπλα τόν ταμ- πουρά του καΐ ψιλοτραγουδοΟσε :

Ή θάλασσα μέ πότισε λαχτάρες και φαρμάκια . . .

Νά δψεσαι, Βαρβάρα! αναστέναξε ό σταβλίτης βαριά κι αγκά- λιασε στά πεταχτά τή μέση τής γυναίκας πού περνοΟσε.

Κάτω τά βρωμόχερά σου, αντίχριστε !

"Εκανε νά τοΰ τή φέρει μέ τ' ανάποδο, μά τό χέρι της παραπήρε καΐ χτύπησε κατάμουτρα τό φραγκοκαλόγερο. Ό άγιος άνθρωπος Ιπεσε στό τραπέζι μπρούμυτα, μονοκόμματος, καΐ δίχως άλλο προοίμιο άρχισε νά ρουχαλίζει.

«Κύματι θαλάσσης. . . », σιγόψελνε μέ τή μύτη, αδιάφορος, ό Ρωμιός συνάδελφος του.

Τή στιγμή εκείνη Ινας άντρας θεόρατος, ντυμένος μέ τομάρια και προβιές σάν άγριάνθρωπος, μπαίνει βαδίζοντας βαριά, επίσημα.

! . . . ώ ! ό Κύριλλος, ξεφώνισαν εκστατικές οί γυναίκες. Κάντε τόπο, τόπο !

Οί αρσενικοί ξύνισαν τά μοΟτρα τους άλλα ζάρωσαν.

184

Ζύγωσε έ άρχουξιάρης, ακούμπησε τή φοβερή χροΗιά του στην τάβλα δπου έτρωγε 6 Σγουρός χαΐ κοίταξε γύρω, ήγεμο-ηκά, τήν παρέα.

Τώρα κάτι θα κάνει, . . . τώρα κάτι θα κάνει ! λιγώθηκαν οΐ γυναίκες.

"Εψαξε γύρω του μέ μάτι πού είχε γίνει ηλίθιο από τήν αλαζο- νεία. Είδε τόν κοιμισμένο φραγκοκαλόγερο, στύλωσε καλά τα γ^ο'^τρί του τα ποδάρια, καΐ χουφτιάζοντας τό σκοινί πού είχε στή μέση του δ κοιμισμένος, τόν σήκωσε μέ τό Ινα χέρι ψηλά καΐ τόν άφησε νά βρον- τήξει χάμου, στις πλάκες.

Οί γυναίκες ξεφώνισαν παράφορα, θαμπωμένες. Μα τό ρουχαλητό τοϋ κοιμισμένου συνεχίστηκε χάμου, δίχως άλλη διακοπή.

Ποιος είν' αυτός δ Κύριλλος ; ρώτησε δ Σ^ουρδς τόν δμόθρη- σκδ του καλόγερο πού άστραφτε ικανοποιημένος.

Πρόσωπο πολύ σημαντικό, αν καΐ μ' επάγγελμα ταπεινό. Είναι δ γουρνοβοσκός τοΟ κάστρου.

"Αχ! κάτι καινούργιο θάχε' νά μας πει, αναστέναξε μέ λα- χτάρα ή Βαρβάρα καΐ ζύγωσε τή συντροφιά πλέκοντας εκστατικά τα δά- χτυλα της.

Άνασείστηκε τ' αγρίμι, πέταξε χάμου τό ραβδί πού κρατούσε, τό χοντρό σά ρόπαλο, καΐ κάθησε κατάχαμα, μέ τή ράχη του γυρισμένη μισάνϋρωπα στους άλλους.

Έρχουμαι από πέρα . . . άπό τήν Άρκαδιά, βρυχήθηκε σε λίγο σά νά μιλοϋσε στον εαυτό του. Οί βελανιδιές άνθίσαν. Κάποιος κουρσά- ρος Άραγωνέζος, Χτελιούρια τόνε λένε, φάνηκε στά νερά μας.

Τό σκουτέλι έπεσε άπό τό χέρι τοΟ Σγουρού.

185

■<■■

4υυυς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΟΙ ΔΓΟ ΒΙΛΛΑΡΑΟΓΪΝΕΣ

ΝΑ κυριακάτικο πρωινό, τελευταίες ή- μερες τοΰ Μάρτγ}, ή ::ολιτεία ξεσηκώ- θηκε όίτ.ο 6όρυβο ασυνήθιστο. Λαγοΰτα κελάϊδησαν στό μεγάλο δρόμο, κουδου- νίσματα, πεταλόκρουσαα πλήθιο, β(ζ- βούρα παρέας χαροκόπων πού πορεύε- ται. Θαρώντας πώς κάποιος γάμος λούσιος περνάει, οί μαγαζάτορες κ' οί διαβάτες τρέξανε από τα στενορρύμια να ίδοΰν. Αέν είταν γάμος. Μια συνο- δία μα^Αρυί, άλογα χρυσοχάμουρα κι άσημοκούδουνα μουλάρια, ε!/ε μπει στην Καλαμάτα. Έ κεφαλή της τρα- βούσε όλόϊσια για τό κάστρο. Μπρο- στά, όλόπρωτοι, πάνω σ' ίχλογα με χαλκόχυτα λεβέντικα κορμιά, πήγαι- ναν δυο έράλδοι κρατώντας μακρουλά σαλπίγγια πού σπίθιζαν στον ήλιο μπρούντζινα.

Οί βουργησέοι της Καλαμάτας, τα ξυπόλητα άγυιόπαιοα, οί βιλά- νοι κ* οί κουρελήδες διακονιαρέοι, αναζήτησαν ανυπόμονα με το μάτι τόν αφέντη της λαμπρής τούτης συντροφιάς. Δεν εϊταν ζ^χοΧο νά τάν μαντέψεις με το πρώτο. Ξοπίσω άπό τους ^οίλ^ους πήγαιναν τρεις ζογ- κλατόροι παρδαλοί, καβαλικεμένοι σε μούλες κουδουνάτες. ΑύτοΙ είναι πού παίζανε τα λαγούτα τους καΐ τις βιέλλες. Είχαν στηριγμένα τά δργανα στ' αριστερό μερί και με το δεξί χέρι δουλεύανε τό δοξάρι. Κατόπι έρχονταν, πάνω σ' άλογα, πέντε σκουταράτοι ντυμένοι φαντα- χτερά, στολές πράσινες κεντημένες με χρυσά λιοντάρια, καί πίσωΟέ τους ατέλειωτη σειρά μουλάρια δίχως καβαλάρη, φορτωμένα βουνά μπόγους πού τους σκεπάζανε πανωσκέπια υφαντά. Σάν πέρασαν τά ζα- λωμένα ζώα, κάνανε την εμφάνιση τους δέκα ίππότες ζρο'^.εροί, άτσα- λωμένοι άπό νύχια σέ -Αοργη. Σφίγγανε στό δεξί τη λόγχη, καΐ τά βλο- συρά τους μούτρα ξεκόβονταν σά μάσκες μέσα από τη διχτάτη κου- κούλα της αρματωσιάς. "Ομως την τραχεία τούτη αίσθηση ερχόταν αμέσως ύστερα νά την απαλύνει ή Βροοερτ] χάρη πού σκόρπιζαν τά κα- βαλικεμένα σέ κάτασπρα μουλάρια οχτώ ξανθά παιδόπουλα. Οί δίχρω- μες φορεσιές τους κοντά !σαμε τους γοφούς ουρανιά χιτώνια κι ά- σπρες σφιχτές μάλλιες στό πόδι άλάφρωναν ακόμα πιο πολύ τά σβέλτα

186

παιδιάτίκα κορμιά. ΚαΙ τότε, ξαφνικά, μάντευες ποιος είναι κείνος πού έρχεται έτσι τραγουδιστά στην Καλαμάτα. Ξοπίσω άπά τα παιδό- πουλα, στή μέση της συνοδίας πού τη συνέχιζαν ϊσαμε πέρα ενα πλήθος γυναίκες νεαρές, άλλοι ίππότες, σκουταράτοι καΐ βαρλέτοι, πήγαινε πάνω σέ μούλα κάτασπρη μια γυναικούλα στρουμπουλή, τριανταφυλλε- νια, ζαχαρωτή κι άσπρη σα μωρό, με κρόαωκο γελουμενο, άχτιδοβόλο.

Ζυγιαζότανε μέ μικρά ξεφωνητά ανήσυχα, ναζιάρικα, πάνω στή σέλλα. Τα ζωηρά ματάκια της, τά κατάμαυρα, σπίθιζαν κοιτάζοντας γύρω πότε μέ καμάρι απλοϊκό, πότε μέ πονηριά σκανταλιάρικη, πότε μέ παιδιάστικη τρομάρα. Εϊτανε νέα, ίσαμε είχοσιεφτά - είκοσιοχτώ χρο'^ώ^. Τά δυό παιδόπουλα πού βάδιζαν πεζά ζερβόδεξά της, προσέ- χοντας γιά τήν ισορροπία της, σήκωναν κάθε τόσο τά κεφάλι καΐ της έδειχναν τό χαμογελαστό τους πρόοωπο. "Ενας χοντρός εκκλησιαστι- κός, μέ χαρούμενη σάν της κυράς του θωριά, πήγαινε το κατόπι., κ' Οστερα άλλος καβαλάρης πάνω σέ μαΰρο άλογο γυαλιστερό. Αυτός κρατούσε ξεδιπλωμένο στή λιακάδα και στον άνεμο τό 'ψ'λί\).τιου(>ο της αρχόντισσας. Οί Καλαματιανοί τό είδαν, τήν αναγνώρισαν. Εΐταν ή κυρά της "Ακοβας, ή Μαργαρίτα των Βιλλαρδουίνων.

Θέ μου, τί τόπος ανάποδος ! έλεγε μονολογώντας γοργά και φλύαρα, μέ τή λίγο ψευδή της κουβέντα. Ξεκινάς μέ κρύο, φτάνεις μέ ζέστη. Βοριάς στό Ματάγριφο, βροχή στην Ανδραβίδα, χιόνια στή Με- σαρέα, ζέστη στην Καλαμάτα. Νά το, νά το, πάλι Ι'δρωσα ! Θά ξεβάψει πάνω μου τό κόκκινο πανωσκέπι κ' υστέρα θά μοιάζω μέ παντζάρι . . . Γαλερανε, Γαλεράνε ! ά, όχι, εσύ 'σαι, Ρολάνδο, αγόρι μου ; Έλα κοντά, νά ζεις. Ξεθηλύκωσε μου τό μανδύα καΐ πάρ' τόνε. Μπερδεύεται στά σελλοχάμουρα καΐ θά μέ ρίξει.

Τό αριστερό παιδόπουλο, δίχως νά σταματήσει, ανασηκώθηκε στά νύχια, βοήθησε τή βαρωνέσσα νά βγάλει τό μανδύα καϊ τόν έρριξε στό [ΐπράτασ του. "Γστερα της χαμογέλασε γλυκά, στερεότυπα, γιατί ή κυρά της "Ακοβας δέν ανεχόταν παρά μόνο πρόσωπα γελούμενα στον ιδιαίτερο περίγυρο της.

Ή κεφαλή της συνοδίας, πού είχε φτάσει κιόλας μπροστά στή σιδερόπορτα τοΰ -λάστρου, σταμάτησε. Σήμαναν τά σαλπίγγια, τρίξανε άπό μέσα οί αλυσίδες κ' οί κλειδαριές, τά βαρειά πορτόφυλλα δια- πλατώθηκαν κ' ή λαμπρή καβαλαρία κρουνέλιασε κροταλίζοντας μέσα στην υγρή στοά.

Είταν ξαφνική ή επίσκεψη. Οί σεργέντες των τειχιών, πού είχανε δώσει στους καστρινούς τό ηρωτο μήνυμα, ξεσήκωσαν μεγάλην αναστά- τωση. Τρέχανε σάν παλαβοί οΐ σταβλίτες, γάβγιζαν κοπαδιαστά οί σκύ- λοι, σκουταράτοι τσακίζονταν νά προλάβουν γιά τήν οποοογτ]. Μέσα σ' ελάχιστες στιγμές ή μεγάλη πλακόστρωτη αυλή ξεχείλισε άπό πλή- θος πολυτάραχο, ανθρώπους και ζώα. Τά φορτωμένα μέ δώρα της κυράς της "Ακοβας μουλάρια, βαρειά, πεισματάρικα, φράζανε κάθε πέρασμα, κλωτσούσαν. Τά είχε βάλει ή βαρωνέσσα νά πηγαίνουν μπροστά, άντίς ν' άν.ολου^ΰ'^ τή συνοδία, γιά νά κάνει έτσι μεγαλύτερη αίσθηση ό πλούσιος ερχομός. Ειτανε πάντα της μιά στάλα έπιδειχτική ή Μαργα- ρίτα. Και τώρα ή αυλή είχε πήξει, αποκλείστηκε ό στενός δρόμος πού

187

ανέβαζε περοκοπά, μέ στοές καΐ σκαλοπάτια, στό καθαυτό καστελλι, κ' οί ιππότες τΫ)ς οπισθοφυλακής, οί σκουταράτοι τους κ' οΐ βαρλέτοι σηκώνανε κάτω μεγάλο σαματά καθώς πάσχιζαν να περάσουν.

Τήν 'Ιζαμπώ τή βρήκε τό μαντάτο στην ιδιαίτερη τσάμπρα της. "Ο, τι είχε γυρίσει από τήν εκκλησιά κ' οί γυναίκες της τώρα τή βοη- θούσανε ν' αλλάξει ροΟχο. Παραξενεύτηκε, δίχως να φανερώσει καΐ ξέ- χωρη συγκίνηση. Τα μάτια της καρφώθηκαν απορημένα στή Μπουργκι- νιόνα τή Γιολάντα πού ήρθε νά πάρει τα συχαρίκια. Ποτέ δέ φανέ- ρωνε απότομες καΐ μεγάλες συγκινήσεις τό ασάλευτο πρόοΐύτιο της πριγκηπέσσας.

Κυρά μου ! είναι ή αδερφή σας, λέω, ή κυρά τοΟ Ματαγκριφόν, ξανάπε ή ροδαλή Γιολάντα μέ κομμένη τώρα φούρια καΐ φωνούλα ξέπνοη.

Λοιπόν . . . , έκανε ή πριγκηπέσσα ατάραχη καΐ δέν άπόσωσε αμέσως τήν κουβέντα της. "Ας Ιρθει !

Άνάγειρε πίσω τό κεφάλι της κι άφησε τήν καστανή της κόμη νά ξεχυθεί στή ράχη λεύτερα. Οί γυναίκες βιάστηκαν νά τήν άλαφροση- κώσουν στα δάχτυλα τους, '^οί τήν πλέξουν.

Ή κρεββατοκάμαρα είταν σέ πάτωμα από τά ψηλότερα του κάστρου. Τά δυο ζευγαρωτά της παραθύρια βλέπανε σέ χάος κρεμαστό. Άπό τά κιτρινωπά λαδόχαρτα αντιφέγγιζε μέσα φως χρυσαφί, απαλό.

Ανοίξτε τό παραθύρι, πρόσταξε ή 'Ιζαμπώ.

"Ανοιξαν τό ενα παραθυρόφυλλο κ' ή πρωινή ανάσα τΫ]ς άνοιξης φτερούγισε γύρω στά μαλλιά της πριγκηπέσσας. Τήν ήπιε αργά, ηδο- νικά, μέ τά φιλντισένια της τά ρουθούνια πού κρυφοτρέμιζαν. Δέν Ιβλε- πες από τό παραθύρι παρά μονάχα Ινα στενό κομμάτι σμαλτωμένον ου- ρανό. Όσμιζόσουν δμως μέσα στην πνοή της άνοιξης τή μυστική λα- χτάρα τοΰ ανθισμένου κάμπου καΐ τό δροσερόν ίδρωτα της μακρυνής θάλασσας.

Έτοιμη, κυρά μου !

Κοίταξε στην ασημένια πλάκα τοΰ μικρού καθρέφτη τό φρεσκο- χτενισμένο κεφάλι της, τό γύρισε δεξιά, ζερβά, έσκυψε κι άνάβλεψε νά τό ίδεϊ κι άπό πάνω. Μιά χωρίστρα μοίραζε καταμεσίς τά μαλακά μαλλιά της πού στρώνονταν κολλητά πάνω στό καλοπλασμένο κεφάλι. Έπειτα, ξαφνικά, πάνω στά μελίγγια, δυό τοΟφες ξέφευγαν αφράτες, στρούφιζαν σέ μπουκλωτά τσαμπιά καΐ κρέμονταν κορνιζάροντας τό πρόσωπο ίσαμε τό χλωμό λαιμό.

Καλά, είπε άτονα, αδιάφορα, κι άφησε τό χέρι της μέ τόν κα- θρέφτη νά πέσει στην ποδιά της.

Τή στιγμή εκείνη ή πόρτα άνοιξε κ' ή Μαργαρίτα χύθηκε μέσα.

Πώ, πώ ! τί χαρά είναι τούτη ; Σέ ξαναβλέπω τέλος πάντων, σέ σφίγγω στην αγκαλιά μου ! "Απονη ! κελάϊδησε λαχανιαστά, αγκα- λιάζοντας μέ φούρια τήν αδερφή της. Τί ομορφιές! Τί ομορφιές! θέ μου, άφησε με νά σέ καμαρώσω. Πώ, πώ ! Καλέ σύ είσαι τρέλλα, ζνειρο ! "Ιδια ή 'Ιζόλδη ! . . . "Εχεις Τριστάνο, ?χεις ; ρώτησε εμπι- στευτικά, σκύβοντας στ' αύτΙ τής πριγκηπέσσας Ινώ τήν ττ^ίγανε τά γέ- λια κακαριστά. "Ε, σεΤς, . , . μήν άκοΰτε, αδιάντροπες ! άκοπηρε μισό -

188

σοβαρά, μισό - άστεΤα τΙς γυναίκες πού χαμογελοΟσαν μέ διάκριση γύρω. Στάσου λοιπόν, μα στάσου να σέ ΙζΟ) ! Είναι καινούργιο αυτό τό χτένι- σμα ; Τρέλλα ! θα τό μάθεις καΐ στις γυναίκες μου να μοΰ τό κάνουν ; "όχι, δχι, μή μοΟ πεΐς τίποτα, θα τους τό μάθεις. Κι άς μή μοΟ πη- γαίνει. Αλλιώς θα σέ ζηλεύω, να τό ξέρεις ! Ούφ, δώστε μου 2να θρονί να κάτσω, τσακίστηκα! Τί μέ κοιτάζετε, χαζές έσεΙς, μέ τα χέρια κρεμασμένα ! . . .

"Επεσε μέ τό ελαστικό της βάρος, τό καμπυλωτό, στό %ρο'ή, κι αέρισε τό ξαναμμένο της πρόσωπο μέ τΙς παλάμες.

"Ας είναι ! . . . Ευλογημένος τόπος τούτη ή Καλαμάτα. Καλό- τυχη ! . . . σέ μακαρίζω πού κάθεσαι έδώ. Εκείνο τό Ματαγκριφόν, φρίκη! Ερημιά, πλήξη, νεκροταφείο! Δέ μοΟ πάει καθόλου" ξέρεις τώρα (2ν μπορώ να ζήσω έγώ ίχσι . . . "Επειτα εκείνος δ αφέντης μου, πές πώς δέν τόν εχω καθόλου. Μέρες, βδομάδες ολάκερες, στα κυνήγια του ! Συλλογιέται καλλίτερα τΙς πέρδικες, τα ζαρκάδια, τους λαγούς, παρά έμενα ! Λέν είμαι δυστυχισμένη ; πές μου. Ούφ ! . . . Αλήθεια, τό ταξίδι χοΰτο μέ ζάλισε. Μά κ* εκείνη πάλι ή μοναξιά ! . . . Λέω να ξε- δώσω λιγάκι, θα κατέβω στην Ανδραβίδα, Οστερα θά ταξιδέψω στην Έστίβα. Τα ταξίδια, λένε, ανοίγουν την καρδιά. Έσύ τί λές ; Άμ' πές μου δα καΐ τίποτα . . , "Αφησε πια αυτή σου τήν αιώνια βουβαμάρα! . . . Έ πριγκηπέσσα Ίζαμπώ, πραγματικά, δέν είχε αποπειραθεί, μέσα σ' δλον τοΟτο τόν κατακλυσμό, ν' άντισκόψει ούτε μια φορά τήν αδερφή της. 'Από φυσικού της λιγόλογη, Ιβρισκε τώρα πώς Ιτσι κι αλλιώς τό πράμα πάλι θά είταν οία-ΛΟΤιο. Μαργαρίτα εϊταν άπό τους προνομιού- χους ανθρώπους που πρώτα μιλάνε κ' Οστερα σκέφτονται. Περιορίστηκε λοιπόν ή Ίζαμπώ νά σηκώσει αργά τό χέρι της καΐ νά γνέψει στις γυ- ναίκες της νά φύγουν.

Βγήκαν αθόρυβες, στη σειρά, και σφάλησαν τήν πόρτα.

Ή Μαργαρίτα, πού τΙς είχε παρακολουθήσει κάπως ανήσυχη νά φεύγουν, άλλαξε μεμιάς Ικφραση κ' έγινε πάλι διαχυτική. Τό πρό- σωπο της εΓταν εξαιρετικά εόμετάβολο, πάντα.

Επιτέλους, είμαστε μονάχες σά δυό άδερφοΟλες ! λιγώθηκε' δμως ή αυστηρή όψη της Ίζαμπώς της ίκοψε τόν αέρα.

ΚαΙ τώρα πές, μίλησε ατάραχα ή πριγκηπέσσα. Σέ τί χρω- στούμε, Μαργαρίτα, τή χαρά πού σέ βλέπουμε στην Καλαμάτα ;

Τά έχασε ή κυρά της "Ακοβας. "Εκανε νά ψευτοχαμογελάσει, κοκ- κίνισε, Γδρωσε, χλώμιασε, καΐ τέλος, μ' 2να στανικό γέλιο πού έμοιαζε μέ ξερόβηχα :

Ωραία υποδοχή μοΟ κάνεις ! παραπονέθηκε.

Ό ερχομός σου είταν αναπάντεχος. Μέ σάστισε. "Ομως ξέρεις καλά πώς χαίρομαι πάντα νά σέ βλέπω.

Τόσο είταν. Ή κυρά τής "Ακοβας Ιπρεπε ν' αρκεστεί στό χλιαρό τούτο κομπλιμέντο. Δέν επέμεινε" τήν ήξερε καλά τήν Ίζαμπώ. Μονάχα πού ή προσπάθεια της πήγαινε χαμένη. Ή επίσκεψη έπαιρνε πιά άλλον τόνο άπό κεϊνον πού πάσχισε νά τής δώσει μπαίνοντας.

Καλά ! κάνει τέλος μέ υφός μισοκακόμοιρο, αναστενάζοντας συγ-

189

χινηχίκά. Έγώ, αά μικρότερη, σωστά είναι νά δέχομαι τή δική σου την όρμήνεια . . .

Σώπασαν. Άπό την α&λή κάτω ακουγόταν ό σαματάς πού έκαναν τα τετράποδα κ' ο£ συνοδοιπόροι της βαρωνεσσας. "Ενα περιστέρι πή- δηξε από τό γαλάζιο τ' ούρανοΰ ατό παραθύρι, πιάστηκε στ' άκουμπι- στηρι καΐ πάλι έκανε φτερό.

Δε θα μείνω και πολύ, άρχισε άτολμα ή Μαργαρίτα.

Γιατί δχι ! θα χαρώ στ' αλήθεια νά μείνεις δσο θες στό κά- στρο. Τό σπίτι μου είναι σπίτι σου. Έδώ γεννηθήκαμε κ* οί δυό, Μαρ- γαρίτα.

Έδώ, αλήθεια, αναστέναξε ρεμβαστικά ή βαρωνέσσα πού δε νο- σταλγούσε τίποτα ποτέ.

Και τώρα θα ψρο'^τΊαω πώς νά βολευτείς καλλίτερα, είπε ή Ίζαμπώ και σηκώθηκε σβέλτη.

Έσύ ή ίδια ; Δε γίνεται ! Αυτό είναι δουλειά τοΰ τσαμπρελιά- νου σου.

Ναί, μά έγώ θέλω νά σέ περιποιηθώ μονάχη μου, και χαμογέ- λασε ή Ίζαμπώ γιά πρώτη φορχ με κάποια καλωσύνη.

"Ανοιξε την πόρτα, φώναξε τη Γιολάντα καΐ της έδωσε τις οδηγίες της χαμηλόφωνα. Οί γυναίκες της, μαζί μέ τΙς γυναίκες της βαρωνέσ- σας, προσμένανε στην άντικάμαρα. Τις κοίταξε δλες στη σειρά ή Ίζα- μπώ, εκεί συναγμένες \ι~ροατά της, αμίλητες. Τό γαλάζιο, αδιάφορο μάτι της πέρασε άπό κρό-ζωκο σέ πρόσωπο, φεγγερό, μέ προοογγ] ατά- ραχη. Σάν κάτι ν' αναζητούσε. "Υστερα γύρισε μέσα δίχως νά κλείσει τό πορτόφυλλο.

Έ Μαργαρίτα, μ' ολο πού είχε προφασιστεϊ την τσακισμένη, στε- κότανε τώρα μπροστά στό παραθύρι, δρθια, και κοίταζε έξω. Την ήξερε καλά ή Ίζαμπώ. Ή φλυαρία της, ή φούρια, κάποιαν αμηχανία πασχί- ζανε νά Άρύ'^ΟΌ'/, ενα συναίσθημα ενοχλητικό.

θες νά ξεκουραστείς στά δώματα σου ; νά ξεντυθεΐς ;

Ναί, ναί, καλή μου ! πρόφτασε ή βαρωνέσσα αρπάζοντας τήν ευκαιρία από τά μαλλιά. Σ' ευχαριστώ !

Χαμόγελο αδιόρατο παιχνίδισε στά χείλη της Ίζαμπώς.

Πέρασε. Είναι κοντά στά δικά μου, της είπε.

Της άνοιξε μονάχη της τήν πόρτα κ' έγνεψε στις άβρες ν' ακο- λουθήσουν την κυρά τους. Περάσανε, προσκυνώντας. Και σάν ή πόρτα έκλεισε, μάντεψε ή Ίζαμπώ πώς ή Μαργαρίτα τούτη τη στιγμή ανα- σαίνει βαθιά, μ' ανακούφιση, γιά τόν πρόσκαιρο λυτρωμό της.

"Οταν ή κυρά της "Ακοβας ξαναβγήκε άπό τήν κάμαρα, είταν μετα- μορφωμένη. Είχε αλλάξει φουστάνι, χτενισιά, και κάτι πρόσχαρο κι ά- φρόντιστο έλαμπε στό πρόσωπο της. Αγκάλιασε τήν αδερφή της, τήν ξα- ναφίλησε σταυρωτά. Είταν πολύ διαχυτική πάντα. Κατέβηκαν αγκαλια- σμένες στή μεγάλη σάλλα τοΟ ισόγειου καΐ κάνανε μαζί τήν εμφάνιση τους \ιπροοτόί στους συναγμένους έκεϊ παλατιανούς. Ή βάγια ερχότανε τό κατόπι της, πρησμένη άπό καμάρι. Μέ τόν καιρό είχε πάρει μέσα στό χάοτρο καΐ στην -κοόρτη κάτι σά θέση μητέρας βασιλικής. Άπό τότε πού έλειψε ή "Αννα 'Αγγελίνα ή Κομνηνή, είχε αποχτήσει τήν πεποί-

190

θηση πώς στέκεται στό δικό της τό πόδι. ^ΑΧλο[[ΐο'^ο σέ -κεΧνο'^ που θδχε ποτέ τήν αποκοτιά νά της αμφισβητήσει αυτό τόν τίτλο,

Οί ιππότες, οΐ σκορπισμένοι στή μεγάλη σάλλα, παράτησαν τα σκάκια καΐ τα ζάρια, σηκώθηκαν καΐ προσκύνησαν βαθιά τΙς δυό Βιλ- λαρδουίνες. Τό βράδυ έπεφτε σιγά - σιγά* οΐ δοΟλοι πάσχιζαν ν' ανά- ψουν τό μεγάλο τζάκι. Ακόμα κ' ή Μαργαρίτα, βλέποντας τήν πρώτη 'ψλ6'{0ί της φωτιάς νά ξεπετιέται, αναθυμήθηκε κάποια απώτατα περα- σμένα :

θαρώ, λέει σκύβοντας στην καθισμένη στό διπλανό της θρονί 'Ιζαμπώ, πώς ξαναβλέπω τόν πατέρα μας νά βηματίζει πέρα - δώθε στό πλακόστρωτο, τή μητέρα μας νά γνέθει Ικεϊ, στό παραγώνι . . .

Δέν αποκρίθηκε ή Ίζαμπώ. Μέ τό σαγόνι της στηριγμένο στή γρο- θιά, κοίταζε τΙς φλόγες πού θέριευαν τριζοβολώντας.

Μά ίδές, κάνει ξάφνου ζωηρεύοντας τή φωνή της ή Μαργαρίτα. Ό σενεσάλος έρχεται νά σοϋ υποβάλει τά σεβάσματά του.

Ό σενεσάλος ; έκανε απορημένη ή πριγκηπέσσα καΐ κοίταξε τήν αδερφή της.

Μά ναί, καλή αδερφή, . . . ό ^αίντ -'Ομέρ !

Κ' έδειξε 2να νέο πού παραμέριζε τους ιππότες, ανοίγοντας ^ρό[ΐι.ο προς τ:"ς δυό κυράδες.

Δέν ξέφυγε από τό μάτι της Μαργαρίτας τό μικρό τίναγμα της 'Ιζαμπώς.

Μά πώς! πρόλαβε νά πει σχεδόν άφωνα ή πριγκηπέσσα. Ό ΣαΙντ -'Ομέρ είναι στην Καλαμάτα ; . . .

Μπα ! Λέ σ' τό είχα πει ; Κοίτα ποϋ έχω τό νοΟ μου ! Βάζω στοίχημα πώς ξαστόχησα νά σοϋ το ειπώ . . . Βέβαια ! Ό σενεσάλος ήρθε μαζί μου.

Δέν πρόφτασε ή Ίζαμπώ τίποτα νά προσθέσει. Ό Νικόλαος ντέ ΣαΙντ -'Ομέρ ξεθηλύκωνε τό ταμπάρο του και πρόσκλινε μπροστά της.

Είτανε νέος, ίσαμε είκοσιδυό - εΖκοσιτριών γ^ρο'^ώ'^. Τό ψηλό του ανάστημα τό αδικούσε δυσανάλογα ενα μεγάλο μακρουλό κεφάλι, πρό- σωπο μέ χαραχτηριστικά τόσο κανονικά πού νά καταντούν απάνθρωπα. Είχε κάτι άπό τ' αγάλματα ή παγερή τούτη θωριά, μέ τό ασάλευτο βλέμμα καΐ τό σκαλιστό στόμα, τό μαρμάρινο. ΣοΟ θύμιζε τους αρχαγ- γέλους τους ζωγραφισμένους στά τέμπλα κάθε ρωμέϊκης εκκλησιάς.

Γονάτισε μέ τό ενα πόδι, πήρε τό χέρι της πριγκηπέσσας καΐ τ' α- κούμπησε στά κρΰα του χείλη. Σηκώθηκε αμέσως πάλι καί τήν κοίταξε κατάματα.

Φέρνω στην κυρά μου τό χαιρετισμό τοΟ λίζιου αφέντη μου, είπε μέ τή μπάσα του φωνή. Ό πρίγκηπας λυπήθηκε πολύ πού δέ μπόρεσε νά ίδεϊ τήν εύγενία σας προτοΟ φύγει γιά τήν Άνάπολη.

"Εφυγε 6 πρίγκηπας !

Μά ναί ! Ούτε κι αυτό σ'τό είχα πει ; κάνει ή Μαργαρίτα καΐ πνίγεται στανικά στά γέλια. Φαντάσου! Πάει, δέν έχω πιά μυαλό ! . . .

Τό μάτι της Ίζαμπώς είχε σκοτεινιάσει.

Καλά, πρόφερε ψυχρά κι απόστρεψε τό πρόσωπο της. Καλώς ήρθατε στην Καλαμάτα, άρχοντα ντέ ΣαΙντ 'Ομέρ !

191

"Αψυχα πέρασε μέσα στη σάλλα τοΟ κάστρου ή έξαορετική τούττ; βραδυά πού Ισμιγε πάλι στό πατρογονικό τους, δστερα άπ^ τόσα χρό- νια, τΙς δυό κόρες τοΟ Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου. Ή συνέχεια της ζωής σα να είχε ανεπανόρθωτα κοπεί, καΐ μέσα στην ψηλή, φαρδειά κάμαρα, πού τή φωτίζανε τώρα κοκκινωπά κι ανήσυχα ή φωτιά κ' οί κρεμα- σμένοι λύχνοι, πλανιόντανε σκιές πού πέρασαν αντάμα μέ φαντάσματα πού δέν κατόρθωσαν ποτέ νά ένσαρκωθοΟν. Παράτονα ξέσπαζαν τά ξά- στερα γέλια της Μαργαρίτας τήν ώρα τοΰ τραπεζίου" σ' δλους βάραινε ή λιγόλογη κι αυστηρή παρουσία της πριγκηπέσσας. ΚαΙ στάθηκε σύν- τομη, δίχως ζωντάνια, ή βεγγέρα πού ακολούθησε.

Ό καντσιλιέρης ζύγωσε τήν πριγκηπέσσα, πού είχε βάλει νά σπρώ- ξουν τό Βρο'^Ί της μπροστά στά τζάκι, καΐ τή ρώτησε δισταχτικά άν 2χει ευχαρίστηση ν' ακούσει Ιναν - κάποιο μενεστρέλο. Εϊταν άπό τους πιό άξιους στην τέχνη του κ* είχε μέρες πού περιμένει τοΟτο τό χατίρι.

"Αχ ναί! νά τόν ακούσουμε, νά τόν ακούσουμε, παρακάλεσε μέ λαχτάρα ή Μαργαρίτα.

Οί ιππότες κ' οί κυράδες κοίταζαν μέ αγωνία τήν πριγκηπέσσα. Εϊτανε τόσο πληχτική ή ζωή ! τόσο πληχτική ! . . . Ό ΣαΙντ -Όμέρ κάρ- φωνε τό ά-^ρυκ^^ο μάτι του τ^άνω της,

Τόν είδε, στύλωσε περήφανα τό πανωκόρμι της.

"Οχι! δέν είναι ή βραδυά κατάλληλη, λέει κοφτά. Έ αδερφή μας είναι κουρασμένη άπό τό ταξίδι καΐ πρέπει ν' αναπαυτεί.

Μέ μιά ματιά προσταχτική, ανάγκασε τή Μαργαρίτα νά σωπάσει. Σηκώθηκε απότομα, τήν πήρε άπό τό χέρι καΐ μαλακά μά σταθερά τήν τράβηξε μαζί της Ιξω, στή σκάλα τή σκοτεινή.

Ή βάγια ακολούθησε ποζάτη, με τό κεφάλι στητό.

Σ' δλη τή διαδρομή ϊσαμε πού ν' ανεβούνε στά δώματα τους, οί δυό άδερφάδες σώπαιναν. Δυό σκουταράτοι είχαν χυμήςει καΐ προπο- ρεύονταν σηκώνοντας ψηλά τους αναμμένους δαυλούς. Έ σκάλα έτριζε κάτω άπό τ' ανάλαφρα βιαστικά βήματα της πριγκηπέσσας καΐ της βα• ρωνέσσας. Ή Ίζαμπώ είχε αφήσει τό χέρι της αδερφής της κι ανέβαινε πρώτη, σηκώνοντας μέ τά δυό δάχτυλα τό φαρδύ φουστάνι της, πού σου- σούριζε. Ή Μαργαρίτα κοίταζε αλαφιασμένη, μέ μικρά τινάγματα σπουργίτη, τους κόκκινους τοίχους της σκάλας, τις σκοτεινές στοές, τΙς άδειες κάμαρες πού περνοΟσαν.

Στην πόρτα τής πριγκηπέσσας οί δυό δαδοΟχοι σταμάτησαν. Ή βάγια είχε χαθεί νωρίτερα* περνώντας, μπήκε στην κάμαρα της. "Ανοιξε λοιπόν μονάχη της τό πορτόφυλλο ή Ίζαμπώ, έμπασε μέσα τήν αδερφή της καΐ ξανάκλεισε. Ένα λυχνάρι δίδυμο έκαιγε δίπλα στό κρεββάτι, φωτίζοντας άτονα τήν κάμαρα μέ φως λαδί. Άπό τ' ανοιχτό παράθυρο έμπαινε δροσάτη ή άνασεμιά τής ανοιξιάτικης νύχτας, στοιχειωμένη άπό ψυχές λουλουδιών.

Χριστέ, τί ψύχρα ! ανατρίχιασε ή Μαργαρίτα και ζάρωσε μέσα στό μανδύα της.

"Εκλεισε, δίχως λέξη,,τό παράθυρο ή Ίζαμπώ, έρριξε στό κρεβ- βάτι τό δικό της τό μανδύα, καΐ κάθησε στό σεντοϋκι, γνέφοντας σύγ- καιρα στην αδερφή της νά τή μιμηθεί. Έ βαρωνέσσα υπάκουσε.

192

ΚαΙ τώρα λέγε ! πρόσταξε ή πρίγχηπέσσα δίχως άλλο προοίμιο.

Να πώ τί ;

Γιατί σ* έστειλε έδώ ;

Ποιος ; απόρησε τάχα ή κυρά της "Ακοβας τεντώνοντας τα στρογγυλά της τα ματάκια.

Έ Ίζαμπώ χαμογέλασε κρΟα.

Ό ττρίγκηπας Φλωράν.

"Ανοιξε τα χέρια της ή Μαργαρίτα, καμώθηκε πώς σαστίζει, πώς νευριάζει, δμως τό μάτι ττ]ς 'Ιζαμπώς τήν ανάγκασε να χαμηλώσει τό δικό της δαμασμένο κι ανίσχυρο,

Είσαι αλλόκοτη! Άπό τό πρωϊ ένιωσα πώς ό έργρμός μου δέν σοΟ Ικανέ ευχαρίστηση, Ίζαμπώ . . .

Γιατί σ' έστειλε στην Καλαμάτα ; ρωτάει πάλι, σταθερά κ* έν- τονα ή πριγκηπέσσα.

Τότε κατάλαβε ή Μαργαρίτα πώς κάθε προσποίηση θά είταν άσκοπη. Έ πονηριά της δέν έβαζε εδκολα τ* άρματα κάτω* δταν δμως αναγκαζό- τανε να τό κάνει, δέ φυγομαχοΟσε, οδτε γονάτιζε. "Εδινε τόπο σέ μιαν αγανάχτηση νευρωμένη. Τό πείσμα τό άγριο τοΟ Γουλιέλμου Βιλλαρ- δουίνου είχε κληροδοτηθεί μεταμορφωμένο ανόμοια στΙς δυό του θυγατέρες.

"Έ, λοιπόν, καλά ! λέει ή Μαργαρίτα και στυλώνει τό χορ\ιί της μέ τό αφράτο στήθος ττ)ς περιστέρας. Σά θές να τό πάρεις έτσι, πάρ'το. Ό αφέντης σου είναι τόσος καιρός πού σέ καρτερεί στην Ανδραβίδα κ* έσύ δέ στοχάστηκες καθόλου πώς είχες χρέος νά πάς κοντά του.

Έγώ ; Έγώ ; Μή δα έφυγα μόνη μου, άπό δική μου θέληση, για τήν Καλαμάτα ;

Στάθηκε λίγο νά συγκρατήσει τά νεΟρα της, πού δέν τ' άφηνε άλ- λωστε ποτέ της νά τήν εξουσιάζουν, ανάσανε βαθιά καί πρόσθεσε ήρεμα :

Δέν ξέρεις καλά τά πράματα, καλή αδερφή. Ό Ιδιος 6 πρίγκη- πας μέ ξαπόστειλε; προτοΟ ξεκινήσει γιά τόν πόλεμο. Τπάκουσα' αδτό είν' 8λο.

Ξέρω καλά. Ξέρω, άν θές νά μάθεις, κι άπό σένα τήν ϊδια πε- ρισσότερα. "Ομως, γυρίζοντας άπό τόν πόλεμο, ήρθε έδώ, σέ είδε. "Γ- στερα ξανάφυγε γιά τήν Ανδραβίδα, κ' έσύ έμεινες. Τί λόγο είχες νά μείνεις ;

ΚαΙ σάν τί λόγο είχε κείνος πού μ* έστελνε έδώ ;

Δέν ξέρω, κάνει υποκριτικά ή Μαργαρίτα καΐ χαμηλώνει τά μάτια της, Έγώ έχω εμπιστοσύνη τυφλή στον πρίγκηπα Φλωράν.

Στύλωσε τό •κορ\ιί της ή Ίζαμπώ καΐ γιά λίγες στιγμές δέν είπε τίποτα. Τά μάτια της, παγερά, ασάλευτα, κοίταζαν τήν αδερφή πού τ* απόφευγε τώρα. Μιά ζάρα καταφρόνιας τής χαράκωνε τ' άκρόχειλο.

ΚαΙ τώρα τί μέ προστάζει, μέ τό στόμα σου, νά κάνω ; ρώτησε μέ ειρωνεία αδιόρατη καΐ πικρή,

Ό πρίγκηπας δέ σέ προστάζει ! Ό πρίγκηπας σοΟ έχει ευλά- βεια αληθινή, Ίζαμπώ. Έγώ πού τόν είδα σοΟ λέω πώς έφυγε γιά τήν 'Ανάπολη βαρυπικραμένος,

Είμαι απαρηγόρητη, καλή αδερφή ! θά σοΰ ζητήσω λοιπόν τή

13 Ή Πριγκητιϊαοα ' Ιζαμ:^ίο 1«7θ

δική σου τήν όρμήνεια πώς πρέπε: στην περίσταση τούτη να φερθώ, εσένα πού τόν είδες.

Αμηχανία βασάνισε για λίγες στιγμές τή Μαργαρίτα. "Ομως, τι- νάζοντας την άπό πάνω της μ* αγανάχτηση, καθώς είχε κάνει λίγο πριν καΐ για τήν άστοχη πονηριά, σήκωσε άψήφιστα τα μάτια της, κοίταξε κατάματα τήν 'Ιζαμπώ κ' είπε θαρετά :

Να δώσεις στό σενεσάλο ΣαΙντ-'Ομέρ τή γραφή τοΟ ηρ(Λτο• οτράτορα Σγουρομάλλη.

Δέ σάλεψε ή 'Ιζαμπώ. Είχε άπό καιρούς μάθει τή μεγάλη αρετή νά μήν προδίνει τό ξάφνιασμα της ψυχής της στΙς κρίσιμες στιγμές της ζωής. "Ομως χλωμάδα κέρινη, νεκρική, τήν περίχυσε.

! είπε άφωνα. Τή γραφή ...

Ή Μαργαρίτα τήν κοίταζε αμίλητη. Τώρα πού τό φιλότιμο της είχε ικανοποιηθεί, Ινας ίσκιος συμπόνοιας απάλυνε τή ματιά της. Τήν άγαποΟσε κατά βάθος ή βαρωνέσσα τή μεγάλη της αδερφή. "Απλωσε μαλακά καΐ της έπιασε τό χέρι.

'Ιζαμπώ, κάνει σιγανά, ανήσυχη, τι είναι λοιπόν αυτή ή ιστο- ρία της γραφής ;

Δέν αποκρίθηκε ή πριγκηπέσσα. Τά μάτια της, χωνεμένα, κοίτα- ζαν πέρα.

'Ιζαμπώ, καλή αδερφή ! . . . Δέ θές νά μοΟ πεις ;

Άνασείστηκε ή μεγάλη καΐ γύρισε τά μάτια της στή Μαργαρίτα.

Δέν ξέρω, λέει αφαιρεμένα. ΟΟτε κ' έγώ δέν ξέρω . . .

Τότε λοιπόν ; . . . Και τί θά γίνει τώρα ;

Σήκωσε τους ώμους της ή 'Ιζαμπώ, τους άφησε πάλι νά πέσουν. Έ Μαργαρίτα της έσφιξε τό χέρι νευρικά.

ΌΣαίντ-'Ομέρ προσμένει. Ήρθε ξεπίτηδες Ιδώ. Και δέ θά φύγει αν δέν τοΟ δώσεις τή γραφή. Κι άν πάλι τοΟ τή δώσεις . . .

Άπόσωσε τή φράση της μ' Ινα στεναγμό βαρύ.

"Αν τοϋ τή δώσω ; ρώτησε ή 'Ιζαμπώ μέ μάτι πού άστραψε ξαφνικά.

"Αν τοΟ τή δώσεις, κάνει ή Μαργαρίτα πανικόβλητη, ή υποψία στηρίζεται. Όμολογεϊς πώς τήν κράτησες εσύ δσο είταν ακόμα χρή- σιμη, επιβεβαιώνεις τήν κρυ^ή ενάντια σου κατηγόρια τοϋ μισσέρ Φλωράν.

Ποια κατηγόρια ;

θέ μου! κ' ή Μαργαρίτα ανατρίχιασε. Πώς βρίσκεσαι σέ συνεν- νόηση μέ τους Ρωμιούς τοΰ Μυτζηθρά ! . . . Τόν ξέρεις καλά τώρα τόν αφέντη σου. Είναι φιλύποπτος. Ποτέ δέν ξεχνάει πώς, άν είμαστε κόρες τοΰ πατέρα μας, Ιχουμε δμως στΙς φλέβες μας καΐ τό αίμα της "Αννας Άγγελίνας.

Σώπασαν. Καθισμένες δίπλα - δίπλα πάνω στό παλιό σεντούκι, πού ερχόταν άπό τόν καιρό τοΟ πατέρα τους, σφιγμένες ή μιά κοντά στην άλλη, στητή ή 'Ιζαμπώ, ζαρωμένη ή Μαργαρίτα, σιγανασαίνανε ζευ- γαρωτά.

Μά γιατί, γιατί δέν τήν έστειλες στό σενεσάλο τή γραφή ;

Δέν ξέρω. ΚαΙ σά νά ψαχούλευε κ* ή ίδια μέσα στή συνείδηση

194

της, πρόσθεσε Οστερα από λίγο, αφαιρεμένα : θαρώ άπό λύπηση . . .

Σαν τί είδος λύπηση ; Για ποιόν ;

Ή πριγκηπέσσα γύρισε, κοίταξε την αδερφή της μέ μάτι άνθρω- που πού ξυπνάει άπό όνειρο μακρυνό, καΐ ξερά, μέ φωνή άχρωμη, τής είπε γιά τό επεισόδιο τοΟ κυνηγιοΟ, τήν παράδοξη συνάντηση μέ τόν άγνωστο Ρωμιό στό οόοΐ.'^τρο τοΟ κάμπου.

"Ακουγε ή Μαργαρίτα, άκουγε μισοσκυμμένη, σά νά τής βάραινε τους ώμους άγνοια πιεστική, καΐ σιγά - σιγά μιά απορία χάραζε στην ψυχή της. Σ' δλη τούτη τήν ιστορία, κείνο πού δέν καταλάβαινε, πού δέν αναγνώριζε, εϊταν ή αδερφή της.

Είν' έδώ αυτός ό άνθρωπος ; είν' ακόμα έδώ ; ρώτησε ζωηρά σαν έπαψε νά μιλάει ή *Ιζαμπώ.

Ναί, έδώ είναι. Κάπου μέσα στό γ,άοτρο θά βρίσκεται. Δέν τόν ξανάδα . . .

ΚαΙ σά νά τήν παραξένευε τώρα κι αυτήν τήν ίδια τό τελευταίο τοΟτο :

Είπα νά τόν κρατήσουν Ιδώ ίσαμε πού νά ξεκαθαριστεί τό πράμα, πρόσθεσε γιά δικαιολογία.

"Ομως τό βλέμμα τής Μαργαρίτας, πού τήν κοίταζε απορημένο καΓ προσεχτικό, δέ μπόρεσε νά τό αντέξει. Κατέβασε πρώτη τά μάτια της αυτή τή φορά. Αλήθεια, τό πώς κράτησε τόν άγνωστο μαντατοφόρο στό κάστρο της, μποροΟσε νά περάσει καΐ γιά πράξη σωφροσύνης. Στό μεταξύ δμως έκανε και τίποτα γιά νά ξεκαθαριστεί ή υπόθεση τής γρα- φής ; Ειδοποίησε τό σενεσάλο πού είταν ό φυσικός παραλήπτης της ; Εξέτασε τό Ρωμιό ; Φρόντισε νά ξεδιαλύνει τό μυστήριο τής άργη- τας του ;

"Αχ ! γιατί, γιατί νά τό κάνεις αυτό, Ίζαμπώ ; θρήνησε ή Μαρ- γαρίτα πλέκοντας τά χέρια της. Έσύ ; Έσύ ; και τήν κοίταξε στά μά- τια σαστισμένη. Τώρα ποιος θά τόν πείσει τό μισσέρ Φλωράν πώς σ' είχε άδικοβάλει ; Σ' έστειλε, φεύγοντας γιά τόν πόλεμο, στην Κα- λαμάτα νά σέ δοκιμάσει, δέν τό κατάλαβες, καλή αδερφή ; ΚαΙ νά πού, μέ τήν πράξη σου, τόν δικαιώνεις.

Μ' έστειλε νά μέ δοκιμάσει ; φώναξε ή Ίζαμπώ κι αναπήδησε. Τά τεντωμένα μάτια της ψαχούλεψαν τόν αέρα, τΙς θύμισες της,

κι ολάκερη ή σκηνή στό παλάτι τής Ανδραβίδας τής άστραψε στό νοΰ. Γι' αυτό λοιπόν τήν είχε παρακαλέσει τότε, ό πρίγκηπας, κ' έτσι αναν- τίρρητα, νάρθει στην Καλαμάτα ! Γι' αυτό χάραζε στά χείλη του τό παράδοξο χαμόγελο. Κ' είχε βάλει νά τήν κατασκοπεύουν . . . Απόδειξη πώς δέν πέρασαν δέκα μέρες πού ό Ρωμιός τής έδωσε τή γραφή κι ό Σαίντ-'Ομέρ ειδοποιήθηκε κιόλας κ' ερχότανε σήμερα στην Καλαμάτα νά τή γυρέψει.

Ναί . . . , τώρα βλέπω, λέει συλλογισμένη, σιγανά.

Άπό τίς πιό μεγάλες τρικυμίες πού άναστατώνανε τό στήθος της ποτέ δέν άφηνε νά φαίνεται άλλο άπό μιά μικρή σπιλιάδα.

Τώρα τί θά γίνει ; ξανάπε ή Μαργαρίτα καΐ βαρυστέναξε.

Δέν ήξερε ή Ίζαμπώ, τίποτα δέν ήξερε. Οί δικαιολογίες, οί με- τανιωμοί, είτανε πράματα ξένα στό φυσικό της. Πάλι ένιωθε νά τήν ξε-

195

σηκώνει απαλά καΐ να τή σέρνει μαλακό έκεΐνο κΟμα της μοιρολα- τρικής αδράνειας.

θα τοΰ τή δώσω τή γραφή, είπε άπλα. "Αλλωστε δέ χρειάζε- ται.. . 01 Ρωμιοί τοΟ Μυτζηθρα δεν τή λάβανε καθόλου.

01 Ρωμιοί τοΟ Μυτζηθρα ;

Να(. Ό Σγουρομάλλης έστελνε στον ΣαΙντ -'Ομέρ τήν Ιδια τή γραφή τοΟ Παλαιολόγου πού πρόσταζε τό Μυτζηθρα να χτυπήσει με δόλο τό πριγκηπατο, Τό μήνυμα τοΟ αυτοκράτορα δέν έφτασε φαίνεται στον προορισμό του, έπεσε ευθύς στα χέρια τοΟ Σγουρομάλλη, πού εί- ναι έμπιστικός τοΟ πρίγκηπα. Έ γραφή Ιχει πάνω - πάνω δυό σταλα- ματιές αίμα .. . Κι ό Σγουρομάλλης τήν έστελνε στό σενεσάλο, γρά- φοντας μέ τό χέρι του αιά σύσταση να θανατωθεί δ μαντατοφόρος.

—"Α!...

Έσκυψε τδ κεφάλι της ή Μαργαρίτα, βυθίστηκε σέ συλλογή. Σκο- τεινή ίστορία ί Ένα - Ινα πασχίζει να ξεμπλέξει τα νήματα της, μπλέ- κει, καΐ πάλι ξαναρχίζει. Μια απορία κι άλλη της σπαθίζει τδ μυαλό :

ΚαΙ γιατί δέν τδν θανάτωσες τδ μαντατοφόρο, καλή αδερφή ;

Να τδν θανατώσω ; Ικανέ ή 'Ιζαμπώ και τραβήχτηκε πίσω.

Νά τδν θανατώσεις βέβαια ! , . .

Μαργαρίτα ! . . . Τδ λές μέ τα σωστά σου αυτό ;

ΚαΙ γιατί δχι ;

Κοίταξε χαμένη ή πριγκηπέσσα τήν αδερφή της, τδ ροδαλό μω- ρουδίστικο πρόσωπο, τδ άπαλδ καΐ πρ6%[ΐο στήθος, τα κουκλίστικα χέρια μέ τα νυχάκια τα γυαλιστερά. 'Ώ, ναί ! τα νυχάκια τοΰτα είχαν δλο τδ κουράγιο νά σπαράξουν, καΐ δίχως νά ταραχτεί καθόλου τδ πο- νηρδ καΐ σκανταλιάρικο γέλιο της κυράς. Αυτή είταν ή Μαργαρίτα.

Ναί, λέει νικημένη ή 'Ιζαμπώ. "Ισως θάπρεπε νά τδ κάνω, Ισως έσύ α ύ τ δ νά Ικανές . . .

ΚαΙ βέβαια πού θά τδ Ικανά ! Τδ ρωτίζς ; Έσκυψε ή πριγκηπέσσα τδ κεφάλι, τδ μάτι της χώνεψε.

Είναι τόσο νέος ! . . .

Μονομιάς ή βαρωνέσσα είχε τιναχτεί.

Νέος ; Ικανέ. Νέος ; "Ως πόσο ;

Δέν ξέρω. . . Παιδάριο πές. . . Τά μάτια της Μαργαρίτας σπίθιζαν.

! μά τότε. . . ά ! μά τότε. . . ΚαΙ πές μου, καλή αδερφή, παρακάλεσε σκύβοντας στ* αύτΙ τής πριγκηπέσσας μέ γελάκι ταραγμένο, είναι καλοκαμωμένος ; Ιχει κορμί δ\ιορψο ; . . .

Δέν ξέρω, αποκρίθηκε πάλι, άθυμα, ή *Ιζαμπώ καΐ τραβήχτηκε μακρυά της.

Στάσου, στάσου, πρέπει νά μοΟ πεις ! Κι άφησε, τί σέ νοιάζει σένα ! Έγώ θά τά διορθώσω δλα. Αύτδς ό ΣαΙντ -Όμέρ είναι χοντρό• κέφαλος ! . . . Μπορώ νά τδν φέρω στά νερά μας έγώ. Τί σέ νοιάζει ! . . . Λοιπόν, θά μοΟ τδν δείξεις τδν φυλακισμένο σου ;

Δέν είναι φυλακισμένος, είπε ή 'Ιζαμπώ καΐ σηκώθηκε.

Δέν είναι φυλακισμένος ; Τί ; λεύτερο τδν Ιχεις ; ! "Α, μά

196

τότε. . . 'Ιζαμπώ ! φώναξε ή Μαργαρίτα χαΐ ξεκαρδίστηκε. Α.εύχζρος μέσα στό κάστρο σου Ινας νέος πού σοΟ τόν έστειλαν γοά να τόν θανα- τώσεις ; "Α, δχι ! αυτά δέ μ' αρέσουν, δχο, δέ μ' αρέσουν. Μήπως άλ- λαξες από τότε πού Ιχω να σέ ?δώ ;

ΓελοΟσε ή κυρά της "Ακοβας, γελοΟσε ακράτητα, καΐ τό μικροκα- μωμένο παχουλό κορμί της κυλιότανε πάνω στα μαξιλάρια τοΰ σεντου- κιοΟ, πού της τό είχε αφήσει αδειανό τώρα ή πριγκηπέσσα. Παράδοξη εξέλιξη μιας σκηνής πού Ελεγες πώς θα σταθεΤ τόσο δραματική προτοΟ αρχίσει ! Κ' είτανε κατενθουσιασμένη ή βαρωνέσσα, άπολάβαινε βαθιά τήν αναπάντεχη λύτρωση της άπό τόν αταίριαστο γι' αυτήν ρόλο τοΟ σωφρονιστή, καΐ πλημμύριζε βαθειά, ορμητική αγαλλίαση για τήν καλή τύχη πού τήν Εσπρωξε να Ερθει στην Καλαμάτα.

Ή ώρα είναι προχωρημένη, λέει ξερά ή πριγκηπέσσα.

Είχε σταθεί μπροστά στό παραθύρι κι ανάσαινε μέ ρουφηξιές κον- τές, ανυπόμονες, τήν ανοιξιάτικη νύχτα.

Καλή σου νύχτα, κάνει δίχως νά στραφεί.

Ή βαρωνέσσα Επαψε απότομα νά γελάει. Σηκώθηκε πειθήνια, καληνύχτισε κι άνοιξε τήν πόρτα της κάμαρας της.

"Ομως προτού ξανακλείσει τό πορτόφυλλο, στάθηκε μιά στιγμή στό κατώφλι καΐ κοίταξε τήν 'Ιζαμπώ πού της γύριζε τώρα επίμονα τή ράχη. Πάλι ζωγραφίστηκε στό πρόσωπο της ή απορία. "Ομως τό γέλιο στάθηκε δυνατότερο. Έβαλε Ενα χάχανο άταχτου παιδιοΟ, σκέπασε μέ τΙς παλάμες τό στόμα της καΐ σφάλησε τό πορτόφυλλο γοργά, μή τήν ξαναμαλώσουν.

197

ΛΛΜΛΜΛΛΚφ]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

ΓΟ μέρες αργότερα, 6 σενεσάλος ΣαΙντ - Όμέρ έφευγε άπό τήν Καλαμάτα. ΚουβαλοΟσε μαζί του, θριαμβικά, τή γραφή τοΰ Σγουρομάλλη πού τώ- ρα πια ήταν άχρηστη. Έ βαρωνέσσα κράτησε τό λόγο της. Είχε μονάχη της καταπιαστεί να δώσε: εξηγήσεις στά σενεσάλο. Τοϋ είπε πώς ή γραφή έφτασε στά χέρια της αδερφής της δταν είταν πια αργά, πώς έτσι κι αλ- λιώς δεν πέτυχε τόν επικίνδυνο σκο- πό της μια και δεν έφτασε στά χέ- ρια της Κεφαλής, άλλα τοΟ Σγουρο- μάλλη, καΐ πώς ή πριγκηπέσσα, κρί- νοντας δτι δέν είχε πιά καμμιάν α- ξία, τήν κράτησε προσμένοντας νά τήν παραδώσει στον ίδιο τό σενεσάλο τοΟ πριγκηπάτου της, μέ πρώτη ευκαιρία.

Μιά απορία μονάχα είχε απομείνει στδν ΣαΙντ-'Ομέρ: γιατί ή γραφή άργησε τόσο νά φτάσει στά χέρια τών Φράγκων.; Ζήτησε λοι- πόν νά Εδει ό ίδιος τόν ταχυδρόμο. ΤοΟ τόν έφεραν. Έ ανάκριση στά- θηκε σύντομη κ' οί εξηγήσεις τοϋ Σγουρού ικανοποιητικές. Τον εί)^αν εμποδίσει νά παρουσιαστεί στην πριγκηπέσσα, τόν έδιωξαν άπό τήν πόρτα τοΟ ν.άοτρο\} γιατί τόν πέρασαν γιά αγύρτη. 01 δυο σεργέντες, πού φυλάγανε βάρδια τή μέρα πού παρουσιάστηκε, αναθυμήθηκαν άκρες - μέσες τό περιστατικό, τό μολόγησαν.

ΚαΙ γιατί έφερες τή γραφή στην κυρά κι δχι σε μένα ; ρώτησε τελεταϊα & σενεσάλος κοιτάζοντας επικίνδυνα τόν Σγουρό.

Ταξιδεύω στους τόπους σας γιά πρώτη φορά, αποκρίθηκε τό παιδάριο, δεν ήξερα άν ή εύγενεία σου βρίσκεται στην Ανδραβίδα ή στην Καλαμάτα. "Εμαθα στό δρόμο πώς ή πριγκηπέσσα είναι στην Κα- λαμάτα καΐ στοχάστηκα πώς κ' έλόγου σου θά βρίσκεσαι έδώ, αντάμα μέ τήν κούρτη.

Στραβομουτσούνιασε ό Σαίντ-'Ομέρ. Δέν τοΟ άρεσε νά δείχνεται πώς αδτός έχει τ' άδικο κ' ένας βιλάνος τό δίκιο. Ένα μονάχα κατα- φύγιο απόμενε τώρα γιά τόν έγωϊσμό του : νά εκτελεστεί ή όρμήνεια τοΟ Σ^ίουρομίλΧη.

198

Ό άνθρωπος αυτός πρέπει νά θανατωθεί, είπε σκύβοντας στ' αυτί της βαρωνέσσας πού παραστεκότανε στή σκηνή αδτή.

"Εγνοια μην έχετε, άρχοντα σενεσάλο, βεβαίωσε ή Μαργαρίτα δίχως νά ξεκολλάει τό μάτι της άπό τόν Σγουρό. Ό άνθρωπος θα θα- νατωθεί.

Τστερα άπό τοΟτο, ήσυχος πια δ ΣαΙντ-Όμέρ, έφυγε για τήν Αν- δραβίδα.

Τό Ιδιο βράδυ, ό Σγουρός άναζητοΟσε επίμονα τόν Κοκκινοτρίχη. Τστερα άπό τόν πρώτο διάλογο τους, τόν δχι καΐ τόσο φιλικό, τή μέρα που τό παιδάριο πρωτόρθε στό κάστρο, ό μενεστρέλος είχε κατορθώ- σει αγάλια - αγάλια νά τοΟ κερδίσει τή συμπάθεια. Ανταμώνονταν τό συνηθέστερο τα βράδυα, δταν δλα γύρω ησυχάζουν, σέ μια γωνιά της αυλής ή στον -περιφερειακό ^ρόμο των τειχιών. Έκεϊ καθισμένοι, πότε ατά σκαλοπάτια της εκκλησιάς καΐ πότε στην κώχη μιας τάπιας, κου- βεντιάζανε για τα περασμένα καΐ για τά μελλούμενα, γιά του; μακρυ- νούς τόπους, τή μεγάλη θάλασσα, τήν κυρά τοΟ κάστρου, τή μοίρα των ανθρώπων, τό θάνατο καΐ τή ζωή.

Λοιπόν νά κουβεντιάσουν γιά θάνατο ζητοΟσε κι απόψε ό Σγουρός τόν Κοκκινοτρίχη. ΓιατΙ τώρα πιά αμφιβολία δέν τοΟ έμενε καμμιά. Μ' δλο πού δεν είχε ακούσει τά τελευταία λόγια τοΰ σενεσάλου μέ τή βαρωνέσσα, τό κάλεσμα του και μόνο άπό τόν ΣαΙντ -'Ομέρ τά έκανε γι' αυτόν δλα φανερά : Τήν ώς τά σήμερα άργητα τή χρωστούσε στην πριγκηπέσσα. Μά τώρα πού ό ΣαΙντ -'Ομέρ γνώρισε τήν άτιμη όρμήνεια τοϋ Σ^{0'^ρο[ιάλλ^], τό γραμμένο θάπρεπε βέβαια νά πληρωθεί . . .

Τό αίμα του έφερνε βόλτες ξαφνικές, σβουριχτές, καΐ πάλ: άνα- ρουφιόταν. Ό συγγενής 6 δικός του, πουλάει τήν ορθοδοξία στό Φράγκο, ποιος ξέρΞΐ γιά ποια σιχαμερή άντίχαρη . . . "Ωχ! καΐ νά συλλογιέσαι πώς έδώ καΐ λίγους μήνες τόν είχε στά χέρια του τόν Σ-^οορομά,λλη, πώς στάθηκε κάμποσην ώρα κλεισμένος μέσα σέ μιά κάμαρα του Μυ- τζηθρά μονάχος μαζί του. Τότε νά ήξερε δ, τι ξέρει τώρα, με πόση αγαλ- λίαση θα χούφτιαζε Ινα λεπίδι νά τοΟ τό μπήξει στό πλευρό ! Μά δχι, τίποτα δεν ήξερε τότε, εϊταν ακόμα άπραγος, όρνίθι, και τόν κοίταζε τόν προδότη με στόμα ανοιχτό άπό θαυμασμό και καρτερούσε τήν προσ- τασία του, τή οχορ•^Ύ\ του.

ΙΙοϋ διάτανο είναι απόψε τούτος ό Κοκκινοτρίχης ! "Ανοιξε ή μαύρη νύχτα τό στόμα της καΐ τόν κατάπιε ; Φέρνει βόλτες ανήμερες ό Σγου- ρός, ανεβαίνει στά χαγιάτια, κατεβαίνει στά κελλάρια, ψαχουλεύει στή σκιά της αυλής, κατηφορίζει στό διάζωμα των τειχιών, δμως πουθενά δέν τόν βλέπει. Ψάχνει μανιακά, αψηφώντας ακόμα καΐ τόν κίνδυνο νά τόν τιρο<:ζίϊ^ο\)^ ^ νά τόν .βάλουν στά σίδερα. Ιδέες παράφορες περ- νάνε άπό τό μυαλό του : Νά μπει κλεφτά στους στάβλους, ν' αρπάξει τόν Άστρίτη καί νά λακήσει, στά τέσσερα. "Ομως ή κάτω σιδερόπορτα είναι σφαλιστή, Νά κρεμαστεί μ' Ινα σκοινί άπό τό τειχΐ και νά φύ- γει τρέχοντας μέσα στή νύχτα. Δέ θά τόν δούνε οί βιγλάτορες ; Νά προσμένει τήν αυγή καΐ τότε νά ξεκόψει ανακατεμένος μέ τους χωριάτες πού μπαινοβγαίνουν κουβαλώντας σέ φορτωμένα ζώα τΙς σοδιές . . . "Ολα τούτα είναι καΐ χοΚ\^Ί]ροί κι άνέμυαλα. ΚαΙ πάνω άπ'δλα, ναί . . . τόν

199

παίρνουνε μακρυά της, μακρυά άπό τή μοναδική γυναίκα πού όνειρευ- τη•/ε στή ζωή. "Αν,. . αν Ιτρεχε σ* αυτήν, καΐ της μιλοΟσε, καΐ της έλεγε την απελπισία του ; . , .

Έ σκέψη τούτη δέν είναι πιδ φρόνιμη άπό τΙς προηγούμενες, δμως έχει τό βαρύ θέλγητρο να τόν ξαναφέρνει κοντά της, ακόμα πιό κοντά άπό τώρα. Βρίσκει επιχειρήματα πλήθια νά τήν τονώσει: Τό κάτω - κάτω πριγκηπέσσα είναι, άρα δυνατότερη κι άπό δέκα μαζί σενεσάλους. 'Τστερα, τοΰ δίνεται ή ευκαιρία νά της εξηγηθεί γιά μιά φορά, ξεκά- θαρα, πέρα γιά πέρα, νά ξεδιαλύνει τήν παρεξήγηση πού βαραίνει τή ζωή του καΐ πού τόν αναγκάζει νά φεύγει κυνηγημένος, σάν ψυχή κολα- σμένη, άπό παντού. Ναί, ναί, στην πριγκηπέσσα θά τρέξει, θά προαπί- σει και θά της πει : «"Οχι, δχι, δέν Ιρχομαι νά σοΟ ζητήσω χάρη, ούτε συμπόνια ! Οί άντρες δέ ζητάνε ποτέ προστασία άπό γυναίκα. ΣοΟ ζητώ μονάχα νά μ' ακούσεις, νά με δικάσεις μονάχη σου, κι άν με κρίνεις άξιο γιά θάνατο, θανάτωσε με ! »

Ά μπα! ή θηλειά της κρεμάλας δέν είναι ή αγκαλιά πού πρέπει στό λαιμό σου, παλληκάρι μου, είπε περιγελώντας μιά φωνή βραχνή κοντά στά πόδια του.

Είχε ξεχαστεί καΐ μονολόγησε δυνατά" τόν άκουσαν. Καρφώθηκε στον τόπο, παγωμένος. Άπό τή φωνή ωστόσο αναγνώρισε τό πλάσμα πού αναδευόταν στά σκαλοπάτια της εκκλησιάς. Δόξα νάχει ό Θεός ! είταν ό Κοκκινοτρίχης.

ΠοΟ ήσουνα ; σ* έψαχνα όλοΟθε ! έκανε ανακουφισμένος τέλος κ' έπεσε καθιστός δίπλα.

Είχα άλλες δουλειές, αποκρίθηκε ό μενεστρέλος αόριστα, δίχως ν' άποσώσει τήν εξήγηση, κατά τό συνήθειο του.

Κάθονταν δίπλα - δίπλα, αγκαλιάζοντας τά καλάμια των ποδιών τους. Τό μισοφέγγαρο είχε ψηλώσει, δμως τή δική τους τή γωνιά τήν έθαβε πηχτή σκιά. Άπό δίπλα, στους στάβλους, κάπου - κάπου Ινα ϊ- Χο^ο αναταραζότανε στον Οπνο του, φρούμαζε καΐ βροντούσε μουγγά τό πέταλο στον στοιβαγμένο χάμου σανό.

Ανυπόμονα, λαχανιαστά, ό Σγουρός ανιστόρησε στό μενεστρέλο τά σημερινά περιστατικά. Έ φωνή του είταν πνιχτή, μέ τά φλετουρί- σματα δμως της καρδιάς του ανέβαιναν στό λαιμό του ξαφνικά ξεσπά- σματα. Ό Κοκκινοτρίχης ατάραχος, μισοξαπλωμένος άνετα, τόν άκουγε μέ ί}πο\ιο'^•ίΐ.

"Ολ' αυτά τά ξέρω, είπε σάν ή αφήγηση πήρε τέλος.

Τά ξέρεις ; Ποϋ τά ξέρεις !

Τά ξέρω. Ή τύχη σου δέν είναι καΐ τόσο άσχημη πού φαντά- ζεσαι, παλληκάρι μου.

Συχνά τό είχε παρατηρήσει στΙς συνομιλίες τους ό Σγουρός : "Ηξερε πολλά πράματα ό Κοκκινοτρίχης, πολλά κι άγνωστα γιά τους άλλους έκεΐ μέσα. Τόσες μέρες τώρα δέν είχε κατορθώσει τό παιδάριο ν' ανα- καλύψει άπό ποϋ καΐ πώς μάζευε τΙς πληροφορίες του ό μενεστρέλος. Τό μόνο πού είχε παρατηρήσει είτανε πώς, τήν ήμερα, πολύ σπάνια τύχαινε νά τόν ΐδεΤ.

Δέν ξέρω τί θές νά πεϊς, αποκρίθηκε δύστροπα, νευρωμένος

200

για τήν κρυψίνοια καΐ τήν αταραξία τοΟ ξένου. Τό μόνο πού νιώθω εί* ναι πώς πρέπει να δοθεΤ Ινα τέλος σέ τοΟτο δώ τό μπέρδεμα.

Τό '^οβ σου ! μή βιαστείς, έκανε ό Κοκκινοτρίχης κ' έβαλε τό χέρι του μαλακά πάνω στό \ίπρ'χταο τοΟ ΣγουροΟ. Ή μοίρα έχει πε- ρισσότερο νοΟ άπό σένα. Κι άπό μένα, πρόσθεσε γελώντας άφωνα.

Κάθησαν ακόμα λίγο δίπλα -δίπλα, δίχως να μιλάνε. Κοιτάζανε τό μισοφέγγαρο πού ανέβαινε στον ουρανό. Είταν κρουσταλλένιος δ ου- ρανός καΐ -κρόος, νύχτα τΫ)ς πρώτης άνοιξης. ΓΙιπέριζε στα ρουθούνια ό αέρας, μυρίζοντας σανό βρεμένο. Ό Σ•'{0Όρός έδωσε μιά καΐ σηκώθηκε.

Καληνύχτα !

Δέν έλαβε απόκριση. Τράβηξε σκυθρωπός για τήν κάμαρα του. Ανεβαίνοντας τή σκάλα, στοχαζότανε πικρά πώς ούτε καΐ τοΰτος δ μο- ναδικός άνθρωπος πού έλεγες πώς θα συμμεριστεί τή θλιβερή του θέση, φανέρωσε καμμιά συγκίνηση. ΤοΟ εϊταν γραφτό λοιπόν νά πχει άκλαυ- τος. Ή θύμιση τοΟ κακόμοιρου τοΟ Ζερβοχέρη τοΰ ήρθε γιά πρώτη φορά στό νοΟ, υστέρα άπό τόσες μέρ2ς. "Αχ, εκείνος είταν άνθρωπος!. .. ΚαΙ σφίχτηκε μέ νοσταλγία κρυφή ή καρδιά του.

Τήν άλλη μέρα ωστόσο τίποτα τό ασυνήθιστο δέν τοΟ έτυχε. Ούτε καΐ τήν παράλλη. ΆκορΎΐ\ιί'^ος καθότανε νά περιμένει τό μοιραίο και σάστιζε πού δέν τό έβλεπε νάρχεται. Τήν απόφαση του νά παρουσιαστεί στην πριγκηπέσσα τή νέκρωσε μέσα του, δίχως νά ξέρει κι ό Ιδιος γιατί, ή κουβέντα τοΰ Κοκκινοτρίχη. Κ* οί σκέψεις του γιά φευγάλ'α ακόμα περισσότερο κρύωναν. Ξανάβρε τό μενεστρέλο καθισμένον στά σκαλοπάτια της εκκλησιάς τήν τρίτη νύχτα άπό τό μισεμό τοΰ ΣαΙντ Όμέρ, δμως δέ μίλησαν καθόλου γιά τά Ιδια. Ό Σγουρός απόφυγε άπό περηφάνεια, ό άλλος δέν έδειξε ούτε πώς άναθυμάται κάν τό περι- στατικό.

Τήν τέταρτη νύχτα ωστόσο, καθώς γύριζε στην κάμαρα του, κάτ^ παράδοξο τοΟ έτυχε.

Είχε μόλις προβάλει στό χαγιάτι, ξεμπουκάροντας άπό τή σκοτεινή σκάλα, δταν τ* αυτί του πήρε τρίξιμο άπό βήματα, κάτω, στην έρημη αυλή. Είταν περπάτημα άντρίκιο, ζωηρό. Έσκυψε νά κοιτάξει.

Δέν είδε τίποτα στην αρχή. Ό άνθρωπος θά προχωροΟσε φαίνεται κάτω άπό κάποιο χαγιάτι, σύρριζα στους τοίχους πού έκρυβε ή σκιά. Ξάφνου πρόβαλε εκεί - δά, σχεδόν κάτω άπό τά κάγκελα τοΰ ΣγουροΟ, στό φώς τοΟ φεγγαριοΟ. Δέν είτανε μόνος. Ένα παιδόπουλο τόν συνό- δευε, αλαφροπατώντας, τό ίδιο εκείνο πού είχε πρωτοδηγήσει τόν Σχουρί) στην κάμαρα του.

Στάθηκαν μιά στιγμή κι άνταλλάξανε δυό - τρεις κουβέντες. Τό παιδόπουλο κάτι έβαλε στό περσίκι του ευχαριστώντας, ίσως κανένα πουγκί. Ό άντρας τυλίχτηκε στό ταμπάρο του κι ανοίγοντας τό βήμα δρασκέλισε τήν αυλή. Τότε, μεμιάς, βλέποντας τή μπέρτα τούτη πού πλαταγίζει μαλακά στό νυχτερινόν αέρα, ό Σ-^ουρός ανατρίχιασε. Γαν- τζώθηκε στην κουπαστή γιά νά μήν τρεκλίσει. Ό άντρας πού ξεμά- κραινε στή φεγγαρόλουστη αυλή μέ τό βουβό χαμοπέταμα τοΟ δρνιου, είταν ό Ιδιος ό ψευτοκαλόγερος τοΰ Μυτζηθρά, ό πράχτορας τοΟ Σγου- ρομάλλη.

201

Δέ μπόρεσε να σαλέψει τό παιδάριο, δέ μπόρεσε να σπάσει τ' αμ- πόδεμα πού τό κάρφωνε στή θέση του, παρά μόνον άφοΰ 6 άγνωστος είχε καταχωνιαστεί στή χωνευτή πέτρινη σκάλα. Έφευγε από τό κάστρο. "Ομως ήρθε ! Ήρθε. . . "Αρα ανακάλυψε τό λημέρι του. ΚαΙ τώρα άλλη μιά σκοτεινή ζάρα ξεσκεπαζότανε στην ιστορία της γραφής, συνειρμός αυτόματος άπό συλλογισμούς λειτουργοΟσε, κ' Ινα χέρι αόρατο Ιγραφε πάνω στό μεγάλο ά.οηροο^ζρ6 φύλλο της αυλής, με γράμματα ολοκάθαρα, τήν εξήγηση : Ό ά'/Βρωιιοζ αυτός Ικλεψε τή γραφή μαχαιρώνοντας τό μαντατοφόρο κατά διαταγή τοΟ Σ-γουρομάλΧη, παραμόνεψε τόν άνηψιό τοΟ πρωτοστράτορα στή Μεσαρέα, έχασε αναπάντεχα τ'άχνάριατου, τά ξαναβρήκε πάλι στην Καλαμάτα, ειδοποίησε ευθύς τόν Σαΐντ-Όμέρ χ' ερχότανε σ' αδιάκοπη συνεννόηση με τους έδώ Φράγκους.

Τούτα ανάδευε μέσα στό νοΟ του §να μεγάλο \ίίρος της νύχτας, κλεισμένο; στην κάμαρα του, ό Σγουρός. Ό ΣαΙντ-'Ομέρ είχε φύγει, κι δμως ό φονιάς ήρθε απόψε στό γ,ίοχρο, νύχτα, καϊ κάποιον αντά- μωσε. Ό κάποιος αυτός δέν μπορεί παρά νά είναι εχθρός δικός του, τοΟ Σγουρού. Ποιος δμως ; Ή ίδια ή πριγκηπέσσα ; "Ω, πίκρα ! μήπως ή βαρωνέσσα ή αδερφή της, πού παραστάθηκε στην εξέταση του άπό τό σενεσάλο καΐ πού τόν κοίταζε δλη τήν ώρα έτσι άπληστα ; . .

Κοντά τά χαράματα, τόν πήρε ό ΰπνος, καΐ ξύπνησε αργά τ' άλλο πρωί. Σά νά είχε συνηθίσει άπό τά πολλά στΙς αγωνίες καίπιά δέν τοϋ αναστάτωναν ολοκληρωτικά τήν ψυχή. Ή νιότη του, στό βάθος, έβγαινε πάντα δυνατότερη. Ξύπνησε ξεκούραστος, φρέσκος, και καθώς γίνεται πάντα τό πρωΐ, καταφρόνεσε τις ανησυχίες του της περασμένης νύχτας.

«Δέ βαριέσαι! συλλογίστηκε, μιά γυναίκα θά μέ βάλει εμένα κάτω ; Ή μήπως ό χοντροκέφαλος εκείνος ό σενεσάλος ! . . . Δέκα μαζί Φράγ- κοι δέν Ιχουνε τή γνώση μισού Ρωμιού.» Τεντώθηκε σά νεαρό λαγωνικό, τάνυσε τά μέλη του καΐ γέλασε μονάχος. Τό Ινιωθε τόσο σφιχτό και μαζί τόσο λυγερό τό κορμί τοΟτο ! "Ιδιο καλοδουλεμένο ατσάλι. Μπροστά στό διαπλατωμένο παραθύρι του, ανάσαινε βαθιά, ίσαμε κάτω στό διά- φραγμα, τόν κοφτερό άνοιξιάτη αέρα. Έ αναγκαστική αδράνεια άπό καιρό τόν βάραινε, καταντούσε άρρώστεια της ψυχής, θά ήθελε νά τρέ- ξει, νά λαδώσει τους αρμούς του, νά παίξει μέ λεπίδες, νά ζυγιαστεί επικίνδυνα πάνω άπό γκρεμνό. Κάποιες στιγμές, άναθυμότανε νοσταλγικά τΙς ώρες πού τόν κυνηγούσαν γιά ροβολάτορα στ' Άνάπλι. "Αχ ναί, τότε, τότε πού λαχάνιαζε καΐ πού ρουφούσε άπληστα, κοντανασαίνοντας, τόν αέρα, τότε μονάχα γευότανε στ* αλήθεια τήν ουσία της ζωής.

Κατέβηκε στην αυλή αλαφρός, χαρούμενος, μέ περπατησιά λεβέν- τικη. Κατά βάθος δέν τοΟ κακοφαινότανε καθόλου πού είχε γίνει ανα- πάντεχα πρόσωπο σημαντικό και τό κυνηγάνε, τό δολιεύονται, τό κατα- δικάζουν σέ θάνατο ακόμα. Στην αυλή, οΐ γερακάρηδες γυμνάζανε τά δρνια. Στά χέρια τους, κρατούσανε λουριά μακρυά μέ δεμένα στην άκρη κόκκινα κουρέλια πού παρασταίνανε τά πουλιά, καΐ τά σβουρίζανε σά σφεντόνες. Τά γεράκια, πού είχαν πηδήξει άπό τους γρόθους, σαίτευαν ανηφορικά τόν αέρα, κόβανε βόλτες στά μεσούρανα κ' ύστερα χυμοΟσαν κάτω, νά πέσουν σάν πέτρες πάνω στά κόκκινα δολώματα. Τρέμιζαν τά δεμένα στΙς λιανές τους γάμπες κουδουνάκια, κι ό πρωινός, ό διάφανος

202

αέρας, άηδονοΟσε όλοΟθε άπό κρουσταλλένια κουδουνίσματα που κατρα- κυλάνε τόν κατήφορο ή σβήνουνε τ' άψήλου.

Πέρασε μέ'τό κεφάλι στητό ανάμεσα στους γερακάρηδες καΐ στΙς δοΟλες πού κουβαλούσανε νερό άπό τό πηγάδι. ΤοΟ φάνηκε πώς ή εμφά- νιση του τραβοΟσε τήν προσοχή. Χάρηκε τήν πρόσκαιρη τούτη δημοτι- κότητα καΐ στύλωσε ακόμα περισσότερο τό γ,ορ^ίχου. "Εκανε μιά βόλτα μέ Οφος ανώτερο στά τειχιά, στΙς μεσαυλές, στά λιακωτά καϊ στά χα- γιάτια. Τα χτίρια τοΟ κατώτερου προσωπικοΟ είταν πολλά καΐ σ' δλα μποροΟσε λεύτερα ν' αλωνίσει. "Ομως τ' αρχοντικά τοΟ είταν άπαγορε- μένα. ΈκεΙ στά δώματα δπου γ.ο'^εύου'/ οΕ ιππότες μέ τους σκουταρά• τους, οί γυναίκες, ή πριγκηπέσσα τέλος, δέν είχε τό δικαίωμα νά ξα- νοιχτεί. Τά θωροΟσε πάντα άπό μακρυά καΐ ρέμβαζε. Αυτό γινότανε τά βράδυα, τότε πού ή μεγάλη αυλή άδειαζε, καΐ πού τό φιλότιμο του δέν Ιτρεχε κίνδυνο κανένα. Ή ψυχή του μπορούσε τότε λεύτερα νά ονειρευτεί.

Τό μεσημέρι, στό μαγερειό, βρέθηκε πάλι αντάμα μέ τους γνώριμους τους υπηρέτες. Ό σταβλίτης χαριεντιζότανε μέ τη Βαρβάρα, 6 φραγ• κοκαλόγερος Ιπινε στή γωνιά του γεμάτος αξιοπρέπεια κ* εμβρίθεια. Είτανε κ' οί άλλοι ομοτράπεζοι, άπό τους περαστικούς εκείνους πού ανα- νέωναν ολοένα τό μικρό λαό τοΟ κάστρου. "Ολοι τους, μόλις αυτός μπήκε, σώπασαν, τόν κοίταξαν κλεφτά.

Τό πράμα, τώρα, τοΟ έκανε εντύπωση. Σάν κάτι καινούργιο νά είχε μεσολαβήσει, κάτι πού τόν αφορούσε άμεσα καΐ πού τοΟ Ιμενε άγνωστο ωστόσο. Κάθησε άκορηιιί'^ος. Έ Βαρβάρα, πού τόν καλοκοί τάζε πάντα, τοΟ έφερε τό φαϊ καΐ σύγκαιρα τοΟ έριξε μιά ματιά γεμάτη ανησυχία.

Σιγά -σιγά οί κουβέντες ξαναδένανε γύρω. Κάμποσοι σαγιτάτορες καθισμένοι δεξιά, χωράτευαν μεγαλόφωνα καΐ τέίνανε μ' απληστία. Εί- χανε βάλει στοίχημα μ' Ινανε τής παρέας τους πού κοκορευότανε πώς θα πιει ένα κράνος ξέχειλο κρασί. Αναποδογύρισαν τό ασημοκαπνισμένο κράνος, άδειάσανε μέσα δυό μουρχούτια καΐ τοΟ τό πασάρανε. Βούτηξε κείνος τό κεφάλι του κι άρχισε νά πίνει μέ μεγάλες καταπισές. ΟΕ άλ- λοι γύρω βροντούσανε στην τάβλα τΙς γροθιές τους, ξεκαρδισμένοι.

Ό νεαρός γερακάρης μπήκε καΐ τράβηξε κατά κει πού κάθονταν οί σύντροφοί του.

Μάθατε τό μαντάτο ; ρωτάει φωναχτά. Ό Ντελιούριας φουντά- ρησε στά νερά τής Αρκαδίας !

Κάποιο νόημα θά τοΟ κάνανε, γιατί ή κουβέντα κόπηκε στό στόμα του. Τους κοίταξε σαστισμένος, Οστερα τόν Σγουρό, καΐ σκύβον- τας άρχισε νά μιλάει χαμηλόφωνα κι αυτός. ΤοΟ φάνηκε τοΟ Σγουρού μιά -δυό φορές πώς έβλεπε κάποιους άπό τους γερακάρηδες νά τόν κοιτά- ζουν λοξά καΐ νά καμώνονται τόν αδιάφορο μόλις γύριζε πάνω τους τά μάτια.

"Ομως, άθελα του, είχε πάψει τώρα νά προσέχει. Ό νοΟς του γύ- ριζε άλλοΟ, κεντρισμένος άπό τήν πρώτη κουβέντα τοΟ νεαρού γερα- κάρη. Πάλι ό Ντελιούριας ! . . . Δέν είτανε τάχα σάν ένα σημάδι αλλό- κοτο τούτη ή περιοδική εμφάνιση τοΟ 'Αραγωνέζου κουρσάρου στή ζωή του ; Έ μορφή τοΰ Κοκκινοτρίχη, μέ τήν εντύπωση τής ημέρας πού πρωτογνωρίστηκαν, τοΟήρθε, δίχως νά ξέρει γιατί, στό νοΟ. «Πρόσε-

203

ξες το σημάδι της ; ατό μελίγγι της το ζερβί είναι τ6 σημάδι . . . » Αλήθεια, πολλές φορές άπό τή μέρα κείνη τοΟ είχε ξανάρθει στό νοΟ ή θύμιση της μισοτελειωμένης κουβέντας τοΟ Κοκκινοτρίχη. Τί μποροΟσε να ξέρει ωστόσο αυτός ; Οι άνθρωποι τοΟ είδους του είναι παράξενοι άγΟρτες. "Οσες φορές τόν ξαναρώτησε άπά τότε, αρνήθηκε κεΤνος να τοΰ δώσει καθαρότερη εξήγηση" χαμογελοΟσε μονάχα, κοιτάζοντας άλλου

Ζάλη ανάλαφρη, άποκάρωμα τοΟ μεσημεριοΟ Οστερα άπό τά φα' καΐ τδ πιοτό, θόλωνε τό νοΟ του. "Ακουγε σαν πίσω άπό παχύ παραπέ τασμα τά χοντρά γέλια των στρατιωτικίδν, τους γερακάρηδες πού σιγο κουβέντιαζαν βουίζοντας σα μελίσσι, τά χαχανητά καΐ τά τραγούδια

Ή Βαρβάρα είχε καθήσει σ' ενα σκαμνί κοντά στό τζάκι καΐ δί πλα της, άνακούρκουδα χάμου, ή Υπατία. *0 Ρωμιός καλόγερος, μέ άγ κώνες ριγμένους στην τάβλα, 2σκυβε τόν πουλακιδένιο λαιμό του μπρο στα κ' Ιλεγε :

Διαβάστε τήν Αποκάλυψη, διαβάστε ! «Καί έστάθην έπΙ την άμμον της θαλάσσης καΐ είδον έκ της θαλάσσης ^ηρίο^^ άναβαϊνον, 2χον κέρατα δέκα καΐ κεφάλας επτά, καΐ έπΙ τών κεράτων αύτοΟ δέκα δια- δήματα, καΐ έπΙ τάς κεφάλας αύτοΟ ονόματα βλασφημίας.»

Χριστέ μου! σύγκρυο μέ πιάνει, έκανε ή Βαρβάρα χαϊδεύοντας τά χο'^τρά της μπράτσα.

Τί είναι τά δέκα κέρατα ; ρώτησε χαζά ή 'Γπατία.

ναί, ναί, τόν κοίταζαν. Δίχως νά τό θέλει, ένιωθε γύρω του τΙς κλεφτέ; ματιές νά τόν κεντάνε σποραδικά, σά βελόνια. Στύλωσε τόν κορμό του καΐ γύρισε τά μάτια του ?να ^ύρο, αυστηρά. Είδε τά κεφά- λια νά σκύβουν. ΤοΟ πέρασε γιά μιά στιγμή ή ίδέα νά ζητήσει εξήγηση, δμως τό βρήκε άνάξιό του. Άπόφαγε αμίλητα, σηκώθηκε σκυ- θρωπά καΐ βγήκε εξω.

Πάλι τοΰ φάνηκε, καθώς διέσχιζε τό μαγερειό, πώς ο£ κουβέντες είχαν πάψει καΐ πώς οΐ ματιές όλονών τόν συνόδευαν.

Πέρασε τήν αυλή μέ τό ίδιο αργό καΐ θεληματικά επιβλητικό βά- δισμα, συλλογισμένος δμως τώρα. Μιά στιγμή, έκεΐ πού ?κανε νά στρί- ψει γιά ν' ανέβει στην κάμαρα του, κάτι αόρατο σά νά τόν σταμάτησε. Άνασείστηκε μ' §να συναίσθημα ακαθόριστης δυσαρέσκειας καΐ κοίταξε γύρω του μέ απορία. Δυό ζευγάρια μάτια, άπό ψηλά, άπό τό χαγιάτι τοΟ αρχοντικού, τόν κοίταζαν στυλά. Ή ματιά του διασταυρώθηκε μέ τήν ξένη. Είταν ό Ιωάννης ντέ Τουρναί.

Δέν τόν είχε ξαναδεί άπό τή μέρα κείνη, στό αόΐε'^τρο πού ήρθε νά πάρει τήν πριγκηπέσσα. Των άλλονών αρχόντων οι μορφές τοΰ εί- χανε γίνει σιγά - σιγά γνώριμες, κι άς μήν ήξερε τά ονόματα τους. Καθημερινά σχεδόν τους έβλεπε, πότε νά καβαλικεύουνε στην αυλή καΐ νά ξεκινούν ακολουθημένοι άπό τους σκουταράτους, πότε νά πεζεύουν γυρίζοντας άπ' Ιξω, πότε νά κάθονται στά χαγιάτια, τΙς λιακαδερές ήμε- ρες, καΐ νά παίζουνε σκάκι, νά κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους καΐ νά γελούν. Κάποιοι άπό δαύτους, φανατικοί κυνηγοί, γύμναζαν οί ίδιοι στην αυλή τά γεράκια τους. Μονάχα αυτόν δέν τόν είχε ίδεϊ ποτέ. Α- ναρωτιόταν συχνά τό γιατί, κι άν βρίσκεται ακόμα στην Καλαμάτα. Οί σταβλίτες τόν είχαν πληροφορήσει πώς ναί.

204

ΚαΙ λοιπόν νά πού τέλος φανερώνεται ό ιππότης με τό γαλάζιο σταυρό. Δέ φορούσε τήν αρματωσιά του τώρα. Είχε μακρύ χιτώνα τε- φρό, μέ φαρδειές βυσσινιές φάσες, καΐ τα χαλαρά του ξανθόμαλλα ανα- παύονταν ατάραχα στους ώμους του. Σφίγγοντας τή μέση του, κρεμό- τανε στό πλευρό του, άντίς σπαθί, §να πέτσινο απλό περσίκι. Τό πα- ρουσιαστικό του, καθώς πάντα, είχε κάτι τό ιερατικό.

Κοιτάχτηκαν για λίγο, δίχως νά σαλεύουν. Έ ματιά τοΟ ίππότη είτανε γαλάζια κι αλύγιστη. Τό πρόσωπο του είχε πάντα τήν αγγε- λική του τήν κανονικότητα, δμως σάν κάτι αδιόρατο νά τό αλλοίωνε τώρα. Ή Ικφραση είτανε σκληρή, μια σκιά μελανή τοΟ τσάκιζε άσχημα τό ριζομύτι.

Μηχανικά δ Σγουρός άλαφρόσκυψε τό κεφάλι του καΐ μέ τό δεξί του στην καρδιά Ιγνεψε 2να αόριστο προσκύνημα. "Οταν ξανασήκωσε τό πρόσωπο τοΟ φάνηκε πώς δ άρχοντας δέν είχε κάν σαλέψει" δχι, δέν τόν άντιχαιρέτησε. Πειραγμένο τό ρωμιόπουλο, άντιπέρασε καΐ χώθηκε στον άπόσκιο θόλο της σκάλας.

"Ομως ή ματιά τοΟ ίππότη στεκότανε πάντα \ικροο•:'χ στά μάτια του. Τήν πήρε μαζί στην κάμαρα του.

Τό Ιδιο βράδυ, ανεβαίνοντας αργά νά κοιμηθεί, υστέρα από τήν τα- χτική του συνάντηση μέ τόν Κοκκινοτρίχη, Ινιωσε σαστισμένος νά τόν σταματάνε στό σκοτεινό χαγιάτι. "Ενα χέρι απαλό είχε πιάσει τό δικό του καΐ μιά ανάσα θερμή τοΟ τύλιξε τό πρόσωπο.

Ποιος νά ζει ; ρώτησε άγριωπά, ξαφνιασμένος.

Δίχως νά τοΟ άποκριθοΟν, τόν τράβηξαν άπό τό χέρι μαλακά σε ορ6\ιο αντίθετο άπό τό δικό του. Ειτανε χάση καΐ τό φεγγάρι δέν είχε ακόμα βγει. Μέσα στό πυκνό σκοτάδι, ένιωσε πώς ανέβαιναν σκαλοπά- τια, άνοίγανε πόρτες, περνούσανε κάμαρες αδειανές, κατέβαιναν. Τέλος, κάπου σταμάτησαν.

Έμεινε ασάλευτος, νά περιμένει.

Στή διαδρομή τούτη είχε νιώσει καλά πώς ό οδηγός του είτανε γυναίκα. Άπό τήν άφή τοΟ χεριοΟ της τή λογάριαζε νέα. Χίλιες υπο- θέσεις διασταυρώνονταν στό νοΟ του, τό θαμπωμένον άπό τήν κατά- πληξη. Οί πρώτες του υπόνοιες στάθηκαν ανησυχητικές : «Τοϋτο είναι τό τελευταίο μου βράδυ, είχε συλλογιστεί. Έ όρμήνεια τοΟ Σγουρο- μάλλη έπιασε τόπο.» "Γστερα, προχωρώντας, είχε σκεφτεί πώς τό ξε- μπέρδεμα του άπό τους Φράγκους δέν είταν ανάγκη νά πάρει τό μυ- στικό κι άΙΧό-Λοτο τούτο χαραχτήρα. ΜποροΟσε νά γίνει καΐ στά φα- νερά" αφεντάδες δέν είτανε νά τόν κάνουν δ, τι θέλανε ; "Ομως, τότε, τί νόημα είχε τό αναπάντεχο περιστατικό ; Μιά σκέψη, κάλλιο κρυφή λαχτάρα, πού τοΟ χάραξε γιά μιά στιγμή στό νοΟ, τήν Ισβησε ευθύς ό ίδιος. "Οχι, δχι! δέ μπορούσε νά είναι αυτό. . . θά είταν υπερβολικά ώραΐο . . .

"Εφτασε στό τέρμα, ή στό σταθμό τουλάχιστο τοΟ ταξιδιοΟ του, μέ τήν καρδιά παλλόμενη, τήν ανάσα πιασμένη. ΠοΟ ξέρει κανένας ποτέ! . . . Στάθηκε νά περιμένει άφοΟ είχε ακούσει πιά τ' ανάλαφρα βήματα τής οδηγήτρας του νά ξεμακραίνουν. Λογάριασε πώς οί άρχόντοι θά είχανε τώρα πιά πλαγιάσει. Γυρίζοντας άπό τή συνάντηση του μέ τόν Κοκκι•

205

νοτρίχη, είχε ίδεϊ τα παράθυρα της μεγάλης σάλλας σκοτεινά. Έ βεγ- γέρα είχε πάρει τέλος. Ποιος λοιπόν τόν καλοΟσε τέτοιαν ώρα σέ μυ- στική αντάμωση ;

Τινάχτηκε νιώθοντας να τόν πιάνουνε πάλι άπό τό χέρι. Δέν είχε ακούσει καθόλου τα βήματα πού τόν ξαναζύγωσαν. Τπάκουσε ωστόσο καΐ πάλι στό βουβό κάλεσμα, κι ακολούθησε. Έκαναν μερικά βήματα, στάθηκαν, μια πόρτα χάραξε, είδε φως χαμηλό, άπό λυχνάρια, τόν άλα- φρόσπρωξαν νά μπεϊ, καΐ τό πορτόφυλλο σφαλίστηκε πάλι π(σωθέ του.

Κοίταξε γύρω μέ άπληστη περιέργεια.

Είτανε κάμαρα μέτρια στό μέγεθος, δχι λουσάτη. Δυό λυχνοστά- τες στημένοι διαγώνια, φωτίζανε τους άσβεστωμένους χοίγ^ους και τό πάτωμα τό (3τρω\ιί'^ο μέ χρωματιστά πλακάκια. Στον άντικρυνό χοίγ^ο κρεμότανε βαρειά καΐ μεγάλη πανοπλία εποχής περασμένης : κράνος, πελέκι, σκουτάρι, σπαθί, κεφαλοσπάστης καΐ λόγχη. Στό πλακόστρωτο κείτονταν σκορπισμένα, κατά τό συνήθειο τών Φράγκων, χορτάρια μυ- ρωδικά, φρεσκοκομμένα. Άναδίνανε μιά δροσερή πνοή, νοσταλγία υπαί- θρου, πού τή λίγωνε ή ζεστή ανάσα των λύχνων, γλυκερό χνώτο καμμέ- νου λαδιοΟ. Κάτω άπό τήν πανοπλία, σέ θρονί άπό μαϋρο ξύλο σκαλι- στό, καθότανε στητή, μ' ακινησία είδώλου, μιά νεαρή γυναίκα.

Ό Σγουρός τέντωσε τά μάτια του, σάστισε και δυσκολεύτηκε νά πιστέψει. Ωστόσο, νιώθοντας πώς έπρεπε νά διορθώσει τό γρηγορότερο τήν άργητα του, γονάτισε μέ τό 2να πόδι καΐ προσκύνησε τήν κυρά της "Ακοβας.

Έλα κοντά, βιλάνε ! είπε ρωμέϊκα ή προσταχτική φωνή της βα- ρωνέσσας.

Τινάχτηκε σά νά τόν βίτσισαν. Βιλάνος ; αυτός βιλάνος ;

Κυρά πανέμνοστη, της λέει όρθος πάλι, συγκρατώντας μέ κόπο τήν οργή του, δέν είμαι βιλάνος καΐ νά μέ συμπαθάς! Είμαι ευγενικό• πο^Χο, βλαστάρι μιας άπό τΙς πρώτες φαμίλιες τοΟ Μοριά. Σγουρό μέ λένε, άν έχεις ακουστά ! Σγουρό ί

Κι άναρίχνοντας τό ταμπάρο του, άνοιξε τό χιτώνιο ζερβά, πάνω στον κεντημένο μέ τό βελόνι "Αη- Θόδωρο.

Ή βαρωνέσσα τόν κοίταζε αμίλητη. Μιά ζάρα σκληρή της χάραξε τό μεσοφρύδι.

Είσαι Ρωμιός ή Φράγκος ; ρώτησε.

Ρωμιός, κυρά μου !

Τότε βιλάνος, ξανάπε ή κυρά τής "Ακοβας κοφτά.

Τό μάτι του θόλωσε, δμως τά δόντια του πού σφίχτηκαν τοΟ χα- λινώσανε τήν οργή.

Είμαι άπό τό γένος της μάννας σου, κυρά ! της λέει. Ή βαρωνέσσα ταράχτηκε.

Είσαι κακοκέφαλος ! κάνει, δμως πάλι συγκρατήθηκε. Τό άσπρο παχουλό χεράκι της έσφιξε θεληματικά τό λιονταροκέφαλο πού άπό- σώνε τ' άκουμπιστήρι τοΟ θρονιοΟ, καΐ τό μάτι της ημέρεψε, θόλωσε. Κοίταξε γιά λίγο αμίλητη τό νεαρό παλληκάρι μέ τό χαλκόχυτο γ.ορ[ίί, τήν τόση λεβεντιά. Σά νά τρέμισε τώρα τό υγρό της βλέμμα.

206

Στοχάζομαι, χάνε: αργά, πώς δέ θα ξέρεις τήν τύχη πού σέ προσμένει . . .

Τήν τύχη, κυρά ! Τήν τύχη μου τήν πλάθω μονάχος μου έγώ, μέ τοΟτα μου τα χέρια.

"Απλωσε τα χέρια του καΐ τα κράτησε τεντωμένα κάτω άπό τα μάτια της. ! μά είταν ανυπόφορος. Τό αίμα ανέβηκε στό κεφάλι τής βαρωνέσσας καΐ τα μάτια της άστραψαν. "Ομως τα χέρια του, τα γυμνά Ισαμε τους ώμους, εϋτανε τόσο ώραΐα, τόσο ωραία !

Δέ θά ξαναβγείς ποτέ άπά τοϋτο τό κάστρο, έκανε καΐ σύγκαιρα 2νιωσε κ' ή ίδια πώς ή φωνή της δίνει άλλο άπ* δ, τι θάθελε νόημα στα λόγια της. Ποτέ! ξανάπε άποροφημένη να τόν κοιτάζει.

"Αμποτε ν' αληθέψει ό λόγος σου ί

Τί άσπρα δόντια πού είχε ! Τα δόντια του εΙταν γυαλιστερά κι ά- σπρα σαν ξεφλουδισμένα μύγδαλα.

Λίγη ζωή σοΟ μένει ! τοΰ λέει ξαφνικά μέ σκληρή φωνή, σφίγ- γοντας πε:σματερά τΙς γροθιές της.

Στάθηκε παραξενεμένος να τήν κοιτάζει, δμως ατάραχος, δίχως καθόλου νά χλωμιάζει.

Αυτό . . . τά ήξερα, πρόφερε τέλος άφωνα κ' έσκυψε συλλογι- σμένα τό κεφάλι του. Στό νοΰ του είχε έρθει αόριστα ή σκοτεινή προει- δοποίηση τοΰ Κοκκινοτρίχη.

Τό ήξερες; Τό ξέρεις και δέν πέφτεις στα γόνατα νά ικετέψεις, νά κλάψεις γίά τή ζωή σου ; . . . Χά ! μαντεύω. Λογαριάζεις πώς πάντα θά βρεις τρόπο /^χ ξεκόψεις, νά ξεγελάσεις τους Φράγκους, Ι ; Τήν τύχη σου τήν πλάθεις μέ τά χέρια σου, είπες, θαρεϊς πώς θά γλυτώσεις άπό -τά χέρια μας, δπω; γλύτωσες κι άπό τοϋ Σγουρομάλλη !

Ή φωνή της είχε απότομα δυναμώσει καΐ τά μάτια της λάμπανε σκληρά. "Ομως σά νά τήν τρόμαζε κι αυτή τήν ίδια τό αθέλητο τοΟτο ξέσπασμα, κόπηκε ξαφνικά, και τά μάτια της, ανήσυχα, κοιτάξανε πίσω άπό τόν Σγουρό, τήν πόρτα.

Δέν τοΰ ξέφυγε τοΰ παιδάριου ή στιγμή αυτή. Παρ' δλη τή σα- στισμάρα πού είχε νιώσει ακούγοντας τ' δνομα τοΰ πρωτοστράτορα, παρ' δλη τήν αγανάχτηση πού τοΰ αναμόχλευε ή κατάφωρη τούτη ομο- λογία για τΙς συνεννοήσεις τοΰ συγγενή του μέ τους Φράγκους, ή τρο- μάρα της βαρωνέσσας τόν παραξένεψε. Γιατί αυτή ή τρομάρα ; Δέν εΐ- ταν λοιπόν νόμιμη ή αποψινή της επέμβαση ; Ό τρόπος πού τόν κάλε- σαν, πού τόν έφεραν μπροστά της, τοΰ ήρθε στό νοΰ. Αλήθεια, δέν Ιμοιαζε καθόλου μέ τόν τρότζο πού μεταχειρίζονται για τους καταδί- κους . . .

"Ολα τοΰτα τά σκέφτηκε ό Σ-^ουρδς "^ορ-^ά, μέσα σέ μιαν αστραπή τοΟ νοΰ, δσο ακριβώς χρειάστηκε ή βαρωνέσσα γιά νά συνέρθει άπό τήν τρομάρα της. Κ' είχε ακόμα τήν ετοιμότητα νά συγκρατήσει τό πρώτο του μηχανικό κίνημα, νά μή γυρίσει κι αυτός τά μάτια του κατά τήν πόρτα.

Έ βαρωνέσσα, πού τόν κοίταζε τώρα υπονιασμένη, δέ μπόρεσε νά διαβάσει τίποτα στό πρόσωπο του. "Οχι, ή στιγμιαία τρομάρα της φαί- νεται πώς δέν είχε προδοθεί . . .

207

Είσαι κακοκέφαλος καΐ φαντασμένος, λέει αδιάφορα, αυταρ- χικά. Έ νιότη σου είναι άνέμυαλη. "Αν ήξερες τί σέ περιμένει, σί- γουρα δε θα μιλοΟσες μέ τέτοιον τρόπο. Δεν πειράζει! σ' τό σχωρνάω. Νά, ίδές. Σοϋ δίνω καΐ τό δαχτυλίδι μου για φίλημα.

Καί, λέγοντας, τοΰ άπλωσε τό χέρι της τό σφιγμένο ίσαμε τάν καρπό σ' εφαρμοστό ολομέταξο μανίκι.

Δίστασε λίγο, την κοίταξε δίχως κανένα σημείο μετάνοιας ή δπο- ταγης, έσκυψε και φίλησε τη γ^ο'/τρΎ] δαχτυλιδόπετρα. Έτσι είναι πού ή Μαργαρίτα της "Ακοβας είδε τα πηχτά καστανά μαλλιά του, τά κυ- ματερά.

Άνέμυαλο παιδί ! αναστέναξε χαμογελώντας μέ λιγόθυμη ανάσα.

Έγινε μιά παύση. Τά σκορπισμένα στό πλακόστρωτο χορτάρια μυρίζανε ρεμβαστικά* πύκνωνε τόν αέρα ή γλυκερή ανάσα των λύχνων.

Δεν άγαπας τή ζωή, Σγουρέ ; ρωτάει ή βαρωνέσσα αφαιρεμένα.

Τή ζωή, κυρά μου ; ΚαΙ ποιος δέν τήν αγαπάει τή ζωή !

Τότε λοιπόν ; έκανε εκείνη καί δέν άπόσωσε τή φράση της. *Ανάρριξε μονάχα τό μανδύα της, σά νά ζεσταινόταν, καΐ σιγαναστέναξε.

Κυρά, κάνει ό Σγουρός αποφασιστικά, δέν είμαι μαντατοφόρος τοϋ Σ^ουρο\ίάλλΥΐ, ούτε βιλάνος. "Εχεις τήν ευχαρίστηση ν' ακούσεις ποιος είμαι ;

Τοϋ έγνεψε πώς ναί, όκνά, μέ τό βλέμμα χωνεμένο στό ρεμβασμό της. Κ' εκείνος της μίλησε τότε γιά τήν πατρίδα του, γιά τήν κακο- τυχιά του, γιά τήν καταραμένη συγγένεια του μέ τόν πρωτοστράτορα τοΟ Μυτζηθρα, γιά τό ξεστράτισμα που τόν Ιφερε στην Καλαμάτα. Της μιλούσε κι δλο κρυφοστοχαζόταν πώς, δ, τι τώρα της άνιστοράει, εκείνη θά πάει νά τό προφτάσει της πριγκηπέσσας, κ' έτσι τά λόγια του δε θα χαθοΰν, κ' έτσι ή γυναίκα τοΟ ονείρου θά ξανακούσει τ' δνομά του.

Ξεστράτισες λοιπόν, είπε συλλογισμένη ή Μαργαρίτα, γιά νάρ- θεις στην Καλαμάτα. Καί δέν πήγες νά βρεΙς τό σενεσάλο !

Ξεστράτισα, ναί, αποκρίθηκε κοκκινίζοντας, μέ τά μάτια χα- μηλωμένα. "Ισαμ' έδώ μποροΟσε νά της ομολογήσει" παραπάνω δχι.

Μά δέν τόν ρώτησε" τό είχε μαντέψει. Καί δέν τήν Ινοιαζε πολύ - πολύ. Τέτοια είταν ή Μαργαρίτα.

"Ακουσε, τοΟ λέει αφήνοντας τό βλέμμα της νά πλανηθεί πάνω του θολό. Έγώ σοΟ θέλω καλό. Δέν πρέπει νά σέ γελάσω λέγοντας σου πώς ή τύχη πού σέ προσμένει είναι ζηλευτή. "Ομως άφησε νά ίδοΟμε, μή θλίβεσαι. Κι άνίσως τό βρω σωστό, κάτι θά κάνω γιά σένα. Κ' ελα πάλι νά μέ βρεις, προτού φύγω άπό τήν Καλαμάτα . . .

Τόν κοίταζε ακόμα δίχως νά τόν διώχνει, μέ κάποιο παράπονο στά μάτια της. Τόν είχε ελπίσει πιό τολμηρό, πιό άσυλλόγιστο ; μέ θλίψη της τόν έβρισκε άπραγο στις γυναίκες. Δέν είχε καταλάβει, άχ ! δέν είχε καθόλου καταλάβει . . .

Σγουρό είπες σέ λένε, κάνει πάλι μέ μυστική ταραχή, γιά νά πεϊ κάτι, κι απλώνει τό χέρι της, τοΟ αγγίζει μέ τ' άκροδαχτύλια τά μαλλιά του. Πόσων χρονών είσαι ;

Είκοσιτριών, κυρά.

Κ' έχεις όμορφα μαλλιά ! γέλασε ερεθισμένη, μά σύγκαιρα,

208

σαν κάτι ν* άκουσε, στύλωσε αλαφιασμένη τό κορμί της κ' έστησε τ' αδτί.

Δέ σάλεψε καθόλου τό παιδάριο. "Εξω άπό τήν πόρτα σά ν' αύτια- ζότανε τώρα κι αυτός §να γοργό σούρσιμο να ζυγώνει.

Πήγαινε, πήγαινε τώρα ! κάνει αναστατωμένη ή βαρωνέσσα καΙ σηκώνεται πολύ χλωμή.

Δέν πρόλαβε να πει τίποτ' άλλο. Ή πόρτα πίσω είχε ανοιχτεί. Τά μάτια της Μαργαρίτας τεντώθηκαν.

Γύρισε κι αυτός. ΚαΙ σά να είχε ξάφνου δεχτεί 2να κατάστηθο χτύπημα, ταλαντεύτηκε πίσω - μπρος, τοΟ θόλωσαν τά μάτια.

Δέν τήν αναγνώρισε μέ τό πρώτο τή γυναίκεια μορφή πού στεκό- τανε μπροστά στό πορτόφυλλο. Εϊταν ψηλή, μ' ανάστημα βασιλικό, καΐ τό πρόσωπο της τό άσπρο είχε μιαν ακινησία μαρμάρινη. Κάτω άπό τά βαρειά ματόφυλλα μέ τΙς μακρυές βλεφαρίδες, τό ασάλευτο βλέμμα κοίταζε κατάματα τή βαρωνέσσα. Δέν είπε τίποτα, δέν έκανε χειρονομία καμμιά. Ή παρουσία της είχε κάτι τό επιβλητικό καΐ τό απίθανο.

Ένιωσε νά τόν τραβάνε κρυφά άπό τό χέρι, πισωπλάτισε σαστι- σμένος καΐ βρέθηκε πάλι σέ σκοτάδι βαθύ. Ένα βήλο είχε πέσει, καθώς τόσες Ισαμε σήμερα φορές στή ζωή του, κ' Ικρυψε τ' δράμα άπό τά μάτια του. Ή άγνωστη οδηγήτρα τόν τράβηξε βιαστικά κι αμίλητα ανάμεσα άπό τΙς κάμαρες τοΟ νυχτωμένου κάστρου καΐ τόν έβγαλε πάλι στό χαγιάτι. Βρέθηκε μόνος. Τό λειψό φεγγάρι μόλις έβγαινε' φώς κι- τρινωπό, νεκρικό, άνέτελλε πάνω στους τοίγρυς καΐ στΙς πλάκες. Μύρι- ζαν αόριστα κάποια γιασεμιά.

Πήρε, πάλι, αργά, τό ^ρ6\ιο γιά τήν ερημική του κάμαρα κ* ένιωσε πώς κουβαλάει μαζί του τόν βαθύ πόνο μιας "πληγής πού ξανάνοιξε.

14 Ή Πριγχηηίοαα Ίζαμπώ

209

^&.

■■■■■■■■"^'"""""'^

""*■■""■

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ'

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΑΓΕΡΙ

Ι ΔΓΟ άδερφάοες είχαν μείνει μόνες. Δέ μιλοΟσε ή *Ιζαμπώ. Κοίταζε τή Μαργαρίτα ασάλευτη, μέ τά κεφάλι ψηλά, τό μικρό σαγόνι της τεντωμένο, τα μάτια μισόκλειστα κάτω άπά τα βαρεία ματόφυλλα. Κ* είχε τό κορμί στητό, πολύ ίσιο. "Ομως τό βλέμμα της, τά θολό κι αόριστο μέσα στην υγρή σκιά πού ρίχνανε τα ματόκλαδα, σα να γινόταν δλο και πιό Ι'^τοΊΟ, δλο καΐ πιδ βαρύ.

"Αναδεύτηκε μέ δυσφορία ή βα- ρωνέσσα μέσα στ' αόρατο πλεμάτι πού της είχανε ρίξει και τή δέσανε. Ανα- δεύτηκε στην αρχή ανήσυχα, υστέρα μ' αγανάχτηση. Μια σκιά κακίας της μελάνωσε τό κυρτό κι άσπρο μέ- τωπο, τό μωρουδίσιο.

Έ πριγκηπέσσα δέν είπε λέξη. Γύρισε καΐ τράβηξε πάλι κατά τήν πόρτα όποΟθε είχε μπεΤ.

*Ιζαμπώ ! §κραξε ή κυρά της "Ακοβας. Ίζαμπώ ! καΐ τά πο- νηρά ματάκια της γέλασαν. ΠοΟ πάς ; Στάσου ! Στάθηκε ή πριγκηπέσσα, δίχως νά στραφεί.

Καλή αδερφή ! φωνάζει γελώντας ή βαρωνέσσα καΐ τρέχει κοντά της. Γιατί δε μοΰ μιλάς ; Τί σοΟ ήρθε ; Σοΰ κακοφάνηκε πού δέ- χτηκα τήν παράκληση αύτοΟ τοΟ βιλάνου ; θά σοΟ πω τήν αλήθεια : τόν λυπήθηκα. Είτανε τόσο σκιαγμένος ! Δέν είχε τό κουράγιο νά σοΟ προσπέσει γιά τή ζωή του καΐ μ' ικέτεψε νά μεσολαβήσω Ιγώ. Έ ! δέν είναι δά και μεγάλο τό φταίξιμο ! Ούτε ανακατεύτηκα καθόλου στά δικαιώματα σου . . . Αογάριαζα νά σέ παρακαλέσω μονάχα, άνίσως θε- λήσεις νά τόν λυπηθείς . . .

Σταμάτησε, γιατί είχε τήν πρεπούμενη πονηρία νά ξέρει πώς δι- καιολογείται μονάχα 6 φταίχτης. Σταμάτησε καΐ βρήκε πάλι τό ατά- ραχο ΰφος της, τήν αξιοπρέπεια.

"Οπως έσύ κρίνεις, κάνε, είπε τέλος αδιάφορα. Τό κάτω -κάτω, έμενα τήν ξέρεις τή γνώμη μου : Γιά τους τέτοιους, καλό γιατρικό εί- ναι μονάχα ή κρεμάλα.

210

Ναί, τοΟτο είχαν προτιμότερο. Οί διχαιολογίες είναι πάντα Οπο- πτες, ποτέ ή προδοσία.

"Ακουσε ή πριγχηπέσσα, δμως καΐ τώρα δέν είπε τίποτα. Στό κα- τώφλι μονάχα, μέ φωνή αναπάντεχα μαλακιά, αταίριαστη μέ τό πα- γερό της φέρσιμο :

Καλή σου νύχτα, Μαργαρίτα, είπε κ' έφυγε.

Τήν άλλη μέρα, έχει κατά τό μεσημέρι, ή Γιολάντα πού ?γνεθε καθώς κ* οί άλλες οί γυναίκες ολόγυρα στην πριγκηπέσσα, ίκοψε τό τραγούδι της καΐ ρώτησε :

Κυρά μου, ή εύγενία της ή βαρωνέσσα είν* αλήθεια πώς μας φεύγει ;

Δέν ήξερε τίποτα ή 'Ιζαμπώ' δέν αποκρίθηκε.

Κ' εσένα, γλωσσού, ποιος σοΟ τδδωσε τό μαντάτο ; μάλωσε ή βάγια.

Έγώ ... δέν ξέρω τίποτα ! Οί γυναίκες της τό λένε . . .

ΓλωσσοΟδες δλες σας, κ' έσύ κ' εκείνες ! βρόντηξε ή βάγια μέ τή χοντρή, τήν τρεμάτη φωνή της. "Αλλο δέν ξέρετε παρά νά ξομπλιά- ζετε τις αφέντρες σας.

Τή στιγμή εκείνη ό τσαμπρελιάνος μπήκε νά ρωτήσει τήν πριγ- κηπέσσα άν έχει τήν ευχαρίστηση νά δεχτεί τόν ιππότη ντέ Τουρναί.

Μετά χαράς.

Οί γυναίκες έσκυψαν στή δουλειά τους, αόριστα ταραγμένες. Ή εμφάνιση τοΟ ξανθοΟ άρχοντα σκόρπιζε Ιτσι πάντα άνάμεσό τους Ινα κρυφό καΐ γλυκό σύγκρυο. "Αλλωστε τόν έβλεπαν τόσο σπάνια ! Αντί- θετα άπό τους άλλους τους ιππότες, έγ.ζΐ'^ος άρια καΐ ποΟ παρουσιαζότανε στην γοόρτΎ]. Και καμμιά κυρά δέν είχε περηφανευτεί ποτέ πώς άκουσε άπό τό στόμα του γλυκόλογο. Λέγανε πώς είναι αγνός, άλαφροΐσκιω- τος, κ' ίσως κάπου δέν ξέρανε ποΟ ταγμένος . . .

Μπήκε ντυμένος άπλα, καθώς τό συνήθιζε, μ' Ινα μακρύ μενεξελή χιτώνα. Δέ φοροΟσε χρυσαφικά, ούτε γεράκι κρατούσε στή γροθιά του.

Ιωάννη, μέ θυμηθήκατε λοιπόν ; ρωτάει χαμογελαστή ή πριγ- κηπέσσα.

Ό ερχομός του της Ιφερνε πάντα μιαν αυγή πρόσχαρη στ' αχείλι. Μπροστά του Ινιωθε νά της ξυπνάει ή τόσο καλά θαμμένη γυναίκεια της φιλαρέσκεια* κέφι πονηρό τήν κυρίευε νά τόν πειράζει. "Ισως εί• ταν κ' ή αίσθηση πώς δέ ριψοκινδυνεύει έτσι τίποτα, ίσως ή ψυχόρ- μητη αντίδραση της θηλυκιάς ψυχής γιά τήν ψυχρότητα του προς τό φύλο της. Μπορεί δμως κ' Ινα βαθύτερο προαίσθημα, πώς μονάχα αυτή κάνει εξαίρεση σέ τοΟτο τόν κανόνα . . .

Είμαι πάντα πιστός ιππότης της χάρης σας, είπε ό Ιωάννης ντέ ΤουρναΙ κρατώντας τά μάτια του χαμηλωμένα. Τ' ωραίο του πρό- σωπο εϊταν σήμερα περισσότερο άπό πάντα σοβαρό.

Καθήστε κοντά μου, Ιωάννη.

Στάθηκε όρθιος, δίχως ν' αποκριθεί στην πρόσκληση.

Περίεργο ! . . . θάλεγε κανένας πώς κάτι σοβαρό Ιχετε νά μοΟ πείτε, Ικανέ ή πριγκηπέσσα κοιτάζοντας τον ερευνητικά.

Κ' επειδή δέν της αποκρινόταν, Ιγνεψε στΙς γυναίκες της νά τρα-

211

βτίχτοϋν. Μονάχα ή βάγια έμεινε στην κάμαρα, για τόν τύπο. Κι αυτή δμως πήγε στ6 βάθος, ανάμεσα στα δυο παραθύρια, κ' εκεί κάθησε να γνέθει.

Σας ακούω, ιππότη.

Κυρία, άρχισε 6 Ιωάννης ντέ Τουρναί, δεν ξέρω άν τό μαν- τάτο πού έρχομαι να σας φέρω είναι γιά τή χάρη σας τόσο οδυνηρό δσο γιά μένα. Πιστέψτε ωστόσο πώς τό φέρνω κοκκινίζοντας. Στό τί- μιο καΐ παλιό όνομα των Τουρναί, τό μαντάτο αυτό θυμίζει ?να στί- γμα, και δε θα ζήσω ήσυχος ϊσαμε τήν ώρα πού ό Ουρανός θα μ' αξιώ- σει τέλος να τό ξεπλύνω!

Με κάνετε ν' ανησυχώ, ευγενικέ μου Ιωάννη . . .

Ν' ανησυχήσετε, κυρία, έκανε δ νεαρός άρχοντας καΐ σηκώνον- τας τό βλέμμα του κοίταξε κατάματα τήν πριγκηπέσσα. θα εϋταν πα- ράδοξο άν δεν ανησυχούσατε . . . Ένας καταραμένος εχθρός της χάρης σας, μια Οπαρξη φευγάτη άπό τήν κόλαση, ό κουρσάρος εκείνος πού απαξιώνω να τόν ονομάσω, προβαίνει πάλι στή ζωή σας !

"Α, έκανε ή 'Ιζαμπώ καΐ χαμήλωσε τα μάτια της. Ανάλαφρη χλωμάδα θάμπωνε τό πρόσωπο της. "Ομως δεν είταν φόβος, τό ήξερε καλά 6 Τουρναί.

Στεκότανε τώρα δίχως νά μιλάει καΐ τήν κοίταζε. Τό μάτι του τό ξάστερο είχε πάρει, καθώς κ' ή φωνή του λίγο πρίν, μια χρΰα λάμψη.

"Ομως είσαστε βέβαιος ; ρώτησε ή πριγκηπέσσα μέ φωνή αδύ- ναμη, πού πάσχιζε νά τήν κάνει αδιάφορη. Κι άλλοτε άκουσα νά λένε πώς τόν είδανε στΙς θάλασσες μας, μά φαίνεται πώς είτανε καθαρή φαντασία.

Τ* ακούσατε ; πότε ;

Μά . . . πάει τώρα λίγος καιρός.

Δεν είταν φαντασία, δχι, χαμογέλασε πικρά δ νεαρός άρχοντας. Ό δαίμονας αυτός παρουσιάστηκε μιά ψορά, χάθηκε, δμως ξαναφανερώ- νεται τώρα. Δέ χωράει πιά αμφιβολία : Τριγυρίζει δλοενοί έδώ κοντά.

Γιά νά ξαναφύγει θαρώ , . .

"Οχι! Δε θά φύγει τούτη τή φορά. Έρριξε άγκυρα στά νερά της Αρκαδίας.

ΚαΙ τί φοβόσαστε, Ιωάννη ; Κανένα ρζοά,λχο ;

! άν είταν αυτό μονάχα . . .

Τότε ; Ικανέ ή πριγκηπέσσα μέ θαυμαστή αφέλεια. Δάγκασε τ' αχείλι του καΐ τό μάτι του θόλωσε, άστραψε πάλι.

Τή ψορόί τούτη δέ θά φύγει ! φώναξε σφίγγοντας τή λαβή τοΟ σπαθιού του νευρικά τόσο πού τά δάχτυλα του άσπρισαν. Δέ θά μοΟ ξεφύγει, μά τόν άγιο Κορνήλιο !

! ελάτε, ψευτογέλασε ή 'Ιζαμπώ μέ προσποιητή αδιαφορία. Κάνετε σάν παιδί !

Σάν παιδί λέτε ; είπε δ ιππότης καΐ τινάχτηκε. Τ' όνομα των Τουρναί έχει θαμπώσει, ή ζωή μοΰ έγινε μαρτύριο, κ' ή χάρη σας μέ λέει παιδί ;. . . Αυτό, μά τήν ψυχή μου τήν άγια, δέν τ' αξίζω, κυρία!

Καί κρέμασε το κεφάλι του πάνω στό στήθος μέπεισματερή κι ανα- στατωμένη συντριβή.

212

Μα τέλος πάντων, πείτε μου, Ικανέ χαμογελώντας πονηρά ή πριγκηπέσσα. Ποιόν ιδιαίτερο λόγο 2χετε νά μισείτε τόσο τόν Άραγω- νέζο άμιράλη ;

Κι άν ακόμα τόν είχανε χαστουκίσεικατάμουτρα, δ ιππότης δε θα χλώμιαζε τόσο. Τά μάτ^α του τεντώθηκαν ζαλισμένα καΐ στό πρόσωπο του χύθηκε κιτρινίλα νεκρική. Ποτέ οέ θα περίμενες πώς αυτή ή φαι- νομενικά τόσο ήρεμη θωριά κρύβει πάθη τόσο βίαια κ' είναι ίκανή γιά τέτοιες αναστατώσεις.

Ποιο λόγο ! . . . Με ρωτάτε ποιο λόγο ! κάνει χαμένος. "Εχετε λοιπόν τό χάρισμα νά ξεχνάτε τόσο εδκολα έσεΐς, κυρία ;

! γιά «κεΤνο» λέτε ; . . . ψιθύρισε χαμηλώνοντας άθελα τή φωνή της ή Ίζαμπώ. Μά ελάτε, έλατε στά συγκαλά σας τώρα, καλέ μου Ιωάννη! Σκεφτείτε ψύχραιμα. "Αν Ιγινε τότε μιά προσβολή, αυτή είταν μονάχα γιά μένα.

Μιά κυρά δέν προσβάλλεται, κι άς είναι μακάρι πριγκηπέσσα, είπε δ ιππότης σκοτεινός. Τά λαβώματα τής τιμής τά δέχτηκε κατά- στηθα ό συνοδός σας* κι αυτός, ήμουν έγώ.

Τό προσεχτικό κ' ^ρεμο μάτι της Ίζαμπώς παρακολουθοΟσε άγρυπνα δλες τΙς αντιδράσεις πού φωτοσκίαζαν ανήσυχα τό πρόσωπο τοΟ νεαροΰ βασσάλου. Γι' άλλη μιά (^ορά, καμώθηκε τήν ανήξερη,

"Ωστε γι' αυτό . . ., ψιθύρισε τάχα μέσα της.

Στό βλεφάρισμα μιας αστραπής, ό 'Ιωάννης είχε σηκώσει τά μάτια του, κοίταξε τήν πριγκηπέσσα και τά χαμήλωσε πάλι. "Ομως τό γοργό τοΰτοάνάβλεμμα Ισωνε γιά νά φανερώσει τήν καινούργια, τή βαθύτατη ταραχή του. Χαμογέλασε αινιγματικά ή αρχόντισσα.

Τότε καλά, ίππότη. Καδένας δέ θά σάς εμποδίσει νά πάρετε τήν εκδίκηση πού θέλετε* μείνετε ήσυχος.

Δέν είναι εκδίκηση ! Ικραξε κείνος μέ φοβερή ταραχή. Ή εκδί- κηση είναι αμάρτημα, δέ μοΟ αρμόζει. Τιμωρία, αυτό ζητώ ί

--"Εστω λοιπόν. Τήν τιμωρία.

Σώπασαν. "Αρρυθμα, μέ κόπο μεγάλο, τά τινάγματα της ταραχής καταπέφτανε αγάλια - αγάλια στό στήθος τοΟ άρχοντα Ιωάννη. Τέλος, νιώθοντας τόν εαυτό του μιά στάλα ήρεμώτερο :

Μιά τελευταία λέξη, κυρία, λέει. Ό δαίμονας αυτός έχει τό συνήθειο, καθώς ξέρετε ίσως, νά στέλνει προάγγελους τοΟ έρχομοϋ του στους τόπους πού λογαριάζει νά κουρσέψει. Είναι οί αποσταλμένοι πού προετοιμάζουν τό ϊρ^ο του.

Λοιπόν, Ιωάννη ;

Λοιπόν §νας άπό δαύτους βρίσκεται κιόλας στό ν.ά<3τρο τής Καλαμάτας.

Έδώ ; απόρησε ή πριγκηπέσσα.

Έδώ. Κι δχι άπό χτες. Πάνε μέρες τώρα πού μ* έτρωγε ή υπο- ψία. Είναι φαίνεται γραφτό μου νά τυφλώνομαι κάθε πού απλώνεται πάνω μου ό ίσκιος τοΟ Γραμμένου.

Δέ σάς καταλαβαίνω πιά, ιππότη* τά λόγια σας μοΟ φαίνονται αιοστό αίνιγμα.

θά σάς τό ξεδιαλύνω αμέσως. "Οταν γύριζα άπό τό προσκύνημα

213

μου, το φθονόπωρο πού μα; πέρασε, έτυχε να βρεθώ κάποια νύχτα σ' Ινα ^ουνΎΐαίο πανδοχείο της Μέσαρέας. Έκεΐ, απάντησα χίποιον άγνωστο Ρωμιό. Τόν κυνηγούσαν αποσταλμένοι τοΰ πρεβεδούρου τ' Άνα- πλιοΰ, γιατί τάν είχαν πιάσει, λέει, να βρίσκεται σε συνεννόηση με τόν Ντελιούρια. Στό μαγερειό τοΟ πανδοχείου, δπου τδ βράδυ εκείνο τρώ- γαμε, αυτός, έγώ κ' οί αποσταλμένο: τοΰ πρεβεδούρου, έγινε μια συμ- πλοκή. Ό Ρωμιός εϊτανε νέος, και μέ καρδιά, χρωστώ να τ' ομολογήσω. Κράτησε κεφάλι στους Φράγκους, αν και λαβωμένος κι αβοήθητος. Τοΰ παραστάθηκα τότε, τόν γλύτωσα. Την ίδια νύχτα, μοΟ διηγήθηκε ό ίδιος μιαν ιστορία διαφορετική, μιαν ιστορία δπου αυτός εΐταν ό αδικημένος, καΐ μοΟ ορκίστηκε πώς δεν έχει σχέση καμμιά μέ τόν Ντελιούρια. Είχα την ανοησία νά τόν πιστέψω.

Δέ βλέπω τί σχέση Ιχει τοΟτο μέ τα τωρινά. . .

"Εχει, κυρία! Γιατί ό νέος εκείνος βρίσκεται τώρα εδώ, στό κά- στρο σας.

Απίστευτο ! ΚαΙ πώς ; δίχως έγώ νά τό ξέρω ;

Μέ τή συγκατάθεση σας Ισα - ίσα, αυτό είναι τό πικρό. Έσεΐς τόν προσκαλέσατε.

Έγώ ;

Ναί. Θυμόσαστε τόν μαντατοφόρο πού ζύγωσε τή χάρη σας, μια μέρα κυνηγιοΟ, έξω, στον κάμπο ;

"Α, έκανε ή πριγκηπέσσα καΐ χαμήλωσε τα ματόφυλλά της.

Λοιπόν, αυτός. Τώρα μόλις ξυπνώ κ* έγώ. Ό ί'/Βρωπο^ πού ξέρετε καλά τώρα, είναι Γ^ροά•^^ελος τοΰ Ντελιούρια, κυρία !

Δέ μίλησε ή πριγκηπέσσα. Κοίταζε τόν ίππότη, κοίταξε χάμου, σκέφτηκε* καΐ ξάφνου πάτησε τμ, γέλια.

Γελάτε ; μουρμούρισε σαστισμένος ό Ιωάννης ντε Τουρναί.

Ή αρχόντισσα γελοΰσε, γελούσε. Ένα σύντριβαν: ιλαρότητας άνα- πά'/τεχης είχε αναβλύσει άπό την καρδιά της και τιναζόταν σε δέσμες ακράτητες, απανωτές, κρουνέλιαζε πλαταγίζοντας μέ ήχο άσημέν:ο. Κάτι ανάλαφρο και ξέγνοιαστο φτερούγιζε, σάν άσπρο περιστέρι, μέσα στη φωτερή του αίγλη.

Γελάτε ! ξανάπε μ' αγανάχτηση ό ιππότης.

Γελώ, Ιωάννη, καΐ πώς νά μη γελώ ! Τό άμοιρο χοΰχο παλλη- κάρι πού μοΰ λές, κοντεύει νά πάρει τ' ανάστημα δαίμονα καταχθόνιου στή φαντασία όλονών σας. Κ' έγώ πού τοΰ πρωτομίλησα άλλο δεν είδα παρά Ινα παιδί άπραγο και συνεπαρμένο από μιά θεριεμένη φαντασία. Ό Ινας τό λέει κατάσκοπο τών Ρωμιών, ό άλλος τιρο^ότη, 6 σενεσάλος ορκίζεται πώς στάθηκε ίκανό νά γελάσει τόν ίδιο τόν Σγουρομάλλη, κ' εσύ μοΰ τόν παρασταίνεις τώρα γιά ΟΌΊζρο'^ο τοΰ Ντελιούρια. Τί νά πρωτοπιστέψω ; Πώς είναι δλ' αυτά μαζί ; πώς δεν είναι τίποτα ;

Κυρία, λέει ό ίππότης σοβαρά, Οστερα άπό μιά μικρή σκέψη, ή δική μου γνώμη, άν μοΰ δίνετε τό ελεύθερο νά σας την πώ, είναι πώς δλα τοΰτα δεν εμποδίζουν καθόλου τό ενα τ' άλλο. Πρώτος έγώ έδωσα πίστη στό Ρωμιό κ' έτσι δε μέ παραξενεύει ή ευπιστία σας τώρα. Μόρφωσα μιαν εντύπωση και την υπόβαλα στην κρίση σας μ' δλο τό σεβασμό πού σας χρωστώ. Δέ θά τό βάλω πείσμα νά πείσω τή χάρη

214

σας . . . θά παρακολουθήσω τόν &νΒρ<ύπο. Κ6 δταν θά έχω πια περισ- σότερες αποδείξεις, αποδείξεις ακλόνητε;, για τήν ένοχη του, τότε θά έρθω να σας βρω άλλη μια φορά. θά είσαστε λεύτερη τότε ν' αποφα- σίσετε. "Ομως έγώ, καΐ μήν τό θεωρήσετε παρακοή, θ* ακολουθήσω τό δικό μου τό ^ρ6\ιο. Έχω ίναν παλιό λογαριασμό νά ξεδιαλύνω μέ τόν Ντελιούρια. Είναι λογαριασμός τιμής. ΚαΙ τώρα πού ό πατέρας μου γέ- ρασε κι άποτραβήχτηκε, Ιχω ίερό χρίος ή νά κρατήσω τό οίκόσημό μας άσπιλο, ή νά πεθάνω.

Έτσι είπε καί, γονατίζοντας, πήρε ν' άκροφιλήσει τη φούστα της πριγκηπέσσας. Τστερα, δίχως νά σηκώσει τά μάτια του, χλωμός πάν- τα, πισωπάτησε, υποκλίθηκε στό κατώφλι άλλη μιά φορά, καΐ βγήκε.

Είχε απομείνει μονάχη. Τό διασκεδασμένο, ξέγνοιαστο χαμόγελο πού πλανιότανε γύρω στά χείλη της ενόσω ακόμα μιλούσε ό νεαρός ιπ- πότης, μεμιάς έσβησε. Σά νάπεσε μιά μάσκα, καΐ πίσω της αναδύθηκε πρόοωπο τραγικό. Τ* αυτί της παρακολούθησε μηχανικά τά βήματα πού ξεμάκραιναν. Κάτι αόρατο Ιφευγε μαζί του, κάτι πού δέ θά της είταν γραφτό νά ξαναβρεί.

Αποτίναξε μέ κόπο τήν άποκαρωτική άφηρημάδα καΐ γύρισε δε- ξιά-ζερβά τά μάτια της μ' αγωνία κρυφή. "Αχ, ναί, ευτυχώς• ανάμεσα στά δυό παράθυρα καθόταν μισοκοιμισμένη ή βάγια. Πάνω στό άκου- μπιστήρι τοΟ παραθυριού ήρθε νά σταθεί φτερακίζοντας μαλακά, βα- ριά, 2να περιστέρι. Κοίταξε μέ τ' ίλοστρόγ^υλο κοκκινωπό του μάτι μέσα στην κάμαρα, φουρφουλίστηκε, σεργιάνισε δυό - τρία βήματα κα- μαρωτά κ* Ικανέ φτερό πάλι.

Αναστέναξε βαριά ή πριγκηπέσσα.

Βάγια ! φώναξε. Κ' ή φωνή της φάνηκε στην Ιδια παράδοξη, πνιγμένη, 2τσι δπως μέσα σέ βραχνά.

Ή βάγια είχε ξαφνιαστεί" σηκώθηκε τρεκλίζοντας, μισοζαλισμένη άπό τη νύστα.

Τί σοΟ έλ^χε, καλή μου ;

Τίποτα . . . τίποτα, μουρμούρισε ή Ίζαμπώ πιέζοντας μέ τήν παλάμη τό στήθος της.

Σηκώθηκε ζωηρά, τράβηξε Ισια στό παράθυρο, πιάστηκε δεξιά - ζερβά άπό τους παραστάτες και κοίταξε Ιξω.

Αντίκρυ, πέρα, άσήμιζε ή θάλασσα. Ή λάμψη της είταν ατόφια καΐ σκληρή, ατσαλένια λάμψη. Τό μάτι της *Ιζαμπώς καρφώθηκε εκεί, χώνεψε. Ένιωθε κ' ή ϊδια τήν ανάσα της κοντή, συχνή, τήν καρδιά της ταραγμένη. Ή θάλασσα λοιπόν, πάλι ή θάλασσα . . . "Αραγε άπό κεί θά της Ιρθει τό άγνωστο πού προσμένει ; Στέκεται ανυπόμονη, καΐ σύγκαιρα τρομάζει. "Ωχ, αγωνία κρυφή !

Όρίζεις τίποτα ; ρώτησε πίσω της, κοντά, ή χο'^χρ•^ φωνή της βάγιας.

Τινάχτηκε απίθανα τρομαγμένη κ* §να σύγκρυο φευγαλέο τήν πε- ρίχυσε.

Φώναξε τΙς γυναίκες ! έκανε βιαστική.

Δέ μπορώ τάχατες έγώ νά σέ δουλέψω ;

Φώναξε σοΰ λέω τΙς γυναίκες !

215

ΤΙς φώναξε. ΚαΙ σαν μαζεύτηκαν δλες γύρω, μέ σούσουρο πλήθιο των φουστανιών, σαν κάθησαν πάλι στα σκαμνιά τους καΐ πιάσανε τΡ[συχα τή δουλειά, Ινιωσε κ' ή πριγκηπέσσα πώς είναι ησυχότερη κάπως. *Α- νάγειρε τό γ.ορ\ιί της στη ράχη τοΟ θρονιοϋ, ανάσανε βαθιά, κ' αφέ- θηκε στ' δνειρό της.

Ή Μαργαρίτα δέν έφυγε τήν άλλη μέρα, ούτε καί την παράλλη. Είχε αποφύγει για δυό μέρες να συναναστραφεϊ τήν αδερφή της, για να εκδηλώσει Ιτσι τήν περήφανη δυσφορία της. Τήν ήξερε καλά ή 'Ιζα- μπώ. Προλάβαινε να πάρει τή θέση τοϋ δυσαρεστημένου ή Μαργαρίτα, ώστε να μή της επιβάλουν τή θέση τοϋ φταίχτη. ΚαΙ τήν είδηση πώς τάχατες θάφευγε, τήν είχε ή ίδια διαδώσει. "Εβαλε τΙς γυναίκες της να φλυαρήσουν τάχα, κ' ύστερα στρώθηκε να προσμένει τα μαντάτα πού θα της έφερναν, τί είπε ό Ινας, τί ό άλλος, ποιας λυπήθηκε, ποιος χάρηκε.

"Οχι, δχι, δε θα τό κουνοΟσε εύκολα τώρα ή κυρά της "Ακοβας.

"Οταν ξαναφέρνει στδ νοΰ της ή Ίζαμπώ τή βαρωνέσσα, χαμογε- λάει μέσα της μέ συγκατάβαση, καθώς κι άλλοτε χαμογελοΟσε. Οί πρά- ξεις, τα λόγια της νεώτερης αδερφής, δέν της κάνανε ποτέ σοβαρή εν- τύπωση. Μονάχα πού, από λίγες τώρα μέρες, στό σιωπηλό τούτο χαμό- γελο σταλάζει κ' Ινας θολός κόμπος φαρμάκι. Έ Μαργαρίτα πήρε δι- καιώματα πού δέν έχει, σφετερίστηκε μιά στιγμή τήν εξουσία της πριγ- κηπέσσας ούτε λίγο ούτε πολύ ! Γιατί τούτο βέβαια πρέπει να είναι ή αίτια της δυσαρέσκειας πού νιώθει ή Ίζαμπώ ... Τί άλλο ; . . . "Ω, ναί, ποτέ της δέν πολυγνοιάστηκε για εξουσίες καΐ δικαιώματα αύτη, άφησε αδιάφορα νά κυβερνάνε τόν τόπο της πότε οί μπάϊλοι και πότε ό Φλωρέντιος. "Ομως ή Μαργαρίτα ε, όχι δά ! Άπό μέρος της μι- κρής αδερφής, αυτό είναι ασέβεια. Καθένας νά ξέρει τή θέση του αυτό μόνο.

■Σάν ξανάσμιξαν ωστόσο οί δυό άδερφάδες, μπροστά στά μάτια τής γ,ούρτηζ, βράδυ στή μεγάλη σάλλα, δέν ξανάπανε λέξη γιά τό περιστατικό της νύχτας εκείνης. Ιδιαίτερη συνάντηση στις κάμαρες τους δέν αποζήτη- σαν ούτε ή μιά ούτε ή άλλη. ΙΙερνούσανε τώρα τις βραδυές τους δίπλα - δίπλα κι αρμονικά, στί: βεγγέρες της σάλλας, ή χώρια στην κάμαρα της ή καθεμιά τους. "Επειτα, τά γοΰστα τους είταν αντίθετα. Αγα- πούσε τό πρόσχαρο κουβεντολόι μέ τους &ργ^ο'/τες ή βαρωνέσσα, τά χω- ρατά, τΙς σκανταλιάρικε: κι όλο υπονοούμενα ιστορίες. "Επαιζε σκάκι μέ τον καπελάνο τοϋ κάστρου, μέ τους ίππότες, φανατιζότανε σάν άν- τρας, πείσμωνε σάν κακομαθημένο αγόρι, αγρίευε κάποτε κ' έβριζε σάν ^'/θρ(^^■!ιος των αρμάτων. Ή πριγκηπέασα τήν κοίταζε νά διασκεδάζει κ' είχε στά χείλη της χαμόγελο προστατευτικό. Στ* άκρόχειλό της σύγ- καιρα χάραζε, αδιόρατη, μιά ζάρα καταφρόνιας.

".Αλλωστε ό νους της πριγκηπέσσας έτρεχε τώρα άλλου.

Άπό μέρες, Ινα διάστημα πού δε θά ήξερε νά τό καθορίσει κ' ή ίδια, ανησυχία μυστική φλετούριζε βουβά μέσα στά σΐήθη της. Ξυπνοϋσε τό πρωί νωρίς, σ' ώρα ασυνήθιστη, κ' είχε τό αόριστο συναίσθημα πώς τήν έκραξαν Ινώ κοιμόταν. Τέντωνε τά μάτια τη:, κοίταζε δεξιά- ζερβά, ανασήκωνε τό κεφάλι της κ' έστηνε τ* αυτί. Τίποτα. Μ' Ινα μικρό στε- ναγμό άφηνε τό κεφάλι της νά πέσει πάλι στό μαξιλάρι κ' έμενε έκεϊ

216

ασάλευτη, τρέμοντας να σαλέψει χέρι ή πόδι. Τα βράδυα, ταραχή ανεξή- γητη τήν κυρίευε, τό αίμα της κυλοΟσε βιαστικά μέσα στΙς φλέβες, ή καρδιά της σπαρτάριζε. Ανυπομονησία μυστική λές καΐ χυνότανε τότε κάτω άπό τό δέρμα ολάκερου τοΟ κορμιοΟ της, κόνταινε ή ανάσα της, λιγόστευε γύρω ό αέρας. Σηκωνόταν άπό τή θέση της κ' ίφερνε βόλ- τες βιαστικές μέσα στην κάμαρα, μέ τό μάτι χωνεμένο, τά νεύρα ευαί- σθητα. "Αλλοτε πάλι, αυτό ερχόταν αναπάντεχα, άνειδοποίητα, σ' ώρες διαφορετικές της ημέρας. Τότε οί άβρες τή βλέπανε ν* άλαφροχλωμιά• ζει, να σηκώνεται ξαφνικά, σαν κάτι να είχε ακούσει στον αέρα, νά τΙς κοιτάζει μία -μία μέ μάτι αλλόκοτο, λές κ' είχε πάψει πια νά τΙς ανα- γνωρίζει. Κάποτε, καταμεσίς σέ μιά τέτοια κρίση, τΙς έδιωχνε από- τομα, ζητοΟσε νά μείνει μονάχη, θύμωνε μέ τή βάγια, αυτή πού δέν είχε παραφερθεί ποτέ καΐ πού τή σεβότανε σά μάννα της. Γιά πρώτη φορά άκουγαν τή φωνή της οί άβρες νά ψηλώνει, καΐ καθώς αυτό δέν τους είχε τύχει άλλοτε ποτέ, σάστιζαν ολότελα, νομίζοντας πώς άκοΟνε φωνή ξένη.

"Ολες τίς άλλες στιγμές, τΙς ήρεμες, έμενε ή πριγκηπέσσα καθι- σμένη στό βροή της ασάλευτη, μέ τό μάτι στυλό, νά κοιτάζει τόν αέρα, τό πάτωμα ή έξω άπό τό παραθύρι, ίίοτέ της δέν είχε δείξει κάποια κλίση γιά τήν αναψυχή κ' αυτό έθλιβε βαθιά τΙς αρχόντισσες της κούρτης που λίγο - πολύ είταν αναγκασμένες νά συμμερίζονται τά γοΟ- στα της. Δέ λαχτάριζε θάλεγες ποτέ ή καρδιά της γιά §να τορνέο, §να κυνήγι ή ενα τραγούδι μενεστρέλου. Στανικά θά έπαιζε κάπου -κάπου μιά παρτίδα σκάκι μέ κάποιον άρχοντα ή μέ τόν καπελάνο της, μά καΐ τότε ή στάση της θά είταν τό ίδιο νηφάλια, τό ίδιο σοβαρή, καΐ τό πρόσωπο της, δίχως νά γίνεται αυστηρό, Ιμενε πάντοτε κλεισμένο. Μιά φήμη μυστική είχε διαδοθεΤ στον περίγυρο της πώς είναι Οπαρξη άκαρδη, μισάνθρωπη. Κανένας, αλήθεια, δέν είχε ευνοηθεί ποτέ μέ κά- ποιαν εξομολόγηση της.

Τώρα, άπό τότε πού 6 καιρός καλοσύνεψε σταθερά, αγαπούσε νά κατεβαίνει τά πρωινά, ή νωρίς τό δεϊλι, σ' §να είδος περιβολάκι στρι- μωγμένο στό πίσω μέρος τού αρχοντικού. Εϋτανε μιά γωνιά στενόχωρη, τετράγωνη, λίγες δρασκελιές τόπος, πού τόν έφραζε προς τά Ιξω τό ψηλό τειχί. Φύτρωναν έκεΐ-πέρα, αχαμνά εξαιτίας τό φτωχό χώμα τού βράχου, κάποια κοινά λουλούδια καΐ χορτάρι βάναυσο. Στον πάγκο πού είτανε στημένος κάτω άπό μιά ροδιά, καθόταν ή πριγκηπέσσα. Δέν ήθελε τΙς γυναίκες της νά τήν όίν.ολθΌ%ούν έκεΐ. Μονάχη ή βάγια τήν παράστεκε. Κάθονταν λοιπόν οί δυό τους, κουβεντιάζοντας κά- που-κάπου, καΐ λέγανε γιά τ' αλλοτινά, γιά κάποιες κοινές θύμισες άπό τόν παλιό καιρό, τότε πού ζούσε ό Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος, άπό τή ζωή στό γ.ά'ζτρο τού Αυγού, στην ν.ο()ρτΥΐ της Άνάπολης. "Αλλωστε, τό συνηθέστερο, είταν ή βάγια πού μιλούσε. Μέ τή φανατική προσήλωση τών γερόντων στά περασμένα, άναθυμόταν, άναθυμόταν, κ' έβρισκε ωραίο μονάχα 8, τι είτανε παλιό.

Έ 'Ιζαμπώ, πού άκουγε ή έμοιαζε ν' ακούει, χαμογελούσε αφαιρε- μένα. Κατά βάθος, ούτε κι αυτή ή αναδρομή στά περασμένα τή δια- σκέδαζε. "Εμοιαζε νά τήν υποφέρει μάλλον, άπό συγκατάβαση, παρά

217

να τήν προκαλεί. Είταν απίστευτα φαρδύς ό κύκλος της αδιαφορίας πού τριγύριζε τήν Οπαρξή της.

"Ομως, τόν τελευταίο τοΟτον καιρό, καΐ τό χαμόγελο ακόμα στερνό θάλεγες ού^ΒοΧο τής παρουσίας της στή ζωή είχε σβήσει. Μέ μάτι μεγάλο, γυαλιστερό, ή πριγκηπέσσα κάρφωνε 2να αόρατο σημείο πάνω στό χορταριασμένο χώμα, Τό σκυμμένο πανωκόρμι της δέν πρόδινε πιά τήν παλιά αταραξία, τήν επίσημη. Σάν κάποια σκέψη επίμονη νά τήν Ισερνε τό κατόπι της. Κ' Ιβλεπες στή θωριά της τήν προσπάθεια τή σκληρή ν' ακούσει, νά θυμηθεί, νά δράμει ξοπίσω άπότά περασμένα, ν' απομυζήσει τό νόημα τους τό αγνοημένο, κ' Ισως νά γραπωθεί πάνω του, νά τό ξεδιαλύνει, νά τό συμβουλευτεί.

Καθώς οί παραμονές της μέσα στην αδιέξοδη τούτη αυλή γίνονταν δλο καΐ πιό μακρυές, ό τσαμπρελιάνος της πού είχε μιά μέρα χρεία νά τήν ίδεΤ, αναγκάστηκε νά παρουσιαστεί εκεί πέρα. Της Ιφερνε μήνυμα άπό τόν πρίγκηπα, πώς σέ λίγον καιρό γυρίζει.

ΚαΙ τί άλλο λέει ; ρώτησε μέ ξαφνικήν ανησυχία ή 'Ιζαμπώ.

Τίποτ' άλλο, κυρία.

Δέ λέει νά πάω στην Ανδραβίδα ; "Οχι, κυρία.

Αναστέναξα μ* ανακούφιση.

Καλά, μεσσίρ Κολινέτο, σ' ευχαριστώ, είπε μ' αναπάντεχη θέρμη ευγνωμοσύνης στή φωνή της. Κι άπλωσε τό χέρι της νά τό φιλήσει ό γέροντας, σημείο πώς εϊταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη.

Καθώς ό τσαμπρελιάνος πήγαινε νά βγεί, τόν σταμάτησε ή βάγια. Είπανε μεταξύ τους χαμηλόφωνα, άπό διάκριση, λίγες κουβέντες πού δεν τΙς παρακολούθησε ή 'Ιζαμπώ. Είχε κυλιστεί πάλι στή γνώριμη της ^ιώρα - στερνά άφηρημάδα. Ωστόσο τ' αυτί της, μηχανικά, πήρε τά τε- λευταία λόγια της βάγιας :

«Άνίσως κι αυτό τό γιατρικό πού σοΟ λέω δέν κάνει τίποτα, φέρτε έναν "Ορθόδοξο παπά νά τόν ξομολογήσει. Γλυτωμό έτσι κι αλ- λιώς δέν έχει.»

Παραξενεύτηκε.

Ποιος ; ρώτησε δίχως νά πολυπροσέχει.

Ό νιούτσικος Ρωμιός πού μένει στό κάστρο άπό θέληση της χάρης σαο, εξήγησε μέ κάποιο δισταγμό & μεσσΙρ Κολινέτος. Ρωμιός;... Ό τσαμπρελιάνος, απορημένος, τήν είδε νά χλωμιάζει.

Ναί, κυρία, εξήγησε. "Εχει πέσει άρρωστος άπό μέρες τώρα. Τά χαρακτηριστικά στό πρόσωπο της πριγκηπέσσας Ιπηξαν, σάν

άοηρο κερί πού παγώνει.

ΚαΙ τώρα μου τό λέτε ! κάνει σέ λίγο μέ τρεμάμενη καΐ συγ- κρατημένη οργή.

Κυρία, σάστισε ό γέροντας, δέν έβαζα μέ τό νοΟ μου πώς έπρεπε ν' ανησυχήσω τή χάρη σας . . . Ρώτησα τή βάγια . . . πού ξέρει τά γιατροσόφια.

Μεμιάς ή οργή της πριγκηπέσσας πέρσεψε, ξέσπασε. « Λοιπόν έτσι, γίνονται μέσα στό κάστρο της πράματα πού αυτή δέν τά ξέρει ! ΚαΙ

218

θαροΟν οι άλλοι πώς είναι σέ θέση να -κρί^^ου•^ τί λόγους 2χεο αυτή να χάνει τοΟτο ή έκεΤνο. θαροΟνε πώς 2τσι, στό ^ρό'^το ή άπό Ζδιοτροπία αδικαιολόγητη, δίνει τήν άλφα ή τή β>)τα προσταγή. Ανήκουστο ! Να τό ξέρουν καλά : Αυτό δέ θα τό ανεχτεί ποτέ, κι άπό κανένα ! »

Είτανε τόσο αναπάντεχο, τόσο ανεξήγητο τό ξέσπασμα, πού 6 γέ- ροντας τά Ιχασε ολότελα. Ποτέ δέν τήν είχε ίδεΐ έτσι τήν κυρά του. Ακόμα κ' ή βάγια στεκόταν άλαλη, μέ τό πλαδαρό της στόμα μισά- νοιχτο, τό άπόπληκτο μοΟτρο της αποσβολωμένο.

"Αρρωστος, κι άπό καιρό ! φώναξε ή 'Ιζαμπώ. Μή δα στείλατε να φωνάξετε γιατρό ; θέλω να ξέρω. ΚαΙ μάθατε τί ίχει ; Σχί κάστρο μου μέσα καθένας γίνεται αφέντης, Ι ; Νά τί μαθαίνω σήμερα ! . . . Ποιος τόν περιποιέται τόν 5,ρρΐύοχο ;

Ένας μενεστρέλος, φίλος του, εξήγησε τρέμοντας ό τσαμπρε- λιάνος.

Μενεστρέλος! Ώραΐα ! Ένας αγύρτης! Σ* ευχαριστώ, μεσσίρ Κολινέτο, σ' ευχαριστώ !

Κυρά μου ! . . . , Ικανέ συντριμμένος ό γέροντας.

Βάγια ! θα τρέξεις τώρα ευθύς νά ίδεΐς τόν άρρωστο, θα τοϋ παρασταθείς σ* δ, τι θελήσει, θα βάλεις νά φέρουν άπό τήν Καλαμάτα γιατρό καΐ θάρθεις νά μοϋ πεϊς (ίστερα, άκοΟς ;

Ναί, καλή μου.

Βιάσου !

Κ* £δειξε μέ χειρονομία προσταχτική στους δυό γέρους τήν πόρτα πού Ιβγαζε άπό τό περιβόλι. "Εφυγαν.

Σάν Ιμεινε μονάχη της ή πριγκηπέσσα Ινιωσε τήν παράφορα της νά καταπέφτει. Κάτι σάν κόπος μεγάλος της είχε τσακίσει τά μέλη. Παράτησε τά χέρια της άτονα νά κρεμαστούν στον πάγκο, άνάγειρε τό κορμί της, ακούμπησε στον τοίγ^ο τό κεφάλι της.

ΕΙταν ή ώρα ή θερμή τοΟ απομεσήμερου. Ψηλά, ό ουρανός βάθαινε σέ χρώμα, κάποια καμπάνα σήμαινε μακρυά. Ένιωθες πώς δ ήλιος γέρ- νει, τό δειλινό Ιρχεται. στενή φυλακή πού Ιφραζε όλοΟθε τό αχα- μνό περιβολάκι κόκκινο μουράγιο αντίκρυ, άσπροι στεγνοί τοίχοι ολόγυρα κάτι κρατούσε άπό τή ζέστα τοΟ μεσημεριάτικου ήλιου καί τώρα τ' ανάδινε μέ χνώτο πικρό. Ή 'Ιζαμπώ ανάσαινε λειψά, μέ κόπο.

"Ομως μιά πνοή ανεπαίσθητη, κάτι σάν τάραγμα τοΟ αέρα άπό φτε- ροκόπημα κοντινό, κατρακύλησε άπό τήν ψηλή τάπια. Τάραξε μυστικά τά φύλλα της ροδιάς, ανάδεψε δυό - τρεϊς ανάερες τριχοΰλες γύρω στό κεφάλι της πριγκηπέσσας. Ή ανάσα της έγινε άλαφρότερη, τά ροδαλά ρουθούνια ήπιανε συγκινημένα τήν ακριβή δροσιά.

«Απρίλης μπαίνει», έκανε άφωνα, μιλώντας στον εαυτό της ή 'Ιζαμπώ σά νάχε ακούσει τή χαμηλόφωνη κουβέντα πού είπε τ' αγέρι γύρω στ' αδτί της. Καί τά μάτια της, πού στυλώνονταν αντίκρυ δίχως νά κοιτάζουν, χαμογέλασαν μέ καλοσύνη απλοϊκή, καθώς χαμογελούν τά μάτια πού άντικρύζουν τό αγγελικό πρόοωπο μικρού παιδιού.

219

"■■""■

^^]' "*""

ΛΛΜ^^Λ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ'

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΛΕΓΤΕΡΙΑΣ

ΓΣΟΚΟΠΩΝΤΑΣ καΐ λαχανιάζοντας ή βάγοα, βιαστική, είχε διασχίσει κάμα- ρες, ανέβηκε σκάλες, πέρασε χαγιά- τια, βαστέρνια, κελλάρια, καΐ τέλος ίφτασε μπροστά στην πράσινη πορ- τούλα τοΰ ΣγουροΟ. Ό μεσσίρ Κολινέ- τος έτρεχε τό κατόπι της μέ τό κοντό καΐ γοργό του βήμα, να την οδηγάει, νά τήν προφταίνει.

Άπό δώ, βάγια, δεξιά . . , , τώρα αριστερά . . . , ϊσια, ίσια ! . . , Έδεκεΐ. Ναί. ΤοΟτο,είναι τό πορτί.

Σπολλάτη ! Έπρεπε άπό μέρες νά μοΟ τό είχες δείξει . . .

Μέ τή σερπετή ασυνέπεια τοΟ μα- θημένου νά υπηρετεί ορέξεις δυνατών, ή βάγια είχε παρατήσει τώρα τή συμ- μαχία της μέ τόν τσαμπρελιάνο κ' Ιπαιρνε τό μέρος της ψυχοκόρης της. Τό κεραυνοβόλο βλέμμα της, τό ψυχρό μοΟτρο, συμπλήρωναν εδ- γλωττα τήν αγανάκτηση καΐ τήν αρχοντική της διαμαρτυρία. "Ανοιξαν καΐ μπήκανε.

Ή κάμαρα εϊτανε μιχρή, τό ανοιχτό παράθυρο αντίκρυ ξέκοβε Ινα κομμάτι θαμπωτικό τοΟ βραδυασμένου ούρανοΟ. "Ολα τ' άλλα γύρω εΐ- ταν βουτηγμένα σέ καταχνιά πυκνή. Ή βάγια στάθηκε τυφλωμένη.

ΠοΟ είναι τό παλληκάρι ;

Στό φωτεινό γ,άΖρο τοΰ παραθυριοΟ, είδε Ιναν Ισκιο νά σηκώ- νεται καΐ νά παραμερίζει. Ό τσαμπρελιάνος της έδειξε τό κρεββάτι. Τά μάτια τής βάγιας, πού είχαν ακολουθήσει τόν ίσκιο, γύρισαν, είδαν τόν δίρρωατο. Είτανε λοιπόν δυό άνθρωποι μέσα στην κάμαρα. Ό Ινας, δ όρθιος, είχε μαλλιά καΐ γένεια πυροκόκκινα, άκουρα : Ιμοιαζε σαραντάρης. Ό άλλος, ό πλαγιασμένος, είταν παιδάριο πρω- τόχνουδο, χλωμό.

Παρθένα μου ! τί γλυκό αγόρι . . .

Ζύγωσε, Ισκυψε καΐ κοίταξε τόν άρρωστο πού άνοιγε τώρα τά μά- τια του σά νά ξυπνούσε άπό Οπνο βαθύ. Τό πρόσωπο του είχε μιά δια-

220

φάνεια φιλντίσένία" τα μισάνοιχτα, φρυμένα χείλη του ξεσκέπαζαν μ'.ά σε:ρά δόντια άσπρα κ' όγρά.

Δώσε μου τά χέρι σου, καρδούλα μου, τό χρυσό σου τό χεράκι ! Κάθησε στό κρεββάτι, τοΰ πήρε τό χέρι, τό πασπάτεψε. Εϊταν

1^ρω<^ί'^ο και ζεστό. "Εσκυψε καΐ τοΰ κοίταξε τα μάτια. Κάτι σαν κα- ταχνιά τά σκέπαζε• ή α,^ίσοι. του είταν αδύναμη, ανεπαίσθητη. "Ομως κι δ άρρωστο; τώρα, σα να γύριζε μέ κόπο από μακρυά, Ιδειχνε έκ- πληξη για τά ξένα πρόσωπα πού ξυπνώντας τά έβλεπε σκυμμένα πάνω του. Ξάφνου, σαν κάτι νά μάντεψί, έδωσε μιά καΐ σηκώθηκε στον αγ- κώνα του.

"Οχι, δχι, μή μου σηκώνεσαι ! Κάτω νά πέσεις, κάτω. Είσαι ιδρωμένος και θά σε πάρει τ' αγιάζι. "Ε, μεσσίρ Κολινέτο, τί στέ- κεις σά μόμπιλο αύτοΟ - δά ! Σφάλησε τό παράθυρο. ΚαΙ σΟρε νά φωνά- ξεις δυό γυναίκες. Τό παλληκάρι έχει χρεία νά τό φροντίσουν.

Ένώ ό τσαμπρελιάνος τσακιζότανε νά εκτελέσει τΙς προσταγές της βάγιας, αύτη άνοιξε τό σωκάρδι τοΟ ΣγουροΟ, τοΟ πασπάτεψε τό άταφος. Τά χέρια της εΓχανε μιά σβέλτη κ' έμπειρη δεξιοσύνη. "Εσκυψε τέλος στό πρόσωπο του καΐ βάλθηκε νά τοΟ κοιτάζει μ' έντονη προ- σοχή τά μάτια. Τά ματόκλαδά του τΫ]ς φάνηκαν γυρισμένα.

Τίποτα δέν έχεις, καρδούλα μου, μή βάζεις έγνοια. Τίποτα δεν έχεις. Τώρα έγώ θά σοΟ ειπώ 2να ξόρκι, θά βάλω νά σοΟ φτιάξουν 2να γιατρικό και γρήγορα θά γιάνεις. Έτσι νά σέ χαρώ ! Μόνο νά καθή- σεις στό κρεββάτι, νά φυλαχτείς άπό τ* αερικά τοΟ μεσημεριού καΙ τής νυχτός. Φυλαχτό, έχεις ; Νά τό κρατείς απάνω σου.

Έβγαλε άπό τό περσίκι της, τό κρεμαστό άπό τή μέση. Ινα σπειρί λιβάνι, πρόσταξε τΙς γυναίκες πού είχαν έρθει βιαστικές μέ τόν τσαμ- πρελιάνο νά της ^ίροΜΊΖ %%ρ^θΜ-^ο αναμμένο κ* 2να σκουτέλι καθαρό νερό, άναψε τό λιβάνι, σταύρωσε τό νερό καΐ πρόφερε δρθια τό ξόρκι :

Πίφι σπιτζίους, φιλίους, βήλους, μύτους, αυτούς παρακλητούς, στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου θεοΟ, αμήν. "Αγιε, άγιε τοΰ θεοΟ Σ'.χαήλ, βοήθα τόν δοΟλον τοΟ θεοΰ πώς σέ λένε, καρδούλα μου ;

Νικηφόρο.

Τόν ^οϋΧοΊ τοΰ θεοΰ Νικηφόρον.

"Γστερα ράντισε μέ τόν πρόχειρο αγιασμό τόν άρρωστο, τοΰ άλειψε τά ματόφυλλα, τό μεσοφρύδι, τά μελίγγια.

Νά μοΟ φέρετε τό βράδυ, στην κάμαρα μου, είπε στΙς γυναί- κες, θεριακή, άσκάδι καΐ ξΰδι. Πρέπει πρωϊ - πρωί, προτού λαλήσει τό κοκόρι, νά πιεϊ ό άρρωστος τό γιατρικό.

Ή κάμαρα μύριζε βαριά λιβάνι* κάθε πού ανοιγόταν τό τ:ορ•ί6• φύλλο, μύρο ^ροοξ.ς)6 γλιστρούσε μέσα, άπό τά γιασεμιά τοΰ χαγια- τιοΟ. Ό Σγουρός θαροΟσε πώς τ' όνειρο τοΰ πυρετοΰ του συνεχίζεται καΐ τώρα πλέει σ' άγνωστη, ύπερτάφια πλάση.

Ή βάγια στύλωσε τό κορμί της, ικανοποιημένη. Είχε κάνει δ, τι έπρεπε, χάρηκε γιά λίγες στιγμές τήν υπέρτατη εξουσία πού τής έδι- ναν οί μεταφυσικές της αρετές : Πρόσταξε δαιμόνια κι ανθρώπους. Φρόν- τισε ακόμα γιά λίγα δευτερότερα πράματα, σκέπασε καλά τόν ίρζ){£ιοχο,

221

είπε στΙς γυναίκες να τοΰ κάψουν άπήγανο στην κάμαρα του καΐ τόν καληνύχτισε.

Βγήκε θριαμβικά, στητή, καΐ ξοπ(σω της ή μικρή ακολουθία, ό μεσσίρ Κολινέτος κ' οί δυό γυναίκες.

Ό Σγουρός, σαστισμένος ακόμα, κοίταξε με μάτια τεντωμένα, τή φανταστική πομπή να βγαίνει άπό τή μικρή του πόρτα. "Αν δεν είτανε το γλυκό μύρο τοΟ λιβανιοΟ πού εύώδιαζε καΐ τώρα τόν αέρα, θα έλεγε πώς είχε μονάχα ονειρευτεί. Γύρισε τ' απορημένα μάτια του στον Κοκ• κινοτρίχη.

Ό μενεστρέλος, πού είχε σ' δλο χοΟτο τ* αναμεταξύ τραβηχτεί σε μια γωνιά και σώπαινε, ξεκόρμισε άπό τόν τοίχο, ήρθε νάκαθήσει πάλι στό σκαμνί. Γέλιο σιωπηλό, πλατύ, έσχιζε στά δυό τό τραγίσιο του μοΟτρο.

Σ' έχουνε γι' άμποδεμένον, είπε με τή βραχνή του τή φωνή και κούνησε δύσπιστα τό κεφάλι. "Ομως τά μάγια πού ξόρκισαν, τίποτα δε φελάνε . . .

Ό άρρωστος αναστέναξε.

Τά μάγια πού σε δένουνε, γέλασε ό Κοκκινοτρίχης, δε φοβόν- ται άπήγανο ουδέ ξόρκι.

Αλήθεια, ανεξήγητη εϊταν ή ξαφνική άρρώστεια τοΟ Σγουρού. Άπό τή βραδυά πού βρέθγ^κε δίχως νά καταλάβει πώς μπροστά στην κυρά της "Ακοβας, άπό τή βραδυά πού είδε την 'Ιζαμπώ νά προβαίνει σά φάντα- σμα \ίΓ^ροοχοι. στά μάτια του, κάτι σάν άβασκαμός είχε βαρύνει πάνω στό κορμί του. Γύρισε στην κάμαρα του τσακισμένος, με τους αρμούς του λυμένους, σά νά είχε πολύ βασανιστεί. Πλάγιασε, δμως ύπνος δεν τόν κολλούσε. Σηκώθηκε, άνοιξε τό παραθύρι, ανάσανε τή νύχτα, κάθησε ν' ακούσει τό βαθύ βουητό τοΰ κάμπου, τις δοξαριές των τριζονιών. ^Ώρες πέρασαν Ιτσι, κι 6 ύπνος δεν ερχόταν. Ξαναπλάγιασε, έμεινε άνασκελωμένος, με τά μάτια ανοιχτά. αυγή τόν βρήκε έτσι.

Δε θυμόταν, δχι, άλλη φορά στη ζωή του πού νά ξενύχτησε.

Τί ακριβώς τοΰ συνέβαινε τώρα, δε θά μπορούσε νά τό πει. Είτανε μιά αίσθηση παράδοξη, περίπλοκη, άξεκαθάριστη ακόμα. Γλύκα μαλθακή άναπάλιαζε τήν ψυχή του, λες κ' είτανε ν' άναλιγώσει ολάκερη και νά σταλάξει κάτω. Δάκρυ γινόταν ή καρδιά του, καυτό, βαρύ, αίματερό δά- κρυ. Σάν άπολησμονιόταν, ένιωθε νά τόν τυλίγει ευδαιμονία απέραντη καΐ μουσική, κϋμα θερμό πού τόν ανασήκωνε, τόν ταξιδεύει. "Οταν πάλι, άνταριασμένο τόν ξυπνούσε τό σκοτεινό ψυχόρμητο, φόβος βαθύς τόν κυρίευε ξάφνου, πρωτόγνωρη τρομάρα. Καταλάβαινε πώς δεν είναι πιά, δχι, οί παλιές παιδιάστικες αλητείες της φαντασίας του. Τά παρά- τολμα όνειρα δεν τόν μαυλίζανε τώρα, 6 νους του δε συνεπαιρνόταν. 'Γπόμενε κ' υπόφερε βουβά. Σκιά μεγάλη, σοβαρή, δέος μυστικό κατέ- βαινε στην ψυχή του. Κ' ένιωθε τότε πώς κάτι άγνωστο έρχεται νά τόν ανταμώσει, κάτι σάν τό βαθύ βουητό τοΟ δάσου πού έ οδοιπόρος τό πρωτακούει ψηλά, μακρυάθε νά σιμώνει, αναταράζοντας τις φυλλωσιές, σημάδι τζροάχ'(ελο της καταιγίδας.

Μονάχα ενα καταλάβαινε : Πώς τά μάτια του ο^ιο'^ κι αν γύριζαν, ιήν πάσα στιγμή, άλλο δέν έβλεπαν παρά μιά {ίορφγ^ γυναικεία. Τήν

222

έβλεπαν να πλέει στό άπειρο, να ξεκόβεται σέ φόντο σκοτεινό, καθώς τ' αστέρι στον ουράνιο θόλο. Εϊταν καινούργια ή μορφ-η, σάν καΐ τώρα μονάχα να τήν πρωτόδε. Κι δμως κάτι τοΟ θύμιζε, κάτι απώτατο καΐ βαθύ. Ή θωριά της τόν κάρφωνε εκστατικό, για ώρες. Τόν κοίταζε στυλά, μέ σοβαρό βλέμμα, κ' ή αγωνία τόν Ιπνιγε τότε να δώσει κι αυ- τός α'η\ιεΙο ζ(ύ'ϊ]ς στό έναστρο ΙκεΓνο βλέμμα, πού τδνιωθε βαρύ άπό νοήματα.

"Ετσι πέρασαν δυό, τρεις, τέσσερες ήμερες. Τήν πέμπτη, δέ μπό- ρεσε νά σηκωθεί άπό τό κρεββάτι του. Κι δταν τήν άλλη μέρα 6 Κοκ- κινοτρίχης, ανησυχώντας πού δέν τόν έβλεπε, ήρθε νά τοΟ χτυπήσει τήν πόρτα, τόν βρήκε στό στρώμα μέ τά χείλη φρυμένα, τό βλέφαρο βαρύ, τό μάγουλο ξεματωμένο, καθώς θα τόν Ιβρισκε ύστερα άπό άλλες τρεις ήμερες ή βάγια της *Ιζαμπώς.

Τί έπαθες, άγουρε ;

"Άρρωστος είμαι, έκανε βαρύθυμα τό παιδάριο. Κι αλήθεια, δέν ήξερε τί είχε. «Κάποια ταραχή των αίμάτων, συλλογιζόταν, ή κι άβασκαμός.»

Τό έμπειρο μάτι τοΟ μενεατρέλου τόν ψαχούλεψε προσεχτικά.

Χμ, χμ ! σιγομούγκρισε. Δέθηκες χεροπόδαρα τώρα.

Δέθηκα ; . . . Λες, αλήθεια, νάμαι άμποδεμένος ! "Ετσι λέω, γέλασε σαρκαστικά ό Κοκκινοτρίχης. Νά το ! καλά τό μάντεψε αυτός.

Και τώρα ; ρώτησε μέ τρόμο.

Ό Κοκκινοτρίχης σήκωσε τους ώμους του, άφησε τό ρώτημα ανα- πάντητο, κατά τό συνήθειο του. Δέ φανέρωνε ποτέ νά έχει κανενός εί- δους τρυφερότητα ή καρδιά του αύτουνοΰ. Μονάχα στρώθηκε στό πλάϊ τοΟ άρρωστου, τόν φρόντισε, τοΰ κράτησε συντροφιά, κ: άπό τότε συνέ- χισε νάρχεται κάθε μέρα.

Κουβέντιαζαν ήσυχα, νωθρά, γιά θάλασσες, γιά πλεούμενα, γιά ναυτικούς, γιά ξένους τόπους. "Ηξερε πολλά 6 Κοκκινοτρίχης, μονάχα πού δέν τ' άνιστοροΟσε ποτέ πρόθυμα. Μέ το τσιγκέλι τοΰ τάβγαζες τά λόγια, καΐ πάλι, συχνά, σά νά μετάνιωνε, σ' άφηνε καταμεσίς σέ μιά κουβέντα.

θεριά ή θάλασσα, έχει ; -"Εχει.

Γοργόνες ; -"Οχι.

Δέν έχει γοργόνες :

"Οχι λέω !

Πήρε ή δργή ! "Ερχονταν έτσι κάτι φορές πού δ αναθεματισμένος τοΟτος σοϋ χαλούσε κάθε κέφι. Τώρα τί θά έχανε νά πει πώς έχει τδντις ή θάλασσα "{ορ'ίό'/ες ; "Ομως δέν τδλεγε, δχι. Δέν τδλεγε γιατί μάντευε πώς τό λαχταράς. Καταραμένη στραβοξυλιά ! Νά σέ γδύνει άπό κάθε άπατη.

Κι δμως πάλι, μαζί του, έρχονταν φορίς πού έκανε φτερά 6 νους. Δέ φαινότανε νά τό αποζητάει, δέν πάσχιζε νά σέ μαυλίσει. Μιά λέξη έλεγε, καΐ τούτο έσωνε. Στην άκρη τοΟ κάβου, έκεϊ πού ό αψύς ό άνε-

223

μος τοΟ πελάγου φυσάει με φούρια, σου έδινε μιαν απότομη, ρωμαλέα σκουντιά. Τιναζόσουνα στό χάος και πια ή φαντασία σ' άδραχνε άπό τα μαλλιά.

Έκεΐ πού δ ή'λιος στάζει λυωμένο μάλαμα . . .

Μάλαμα ;

^ίτή χώρα με τις χουρμαδιές ...

Οι άνθρωποι τοΰ κάστρου μάθανε την αρρώστια τοΟ ρωμιόπουλου άγνωστο πώς. Λυό μονάχα μέρες άφοΰ είχε πια πέσει στό στρώμα, ήρ- θανε να μάθουν τί έγινε, γιατί δεν τόν βλέπουν. Στην αρχή τό παιδό- πο\)λο, ΰστερα δυό σκουταράτοι, τέλος ό τσαμπρελιάνος ό ίδιος. 01 Φράγκοι έδειξαν πώς γνοιάζονται για την υγειά του και τοΰ στείλανε γιατρικά. Την πρώτη φορά πού τοΟ φέρανε να πιει ενα ζεστό, καμω- μένο άπό βρασμένα βότανα, ό άρρωστος χλώμιασε και κυριεύτηκε άπό βαθειά τρεμούλα.

Ποιος μοΟ τό στέλνει ; ρώτησε ξέπνοα. Ό μεσσΐρ Κολινέτος.

Τα χέρια του πέσανε σα θερισμένα. «'Α», Ικανέ μονάχα. Ό Κοκκινοτρίχης, τοΰ πήρε το σκουτέλι άπό τα χέρια προτοΰ τό δοκιμάσει, τό πήγε κοντά στό παράθυρο κ' έκεΐ βάλθηκε να τό κοιτά- ζει καλά στό φώς, νά τό αναταράζει, νά μυρίζεται τους αχνούς του.

Τί κοιτάς ;

Δέν αποκρίθηκε ό μενεστρέλος, συνέχιζε τήν εξέταση του. Τέλος τοΰ τδδωσε.

Πιέ το, δέν Ιχει φαρμάκι.

Φαρμάκι ; !

Ό Κοκκινοτρίχης έγνεψε αδιάφορα.

Ξεχνάς, άγουρε, πώς ό σενεσάλος σ' έχει γιά ξέκαμα.

Κάτι ράϊσε μέσα στην καρδιά τοΰ Σ'{οοροϋ. "Οχι, δέν εϊταν αυτό πού είχε φανταστεί εκείνος . . .

Τέλος, τά γιατροσόφια της βάγιας ήρθανε πάνω στην ώρα. Τό ξόρκι, τό γιατρικό πού τοΰ Ιστειλε, κάνανε τό καλό τους. Κοιμήθηκε ήσυχα τή νύχτα εκείνη, ί'δρωσε, και τό πρωΐ, ξυπνώντας, Ινιωσε πώς είναι πιό αλαφρός. Ξαναθυμήθηκε τά χτεσινά. Σαν είχανε μείνει μονά- χοι οί δυό τους μέ τόν Κοκκινοτρίχη, τοΰ είχε πιάσει ταραγμένος

τ^ χέρ'. :

Κοκκινοτρίχη . . . , τήν ξέρεις αυτήν ; κ' Ιδειχνε μέ τά μάτια τήν πόρτα άπ' δπου μόλις είχε βγει ή μικρή πομπή.

Τήν ξέρω.

Είναι ή βάγια της . . .

Της πριγκηπέσσας. Λοιπόν ;

Εϊταν ξερή, κρύα ή φωνή τοΰ Κοκκινοτρίχη. Κόπηκε ό Σγουρός,

Τίποτα, μουρμούρισε.

Τήν άλλη μέρα, ό μενεστρέλος \ιθΊΛχος του είπε, στην αινιγμα- τική του γλώσσα :

Αυτός πού δένει, αυτός ξεδένει.

Γελούσε σαρκαστικά λέγοντας το. "Ομως 6 Σ-^οορός, γιά πρώτη φορά, νόμισε πώς τό κατάλαβε τό νόημα της κουβέντας του.

224

Σαν έφυγε δ Κοκκινοτρίχης, σηκώθηκε από τό κρεββάτι του καΐ δοκίμασε νά περπατήαε^. Τα μέλη του είταν βαρεία, μουδιασμένα. "Εκανε μερικά βήματα, πήγε στό παραθύρι. Ή πρώτη ανάσα τοΟ άνοι- χτοΟ αέρα μπήκε στα σωθικά του δροσιστική, βάλσαμο. Μισοκάθησε στό γοΊχρ^ μουράγιο κι αφαιρέθηκε νά κοιτάζει πέρα.

Τό βράδυ έπεφτε, αργά. Άντιφεγγιά ροδαλή, χρυσαφιά, φούντωνε τόν ουρανό κι δλο δυνάμωνε ή εξαψή της. Φλόγες μεγάλες τεντώθη- καν, έγνεψαν. Άπό κάτω, χαμηλά, ^να ή'συχο κουβεντολόι ακουγόταν, πραϋντικά μονότονο καΐ μουντό. Δυό φωνές γυναικείες. Έστησε μηχα- νικά τ* αυτί, και ξάφνου ή καρδιά του σπαρτάρησε, πνίγηκε.

Ή μιά, ναί, είτανε γνώριμη.

Καταραμένο μουράγιο, γ^0'ηρ6 τρεις σπιθαμές! Αδύνατο νά κοιτά- ξεις στά ριζά του. Μπορείς 5μως νά χωθείς ανάμεσα στους παραστάτες τοΟ παραθυριού, νά πέσεις μπρούμυτα καΐ νά προβάλεις τό κεφάλι. Τότε βλέπεις.

Βλέπεις κάτω καΐ λιγάκι δεξιά, ?να μικρό τετράγωνο, είδος αύλί- τσα πού έχει καΐ μιά ροδιά. Κάποια γυναίκα ηλικιωμένη κάθεται αν- τίκρυ στό ζιί'^τρο καΐ κουβεντιάζει γνέθοντας. Κάπου -κάπου μιά άλλη φωνή της αποκρίνεται, κι αυτή γυναίκεια, δμως νεανική. Δέ βλέπεις καθόλου τό πρόσωπο πού μιλάει έτσι, γιατί 6λά•/.ερο τό σκεπάζει τό φύλλωμα τοΰ ζί'/τρο'ο. ΚαΙ θαρεϊς πώς αποκρίνεται στην ηλικιωμένη γυναίκα, μέ στόμα κρυφό, ή Γδια ή ροδιά, πού μέ τήν άνοιξη έβγαλε τρυφερά, καινούργια φύλλα. ,

Τότε ή άρρώστεια τοΟ έγινε γλυκεία, ή κάμαρα του αγαπημένη. Καρτερούσε τήν ώρα πού ΒίρΗου'^ε πάλι οι δυό γυναίκες νά καθήσουν στή μικρή αυλή, κ' ή απαντοχή τούτη, ή σπαρμένη ανυπομονησίες, χτυποκάρδια, έδινε γι' αυτόν νόημα καΐ γεύση σ' ολάκερη τήν ήμερα, σ' ολάκερη τή νύχτα. Τρόμαζε μήπως 6 Κοκκινοτρίχης έρθει καΐ τόν χασομερήσει σε ώρα ακατάλληλη, μήπως τόν προφτάσει σκυμμένον στό παραθύρι. "Αρχισε ν' αμπαρώνει τήν πόρτα, νά γίνεται πο'^'ηρόζ, νευρι- κός. Τό μάτι τοΟ μενεστρέλου, τό κοφτερά Ιμπειρο, τόν ενοχλούσε. Βάλ- θηκε νά υποκρίνεται καΐ πάσχιζε νά ξεγελάει τό σύντροφο του, τόν Ισαμε χτες πολύτιμο.

Κάθε δειλινό, ταχτικά, στό στενάχωρο περιβολάκι, θ' ακουγόταν ή μαγική φωνή. Συνεπαρμένος ξαφνικά, μέ πιασμένη τήν ανάσα, θά χυ- μοΟσε νά κρεμαστεί στό παραθύρι του. Μέ τό λαιμό τεντωμένο, μέ κίν- δυνο νά γχρεμιστεΐ•στό βάραθρο, έσκυβε, αγωνιζότανε νά ίδεΐ κάτι, μιαν άκρη άπό φόρεμα. Είχε τή συνηθισμένη της θέση ή φωνή καΐ δέν τήν άλλαζε" κάποιο σανιδένιο πάγκο Ισως στή ρίζα της ροδιάς, "Αλλοτε πάλι, κάποιες φορές, πειθανάγκαζε τόν εαυτό του σ' §να τραχύ, γλυκό μαρτύριο. Μέ τή ράχη στον τοίχο του, τά μάτια σφαλιστά, δίπλα στό παραθύρι, στεκότανε ν' ακούει έτσι, στά τυφλά, δίχως νά σκύβει εξω. Ή φωνή είτανε τότε σά μακρυνή μουσική, πού ό αέρας τή σκορπάει, κ' ή δίχως λόγια μελωδία της σοΟ ξυπνούσε οράματα, παράτολμες οπτασίες. Έ καρδιά τοϋ άνθρωπου έτσι βρίσκει ηδονή αιματηρή νά βα- σανίζει τόν εαυτό της. Πολλές φορές αναρωτιότανε [ΐο^άχος του ίσαμε πότε θά μπορεί νά μένει σέ τούτο τό γ,άοτρο κι άν δέ θάρθει τό πλή-

Ή Πριγπη .ιίσσα Ίζαμ;τώ ΔΔΟ

ρωμα τοΟ χρό'^ου ν' άλλαξε: ρότα ή τύχη του. Δεν ήξερε γιατί τδν λη- σμόνησαν καΐ πω; θάφτηκε ή υπόθεση της γραφής τοΟ Σγουρομάλλη, ΤοΟ χάρισαν άραγε τη ζωή ή μονάχα πού άναβάλανε ; ΚαΙ γιατί ; "Αν δοκίμαζε να ξεκόψει μονάχος του, θα τόν άφηναν ή δχι ; Μήπως είναι κατάδικος πού καρτερεί, δίχως να τό ξέρει, τή μέρα τοΟ μαύρου λυ• τρωμοΟ ; Έ εικόνα της κρεμάλας μέ τό κουφάρι τοΟ Σέργιου θαμπό- φέγγε στο νοΰ του, καΐ μαζί ή αλλοτινή απορία : τήν καταδίκη εκείνη, ποιος τήν αποφάσισε ; 'Αναθυμάται στό αύ^ε'^τρο τό γαντοφορεμένο χε- ράκι πού κρατάει τα ρέτενα τοΟ Άστρίτη. Αυτό ;

Ή βάγια ήρθε άλλη μια <φορά να τόν ίδεϊ τί κάνει. Ό ζήλος της τώρα είτανε πολύ μετριασμένος, άπό τότε πού Ιμαθε πώς δ άρρωστος πήρε τό καλλίτερο. Μπήκε μέ πόζα βασιλίκια, έχοντας το κατόπι της μια γυναίκα τής ακολουθίας, και στάθηκε μόνο λίγες στιγμές. Αυτός, τήν κοίταζε θαμπωμένος, πράμα πού πολύ τήν κολάκεψε. Δεν ήξερε πώς τα μάτια του ψαχούλευαν μέ θαυμασμό τό ανθρώπινο πλάσμα πού κά- θεται κάθε βράδυ στό περιβολάκι κ' έχει τό χάρισμα να μιλάει μέ τή ο'ίουρΎΐ ροδιά. Καθώς πήγαινε να βγει, αυτός χύμηξε κοντά της και τή σταμάτησε :

Κυρά, πές μου : είν' αλήθεια πώς είσαι Ρωμιά ; Έτσι μοΟ είπαν.

Ρωμιά είμαι, τοΟ αποκρίθηκε απορημένη.

Τήν κοίταξε ακόμα πιό έντονα, κάτι πήγε νά πεϊ, δμως δεν έβγαλε άχνα. "Γστερα από λίγες στιγμές απαντοχής μάταιης, ή βάγια βγήκε από τήν κάμαρα σαστισμένη.

Τό δόλιο τ' αγόρι, είπε στή γυναίκα τής ακολουθίας καθώς περ- νούσανε τό χαγιάτι, δέ φαίνεται νάμεινε ολότελα άπείραγο. Ή κακιά του ή άρρώστεια τό σημάδεψε στό μυαλό. "Εχει τα συλλοϊκά του ζα- βωμένα.

Κατέβηκε Σσια στό περιβολάκι κ' έδωσε τά νέα στην πριγκηπέσσα : Ό Ρωμιός μαντατοφόρος είχε πάρει πια τό καλλίτερο, όρθοπόδισε.

Ποιος μαντατοφόρος ; ρώτησε αδιάφορα ή 'Ιζαμπώ.

Καλή μου, δ άγουρος εκείνος πού μ* είχες στείλει έδώ και μέ- ρες νά τον κοιτάξω !

"Α, έκανε μ' απάθεια ή πριγκηπέσσα καΐ δέν έδωσε πια προ• σοχή.

Έ βάγια κάθησε στή θέση της πειραγμένη, έπιασε πάλι τή ρόκα καΐ δέν ξανάνοιξε τό στόμα της δλο τό δειλινό, για νά δείξει τή δυσα- ρέσκεια της πού τήν είχανε ξεκουνήσει άδικα.

Δυό μέρες αργότερα, ή κυρά τής "Ακοβας, σάν απαυδισμένη άπό τήν άγονη παραμονή της στό γ,άσχρο τής Καλαμάτας, ανάγγειλε πώς θα έφευγε. Είχε πιά κορφολογήσει δλες τΙς χαρές πού μπορούσε νά τής προσφέρει ή έδώ ζωή. Μπορεί καΐ νά βαρέθηκε τήν εύσχημη άντικά- μαρα πού τής έκανε ή αδερφή της.

Και πότε φεύγει ; ρώτησε αδιάφορα ή 'Ιζαμπώ.

Μεθαύριο πρωί, κυρία, τήν ηλΎΐροψόρηαε δ μεσσίρ Κολινέτος. Κάλεσε τή βάγια καΐ τής έδωσε οδηγίες γιά τά δώρα πού έπρεπε

νά χαρίσουν στή βαρωνέσσα. Νά φορτώσουν πέντε μουλάρια σΟκα ξερά τής τελευταίας σοδειάς, φουντούκια, μύγδαλα, σταφίδα. Νά βάλουνε

226

καινούργια πανωσκέπια στή σέλλα της, όφασμένα άπό τΙς γυναίκες τοΟ κάστρου. Κ* ?να μικρό βαγένι ροδόσταμο να ττ3ς βάλουν μαζί, να ρίχνει στις λιχουδιές πού τόσο της αρέσουν καΐ να φτιάνει μύρο για τόν κόρφο της.

Καθώς ή βάγια πήγαινε να βγεϊ, δ τσαμπρελιάνος, πού άπό ώρα δίσταζε, πΫ]ρε τήν απόφαση.

Κυρία, αδριο βράδυ, στή μεγάλη σάλλα θα συναχτεί ή κούρτη για τόν αποχαιρετισμό . . .

Λοιπόν ;

θα είναι μια ολότελα σπάνια βεγγέρα . . . Εμπρός, μεσσίρ Κολινέτο ! περιμένω.

Ή βαρωνέσσα Ιχει συμπάθεια, τό ξέρει ή χάρη σας, στους με- νεστρέλους.

Κ' Ιτσι Ιχει συμπάθεια ;

"Αν θάθελε ή χάρη σας να δώσει τήν άδεια σ' ίγ.ζΐ'^ο τό μενε- στρέλο πού τόσον καιρό τώρα βρίσκεται στό κάστρο καΐ καρτερεί . . .

Ή Ίζαμπώ σκέφτηκε για μια ^τιγμή κ' ΰστερα, σηκώνοντας τους ώμους της :

"Ας γίνει κι αυτό, είπε.

Ό Κολινέτος βγήκε ξαλαφρωμένος, μέ τή μικρή του τή χορευτική περπατησιά,

Έτσι μπράβο, καλή μου! έκανε διαχυτικά κ' ή βάγια, να σας βλέπω τΙς δυό αγαπημένες, καθώς τόν καιρό πού ήσασταν μικρές.

"Ομως ή Ίζαμπώ έκανε μια χειρονομία ανυπόμονη κ' ή βάγια άπό μείνε μέ τή μιλιά στό στόμα. Πειραγμένη πάλι, στήνοντας τό κεφάλ δρθιο μ' αξιοπρέπεια, έφυγε άπό τό περιβολάκι.

Ή Ίζαμπώ γύρισε τα μάτια της γύρω, κοίταξε μηχανικά τό άναι μικό κηπάκι της πού πάσχιζε νά προφασιστεΐ μιαν ανοιξιάτικη προ θυμία, τά φτωχικά του τά χορτάρια, τους ψηλούς τοίχους πού τό εφρα ζαν όλοΟθε. Αριστερά, Ινας μικρός φράχτης έδινε μια ψευδαίσθηση αληθινού υπαίθρου. Πίσω δμως, πιό πέρα, ορθωνότανε πάλι τό κοκκι νωπό τειχΐ κ' έφραζε τή θέα τοΰ κόσμου ίσαμε ψηλά στον ουρανό "Ετσι είτανε κ' ζωή της.

Χαμήλωσε πάλι τό κεφάλι της, λυγίζοντας τόν ώραϊο άσπρο λαιμό της, καί κοίταξε τά χέρια της. "Ομορφα, μικρά, κι άνεργα χέρια. Αφημένα πάνω στην ποδιά, μοιάζανε σά δυό άσπρα περιστέρια πού κλάρωσαν μέ τό βράδυ, απλοϊκά. Τί καρτερούν αδιάκοπα ;

Ξάφνου τρομάζει, τινάζεται. Αριστερά, δίπλα της, είχε ακούσει τρίξιμο ασυνήθιστο. Προτού προλάβει νά κοιτάξει, είχε νιώσει κιόλας πώς κάποιος πήδηξε τό φράχτη καΐ μπήκε στό περιβολάκι της. Γύ- ρισε, τόν είδε. Στεκόταν ορθός, πατώντας στό παχύ χορτάρι, κ' ή δψη του εϊταν απίστευτα χλωμή.

Ποιος είναι ! ρωτάει ξαφνιασμένη, νιώθοντας πώς δέν πρέπει νά τόν αναγνωρίσει.

Τήν κοίταζε μέ μάτια μεγάλα, εκστατικά, καί δεν αποκρίθηκε αμέσως, λές και τοΟ άποροφοΟσε δλάγ,ζρο τό νοΟ ή θωριά της. Κοιτά- χτηκαν έτσι αμίλητοι κ* οί δυό τους γιά λίγο.

227

Κυρά μου ! ξεσπάζει ξαφνικά τ6 παιδάριο καΐ χυμώντας πέφτει μπροστά στά πόδια της δχι για νά γονατίσει, μά σά νά μή τόν κρα- τούσανε πια τα δικά του. Κυρά μου, μή θυμώσεις ! "Αλλο δέ βαστοΟσα πιά. Σκότωσε με ή διώξε με, έγώ είμαι 6!.'^Ύΐ\ιπορος ν' αποφασίσω.

Εϊταν συντριμμένος, αγνώριστος, μέ τα μαλλιά του ανάστατα, βα• θουλωμένα τά μάτια, τά μάγουλα χωνεμένα. Χλωμάδα νεκρική είταν χυμένη στό πρόσωπα του. Εκείνη έστησε τό πανωκόρμι της καΐ ξανά- βρε τήν αυτοκυριαρχία της.

Δέ σέ ξέρω, έκανε ψυχρά, δμως ένιωσε ψεύτικη τή φωνή της και τήν έζωσε μεμιάς ό πανικός πώς προδόθηκε.

Είμαι δ μαντατοφόρος τοΰ Σγουρομάλλη, αυτός πού τόν κατα- δίκασαν οί δικοί σου σέ θάνατο, κυρά μου.

Σαστισμένα τόν κοίταξαν μιά στιγμή τά μάτια της. *Αλήθεια, τόση αφέλεια εϊταν ποτέ δυνατή ; Κάτι σά χαμόγελο χάραξε μέσα της, πού μπόρεσε εύκολα νά τό κρύψει.

Ναί, σά νά θυμούμαι, Ικανέ μέ κατεργαριά. Αλήθεια ; ! σ' ευχαριστώ, κυρά μου.

Κι απλώνοντας, πήρε τό φόρεμα της άκρη - άκρη, τό φίλησε.

ΚαΙ τί ζητάς άπό μένα τώρα ;

Νά λυπηθείς τό μαρτύριο μου. Νά μέ σκοτώσεις ή νά μέ διώξεις! Φοβήθηκε ξάφνου πώς δέ θά \ι•:ζοροϋοζ νά κρατήσει άλλο τό χα- μόγελο της. Ή παιδιάστικα έμμονη ίδέα του φαίδρυνε τήν ψυχή της.

Μά γιατί ; Τή βαρέθηκες τή ζωή σου ;

Ναί, έκανε κείνος παράφορα. Δέν είναι πιά τούτη ζωή ! Ξάφνου, μιά σκέψη σκοτεινή πέρασε άπό τά μάτια της. Τόν κοί- ταξε καλά καί σήκωσε τό κορμί της.

Καταλαβαίνω. Σέ δέρνει ό φόβος τί θ' απογίνει μέ σένα. Φο- βάσαι τό θάνατο ...

"Οχι ! φώναξε κείνος καϊ πετάχτηκε όρθιος. Ποιος σοΰ είπε τέ- τοιο πράμα γιά μένα ; Νάρθει έδώ μπροαχά μου νά τό πεΙ !

Τώρα δέ μπόρεσε νά κρύψει πιά τό χαμόγελο της. Είταν τόσο νό- στιμη ή νεανική του καύχηση . . .

Καλά, καλά, τοΟ λέει πραϋντικά, δμως παραξενεύομαι . . .

Γιατί δεν ξέρεις. Γι' αυτό ! Κυρά μου, έχω πόνο καρδιάς άγιά- τρευτο γιά σένα.

Απόμεινε άλαλη. "Οχι, μά τήν ψυχή του μεγάλου πατέρα της τοΟ Βιλλαρδουΐνου, αυτό δέν τό περίμενε! Έτσι ξαφνικά, κ* έτσι απλά νά της τό πει! Απίστευτο. Κι άν της ξομολογιότανε γι' άλλην ακόμα γυ- ναίκα, πάλι περισσότερο δισταγμό θάδειχνε. Αναστάτωση βαθειά της τάραξε κάθε ψυχραιμία. Νά θυμώσει ; νά γελάσει ; νά πειραχτεί ; Τί έπρεπε νά κάνει ; "Οχι, όχι, αυτό δέν τό περίμενε.

Είσαι τρελλός, τοΟ λέει ξέπνοη.

Ναί, τό ξέρω ! είμαι. ΚαΙ γιά σένα. θαρείς δέν τό στοχάζο- μαι έγώ ; Νύχτες ολάκερες βασανίζω τό δόλιο μου τό μυαλό. Τί θές, συ- φοριασμένε, λέω, τί γυρεύεις ; Νά σταματήσει τό φεγγάρι τό δρόμο του καΐ νά γυρίσει πίσω ; Δέ γίνεται, δέν είναι της Φύσης! Νά πέσει ένα αστέρι τ' ούρανοΟ στην άπαλάμη σου ; Αυτά δέ γίνονται. "Οχι. Ψέματα,

228

κυρά μου ; "Ομως Ιλα πού δέ μπορώ νά χάνω αλλιώς ; Δικό μου είναι τό φταίξιμο ;

Τάν άκουγε καΐ κάτι ακράτητο, νευρικό, σπαρταροΟσε μέσα στα σωθικά της, δεν ήξερε κ' ή ϊδια : γέλιο ή κλάμα ; Φουρτούνιαζε ή καρδιά της, φούσκωνε νά σπάσει τα δεσμά τοΰ στήθους. "Αλλοτε ποτέ δέν της είχε τύχει τέτοιο πράμα. Τρόμαξε πολύ.

Πάψε, πάψε, μουρμούρισε καΐ σύγκαιρα έρριξε μιαν ανήσυχη ματιά στην πόρτα.

Νά πάψω ; μπας καΐ σε πρόσβαλα ; "Οχι, άν σέ πρόσβαλα νά μοΟ τό πεις. Ξέρω κ' έγώ ! . . . έσεΙς οί άρχόντοί της Φραγκιάς, έχετε άλλες ιδέες. Καταφρονατε τό λαό, τόν βρίζετε βιλάνο. "Αν είναι έτσι τό πράμα, μάθε κυρά πώς βιλάνος δεν είμαι. Είμαι Σγουρός γνήσιος, καΐ μέ τ' όνομα. Δές Ιδώ !

ΚαΙ γι* άλλη μιά ψορά στη ζωή του, ξεσκέπασε έπιδειχτικά τόν "Αη- Θόδωρο πού είχε κεντημένο στό σωκάρδι του.

"Οχι, δχι. . . δέ σέ καταφρονώ, τοΰ λέει τώρα εκείνη αδύναμα, κυριεμένη άπό βαθύτατη τρεμούλα, καΐ τά μάτια της κοιτάζουν άλλοΟ. Δέ σέ καταφρονώ. . .

"ϋ, τδξερα πώς έσύ είσαι αλλιώτικη ! φώναξε τό παιδάριο Ιξαλλο καΐ γονάτισε νά της αγκαλιάσει τά πόδια. "Ομως ξαφνικά ή τρεμούλα της πέρσεψε, τά μάτια της θόλωσαν, καΐ τό παγωμένο χέρι της τόν έσπρωξε μακρυά.

ΦΟγε, φΟγε ! έκανε τΐαραλογισμένη, μ' απόγνωση.

Μέ διώχνεις. Νά πάω ποΟ ; Είσαι ή ανάσα μου κι ό ήλιος μου. Νά πάω που ; στείλε με κάλλιο γιά κρεμάλα. "Ετσι δλα παίρνουν τέ- λος καΐ κρίμα δέ θάχεις άφοΟ έγώ σοΰ τό ζητώ. Είχα αγάπη στή ζωή, έπλαθα δνειρα νά εξουσιάσω. "Ολα μοΟ τά πήρες, μ' άφησες έρημο. Τί είμαι τώρα ; Ένα τίποτα. Κείτομαι άρρωστος μέσα στό "κάοτρο σου, σιχαμερός σακάτης, θαρεΐς πώς τό βαστώ ; "Οχι, δχι, διώξε με άν τό θές, δμως στείλε με στον τάφο.

Τό χέρι της, πού δλο καΐ πιό αδύναμα, δλο και πιό κουρασμένα έσπρωχνε μακρυά τό σκυμμένο κεφάλι του, βρέθηκε μέ τά δάχτυλα χωμένα στά μαλλιά του, τά μαλακά, τά πλούσια και ζεστά μαλλιά του. Έκεΐ, γιά λίγο, άπολησμονήθηκε. Τά μάτια της, χαμηλωμένα, κοίταζαν τό νεανικό κεφάλι μέ τόν τρυφερό σ6ίργ.ο, έκεΐ πού ένα μικρό πλεξίδι στρούφιζε. "Εκλυση γλυκεία, ευτυχία κι οδύνη, κατέβηκαν στην καρδιά της, τή μώρωξαν.

Τρελλόπαιδο πού είσαι, έκανε χαμηλόφωνα, σά μέσα της, κ' ένα πικρό χαμόγελο της χάραξε τό στόμα.

Τώρα ένιωθε τόν εαυτό της ηρεμότερο, περισσότερο συγκρατημένο.

Εκείνος, σήκωσε τό κεφάλι του καΐ τήν κοίταξε απορημένος.

'Ιδές με καλά, τοΰ είπε ή Ίζαμπώ γλυκά, ήρεμα. Έγώ είμαι πιά γριά.

"Ετσι τοΟ είπε.

Πατήματα ακούστηκαν πίσω άπό τό πορτόφυλλο, ή κλειδαριά έτριξε.

"Ελα, πήγαινε τώρα !

229

Σηκώθηκε γοργός, τής Ιρριξε ακόμα μ^ά ματιά, ανασπάστηκε τό φόρεμα της καΐ πήδηξε το φράχτη. Ή βάγια μπήκε τήν ϊδια στιγμή.

Τόσο εϊταν. Μια αστραπή ανοιξιάτικη κ' εοβησε. "Ομως εκείνος, φεύγοντας κλεφτά δποΰθε είχε Ιρθει, πήρε μαζί του τό θάμα της. Τά μάτια του κρατούσαν τό θάμπωμα της άπιαστης στιγμής κι απόμεναν τεντωμένα.

Είχε ακολουθήσει δρόμο περίπλοκο για να κατέβει στο περιβολάκι. Τά χτίσματα τοΟ -/.άστρου εΐτανε μπερδεμένα κι οδτε έπρεπε νά περά- σεις άπ* δπου λάχει. Πάσχισε νά ξαναβρεί τις ϊδιες στράτες, τά ίδια περάσματα, κα'. βασάνισε τό μνημονικό του νά τά γνωρίσει Ιτσι πού τάβλεπε τώρα από τήν ανάποδη. Παραπλανήθηκε μέσα σέ κατώγια, στοές, σκάλες. "Ετρεξε πολλές φορές νά βγει, και πάλι γύρισε πίσω. Σάν ερχότανε, μιά βρμή τυφλή τον Ισερνε καΐ δεν είχε τήν ψυχραιμία, τήν πρόνοια, νά σημαδέψει τίποτα στό νοΟ του. Τώρα, μιά ζάλη αλλιώτικη τόν είχε συνεπάρει πάλι και σκουντουφλοΟσε στην άξενη πέτρα, στα σφαλιστά πορτόφυλλα και στις αγκωνές δίχως νά πολυσυλλογίζεται αν αυτό πού κάνει είναι φρόνιμο.

Ωστόσο δε συναντούσε πουθενά ψυχή. Λές κ* είταν ακατοίκητη τούτη ή μεριά τοΟ κάστρου. Χο'^τρό τειχί, τεφρό, άπό πελεκητή πέτρα ίσαμε πάνω ψηλά, κ' ή σκεπή ή μαυρισμένη άπό καπνιές, αόρατη πίσω άπό τΙς ανάερες αράχνες. Σάν κελλάρια μεγάλα, βαθειές γιστέρνες γιά τις σοδειές. Σκόνταψε πάνω σέ σωρούς κούτσουρα της φωτιάς, κασσέ- λες βαρείες, σιδεροδεμένες, πιθάρια τοΰ λαδιού, τσουβάλια. Ψαχουλεύον- τας τόν τοίχο, βρήκε Ινα σανιδένιο πορτόψυλλο, σήκωσε τή σιδερένια αμπάρα, βγήκε. Ανέβηκε μιά σκάλα και βρέθηκε σέ μέρος άγνωστο του, 'χαγιάτι σκεπασμένο καΐ μακρύ, πού Ιβλεπε ψηλοκρεμαστά στή με- γάλη αυλή. Είχε βραδυάσει.

Κοίταξε κάτω. Στή θολούρα τοΟ άπόβραδου, ξεχώριζες κάποιους ίσκιους νά πηγαίνουν και νάρχονται, τελευταίοι σταβλίτες πού κουβαλάνε νερό στά ζώα τοΰ στάβλου, ενα - δυό γερακάρηδες χασομέρηδες, μιά δούλα. Άπό οώ, ή αυλή έμοιαζε αλλιώτικη, παραμορφωμένη στό σχήμα. Τήν ήξερε ίσαμε τώρα μονάχα άπό τό δικό του τό χαγιάτι. "Εψαξε μέ τό μάτι ίσαμε νά τό βρεΓ είτανε δεξιά, χαμηλότερα, μά τρόπος νά πε- ράσεις από δω έκεΐ δε φαινότανε κανένας. Σέ μιά στιγμή, ολάκερη ή εικόνα γύρισε μέσα στό νοΟ του, λαμπικάρησε. Ταραγμένος, είδε πώς βρισκότανε στό λιακωτό τοΰ αρχοντικού, στά δώματα πού μένουν οί ιππότες.

Τότε θέλησε νά φύγει τό γρηγορότερο. Γύρισε πίσω, έκανε νά πά- ρει ξανά τή σκάλα πού είχε ανέβει, δμως κάτι αόρατο τόν σταμάτησε, Ινας αχός ανάλαφρος πού είχε έρθει στ' αυτί του μέ τήν πνοή τοΰ βρα- δυνοΰ αέρα. Σαστισμένος, στάθηκε μέ τό πρόσωπο σηκωμένο κι αφουγ- κράστηκε. Είτανε μιά μελωδία μακρυνή, αργή. Ποϋθε ερχόταν ;

Κοίταξε γύρω του. Δέν καταλάβαινε. Κάτω, στην αυλή, μιά φλόγα μεγάλη πήδηξε ξάφνου κ' ερριξε πορτοκαλλί φέγγος στους τοίγ^οος, τρε- μουλιάρικο. Κάτι έκαιγαν. "Ακουσε μάκρυνα τά γέλια πού έκαναν οι σταβλίτες. Μύριζε γλυκά φαι ζεστό, καπνός άπό ξύλα. Κ' ή μελωδία, ανάλαφρη, λιανοτρέμουλη, ξένη στον παλμό τούτο της σπιτικής ζωής,

230

σα μήνυμα ακατανόητο άπό άλλον κόσμο. Σήκωσε τα μάτια του τό παι- ζάρίο ψηλά, στον ουρανό πού βάθαινε ολοένα καΐ σβηνόταν. Σα να τρα- γουδοΰσαν τ' αστέρια. Κ' εϊτανε τό τραγούδισμα λειτουργικό, ψαλμωδία άγνωστης θρησκείας, μελωδία δίχως λόγια, μέ στόμα κλειστό.

Τότε θυμήθηκε. Έκεϊ-πάνω, στό βουνήσιο πανδοχείο της Μεσα- ρέας, μια νύχτα τοΟ φθινοπώρου πού πέρασε . . . "Ετσι τήν είχε ακού- σει καΐ τότε τήν άγνωστη φωνή, να ψέλνει πίσω άπό μια πόρτα. Κ' ει- τανε τότε ή νύχτα προς τό τέλος της, χάραζε Ιξω, γαλατερός, δ βα- θύς όρθρος. Στό νοΟ του ανάτειλε ή ϊδια καθώς καΐ τότε εικόνα, ενός ιππότη νεαρού, μέ μαλακά ξανθά μαλλιά καΐ σφαλιστά μάτια. ΙΙοιός είναι ό μακρυνός θεός πού ή ψαλμωδία τούτη τόν έπικαλιέται μ' Ιτσι βαθύ καϋμό ; θλίψη ατέρμονη σταλάζει στην ψυχή. Δέν είναι μήνυμα ελπίδας αναστάσιμης, απαντοχή μελλούμενης ευδαιμονίας, δχι. Είναι Βρψος τραγουδιστός, καρτερικός, παράπονο ζωής πού χάθηκε κι ούτε πιά θ' ανατείλει.

Σ()^{•λροο ανεξήγητο εδραμε τό ρωμιόπουλο κατακόρυφα. Διπλώ- θηκε στό μαντύα του καΐ ροβόλησε τή σκάλα. Μονάχα σάν έφτασε κάτω στην αυλή, ανάσανε μέ κάποιαν ανακούφιση. Πήρε τό δρόμο γιά τήν κάμαρα του συλλογισμένο. Σάν Ινας ίσκιος νά είχε περάσει πάνω στό πέλαγο της ευτυχίας του καΐ νά τοϋ είχε θολώσει τήν ατόφια λάμψη.

Μπαίνοντας, ένιωσε πώς κάποιος άλλος είταν μέσα στην κάμαρα του. Στάθηκε ανήσυχος δίχως νά ξέρει γιατί.

Ποιος είν' αύτοΰ ; ρώτησε σκυθρωπά.

"Ελα, αποκρίθηκε ή βραχνή κι αδιάφορη φωνή τοΰ Κοκκι- νοτ^ίχη.

Ανάσανε ξαλαφρωμένος κ' Ικλεισε τήν πόρτα. Ή κάμαρα είταν κατασκότεινη, δμως δ ουρανός αντίκρυ, στ' ανοιχτό παράθυρο, Ιπιανε νά ξανοίγει. Στον πέτρινο παραστάτη, φέγγιζε τό λειψό φεγγάρι.

Κάθησε, καΐ γΙά κάμποση ώρα δέν είπανε λέξη ούτε ό Ινας ούτε δ άλλος. Άπό πάνω, ψηλά, 2να τραγούδι μο'^ότο'/ο άρχισε, απλοϊκός σκοπός καΐ θλιβερός. Τ' άκουγες συχνά τά βράδυα, γιά ώρες, καΐ κά- ποτε σάν ξυπνούσες τή νύχτα, ανάμεσα στους ύπνους σου, νά ξαγρυ- πνάει. Τό έλεγε ό βιγλάτορας τοΟ κάστρου, δ κουρνιασμένος στό ψηλό- τερο του δώμα σάν ερημικό πουλί.

Κοκκινοτρίχη, κάνει χαμηλόφωνα ό Σγουρός, μοΟ είχες πει κά- ποτε, θυμάσαι ; πώς έχει στό μελίγγι της 2να σημάδι . . .

Δέν έλαβε απόκριση.

Λοιπόν . . . τό είχες πει αλήθεια, Κοκκινοτρίχη ; Αλήθεια.

"Εγινε μιά παύση.

Κ* είναι σημάδι τοΟ θανάτου αυτό ;

Σημάδι τοΰ θανάτου.

Σώπασαν. Τό τραγούδι ανέμιζε στα μεσούρανα τό κυματερό γαϊ- τάνι του δίχως αρχή καΐ δίχως τέλος.

Τήν πρωτόδα Ιδώ καΐ δυό χρόνια θαρώ, στην πατρίδα μου, 2να πρωινό πού δέν είχαν ανοίξει ακόμα οί πΟλες. Ερχότανε πάνω

231

σ* άλογο άσπρο, κ' είχε μανδύα μεγάλο, πράσινο σαν τό νερά της θά- λασσας. Λίγοι αρματωμένοι τήν άχολουθοΟσαν . . .

Σώπασε. Μέ τα μάτια του τεντωμένα στό σκοτάδι, ξετύλιγε νοερά τήν αξέχαστη σκηνή. Βαριαναστέναξε.

ΙΙώς θα τελειώσει αυτό ;

Άποκάρωμα βαρ^ί, ανεξήγητο, τοΟ Ιδενε τα μέλη. Ένιωθε πώς βουλιάζει σε βάλτο δίχως τέλος κι δλο τάν ρουφάει τέ σκοτάδι, τό ασά- λευτο καΐ μελανό νερό. ΚαΙ πάλι ξανάρθε ή εικόνα, επίμονη.

Ή αυγή της ρόδιζε τό μά-^ουλο. "Ομως κρατούσε τα ματόφυλλά της χαμηλωμένα κ' είχε μια ζάρα πίκρας στ' άκρόχειλο.

Ό Κοκκινοτρίχης καθόταν ασάλευτος, ασυγκίνητος, στό χοντρό σκαμνί του. Κοίταζε τό φεγγάρι πού ανέβαινε άσημίζοντας τόν ουρανό.

Ή γαλέρα τήν ξεμπαρκάρησε στό έμπα τοΟ κόρφου, είπε.

Ή γαλέρα ;

Ή γαλέρα τοΟ άμιράλη. Τήν είχαν αρπάξει τα κουρσάρικα τρεις μέρες πρίν, μαζί μέ τους καβαλάρους της, καθώς κερ'^οΰαε άπό τό γιαλό της Αρκαδίας. Δεν πρόλαβε να φτάσει, τότε, στην Καλαμάτα . . .

Ή ανάσα τοΰ Σγουρού άταχτη, αναστατωμένη, ζύγωσε μέσα στό σκοτάδι. Τό ιδρωμένο χέρι του χούφτιασε νευρικά τό μπράτσο τοΰ μενε- στρέλου.

Αλήθεια τό λές ; Ό Ντελιούριας λοιπόν. . .

Τήν άφησε στό έμπα τοΰ %6ργου, ίί(ύ από τ' Άνάπλι. Ούτε κι αυτός δεν ήξερε γιατί τήν άφησε. Σα να λύγισε, για πρώτη φορά, ή δύναμη του. Τήν άφησε, κι δταν πια τό μετάνιωσε, εϊταν αργά.

Τό μετάνιωσε !

Ναί, τό μετάνιωσε. Δυό χρόνια τώρα γυρίζει στις θάλασσες, κολασμένη ψυχή, ξεκόβει για τα πέλαγα καΐ πάλι ξαναγυρίζει. Καί φέρνει βόλτες εξω άπό τ* ακρογιάλια τοΰ Μοριά, αγναντεύει τή στεριά μέ τό γερακίσιο μάτι του, σηκώνει απελπισμένος άγκυρα, ξανάρχεται. Αυτό είναι πια τό ριζικό του. Καί τό μάγουλο του σκάφτηκε, τοΰ ψα- ρώσανε τα γένεια. Κ' ειταν αυτός δ άμιράλης πού σκόρπισε τό στόλο τοΰ Φίλιππου τοΰ Τολμηρού.

Σώπασαν.

Κ' οΕ άνθρωποι της, οι καβαλάροι, δέν αντιστάθηκαν ;

Ά ναί, αντιστάθηκαν, δμως οί κουρσάροι εΤτανε περισσότεροι, βλέπεις, τους κάνανε καλά. "Ετρεξε τό αίμα ρυάκι. Τελευταίος Ιπεσε άπό τό φαρί του λαβωμένος δ Ιωάννης ντε Τουρναί.

Ό ίζρώτας πάγωσε στό μέτωπο τοΰ Σχο\)ροΟ.

"Αχ, εϊταν κι αότός μαζί. . .

Ειταν δ αρχηγός της συνοδίας.

"Ωστε . . . τήν αποζητάει δ Ντελιούριας, κάνει χαμηλόφωνα, αργά, τό παιδάριο.

Άποζητιώνται κ' οί δυό τους, άγουρε ! γέλασε δ Κοκκινοτρίχης. Τόν άπαντέχει ολοένα, χρόνια τώρα, ή Βιλλαρδουΐνα.

Σό'^ν.ρυο μεγάλο πέρασε τή ράχη τοΰ Σγουροΰ.

Τόν άπαντέχει ; . . .

232

ΚαΙ τόν τρέμει μαζί. "Ετσι είναι : τόν άπαντέχει καΐ τόν τρέ- μει ! Αυτό είναι τό μυστικό τοΟ έρωτα.

Τό τραγοΟδι τοΟ βιγλάτορα ανεβαίνει, λιγνεύει, κάνει να πετάξει πέρα και πάλι πέφτει, σαν πουλί ζεμένο άπό τό ποδάρι. Έ νύχτα, πού γύρω Ιχει πυκνώσει, βαραίνει χλιαρή, κατακαθίζει αγάλια αγάλια, πάχνη σιωπΫ)ς.

Έ χοντρή παλάμη τοΟ Κοκκινοτρίχη κατέβηκε στον ώμο τοΟ παι- ζάριου βαρεία καΐ γερή.

Άνασείσου, είπε 6 μενεστρέλος αλλάζοντας τόνο. Πορεύεσαι σέ βάλτο και σέ ρουφάει. Σηκώσου δρθιος, έλα να πάμε!

Ό Σ•^0Όρ6ς σήκωσε τό κεφάλι του, τόν κοίταξε μέ μάτι υπνωμένο.

Να πάμε . . . ΠοΟ ;

Πέρα! Οι δρόμοι της θάλασσας είναι μεγάλοι, δέν έχουν άκρη, θα ίδεΐς.

"Ωχ ! έκανε τό παιδάριο και κρέμασε πάλι τό κεφάλι του. Τα μάτια του είχανε θαμπώσει και πια δέν έβλεπαν καθαρά.

Μια μέρα θάρθεις, τό ξέρω, είπε 6 μενεστρέλος. Έ καρδιά σου θα φαρδύνει καΐ τότε πια τίποτα δε θα σέ κρατάει Ιδώ. "Ετσι θα γίνει. Γιατί είσαι γεννημένος λεύτερος έσύ.

Χαμογέλασε πικρά τό παιδάριο.

Να', εγώ σ' τό λέω, είπε μ' επιμονή τραχεία ή βραχνή φωνή τοΟ Κοκκινοτρίχη. "Ετσι θα γίνει, θάρθείς !

238

υϋϋΐι

^ϊύ^ίΙ

""""""""""

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ'

ΜΙΑ ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΒΕΓΓΕΡΑ

ΙΔΕ όνειρο εκείνη τη νύχτα ή Ίζαμπώ, και τ* άλλο πρωί ξύπνησε έχοντας τά χείλη της μαργαρωμένα άκάμα από τη μυστική του γλύκα. Ε15ε πώς βρι- σκόταν ακουμπισμένη σε χαγιάτι ο- λάνθιστο, κισσοπλεμένο, και γύρω, σε τοίχους και σέ κάγκελα, σκαρφαλώ- Ινανε μαργιόλικα τ* αγιοκλήματα κ* οί γιασεμιές. Κάτω, στό περιβόλι τό νο- τισμένο ακόμα άπό την πρωινή πάχνη, 2να πνιχτό βήμα ακούγεται, μαλακό σαν πάνω σέ παχειά χλόη. Σκύβει καϊ τδν βλέπει. Είναι κεϊνος, έρχεται. Της χαμογελάει ορθρινά, της απλώνει βου- βά τά χέρια του. Τότε τά μαλλιά της λύνονται, μακραίνουν κυματερά, μα- κραίνουν ώσπου να φτάσουν στό χώμα. Σκάλα δεν έχει τό χαγιάτι για ν* ανέβει απάνω δ ξένος. Πιάνει λοιπόν τά μαλλιά της, τά χουφτιάζει, κι αυτή φοβάται πώς θά τήν τραβήξει κάτω με τό ^άρος του. "Ομως δεν τήν τραβάει, δχι, μονάχα τήν κοιτά- ζει στά μάτια με θλίψη. Κ' εκείνη τόν κοιτάζει, με βαθύ καϋμό. Στέ- κονται άλαλοι έκεϊ, δίχως νά σαλεύουν. Τους ενώνει μονάχα αφράτο και θερμό ποτάμι, τά μαλλιά.

Τόσο εϊταν. "Γστερα δε θυμάται πιά ποΟ παράδειρε, άπό τί σκοτεινά λαγούμια τοΰ Οπνου πέρασε γιά ν' ανέβει πάλι στην ήμερα. Κ' ή μέρα εϊταν εξω δμορ-^-η, ό σμαλτωμένος ουρανός άστραφτε σ' ενα ανοιχτό τετράγωνο πάνω δεξιά στό παραθύρι. Ό ήλιος φέγγιζε μέσ' άπό τά κίτρινα λαδόχαρτα, τά τεντωμένα στά άλλα, τά σφαλιστά. Πρώτη φορά, υστέρα άπό μέρες πολλές, πού ή Ίζαμπώ ξυπνούσε δί- χως τρομάρα.

Ή βάγια, μπαίνοντας, τή βρήκε νά χαμογελάει. Χνοΰδι τρυφερό είχε απλωθεί στό πρόσωπο της πριγκηπέσσας καΐ τό γλύκαινε. Έγνεψε στην ψυχομάννα της νά πάει κοντά, τήν ανάγκασε νά καθήσει στό κρεβ- βάτι καΐ τήν αγκάλιασε παράφορα με τά γυμνά της μπράτσα πού άχνι- ζαν ακόμα άπό τή ζέστα τοΟ ΰπνου. Τό πρόσωπο της χώθηκε χαδιά- ρικα στό γέρικο ν,όρψο με τρεμούλα ευτυχίας μυστικής, σαν έδώ και πολλά χρόνια, τότε πού εϊταν ακόμα παιδούλα.

234

"Ωχ ! βάγια, μοδχουνε κάνει μάγια, παραπονέθηκε κρύβοντας τό πρόσωπο της . . . "Ωχ! βάγια, μοδχουνε κάνει μάγια . . .

Χριστός καΐ Παναγιά ! τί λες, καρδούλα μου ! ανησύχησε ή ψυχομάννα.

"Ομως εκείνη, δίχως ν' ακούει τώρα, χαμένη στό ζωντανό δράμα τ^ς νύχτας, ξανάλεγε μ* απελπισία γλυκεία :

"Ωχ! βάγια, μοδχουνε κάνει μάγια , . .

Κοντά τό μεσημέρι, ή κυρά τί^ς "Ακοβας πού αποφάσισε, μιά καΐ θάφευγε αδριο, σά μικρότερη, νά πάει νά βρεΤ τήν αδερφή της, παρα- ξενεύτηκε ακούγοντας, έκεΤ πού ζύγωνε, §να πλατύ τραγουδιστό \ιουρ- μούρισμα πίσω άπό τΙς πόρτες. Στάθηκε ν' αφουγκραστεί. Εΐταν, βέ- βαια, οι κοπέλλες τ^Ις πριγκηπέσσας πού τραγουδούσαν κάποιο τρα- γούδι τοΟ πανιού. Νά τί άκουσε ή κυρά της "Ακοβας :

Ή πεντάμορφη ή Γιολάντα με τον ααπρο τό λαιμό, στό κονβοϋκλι ράβει πάντα καΐ στενάζει μ^ κανμό . . .

Παραξενεύτηκε ή κυρά της "Ακοβας. Άπό τη μέρα πού ήρθε, δεν είχε ακούσει τΙς κοπέλλες της αδερφής της νά τραγουδάνε. Πώς σή- μερα ; . . . Μήν είχε λάχει τίποτα πού αυτή δέν τδξερε ; Σκανταλισμένη, περίεργη, άνοιξε απότομα τήν πόρτα. Οί άβρες, σκυμμένες στή δουλειά τους, γνέθανε τραγουδώντας αλήθεια! καΐ κάτι σά χαμόγελο τους ξάνοιγε τΙς θωριές τους. Έ πριγκησέσσα γύρισε ήρεμα τό πρόσωπο της, είδε τήν αδερφή της καΐ της χαμογέλασε παιδικά.

Καλή αδερφή, χαίρομαι που σε βλέπω ! "Ελα νά καθήσεις έδώ σιμά.

Προσηκώθηκαν οί κοπέλλες καΐ τό τραγούδι κόπηκε στα χείλη τους. Μέσα στην παράτονη τούτη σιωπή, ή Μαργαρίτα προχώρησε αδέ- ξια, νιώθοντας αναπάντεχα ξένον έδώ τόν εαυτό της.

Μά . . . δέ θά καθήσω καί πολύ, είπε νά δικαιολογηθεί καΐ κοκκίνισε σά νά είχε σφάλει.

"Οχι, δχι, νά καθήσεις.

Της Ιφεραν Ινα θρονί, κάθησε. Τά μαγουλάκια της είχαν ανάψει, κ' 2νας ψιλός -ψιλός ίδρωτας τής σμυρίδωνε τό φουσκωτό της μέτωπο.

Ήρθα νά σ* ευχαριστήσω γιά τά χαρίσματα σου, καλή αδερφή, είπε ψάχνοντας νά βρει τά λόγια της. Ήρθα νά σου πώ τήν αγάπη μου γιά τήν καλή σου γνώμη.

Χαμογελούσε ή 'Ιζαμπώ. Τά γαλανά μάτια της, γυρισμένα κατά τό παραθύρι, κοίταζαν Ιξω, πάνω άπό τή γλάστρα με τό βασιλικό, κατά τόν άπριλιάτη κάμπο, τή μαβιά θάλασσα και τόν άτλαζωτό ουρανό.

Τί δμορφος καιρός, Μαργαρίτα ! είπε.

Ναί, τδντι . . . δμορφος, Ικανέ σαστισμένη κ' ή βαρωνέσσα. 'Ανακάθησε στό ^ρο'^ί της, συγυρίστηκε, πάσχισε κάτι νά βρει νά

πεϊ, μά δέν κατάφερε ν' ανοίξει στόμα. "Ολα γύρω εϊταν καινούργια και ξένα. Κοίταξε τήν αδερφή της κλεφτά* απόρησε. Πώς είχε έτσι ξα- νανιώσει αναπάντεχα ή 'Ιζαμπώ ;

235

ΚαΙ φεύγεις αΟριο, είπε ή πριγκηπέσσα.

Να(, αδριο . . .

θα χάνεις δμορφο ταξίδι !

"Ολα λοιπόν τάβρισκε δμορφα ; Τα λιόμαυρα ματάκια της βαρω- νέσσας άστραψαν.

θα περάσω άπό τήν Ανδραβίδα. Τί θές να πω τοΟ αφέντη σου ; Ξαφνικό χλώμιασμα χύθηκε στα μάγουλα τΫ)ς πριγκηπέσσας. "Ομως

δέ σάλεψε, ρώτησε μόνο, μ' άλλη φωνή :

Δέ λείπει στην *Ανάπολη ό πρίγκηπάς μου :

Λείπει, μα θα γυρίσει. Μπορεί καΐ νάχει γυρίσει ώσπου να πάω. *Αλλιώς πάλι, θα τόν προσμένω, εχω κάτι δικά μου να τοΟ πω, για τα φίε τοΟ Ματάγριφου, τα βενέφικα τών καλόγερων, ξέρεις. Ατέλειωτες μπερδεψοδουλειές . . .

Ή 'Ιζαμπώ κοίταζε πάντα εξω. Τό βλέμμα της τώρα είχε γίνει ί\ί\ιο'^ο καΐ σκληρό.

Τίποτα να μήν τοϋ πεις, Ικανέ.

Είπαν ακόμα κάτι λίγα, αδιάφορα. "Οταν ή βαρωνέσσα σηκώθηκε να φύγει, ή πριγκηπέσσα είχε ξαναβρεί τό χρώμα της καΐ τό χαμόγελο της. Λές καΐ τα μικρά σύννεφα δέ σκαλώνανε πια στην κορφή δπου στεκότανε τώρα. ΚρατοΟσε τό κεφάλι ψηλά, ψηλότερα άπό πρώτα, κ' έκεϊ - πάνω είταν άπαρασάλευτα αίθριος ό ουρανός.

Μονάχα, σαν έμεινε πάλι μονάχη με τΙς κοπέλλες της, κάλεσε τή βάγια καΐ της είπε :

θα μηνύσεις τοΟ καντσιλιέρη μου τοΟ μεσσίρ Λεονάρδου πώς παίρνω για σκουταράτο στην υπηρεσία μου τό νέο Ρωμιό πού τόνεγια- νες τΙς προάλλες. Άπό σήμερα τόνε παίρνω. ΚαΙ ν' αναλάβει ευθύς. Τό βράδυ νάναι στή βεγγέρα.

Ή φωνή της είταν ήρεμη, μα κατηγορηματική.

Απορώ μέ σένα, καλή μου ! κότησε να πει ωστόσο ή βάγια. Ό Ρωμιός δέν είναι ά,ρχο•9τόπο\)λο τής Φραγκιάς καΐ τό πράμα μπορεί να χτυπήσει άσκημα στους άρχόντους.

Βάγια" είπα !

"Οπως βρίζεις, κυρά μου . . .

Τό πρόσωπο της 'Ιζαμπώς ξαστέρωσε, ή στιγμιαία σκληράδα του Ισβησε κάνοντας τόπο πάλι στό αγνό χαμόγελο.

ΚαΙ πώς τόνε λένε, είπες, τό μαντατοφόρο ;

Σγουρό, κόρη μου. Νικηφόρο Σγουρό. Χρωστώ να πώ τήν αλήθεια πώς είναι κι αρχοντόπουλο, άπό γενιά πολυσέβαστη σε μας τους ντόπιους.

Ναί, Σγουρό, Νικηφόρο Σ^ζουρό, πρόφερε ή πριγκηπέσσα άργο- πλάθοντας μιά - μια στό στόμα τΙς συλλαβές.

Γύρισε στΙς άβρες καί τΙς κάλεσε να πιάσουν πάλι τό τραγούδι τους. Άρχισε ή άνέμυαλη ή Μπουργκινιόνα πρώτη καΐ καλλίτερη :

Ή πεντάμορφη ή Γίολάντα μϊ τον άσπρο τό λαιμό, στό κονβοΰκλι ράβει πάντα καί στενάζει μέ καϋμό /

236

Τι ητενάζεις, τζεριατέρα ; Σου μπερδεύτηκε ή κλωνά ;

Δες, μυν λέει, στον κάμπο, πέρα, τον Ιππότη που περνά !

Κ* ο'. κοπέλλες, μ' ενα στόμα, τό δίστιχο :

άές, μοϋ λέει, ο τον κάμπο, πέρα, τον Ιππότη πον περνά/ . . .

Γιολάντα, κάνει ή Ίζαμπώ, έχεις αγαπήσει Λοτέ σου, καλή μου ; Οι κοΓ.έλλες σήκωσαν τα κεφάλια δλες μαζί καΐ κοιτάξανε άθελα

τους τήν πρ:γκηπέσσα. Πρώτη φορά τήν ακούγανε να μιλάει για &ρωτα. Στα μάτια τους έφεγγε βαθειά απορία.

Κυρά μου, σάστισε ή Μπουργκινιόνα κ' έγιναν παπαροΟνα τα μάγουλα της . . . , ποιος σ' αυτόν χό^ κόσμο δεν έχει αγαπήσει ! . . .

Χαμογέλασε χλωμά ή πριγκηπέσσα. Τα μάτια της γύρισαν, καθώς τό συνήθιζαν, στό παραθύρι καΐ κοίταξαν τη σγουρή τούφα τοΰ βα- σιλικοΟ.

θάσαι ευτυχισμένη λοιπόν, λέει ρεμβαστικά.

"ίΐχ ! είναι δμορφο βάσανο ό έρωτας, κάνει με δειλό νάζι ή Γιο- λάντα, βάσανο γλυκότατο, κυρά μου.

Σώπασαν. Οι κοπέλλες είχαν σκύψει πάλι στη δουλειά τους καΐ στριφογύριζαν τ* αδράχτια σκεφτικές. Σε λίγο :

Πότε αγάπησες, Γιολάντα ; ρωτάει πάλι ή Ίζαμπώ.

Μια και Ουό μονάχα, κυρά μου ;

Χαχανητό πλήθιο άνάβρυσε γύρω όλομεμιας καΐ λούφαξε πάλι δια- κριτικά. Τα χείλη δαγκώθηκαν.

Τότε δεν αγάπησες αληθινά, Γιολάντα !

Έ Μπουργκινιόνα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Αυτό ποτέ δεν της τό είχανε πει ώς τώρα.

Μια γοροί αγαπάει κανένας, Γιολάντα. "Ετσι δηλαδή λέο) εγώ με τό νοΰ μου . . .

Μα . . . ή κάθε ':ρορί, κυρά μου, Ιχει τή χάρη της ! Καινούργια χάχανα.

Μια φορά μονάχα, είπε σοβαρά ή πριγκηπέσσα.

Οί κοπέλλες σώπασαν. Τ' αδράχτια πιάσανε πάλι να στριφογυρί- ζουν μέ περίσκεψη.

ΚαΙ κάποτε, είπε ή πριγκηπέσσα αργά, μπορεί καΐ νά πεθάνει κανένας δίχως ν' αγαπήσει. Ναί, δίχως νά προφτάσει ν' αγαπήσει. ΚαΙ τότε παίρνει μαζί του τόν καϋμό.

Τ' όίπο\ιε<3Ύΐ[ΐερο, ή βάγια μπαίνοντας στην κάμαρα της πριγκη- πέσσας τή βρήκε νά δοκιμάζει φουστάνια. Δυό μεγάλες κασσέλες και μιά μουσάντρα είταν ανοιχτές, ξεχειλίζοντας μεταξωτά, έρμίνες, βε- λούδα σέ μύριων ειδών χρώματα, καΐ τό κοντάρι δίπλα στό κρεββάτι λύ- γιζε κάτω άπό άλλα στοιβαγμένα πάνω του. Τρεις κοπέλλες, γονατιστές

237

ολόγυρα στην κυρά τους, τη βόηθαγαν. Μιά τέταρτη, στεκότανε δίπλα ορθή, κρατώντας άναρ^γμένα στα μπράτσα της τ' ακόμα άδοκίμαστα φουστάνια.

Ξαφνιάστηκε ή βάγια. Ποτέ δέν είχε ίδεί τήν ψυχοκόρη της τόσο να γνοιάζεται για τήν ομορφιά της. Πάντα φροντιζότανε, πάντα ξεχώ- ριζε μέσα στην χούρτη άπ' δλες τΙς αρχόντισσες, άγαποΟσε τό σπάνιο καΐ τ' ακριβό, μα καΐ σε τοΟτο ακόμα έβλεπες τή βαθύτερη της έκεί- νην αδιαφορία. Λες καΐ ντυνότανε μονάχα για τόν τύπο" κανένα στολίδι δέν της ξεσήκωνε ποτές, καθώς στΙς άλλες τΙς κυράδες, τό μυαλό. Υφά- σματα, διαμαντικά, χρυσικά, τα έβαζε πάνω της μέ κάποιαν αδιόρατη βαριεστισμάρα, πού \ιο\οτοΰτο Ικανέ τήν αρχοντιά της να φαντάζει ακόμα πιό ^^Ίτ^ύΐοί καΐ κομψή.

Τώρα μια λάμψη παιδιάστικη τρέμιζε στα γαλανά της μάτια, κι άχνη ζεστή, κρυφή λαχτάρα, της ρόδιζε τα μάγουλα. Δοκίμαζε 2να κεντητό σιγοΰνι, χρυσοπράσινο, ραμμένο άπό περίφημο χρυσοράφτη Ρωμιό.

"Ελα, ελα, κάθησε αύτοΰ, βάγια ! Ικανέ ανυπόμονα. Βόηθησέ με να διαλέξω.

Για τορνέο στολίζεσαι, καλή μου ; ή για γάμο!... Απορώ μέ σένα.

"Οχι, δχι, για τό βράδυ στολίζομαι, γέλασε ή 'Ιζαμπώ καΐ τό γέλιο της άνάβρυσε μέ δροσιά κοριτσίστικη. Πρέπει να τιμήσουμε τήν αδερφή μας τή βαρωνέσσα.

Κάθησε ή βάγια κ' είπε τή γνώμη της. Τήν είπε μέ τόνο περι- σπούδαστο, κατηγορηματικό, γιατί Ιπαιρνε πάντα πολύ στα σοβαρά τΙς εξουσίες πού της άνέθεταν. Γρήγορα δμως ήρθε σέ διαφωνία μέ τήν ψυ- χοκόρη της, πού είχε σήμερα πολύ δύσκολα τα γοΟστα. Πείσμωσε λοι- πόν κ' ή βάγια, άποτραβήχτηκε στή γωνιά καΐ κρέμασε τ' άπόπληκτο μοΟτρο της. Μέ κάποια χαιρεκακία άσύνειδη θυμήθηκε τότε να πεΐ της Ίζαμπώς, γιά νά τήν τιμωρήσει :

Αλήθεια, δ Ρωμιός ό μαντατοφόρος . . .

Τί ; κελάϊδηαε ή φωνή της πριγκηπέσσας πού εσιαζε τή φού- στα της σκυμμένη.

Δέν τό θέλει τό αξίωμα πού τοδδωσες.

Ή 'Ιζαμπώ Ιμεινε σκυμμένη. Μ' δλο πού τό αίμα άνθιζε μέ τή στάση αυτή στό πρόσωπο της, τά μάγουλα της χλώμιασαν.

"Α, κάνει τέλος άπλα κι αναστυλώνει αργά τή μέση της.

Έ βάγια είχε ξεχάσει κιόλας τήν εκδίκηση τηςκαΐ φανέρωνε τώρα τήν απορία της γι' αυτό τό παράξενο :

Λέω μέ τό νοΟ μου πώς είναι ολότελα παραλογισμένος ! Στό μεσσίρ Λεονάρδο πού τόν κάλεσε, ξέρεις τί είπε ; «'Εγώ είμαι γιά θά- νατο έδώ, είπε, δχι γιά όφφίκια». Καί τό μοΟτρο του είταν σκοτεινό.

Ή 'Ιζαμπώ έπαιζε μέ τά μακρουλά της δάχτυλα τήν κορδέλλα πού κρατοΟσε γύρω στή μέση της τό κεντητό περσίκι. Τήν τέντωσε ξερά, ή κορδέλλα κόπηκε.

"Οπως αγαπάει, είπε μέ φωνή άχρωμη.

238

Ό μεσσίρ Λεονάρδος δέν τοΟ τό χάρισε, α5τδ-δά Ιλεικε! ΤοΟ είπε πώς δίν είναι δικαίωμα του . . .

"Οχι ! ξεφώνισε πνιχτά ή πριγκηπέσσα. "Οχι, νά μή τόν αναγ- κάσουν. Δέ θέλω !

Τί λές, καλή μου ! Νά χαθεί, δ αχάριστος ! . . . "Ο, τι θέλει αυ- τός θά κάνει ; Ή θέληση σου είναι προσταγή.

—"Οχι λέω !

Ναί, ναί, καλά. Ό μεσσΙρ Λεονάρδος τοΟ έδωσε νά καταλάβει πώς ό βιλάνος δε λέει δχι ποτέ σά διατάζει 6 αφέντης. Κ' έτσι 6 άνέ- μυαλος θά υπηρετήσει τη βεγγέρα σου απόψε κιόλας τό βράδυ.

Ή Ίζαμπώ άπόσπρωξε τΙς κοπέλλες της καΐ κάθησε στό θρονί.

Ό μεσσΙρ Λεονάρδος δέν κατάλαβε τί τοΟ μήνυσα, είπε μέ δόν- τια σφιγμένα, ή Ισύ βάγια δέν τοϋ εξήγησες καλά.

Έγώ ; πάλι έγώ έφταιξα ! πήρε φωτιά τώρα ή βάγια καΐ ση- κώθηκε.

Έ δψη της πριγκηπέσσας ήταν άσπρη και κλειστή.

Μή φωνάζεις, έκανε ήρεμα, παγερά.

Συγκρατήθηκε ή βάγια, δμως δέ μπόρεσε νά μείνει άλλο στην κά- μαρα. Βγήκε έξω. Της ερχότανε νά σκάσει άπό τή φούρκα της* δέν την καταλάβαινε καθόλου πιά τήν ψυχοκόρη της, καθόλου !

"Ομως 6 καντσιλιέρης τήν είχε επιβάλει τήν πριγκηπική θέληση. Έκεΐ κατά τά λυχνανάματα, μαζί μέ τους υπηρέτες πού τί-ίγ^οί'.νοΐΜ νά ατρίΛοοΌΊ τό τραπέζι, τους σκουταράτους πού τους επιτηρούσαν, μπήκε γιά πρώτη φορά κι ό Σγουρός στή σάλλα τού κάστρου.

Είτανε κάμαρα μεγάλη, ψηλή, μέ κάτασπρο σανιδένιο πάτωμα και σκεπή άπό ξύλο ΟΆΟΰρο σκαλιστό. Μιά σειρά φαρδειά παράθυρα, στην πλευρά πού αγναντεύει τή θάλασσα, τή φωτίζανε τήν ήμερα. Τώρα έβλεπες άπό κει τό μαβί ουρανό νά σβήνεται.

Μέσα, σκιά σταχτογάλανη στοιβαζότανε στις γωνιές, καταχνιά ανά- λαφρη διάνευε στον αέρα. Ανάψανε τρεις λυχνοστάτες. Στό κιτρινωπό τους φως τρέμισαν γιά μιά στιγμή οί άσβεστωμένοι τοίχοι, τό μεγάλο σβηστό τζάκι, οΕ παραστάτες των παραθυριών. Κ' είδες νά φαρδαίνει φανταστικά ή σάλλα, νά χάνονται τά σύνορα της στή σκιά, νά σβήνε- ται τό ταβάνι. Καταμεσίς στό μάκρος της, τό πάτωμα έκανε δόντι κι ανέβαινε μέ τέσσερα σκαλοπάτια στην κρεββάτα. Έκεΐ θά κάθονταν οί μεγάλοι αφεντάδες. Μιά σειρά κάγκελα φίνα, τορνευτά, καΐ ψηλοί στύ- λοι δεμένοι μέ τόξα ανάλαφρα άπό καλοκεντημένο ξύλο, χώριζαν τήν αρ- χοντική κρεββάτα άπό τή χαμηλή σάλλα. Πάνω άπό τό τζάκι, είτανε χτι- σμένο πέτρινο, βαρύ, τό οΙγ.6σΐ]\^ο των Βιλλαρδουίνων, στους χο['/^^\}ς κρέμονταν πανοπλίες τοΰ παλιού καιρού, σκουτάρια θεόρατα, λόγχες πανύψηλες, σπάθες φοβερές, κράνη γιά τορνέα ή γιά μάχες. Σέ κοίτα- ζαν μέ τά μαύρα κι αδειανά τους μάτια, σά σιδερένιες νεκροκεφαλές.

Τό τραπέζι τό μεγάλο, στό βάθος της κρεββάτας, καΐ τ* άλλα δυό στά πλάγια της, είχανε στρωθεί σά μπήκαν οί δοΟλες. Βαδίζοντας αργά, μέ φιδωτούς γύρω στή σάλλα ελιγμούς, σκόρπισαν στό πάτωμα χορτά- ρια άπό τά μικρά πανέρια πού κρατούσαν στΙς αγκαλιές τους. Είτανε μυρωδικά χορτάρια φρέσκα, κομμένα άπό τους δχτους τοΰ Νέδου, με-

239

λισσόχορτα και λυγαριές, λίππιες καΐ λεβάντες. Τ' άσπρα γυμνά ποδά- ρια πλανήθηκαν ανάμεσα τους, σκόρπισαν τΙς τοΟφες μαλακά, περι- στέρια πού περιδιαβάζουν σε λιβάδι. Τστερα έφυγαν αθόρυβα. Και τότε άρχισαν να μπαίνουν οΐ ιππότες.

ϊοΰτοι είτανε ζωηροί, πρόσχαροι, καμπόσοι Ιπιδειχτικά φωνακλά- δες. Με τον ε.ρ'/ρ\ιδ της άνοιξης, είχαν αφήσει τα ταμπάρα, καΐ τα κορ- μιά τους, τά καλογυμνασμένα, πλάθονταν χυτά κάτω από τό εφαρμοστό ροΟχο. Συναχτήκανε σμάρια - σμάρια, στήσανε τά ζατρίκια, στρωθή- κανε στους πάγκους και στά θρονιά, κ' οί άλλοι, δρθιοι, γύρω, θωρού- σανε τό παιχνίδι, στοιχημάτιζαν, γελούσαν, μαυλίζανε τους παίχτες ή κουβέντιαζαν άφρόντιστα. Ξεχώρισε δ Σ^{ΌΌρ6ς μερικούς που τοΟ είταν από πριν γνώριμοι ή πού τους έμαθε μόλις τώρα. Ό καπελάνος, άντρας ψηλός μ' αρειμάνια δψη, μούτρο τραβηγμένο καΐ γεμάτο χαρακιές πού κάλλιο θύμιζαν σπαθιές σε πρόσωπο πολεμιστή παρά τυραγνίες ασκητή, Ιπαιζε πεισματικά με τόν κοντόσταβλο τόν Σωντερόν καΐ ^ρο'^ζοϋοε χΐς φιγούρες του άγριωπά πάνω στην παρδαλή τάβλα. Μεσόκοπος 6 κσντό- σταβλος, πυργωτός καΐ -/^ο'/τρδς σάν δρθιο βαρέλι, κρατούσε τά γόνατα του άνοιχά, τόν αριστερό γρόθο του στό μερί, τό κορμί στητό, "ντούρο τό ο^ίργ,ο, καΐ γελούσε πλατιά, με μάγουλα πού τεζάριζαν γυαλίζον- τας κόκκινα, καΐ μ' αίματοστάλαχτα χείλη. Τό γέλιο του, ορμητικό, χοχλακιστό, αναπηδούσε κάθε τόσο καΐ πλημμύριζε τή μεγάλη σάλλα, δεσπόζοντας τΙς άλλες τΙς φωνές, σά ρουχαλητό δράκοντα.

Ή σπάθα κουρελιάζει τό ράσο, ή σπάθα κουρελιάζει τό ράσο ! βρούχιζε γιά νά πεισμώσει τον αντίπαλο του.

Χοντρές σταλαματιές ίδρωτας άρχιζαν νά παχνίζουν τή στρογ- γυλή -/.ουρά, τού καπελάνου. Τά χωνευτά μάγουλα του βάφονταν λίγο - λίγο πράσινα,

"Ομως ό καπετάνος της Καλαμάτας, 6 γασμοΰλος μέ τό μυτερό γένι, στερνό απομεινάρι της ρωμέϊκης ρίζας του, δ Γκύζης, έπαιζε παρέκει παιχνίδι πιό Ύ]ρε\ιο, πιό σύμφωνο μέ τΙς πολιτικές του αρχές. Τό παχουλό χέρι του σήκωνε αργά, μ' αδιάφορο στοχασμό, τά πούλια της ντάμας καΐ τ' απόθετε σταθερά, ύστερα άπό ψύχραιμο υπολογισμό, σ' άλλο τετράγωνο. Ό συμπαίχτοράς του, άγνωστος στον Σ^ο\^ρδ ίππο- της, παρακολουθούσε τό παιχνίδι μ' δψη έπιδειχτικά νωθρή καΐ μέ ματιά καρφωτή, γερακίσια.

Στή συντροφιά των νέων, ό Έγγελβέρτος ντε Αιντερκέρκε, 6 Φλα- μαντέζος, ηγεμόνευε μέ τό δυσθεώρητο ανάστημα του καΐ μέ τό ^ότ]• τρο τού συντοπίτη τού πρίγκηπα. Είχε τό κεφάλι του στητό μ' έπαρση ό Αιντερκέρκε, γαμψή μύτη καΐ χείλη άχρωμα, φτενά, πού χαμογελού- σαν στό κενό άκατάδεχτα. Στήριζε τή γροθιά του στή μέση, κι δλοι οί συνομιλητές τό Ιδιο, κατά τό συνήθειο πού είχαν οί ιππότες οί κομ- ψοί. Ό γιος τού καπετάνου, ό Βαρθολομαίος Γκύζης, αναιμικό καΐ φο^'^ζρίί παιδάριο, ανήσυχο νά στεριώσει τή νόθη θέση του ανάμεσα σ' δλο "ίοΐίχο τό φράγκικο άρχοντολόϊ, τόν κατασκόπευε λοξά καί μαϊμού- διζε μ* δση μπορούσε άφροντισιά τΙς στάσεις του, τό αγέρωχο, κι ακό- μα τή φωνή του.

Λένε πώς οί άλαφροίσκιωτοι ίππότες ^ίροΌΊ τή γλώσσα των

240

πουλ^ών, είπε μοά στίγμή γιά να δείξει πώς 2χει κι αυτός γνώμη.

Μιά σύντομη παύση κ' ευθύς αμέσως γέλιο δυνατό ακολούθησε τα λόγια του. Ό Φλαμαντέζος στύλωσε τό κορμί του.

^Έτσι λένε τα μυθιστορήματα ^^ών τροβαδούρων, πραγματικά, Ικανέ δίχως να τόν κοιτάξει καΐ τόνωσε τό κοροϊδευτικό του χαμόγελο.

Ό Βαρθολομαίος κιτρίνισε σα να είχε καταπιεί τό ϊδιο του τό αίμα.

Ό καπετάνος, πού κρατοΟσε πάντα καΐ παντοΟ στημένο γύρω του τ* αυτί, (δκουσε τό γέλιο, γύρισε, είδε, δέ μίλησε, καΐ μέ αταραξία ικανότατη σήκωσε άλλο πιόνι της ντάμας.

Ό ερχομός της βαρωνέσσας έμπασε καινούργιο αέρα στην ομήγυρη. Συνάχτηκαν γύρω της οί σκόρπιοι νεαροί ίππότες, προσηκώθηκαν οΐ μεσόκοποι παίχτες καΐ καμώθηκαν πώς παρατάνε τα παιχνίδια. "Ομως ή κυρά της "Ακοβας τους Ιγνεψε ζωηρά νά συνεχίσουν.

"Οχι, δχι, έκανε μέ τήν τσιριχτή φωνούλα της, Ιγώ θά καθήσω έδώ σέ μιά γωνιά καΐ δέ θ' ανησυχήσω κανένα !

Ζάρωσε μέ νάζι γάτας σ' Ινα θρονί, δίπλα στό σβηστό τζάκι, καΐ πί^ρε δψη σεμνή, άδολη. Τό μελισσολόι οί νεαροί τήν τριγύρισε μέ πρό- θυμη αγωνία : « Τί 2χει ή ντάμα Μαργαρίτα ; είναι κακοδιάθετη ; μπας καΐ όνειριάστηκε άσκημα τη χτεσινή νύχτα ; » Οί πιό θαρετοί, οί ευ- νοημένοι, τόλμησαν και σκανταλιάρικα παραμαντέματα : « Τό ταξίδι τό αυριανό,• ή λύπη πώς παρατάει Ιρημη τήν Καλαμάτα καΐ τό -/.άστρο, ή τύψη γιά τόν καϋμό πού θ' αφήσει πίσω της.» Λαχανιάζοντας, γαργα- λισμένη ή βαρωνέσσα, διαφέντευε τήν αθωότητα της μέ χαδιάρα φούρ- κα. Τά μάγουλα της είχανε ξανάψει καί τά ματάκια της πότε σπίθιζαν ανήσυχα, πότε λιγώνονταν μ' έκλυση ξελογιαστική. Τόσο πλήθος αρσε- νικό γύρω της δέν τό μποροΟσε, δχι, δέν τό μποροΟσε.

Τό μάτι της ωστόσο, μέσα στό θαμπό δνειρο της παραζάλης, πήρε τόν Σγουρό. Μιά - δυό φορές πάσχισε νά τόν καλοκοιτάξει ανάμεσα στά κορμιά τών παλατιανών πού της έφραζαν τή θέα. Δέν πίστευε τά μά- τια της.

Οδφ ! τί ζέστη, έκανε κι αέρισε νευρικά τό πρόσωπο της μέ τό χέρι της, γνέφοντας σύγκαιρα νά ξεσφίξουν τόν κλοιό γύρω. Παραμέρι- σαν οί ιππότες. ΚαΙ τότε ή ματιά της πήδηξε, σαΐτεψε τό άδειο διά- στημα της σάλλας καί καρφώθηκε στό κολλητό στον τοίχο κι ασάλευ- το ρωμιόπουλο. Τά χείλη της μισανοίχτηκαν σαστισμένα.

Τήν ίδια στιγμή, τά δυό βαρειά πορτόφυλλα διαπλατώθηκαν, ό καντσιλιέρης παρουσιάστηκε καί σηκώθηκαν οί καθισμένοι. Μέσα στό σκοτάδι τοΰ διαδρόμου, λαμπάδισαν κόκκινες οί δάδες. Είταν τέσσεροι οί δαδοΟχοι πού έρχονταν κρατώντας ψηλά τήν κυματερή φλόγα. "Ε- σβησε κάθε ψίθυρος στή σάλλα. Και μέσα στην πλατειά σιωπή, ανά- μεσα στους δαδούχους πού είχαν σταθεί ζερβόδεξα στην πόρτα, προ- χώρησε μ' αλαφρό θρόισμα άπό μετάξι, βαδίζοντας πάνω στά μυρωδικά χορτάρια, ή πριγκηπέσσα Ίζαμπώ.

Φορούσε μακρύ χιτώνα σέ χλωμό χρώμα σταχτογάλανο, άπό ίρι- διστό μετάξι της Έστίβας. Τά μακρουλά καί χυτά της χέρια, είταν σφιγμένα στό φίνο, τό σχεδόν διάφανο λεμονί μεταξωτό της σώρουχο,

16 Ή Πριγχηπίσσα ' Ιζαμτζοι ώ41

πού πρόβαονε μέσ' άπά δυό φαρδειές σχισμές, καμωμένες στους ώμους τοΰ χιτώνα. Έ βελουδένια της κάπα, μακρυά, βαθυγάλανη, είχε άφρατο γιακά άπό έρμίνα χιονάτη, χαδιάρικο κάλυκα για τό φιλντισένιο λαιμό. ΚρατοΟσε με τ' αριστερό της χέρι τήν κορδελλιέρα πού Ιδενε πίσω άπό τους ώμους τη βαρεία κάπα. Πάνω στ' αριστερό της μερί κυμάτιζε μέ τήν πτύχωση τοΟ χιτώνα, κεντητό, χρυσόμαυρο, τό ο!κόσημό της.

Προχώρησε ϊσια στην κρεββάτα, ακολουθημένη άπό μακρυά θεω- ρία κυράδες, ανέβηκε τά σκαλοπάτια καΐ κάθησε στό θρονί τό ψηλό- τερο, μπροστά στό τζάκι. Ανάλαφρο, απελπισμένο σχεδόν χαμόγελο χάραζε στά χείλη της. Τό κεφάλι της, τό σφιγμένο ολόγυρα άπό τήν άσπρη εφαρμοστή κουκούλα, τό κρατούσε στητό, δίχως έπαρση. Και κάτω άπό τή χαμηλή όχτάγωνη κορόνα της, τή μαλαματένια, μέσ' άπό τό άνοιγμα της κουκούλας πού αγκάλιαζε καΐ τό μικρό πηγοΟνι σφι- χτά, τό πρόσωπο της ξεκοβόταν καθαρό, ήρεμο, μακρυνό.

Γιά λίγες στιγμές, τΙς πρώτες, οί 5.ρ•γ^:)Ίχξ.ς έμειναν ^ΟΜίοί, σά μα- γεμένοι. Ποτέ δέ θυμόνταν νά έχουν ιδεί τόσο ξεκούραστη, τόσο χαρι- τωμένη καΐ μαζί τόσο επίσημη τήν πριγκηπέσσα τους. Τό καθαρό γα- λάζιο βλέμμα πού σεργιάνισε αργά πάνω τους, ό ορθός κορμός μέ τ' αναπαυμένα στ' άκουμπιστήρια τοΟ θρονιού χέρια, είχανε γνήσια τή βασιλοπρέπεια. Σώπαινε κι άχνοχαμογελοΟσε. "Ομως μέσα στή μεγάλη σιωπή, ανάμεσα στους ψηλούς λαμπαδοστάτες, κάτω άπό τό εντοιχι- σμένο ψηλά οίκόσημο, ή κυρά τοΟ Μορέως έπαιρνε τήν ιερατική καλ- λονή ενός ειδώλου.

Κυρία, λέει ό κοντόσταβλος λύνοντας τήν ευλαβική σιωπή πρώ- τος μέ τό θάρρος πού τοΟ έδιναν τό αξίωμα κ' ή γενιά του. Κυρία, μά τόν άγιο Κορνήλιο ! στέκομαι μπροστά στή χάρη σας καθώς μπροστά στό άγαλμα της Δέσποινας μας. "Ομορφότερη κυρά δέν έχει οΰτε τό βασίλειο της Καστίλλιας. . .

θλίβομαι γιά τόν ξάδερφο μου τόν πρίγκηπα πού δέ μπορεί απόψε νά σας χαρεί μέ τά δικά μου τά μάτια, είπε ό Λιντερκέρκε προσκυνώντας.

Κοίταξε ή 'Ιζαμπώ τόν Φλαμαντέζο καΐ διάβασε στ' άχρωμα χείλη του τό \>τζο\Αο χαμόγελο.

Τό μάτι τοΟ ξαδέρφου μας, είπε μέ τή χαϊδευτική της ήρεμη φωνή, αξίζει δσο τό μάτι τοΟ αφέντη μας. Έτσι αυτό πού βλέπει ό πρώτος, τό κερδίζει ό δεύτερος.

Ό Λιντερκέρκε πισωπάτησε κρυφοδαγκώνοντας τό φτενό του χείλι. Κ' ή πριγκηπέσσα γύρισε στην αδερφή της, πού καθισμένη δίπλα, χα- μογελούσε στανικά. Τήν είχαν ξεχάσει τώρα τή Μαργαρίτα. Οί νεαροί ίππότες, κάνοντας ημικύκλιο σέ λίγη άπόστ&ση άπό τό πριγκηπικό θρονί, κουβέντιαζαν τώρα χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους καΐ τά μάτια τους κρυφοκοίταζαν τήν πριγκηπέσσα άτολμα. "Εκανε εντύπωση ό απο- ψινός της ασυνήθιστος στολισμός. Ή σκέψη πώς σκοπός της είτανε νά τιμήσει τή βαρωνέσσα, πού αύριο έφευγε, είχε κινήσει θαυμαστικό Ιπαινο.

Κ' έκεΐ, στην άλλην άκρη της σάλλας, ό Σγουρός πού είχε σμίξει δύστροπα τά φρύδια του, δταν οί δαδοϋχοι πρωτοφάνηκαν, ό Σγουρός

242

πού είχε περάσει τή νύχτα τυραγνώντας τήν ψυχή του μέ τήν αποκά- λυψη τοΟ Κοκχινοτρίχη, δ Σγουρός που απόρριψε μέ πείσμα κακιω- μένο τήν πριγκηπική εδνοια, ένιωθε τώρα ν' άπολιγώνεται ή καρδιά του καΐ σύγκαιρα ζήλέια καινούργια να τή δαγκώνει, δμως τούτη ανα- πάντεχη : Καϋμός καυτερός για δ, τι άπόσπρωξε κι άλλοι μποροΟσαν Ισως να τό χαροΟνε.

Τόν συνέφεραν άπό τήν παραζάλη του τα βούκινα πού σημάνανε στΙς πόρτες. Είδε τήν πριγκηπέσσα πού σηκώθηκε, προχώρησε λίγα βήματα, στάθηκε μπροατά. στό τραπέζι. 05 σκουταράτοι σπρώξανε τό θρονί ξοπίσω της κ' εκείνη ξανακάθησε έχοντας δεξιά τήν αδερφή της. Κάθησε αριστερά ό κοντόσταβλος, αντίκρυ 6 καντσιλιέρης, ΰστερα ο{ άλλοι ιππότες κ' οΐ κυράδες. Τά τρία τραπέζια γέμισαν μέ πρόσχαρες συντροφιές. Κ' οΕ σκουταράτοι πάλι, μαζί μέ τά παιδόπουλα, έφεραν γύρω, σέ μικρά σκουτέλια, τό τριανταφυλλόνερο γιά νά πλύνουν τά δά- χτυλα τους οί άρχοντες.

"Αχρηστος αυτός καΐ ξένος, στεκότανε μακρυά, μέ κρεμασμένα χέρια, μπροστά στον τοίχο.

Είδα τό γερακάρη της χάρης σας σήμερα τό πρωί νά κρατάει στό γρόθο του γεράκι ράτσας σπάνιας, είπε στή Μαργαρίτα ό Σωντερόν μέ τό στόμα του μπουκωμένο κιόλας. Μά τόν ά'γιο Ούμβέρτο ! τέτοια γερά- κια δέν τά βλέπουμε πιά συχνά στΙς μέρες μας.

Τό γεράκι αυτό είναι δώρο, αποκρίθηκε κοκκινίζοντας φιλάρε- σκα ή βαρωνέσσα, καί τό παίρνω μαζί μου φεύγοντας, σάν τήν καλλί- τερη θύμιση άπό τοΟτο τό ταξίδι.

Κρυφοκοίταξε τήν αδερφή της νά ιδεί άν έχει νιώσει τό πείραγμα, ή πριγκηπέσσα δμως σκούπιζε τά δάχτυλα της άπό τό τριανταφυλλό- νερο μέ τό Ιδιο άπολησμονημένο χαμόγελο στά χείλη,

Παρατήρησα τό φάρδος των ώμων του, συνέχισε ανύποπτος ό κοντόσταβλος, τά γερά του ποδάρια, τό στρογγυλό κι άγριωπό του μάτι. Σάν τό ζύγωσα, δέν έδειξε κανένα φόβο. Βάζω στοίχημα πώς τό δρνιο τοΟτο έρχεται ίσια άπό τήν Ισλανδία.

"Ερχεται άπό τήν Ανατολή, εξήγησε ή βαρωνέσσα.

θά τδλεγα ! Άπό τήν Ισλανδία ή άπό τήν Ανατολή, Τόν πα- λιό καιρό της μεγάλης παλληκαρκχς, μονάχα έμεϊς οί σταυροφόροι ξέ- ραμε νά φέρνουμε μαζί μας, γυρίζοντας, τέτοια γεράκια.

θά παρακαλέσω τή χάρη σας, είπε ό Λιντερκέρκε, νά δεχτεί κι άπό [ίέρος μου ένα μικρό χάρισμα πού είναι συμπλήρωμα απαραίτητο γιά τό καλό γεράκι : "Ενα ζευγάρι κουδουνάκια μαλαματένια, μ' ολο- κάθαρο σάν κρύσταλλο κουδούνισμα. Τά έχω φέρει άπό τό Μιλάνο.

Κι άπό μένα τότε ένα καπεροΟνι, άσπρο, δερμάτινο, μέ τΙς ραφές του λιθομάργαρες, είπε ό πατέρας Γκύζης. "Εχει στην -κοργη λοφίο άπό πουλί παραδείσιο.

Έ κυρά της "Ακοβας χτύπησε ξετρελλαμένη τ* άσπρα της τά χε- ράκια.

"Ωχ ! θ' αρχίσω νά θλίβομαι πού φεύγω άπό τήν Καλαμάτα, -Ιέν τδξερα πώς μ' αγαπάνε, τόσο έδώ . , .

Ό Λιντερκέρκε τή ρώτησε άν θά τραβοΟσε ίσια γιά τό Ματάγριφο,

243

"Οχί, δχι, δχανε ζαρώνοντας τή μυτίτσα της, τ6 Ματάγριφο είναο τόπος πένθιμος, θαρώ πάντα, σα βρίσκομαι έκεΤ-πάνω, πώς με κυνηγάει ή ψυχή της άμοιρης εκείνης Μαργαρίτας ντέ Νεϊγύ. Έρχεται τις νύχτες και σκαλώνει στις τάπιες, κρώζοντας τσιριχτά, μέ μορφή κουκουβάγιας.

ΟΕ κοντινοί ιππότες κρέμασαν για μια στιγμή τα μοΟτρα τους για να δείξουν πώς συμμερίζονται τή δυστυχία της βαρωνέσσας. Ή Μαρ- γαρίτα ντέ Νεϊγυ φαίνεται πώς απαιτούσε καϊ μετά θάνατο τό μερτικό της άπό τή βαρωνεία, πού της τήν είχε πάρει άλλοτε γιά τή μικρή του κόρη ό Βιλλαρδουίνος. Ό κοντόσταβλος δμως, πού εϊταν φανατικός κυ- νηγός, παρασυρμένος στό μεταξύ άπό τή συζήτηση, κουβέντιαζε μεγα- λόφωνα μέ τόνκαπελάνο καΐ τόν Κολινέτο γιά γεράκια καΐ σκυλιά. Είχε βγάλει μέ τα δυό του χέρια τό κομμάτι τοΟ ψητοΟ άπό τό πινάκι του κ' άγωνιζόντανε νά τό διαμελίσει.

Λένε πώς δταν γυρίσει άπό τήν *Ανάπολη ό αφέντης μας ό πρίγκηπας, είπε Ινας νεαρός ιππότης μέ μαλλιά γυαλιστερά άπό τό δαφνόλαδο καΐ κρεατωμένη κοκκινωπή μύτη, θά προκηρύξει μεγάλο τορΊΪο στην Ανδραβίδα.

"Αμποτε ! αναστέναξε ή βαρωνέσσα. θάναι τό πρώτο τορ'/ίο πού βλέπω Οστερα άπό πέντε ολάκερα χρόνια στον άχαρο χοΰτο•^ τόπο τοΟ Μοριά.

"Αχαρος τόπος ; μισογέλασε ό Αιντερκέρκε.

Τί χρεία έχετε σεις, άρχοντα Έγγελβέρτο ! Ταξιδέψατε ολάκε- ρο τόν κόσμο καΐ χαρήκατε. Εμείς δμως . . .

Λένε πώς ό άρχοντας ντέ Αιντερκέρκε είναι ξέχωρα δυνατός στα τορνέα, Ικανέ ό λαδωμένος ίππότης μέ γλυκερό χαμόγελο κόλακα.

Τό αναγνώρισαν δλοι. Καί τόν ρώτησαν ποιο είταν τό καλλίτερο, κατά τήν γνώμη του, τορ'^εο άπ' δσα γνώρισε.

Τό τορνέο στό Βέριγκεν, έξω άπό τήν Κολωνία, είπε ορθώνον- τας τό γλυμμένο του μούτρο. Ό δούκας της Βραβάντης κι ό κόντες του ΑθΌζ,ε\ιπο'όρ'{Υ.ου μαλώνανε τότε γιά τήν κυριαρχία πάνω στό δουκάτο τοΟ Αιμπούργκου. Εϊτανε ρο'ίνα - μητέρα της Φράντσιας ή Μαρία, χήρα τοΰ Φίλιππου τοΟ Τολμηρού. "Ετσι, οΕ καλλίτεροι ίππότες τοΟ ρηγάτου ήρθανε τότε νά λάβουν μέρος γι' αγάπη της. Χίλιες πεντακόσιες λόγχες άπό τή Φράντσια, τή Φλάντρα, τό Αινώ καΐ τή Βραβάντη παρατάχτη- καν σκαλωτά πίσω άπό τό δούκα.

Τί όμορφα! χάζεψε ό Βαρθολομαίος Γκύζης.

"Ομως ό κόντες τοΰ Αοοξε[ηιο()ρ^γ.θΌ είχε μαζί του μονάχα χί- λιες τριακόσιες λόγχες. Λοιπόν διακόσιοι ίππότες της Βραβάντης βρέ- θηκαν αναγκασμένοι, με πόνο καρδίας, ν' αποτραβηχτούν, γιά νά είναι τά δυό στρατόπεδα ίσια.

Κ' έσεΐς, άρχοντα Αιντερκέρκε, μείνατε ; πετάχτηκε πάλι ό Βαρθολομαίος.

Ό Φλαμαντέζος τόν κοίταξε μέ τό κρύο μάτι του. ΟΕ άλλοι γύρω χαμογέλασαν.

Λοιπόν, λοιπόν ; ρώτησε ή βαρωνέσσα άπληστα.

Είταν 6\ιορψη μέρα εκείνη, αληθινά, συνέχισε ό Φλαμαντέζος.

244

μια μετά τήν άλλη συγκρούστηχαν οί «σχάλες». "Ετρεμε ή γη, χι 6 αέρας γύρω μας άηδονοΟσε άπό τ' ατσάλια πού βροντούσανε τδνα μέ τ* άλλο. Στον απέραντο κάμπο, μέσα στην καταχνιά τοΟ κορνιαχτοΟ, Ιβλεπες άλογα νά τρέχουν χωρίς καβαλάρη, αστραπές άπό σπάθες πού γυρίζανε μΟλο, πανωσκέπια πολύχρωμα καΐ χιτώνες ολομέταξους χαΐ παντιέρες διχαλωτές νά λαμπαδιάζουν.

Ό κοντόσταβλος, συνεπαρμένος, βρόντηξε χεραυνωτά τή γροθιά του στην τάβλα.

θά σας μιλήσω ύστερα κ' Ιγώ γιά τή σταυροφορία ! βρυχήθηχε. "Ομως τδν ανάγκασαν νά σωπάσει καΐ γύρισαν πάλι τά μάτια τους

διψαλέα στό Φλαμαντέζο.

Λοιπόν ; λοιπόν ;

Κοντοστάθηκε νά χαρεί τήν εντύπωση κι ανάσανε μέ τρεμουλιά- ρικα τά φτερούγια της κοφτερής του μύτης τόν αέρα πού είχε κιόλας πυκνώσει άπό τσίκνα κι άνασεμιές.

ΕΙταν ακόμα ψηλά δ ήλιος πού πεντακόσιοι ιππότες κείτονταν στον κάμπο νεκροί. Σάν δμως ό κόντες τοΟ Λουξεμπούργκου σκοτώθηκε, καΐ τρία του αδέρφια σκοτώθηκαν, καΐ πλήθος ιππότες τους Ιπεσαν αιχμάλωτοι στά χέρια μας, ή παράταξη τοΟ Λουξεμπούργκου ομολόγησε πώς είτανε νικημένη.

Σήκωσε τό μουρχοΟτι του κ' ήπιε κρασί.

"Ομορφοι καιροί ! καιροί γι' άντρες γενναίους, είπε μέ νοσταλ- γία. Ό δούκας της Βραβάντης πήρε τό ΛουξεμποΟργκο, δμως έδωσε τήν κόρη του γυναίκα στό γιό τοΟ σκοτωμένου κόντε. Νά τί θά πεί ίπποτισμός.

Σά μυθιστόρημα! λιγώθηκε ή βαρωνέσσα.

Καλλίτερα άπό μυθιστόρημα, κυρία, §κανε ό Φλαμαντέζος μέ χαμόγελο στυφό. Οί τ'ροβαδοΰροι είναι αγύρτες καΐ θρασίμια. Σκαρώ- νουνε τους στίχους τους πάντα μεθυσμένοι ! Μονάχα ή τέχνη τών αρ- μάτων είναι ευγενική.

"Ομως δχι, τ' αγαπούσε ή Μαργαρίτα τά μυθιστορήματα* καΐ τους τροβαδούρους. Δέ σήκωνε καμμιάν αντίρρηση πάνω σ' αυτό τό ζήτημα. Αγαπούσε τους τραβαδούρους, γιατί ξέρανε ν' άγαποΟν δσο κανένας άλλος, καΐ γιατί κάποιοι άπό δαύτους είχανε μάλιστα τήν εξαίσια ευαι- σθησία νά ερωτευτούν στή ζωή τους γυναίκες πού δέν τΙς είδανε ποτέ.

Αυτό είναι παλαβομάρα καθαρή ! κάγχασε ό κοντόσταβλος. Με- θάς ποτέ άπό κρασί πού δέν πίνεις ;

«Ναί, ναί. *0 Ζώφρ Ροντέλ λόγου χάρη, πού αγάπησε τήν πριγ- κηπέσσα της Τριπολίτιδας. Κι ό Ραμπώ της Όράγγης μέ τήν κοντέσσα Τργκέλ ...»

"Ενας ιππότης μεσόκοπος, μέ κολλητά στά μελίγγια του λοίδια κο- ρακάτα, είπε :

Μονάχα οί τροβαδούροι πού είτανε σύγκαιρα κι άρχο'^τες είναι πρόσωπα άξια λόγου.

ναί, αυτούς, •/.: ό κοντόσταβλος τους παραδεχόταν. Ό Τιμπώ της Καμπανίας νά πούμε. δ καστελλάνος του Κουσύ.

Κι δ Μπλοντέλ ; είπε ή πριγκηπέσσα.

245

Πρώτη φορά μιλούσε δυνατά απόψε. Σώπασαν για μια στιγμή καΐ τήν κοίταξαν σαστισμένοι. Ή πριγχηπέσσα νά παίρνει τό μέρος της χαρωπής γνώσης ! Δέν τό περίμεναν.

Ό τρυφερός Μπλοντέλ ; λέει γλυκά χαμογελώντας. Τί κι άν δέν είταν άρχοντας ! Μ' αρέσει νά τόν συλλογίζομαι καθώς έγύριζε τ6ν κό- σμο μέ τό λαγούτο του. ΤραγουδοΟσε κάτω άπό τ' άγνωστα κάστρα, μή- πως ακούσει κάποτε νά τοΟ αποκρίνεται, πίσω άπό τά σίδερα μίας φυ- λακής, ή φωνή τοΰ Ριχάρδου τοϋ Λεοντόκαρδου, τοΟ βασιλικοϋ του αφέντη.

Τό περιστατικό χοΰτο δέν είναι ίστορία αληθινή, είπε σκληρά μια καινούργια φωνή. Είναι παραμύθι !

"Ολοι γύρισαν στην άκρη τοϋ τραπεζίου κ' είδανε τό λευκό πρό- σωπο τοΟ Ιωάννη ντέ Τουρναί. ΚρατοΟσε τά βλέφαρα χαμηλωμένα καΐ στό αγνό του μέτωπο κάτι σάν αδιόρατη σκιά είχε σταθεί.

Πώς ! έδώ είσαστε, ευγενικέ μου Ιωάννη, παραξενεύτηκε χα ρούμενα ή πριγκησέσσα Ίζαμπώ. Και τόσο μακρυά μου !

Ή χάρη σας νά μέ συμπαθήσει. Ήρθα άπό τους τελευταίους χαΐ βρήκα έδώ αδειανή θέση.

Τόν προσκάλεσε νάρθει κοντά της καΐ κάμποσοι ίππότες πρόθυμο ποιήθηκαν νά προσφέρουν τό δικό τους τό θρονί στό γιό τοΟ Γοφρέδου τοΟ θρυλικοΟ γέροντα τών Καλαβρύτων. Αρνήθηκε επίμονα έκεϊνος δμως αναγκάστηκε τέλος νά υποκύψει, Ή παύση πού είχε γίνει άθελα στις κουβέντες, δπως πάντα σάν παρουσιαζόταν ό άρχοντας Ιωάννης λύθηκε. Τά παιδόπουλα Ιφερναν αδιάκοπα γύρω στΙς τρεις τάβλες με γάλες κανάτες κέδρινες, εύωδιαστές, κερνώντας αράδα τό χιώτικο, τό κυπριώτικο ή τή μαλβουαζία. Ανέβαινε ή έξαψη στά πρόσωπα, πλή θαινε σύσμιχτο τό κουβεντολόι καί τά μάτια ερριχναν γυαλιστερές άνα λαμπές.

Ούτε κι απόψε άραγε θά πατήσετε τό τάξιμο σας, καλέ μου Ιωάννη, ρώτησε χαμογελώντας ή πριγκηπέσσα, γιά νά πιείτε στην υγειά της αδερφής μας της Μαργαρίτας πού φεύγει ;

Ή χάρη σας ξέρει, αποκρίθηκε δ νεαρός άρχοντας μέ μάτια χα- μηλωμένα, πώς δέν είναι τάξιμο παρά δργ,ος βαρύς. Τό κρασί είναι γιά μένα τό αίμα τοΟ Κυρίου και μονάχα σά θεία μετάληψη τό γεύομαι.

Ή Μαργαρίτα απόστρεψε τό πρόσωπο της νευρικά κ' Ιπιασε κου- βέντα μέ τό διπλανό της. Τό μάτι της, πού πετάριζε γύρω πονηρά, συνάντησε πάλι τόν Σγουρό δρθιον εκεί -κάτω, στό βάθος της σάλλας.

θυμόσαστε, άρχοντα, ρωτάει δυνατά τό συνομιλητή της, τήν ιστορία τοϋ αυτοκράτορα Ροβέρτου καΐ της αγάπης του ;

Ό άνθρωπος άνοιξε τά μάτια του απορημένος.

Ό αυτοκράτορας Ροβέρτος λοιπόν, αγάπησε μ' Ιρωτα μιά κατώ- τερη του, τή νταμουαζέλλα ντέ Νεβίλ. Τά συμφέροντα τοΟ κράτους στό μεταξύ απαιτούσαν νά παντρευτεί 6 αυτοκράτορας μέ μιά Γραική βασι- λοπούλα, τήν Ευδοξία Λάσκαρη, πού είτανε θυγατέρα τοΟ αυτοκράτορα της Νικαίας. Όρμήνειες, παρακάλια, τίποτα δέ φελοΟσε, τόσο ό έρω- τας τυφλώνει τόν ά'^^ρωπο. Τώρα θά σας πω καΐ πώς τοΟ τρώει τό κε- φάλι : Σάν είδανε λοιπόν οί βαρώνοι πώς τίποτα δέ γίνεται μέ τό καλό,

246

αρπάζουν τή ντέ Νεβίλ, τγ)ς κόβουνε τ' αυτιά, τή μύτη, αρπάζουν καΐ τή μάννα της καΐ τή ρίχουν στό Βόσπορο . . .

Δίκαιη τιμωρία, παρατήρησε στοχαστικά κι ανόητα ό ιππότης.

Τώρα θα ιδείτε ! Τρομαγμένος 6 αυτοκράτορας Ροβέρτος, φεύγει καΐ πάει στή Ρώμη. Ό πάπας Γρηγόριος τοΟ λέει να ησυχάσει καΐ να γυρίσει πίσω στό Βυζάντιο. "Ομως ή θεία Πρόνοια δέν κατεβάζει πρό- θυμα το σπαθί της παρά μονάχα πάνω στό κεφάλι τοΟ άμαρτωλοΟ. Ό Ροβέρτος σταματάει μεσοδρομίς στό κάστρο τοΟ θείου μας, τοΟ συχωρε- μένου Γοφρέδου Βιλλαρδουΐνου, κ' έκεϊ αφήνει τή στερνή του πνοή, χάνοντας αντάμα ζωή, ϊρωτα καΐ θρόνο.

Πολύ διδαχτική ιστορία, είπε μ' εμβρίθεια ό ίππότης πού δέν είχε καταλάβει τίποτα.

Ναί, πολύ διδαχτική ! τόνισε μεγαλόφωνα κ' ή Μαργαρίτα. Τό φαγητό κόντευε να πάρει τέλος. Εϋχανε φέρει ζεροος καρπούς :

σΟκα, καρύδια, σταφίδες, καΐ μονάχα ό κοντόσταβλος κρατούσε ακόμα, επίμονα, στην πελώρια χούφτα του, τό μουρχοΟτι ξέχειλο μέ κρασί.

Ό Ιωάννης ντέ ΤουρναΙ έγειρε ανάλαφρα τό ■Λθρ[ΐί του προς τήν πριγκηπέσσα καΐ ψιθύρισε δίχως σχεδόν νά σαλεύει τα χείλη του :

Ό βαρώνος Γοφρέδος ντ* *Ωνουά μόίς στέλνει μήνυμα πώς ό Ντελιούρια πόδισε στό Ζόγκλο.

Τό χαμόγελο δέ σβήστηκε άπό τό στόμα ττ)ς πριγκηπέσσας. Τ* όνομα τοΟτο δέν ξυπνούσε πια κανέναν αντίλαλο μέσα της.

Λοιπόν ; ρωτάει ήσυχα.

Ό καταραμένος αυτός έχει τό θράσος νά βγάζει κι ανθρώπους του στή στεριά νά ηάροο•^ νερό ή άλλα χρειαζούμενα γιά τΙς γαλέρες καΐ γιά τους ναύτες.

"Αν ό βαρώνος τά κρίνει αυτά επικίνδυνα, δέν Ιχει παρά νά τά εμποδίσει, παρατήρησε ή 'Ιζαμπώ.

Επικίνδυνα ! Πρόκειται γιά πρόκληση, γιά προσβολή, κυρία !

Ένας λόγος παραπάνω λοιπόν άν πρόκειται γιά προσβολή, απο- κρίθηκε μέ τή γλυκεία της τή φωνή ή πριγκηπέσσα.

Ό άρχοντας Ιωάννης έμεινε γιά λίγο αμίλητος, μέ τά φρύδια του σφιγμένα.

Τή νύχτα τούτη θά ξεκινήσω μέ δέκα ανθρώπους μου γιά τό Ζόγκλο, είπε.

Έγινε αντίκρυ μιά κίνηση, τραβήχτηκαν σκαμνιά, ό τσαμπρελιά- νος σηκώθηκε όρθιος.

Κυρία, λέει στην πριγκηπέσσα, γι' αγάπη ττ)ς βαρωνέσσας, της ντάμα Μαργαρίτας, καΐ γι* αγάπη δλης Ιδώ τής συντροφιάς, δώστε τήν άδεια νά τραγουδήσει μπροστά στή χάρη σας ό μενεστρέλος πού προσ- μένει.

Ή 'Ιζαμπώ έγνεψε μέ τό χέρι, καταφατικά. Ζωηρό σούσουρο χα- ράς σηκώθηκε γύρω. Τράβηξαν τά θρονιά, αλλάξανε θέσεις δσοι δέν κα- λόβλεπαν, άλλοι σηκώθηκαν όρθιοι γιά ν* ακουμπήσουν τόν αγκώνα τους στό θρονί τής κυράς τους, κ' ή λαμπρή ομήγυρη άργόπηξε στην και- νούργια τούτη στάση της ρέμβης καΐ της απαντοχής.

Στον άδειο χ(ύρο τής σάλλας, παρουσιάστηκε προχωρώντας άτάρα•

247

χος, αργά, με τή βιέλλα του κάτω άπά τή μασχάλη καΐ τό δοξάρ^ στό χέρι, ό Κοκχ'.νοτρίχης.

Είχε φορέσει, για την ::ερίσταση τούτη, τό πιό καινούργιο καΐ καλό του ροΟχο : καστανό χιτώνιο, ϊσαμε τΙς γάμπες μακρύ, κι άπά πάνω γλωσσωτή μπέρτα κατακόκκινη. Πάνω στα φλογάτα μαλλιά του μια σκούφια όμοιόχρωμη είταν αποθεμένη, πού ή μύτη της Ιπεφτε στό πλάϊ μαλακά. Την τράβηξε με σεβασμό γεμάτο αξιοπρέπεια μόλις έφτασε στη μέση της σάλλας. "Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κρεββάτας μεγαλό- πρεπα, προσκύνησε την πριγκηπέσσα, προσκύνησε με λιγότερη κλίση δεξιά, ζερβά, καΐ κάθησε στό χαμηλό σκαμνί πού τοΟ είχανε βάλει ανά- μεσα στα τρία τραπέζια.

Εϊτανε φανερό πώς είχε τή συνήθεια να τραγουδάει σ' επίσημες συγκεντρώσεις. Οί συγκρατημένοι καΐ μαζί άνετοι τρόποι του, ή ατα- ραξία πού έδειξε να κουρντίσει τή βιέλλα του, να δοκιμάσει δίχως βιάση τις χορδές, να ζυγιάσει καλά στό δεξί του τό δοξάρι, δείχνανε τόν δί'^Βροίτιο πού, αν κ' έχει τή συναίσθηση πώς κάνει άρχόντους να τόν περιμένουν, δεν παραμελεί για τούτο και τό σεβασμό του προς τήν τεχνητού. Περίμενε λίγο, ίσαμε πού να κατακαθήσει γύρωκαΐτό στερνό μούρμουρο της χαμηλόφωνης κουβέντας, κ' Οστερα σηκώθηκε όρθιος, μέ τό μεγάλο του τό κεφάλι στητό.

Τί έχει ευχαρίστηση ν' ακούσει ή γαληνότατη πριγκηπέσσα της Αχαίας ; ρώτησε, θέλει τό προσκύνημα τοΰ Καρλομάγνου καΐ πώς ό μεγάλος εκείνο: αυτοκράτορας έφερε μαζί του άπό τή χώρα των απί- στων άγια λείψανα πού τ' απίθωσε στό μοναστήρι τοΟ "Αη - Διονύση ; βέλει τό τραγούδι τοΰ Ζιράρ της Βιέννας και πώς ό γενναίος Ρολάνδος πάλαιψε με λόγχη καΐ μέ σπαθί μια μέρα ολάκερη ενάντια στον άξιο Όλιβιέ, δίχως κανένας άπό τους δυό τους νά νικήσει ; θέλει τό τραγοΟδι τοΰ ΑίμερΙ πού πήρε τή Ναρμπόννα ; μήπως προτιμάει ή χάρη της κανένα ρομάντζο ερωτικό, καθώς τοΰ Τριστάνου καΐ της Ίζόλδης, τοΟ Λανσελότου τής Λίμνης πού τόν αγάπησε ή βασίλισσα Τζινέβρα, τοΰ καστελλάνου τοΰ Κουσύ, τής Φλαμένκας, τοΰ Γαλεράνου ; Γιά δ, τι πο- θεί ή χάρη της είμαστε πρόθυμοι, κι ακόμα γιά κανένα παραμύθι πρόσ- χαρο, άπό κείνα πού λύνουν τήν καρδιά στό γέλιο, τό Γυλιάμο μέ τό γεράκι νά ποϋμε, τους Τρεις καμπούρηδες μενεστρέλους ή τό βιλάνο που κέρδισε τόν Παράδεισο. "Ο, τι κι αν διαλέξει άπό τοΰτα ή χάρη της ή κυρά τοΰ Μορέως, δέ θά μετανιώσει.

Ή 'Ιζαμπώ έκανε νόημα αδιαφορίας. Τό μακρόθυμο χαμόγελο δέν είχε σβήσει άπό τά χείλη της. Μονάχα πού ό Σ•^ο\)ρ6ς, αντίκρυ της τώρα, άν και στην άλλην άκρη τής μεγάλης σάλλας, συλλογιζόταν άθελα του πώς δέ φάνηκε καθόλου νά τόν είδε απόψε, ούτε γιά μιά στιγμή τά μάτια της δέν πέρασαν άπό πάνω του, κι ούτε καμμιά πρόφαση τοΰ δό- θηκε νά τή ζυγώσει. Στεκότανε πάντα ξένος κι άχρηστος έκεϊ, σάμπως νά τόν είχανε κουβαλήσει μονάχα γιά νά τόν ταπεινώσουν.

Διάλεξε ή κυρά τής "Ακοβας τό τραγούδι, κ' είταν ένα παραμύθι πρόσχαρο κ' ερωτικό. Ό Κοκκινοτρίχης ξανακάθησε, πήρε τή στάση του μέ σοβαρότητα μεγάλη, ακούμπησε τή βιέλλα στό ζερβί του γόνατο κ' έσυρε τό δοξάρι. Έ μπάσα του, θαμπή καΐ κάπως τραχεία φωνή,

248

ανέβηκε αργά, κλαδώθηκε αδιόρατα, έδεσε σφιχτά τον κόμπο της μελω- δικής γητειάς.

Εϊταν έξω νύχτα καθαρή, νύχτα τοΟ Απρίλη, και τό φεγγάρι ανέ- βαινε λειψό στον ουρανό. Γλυκομύριζαν οι φουντωμένοι βασιλικοί στΙς γλάστρες, ξέπλεκο άπό τα χαγιάτια κρεμόταν τά γιασεμί, ψυχές λου- λουδιών άγέννητων χαμοπετοΟσαν στον αέρα. Ή δροσάτη άνασεμιά τής νύχτας, άχνα κορμιοΟ άπόλουτρου, έκλωθε στή μεγάλη πόρτα πού, ορθά- νοιχτη, ονειρευόταν. Έ αυλή μέ την άσπρη πλάκα είχε στοιχειώσει στό διάνεμα τοΟ φεγγαριοΟ. ΚαΙ μέσα, στό βάθος της μακρυάς σάλλας, μπρο- στά στό πελώριο τζάκι, μια πριγκηπέσσα αφαιρεμένη, στήριζε τόν αγ- κώνα της στό Βρονί, έγερνε στην παλάμη τό κεφάλι της, καΐ μέ τό μάτι θολό, ταξίδευε.

Σάν άπόσωσε τό πρώτο του τραγοΟδι ό μενεστρέλος, ή συντροφιά απόμεινε μέ κεντρισμένη τή δίψα. Διάλεξε καΐ τό δεύτερο ή κυρά της "Ακοβας, δμως τό τρίτο τό διάλεξαν μέ κοινή βοή οΐ άρχόντοι. Είτανε μακρύτερο αυτό, άπό τόν κύκλο τοΟ βασιλιά "Αρτους τής Βρεττάνης καΐ των ιπποτών τής Στρογγυλής Τάβλας. Φέρανε στον Κοκκινοτρίχη ένα μεγάλο καυκί κρασί ροδίτικο, ήπιε σηκώνοντας το ψηλά καΐ τ' απίθωσε άδειο δίπλα του, στό πάτωμα. Ένα παιδόπουλο έτρεξε νά τοΟ τό ξανα- γεμίσει.

Νά μας πείς γιά τό Μεγάλο Γαλεότο ! πρόσταξε ό κοντόστα- βλος καΐ σφούγγισε μέ τ' ανάστροφο τοΟ χεριοΟ του τό φαρδύ στόμα του.

ΚαΙ γιά τόν μεσσίρ Γκωβαίν !

ΚαΙ γιά τό Λανσελότο !

Οί φωνές φούντωσαν καΐ κατάπεσαν σάν κοπάδι περιστέρια πού κά- νουν φτερό γιά μιά στιγμή καΐ πάλι ■κοΖίζου'^ βαρειά στό χώμα. Ό Κοκκινοτρίχης άνάρριξε στον ώμο του τό ταμπάρο μέ χειρονομία βασι- λίκια, γύρισε γύρω τό κεφάλι, τους είδε άλαλους νά τόν κοιτάζουν κ* έσυρε τό δοξάρι του.

Οί χρωματιστές λαμπάδες είχανε μισάσει, πήξανε δάκρυα χοντρά. Βαρύς γινόταν δ αέρας, πυκνός, καταχνιά ζυμωμένη μ* ανάσες, άχνες άπό ψημένα κρέατα πού κλωθογύριζαν καθυστερημένες, καύτρα άπό τά κεριά, κόρφους γυναίκειους, χορτάρια μυριστικά πού λιγώνονταί πατη- μένα. Τό δροσερό ρεΟμα τής νύχτας περιδιάβαζε στό κατώφλι δίχως νά μπαίνει μέσα. Έκεϊ πήγε νά τό συναπαντήσει κι ό Σγουρός. Ακού- μπησε στον παραστάτη τής πόρτας καΐ τ' ανάσανε. Τό κεφάλι του εΙταν βαρύ, βούιζε, τά γόνατα του λύνονταν σάν άπό κόπο μεγάλο.

Ό θόρυβος πού έγινε μέσα, τόν ειδοποίησε πώς τό τραγούδι είχε τελειώσει. Σέρνανε πάλι τά σκαμνιά, άλλαζαν στάσεις, κουβέντιαζαν ζωηρά. Γύρισε κ' είδε τόν Κοκκινοτρίχη δρ^ιο"^, πού άδειαζε άλλο καυκί ροδίτικο. Τ' απόθεσε χάμου κ' έμεινε όρθιος, σά γιά νά δείξει πώς προσμένει τή διάθεση τής πριγκηπέσσας.

Έ Ίζαμπώ, γέρνοντας τό κεφάλι στον ώμο της, κουβέντιαζε μέ τήν αδερφή της.

'Από ποΟ είσαι μενεστρέλο ; ρωτάει ό κοντόσταβλος.

'Από τήν Άραγώνα, άρχοντα μου, αποκρίνεται ό Κοκκινοτρί- χης κοιτάζοντας στυλά τήν πριγκηπέσσα.

249

Δε σάλεψε ή Ίζαμπώ, σα να κράτησε δμως για μια στιγμή τήν ανάσα της.

Άραγωνέζος! Και ξέρεις εται καλά τή φράγκικη τη γλώσσα :

Γεννήθηκα στην Κρήτη, μέ πήγανε παιδί στην Άραγώνα, δμως μεγάλωσα στη Φράντσια.-Τόν καιρό πού ήμουνα στή σταυροφορία . . .

"Εκανες στή σταυροφορία ! φώναξε έ κοντόσταβλος κι άνοιξε τα χέρια του. ! μά τ^τε είσαι φίλος, φίλος γκαρδιακός ! "Ελα να μιλήσουμε για τά δμορφα έκεΤνα χρόνια της παλληκαριας. . .

"Εδωσε Ινα καυκί γεμάτο στάν Κοκκινοτρίχη, σήκωσε τ6 δικό του και τό ήπιε μονοροΟφι. "Ως πού νά τό κατεβάσει πάλι, οι ερωτήσεις είχαν αρχίσει νά βρέχουν όμάδι. Ρωτούσαν τόν Κοκκινοτρίχη οί άρχόν• τοι γιά τήν Άραγώνα, γιά τά κάστρα της, γιά τους αφεντάδες της, γιά τά- παράξενα της. Ό κοντόσταβλος χύμηξε μέσα στό σωρό ξεφωνί- ζοντας πώς αυτός θέλει νά μιλήσει γιά τή σταυροφορία, μονάχα γιά τή σταυροφορία. "Ομως δεν τόν άκουγαν. Τό κέφι τοΰ κρασιού χαλά- ρωσε τήν ευλαβητική διάκριση πού τού χρωστούσαν. Στό σίφουνα ωστόσο μέσα, ό μενεστρέλος κρατούσε τήν απάθεια του ακλόνητη. Απο- κρινόταν σ' δλους, -γορ^ά, κ* επιδέξια, στύλωνε τό κεφάλι του, καΐ τό βλέμμα του δέσποζε περήφανο, ειρωνικό.

Τους ξεσήκωσε τά μυαλά μιλώντας τους γιά τά σπαθιά της Κόρ- δοβας, τά ξακουσμένα, γιά τΙς λεπίδες της Σαραγόσσας και τού Τολέ- δου. Μαύλισε τΙς κυράδες περιγράφοντας μέ σερπετή μαστοριά τά με- ταξωτά της Βαλέντσιας καΐ της Άλμέριας, τά μπαμπακερά της Γρενά- δας. Τού δώσανε κι άλλο καυκί μέ ροδίτικο νά πιει καΐ τότε τους είπε γιά τά κορίτσια τής Άραγώνας. Ξαναμμένοι, γελώντας σάν παλαβοί, τόν άκουγαν νά τους άνιστοράει γιά τΙς κοπέλλες πού δέονται κει -κάτω στον Άγι - Αντώνη καΐ κατεβάζουν τό εικόνισμα του στό πηγάδι λέγον- τας : «θά μείνεις αυτού μέσα ώσπου νά ^ροϋμζ άρραβωνιαστικό Τού ζήτησαν τραγούδια της Άραγώνας νά τους πει, καΐ τους τραγούδησε Ινα πού λένε τά κορίτσια, πάλι τά κορίτσια, πώς δλες τάχα οί άσχη- μες τού κόσμου συνάχτηκαν Ινα βράδυ νά ρΐύτηαουν τόν "Αγι - Αντώνη άν έχει ή πλάση άλλες ομορφότερες τους. Χαχάνιζαν οί ίππότες, καΐ γελούσε φρενιασμένη, κακαρίζοντας, ή κυρά της Άκοβας μέ τό κεφάλι της άναγερμένο στό θρονί της. Τέτοιο γλεντοκόπι, δχι, κανένας δέν τό περίμενε πώς θά συνταράξει απόψε τους τοίχους τοΰ γ-άατρου. Χρόνια νά ζήσει έ μενεστρέλος !

"Ομως ή ώρα εΤτανε πιά προχωρημένη. Διόρθωσε τό μανδύα στους ώμους της ή Ίζαμπώ κ' Ιπιασε μέ τ' άσπρα της τά δάχτυλα πάνω στό στήθος τήν κορδελλιέρα. Ετοιμαζόταν ίσως νά σηκωθεί. Λοιπόν δ Κοκκινοτρίχης τό είδε, άπλωσε τά χέρια του.

θά τραγουδήσω στή συντροφιά σας, ευγενικοί μου άρχόντοι και κυράδες, είπε, Ινα παλιό τραγούδι τί)ς Άραγώνας πού μέ τοΟτο θά τελειώνουμε.

Επικρότησαν μέ θόρυβο, πήρανε πάλι τΙς θέσεις τους καΐ στάθη- καν πειθήνια νά περιμένουν. Ό Κοκκινοτρίχης ωστόσο, τώρα πού τους είχε δαμάσει, δέ βιαζόταν. Ρούφηξε ήσυχα τό κρασί πού τού απόμενε

250

στό καυκί, κάθησε πάλι στό θρονί του τό μοναχικό, στήριξε τή βιέλλα στό γόνατο του καΐ ζύγιασε τό δοξάρι.

Δέν είτανε τραγοΟδι τΫ^ς χαρδς* οορτοί, άρ^οΐ προλόγισαν οί τό- νοι τΫ]ς βιέλλας. Ή φωνή ακολούθησε ήρεμη καΐ βαρειά. ΕΙτανε μια μελωδία απλή, σχεδόν άγριωπή, μ* ανεπαίσθητο νανούρισμα στό βάδι- σμα της. Κ* ή ίστορία παραμύθι; παράδοση; έλεγε για κάποιον •κουρσάρο, καμάρι τής θάλασσας καΐ τρόμο τών γιαλών, πού μια μέρα, ολότελα αναπάντεχα, κάνοντας ρεσάλτο σέ μακρυνή χώρα, άρπαξε αί- χμάλωτή του μια πριγκηπέσσα.

Σέ τοΟτο τό σημείο, τήν αρπαγή, εΙτανε τό τραγοΟδι τοΟ Κοκκι- νοτρίχη, δταν έγινε κάτι ολότελα αναπάντεχο. Οί άρχόντοι, πού εϊχανε κιόλας κοιταχτεί μιά - δυό γορϊς αναμεταξύ τους σαστισμένοι, είδανε τόν Ιωάννη ντέ ΤουρναΙ να σηκώνεται, να χυμάει, να στέκεται μπροστά στον ξένο όλότρεμος, νεκρικά χλωμός, νά σηκώνει τό χέρι του καΐ νά φωνάζει άγρια, δείχνοντας τον :

Στά δπλα, άρχοντες Φράγκοι ! Ό δ,'^^ρωπος τοΰτος είναι προ- δότης καΐ σας πρόσβαλε !

Έτσι είπε. ΚαΙ σύγκαιρα κατέβασε τό χέρι του μ' ορμή, άδραξε τή βιέλλα, τήν τίναξε χάμου. Τό όργανο τσακίστηκε μέ βόγκο βαθύ. "Ομως κι ό μενεστρέλος δέ βρέθηκε απροετοίμαστος. Λαστιχάροντας μ' απίστευτη γοργάδα, πήδηξε ορθός, κλώτσησε τό σκαμνί του στά πό- δια τοΟ ιππότη. "Ολοι οί άρχόντοι, σάν ένα σώμα, είχανε σηκωθεί. Σαματάς μεγάλος, φωνές άγριωπές, θρονιά πού αναποδογυρίζουν, σκου- τέλια πού κυλάνε χάμου, βλαστήμιες φούντωσαν μεμιάς. Τρομαγμένες σκλήριζαν οί κυράδες. Οί φλόγες τών κεριών, φυσημένες άπό τήν ανα- ταραχή, παίξανε απότομα, σείοντας όλόκορμους τους τοίχους, μπερδεύον- τας τους ίσκιους.

Είναι κουρσάρος, άνθρωπος τοΟ Ντελιούρια ! ξεφώνισε δ άρ- χοντας Ιωάννης. Άρπάχτε τον !

Χύμηξαν. "Ομως ό Κοκκινοτρίχης, μέσα στό ανακάτεμα, είχε χα- θεί. Τόν είδανε ξάφνου, όρθιο, πάνω στό πεζούλι ενός παραθυριού. Μι- σοσκυμμένος, μέ ζάρωμα ζώου πού φερμάρει τόν εχθρό του, είχε τυλί- ξει τό ταμπάρο γύρω στ' αριστερό του μπράτσο καΐ τό κρατοΟσε ση- κωμένο άντίς σκουτάρι [ίτζροοχά, στό στήθος του. Μ' αστραπιαία κίνηση, κάτι τράβηξε άπό τή ζώνη του, πού έλαμψε στό δεξί του χέρι.

Οί ίππότες είταν άοπλοι, ντυμένοι μονάχα γιά βεγγέρα. Ό Ιωάν- νης ωστόσο είχε ορμήσει στον τοΧχο, πήδηξε σέ μιαν άπό τΙς κρεμα- σμένες πανοπλίες καΐ τράβηξε μέ τά δυό του τά χέρια ένα βαρύ πα- λαιικό σπαθί. "Ισαμε πού νά πεταρίσουνε τά βλέφαρα, τόν είχανε μι- μηθεί κι άλλοι. Πέντε, δέκα λεπίδες μεγάλες λάμψανε όρθιες στό ανή- συχο φως τών κεριών. Οί κυράδες, ξέφρενες, είχαν χυθεί κατά τΙς πόρτες. Πίσω άπό τό τραπέζι, [ΐπροατά. στό τζάκι, είχε απομείνει μο- νάχη της, καθισμένη πάντα, ή πριγκηπέσσα.

θάνατος ! θάνατος ! ξεφώνιζαν οί άρχόντοι.

Τό δεξί χέρι του Κοκκινοτρίχη πήγε, ήρθε, τινάχτηκε μπροστά. Σάν πουλί ατσάλινο, σφυρίζοντας κούφια, ή μακρουλή λεπίδα της να- βάχας πέταξε και κάρφωσε στό σανιδένιο πάτωμα τό πόδι ενός Φράγ-

251

χου. Μούγκρισε δ ιππότης, τσάκισε. "Ομως οί άλλοι, μέ φωνές λύσσας, χύθηκαν κατά τό παραθύρι.

Τότε ό Κοκκινοτρίχης, πού είχε στυλώσει για μια στιγμή τό κορμί του, Ιδωσε §να φοβερό κλώτσο στό παραθυρόφυλλο, τό σύντριψε, στάθηκε άκρη - άκρη στό πεζοΟλι. Τό μεγάλο του πρόσωπο, μέ τό πε- ριγελαστικό στόμα καΐ τα φλογάτα μαλλιά, Ιφεξε μια στιγμή στό βα- θυγάλανο φόντο της νύχτας. ΚαΙ ξάφνου χάθηκε.

Σαν έσκυψαν άπό τό παραθύρι, ψαχουλεύοντας μέ τό μάτι τό με- γάλο βάθος, τους βράχους που τους φώτιζε τό φεγγάρι, δέν είδανε τί- ποτα. Λές καΐ δέν εϊταν άνθρωπος αυτό πού πήδηξε, παρά στοιχειό, κ' ή νύχτα τό είχε ρουφήξει.

252

,ΓΤ5ΕΓ)ι

ϋυυυι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ'

ΗΙΕΚ-ΚΟ, ΟΕδΡίΕΚΤΑ ΤΕ!

|_^Ι ΟΝΑΧΟΣ, συλλογισμένος, δ Σ-^ουρός γύ-

^ ^^^ Ι Ρ'ζ^ '^'^"^^ κάμαρα του. "Ολα τοΟτα - ^ ' 3 πού είχανε γίνει απόψε, τοΰ φαίνον- ταν αλλόκοτα. Κι δμως δέν τοΟ είχαν κάνει τήν εντύπωση τοΰ ξαφνικού. Άποκρίνονταν σέ κάποια βαθύτερα, σκοτεινά, προαισθήματα του.

"Ολα τώρα φέγγανε καθαρά. Τό τελευταίο τραγούδι τοΟ Κοκκινοτρίχη μήπως δέν τό είχε ουσιαστικά πρώτα- κούσει αυτός χτες βράδυ, καΐ μάλιστα απαλλαγμένο άπό τό μυθικό ντΟμα του ; Στό γιαλό της Αχαΐας, οδεύοντας για τήν Καλαμάτα, Ιδώ καΐ χρόνια, ή Ίζα- μπώ είχε πέσει στα χέρια τών Άραγω- νέζων κουρσάρων. Ό ΤουρναΙ δέν τή λησμόνησε ποτέ εκείνη τήν ταπείνωση. Κι ό Κοκκινοτρίχης είταν αποσταλμένος τοΟ Ντελιούρια, άνθρωπος άπό τα πληρώματα του, κ* ίσως - ίσως προσωπικά έμπιστικός τοΰ άμιράλη. Τί ήρθε νά κάνει στην Καλαμάτα ; γιατί μπήκε στό κάστρο καΐ παραφύλαξε τόσον καιρό ; Έδω αρχίζει νά πέφτει ή σκιά, δχι δμως καΐ τόσο πυκνή πού νά μή μπορζΧζ κάτι νά ξεχωρίσεις. Τά λόγια τοΰ ίδιου τοΰ μενεστρέλου είναι ό δείχτης. Σαν ψυχή κολασμένη γυρίζει τΙς θάλασσες άπό τότε πού τήν άφησε νά τοΰ φύγει ό Ντελιούρια, κι αποζητάει τήν πριγκηπέσσα. Κ* εκείνη άλλο'ψο^ο δέν τόν ξέχασε. Πάντα της, σκοτεινά, τόν καρτερεί. Καί νά πού φτάνουνε μαντάτα πώς δ Άραγωνέζος φάνηκε στά νερά της Αρκαδίας κάτω στά μαγερειά τό είπαν, έδω κα'. μέρες. ΚαΙ νά πού δ Κοκκινοτρίχης, σέ στιγμή βαθύτερης ειλικρίνειας, χτες βράδυ, ίσως γιατί προαισθανότανε νά ζυ- γώνει ή ώρα τής φευγάλας του, τόν προσκαλεί κι αυτόν, τόν Σγουρό, νά πάει μαζί του, νά ξανοιχτεί στΙς μεγάλες θάλασσες. Ό μενεστρέλος ήρθε στό -Λχατρο τής Καλαμάτας προάγγελος τοΰ κουρσάρου. Τί αποστολή είχε ; "Αγνωστο. Μπορεί δμως καΐ τήν απλή, τή βαθειά τούτη, νά δώ- σει 2να σημείο ζωής, 2ναν αρραβώνα, μιά θύμιση, άπό μέρος τοΰ Ντελιούρια.

Μπήκε στην κάμαρα του δ Σγουρός, μά δέ σφάληαε τήν πόρτα. Καταλάβαινε πώς τή νύχτα τούτη δέ θά μπορούσε νά κοιμηθεί.

253

Πλήθος συναισθήματα αντιφατικά τάραζαν την ψυχή του. Πίκρα βαθειά τοΰ ζάρωνε τό χείλι. Χμ ! κι αυτός πού είχε ξεθαρρευτεΤ μέ κίνδυνο ζωής νά φτάσει χτες ϊσαμε τόν πάγκο της ροδιάς. Κι αυτός πού είχε ελπίσει τρελλά, για μια στιγμή, νά τυλίξει στή φλόγα του την πριγκη- πέσσα ! . . . Ό νοΟς της ταξίδευε άλλοΟ, κι αν δέν τόν θανάτωσε είταν γιατί τόν ξέχασε, κι άν έβαλε νά τόν γιάνουν άπό την άρρώστεια του εϊταν μόνον άπό πονοψυχιά. Ό νους της ταξιδεύει άλλοΟ, Πέρα κεΐ - κάτω, άπό τήν ανοιχτή θάλασσα, γνέφει ό κουρσάρος, ό άντρας ό δοξασμένος καΐ τρανός. Εκείνον νιώθει αυτή άξιο της. Ό Ρωμιός είναι δ θλιβε- ρός βιλάνος, τό κατοικίδιο.

Κάθησε στό κρεββάτι του κι άνάγειρε τό κορμί του στον τοίχο. Στό πεζούλι τοΰ παραθυριού ξενυχτούσε τό φεγγάρι, λιβανίζοντας μ* άπαλήν άχνη τόν αέρα της σκοτεινής κάμαρας. Καλά έκανε αυτός πού αρνήθηκε τήν εύνοια της. "Οχι, κανένα χάρισμα δέν ήθελε πιά άπό τό αφαιρεμένο της χέρι. Δέν κατέβηκε ίσαμε τό κρυφό περιβόλι, τόν πάγκο της ροδιάς, γιά νά ζητιανέψει τά ψίχουλα. "Ας τήν κρατούσε τή μεγαλοψυχία της γι* άλλους. Αδτός, είταν άρχοντας.

Κ' εκείνη δέν τοΰ ερριξε απόψε ούτε μιά- ματιά. Ούτε κάν τόν είδε. Τόσο εϊταν μεγάλη καΐ βασιλίκια στό ψηλό της τό %ρονί ! Πίκρα φαρμακερή τοΰ δαγκώνει τήν καρδιά. Σέ ποιόνε νά τό πει ; Απόψε είναι γραφτό νά λείπει κι ό Κοκκινοτρίχης, ό σύ'^τροψοζ. Ποτέ δέν Ινιωσε τόν εαυτό του τόσο μονάχο. Ή κάμαρα είναι ή ίδια, ή ώρα ή Ιδια σάν καΐ χτες, δμως ό φίλος πάει.

Νοσταλγία βαρειά τόν κυρίεψε, καϋμός μεγάλος, πού δέν είχε ακούσει τό κάλεσμα τού μενεστρέλου. Νά φύγει ! "Αχ, αν είχε φύγει μαζί του. Πόσο καλά, παρήγορα, πρέπει νά είναι κεΐ -κάτω, στή θά- λασσα ! Και τί άντρίκια, τί ζωντανή χαρά ή ζωή τοΰ κουρσάρου . . .

Σηκώθηκε, στάθηκε στό παραθύρι. Τά ρουθούνια του τεντώθηκαν, αποζητώντας στον αέρα της νύχτας, τό μακρυνό μύρο της θάλασσας. Τήν είδε κεΐ -κάτω, στην άχνη της φεγγαροβραδυάς, νά τανύζεται ήρε- μη, βουβή. Είναι τό βασίλειο τοΰ άλλου, τοΰ κολασμένου, πού τήν οργώνει μέ τήν πλώρη της γαλέρας του ασταμάτητα. Κι ό Κοκκινο- τρίχης γιά κεΐ τραβάει τώρα, νά βρει τόν τυχερό θαλασσοπόρο. Τό μισημένον άντρα πού προβαίνει στή ζωή σου ξαφνικά, πότε γιά νά σοΰ μεταλλάξει τό ριζικό, πότε γιά νά σέ γυμνώσει άπό τ' όνειρο της ζωής σου.

Σάν τραβήχτηκε άπό τό παραθύρι δ Σγουρός, ή νύχτα είχε προ- χωρήσει. Τά μάτια του, θαμπωμένα άπό τό φεγγάρι, κουρασμένα πού κοίταζαν επίμονα τή μακρυνή θάλασσα, ψαχούλεψαν τυφλά τήν πυκνή σκιά της κάμαρας. Είχε γυρίσει τό κεφάλι του γιατί δοκίμασε ξάφνου μιά παράδοξη αίσθηση πώς κάποιος βρίσκεται έκεΐ πίσω του. Δέν ξε- χώριζε τίποτα. Μονάχα τ' αυτί του πήρε τό φρούμασμα άλογων κάτω, στή αυλή, καΐ τό κροτάλισμα άπό καρφοπέταλα πού κρούονται ανυπό- μονα στΙς πλάκες. Τέτοιαν ώρα ποιος φεύγει άπό τό κά.ατρο ;

Κι δμως, τ' αυτί του νά πού πιάνει κάτι στον αέρα, σάν τό αδιό- ρατο θρόισμα ανθρώπινης ανάσας. Τό σκοτάδι παίρνει τό μυστικό θάλ- πος και τήν κρυφή ταραχή πού φανερώνει τήν παρουσία άνθρωπου.

254

Μεμιάς, δίχως τίποτα να ξεχωρίσει μέ τα μίτια, απόχτησε τή βεβαιό- τητα πώς κάποιος έχει μπει στην κάμαρα.

Έ! σηκώνει μια φωνή ξερή, άγριωπά, να ξορκίσει τό άγνωστο. Άκουσε τόν ξένο πού αναδεύτηκε, καΐ τοΟ φάνηκε να τόν ξεχωρίζει.

Μήν τρομάζετε, είπε σέ γλώσσα ρωμέϊκη μια ξένη, πράη φωνή. Είμαι ό ιππότης ντέ Τουρναί.

Κατάπληξη έδεσε τόν Σγουρό. Ό,τιδήποτε άλλο θα περίμενε εξόν από τοΟτο. Πρώτη του σκέψη εϊταν πώς τόν γελοΟνε, πώς κάποιο αερικό τής νύχτας έχει χωθεί στην κάμαρα του. *Όμως, μέ τό ξύπνημα τοΟ λογικοΟ, μέ τήν πρώτη υποψία πώς τό πράμα δέν είναι κι ολότελα απί- θανο, κΟμα ζεστό χαράς, συγκίνηση ανεξήγητη ξεχείλισε τήν ψυχή του.

"Αρχοντα μου, κάνει σαστισμένος, ν' ανάψω τό λυχνάρι . . .

"Οχι, είπε ή φωνή κατηγορηματικά. ΚαΙ πρόσθεσε : Καλλί- τερα έτσι.

Στάθηκε απορημένος, να περιμένει. Για λίγες στιγμές, ή σιωπή κρεμάστηκε μετέωρη. Τέλος ό ιππότης ξέσφιξε τα χείλη του :

Έδώ καΐ μήνες, σ' ένα πανδοχείο της Μεσαρέας, σας πρωτο- γνώρισα. Άνθρωποι των αρμάτων, σταλμένοι άπό τόν πρεβεδοΟρο τοΟ ΆναπλιοΟ, σας κυνηγοΟσαν. Ξεφύγατε τόν κίνδυνο. Οί διώχτες σας, τότε, μοΟ είχανε πεί πώς είσαστε ροβολάτορας, συνεννοημένος μέ τόν Άρα- γωνέζο, καί πώς δώσατε χέρι σ' Ινα ρεσάλτο τών κουρσάρων. Τό πίστεψα. Τήν Ιδια νύχτα, εσείς ό ίδιος μοΟ τό αρνηθήκατε. Τότε πίστεψα έσας.

Σταμάτησε. Συνεπαρμένος 6 Σγουρός, θέλησε νά τοΟ πει για τήν ευγνωμοσύνη του, τό χρέος πού ένιωθε απέναντι σ' αυτόν πού τοΟ είχε παρασταθεί τότε κ* έγινε σωτήρας του. Μήνες ολάκερους κουβαλοΟσε στην καρδιά του τό βάρος της ευγνωμοσύνης, δμως ποτέ δέν τοΟ είχε δοθεί τό λεύτερο νά τή μολογήσει, νά ξαλαφρωθεί. Τόν κρατοΟσαν σ' απόσταση, καμώνονταν πώς δέν τόν θυμόνται . . .

Άπό τότε, καιρός πέρασε, είπε ό ιππότης σταθερά, γρήγορα, σα νά μάντευε τή σκέψη τοΟ παιδάριου καΐ νάθελε νά τόν προλάβει. Σας ξαναβρήκα έδώ, στό κάστρο τής Καλαμάτας. Καινούργια κατηγόρια σδς βάραινε. *0 πρωτοστράτορας τοΟ Μυτζηθρα ορμήνευε νά σας αφα- νίσουν, γιατί είσαστε, λέει, άνθρωπος επικίνδυνος στους Φράγκους. . .

"Αρχοντα μου ! στό θεό παίρνω δρκο . . .

Ού λήψη τό δνομα κυρίου τοΟ θεοΟ σου έπΙ ματαίψ ! είπε ή φωνή τοΟ ιππότη απότομη καΐ σκληρή.

Ωστόσο μ' έχουν άδικοβάλει ! Πώς νά εξηγήσω στην αφεν- τιά σου. . .

"Εχω πειστεί. Τά συμφέροντα τοϋ Σγουρομάλλη δέ μ' ενδια- φέρουν καΐ τό πριγκηπάτο έχει τό μέσο νά διαφεντεύει τά δικά του. "Ομως έγώ σας θαροΟσα έδώ σταλμένον καΐ πάλι άπό τόν Ντελιούρια . . .

'Εμένα !

Ναι. Μή μιλήστε! Τώρα πιά ξέρω πώς καΐ πάλι σας άδικο- βαλα. "Εχω δυό ψορες φταίξει, υποψιάστηκα τόν αθώο. *0 αληθινός φταίχτης ξεσκεπάστηκε απόψε, οί υποψίες μου λοιπόν δέν εΙταν ολό- τελα άστοχες. Μονάχα πού είχανε ξεστρατίσει.

Ό Κοκκινοτρίχης . . .

255

Δεν ξέρω τ* δνομα. Ό αποσταλμένος τοΟ Άραγωνέζου ξέφυγε, καΐ τώρα τρέχε: βέβαια να βρει τόν κύρίό του, Τή φορά δμως τούτη ή Λτιο-λοτιά. δέ θα μείνε: ατιμώρητη. "Εχουν παλιό χρέος να ξοφλήσουν οΕ Φράγκοι στους 'Αραγωνέζους.

Έπαψε, ανάσανε βαθιά.

Φεύγω σέ λίγες στιγμές να πάω σε προϋπάντηση τοΟ Ντελιού- ρια. Δέν ξέρω άν θα ξαναγυρίσω άπό κει -κάτω, για τοΟτο Ιρχομαι τώρα να σας βρω. Έρχομαι να σας ζητήσω συχώρεση.

Συχώρεση ; . . .

Δέ θα μοΟ τή δώσετε ; "Αλαλος απόμεινε ό Σ•γουρ6ς.

Κι άνίσως σας πω δτι αλλιώς δέ μοΟ είναι βολετδ νά πεθάνω ; είπε δ ντέ Τουρναί.

Ή φωνή του εϊτανε σταθερή καΐ γαλήνια" δμως στό βάθος της, σ' Ινα απώτατο βάθος, λές καΐ κάποιο παράπονο τρέμιζε.

"Αρχοντα μου, άπό μένα ζητάς συχώρεση ! ΚαΙ γιά ποιο κρίμα ;

Σας άδικόβαλα δυό φορίς. Δέν καταλάβαινε ό Σγουρός.

Κ' ΰστερα ;

Τόν Ινιωσε καλά πού κάτι πήγε νά πεΐ, μά δέν τό ξεστόμισε. Στό σκοτάδι μέσα, ό ίσκιος του έμενε ασάλευτος, δμως ανάδινε κάτι αόριστες λάμψεις, σά μέταλλο γυαλιστερό. Τότε ό Σγβυρός κατάλαβε πώς είταν αρματωμένος.

Ό καιρός δέ μέ παίρνει• κάτω στην αυλή τά φαριά τρώνε τό καρφοπέταλο, είπε ό ιππότης, θά μοϋ δώστε τή συχώρεση ή δχι ;

Μεμιάς ή καρδιά του τόν συνεπήρε τόν Σ•^ο\)ρό. Κάποια σκέψη πού μόλις άρχιζε νά ξεμυτίζει, φούντωσε μέσα του, τόν ξεσήκωσε.

Συχώρεση ; θά σ' τή δώσω τή συχώρεση, λέει ταραγμένος. "Ομως κ' έσύ θά μέ πάρεις μαζί σου. Ναί, ναί ! θά μέ πάρεις. Έχεις, λές, χρέος παλιό νά ξοφλήσεις μέ τους Άραγωνέζους. Έχω κ' έγώ ! Μή ρωτήσεις ποιο, καθώς κ' έγώ δέ σέ ρωτάω. Ένα φαρί θά μοϋ δώσεις. Ινα φαρΙ παραπάνω στή συνοδία σου. Κ' έδώ έχω, κοίτα, τό σπαθί μου ! Μέ είδες κάποιο βράδυ νά τό παίζω στην άπαλάμη μου δχι άσχημα θαρώ. Λοιπόν, ίδές ! τό παίρνω . . .

Δέν αποκρίθηκε αμέσως 6 ίππότης. Έ πρόταση τοϋ ερχόταν ολότελα αναπάντεχα, πολύ ορμητικά γιά νά μπορέσει νά τή ζυγιάσει. "Ισως καΐ κάποιοι άλλοι, άγνωστοι στοχασμοί, νά πάλευαν μέσα του. Τέλος :

Αυτό δέν τό είχα στό νοΟ μου, είπε αργά σά νά μιλοΟσε στον εαυτό του. "Οχι, δχι . . . δέν τό είχα στό νοΟ μου. . .

ΚαΙ τί μέ τοΟτο ! Σ'τό λέω έγώ. Πάρε με, μή στέκεσαι δίβου- λος, αφέντη, πάρε με καΐ θά ιδείς πώς κάτι αξίζω.

Στάθηκε ωστόσο ακόμα γιά λίγες στιγμές αναποφάσιστος δ Τουρναί.

Ξέρετε πώς Ινας άπό τους δυό μας, είπε σκοτεινά, μπορεί νά μήν ξαναγυρίσει πίσω ;

Τό ξέρω. Μ* έχεις γιά κανένα δειλό, νά τρομάξω ; Κ* Οστερα, ποΟ τό ξέρεις άν δέν Ιχω κάνει μέσα μου ευκή γιά τό θάνατο . . .

Στό σκοτάδι μέσα ό ιππότης έκανε μιαν αθέλητη χειρονομία άπο-

256

ρίας. Τστερα σήκωσε τό δεξί του ν.ι δγγιξε μέ τό άτσαλόπλεχτο χει- ρόχτι του τό στ*?]θος τοΟ Σ■^ο'^ροϋ.

Πίστεύεις στον αληθινό θεό ; ρωτάει μέ φωνή βραχνή.

Χριστιανός είμαι !

*Άκουσε τό παιοάριο τή διχτάτη αρματωσιά να σαλεύει μέ τριβή μεταλλική. Τό άτσαλόπλεχτο χέρι, τό χρΰο, έπιασε τό ζικό του, τό ανα- σήκωσε καΐ τ' απόθεσε πάνω-σ' £να κομμάτι μέ;Γαλλο χοντρό.

Όρκίσου !

Ή χούφτα τοΰ Σγουροϋ, πασπατεύοντας, ίπιασε τή σταυρωτή λαβή τΫ)ς φράγκικης σπάθας.

Όρκίσου, είπε χαμηλόφωνα δ ίππότης, πώς προϋπαντάς τό θά- νατο μέ θέλημα δικό σου.

Μά τήν ψυχή μου, τ* ορκίζομαι !

Στην άχνη άντιφεγγιά τοΟ φεγγαριοΟ, είδε τά γαλάζια μάτια τοΟ ιππότη νά τόν καρφώνουν στυλά. Μιά παλάμη βαρειά, μεταλλική, τοΟ αγκάλιασε τό σβέρκο, τόν τράβηξε μαλακά, καΐ στά χείλη του Ινιωσε ν' ακουμπάνε σιγοτρέμοντας δυό κρΰα χείλη.

Δέν ανταπόδωσε τό φίλημα, τόσο είχε σαστίσει. Τό πορτόφυλλο πού ανοίχτηκε ξαφνικά, τοΟ θάμπωσε τά μάτια μέ τό φως τοΟ φεγ- γαριοΟ.

Έλα ! είπε ό Φράγκος καΐ τράβηξε μπροστά.

Τό παιδάριο άρπαξε τό σπαθί του άπό τό καρφί τοΟ τοίγ^ου καί τόν ακολούθησε. Στό μακρύ χαγιάτι, 6 Τουρναι προχωροΟσε μέ βήματα μεγάλα. Τό κράνος του ανάδινε άντίλαμπα γαλάζια, σπιθατα κ' υγρά.

Κάτω, στην αυλή, προσμένανε τ' άλογα. Μερικοί σκουταράτοι καΙ σεργέντες, αρματωμένοι καθώς δ ιππότης άπό κορφή σέ νύχια, τέλειω- ναν τΙς προετοιμασίες, σφίγγανε τά σελλοχάμουρα, πότιζαν τά ζώα. Ό άρχοντας Ιωάννης πρόσταξε νά δώσουν ένα άπό τ' άλογα στό Ρωμιό.

"Οχι, είπε κείνος. Μέ τήν άδεια σου, άρχοντα μου, θά πάρω δποιο μ' αρέσει έμενα.

Κ' επειδή τόν κοίταζαν γύρω απορώντας, τράβηξε \ιο'•^ά.χος του στό στάβλο, φώναξε τους σταβλίτες καΐ τους ζήτησε νά τοΟ φέξουν. Τά ζώα, ξυπνημένα άπό τό φέγγος των δαυλών, ταράζονταν ανήσυχα. "Ομως ό Άστρίτης τόν όσμίστηκε άπό μακρυά καΐ χλιμίντρισε κυμα- τερά, χαμηλόφωνα. Δέν εϊταν ή πρώτη φορά πού ξαναβλέπονταν. Συ- χνά, στΙς χαμένες ώρες του μέσα στό κάστρο, ό Σγουρός πήγαινε καΐ τόν έβλεπε, τοΟ χάιδευε τό σβέρκο, φρόντιζε γιά τό φαΐ του, ορμήνευε τους σταβλίτες πώς νά τόν προσέχουν. "Εκανε νά τόν τραβήξει τώρα έξω, δμως τήν τελευταία στιγμή, δίστασε. Τό στρογγυλό μάτι τοΟ ζώου τόν κοίταζε τρυφερά, γεμάτο άγαθωσύνη. «"Οχι, συλλογίστηκε ό Σγου- ρός, έσύ τουλάχιστον νά ζήσεις "Απλωσε τό χέρι του καΐ τράβηξε 2να άλλο φαρί, μικρόσωμο, μέ μακρουλά νευρωμένα ποδάρια. Τό έβγαλε στην αυλή, τό σέλλωσε καΐ πήδηξε πάνω. Ό ιππότης κ' ή ακολουθία του είχανε κιόλας καβαλικέψει. Είταν δλοι τους, μαζί μέ τόν Σγουρό, δντεκα. Ξεκίνησαν βουβοί καΐ βγήκαν άπό τό γ.άοτρο.

Τό φεγγάρι είχε κιόλας ανέβει ψηλά. Κοιμόταν ή πολιτεία, δε- μένη στό μαγνάδι τής φεγγαροβραδυας. Στους γαλαχτωμένους -ζοίγρυς

τι Ή ΠριγΗηηίααα 'Ιζαμηώ ^Οί

τό κροτάλίσμα των δπλών άντιβούΐ'ξε σύνταχο, κεραυνωτβ. Κατηφόρι- σαν ανάμεσα στα βουβά σπίτια, μακρύ, άτσαλόχυτο ρυάκι, καΐ βγήκανε στον κάμπο. Ή δημοσιά τραβοΟσε κατά τό Νησί, αφήνοντας ζερβά της και σ' απόσταση τη θάλασσα. Την ακολούθησαν κόβοντας τόν καλπα σμό των άλογων, πού πορεύτηκαν πιά με συγκρατημένο τριποδισμό Προπορευόταν ό ΤουρναΙ πάνω σέ φαρί κάτασπρο, θωρακισμένο μ' έπίρ ρινο οουβλερό καΐ φαρδειά ατσάλινα φύλλα στά καπούλια. Ό σκουτα ράτος του ερχόταν τό κατόπι μέ ξετυλιγμένο τό διχαλωτό φλάμπουρο Αριστερά στον ιππότη, σέ μικρή απόσταση, πήγαινε ό Σ'ίουρός, άνά λαφρος, μέ τό φαρί του. Αναβάτης κι άλο^ο είταν οί μόνοι τόσο άπρο φύλαχτοι, σχεδόν γυμνοί, μέσα στην ακολουθία. Τό παιδάριο είχε μο νάχα τό φθαρμένο του παλιό καββάδι άπό κίτρινο κετσέ καΐ τό κοντό του τό σπαθί κρεμασμένο στό πλευρό του. Στό ξέσκεπο κεφάλι, τά κα- στανά μαλλιά ανεμίζονταν ανάκατα άπό τό νυχτερινόν αέρα.

Ταξίδεψαν ?τσ: δλη τη νύχτα.

Τό φεγγάρι είχε άπό ώρα βασιλέψει δταν, περνώντας μπροστά άπό 2να άχεροκάλυβο, δεξιά στό δρόμο, άκουσαν νά λαλεί τ* όρνίθι της αυγής. Τότε ό άρχοντας "Ιωάννης σήκωσε τό χέρι του κ' Ιγνεψε νά σταθοΟνε.

Μακρυά, αντίκρυ, κάτι είχε αρχίσει δροσερό ν' ανασαίνει, τό αγιάζι ολοένα δυνάμωνε, φέρνοντας πάνω στά κρουσταλλένια φτερά του μακρυνό \ι()ρο, της θάλασσας.

Οί άντρες πεζέψανε βαριά στό νοτισμένο χώμα, επιθεώρησαν τά φαριά τους, διόρθωσαν τΙς αρματωσιές τους, καΐ σφίξανε τά λουριά, Ό ίππότης μπήκε στην καλύβα.

ΕΙτανε φτωχικό γιατάκι ξωμάχου, προοριαμί'^ο γιά βίγλα, νά φυ- λάει τά γύρω βοσκοτόπια. Ό χωριάτης, ψηλός καΐ νευρωμένος άντρας κοντά στά πενήντα, μέ τό ηρόαωτιο σκαμμένο άπό τή ζωή τοΟ βουνοΟ, ^ράγ^ος πού τόν χαράκιασαν οί νεροσυρμές, είχε σηκωθεί κιόλας άπό τό στρώμα. Δέ σάστισε βλέποντας τόν άρχοντα πού έμπαινε αναπάντεχα στό καλύβι του, καΐ τήν αρματωμένη συνοδία άπ' Ιξω. Προσκύνησε ατάραχα, πρόσφερε αμίλητα τό μοναδικό του σκαμνί στον ίππότη κ* §να σκουτέλι γάλα ζεστό πού τ' άρμεξε άπό τήν κατσίκα του. Οί σεργέντες δέσανε τά φαριά τους καΐ κάθησαν γύρω στην καλύβα, πάνω στΙς πέ- τρες. Πίσω, στην ανατολή, Ιπιανε νά ροδίζει.

Καθισμένος παράμερα ό Σ-{0Όρ6ς, άφοϋ έδεσε κοντά του τό φαρί του σ' Ενα φράχτη, συλλογιζόταν. Τίποτα δέν τοΟ Ιμενε ανεξήγητο λο- γικά άπό τή στάση καΐ τήν απόφαση τοΟ ίππότη. Έ ταπείνωση, οσο- δήποτε παλιά, δέν είναι κάτι πού ένας Φράγκος άρχοντας τό λησμο- νάει ποτέ, ακόμα περισσότερο ή ταπείνωση μπροστά σέ γυναίκα. Είχε ταπεινωθεί λοιπόν έδώ καΐ χρόνια δ Τουρναί, καΐ, μπροστά σέ ποια γυναίκα ! θανάσιμη είταν ή ηροο^ολ^ι νά τοϋ τήν πάρουν μέσα άπό τά χέρια του, αύτουνοΟ πού είχε αναλάβει υπεύθυνα τήν ασφάλεια της. Στό έξης, αναμεταξύ στό Φράγκο καΐ τόν *Αραγωνέζο δέ χωράει άλλο παρά θάνατος. ΚαΙ τή φορά τούτη είναι φανερό πώς ή ό Ντελιούρια δ ΤουρναΙ θά πέσει στον αγώνα. *Αλλιώς δέ γίνεται. Τήν είχε ίδεί ολοκάθαρα τήν απόφαση δ Σγουρός στό κρϋο μάτι τοΟ ίππότη.

258

Κί δμως τό μάτι αυτά, τό υπεροπτικό καθώς δλων τών Φράγκων, δέ μοιάζει μέ τ' άλλα πού γνώρισε ίσαμε τώρα. Στό βουνήσιο πανδο- χείο της Μεσαρέας μια φορά, τή νύχτα τούτη δεύτερη, τοΟ φάνηκε νά ξανοίγει μέσα του, σ' απίθανο βάθος, μιαν άλλη σπίθα, απαλή κι αό- ριστη λάμψη άπό &'{'^ωρο φώς. Είτανε μάτι ολοκάθαρο, μάτι φεγγερό, άλλα καθώς στό πιό διάφανο νερό δέ βλέπεις μονάχα τόν ουρανό ν* άν- τικαθρεφτίζεται μα καΐ είδωλα τοΟ βυθοΟ νά τρεμίζουν, ίτοι καΐ στό μάτι τοΟ &ρχο•^τοί Ιωάννη τό κρΟο φέγγος τοΰ κόσμου κρουσταλλιάζει ξένο πάνω σέ πλάση υποβρύχια. Είναι μάτι ίκανό νά τρεμίσει άπό τήν υγρή λάμψη της συμπόνιας, νά θολώσει μέ τήν άλαλη ρέμβη τ>5ς τρυ- φερότητας, νά χωνέψει σ' όνειρο βαθύ. Εκεί -κάτω, στή σκοτεινή κά- μαρα τοΰ κάστρου, δυό κρϋα χείλη ακούμπησαν στά χείλη τοϋ Σγου- ροΟ. Τ* άναθυμαται, κ' §να παράδοξο, λιανό σύγκρυο τοΟ περιχύνει τή ράχη. *Ανεξήγητο φιλί ! Είναι βούλα φιλίας ή σημάδι έχθρας ιερής ; Τ' αναρωτιέται. Γιά πολ\θ(3χ•ίι φορά ή ψυχή του ανορθώνεται άπό τή λαχτάρα της φιλίας, ν' αδερφωθεί μέ τούτην, είδικά, τήν άγνωστη ψυχή τοΟ νεαρού Φράγκου. Κα'. γιά πολλοστή ψορά κάτι τόν σταματάει, §να χέρι αόρατο καΐ παγερό πού μπαίνει άνάμεσό τους.

Σηκώθηκε, γιατί ή δροσιά της αυγής έπεφτε βαρειά πάνω στους ώμους του καΐ τους νότιζε. Βημάτιζε κρυφοκοιτάζοντας" τήν ανοιχτή θύρα της καλύβας. Μέσα εΤταν σκοτάδι, μιά μενεξελιά σκιά" δέ μπο- ροΟσες νά ξεχωρίσεις τίποτα. Ζύγωσε περικοπά, κάνοντας τόν αδιά- φορο, καΐ είδε. Ό ιππότης καθότανε στην Ιδια θέση, πάνω στό μονα- δικό σκαμνί, μόνο πού τώρα είχε τους αγκώνες του ακουμπισμένους στά γόνατα του καΐ τό πρόσωπο του κρυμμένο στΙς παλάμες του. Τό γ.ρά'^ος του τό είχε βγάλει. Τά μαλλιά του χύνονταν πάνω στά χέρια του, μέ μιαν Ικλυση πού θύμιζε τήν απελπισία. Λαγοκοιμότανε, στο- χαζόταν ή έκανε μέσα του κάποια τίροοεοχ-η ;

Είτανε φανερό πώς είχανε σταματήσει γιά νά ξαποστάσουν τ' άλογα. Σάν ?φεξε πια καλά, δ ίππότης κάλεσε τό σκουταράτο του καΐ τοΟ Ιδωσε οδηγίες. Μ' άλλους δυό συνοδία, θά ξεκινούσε μπροστά, θά κατέ- βαινε στό Ζόγκλο και θά κατόπτευε. "Επρεπε νά συνάξει δσες είταν βολετό ασφαλέστερες πλγιρογορίες γιά τό άραξοβόλι τών Άραγωνέζων, τή δύναμη τους, τό μέρος πού βγαίνανε νά πάρουν νερό. Τστερα θά παρουσιαζότανε στό βαρώνο της Αρκαδίας, τόν άρχοντα Γοφρέδο ντ' Ώ- νουά, και θά τοΟ Ιλεγε πώς δ ίππότης Ιωάννης ντέ ΤουρναΙ ήρθε ξε- πίτηδες άπό τήν Καλαμάτα μ' ανθρώπους του, νά χτυπηθεί μέ τους κουρσάρους. "Αλλοι πολλοί άρχοντες άπό τήν Καλαμάτα θ' ακολουθού- σαν σέ λίγο. "Αν ό βαρώνος τό κρίνει καλό, μτιορζΐ νά ενώσει τή δύ- ναμη του μέ τή δική τους. Αλλιώς αύτοΙ θά καταπιάνονταν μονάχοι τους. "Ετσι νά τοΟ πει. Και νά τοϋ δώσει καλά νά καταλάβει πώς 6 ίππότης δεν έχει στό νοΟ του νά γυρίσει πίσω άπραχτος.

Ό σκουταρατος πήρε δυό σεργέντες, καβαλίκεψε κ* Ιφυγε μαζί τους στή στιγμή.

Κόντευε πιά μεσημέρι δταν, άπό τό δρόμο της Καλαμάτας, φά- νηκε νά ζυγώνει καβαλαρία πυκνή. Τό μακρουλό σά φίδι κορμί της, φολιδωμένο μ' ατσάλι, σερνότανε σερπετά στό βουνήσιο στρατί, μα-

259

λακά κυματίζοντας στα γυρίσματα τοΟ δρόμου. "Αχνινο σύννεφο τήν προβό- δοζε, μετέωρα κρατημένο σ' δλο τό μάκρος. Άνάμεσό του στραφτάλιζαν ψίχαλιστά στΙς πρώτες αχτίδες τοΟ -ήλιου, οί λόγχες. Τα φλάμπουρα, μεταξωτά, δροσερόχρωμα, χρυσοπλεμένα, φτεροκοποΟσαν σα μαγική θεω- ρία πουλιά πού σκέπουν μια λιτανεία.

Μπροστά στό καλύβι, ή κεφαλή σταμάτησε* σπρωγμένη από τό πλήθος πού άκολουθοΟσε, όγκώθηκε, ξεχείλισε στά μπάζα τοΟ δρόμου. Πέζεψαν οί πρώτοι. Εϊταν ό βαρώνος της Χαλαντρίτσας 6 Γκύ ντέ Τρε- μούγι κι 6 γαμπρός του ό καστελλάνος της Καλαμάτας Γεώργιος Γκύ- ζης, Ό άρχοντας 'Ιωάννης είχε βγει νά τους προϋπαντήσει. Άνταλλά- ξανε λίγα λόγια χαμηλόφωνα, ανάμεσα στά χλιμιντρίσματα καΐ τ6 πο- δοκρότημα τών φαριών. Ό βαρώνος της Χαλαντρίτσας έδωσε διαταγή νά πεζέψει έκεϊ όλόκερο τό φουοάτο. Σημάνανε τά βούκινα, καΐ τό μου- κανητό τους, ξεκινώντας άπό τήν κεφαλή, Ιδραμε κυματερό ίσαμε πέρα στην ουρά της καβαλαρίας. Σέ λίγες στιγμές μέσα, τό έρημο, τοπίο ψυ- χώθηκε. Σπάζοντας τήν παράταξη τους οί Φράγκοι ιππότες, σκουταρά- τοι, σεργέντες, είχανε ξεχυθεί ολόγυρα, δέσανε τά φαριά τους κάτω άπό τά δεντράκια, ξεφόρτωσαν τά βαρειά σκουτάρια, μπήξανε τά φλάμπουρα στή γης, κονέψανε στά πουρνάρια.

Τώρα πιά, μέσα στό λαό εκείνο, ό Σ-^ουρός έχανε κάθε ελπίδα νά ξαναβρεθεί κοντά στό νεαρό ίππότη. Οί Φράγκοι τόν κοιτάξανε παρα- ξενεμένοι καθώς περνοΟσε. Τί ήθελε τοΟτος ό ξένος, ό φτωχοντυμένος καΐ ξαρμάτωτος, άνάμεσό τους; Τ' αυτί του έπιασε κάτι κουβέντες:

Ποιος είναι ;

—Ό οδηγός.

Τόν περνούσανε για ντόπιο, μισθωμένο νά οδηγήσει τή φράγκικη παγανιά άπό κρυφά μονοπάτια. Οί ματιές πού τοΟ ρίχνανε δεν είτανε φιλικές. Ξεχώριζε μέσα τους τήν καχυποψία, τήν Ιχθρα, Πάντα τους στέκονταν δύσπιστοι οί Φράγκοι μπροστά σέ Ρωμιό, Μιά - δυό συντρο- φιές, πού έκανε κείνος, τάχα μου αδιάφορα, άπό ψυχόρμητη στον άν- θρωπο κοινωνικότητα, νά τΙς ζυγώσει, σταμάτησαν τήν κουβέντα τους απότομα, Στό τετράγωνο πού τ' άφηνε γυμνό ή διχτάτη αρματωσιά με τό γ-ρά'^ος πάνω στό πρόσωπο, είδε τίς δψεις τους νά συννεφιάζουν. Τέ- λειωσε ! εϊταν άλλη φυλή, άλλος κόσμος, άλλη πίστη, ποτέ δε θ' αδερ- φώνονταν εκείνοι κι αυτός.

Στύλωσε τή μέση του, βρόντηξε αλαζονικά τό θηκάρι τοϋ σπαθιού του στό γυμνό, σφιχτό μερί του, κι άντιπέρααε.

Ή μέρα, πού είχε ξυπνήσει κρουσταλλένια, άρχιζε νά χαλάει. Κά- ποιος άνεμος φύσηξε ψηλά, μεγάλο σύννεφο σάρωσε τόν ή'λιο, κι άλλα ξεπήδησαν, κοπαδιαστά, φλοκωτά, άπό τίς βουνοκορφές. Τό ήλιόχαρο αγροτικό τοηίο γύρω σκυθρώπασε, σάν καΐ τό αίμα του νά είχε ξάφ- νου άναρουφηχτεϊ. Στην άλαμπη θολούρα, έβλεπες τους Φράγκους κα- θισμένους ή δρθιους, σμάρια σμάρια γύρω, νά τροχίζουν τά σπαθιά τους, νά γυαλίζουν τά κράνη, νά παστρεύουν τά βαρειά σμαλτωμένα σκουτάρια τους μέ τά παρδαλά οίκόσημα, Ό αχός τοΰ στρατοπέδου α- νέβαινε μπερδεμένος καΐ θαμπός, κουβάρι φωνές τραχείες, κλαγγή άπό

260

μέταλλα, χλιμιντρίσματα παλμικά, γδοΟποι κούφιοι άπό τΙς οπλές πού κροΟνε τή γη.

Ό σκουταράτος μέ τους δυό σεργέντες γύρισε πάνω πού έπιανε να σουρουπώνει. Πήδηξε άπό τό φαρί του καΐ μπήκε στό καλύβι. "Αργησε να βγει. Στρώνονταν για ύπνο, πρόχειρα, γιατί δέν είχανε πάρει μαζί τους τέντες, δταν σήμανε 2να βούκινο. Στην πόρτα τοΟ άχεροκάλυβου, θαμπά τώρα, ξεχώρισαν δυό -τρεις ίσκιους πού είχανε βγεί καΐ κουβέν- τιαζαν. Τό βούκινο σήμανε πάλι, κι άλλο αποκρίθηκε πέρα, μακρυνό. Οί άντρες πήδηξαν δρθιοι, ψαχούλεψαν μέ τα μάτια τό σκοτάδι, αόρι- στα ανήσυχοι. Ξεχώρισαν σέ λίγο τό πεταλόκρουσμα άλογων πού ζύγω- ναν κ' είδανε μιαν ομάδα καβαλαρέους νά ορθώνεται μέσα στή βρα- δυνή σκιά.

Πεζέψανε μπροστά στην καλύβα καΐ σμίξανε μέ τους δ^ργρ'^χξ.ς πού καρτεροΟσαν έχει. Οί ψηλοί σιδερένιοι ίσκιοι των αφεντάδων χασομέ- ρησαν λίγο στην πόρτα κ' ΰστερα λυώσανε στό σκοτάδι της. Ένα λυ- χνάρι άναψε μέσα, τρεμίζοντας, ελάχιστο αστέρι κιτρινωπό.

Είχε περάσει τό λουρί τοΟ φαριοΟ στό μπράτσο του ό Σγουρός, κ' είχε πλαγιάσει δίπλα, σέ μιά πουρναρόριζα. Τά ματόφυλλά του βα- ραίνανε, μολυβωμένα άπό τή νύστα. Άπό τό προχτεσινό βράδυ είχε νά κοιμηθεί, καΐ δέν έβαλε στό στόμα του παρά λίγα χλωροτύρι μέ ψωμί κριθαρένιο πού τόν φίλεψε ό ομόθρησκος του ό χωριάτης, κρυφά πίσω άπό τήν καλύβα. Οί Φράγκοι είχανε στείλει απόσπασμα στά κοντινά χω- ριά καΐ φέρανε σφαχτάρια. Μιά -μιά άνάβανε τώρα γύρω οί φωτιές, τρυ- πώντας θαμπωτικά τό μελανό μανδύα της νύχτας. Στην άντιφεγγιάτους τήν πορτοκαλλιά πού λαμπάδιαζε, σάλευαν αόριστα, άχνες, οί σκληρές ν^οφ(^ϊς των πολεμιστάδων. ΤΙς είδε νά μετεωρίζονται, ασώματες, νά μορφάζουν βουβά, νά θολώνουν. Τστερα δέν είδε πιά τίποτα.

Τινάχτηκε στον Οπνο του ακούγοντας τό βούκινο κι ανασηκώθηκε στά γόνατα. Είταν ακόμα νύχτα. Γύρω, στό μπλάβο σκοτάδι, θαμποσά- λευαν μέ φούρια κάποιοι ίσκιοι, δγκοι ακαθόριστοι καΐ βαρειοί. "Ακου- σε φωνές βραχνές, βηξίματα, βλαστήμιες. Άπό τ' αστέρια κατάλαβε πώς ζύγωνε ή αυγή. Σηκώθηκε κι αυτός, άνασείστηκε, πασπάτεψε τό σβέρκο τοΟ φαριοΟ του. Οί Φράγκοι συδαυλίζανε τΙς θρακιές, πασχίζοντας νά ξυπνήσουν καμμιά λιανή φλόγα, γιατί τό σκοτάδι είταν πηχτό. Ψαχου- λευτά κατάφεραν ωστόσο νά σελλώσουν τά φαριά τους, νά σφίξουν τΙς ϊγγλες καΐ νά καβαλικέψουν. Ένα - δυό προστάγματα πού χουγιάξανε σκόρπια, τους συνέφεραν ολότελα. Είταν τώρα δλοι τους έτοιμοι, πάνω στΙς σέλλες, καί καρτεροΟσαν.

Καβάλα κι αυτός στό φαρί του, πασχίζοντας νά προσανατολιστεί μέσα στό νυχτερινό εκείνο πέλαγος, περίμενε. Τί θά γινότανε τώρα ; Δέν ήξερε. Οί στιγμές τοΟ φαίνονταν αίώνες, ή σκέψη πώς θ' απομείνει χαμένος, ανώνυμος, μέσα στό σιδερόφραχτο καΐ ξένο τοΟτο πλήθος, τοΟ είταν αφόρητη. Κέντησε τό φαρΙ νά προχωρήσει, νά ζυγώσει στην κα- λύβα, άπ' δπου βέβαια θάβγαινε ό ίππότης Ιωάννης, δμως έπεσε πάνω σέ Φράγκους, άκουσε νά τόν άποπαίρνουν καΐ σταμάτησε. Ξάφνου ολά- κερο κείνο τό πλήθος άνασείστηκε, κύλησε μπροστά. Στην ορθρινή γα-

261

λήνη, τδ πεταλόκρουσμα φούντωσε πλήθιο, σα θάλασσα πού αποτραβιέ- ται σαρώνοντας τα βότσαλα τοΟ γιαλοΟ.

Προχώρησαν Ιτσι για κάμποσο, αμίλητοι κι αόρατοι αναμεταξύ τους, ώς πού τό σκοτάδι Ιπιασε ν' αραιώνει, να σπάζει, καΐ μια άντι- φεγγιά μεταλλική, άσπρογάλανη, ν' αναδίνεται γύρω. Πίσωθε, ό ουρανός φωτιζόταν. Προχώρησαν ακόμα, αποχτώντας 8λο καΐ περισσότερο υπό- σταση, σχίσμα, δγκο, χρώμα. Τώρα βαδίζανε κατηφορίζοντας σε μεγάλη, ήρεμη πλαγιά. Ή μέρα πού ξυπνούσε, είταν συννεφιασμένη.

Σταμάτησαν. Μπροστά, μια σειρά αχαμνά, σκελετωμένα δεντρά- κια, Ιφραζε τόν ορίζοντα. Τό μέρος εϊταν επίπεδο, είδος μικρό οροπέ- διο. Οί Φράγκοι απλώνονταν στα πλάγια, τέντωναν τήν παράταξη τους σέ φάρδος, μέ βάθος πολύ μικρό. Αναζήτησε μέ τά μάτια τόν ίππότη. Στό πλήθος εκείνο τΙς πανοπλίες εΙταν ^όογ-οΐο να τόν ξεχωρίσει. Σερ- γιάνισε μπρος, πίσω, στα νώτα της παράταξης, καΐ τέλος τόν αναγνώ- ρισε δεξιά, κάτω άπό τό φλάμπουρο του. Ζύγωσε καΐ στάθηκε κι αυτός μαζί μέ τους ανθρώπους του.

Άπό δω, σκύβοντας τό κεφάλι ανάμεσα στους ώμους των μπροστι- νών του, μπορούσε να ίδεΐ κάτω, στην πλαγιά, καΐ πέρα ακόμα. Ανά- σανε στον αέρα τή μυρωδιά της θάλασσας, κατάλαβε πώς βρίσκονταν αντίκρυ σ' ακρογιάλι. Κατάφερε να σπρωχτεί ανάμεσα στους σεργέντες, αδιαφορώντας για τΙς βλαστήμιες τους, καΐ ξάνοιξε Ιτσι, κάτω, ολάκερο τό πεδίο. Τήν Ιδια στιγμή, ό Τουρναί, ακούγοντας τους άντρες του να ταράζονται, γύρισε, τόν είδε καΐ σταμάτησε για λίγο τά μάτια πάνω του. Οί σεργέντες σώπασαν.

Μέ τό φώς της ημέρας πού δυνάμωνε, φάνηκαν κάτω, πίσω άπό θάμνους, νά σαλεύουν αρματωμένοι πεζοί. Εϊτανε σαγιτάτορες Φράγκοι κρυμμένοι. Τά σκυφτά κορμιά τους, τά κεφάλια πού προβαίνανε μέ προ- φύλαξη, δείχνανε πώς κάτι φερμάρουν. Είναι τούτοι ή πρώτη γραμμή της φράγκικης παράταξης, στοχάστηκε ό Σγουρός. Τώρα τί θα γίνει ; τώρα τί θα γίνει ; αναρωτιότανε σαν άπλερος πού είτανε σέ μάχες, καΐ μαζί, σκοτεινά, Ινιωθε μέσα του πώς δλα τούτα, δέ μοιάζανε καθόλου μέ δ, τι είχε φανταστεί. Σαν κάποιο αγρίμι νά παραμόνευαν οί μικρο- σκοπικοί άνθρωποι Ικεΐ-κάτω. Έ αγωνία, κάτι άγριωπό σά λύπηση, )/τροπ^ και λαχτάρα μαζί, σέ κυρίευε. Έψαξε μέ τό μάτι του νά βρεΤ τό κυνήγι καΐ παραξενεύτηκε πού δέν τό έβλεπε. Δεξιά, εΓτανε μιά πο- ταμιά, μέ σγουρούς άπό βλάστηση όχτους. Ξανάφερε τό μάτι στους σα- γιτάτορες καΐ μέ κατάπληξη τους είδε ξάφνου, δίχως λόγο φανερό, νά πηδάνε σάν κεντρισμένοι άπό αλογόμυγα, νά στήνουν ορθές τΙς σαγίτες καΐ ν' αμολάνε τΙς νευρές. Σφύριγμα πλήθιο, απανωτό, βίτσισε τόν αέρα.

Σύγκαιρα, πέρα, άπό τις καλαμιές τοΟ δχτου, Ινα βούκινο απάν- τησε μ* άγριο μουκανητό, Οστερα άλλο, κι άλλο. Τ' αυτί τοΰ Σγουρού ξεχώρισε μακρυνό σάλαγο, φωνές. Δέν πρόφτασε τίποτα πια νά συλλο- γιστεί. Ή βαρειά παράταξη των καβαλαρέων σείστηκε, ξεκίνησε αργά, κι αυτός μαζί της. Μπροστά οί σαγιτάτορες είχανε χαθεί, σάν άπό μα- γεία. Είδε τόν Ιωάννη ντε Τουρναί πού κατέβαζε τή μαχρυά του λόγχη. Μαζί, 6Χά'Λερο τό στήθος της γραμμής, πέρα ώς πέρα, όρθοτρίχιασε άπό λόγχες πού ξαμώνανε. Τό βάδισμα των φαριών τάχυνε, τάχυνε.

262

Δέν άκουγε πια ό Σγουρός παρά τους βρόντους τί]ς καρδιδς του, πού τόν ξεκουφαΐναν. Δίχως νά νιώθει τί κάνει, χούφτιασε κι αότός τή λαβή, γύμνωσε τό σπαθί του. Κ' Ινα κΟμα ήρθε, τόν τύλιξε, τόν σή- κωσε, τόν συνεπήρε.

Απότομα ξαμολυμένα τά φαριά, είχαν ξεχυθεί τόν κατήφορο. Μέ παραζάλη σάν τοΟ σίφουνα, κευρανωτό βροντοκόπημα, τρέχανε, καλπά- ζανε, πετοΟσαν. Έ μακρυά παράταξη, άφοΟ κυμάτισε στον κάμπο, σα- ρώνοντας τον δρεπανωτά, 2σπασε, καΐ τά φλάμπουρα, πλαταγίζοντας κροταλιστά, φεύγανε μπροστά σκόρπια, παρασυρμένα. Κυματερή, ανάκα- τη, ανεμιζόταν ή βουή πού σέρνανε τά βούκινα. Μεθυσμένοι άπό τή ζάλη τής ορμής οί Φράγκοι σήκωσαν ίαχή μεγάλη. « Μονζουά κι άγιος Διο- νύσης! » κράζαν άγρια καΐ σπιρουνίζανε τά φαριά τους. « Μονζουά κι άγιος - Διονύσης ! » Κ* ή γή, πιομένη λές άπ* τ* ανοιχτά μέ λύσσα στόματα, έφευγε κάτωθε μέ τρέλλα, στρούφιζε ολάκερη, σφύριζε, γινό- ταν άσπρος χείμαρρος, χανόταν.

Πέσανε κατάστηθα, τυφλά, πάνω στΙς καλαμιές, τΙς περάσανε πέρα 8>ς πέρα σά νάτανε φράχτης άπό φρύγανα, δρασκέλισαν τά χαλίκια της ποταμιάς, σπάσανε κι άλλη σειρά καλαμιές καΐ παίρνοντας τόν ανή- φορο, βγήκανε πάνω. Ξάφνου, σέ μιαν αστραπή, τους είδανε \ίπροατά τους, Είταν αντίκρυ οί Άραγωνέζοι, δρθιοι πάνω στά φαριά τους τά κατάφραχτα, ασάλευτοι σάν τειχΐ άπό ατσάλι. Ό αέρας άηδόνισε γύρω άπό μεταλλικές, αόρατες βιτσιές. Ακαριαία καρφωμένοι άπό τΙς σαγί- τες πάνω στην ορμή τους οί πρώτοι Φράγκοι, κουτρουβαλίστηκαν χάμου, σωρός κουβάρι καβαλαρέοι κι άλογα. «Μονζουά κι άγιος Διονύσης!» κράζανε μανιακά οί άλλοι, σκεπάζοντας μέ τήν πολεμική τους τήν κραυγή τό ούρλιασμα τών χτυπημένων. Βρέχανε τώρα οί σαγίτες απανωτά, κεντώντας μέ άσημωτές βελονιές τόν αέρα. Κυλιόντανε χάμου οί λαβω- μένοι, κλωτσούσανε τόν αέρα άνασκελωμένα τά φαριά, φλάμπουρα ρα- βδίζανε μέ τό κοντάρι τους τό χώμα, δμως οί άλλοι προσπερνώντας, πηδώντας πάνωθε, τρέχανε, τρέχανε, μέ τό μάτι στεγνό, επίμονα καρ- φωμένο στην άντικρυνή γραμμή, πού πρόσμενε. ΚαΙ τέλος Ιφτασαν.

Βρόντος δαιμονικός, σκάζοντας σάν αστροπελέκι, δόνησε τόν κάμπο καΐ τό γιαλό. Μέ τήν τυφλή φορά της πέτρας, οί Φράγκοι είχανε ρι- χτεί ολόσωμοι πάνω στους 'Αραγωνέζους. Τά δπλα δέν πρόκαμαν νά μεσολαβήσουν. Τσακίστηκαν οί λόγχες σάν άχυρα, καΐ τινάχτηκαν κομμάτια τά κοντάρια τους στον αέρα. Ατσάλι μ' ατσάλι, φαρί μέ φαρί, γ,ορμί μέ κορμί συγκρούστηκαν, αναπήδησαν άπό τό βρόντηγμα καΐ σωριάστηκαν χάμου, ανάκατα, μέταλλα, άνθρωποι, ζώα. Οί άλλοι, πού φτάνανε πετώντας τό κατόπι, πήδηξαν μέσα στό σωρό πού άνά- βραζε πασαλειμμένος αίμα καΐ χώμα. Μπλέκανε κει -μέσα, χτυπιόνταν μέ τΙς σπάθες, σκίζανε κράνη, κεφαλές, δρεπανωτά θερίζανε, κάθετα πε- λέκαγαν, μπηχτά κάρφωναν, κι ανάμεσα σ' δλη εκείνη τή μάνητα της ζωής έβλεπες άντρες δλο σφρίγος νά παίρνουνε ξάφνου τήν αποσβολω- μένη έκφραση τοΟ άντρείκελου πού ανοίγει τά χέρια του δίχως νόημα, αναποδογυρίζει τσακισμένο τό κεφάλι του καΐ σωριάζεται κάτω μέ μάτι ψόφιο καΐ θολό.

Ό Σγουρός δέν είχε χάσει άπό [ΐπροοτά του τό ψλά\ιπουρο τοΟ

263

Τουρναί. Με^ονεχτ^κά θωρακισμένος για τέτοια σύγκρουση, είχε σ' αν- τάλλαγμα τήν άπεδίκλωτη λευτεριά στΙς κινήσεις του καΐ τήν πολύ- τιμη ελαφρότητα. Δίχως σκέψη ή συναίσθηση, ανεβοκατέβαζε σύνταχα, δεξιά -ζερβά, τό κοντό σπαθί του κ' Ινιωθε ωστόσο πώς σπάνια τυχαί- νει νά μη συναντήσει κάτι τό λεπίδι του. Ξεχώρισε έτσι αόρατα, σέ φευγαλέες ματιές, κοντάρια νά θερίζονται πού ξαμώνανε κατά τά στή- θος ή τά πλευρά τοϋ φαριοΟ του, κράνη νά βουλιάζουν καΐ νά κυλιοΟν- ται πέρα μέ τσακισμένα τά λουριά, αρματωσιές διχτάτες νά χαράζον- ται τινάζοντας γύρω άχτιδωτά τους ψιλούς τους -κρίχοος. ΠροχωροΟσε μέ δυσκολία τό φαρί του, τσαλαβουτώντας σ* Ιδαφος ανώμαλο, ζωντανό άπό ανθρώπους καΐ ζώα. Κάτι άνάβραζε ολοένα άπό κάτω, χέρια άπό κορμιά πολύπλοκα σηκώνονταν γαντζώνοντας μέ τά δάχτυλα τους, πρό- σωπα πελιδνά ζητώντας νά βγοΟνε στον αφρό τεντώνονταν γιά μιά στι- γμή στό φως, καΐ πάλι, σάν κάτι νά τά ρούφηξε, βούλιαζαν. Στά μά- τια του [ΐτιροοτά δλα μπερδεύονταν, Ιρχονταν βόλτα, αναβόσβηναν. "Ακουγε στ* αυτιά του τό σάλαγο της μάχης καΐ τή βουή άπό τό αίμα του. "Ομως τά ρουθούνια του, τανυσμένα, γοργανάσαιναν τόν πηχτό αέρα μέ δίψα ακόρεστη, καΐ τά σφιγμένα δόντια του τά γαργάλιζε κάτι σάν άγριμιοΟ πείνα.

"Ετσι πολέμησαν ώς πού δ ήλιος ψήλωσε καΐ γαλάχτωσε τόν ατόφια συννεφιασμένο ουρανό. Αγάλια - αγάλια οι σφιχτές μάζες αραίωναν, σκορπίζανε μέσα στον κάμπο, μπουλούκια ξεκόβονταν έδώ- έκεΐ, παλεύοντας πάντα μέ μάνητα, δίχως σχήμα, μπερδεμένα, σάν τέρατα μ' άρίφνητα ποδάρια άλογου, ανθρώπινες κεφαλές, ατσάλινες φολίδες, λοφία πουπουλένια. Σπαρμένοι κατάχαμα στό λάσιο στήθος τοϋ πλατύστερνου κάμπου κείτονταν ή άργοσάλευαν μπόγοι άμορφοι, κορμιά ανθρώπων καΐ ζώων σφαγμένων, σ' Οστατο και παρά-^ορο αγ- κάλιασμα. Ή μεγάλη βουή απλωνόταν ώς πέρα, στΙς μασχάλες τών βουνών. ΚαΙ πέρα ή άτίρμοΊ-η θάλασσα, θαμπή καΐ σγουρωμένη, κυ- λοΟσε τά κύματα της ρυθμικά, τά Ιστελνε καταποδιαστά νά ξαπλω- θοΟνε στ* ακρογιάλι, καΐ μουρμούριζε μ' αταραξία ρεμβαστική τό μου- σικό της τό τραγοϋδι.

Βαθμιαία μά σταθερά ή νίκη Ιγερνε προς τή μεριά των Άραγω- νέζων. Αδιάκοπα πολεμώντας άπό τήν αυγή, οί Φράγκοι, δλο καΐ λι- γόστευαν, αραίωναν, σκορπίζονταν, σμάρια ερημικά σάν ξέρες στό πέ- λαγο τοΟ κάμπου. Όγδόντα σκουταρατοι, §ξη ίππότες είχανε κιόλας πέσει αίχμάλωτοι στά χέρια τοΟ έχθροΟ, κ' έβλεπες συνοδίες άργο- περπάτητες, πένθιμες, νά διασχίζουν τό πεδίο της μάχης τραβώντας προς τις αραγμένες πιό πέρα κουρσάρικες ταρίδες. Στό μεταξύ, άπό τΙς γαλέρες πού στέκονταν ασάλευτες καταμεσίς στό λιμάνι, μ' ακινησία αδυσώπητη, άλλες ταρίδες ξεκολλούσανε, ξέχειλες άπό αρματωμένους, καΐ λάμνανε κουβαλώντας τους στό γιαλό. ΠροτοΟ ακόμα άρχξοϋ'/, οΐ Άραγωνέζοι ρίχνανε τ' άλογα τους στό ξέβαθο νερό, πηδούσανε στΙς σέλλες καΐ χύνονταν καλπάζοντας στή μάχη, μπουλούκια - μπουλούκια, σάν κοπάδια ακρίδες, σέρνοντας άγρια ιαχή. Κάποιες ομάδες φράγκι- κες, χάνοντας τό ηθικό τους, απελπισμένες γιά τήν έκβαση, είχανε πά- ρει πόδι, καΐ τώρα τΙς έβλεπες νά φεύγουν καλπάζοντας πέρα, κατά

264

κεΤθε πού εΐ^αν έρθει, μ' ενα -φλάμπουρο στή μέση καΐ μερικά λοφία τσακισμένα πού ανεμίζονταν θλιβερά.

Ό ΤουρναΙ είχε βρεθεί μονάχος ανάμεσα σέ πηχτό βοΟρκο άπό κορμιά σωριασμένα ανάκατα στό χώμα. 'Αποκαμωμένο τό φαρί του βάδιζε με δυσκολία, δρασκελώντας τους λαβωμένους πού μούγκριζαν, καΐ τα πτώματα. Τό δεξί του χέρι, σφίγγοντας πάντα τό κοντάρι, κρε- μόταν άπαυδημένο, κι από τή λόγχη οούρω^νε κ' έσταζε κάτω τό αίμα πού είχε δέσει, πηχτό. Τό πρόσωκο τοΟ ιππότη ειτανε πελιδνό καΐ τό μάτι του γυάλιζε χαμένο, 'ίίστόσο ό σκουταράτος του, πού τό φαρί του είχε σκοτωθεί, κατόρθωσε νά βρει άλλο, ορφανό άπό αναβάτη, τό κα- βαλίκεψε καΐ τώρα ερχότανε μ' δΐόρ^ο πάντα τό κοντάρι πού ανέμιζε τό φλάμπουρο ν* ακολουθήσει τόν αφέντη του. Ιππότης καΐ σκουταρά- τος πορεύτηκαν έτσι γιά λίγο, άνεργοι, μέσα στό φριχτόν κύκλο της ησυχίας πού είχε απλωθεί γύρω, σά δυό φαντάσματα.

Ξάφνου ό ΤουρναΙ άνασείστηκε. Τό νεκρό μάτι του σεργιάνιζε άπό συνήθεια τό πεδίο της μάχης, ψάχνοντας νά ίδεΐ ποΟ βρίσκονταν σέ μεγαλείτερη ανάγκη οι όμόεθνοί του, γιά νά τους δώσει Ινα χέρι, δταν ξάνοιξε αριστερά, κατά τό γιαλό. Ινα σφιχτό μπουλούκι Άραγω- νέζους πού έρχονταν καλπάζοντας. Εϊτανε συναγμένοι γύρω άπό φλά- μπουρο ψηλό, ζ(ύ•ηρ6χρΐύ\χο , πού ανέμιζε μ' Ιπαρση τ' άλικα χρώματα του καΐ τά χρυσάφια. Στή μέση της ομάδας ξεχώριζε Ινας καβαλάρης μεγαλόκορμος, μ' αστραφτερή πανοπλία άπό ατσάλι ατόφιο, ν,ράνος καΐ πλάκες τόσο λαμπικαρισμένα πού θάλεγες πώς δεν έχουνε πιά τό άση- μωτό χρώμα τού μετάλλου τζαρά. άντικαθρεφτίζουν υγρά τό γύρω κόσμο. Ζύγωναν, ό βαρύς καΐ ρυθμικός γδούπος τών φαριών συντάραζε κιό- λας τή γη.

Ό νεαρός ιππότης τράβηξε νευρικά τά ρέτενα, τό φαρί του καρ- φώθηκε στον τόπο. Τό θολό του μάτι είχε αναπάντεχα σπιθίσει. Ανα- σηκώθηκε στΙς σκάλες της σέλλας, στύλωσε τό κεφάλι του καΐ σαίτεψε μέ τή ματιά τήν απόσταση. Απορημένος ό σκουταράτος είχε κρατήσει κι αυτός τό φαρί του καΐ κοίταζε τόν αφέντη του μ' ανησυχία, μή νιώ- θοντας γιατί στέκονται έκεϊ, Ιτσι μονάχοι οί δυό τους κ' εκτεθειμένοι.

Οι Άραγωνέζοι φτάνανε. Ανάμεσα τους καΐ στους δυό Φράγκους απλωνόταν ανοιχτός γ^ωροζ, πιτσιλισμένος μονάχα άπό δυό -τρεις σω- ρούς άμορφα κουφάρια. Ό σκουταράτος γύρισε γύρω τό κεφάλι, ψά- χνοντας άνέλπιδα νά Εδει άπό πουθενά βοήθεια. ΆΧλοίμο'^ο , τό ήξερε : οί άνθρωποι τοΟ ΤουρναΙ δέ θάρχονταν, είχανε σπείρει τόν κάμπο μέ τά κορμιά τους. Πέρα, δεξιά, ζερβά, οί τελευταίοι Φράγκοι πρόβαλλαν τήν τελευταία αντίσταση, κατρακυλούσαν άπό τΙς σέλλες τους ανάμεσα σέ πλήθος εχθρικές λόγχες ή έπεφταν αιχμάλωτοι, άποκαμωμένοι, μ* ά- καρπο σφαδασμό. Ξαναγύρισε τά μάτια στον αφέντη του λοιπόν ό σκου- ταράτος, χλωμός άλλα αποφασισμένος, κ' έσφιξε στό δεξί του τόν κεφα- λοσπάστη, τόν σφαιρικό κι αγκαθωτό.

Ξάφνου ό Τουρναί γύρισε τό κεφάλι του.

Τό φλάμπουρο μου ! έκραξε. Σήκωσε ψηλά τό φλάμπουρο μου !

Ή φωνή του είχε κάτι τό σπαραχτικό.

'Γπάκουσε δ σκουταράτος. Στό δρθιο κοντάρι, τό ψαλλιδωτό φλά-

265

μπουρο αναδιπλώθηκε, φτεροκόπησε καΐ ξετύλιξε κυματερά τό χρωμα- τιστό οΣκόσημο των Τουρναί.

Ό ίππότης είχε στηρίξει καλά τη λόγχη του στη μασχάλη, έσφιξε πάνω στό στήθος του τό τριγωνικό του σκουτάρι.

*Άρχοντα Ντελιούρια ! έσυρε φωνή μεγάλη. "Αρχοντα Ντελιού- ρια, σε χαιρετώ !

"Ετσι είπε. Και μαζί, σκύβοντας \ίκροοτοι. το ν.ορμΊ, έμπηξε τα σπιρούνια στην κοιλιά τ«ΰ φαριοΰ του, τινάχτηκε μαζί του, ενα σώμα, πάνω καΐ πέρα από τή γη, κ' έφυγε μπροστά σαν τόν άνεμο.

Οί Άραγωνέζοι, αντίκρυ, είχανε σταθεί σαστισμένοι. Αέν πρόλα- βαν νά πάρουνε θέση. Μονάχα ό αστραφτερός καβαλάρης είχε χαμηλώ- σει τή λόγχη του. Σά βράχος ξεθεμελιωμένος πού κατρακυλάει αναπη- δώντας, βουίζοντας, άπό τό βουνό, 6 Φράγκος είχε ριχτεί ο()'{•Λορ\ιος πάνω στον Άραγωνέζο. Οί λόγχες τους τσακίστηκαν σά φρύγανα πάνω στά σκουτάρια. "Αλογα κι αναβάτες γενήκανε γιά μιά στιγμή ενα, λές κ' είτανε νά χωνέψουν σε μάζα μοναοική. Κι δ Ντελιούρια, με ραγι- σμένο τό σκουτάρι του, τά ποδάρια του τιναγμένα άπό τΙς σκάλες, ανα- ποδογυρίστηκε πάνω στή σέλλα του καΐ γκρεμίστηκε καταγής.

Αυτά δλα γίνανε σέ μιαν αστραπή. Οί Άραγωνέζοι, θαμπωμένοι, είχαν αθέλητα παραμερίσει, καΐ τά φαριά τους, προγκώντας, τους έσερ- ναν κιόλας μακρυά. Τά κράτησαν τραβώντας άγρια τά ρέτενα, μπήγον- τας ουρλιάσματα λύσσας. Καθώς είχανε σκορπίσει άχτιδωτά γύρω στον τόπο δπου οί δυό άρχο'^χες συγκρούστηκαν, στάθηκαν Ιτσι, κύκλος, ανορ- θώνοντας τά ζώα στά πισινά. Τά μάτια τους, τεντωμένα, κοιτάζανε τόν αρχηγό τους, πού Ιμενε τώρα ασάλευτος στό χώμα. ΕΓτανε τελειωμέ- νος ; Σ* δλο τό διάστημα πού αύτοΙ παλεύανε νά μαζέψουν τά φαριά τους, ό Ντελιούρια δέν έδινε κανένα σημάδι ζωής. Σκοτεινά, μέσα τους, εΤπανε πώς Ισαμε Ιδώ είταν.

Τότε κάτι σάν άνεμος καυτός, άγριος, ήρθε νά τους ζαλίσει τά φρένα. Ό Φράγκος είχε σταθεί παραδίπλα στον άμιράλη, δίχως λόγχη, καΐ τραβοΟσε ήρεμα τό σπαθί του. Ατάραχος, τους καρτεροϋσε. Ό σκουταράτος του, πειθήνιος, ζύγωσε καί στάθηκε πίσω του μέ τό φλά- μπουρο πάντοτε δρθιο. "Ομως οί πρώτοι έρχονταν κιόλας καταπάνω τους καλπάζοντας, μέ τΙς λόγχες τεντωμένες. Οί άλλοι χύθηκαν άπό γύρω, καταποδιαστά, σέρνοντας λάμψεις ατσάλινες, σάν πεφτάστερα μέσα σ' α- νοιξιάτικη νύχτα.

ΗίεΓΓο, άεδρίθΓΐΕ 1:6 ! κράζανε μεθυσμένοι, μέ δόντια σφι- γμένα, «Σίδερο, ξύπνα !», τήν πολεμική τοΟ τόπου τους κραυγή.

Μέσα στό κΟμα αυτό πού όλοΟθε τόν έζωσε, ό ΤουρναΙ σήκωσε πε- λεκητά τή σπάθα του μιά, δυό, τρεΤς φορίς, υστέρα τρέκλισε, κλονί- στηκε, βούλιαξε. Τό φαρί του γονάτιζε, Ιπεφτε μ' ανοιγμένη τήν κοι- λιά του. ΚαΙ τό φλάμπουρο πού πήγε κ' ήρθε, ανεμίζοντας πάνω άπό τή σύρραξη τό οίκόσημο, σάν άλμπουρο καραβιού πού φουντάρει, τέλος έγειρε κι αυτό, χάθηκε.

Εϊχανε κάνει κύκλο γύρω στό σημείο πού καταποντίστηκε τό παλ- ληκάρι, και μέ τΙς μακρυές τους λόγχες κεντούσαν, ανασκάλευαν τό βυθό. Γονατιστός εκείνος, μέ τό μεγάλο του τριγωνικό σκουτάρι στηρι-

266

γμένο στή γί), οχυρωμένος έτσι πού μονάχα τό κεφάλι του να προβαίνει, πάλευε μέ τό σπαθί του ν* αποκρούσει τΙς μπηχτές. Σα στενές γλώσσες φιδιών λαστιχάροντας ξαμώνανε οί λόγχες γύρωθε καΐ τόν κεντοΟσαν. "Ομως κρατοΟσε ακόμα ή διχτάτη αρματωσιά του. Τα φαριά, φρενια- σμένα, μέ μάτι γουρλωτό, ορθώνονταν στα πισινά τους τα ποδάρια καΐ μέ τα μπροστινά δέρνανε τόν αέρα πάνω άπό τό κεφάλι του.

ΙΙάλαιψε έτσι για %ά\ηιοοο, χλωμός, μέ τά χείλη του σφιγμένα. Στό πρόσωπο του, πού είχε πετρώσει καΐ δέν έκανε καμμιά σύσπαση, παράδοξη γαλήνη εΐταν τώρα απλωμένη, αταραξία μαρμάρινη. Μονάχα ή ματιά του, λαμπερή μέσα στή σκιά, γοργή, πετάριζε δώθε, κεΐθε, προ- λάβαινε τόν κίνδυνο, τόν έκοβε μεσοδρομίς, για να ξαναρχίσει πάλι. Μπροστά του, ξαπλωμένος στρωτά, έμενε ό σκουταρατος, ασάλευτος. Ένα στενό μαυροκόκκινο ρυάκι είχε σουρώσει άπό τό μπλάβο χείλι του καΐ χάραζε τό χωνεμένο μάγουλο του. Άπό πάνω, στό σφιχτό χ&ρο, σά στόμιο πηγαδιοΟ, οί σπαθιές σταυρώνανε σύνταχες τό γαλαχτωμένο καΐ φεγγερό κομμάτι τ* ούρανοΟ, σφυρίζοντας μέ πεισματερό τρόχισμα, κρούονταν ξερά, μεταλλικά, λεπίδα μέ λεπίδα. Γοργές, στριμωχτές ξε- φύσαιναν οί ανάσες. Κι ό ίππότης τόν έβλεπε τόν Μεγάλον Αφέντη νάρχεται, να κοντοζυγώνει, ισκιώνοντας τό Οστερο κομμάτι τ' οΰρανοΟ πού δλο καΐ στενεύει πάνωθέ του.

Έκεΐ, νιώθει κάτι ζωντανό, ζεστό, ν' αναδεύεται δίπλα του καΐ νά κολλάει στό πλευρό του. Δε μπορεΤ να κοιτάξει, δέν προφταίνει δμως τοΟ φαίνεται σαν καΐ μια ζωή νά φυτρώνει μέσ' άπό τό χώμα Ένα χέρι ξένο σηκώνεται δίπλα στό δικό του, κρατώντας κοντό σπαθί κι αρχίζει νά πελεκάει σύνταχα, αραιώνοντας τό αγκαθερό σφίξιμο άπό γύρω. "Ενα, Οστερα δεύτερο φαρί σωριάζεται, μέ τρύπια τήν κοι λιά, παρασέρνοντας στό πέσιμο τόν αναβάτη. Οί έχθροΙ σά νά σάστι σαν. Τονωμένος άναφτερώνεται κι αυτός καΐ νιώθει τώρα λιγότερο βα ρύ τό χέρι σου. Γυρίζοντας μύλο τό σπαθί του, χαλαρώνει τό σφίξιμο πού πήγαινε νά τόν πνίξει. ΚαΙ μαζί, αθέλητα, μέ τήν άκρη τοΟ μα τιοΟ, νιώθει νά στέκεται δίπλα του, άδερφικά γονατισμένος, συμμαχη της, 6 αλλόκοτος εκείνος Ρωμιός πού τόν ακολούθησε άπό τήν Καλαμάτα

Μιά φωνή δυνατή, προσταχτική, ακούστηκε νά έρχεται άπό κάπου σάν άπό τόν ουρανό. Οί λόγχες γύρω αποσύρθηκαν, ό φονικός κύκλος ξέσφιξε. Ζαλισμένος, μέ τά μάτια θολά, ό ιππότης είχε γείρει τό κε φάλι, καί τό χέρι του πού κρατοΟσε τό σπαθί έπεσε βαρύ, μολυβένιο στή γη. "Ενιωσε Ινα μπράτσο γερό πού ξαφνικά τόν αγκάλιαζε καΐ τόν έσφιγγε νά τόν στηρίξει. Ό νεαρός Ρωμιός σηκώθηκε όρθιος δίπλα, υποβαστάζοντας πάντα τόν συμπολεμιστή του.

Ανάμεσα στους ίγβρους πού είχανε παραμερίσει σαστισμένοι, πρό- βαλλε τώρα 2να καινούργιο πρόσωπο. ΕΙτανε πολεμιστής μεγαλόκορ- μος, μ' αρματωσιά αστραφτερή, καί ζύγωνε πεζός, μ' αργό βήμα. Οί Άραγωνέζοι σταμάτησαν απορημένοι καΐ χαμήλωσαν τις λόγχες τους στή γη, ευλαβικά. Προχώρησε ό πεζός πολεμιστής και στάθηκε μπροστά στ* όλόρθτο σύμπλεγμα τών δυό πού είχαν απομείνει νά μάχονται τελευ- ταίοι. Εϊταν ξεσκούφωτος. Ό άνεμος της θάλασσας σιγανέμιζε τά ψα- ρά του, οχουρά. μαλλιά.

267

"Αρχοντα Ντελίούρια, λέει βλέποντας τον 6 ΤουρναΙ καΐ στυλώ- νει μέ θέληση σκληρή τά πόδια του στη γη. Δέν πέθανες ! Και πάλι λοιπόν μ' έχεις νικήσει.

Δέ μίλησε δ ξένος. Τό αρχοντικό του ηρόαωπο φανέρωνε μιαν ηρε- μία συλλογισμένη, μελαγχολική.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια οι τρεις άντρες, δ ψαρρομάλλης, δ ξανθδς κι δ καστανός. Κοιτάχτηκαν δίχως να μιλάνε. Κι δ Φράγκος γύρισε τή ματιά του γύρω, στό μεγάλον κάμπο, τόν σπαρμένο μέ τά κουφάρια των δικών του, στον κάμπο που είχε πια σωπάσει, τήν ξανάφερε στον Άραγωνέζο, χούφτιασε άπδ τή λεπίδα τό ματωμένο του σπαθί καΐ τοΟ τ* άπλωσε δίχως λέξη.

268

ΤΡΙΤΟ

ο αποχαιρετισμός

ΤΟΓ ΟΝΕΙΡΟΓ

ΦΤΑΣΕ δειλινά στην Καλαμάτα τό μαν- τάτο της καταστροφής. Δυά Φράγκοι άπό τους νικημένους, Ινας ίππότης κ' Ινας σκουταράτος, παρουσιάστη- καν στη σιδερόπορτα τοΟ κάστρου καραβοτσακισμένοι. Είχανε κουρε- λιασμένα έπιλωρίκια, λασπωμένες αρματωσιές, βουλιαγμένο γ,ράνος 6 σκουταράτος, είτανε δίχως γ.ρά'^ος, μέ τα μαλλιά ακατάστατα κ* ίδρω- κοπημένα, ό ίππότης. Τα φαριά τους, τά δανεικά, γιατί τα δικά τους είχανε σφαχτεί έκεϊ-κάτω, κρεμούσανε τά κεφάλια τους στη γη, κι άπό τά τεζαρισμένα χείλη τους σούρωνε καΐ στάλαζε χάμω σάλιο αφρισμένο. Ή πριγκηπέσσα την ώρα κείνη, βρισκότανε στό κουβοΟκλι της.

269

Καθισμένη στην κασσέλα, [ΐπροοτόι. στό παραθύρι, αγνάντευε τή θά- λασσα, πέρα, κι όσμιζότανε αφαιρεμένα τήν ανάσα τοΟ βασιλικοΟ. Ή πολιτεία, κάτω, ζάρωνε κιόλας στή βραδυνή της περισυλλογή. Τά σή- μαντρα τοΰ εσπερινού είχα^/• από ώρα σωπάσει.

Μπήκε 6 τσαμπρελιάνος ταραγμένος, .δαγκώνοντας τά χείλη του, καΐ της ανάγγειλε πώς ένας Ιππότης, άπά κείνους τοΰ Ζόγκλου, ζητοΟσε να της παρουσιαστεί. Τά μάτια της, τά χαυνωμένα στην α?ώνιά τους ρέμβη, άναψαν. Μόλις σήμερα το πρωΐ είχε μάθει τά ονόματα τών πο• λεμιστάδων πού φύγανε γιά τήν παράτολμη επιχείρηση.

Νά ορίσει αμέσως ! πρόσταξε τδν τσαμπρελιάνο.

Κι δταν δ πολεμιστής μπήκε στό κουβοϋκλι γεμάτος αμηχανία καΐ συστολή, κι δταν εκείνη τόν είδε έτσι συντριμμένον, ή καρδιά της έδωσε Ινα χτύπο βαθύ και σταμάτησε, γιατί οραματίστηκε μέ τό πρώτο τήν απέραντη εικόνα τοΟ χαμοΰ.

Μιλήστε, άρχοντα ιππότη ! έκανε ξέπνοη μέ χείλη πανιασμένα, Ό άντρας στεκότανε παράμερα, στην κώχη τοΰ τοίχου πού τόν

έσβηνε ή βραδυνή σκιά. "Ανοιξε τά χέρια του καΐ τ' άφησε νά ξαναπέ- σουν δίχως λέξη, μέ συντριβή βουβή.

Λοιπόν ; τόν ξαναρώτησε.

Κρατούσε τό κεφάλι του σκυφτό. Σήκωσε τά ντροπιασμένα μάτια του, τήν κοίταξε φευγαλέα, τά ξαναχαμήλωσε.

Είμαστε νικημένοι, κυρία, πρόφερε τέλος,

ΚαΙ μέ λίγα λόγια, πού βγαίνανε κι αυτά άπό τ6 σφιγμένο λα- ρύγγι του μέ κόπο, της ανιστόρησε αδέξια τή σύγκουση μέ τους Άρα- γωνέζους, τήν ήττα των Φράγκων, τό θρίαμβο τοΰ Ντελιούρια.

Της είπε κι άλλα, γιά τήν ΐ)ηίρτερΎ} δύναμη τοΰ έχθροΟ, γιά τήν πλενονεχτική του θέση, γιά τήν αντρεία τών βασσάλων της. "Ομως αυτή δέν άκουγε πιά. Μέ τό βλέμμα θολό, γυρισμένο πάλι εξω, στον ορίζοντα πού βράδυαζε, έβλεπε ν' απλώνεται κει κάτω Ινας κάμπος φαρδύς, σπαρμένος μέ κορμιά, φλάμπουρα κουρελιασμένα, σκουτάρια πού ράγισαν, και καταμεσίς του, ξαπλωμένο ανάσκελα, 2να νεαρό παλ- ληκάρι δίχως αρματωσιά, πού τά καστανά μαλλιά του απλώνονται άχτι- δωτά γύρω, στή γη, κι άπό τό πλευρό του άργοκυλάει 2να ρυάκι ζε- στό αίμα.

ΚαΙ χάθηκαν . . . δλοι ; ρώτησε μέ χείλη τρεμάμενα.

Ό κρυφός πόθος νά δικαιολογήσει τή φυγή του μεγαλοποιώντας τή ^Βορά, τό θέριεμα της φαντασίας άπό τό φόβο, ορμήνεψαν στον ιπ- πότη τήν απόκριση του :

"Ολοι, κυρία. "Ολοι, εξόν άπό τόν ταπεινό δοΰλο, πού βλέπει μπροοτά της τώρα ή χάρη σου, τό σκουταρατο του κι ακόμα κάποιους άλλους, λιγοστούς, πού γυρίζουν ξοπίσω μου στην Καλαμάτα.

Στάθηκε καΐ τόν άκουσε πίνοντας άπληστα τά λόγια του. Πρόσ- μενε τή συνέχεια, μά σάν τόν είδε νά σταματάει, πήρε τήν απόφαση καΐ τόν ρώτησε ονομαστικά γιά μερικούς, σκόρπια, δποιους της έρχον- ταν πρόχειρα στό νοΰ. «Κι ό τάδε ; κι δ δείνα ; τί είχαν γίνει Ή απόκριση στάθηκε στερεότυπη, αδυσώπητη : Νεκροί !

270

Νεκροί !

Γύροσε πάλι τά μάτια της έξω, αμίλητη. Κάτι ώς τώρα ανυπο- ψίαστο τσακίστηκε μέσα της καΐ σωριάστηκε βουβά, σα στάχτη. Με- μιάς ένιωθε τάν εαυτό της γυμνωμένον πάλι άπό τό πουπουλένιο εκείνο ντύμα πού είχε αρχίσει να της ζεσταίνει τήν Οπαρξη σιγά -σιγά. Στό βλέμμα της θαμπόφεξε ή παγερή, ή παλιά άσπράδα τοΟ μαρμάρου.

Καλά, είπε βαριά, σκληρά. Δέ σας θέλω τίποτ* άλλο, ΚαΙ τοΟ έγνεψε ν* αποσυρθεί.

Τήν άλλη μέρα ήρθανε κι άλλοι πολεμιστάδες. ΕΙτανε περισσότε- ροι άπ* δσους θα περίμενε κανένας Οστερα άπό τήν περιγραφή τοΟ πρώτου. Έ αυλή τοΟ κάστρου είχε ζωντανέψει τώρα άπό ένα αδιά- κοπο σΟρε κ' Ιλα, καβαλαρέους πού πέζευαν, άλογα πού χλιμίντριζαν, σκουταράτους πού ξαρματώνανε τους αφεντάδες τους ή πού βοηθάγανε τους λαβωμένους ν' ανεβούνε τά σκαλιά τοϋ άρχοντικοΟ. Βρήκανε δου- λειά κ' οί κυράδες της τίούρτης κι ολημερίς πιά τρέχανε δώθε - κεϊθε πολυάσχολες, πλένανε με κρασί τΙς λαβωματιές, φτιάνανε ξαντό, άλλα- ζαν επιδέσμους. Αναπάντεχα, ό βαθμιαίος γυρισμός τών νικημένων τοΟ Ζόγκλου πήρε Ιναν τόνο ανομολόγητου πανηγυριού. Ξύπνησε τό λαγο- κοιμισμένο ένδιαφέρο γιά τή ζωή, κ' ή ζωή άλλαξε ρυθμό κι δψη.

Μέσα στή φρεσκαδούρα τούτη, πού τήν κρυφοτάραζε καί κάποια κρυφή αγωνία ή σκέψη πώς δ Ντελιούριας τό κάτω -κάτω είναι νι- κητής, πώς ή θάλασσα γίνεται τώρα ακόμα πιό επικίνδυνη άφοϋ ή στε- ριά έχει χάσει κάμποσους άπό τους άξιους υπερασπιστές της , ή από- φαση της πριγκηπέσσας να ξεσηκώσει τήν γ,οόρτη καΐ νά φύγει γιά τήν Ανδραβίδα έπεσε σαν ξαφνικό. Πάγωσαν δλοι δταν τ' άκουσαν, διστά- σανε στην αρχή νά τό πιστέψουν, αναζήτησαν ύστερα μιαν εξήγηση καΐ τέλος είπανε με τό νοΟ τους πώς τό πριγκηπάτο τρέχει κίνδυνο μεγάλο κ' ή πριγκηπέσσα πάει νά μπει κάτω άπό τή σκέπη τοϋ αφέντη της.

"Ομως ό πρίγκηπας βρίσκεται ακόμα στην Άνάπολη . . .

Στείλανε νά τόν φέρουν πίσω.

Τά συμπεράσματα της πρόχειρης λογικής πήρανε μέ τό πρ&το ά'ξία και βάρος εμπιστευτικής πληροφορίας. Ό πρίγκηπας θάρθει, ό πρίγκη- πας έρχεται. Κάτι μεγάλο κακό ετοιμάζεται άπό τή θάλασσα* αυτό είναι !

Ή βάγια ωστόσο, πού βρισκότανε στην πιό στενή άπ* δλους επαφή μέ τήν πριγκηπέσσα, δέ μπορούσε νά πιστέψει τις διαδόσεις. Τήν παρα- μονή τοΟ ξεκινήματος γιά τήν Ανδραβίδα, βρήκε τήν Ίζαμπώ, δπως καΐ κάθε μέρα τώρα στερνά, καθισμένην ολομόναχη στό κουβοΟκλι της.

Γιατί κάθεσαι αύτοΟ χάμω, καρδούλα μου, καΐ μαραζώνεις ; Γιατί δεν κατεβαίνεις νά πάρεις αέρα στό περιβολάκι σου ;

Έ Ίζαμπώ φαινόταν ήρεμη. "Ηρεμη κι αδιάφορη. "Εκανε μιά χει- ρονομία αδειανή άπό νόημα.

Μ' αρέσει καλλίτερα έδώ.

"Ομως πρώτα, κάθε δειλινό τέτοιαν ώρα . . . Ή πριγκηπέσσα σήκωσε τό χέρι της μέ κάποιαν αδημονία. Τ' άφησε νά ξαναπέσει. Σα νάθελε κάτι νά πει καΐ τό μετάνιωσε. "Ελα νά κατέβουμε μαζί, έλα νά σε χαρώ, επέμεινε ή βάγια.

271

Ό μακρύς άσπρος λαιμός λύγισε λοξά, τό κεφάλι Ιγειρε ανάλαφρα στον ώμο.

Δέ θέλω, βάγια, είπε σιγά, δε θέλω πια να καθήσω κάτω άπό τή ροδιά.

ΚαΙ σέ λίγο :

Βάγια . . .

Καλή μου !

Βάγια, πές μου, είν' αλήθεια λοιπόν αυτό πού λέει τό σημάδι ;

Ποιο σημάδι ; αναστατώθηκε ή βάγια.

Τό σημάδι πού Ιχω ατό μελίγγι μου. Νά, έδώ . . .

Καί, λέγοντας, πασπάτευε μέ τα δάχτυλα της την άκρη τοΟ αρι- στερού της τοΰ φρυδιοΟ.

Ή βάγια σηκώθηκε φρενιασμένη. « Τ' εϊτανε πάλι αυτά ; ποιος πήγε καΐ της σφύριξε τέτοιες παλαβομάρες ! . .

"Οχι, δχι, τό ξέρω. Κ' έσύ τό ξέρεις, βάγια. Τό σημάδι λέει αλή- θεια. Δέ θα χαρώ ποτέ μου δ, τι αγαπώ.

Της τό είχε πεΐ, έδώ καΐ χρόνια, μια γριά διακονιάρα, έκεϊ κάτω στην Άνάπολη, στό κάστρο τοΟ ΑύγοΟ. Μια γριά πού ζητιάνευε μπρο- στά -στη σιδερόπορτα. Κι άπό τήν ήμερα εκείνη δεν τήν ξανάδε, λές κ' είχε έρθει άπό άλαργινή, άγνωστη χώρα, μονάχα γιά νά της τό πεί. Λίγες μέρες αργότερα, πέθανε 6 Φίλιππος ντ' Άνζού.

"Ομως τό συχωρεμένο τόν πρώτο σου άντρα . . . άρχισε τώρα ή βάγια αναγκασμένη ν' αναθυμηθεί τά παλιά.

Λεν τόν είχα άπό έρωτα, ξέρω. "Ομως πέθανε, δέν πέθανε ; Έκεϊ νά δεις ! Πέθανε, καΐ δέ χάρηκα τό γάμο μου. Κ' Ιζησα χήρα καΐ φυλακισμένη, σκλάβα πές, τά καλλίτερα χρόνια μου.

"Αλαλη απόμεινε ή βάγια. Πρώτη φορά τήν άκουγε τήν ψυχοκόρη της νά μιλάει μέ πόνο, μέ συγκίνηση, μέ κάποια τρυφερότητα, γιά τόν εαυτό της. Στάθηκε ζαλισμένη νά τήν κοιτάζει. Σά νά μήν τήν ανα- γνώριζε.

"Ελα, Ιλα. Καιρός νά ετοιμαζόμαστε γιά τό ταξίδι ! έκανε μέ ψεύτικη βιάση ή Ίζαμπώ κόβοντας τή σιωπή απότομα, σά νά είχε με- τανιώσει γιατί προδόθηκε.

"Εφυγαν τήν άλλη μέρα, χαράματα. "Εφυγαν, κ' εϊτανε μακρυά συνοδία, πλουμιστή, ολάκερη ή κούρτη, κυράδες στολισμένες, κι άρ- χοντες, καΐ σκουταράτοι αρματωμένοι, σεργέντες, παιδόπουλα. Γιά ώρα πολλή κρουνέλιασαν, φαριά καΐ μουλάρια, κροταλίζοντας στους δρόμους της Καλαμάτας. "Ομως πόσο διαφορετικά εϊταν άπό τήν ακολουθία της κυράς της "Ακοβας ! Ούτε σουραύλια Ιδώ, ούτε χάχανα, ούτε γελούμενο κουβεντολόι. Πήγαιναν αμίλητοι και συλλογισμένοι, πρώτα Ινα σώμα σεργέντες γιά εμπροσθοφυλακή, υστέρα κάποιοι ιππότες, ή πριγκηπέσσα μέ τόν καπελάνο της καΐ τόν τσαμπρελιάνο, ή βάγια, οΐ γυναίκες, οΐ σκουταράτοι, τά μουλάρια μέ τΙς αποσκευές, καΐ τέλος, οπισθοφυλακή, άλλο σμάρι σεργέντες. Οί Καλαματιανοί είδανε τό (ρλά\ικθΌρο της πριγ- κηπέσσας νά ξεμακραίνει άκυμάτιστο μέσα στον ασάλευτο άνοιξιάτη αέρα, κρεμασμένο γύρω στό κοντάρι θλιβερά.

Αμίλητο καΐ σκυθρωπό στάθηκε ολάκερο τό ταξίδι. "Οσο ζύγωναν

272

στ' άκρογ^άλι τόσο μεγάλωνε κ' ή βαρυθυμιά. Νευρικοί γίνονταν οι άν- τρες κ' ή ανησυχία των γυναικών άρχιζε να ξεμυτίζει. Σα φάνηκε ή βαΗυγάλανη γραμμή της θάλασσας, τα μάτια αγρίεψαν και στυλώθηκαν πάνω της υποψιασμένα. Οί σεργέντες προχώρησαν μέ προφύλαξη, σφίγ- γοντας στΙς άτσαλόπλεχτες γροθιές τους τϊς λόγχες, κ' οί γυναίκες κρά- τησαν τά δικά τους τα ζώα πιό πίσω. Τό πέλαγο φαινόταν Ιρ'τι\ίθ δσο πού φτάνει δεξιά, ζερβά ή μπράς τό μάτι. Πήρανε τήν κορδέλλα τοΟ γιαλοΟ καΐ συνέχισαν τό δρόμο τους γοργά, Ιχοντας τά μάτια τους πάντα γυρισμένα κατά τή θάλασσα.

Έ πριγκηπέσσα, καθώς πάντα, δειχνόταν ανάμεσα στΙς γυναίκες ή πιό ψύχραιμη. Μονάχα αυτή δέν κοίταζε τό πέλαγο και τό μάτι της καρφωνόταν ϊσια μπρος, χωρίς νά βλέπει. Εϊτανε θολό τό μάτι της κι δλο απάθεια, στεγνή αδιαφορία. Κι δμως εβιαζε τό φαρί της νά προχωρήσει, μέ τό τακοϋνι, μηχανικά, τοΟ έκρουε τήν κοιλιά. Κρυφή βιασύνη εΙτανε χυμένη στό αίμα της, άπό άλλη δμως αίτία. "Εφευγε άπό τήν Καλαμάτα ή Ίζαμπώ κυνηγημένη, ταραχή τήν συνείχε αλλό- κοτη, πόθος άπό κάπου νά ξεφύγει, κάπου νά φτάσει, άλλα δίχως κι αυτή ή Ζδια νά ξέρει ποΰ καί γιατί.

Δέ σταμάτησε στην Ανδραβίδα. Κατέβηκε μ' ολάκερη τήν κούρτη στην Κλαρέντζα, κ' έκεϊ πέζεψε. Σκληράδα πρωτόφαντη εϊτανε τώρα χυ- μένη στό πρόσωπο της, σάν και νά τό αργάστηκε στό μεταξύ ό ανοιχτός αέρας τοΟ κάμπου και τοΟ γιαλοΟ. Πέζεψε στην καλή της τήν πολιτεία κ* ευθύς αμέσως σύναξε γύρω της τήν κούρτη. Ό πρίγκηπας έλειπε, λοι- πόν είταν αυτή τώρα αναγκασμένη νά γνοιαστεί γιά τΐζ υποθέσεις τοΟ πριγκηπάτου. ΚαΙ πρώτα πρώτα ή ήττα τοΟ Ζόγκλου. "Ηθελε νά πάρει αναφορές λεπτομερειακές •κ' υπεύθυνες, ν' αναμετρήσει τήν Ικταση της ζημιάς, ν* αποφασίσει τί απόμενε νά γίνει.

*0 Ντελιούρια δέν είχε ξεμακρύνει άπό τά νερά της Αχαΐας. Κάπου Ιδώ στά παράλια γύριζε, αυτό τ' ανάφεραν μπροαζά. στή συνα- γμένη κούρτη αυτόπτες πού είχανε δεί τά πλευτικά του ν' αρμενίζουν κοπαδιαστά, κι ανάμεσα τους, καμαρωτή, γεμάτη Ιπαρση, τήν κόκ- κινη γαλέρα, τή δική του. Πάνω στίς κουβέρτες καΐ μέσα στ' αμπάρια τους οί άραγωνέζικες γαλέρες κουβαλοΟσαν τους Φράγκους αιχμαλώ- τους, καΐ τόν Γεώργιο Γκύζη, καΐ τόν Ιωάννη ντέ Τουρναί, 2ξη ίππότες, ογδόντα σκουταράτους.

"Εξη ιππότες!, ογδόντα σκουτοίράτο ι ! ίκραξε ή Ίζαμπώ καΐ πε- τάχτηκε δρθια, σφίγγοντας στή γροθιά της τό άκουμπιστήρι τοΟ θρονιοΟ της. Έμενα δέ μοΟ είχανε πει γιά αίχμαλώτους.

Στενόχωρη σιωπή απλώθηκε στην κούρτη. Κανένας ϊσαμε κείνη τή στιγμή δέν ήξερε τίηοτ<χ. βέβαιο, τώρα μονάχα γινόταν ό απολογι- σμός.

Γύρισε τό βλέμμα της οργισμένο δεξιά, ζερβά, κ* Οστερα ξανακά- θησε. Τό μέτωπο της είχε γίνει τώρα ακόμα πιό σκληρό, δμως Ινα φέγ- γος της ξαστέρωσε τά μάτια. Πήρε αμέσως τήν απόφαση. Ξαπόστειλε τόν άμιράλη της νά συναπαντήσει τόν Ντελιούρια δπου τόν βρεϊ,καΐ νά τόν προσκαλέσει νά Ιρθει σέ συνάντηση προσωπική μαζί της. "Ετσι νά κάνει. Κι αυτή θά προσμένει Ιδώ.

18 Ή ΠρίγΑη.-ιΐοοΛ Ίζαμηώ ύΐό

"Γστερα, χωρίς άλλη συζήτηση, διέλυσε την γ.ούρτ'η.

Περίμενε τό γυρισμό τοΰ άμιράλη μιά, δυό μέρες ολάκερες, ακου- μπισμένη στό παραθύρι τοϋ αρχοντικού της, τδ παραθύρι μέ την αψι- δωτή καμάρα. Απόθετε τό βλέμμα της στή θάλασσα τήν ήμερη κάθε πρωί, τη μαβιά κι αναταραγμένη τό μεσημέρι, τη γαλατερή τ' άπό- βραδο. Εϊταν αστραφτερό τό μάτι της, ζωηρό, κ' υστέρα πάλι Ινα λάγ- γεμα τό θόλωνε, κουρασμένο. Τότε, αθέλητα, άναθυμότανε τΙς άλλες φορές, τΙς αμέτρητες, πού έτσι καθισμένη σ* άλλους τόπους, σ' άλλους γιαλούς, αγνάντευε τό πέλαγο δίχως απαντοχή, μ' Ενα άποκάρωμα ναρ- κωτικό πού μούδιαζε τό κορμί της. Τέλος, τήν τρίτη μέρα τό πρωί, μιά γαλέρα ξένη φάνηκε νά γλιστράει μουγγά καΐ να μπαίνει στό λιμάνι.

Σηκώθηκε μέ χτυποκάρδι κρυφό ή πριγκηπέσσα κ' έκανε μιά - δυό βόλτες μέσα στό κουβοΟκλι. Τά χέρια της τά ένιωθε παγωμένα, ή ανάσα της κόνταινε. Πέρασε ώρα ίσαμε πού νά φωνάξει τΙς γυναίκες της νά τή ντύσουν. "Γστερα πήγε στή σάλλα, κάθησε στό θρονί της, καΐ στρώνοντας τά χέρια της πάνω στ' άκουμπιστήρια, μέ τή βασιλοπρέπεια πού της εϊταν γνώριμη, περίμενε.

Εϊτανε δυό ίππότες Άραγωνέζοι, αποσταλμένοι τοΟ Ντελιούρια. Μπήκανε μέ βήμα ί^ερωγ^ο, όρθοστήνοντας τ' αρματωμένα κορμιά τους, καΐ κρατώντας τό πηγούνι ψηλά, μ' έπαρση. ΚαταμεσΙς δμως στή σάλ- λα, σάν άντίκρυσαν τήν κυρά τοΟ Μορέως, κοντοστάθηκαν. Κάτι σάν απορία τρεμισε στά μάτια τους. Άλαφρώσανε τό βαρύ τους βήμα, ζύγω- σαν άκροπατώντας, μέ κάποιο δισταγμό. Τους έστελνε δ αφέντης τους, νά χαιρετήσουν από μέρος του τήν πριγκηπέσσα καΐ νά δεχτούν τΙς προσταγές της.

"Ακουσε ή *Ιζαμπώ δίχως νά σαλέψει τό βλέφαρο. "Γστερα, μέ φωνή καθαρ^^, σταθερή, τους είπε: «"Αρχοντες ιππότες, νά φέρετε πα- ρακαλούμε καΐ τό δικό μας τό χαιρετισμό στον αφέντη σας, τό γενναίο άμιράλη της Σικελίας. ΚαΙ νά τοΰ πείτε πώς δεόμαστε στό θεό γιά τή μακροημέρευση του και γιά τή δόξα του. "Εχουμε ευχαρίστηση νά συναντηθούμε μαζί του, σήμερα κιόλας, γιά νά μελετήσουμε αντάμα οί δυό τους δρους πού θά μας ^ο^οϋ'^ζ πίσω οί άνθρωποι μας. θά βγοΟμε μαζί μέ τόν κοντόσταβλο τοϋ πριγκηπάτου μας καί τους κεφαλάδες της Αχαΐας νά προϋπαντήσουμε τον άμιράλη εξω άπό τά τειχιά τής καλής μας πολιτείας τής Κλαρέντζας. Καλό Ποτάμι λένε τή θέση πού θά τόν κρθ':3\ιί^οο\ιε, έκεΐ μπροστά στον πόρ^ο. Τέτοια είναι ή επιθυμία μας. Κι άμποτε τό μαντάτο μας τοΰτο νά βρει τό ^{ΖΊΊοαο άμιράλη σέ υγεία καΐ καλή διάθεση.»

Είπε. Και χο\ίτο σήμαινε πώς οί πόρτες τής Κλαρέντζας δέ θ' ανοί- γονταν στον ν.ΟΜροίρο πρόθυμα, ούτε κάν άπό τό χέρι μιας γυναίκας. Οί Άραγωνέζοι ^,ρ^οντες τίΎΐρχΊΖ τό μήνυμα, βαθυπροσκύνησαν, βγήκανε πισωπατώντας καΐ τράβηξαν ν* ανταμώσουν τόν καπετάνιο τους.

Έκεΐ κατά τό δείλι, ή πριγκηπέσσα τής "Αχαίας βγήκε άπό τήν Κλαρέντζα καβάλα στό φαρί της τ' άσπρο, τριγυρισμένη άπό σμάρι παιδόπουλα καΐ ξοπίσω της, μακρυά σειρά, τους κεφαλάδες τοΟ πριγ- κηπάτου. Τό φλάμπουρο των Βιλλαρδουίνων μέ τό χρυσό κάμπο καΐ τό μαύρο άγκυρωτό σταυρό τήν ^■)^ο'Κο\Λ%ο^(3ε άπό κοντά, καΐ τώρα άνεμι-

274

ζότανε νωχελικά, μ' αρχοντική μεγαλοπρέπεια, άπό τό μπάτη τοΟ πε- λάγου. Σέ μαΟρο καθώς κοράκι καΐ γυαλιστερά φαρί τριπόδιζε ό κοντό- στάβλος, αστράφτοντας δΐά-κερος μέσα στή φρεσκογυαλισμένη αρματω- σιά του. Κ' οί βαρώνοι, οί φλαμπουριάρηδες, οί ιππότες, οί σκουταρά- τοι, οί σεργέντες, ρυθμίζανε τό βαρύ βήμα των φαριών τους μέ τό ανά- λαφρο κ' χιρεμο τοΟ &οκροκ> φαριοϋ πού σήκωνε αβρά στή ράχη του τήν κυρά τους, καΐ προβάδιζε.

Ό Ντελιούρια πρόσμενε εκεί, στον τόπο της αντάμωσης, σά γνή- σιος ιππότης πού είταν. Βλέποντας τήν πριγκηπέσσα να ζυγώνει, πέ- ζεψε, έβγαλε τό κράνος του καΐ τό κράτησε στην αγκαλιά του. Τα κυ- ματερά του ψαρά μαλλιά μέ τή σκληρή τρίχα, πέφτανε πίσω στον τρά- χηλο, ξεσκεπάζοντας τό ψηλό, χαρακωμένο μέτωπο πού οί άνεμοι τοΟ πελάγου τό είχανε χαλκώσει. Λύγισε τό ^να του γόνατο, ανασήκωσε στή ράχη τοΟ δεξιού του χεριού τό άσπρο χέρι της πριγκηπέσσας και τό φίλησε. "Γστερα σηκώθηκε, τήν κοίταξε κατάματα. Είταν άντρας κοντά στό ήλιόγερμα' στά μάτια του τά σκληρά, τά βαθειά, κάτι σιγο- τρέμιζε, σάν πρόωρο δάκρυ των γερατιών.

Τους είχανε στρώσει στή σκιά τοΟ πύργου χαλιά ζαφειρένια. Έκεϊ τήν οδήγησε άπό τό χέρι ό γ,ουραάρος καΐ κάθησαν. Οί άλλοι κι άπό τά δυό μέρη, Φράγκοι κι Άραγωνέζοι, τραβήχτηκαν παράμερα μέ διάκριση, δυό χωριστές ομάδες, σάν ίχ^ροί πού είταν. Τραβήχτηκαν καΐ βάλθηκαν νά σιγοκουβεντιάζουν αναμεταξύ τους, άπό μακρυά θω- ρώντας τους δυό αφεντάδες, ή νά ρίχνουν λοξές, αλαζονικές ματιές ή μιά στην άλλη ομάδα καΐ νά κοιτάζουν, αδιάφορα τάχα, τό γιαλό, τή θάλασσα, τΙς αραγμένες κάτω στό μικρόν κόρφο γαλέρες.

Κυρά μου ευγενική, είπε ό Ντελιούρια, δέν έρχομαι σάν εχ- θρός νά συντύχω τή χάρη σας, καΐ θά μοΰ είταν άνυπόφερτη ή σκέψη πώς μέ θαρεϊτε νικητή.

Κοντοστάθηκε, περίμενε τήν κουβέντα της καΐ βλέποντας πώς δέν ερχόταν, άπόσωσε μ' ένα αδιόρατο στεναγμό :

Έρχομαι σά νικημένος.

Σήκωσε πάλι τά μάτια του καΐ τήν κοίταξε. Στεκόταν ασάλευτη, μέ τόν άσπρο λαιμό ολόρθο, τό μικρό πηγούνι τεντωμένο μπρος, καθώς τό συνήθιζε, τό βλέμμα Σσκιωμένο άπό τά μακρυά μεταξωτά ματόκλαδα. Τό βλέμμα τούτο σά νά τόν κάρφωσε στά στήθια, κι αυτός σιγοβόγ- κηξε. Αλήθεια, είταν ή πριγκηπέσσα πού είχε τή στάση τοΰ νικητή, κι αυτός τοΟ νικημένου.

"Ερχομαι ακόμα, είπε άτολμα ό Ντελιούρια, σάν παλιός γνώ- ριμος^. . . ^

Έ ματιά της ξαφνικά σκοτείνιασε.

"Αρχοντα άμιράλη, είσαστε ιππότης ;

Ή φωνή της είχανε βαθειά κι αυστηρή. Φωνή ώριμη.

Τό λένε καΐ τό πιστεύω, κυρία !

Τότε, άρχοντα άμιράλη, δέ γνωριστήκαμε ποτέ.

Τήν κοίταξε, θαμπωμένος. Στ' άκρόχειλό του κάτι τρέμισε, ζάρα οδυνηρή, τινάχτηκε νευρικά, χαλινώθηκε. "Εγειρε στό στήθος του τό κεφάλι κι ανάσανε βαθιά, μουγγά.

275

Στους ορισμούς σας, είπε δαμασμένος.

Ό μπάτης ερχόταν άπό τό πέλαγο ανάλαφρος, παιχνιδιάρης σαν άνηβο αγόρι, καΐ τρελλόπαιζε μέ τα σγουρά τοΟ κουρσάρου, τα σμυρι- δωμένα καθώς μέ τριμμένο σίδερο. Μύριζε θάλασσα εσπερινή δ μπάτης.

Μιλήστε μου για τό βασίλειο της Σικελίας, για τό βασίλειο της Άραγώνας, για τα ταξίδια σας καΐ για τους πολέμους, είπε ή 'Ιζα- μπώ χαμογελώντας μέ χάρη. Είμαι περίεργη έγώ ν' ακούω για τόν κόσμο.

"Ανοιξε τα χέρια του, πήγε μια χειρονομία να σχεδιάσει, δέ μπό- ρεσε. Τα χέρια του Ιπεσαν αδέξια στα γόνατα του. ΚαΙ τής μίλησε γι' αυτά πού τοΟ ζητοΟσε, τής είπε γιά τό βασιλέα Άλφόνσο τής Άρα- γώνας και γιά τΙς διαφορές του μέ τό βασιλέα τής Φραγκιάς τό Φί- λιππο, γιά τό Λανγκντόκ, τη Σικελία, την Άνάπολη καΐ τήν Ιβηρική.

"Αρχοντα ιππότη, τοΟ λέει υστέρα, άφοΟ τόν είχε ακούσει πρώτα μ' [ίπομο^η, κρατάτε πάνω στΙς γαλέρες σας ανθρώπους εδι- κούς μας.

Τδντι, κυρία. Κ' έρχόμοο^^ νά σας τους γυρίσω πίσω.

Τά λύτρα λοιπόν. Όρίσετε τά λύτρα.

Πάλι τήν κοίταξε. Κάτι επικίνδυνο σελάγιζε στά μάτια του.

Ή καλή μας πολιτεία, ή Κλαρέντζα, θά τά πληρώσει πρόθυμα, γιατί μας αγαπάει, είπε ή 'Ιζαμπώ αντέχοντας αλύγιστα στή ματιά του. "Εχουμε σεβασμό μεγάλο στά έθιμα τής ιπποσύνης καΐ ξεροΌ[ΐε πώς 2νας νικητής δέ δίνει πίσω δίχως λύτρα τους αιχμαλώτους πού κέρδισε σε τίμιο αγώνα.

Τό βλέμμα του εϊταν σκληρό. Τήν κάρφωσε στά μάτια, στό στόμα, κατέβηκε στό χέρι.

Τά δρισα τά λύτρα, είπε βαριά. ΚαΙ δείχνοντας μέ τό δά- χτυλο : Δώστε μου τό χερόχτι σας.

Ή Ίζαμπ-ώ χαμογέλασε γλυκά.

Λυπάμαι, άρχοντα άμιράλη. Δέ μέ νικήσατε σέ τορ'^ίο είρη- νικό, άλλα σέ μάχη. ΚαΙ χερόχτι δέν εχω διπλό.

Ό Ντελιούρια τινάχτηκε. "Ωχ! αυτό είτανε πολύ, πάρα πολύ. θά τό βαστούσε ; 'Ανασείστηκε σάν αγρίμι πού τό κέντρισαν, φού- σκωσε τό στήθος του και στύλωσε τό κεφάλι. "Γστερα, μέ σφιγμένα χείλη, πέταξε στό ^ρό'^το Ιναν αριθμό απίθανο, συντριφτικό. ΚαΙ πά- τησε τά γέλια.

Δέ σάλεψε βλέφαρο ή 'Ιζαμπώ. «Καλά, άρχοντα άμιράλη, αποκρί- θηκε μονάχα, πειθήνια. Θά τό πληρώσουμε τό ποσό πού ζητάτε.»

Τότε ό Ντελιούρια έκοψε τό γέλιο του. Κάτι σάν ί'δρωτας παγω- μένος τοϋ μάργωνε τό μέτωπο. Σήκωσε τή βαρειά παλάμη του, τό σφούγγισε μηχανικά, μέ τ' ανάστροφο, κι απόμεινε άλαλος.

θά τό πληρώσουμε απόψε κιόλας τό ποσό, συνέχισε ήρεμα ή 'Ιζαμπώ. ΚαΙ πιά έλόγου σας, σάν αληθινός ίππότης που είσαστε, θά κάνετε πανιά και θά ξανοιχτείτε πέρ* άπό τά νερά τής Αχαΐας.

Τόν κοίταζε και τοϋ χαμογελοΟσε παιδικά, μ' απέραντη γλύκα. Τά μάτια της, μέ τό παντοτεινά ξένο βλέμμα, είχανε γίνει τώρα αν- θρώπινα και ζεστά. Είτανε ξέχειλα άπό αρμονία βουβή τά μάτια της,

276

καθώς ή θάλασσα πού ησυχάζει μέ τό βράδυ. "Απλωσε τό χέρι της μ' αφέλεια δισταχτική καΐ τό απόθεσε, απαλό, ζεστό, πάνω στή ρο• ζιάρικη γροθιά του.

Κ' εκείνος, μ* §να λυγμό βαθύ, ?σκυψε να τό φιλήσει.

Σηκώθηκε πρώτη.

Δέ θα ξαναϊδωθοΟμε ποτέ πιά, άρχοντα άμιράλη, τοΟ είπε. Είχε σηκωθεί μαζί της. Τό κορμί του έμοιαζε κουρασμένο, κ* εΐ-

τανε σα να πέρασαν πάνω του σέ λίγες στιγμές κάμποσα ακόμα χρόνια.

"Ωχ, ναί, έκανε πικρά ό κουρσάρος. Νιώθω πώς είμαι γέρος πιά.

Έγινε μια μικρή σιωπή.

"Ομως έγώ θα τδθελα πολύ να είμαι ακόμα νέα, είπε ή 'Ιζαμπώ καΐ γέλασε φαιδρά. Σήκωσε σύγκαιρα τό χέρι της κ* έγνεψε στους δι- κούς της να ζυγώσουν.

Ό Ντελιούρια απόδωσε τους αίχμαλώτους δίχως αναβολή. Τους έφεραν άπό τΙς γαλέρες αρματωμένους, απείραχτους, καΐ στάθηκαν δλοι σέ παράταξη μπροστά στην κυρά τους. Τά μάτια της πήγανε κ' ήρθαν άπό τή μια στην άλλη άκρη, άπληστα. ΚαΙ πάλι.

Δέ λείπει κανένας ; έκανε ύστερα βραχνά, σά μέσα της.

Κυρία ! λέει ξαφνιασμένος δυσάρεστα δ Ντελιούρια, είμαι τί- μιος άντρας.

*Ώ, ναί, δέν τό αμφισβήτησα. "Ομως λέω μέσα μου πόσοι, άχ πόσοι είναι νεκροί ! . . .

Τό πρόσωπο της είχε γίνει άσπρο σαν τό κρίνο. "Απλωσε τό χέρι της καΐ στηρίχτηκε στή βάγια της. Τότε 6 Ντελιούρια πήρε άπό τό χέρι τόν Ιωάννη ντέ ΤουρναΙ καΐ φέρνοντας τον μπροστά της :

Κυρά πριγκηπέσσα, λέει, σάς συσταίνω τόν ίππότη τοΟτον για ?ναν άπό τους καλλίτερους τοΟ κόσμου, άπ' δλους δσους είδα ποτέ μου σέ τόσους πολί\).θΌς πού έκανα. Καί σας βεβαιώνω πώς μ* έρριξε μέ μιά κονταριά χάμου, έμενα καΐ τό φαρί μου σύγκαιρα, έτσι παλληκαρίσια πού θά μ' είχε σκοτώσει άν οί άνθρωποι μου δέ μοΟ είχανε δώσει χέρι, πράμα πού τ' αναγνωρίζω γιά μεγάλη τιμή. Γιατί βασιλιάς ή πρίγκη- πας θάπρεπε νά τό είχανε χαρά τους να λάβουνε κονταριά άπό τέτοιον ίππότη. Κι άν εϊταν ή χάρη του γιά παντρειά, δέ θά γύρευα καθόλου λύτρα, μόνο θά τόν έπαιρνα μαζί μου στή Σικελία καί θά τοδδινα σέ γάμο τή θυγατέρα μου *.

ΕΙταν χλωμός πολύ ό άρχοντας Ιωάννης καΐ τά καλογραμμένα χείλη του σφίγγονταν πεισματερά. Βαθυχαιρέτησε τήν πριγκηπέσσα, δέν είπε λέξη. Κ' εκείνη πάλι τόν κοίταζε βουβή, μέ μϊάτι νεκρό, σά νά μήν άκουγε κι ούτε νά ένιωθε. Κάτι ασίγαστο, σάν ερώτηση, σάν καϋ- μός, ανέβαινε στό λαιμό της, τόν φούσκωνε, δμως δέν έλεγε νά τό πλά- σει ή γλώσσα της σέ κουβέντα.

Έναν - έναν έφερε ό Ντελιούρια τους αίχμαλώτους άπό τό χέρι καί, μηροοχά, στην κυρά τοΟ Μορέως, τους παρέδωσε στον Τουρναί, γιά χάρισμα. Τόσο είχε θαυμάσει τήν άξια του καΐ τήν άντρειά του. "Γστερα

* Ιστορικό.

277

προσκλίθηκε στην πριγκηπέσσα κ: άποτραβήχτηκε. 01 δικοί του τόν ακολούθησαν σ' απόσταση ευλαβική.

Τόν είδε ή Ίζαμπώ να ξεμακραίνει ψηλός, στητός, με τδ κεφάλ: του μονάχα άλαφροσκυμμένο. Το βάδισμα του ειταν σταθερά μα βαρύ, ανάλαφρα λικνιστικό, καθώς των ναυτικών. Ό μπάτης ανέμιζε μαλακά, κουρασμένα, τα σταχτιά μαλλιά του.

Γύρισε στην πολιτεία της ή πριγκηπέσσα κ' είπε νά κλείσουν τΙς πόρτες. Στό δρόμο δέν είχε μιλήσει παρά μονάχα μέ τόν Τουρναί, λί- γες λέξεις :

θά μοΰ ανιστορήσετε αδριο τη μάχη σας, άρχοντα Ιωάννη. "Οχι, κυρία. Αύριο θά εχω φύγει.

Γιά ποΰ ;

Γιά τά Καλάβρυτα. Ό γέροντας πατέρας μου με προσμένει έκεΤ-ψηλά, στό ν-άοτρο μας. Με προσμένει νά γυρίσω γιά νά πεθάνει.

"Εγινε μιά παύση. Τά φαριά τους βαδίζανε δίπλα -δίπλα, αργά, σά νά ονειρεύονταν.

Δέ θέλετε πια νά μείνετε στην γ-ούρτη μου ; ρωτάει ή Ίζαμπώ δίχως νά τόν κοιτάζει.

"Οχι. Είμαι άτυχος και σας φέρνω ατυχία, θά ξανακατέβω δμως άπό τά Καλάβρυτα, θά ξανακατέβω δταν βρεθείτε σε καμμιάν ανάγκη. Τότε τό σπαθί μου, τό κατατρεγμένο άπό τη μοίρα, θά μπει και πάλι στην 6πηρεσία της χάρης σας.

Πρόσθεσε, με φωνή βαθύτερη, κοιτάζοντας μακρυά :

ΚαΙ θά είναι ευτυχισμένο τό χέρι που τό κρατεί άν τό σφίξει στον ύστατο σπασμό γιά τη δική σας τή δόξα.

Σφάλησαν τις πόρτες της Κλαρέντζας καΐ καλέσανε τους προεστούς. Δέν τους δέχτηκε ή ίδια ή πριγκηπέσσα. Δέν άντεχε νά τους μεταδώ- σει μέ τό στόμα της τό πένθιμο μαντάτο. Τους καλέσανε καΐ τους εί- πανε τό ποσό που Ιπρεπε νά συναχτεί γιά τά λύτρα. Εκείνοι άκουσα- νε τήν καταδίκη αμίλητοι, πικροί, κι άποτραβήχτηκαν μέ τά κεφάλια σκυμμένα, άναδακρυώνοντας. Σάν κατεβήκανε καΐ σπάρθηκαν στην πολι- τεία, τά σπίτια σφαλήσανε τά πορτοπαράθυρά τους. Και μέσα, ξέσπα- σε ό ^ρψος.

Είχε πει στον κοντόσταβλο ή Ίζαμπώ νά φροντίσει ό ίδιος γιά ν' ανεφοδιάσουν τις άραγωνέζικες γαλέρες. Στά χέρια τοΰ τσαμπρελιά- νου της έβαλε 2να κουτί άργυρο, δουλεμένο επιδέξια άπό τεχνίτη ντό- πιο, γεμάτο χρυσαφικά, και τον πρόσταξε νά πάρει μιά ταρίδα καΐ νά τό πάει στον Ντελιούρια. « θυμητικά καΐ χαρίσματα άπό τήν κυρά τοΟ Μορέως», νά τοΟ πεϊ. Τστερα άποτραβήχτηκε στό κουβοΰκλι της. Τό βράδυ είχε πέσει. Δέν άφησε ν' ανάψουν τους λύχνους, μόνο κάθησε πίσω άπό τό παραθύρι μέ τήν αψιδωτή καμάρα κι αφέθηκε νά κοιτάζει τήν πολιτεία, τή θάλασσα.

Είταν βουβή ή πολιτεία, σά νεκρή, ή θάλασσα ησύχαζε ναρκωμένη. Κάτω, στους δρόμους, δεν ακούγονταν καθώς τ' άλλα βράδυα τά παιδιά νά παίζουν γελώντας. Μιά μυρωδιά νοτερτμ χνώτο της θάλασσας, διά- νευε στον αέρα. Και πίσω άπό τά σφαλιστά παραθυρόφυλλα μάντευες τους ^οορ'ί'ηαεους πού δακρυσμένοι, μέ χείλη τρεμάμενα κι δψη χλω-

278

μή, μαζεύανε δ, τι είχαν καΐ δέν είχαν, τά -κόπια χρόνων, γιά να πλη- ρώσουνε στον κουρσάρο τά λύτρα τ^ς εξαγοράς.

Έ καρδιά της είτανε ραγισμένη. Μια κούραση άποκαρωτική, βάρος στους αρμούς ασήκωτο, την κάρφωνε πάνω στά σκαλιστό μαΟρο θρονί της. Γύρω ή κάμαρα είχε σκοτεινιάσει, 6 ουρανός δμως ^ξω άναβε ακόμα άπό φέγγος άλαμπο, γαλατερό. Πέρασε ώρα, ό ορίζοντας ρόδισε, πυρα- χτώθηκε, έσβησε. Ψηλά σιγοτρέμισαν §να, ΰστερα δυό αστέρια.

Καθότανε νά τά κοιτάζει με τό νοΟ μουδιασμένο, τά μάτια της καυτά και στεγνά. Κάτι πάνω σχό στήθος της τό βάραινε, ή ανάσα της ξέφευγε δύσκολη, τυραγνισμένη. "Ενιωσε τά χέρια της, τ* αφημένα στ' άκουμπιστήρια, νά τρέμουνε, καΐ σύγκαιρα μιά τρομάρα χύθηκε στην ψυχή της Κατέβασε τά μάτια της, τά κοίταξε. Μόλις πού χαράζανε μέ τή λευκότητα τους, μουντά, στη βραδυνή σκιά. Έτσι θά τρέμουν ΰστερα άπό χρόνια, Οστερα άπό λίγα χρόνια, μέ τά γερατιά. Κ' ή ζωήθά 2χει περάσει.

Μέσα στη μουγγή ησυχία, κάτι σά σκληριά γυναικεία ακούγεται, άπό τήν πολιτεία, κάτω. Σά σκληριά πού αντιλαλεί δταν πάνω άπό Ινα σπίτι άστραψε τό δρεπάνι τοΰ Χάρου. Τά μάτια της πριγκηπέσσας τεν- τώνονται. Και πάλι, ιδεατή, ανεβαίνει γύρω, σά βουή πού τή ζώνει, ό θρήνος τής πολιτείας. Σήκωσε τά χέρια της, σφάλησε μέ τΙς παλάμες τ' αυτιά της κ' έκλεισε τά μάτια της.

Καί τότε είδε οράματα, εικόνες πού έρχονται καΐ φεύγουν. Έναν κάμπο σπαρμένον μέ κουφάρια, πού έχει καταμεσίς του ξαπλωμένο ασά- λευτο κάποιο παλληκάρι καστανό. Ένα πέλαγο βραδυασμένο καΐ πάνω γαλέρες μέ τά πανιά τους ανοιχτά, νά φεύγουν κατά τόν ορίζοντα γλι- στρώντας απαλά, σά γλάροι. Ένα ^ρ6\ιο μακρύ, στό βάθος βουνά πα- νύψηλα, κάποιον καβαλάρη πού ξεκινάει μέ τήν αυγή κι δλο μικραίνει στην απόσταση, σβήνει, χάνεται άπό τό μάτι.

Τά είδε δλ' αυτά, ήπιε τό πικρό τους απόσταγμα σταλιά - σταλιά, ίσαμε τόν τελευταίο κόμπο. Τώρα τό κροντήρι είταν άδειο, Ιχασκε κάτω άπό τά μάτια της στεγνό. "Ομως έπρεπε πάλι νά γεμίσει, γιατί άλλο δέν είναι πιό αβάσταχτο άπό τό άδειο πού διψάει. Ανοίγονται τότε οΐ μυστικές πηγές, οΐ απόκρυφες, κι ό αγιασμός πού ανάβλυσε ζε- στός, κυλάει. "Ενιωσε στά χέρια της τό παράδοξο υγρό, στά ματόκλαδα, στά μάτια. Τρόμαξε. Τράβηξε άπό τό πρόσωπο τΙς παλάμες της πού είχανε νοτίσει καΐ τίς ψηλάφησε θαμπωμένη. Τό έπιανε τό υγρό τοΟτο πού είτανε γέννημα των ματιών της ζωντανό, αχνιστό, καΐ τό χάιδευε μ* απορία βαθειά καΐ μέ τρεμουλιαστή λαχτάρα. "Ω, θάμα ! οί κρυφές λοιπόν πηγές δέν είχανε στερέψει, οί δεσμοί τής συγγένειας μέ τους άλλους ανθρώπους δέν είχανε τελειωτικά κοπεί.

Ανέμελα, αδίσταχτα, έρριξε τό πρόσωπο της στΙς χοΟφτες κι αφέ- θηκε νά παρασυρθεί στό θρήνο της. Κάπως ξαλάφρωνε ή ψυχή της τώρα πού ένιωθε τόν καϋμό της συνταιριασμένο μέ τόν καϋμό άλλων ανθρώ- πων, μέ τόν πλατύ γύρω της θρήνο τής πολιτείας. ΚαΙ τό θάμπωμα δλο ανέβαινε, δυνάμωνε, φούσκωνε σ' άναφυλλητό.

Γιά πρώτη φορά, άπό τόν καιρό πού είταν ακόμα παιδούλα, έκλαιγε ή πριγκηπέσσα 'Ιζαμπώ.

279

-""''"''^"""

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟϊ ΕΡΧΕΤΑΙ

ΤΗΝ Άνάπολη δπου βρισκόταν ό πρίγ- κηπας Φλωρέντιος, ειδοποιήθηκε για τήν ήττα τοΰ Ζόγκλου, για τή συνάν- τηση τοΟ Ντελιούρια με τήν πριγκη- πέσσα. Δίχως αναβολή, μπαρκάρησε καΐ ξεκίνησε για τήν Αχαΐα,

Τόν περίμεναν άπό ώρα σέ ώρα. 'Στό μεταξύ διαφέντευε τό πριγκηπάτο, μπάϊλος ανεπίσημος, ό σενεσάλος Νι- κόλας ντέ ΣαΙντ-'Ομέρ, γιατί ή πριγ- κηπέσσα, υστέρα από τήν ξαφνική ε- νεργητικότητα πού έδειξε φτάνοντας στην Κλαρέντζα, είχε άλλο τόσο άνε- πάντεχα παρατήσει τα πάντα στό έ- λεος τοΰ θεοΰ καΐ ζοΰσε τώρα αθέατη, άποτραβηγμένη στό κουβοΟκλι της. Ή παλιά της μισανθρωπία είχε μεγαλώ- σει, καΐ πια δέν Ιλεγε να δεχτεί κανένα, ούτε τους κεφαλάδες πού έρ- χονταν άλαργοτάξιδοι, άπό τα βουνήσια τους καστέλια, να της υποβά- λουν τα σεβάσματά τους καΐ να της αναφερθούν για υποθέσεις σχετικές μέ τα φίε τοΟ Μοριά. Κάποια ακαταστασία βασίλευε σ* δλα, οί |3αρώ- νοι μπλέκονταν πάλι σέ καβγάδες μέ τα μοναστήρια, τα εκκλησιαστικά τάγματα σήκωναν κεφάλι, καταπατήθηκαν τα χτήματα μερικών κατώ- τερων κληρούχων κ' οί βιλάνοι, μοναδικοί αμέτοχοι στΙς διαφορές τού- τες μα κ' αίώνιοι χρεώστες, πληρώνανε μέ τό υστέρημα τους, μέ τόν ίδρωτα τους, μέ τό ψωμί τους, κι δχι σπάνια και μ' αίμα, τόν δποιο νικητή διάδικο.

Ό εικοσάχρονος σενεσάλος, παρ' δλη τή ζωηρή του δρεξη ν* απο- φασίζει και να κάνει σύνταχα αίσθητή τή θέληση του, βρισκόταν αναγ- κασμένος ν' αναβάλλει ϊσαμε τό γυρισμό τοΰ πρίγκηπα. "Αλλωστε τό νοΰ του μέρα μέ τή μέρα τόν ά.τζορρο'-^ούαε δλο καϊ περισσότερο ή με- γάλη υπόθεση της καρδιάς του. Ό Σωντερόν, ό μνημειακός κοντόσταβ- λος, δλο καΐ ξέπεφτε, τα γερατιά τοΰ είχανε στήσει σέντζιο στενό, ανέβαιναν μ' επικίνδυνα ρεσάλτα, κρόσσα τήν κρόσσα τοΰ Ιρειπώνανε τό πυργωτό -κοριιΐ καΐ πια γινότανε φανερό τό απίστευτο, πώς θάρθει κι αύτουνοΰ ή ώρα του να πέσει. Ατάραχη ή ωραία Γουλιέρμα, ή κόρη τοΰ κόντε της Κεφαλλονιάς, έβλεπε τόν άντρα της να καταρρέει. Δέν

280

τοΟ είχε συχωρέσει ποτέ τήν τρομαχτική διαφορά της ηλικίας πού τους χώριζε. Γι' αυτήν, 6 θάνατος του εϊτανε κάτι φυσικό, αναγκαίο, δπως ό θάνατος ενός τζρο'{6'^οο. Σ'!}'^τρογο δέν τόν Ινιωσε ποτέ. Ή αλα- ζονική καρδιά της δέν παραδινόταν εδκολα, τήν κολάκευε δμως ή νιότη κ' ή πρόωρη δόξα τοϋ ΣαΙντ-'Ομέρ. Λογάριαζε να Ιχει μ' αυτόν μιαν ανταμοιβή επάξια καΐ μιαν ανανέωση, διαιώνιση, της αξεδίψαστης φι- λοδοξίας πού Ιλυωνε τήν ψυχή της.

Οί Ιρωτές τους είταν γνωστοί, παραδεχτοί καΐ καθιερωμένοι μέσα στην κούρτη. Άπό καιρό είχαν ξεπεράσει τό σκάνδαλο. Τους έβλεπαν τους δυό δλοι τόσο ταιριαστούς στα νιάτα, στή φιλοδοξία, στή δύναμη, πού τους δέχονταν σαν αρραβωνιασμένους. Ό μελλούμενος θάνατος τοΟ κοντόσταβλου κι ό γάμος 6 δικός τους προβάλλονταν στην Ιδια εικόνα, σάν ταυτόσημη κ' ενιαία τελετή.

Τώρα πού ή φοβέρα τοΟ κουρσάρου είχε ξεμακρύνει, μέ τέτοιες γλυκές έγνοιες άρχιζε πάλι να σκορπάει τις ώρες της ή -Λοί^ρτη. Προσ- μένανε τόν πρίγκηπα να γυρίσει μέ λαχτάρα, για ν* ανοίξει πάλι ή ζωή, να γίνουν κυνήγια, ξεφαντώματα, τορνέα. Έ πριγκηπέσσα κινούσε πάλι τήν αντιπάθεια δλο καΐ περισσότερο; Ιτσι πού κλεινότανε μονάχη. Κα- ταδίκαζε καΐ τους άλλους στην αδράνεια, μια ζωή ανούσια καΐ πλη- χτική, σά να είχε πέσει πένθος βασιλικό στον τόπο. Κοντά της δέν εί- χαν προ•χ.οηη.

"Ομως, εκείνη, δέν τήν Ιμελε για τή μουρμουριστή τούτη κατα- κραυγή. "Ισως ούτε καΐ να τήν ύπονοιαζόταν. Καθισμένη στό ερημικό Βρο'^ί, πίσω άπό τό ίδιο παραθύρι, αγνάντευε τήν αιώνια θάλασσα, καί ρέμβαζε. Τώρα οΕ στοχασμοί της είταν αδίσταχτοι, καθαροί. Δέν πά- σχιζε σάν άλλοτε νά τους θολώσει ή Ιμφυτη "^τροηή, ή έγνοια γιά τό χρέος. Τό ίδιο είχε χαθεί κι δ μυστικός φόβος, μιά κ' ή αίτια του έλειψε. Τώρα πού ό αγαπημένος είτανε νεκρός, δέ φοβότανε πιά νά τόν φέρνει ζωντανό στό νοΟ της, νά τοΟ κουβεντιάζει -^οερά, νά τοΟ ομολο- γεί τόν κρυφό της τόν καϋμό. Είταν γλυκύτατες οί στιγμές τούτες, δταν μέ τή φαντασία τοΟ ακουμπούσε τό χέρι της πάνω στά μαλακά, κυμα- τερά μαλλιά, καί χαμογελώντας τόν άφηνε, μέ δυό ακριβά λόγια, νά μαντέψει τήν αγάπη της. Παλμός κοριτσίστικος δόνιζε τό στήθος της τότε, κ' ή καρδιά της, μεθυσμένη, άπολιγωνόταν. "Ομως εκείνος, ορμη- τικός, παράφορος, μέ τήν αστοχασιά της &•γουρ•ης νιότης, πηδούσε πάνω καί τήν τραβούσε στην εύρωστη αγκαλιά τοα. "Ενα κύμα μυρωδικό χυ• μοΰσε τότε άπό γύρω καΐ τήν άρπαζε, της έπνιγε τήν ανάσα, κ* εκείνη πιά, σφαλώντας τά μάτια, τοΟ αφηνότανε δίχως σκέψη, δίχως σθένος, ξαφνιασμένη ηδονικά. Ναι, έτσι έπρεπε, έτσι είταν τό γραφτό καΐ τ* ό- μορφο ! Χιλιάδες φορές μέσα στην ήμερα, αχόρταγα, ξανάρχιζε καΐ ζούσε τή στιγμή τούτη. Κ' είτανε πάντα καινούργια, ανεξάντλητη, κι ά- πόσωνε μέ τ* όνειρο τήν αρχινισμένη, τή μισοτελειωμένη σκηνή τοΟ δειλινού εκείνου στον πάγκο της ροδιδς.

"Οχι, δέ ντρεπότανε πιά νά τόν καλεί μέ τή σκέψη. Ό θάνατος είχε εξαγνίσει τόν πόθο, κ' ή θύμιση τοΰ παλληκαριοΰ πρόβαλλε μέσα της σχεδόν ιερή, σά χρέος προς ένα νεκρό.

Μιά μέρα, πρωί, καθισμένη στην ταχτική της θέση, άφηνε τά μάτια

281

της να σεργιανίζουν αδιάφορα τό λιμάνι, να περιεργάζονται αφαιρεμένα τΙς γαλέρες πού φόρτωναν καΐ ξεφόρτωναν. "Ενα πλήθος παράταιρο πή- γαινε κ' ερχότανε στ' ακρογιάλι, απασχολημένο, βουργησέοι μέ μα- κρυούς τζουμπέδες, χαμάληδες γυμνοπόδαροι, ναυτικοί άνασκουμπωμέ- νοι, ψαράδες πού καλα'φάτιζαν τΙς βάρκες τους ή μπαλώνανε τα δίχτυα τ* απλωμένα στή λιακάδα. Άπό τδ μεγάλο καΐ βαρύ σαν ν,άστρο χτί- ριο της φλωρεντινής Τράπεζας των Περούτζι, είδε δυδ καλόγερους Φρεμενούριους να βγαίνουν βιαστικοί. Απόσυρε τδ βλέμμα, άπαυδη• μένα, καί προτίμησε ν' ακολουθήσει δυο γλάρους πού γράφανε στό κενό μεγάλες, ακατανόητες καμπύλες. "Ετσι τ6 μάτι της έπεσε πέρα, στή μπούκα τοΟ λιμανιού. Κ' είδε τρεις νάβες μέ σαντάρδα πολύχρωμα, ξε- νικά, να μπαίνουν στον κόρφο.

Μονομιάς, μια ταραχή όλόξαφνη χύθηκε στό αίμα της. Στύλωσε τά μάτια μ' αγωνία στα καράβια πού έρχονταν, τα ψαχούλεψε νευρικά κ' ή δψη της έγινε σκληρή κι άγρια. Εϊταν ίσως ό πρίγκηπας πού Ιφτανε. Κοίταξε πάλι τ' ακρογιάλι, να ίδεϊ άν είχε γίνει έκεΐ καμμιά κίνηση, αν πρόσεξαν τΙς τρεις νάβες. Τίποτα, δλοι συνέχιζαν τόν κανο- νικό τους ρυθμό. Τότε ησύχασε κι αυτή κάπως, ανάσανε βαθιά. 01 νάβες προχωρούσαν, έφταναν. Είτανε γενοβέζικες. "Οχι, φανερό πώς δέν είταν ό πρίγκηπας μέσα. . .

Τώρα μονάχα, πού βεβαιώθηκε, καταλάβαινε πόσο πολύ είχε τρο- μάξει. Σα να σηκώθηκε πάνω άπό τά στήθια της μια τεράστια πλάκα. "Ανάσαινε βαθιά, άταχτα, κ' ή καρδιά της κοπανούσε από μέσα, αλα- φιασμένη ακόμα. Μιά σκιά πέρασε άπό τά μάτια της, ή είχάνα τοΟ λιμανιού σκοτείνιασε. "Εγειρε τό κεφάλι στον ώμο της κι αναστέναξε σβησμένα.

Ή βάγια πού μπήκε, έβαλε τ\ς φωνές* ή πριγκηπέσσα είταν λι- ποθυμισμένη. "Ετρεξαν οί γυναίκες, τήν πήρανε αγκαλιά, τή βάλανε στό κρεββάτι, τής βρέξανε μέ τριανταφυλλόξυδο τά μάτια, τά μελίγγια. Βα- ριαναστέναξε κι άνοιξε τά ματόφυλλα. Τό βλέμμα της είτανε μακρυνό, θολό. Κοίταξε γύρω δίχως νά καταλαβαίνει, κι απόμεινε γ'ιά ώρα πολλή ασάλευτη, σάν αποσβολωμένη. Κάπου - κάπου, μιά τρανταχτή ανατριχίλα τή διαπερνούσε, κυλώντας σύρριζα στή ραχοκοκκαλιά της. 'Από τή μέρα κείνη δέν ξανακάθησε στό παραθύρι πού βλέπει στό λιμάνι. Προτιμούσε Ινα άλλο, μικρό, σε σκοτεινό διάδρομο, πίσω άπό τό κουβούκλι της, πού έβλεπε στή μεσαυλή. Άπό δω ή θέα είταν μο- νότονη, πληχτική, ψηλά τειχιά, χο'^τρά, λίγος ουρανός πάνω, ή στε- ρεότυπη ζωή τοΰ παλατιού κάτω : Γερακάρηδες πού σφύριζαν γυμνά- ζοντας τά δρνια, σταβλίτες πού πότιζαν τ' άλογα, σκουταράτοι πού σελλώνανε καΐ ξεσελλώναν. Μυρωδιά πικρή άπό σανό καΐ στάβλο ανέ- βαινε, τό μαγγάνι γυρίζοντας στρίγγλιζε ρυθμικά, τά λαγωνικά σκού- ζανε μέσα στΙς κλούβες. Μέ τό βράδυ, ό σαματάς ξέπεφτε, Έσυχία απλωνότανε τότε πυκνή. ΚαΙ στό κομμάτι τ' ουρανού, πού είχε γίνει μπλάβο, ανέβαινε βουβά §να φεγγάρι πελώριο, κίτρινο και στρογγυλό, φάντασμα πού προβάλλει σε βραχνά μέσα.

Κι ωστόσο ή αγωνία μεγάλωνε. Ό πρίγκηπας δπου νάναι θά- φτανε, μιά καινούργια ζωή έπρεπε τότε νά ξαναρχίσει, Τήν τρόμαζε

282

αυτή τή σκέψη, γιατί ένιωθε τόν έαυτί της κουρασμένο πολύ. "Ιλιγγοι φευγαλέοι τήν τύλιγαν έκεϊ που καθόταν τ^συχη κ* εκμηδενισμένη, Ιλιγ- γοι σα γάζες καπνουδερές, πού αναδίνονται άπό αόρατη λόχη. Αηδία βαθειά τήν κυρίεψε για δ,τι στην τρεχούμενη ζωή κεντούσε τό κέφι τ(Βν άλλων ανθρώπων. Άπόσπρωχνε τα φαγητά πού τής Ιφερναν, σιχά- θηκε τό θέαμα των δούλων που μασουλάνε δουλεύοντας στην αυλή, άπο- στράφηκε τους άρχόντους πού τους έβλεπε νά περνάνε, μέ τή σκέψη πώς λίγο πρΙν είχανε κι αύτοΙ καθήσει σε τραπέζι. "Ώρες-ώρες, κάτι σαν πανικός μεγάλος τήν κυρίευε, καΐ τότε έβαζε τή φωνή, καλοΟσε τή βά- για της νά τρέξει. Έφτανε ξεφυσαίνοντας ή ψυχομάννα, μέ τ' άπόπλη- χτα μάτια της γουρλωτά. « Τί έπαθε ή καλή της ; σάν τί σκιάχτηκε ή ακριβή ; » "Ομως, στό μεταξύ, ή 'Ιζαμπώ είχε προλάβει νά συνέρθει. Στύ- λωνε ξερά τό κορμί, έσφιγγε τά φρύδια της σκληρά καΐ τήν άπόπαιρνε. Τί της ήρθε της βάγιας ; ποιος τήν έκραξε ; Καί σύγκαιρα έσφιγγε στά κρυφά τΙς γροθιές της, τόσο πού τά ροδαλά νύχια νά χώνονται μέσα στον τρυφερό καρπό.

Ένα δειλινό, κάτι είδε άπό τό παραθύρι στην αυλή, πού έκανε τήν καρδιά της νά σταματήσει. Κρατώντας τήν ανάσα της, άλαφρόσκυψε, τέντωσε τό λαιμό της. Ξάφνου τρεμούλα δυνατή τήν κυρίεψε καΐ τά πα- γωμένα χείλη της πάνιασαν. Εκεί, στό πηγάδι. Ινας σταβλίτης πάσχιζε νά ποτίσει ένα &οπρο φαρί. Τό ζώο τραβοΟσε τό κεφάλι του πέρα, τό τίναζε πεισματερά, αρνιότανε νά βουτήξει τά χείλη του στή γούρνα. Πρόσεξε ή 'Ιζαμπώ κ* είδε πώς τό νερό είταν θολό. Τό περήφανο φαρΙ αηδίαζε νά πιεί άπό κεί πού είχανε ποτιστεί τ' άλλα ζώα τοΟ κάστρου. Μεμιάς ή οργή συνεπήρε τό σταβλίτη. Διπλιάζει τό λουρί στό δεξί του •{ρύ%, τό ζυγιάζει γοργά, κ* Οστερα, μέ φόρα, τραβάει μιά σκαστή στό πόδι τοΟ φαριοΟ.

Απόμενε κατάπληχτο τό ζώο. Τό κεφάλι του τινάχτηκε πάνω, στύ- λωσε τ' αυτιά, καΐ τό στρογγυλό του μάτι αγρίεψε, άστραψε ψοβερό. Φανερό πώς δέν εϊταν μαθημένο σέ τέτοια μεταχείριση. Μάταια πάσχιζε νά τό ζυγώσει τώρα ό σταβλίτης. Όρθωμένο στά δυό πισινά ποδάρια, χτυπούσε μέ τΙς οπλές τόν αέρα, τιναζότανε πέρα, ξέφευγε, κ' ή κοντή, σκληρή του χαίτη όρθοστηνόταν ανατριχιασμένη, φουντωτή.

Ή πριγκηπέσσα, πού έτρωγε μέ τά μάτια τό θέαμα, έβαλε μιά σκληριά : «Βάγια!» Τό είχε αναγνωρίσει τό φαρί, στό νοΟ της είχε φαντάξει ξάφνου ή θύμηση. . . «Βάγια!» Εκεί -κάτω, στην Καλαμάτα, μιά μέρα κυνηγιού . . . «Βάγια ! Βάγια Ναί, εϊταν τό δικό του τό φαρί, τό ακριβό του, εκείνο πού τήν πήγε στό σύδεντρο τοΟ κάμπου κ' έτσι τόν πρωτογνώρισε . . .

Ή βάγια δέν ερχότανε, χασομερούσε διστάζοντας, υστέρα άπό τά πρόσφατα παθήματα της. Πετάχτηκε όρθια ή πριγκηπέσσα, νά πάει νά τή βρει. "Ομως τή συνάντησε στην πόρτα, γιατί έφτανε ωστόσο.

Βάγια, σέ κράζω καΐ δέν αποκρίνεσαι !

Τρόμαξε ή ψυχομάννα βλέποντας τό αγνώριστο πρόσωπο τής ακρι- βής της.

Καρδούλα μου, τί σοδρθε ; Χριστός και Παναγιά ! . . .

283

Ίζαμπώ τήν &ρποίζε άγρια άπό τό μπράτσο καΐ την Ισυρε στό παραθύρι.

Βλέπεις εκείνον Ικεϊ τό μπόγια ; εκείνον μέ τήν προβιά . . .

Ναι, καλή μου, σταβλίτη; είναι, τόν βλέπω ... μα γιατί μέ σφίγγεις ; μέ πονάς !

Κοίταξε καλά, γνώρισε τον, βάγια ! Τόν πρόσεξες ; . . . Λοι- πόν ! Πήγαινε τώρα να πείς να τόν πιάσουν καΐ να τοΟ μετρήσουν σαράντα ραβ5ιές. *ΑκοΟς ; σαράντα ραβδιές. Κι άπό μένα, Ιτσι να τοΟ ποΟνε.

*Απόμεινε ή βάγια να τήν κοιτάζει άλαλη. Ποτέ της δέν τήν είχε ίδεϊ ?τσι. Ποτέ δέν τήν είχε ακούσει να προστάζει τιμωρία.

Τί μέ κοιτάς ; Πήγαινε !

Χτύπησε τό πόδι της χάμου, τα μάτια της τινάζανε φωτιές. Ζαλι- σμένη ή βάγια έκανε να κινήσει, μα πάνω πού έφτανε στην πόρτα, σαν κάτι να ϊνιωσε, γύρισε πίσω τά κεφάλι της. "Ισια πού πρόλαβε ν' αρ- πάξει τήν ψυχοκόρη της αγκαλιά. πριγκηπέσσα έπεφτε κίτρινη σάν τό λεμόνι.

Τή συνέφεραν μέ κόπο* κι δταν απόμεινε πάλι μονάχη μέ τή βά- για της, πάνω στό φαρδύ, ψηλό κρεββάτι, είχε βραδυάσει πιά. Δέν εί- χαν ανάψει τά καντηλέρια, μονάχα ένας λύχνος έκαιγε μπροατά στό παλιό εικόνισμα της Παναγιάς, θυμητικό τής "Αννας Άγγελίνας. Τό κουβοΟκλι έπλεε στή σκιά.

"Απλωσε τό χλωμό χέρι της ή Ίζαμπώ κ' έπιασε τό γέρικο χέρι της βάγιας. Δέ γύρισε κατ' αυτήν τά μάτια, τά κρατοϋσε καρφωμένα στον άτλαζωτό ουρανό τοΟ κρεββατιοί5, τόν αίματοκόκκινο. Κ' εϊτανε μάτια δίχως βλέμμα.

Φοβάμαι, βάγια, . . . ακούστηκε ψιθυριστή ή φωνή της. Έ ψυχομάννα έσκυψε πάνω της, ανήσυχη.

Σώπα, μή μοΟ μιλήσεις . . . Φοβάμαι ... ώ ! φοβάμαι . . . Απόμειναν κ' οί δυό κρατώντας τΙς ανάσες τους γιά ώρα, δίχως

νά μιλούν.

Πές μου, βάγια, ακούγεται τέλος ή φωνή της πριγκηπέσσας. Πεθαμένος, \ιπορεΙ νά κάνει τήν κοιλιά γυναίκας νά καρπίσει ;

Κύριε ημών 'ΙησοΟ Χριστέ ! σταυροκοπήθηκε ανατριχιάζοντας ή βάγια.

"Οχι, είναι ανάγκη νά μοΟ πεις . . , Σώπασαν.

θά είναι ένα παιδί δυστυχισμένο, λέει σέ λίγο ή Ίζαμπώ χα- μηλόφωνα, σά νά μιλούσε στον εαυτό της.

Τήν κοίταξε παλαβωμένη ή βάγια. Τί έλεγε ; Παναγία Παρθένα ! Της σάλεψε μήπως ό νοΟς ;

Δυστυχισμένο παιδί, δυστυχισμένο! κάνει μέσ' άπό τή σκιά ή φωνή της Ίζαμπώς, ανάλαφρα τραγουδιστή.

Τί λές, καλή μου ;

Γύρισαν τά μάτια πού λάμπανε στό σκοτάδι καΐ κοίταξαν απορη- μένα τή βάγια.

Δέν τό ξέρεις, βάγια, λοιπόν ;

284

ϊί πράμα, καρδούλα μου ;

"Ω, ναί, οδτε κ' έσύ τό ξέρεις, οδτε κ' έσύ. . . ΚαΙ σέ λίγο :

θα γίνω μητέρα, βάγοα *.

Ή γριά 2κανε να βάλει μια φωνή. Ξεφωνητό χαράς. Μα δίχως κι αύτη να τό ξέρει γιατί, Ιφραξε μέ τΙς παλάμες τό στόμα της.

καρδούλα μου ! καΐ τώρα μοΟ τό λές ; έκανε πνιγμένα.

Σσστ ! σώπα . . . , Μη τό ταράζεις στον ΰπνο του . . .

Είτανε τρυφερή ή φωνή της πριγκηπέσσας, φωνή μητέρας.

"Εσκυψε ή βάγια περίεργη, να μάθει πώς, κι άπό πότε. Στα γέ- ρικα σωθικά της κάτι τώρα αναδευότανε λαχταρώντας• μια διψασμένη, καινούργια αγάπη. Ή χαρά της ξεχείλιζε τό στήθος, πλάνταζε :

"Αχ ναί, θυμάμαι... Στην Καλαμάτα, έδώ καΐ δυό μήνες, Μάρτης εϊτανε . . . Ό αφέντης 6 πρίγκηπας είχε κατέβει, σάν πήρε τέλος ό πόλεμος, γιά λίγες μέρες . . . Τότε.

Τό χέρι τής Ίζαμπώς Ισφιξε σκληρά τό χέρι της.

Σώπα !

'Γπάκουσε, πειθήνια, δίχως νά καταλαβαίνει δμως τό γιατί.

Καλά, ησύχασε. Σωπαίνω.

Κι άλλο δέ ρώτησε. Κάθησε έκεϊ, στό τρεμουλιαστό φώς τοΟ λύχνου, νά παραστέκει τήν (^ιοχο-ΛόρΎΐ της, ν* αύτιάζεται τήν άταχτη ανάσα της, ίσαμε πού χαμήλωσε, βάρυνε κ' Ιγινε ήσυχη, ρυθμική.

Τότε σηκώθηκε αθόρυβα, τράβηξε τΙς κουρτίνες τοΟ κρεββατιοΟ κ* έφυγε άκροπατώντας.

Ό πρίγκηπας Ιφτασε άπό τήν Άνάπολη Οστερα άπό δυό μέρες. Τό χαρμόσυνο μαντάτο τόν προϋπάντησε στην αποβάθρα κιόλας, μόλις πάτησε πόδι στή στεριά, γιατί είτανε πολλοί οι βιαστικοί νά τοΟ τό προφτάσουν, και νά πάρουν τά συχαρίκια. Τ' άκουσε δίχως νά σαλέ- ψει μάτι ή φρύδι, φάνηκε μονάχα ευχαριστημένος, καΐ βουτώντας τό χέρι στό κεντητό περσίκι του μοίρασε απλόχερα, χοΟφτες, τά τορνέζα.

Στην πόρτα τοΰ -κάστρου, πηδώντας άπό τό φαρί πού τοΟ είχανε φέρει, πέζεψε ανάλαφρα, μέ κομψή σβελτοσύνη, κι ανέβηκε μέ γοργό βήμα τά σκαλιά.

Ή πριγκηπέσσα τόν περίμενε στή μεσαυλή, τριγυρισμένη άπό τΙς άβρες της, γιορτινά ντυμένες. Είχε φορέσει κι αυτή τόν καλό της τό μανδύα, σταχτή μέ γαρνιτούρα άπό έρμίνα στό λαιμό.

Χαμογελούσε. Μονάχα ή δψη της είταν λίγο χλωμή, τά μάτια της μιά στάλα κουρασμένα. "Ομως αυτό ταίριαζε τόσο στην περίσταση πού δλοι τό σχολίασαν μ' εύμένεια. Καθώς προχώρησε λίγα βήματα νά συντύ- χει τόν πρίγκηπα, τό βάδισμα της πρόδωσε μιά -κάποια αστάθεια, κάτι τό αβέβαιο καΐ τόδισταχτικό. Ώρες -ώρες, Ιτσι, ή απροσπέλαστη τούτη γυναίκα έπαιρνε αθέλητα θάλεγες κάτι τό παιδιάστικο στή στάση της, στή χειρονομία, κι αυτό ανάδινε γύρω της μιά γοητεία σκλαβωτική.

Χαιρέτησε ταπεινά τόν πρίγκηπα* τή φίλησε στό μέτωπο εκείνος.

* Ή Μαχώ τών Βιλλαρδοοΐνων στάθηκε ή πιό δυστυχισμένη άπό δλες τΙς γυναίκες τής γενιάς της.

285

Τστερα ανέβηκαν στα δώματα τους μαζί, κρατημένοι άπότδ χέρι. Π(σω του; σκόρπισε άργοβουΐζοντας τό μελισσολόι οί άρχοντες κ' οί κυράδες.

Άπό την Άνάπολη, ό πρίγκηπας Φλωρέντιος ξανάφερνε τό απτόη- τα πρόσχαρο πρόσωπο του, τη λάμψη της αισιοδοξίας στα μάτια του, κάτι το φωτεινό, το φρέσκο καΐ τό αίθριο πού έκανε αδιάκοπα τήν δψη του να λάμπει. Είταν ακούραστη, καθώς πάντα, ή σπιθάτη ματιά του, ανήσυχη. ΚαΙ γελούσε δπως πρώτα, με τόν ξάστερο εκείνο, δυνατό καγ- χασμό, πού κοβότανε δμως απότομα κι άφηνε μιαν εντύπωση αμηχα- νίας, δυσάρεστη στδν περίγυρο του.

ΤΙς πρώτες ήμερες, ή Ίζαμπώ στάθηκε μπροστά του μέ πραότητα, ανήσυχη κάπως, Οί στιγμές δπου Ιμεναν οΐ δυό τους μονάχοι, της είτανε πιό επώδυνες άπό πρώτα, ή απαντοχή τους άγωνιαστική, σα νά- τανε ν' ακούσει πάντα κάτι πολύ σκληρά άπό' τα χείλη του. "Ομως εκείνος, δταν έφευγε, τίποτα Λχοπο δεν είχε ξεστομίσει. ΚαΙ τότε, μαζί μέ τήν ανακουφισμένη ανάσα πού άφηνε ή Ίζαμπώ, ένιωθε καΐ κάποιαν αόριστη αγανάχτηση να τήν κεντάει, σάμπως καΐ τόν απάνθρωπο λόγο πού περίμενε από τα χείλη του, να τόν χρόνιζε ξεπίτηδες εκείνος, άπό χαιρεκακία ψυχρή, έτσι πού σοφά, μέ σύστημα, να τή βασανίζει.

"Αλλωστε δείχτηκε μαζί της καθώς καΐ πρώτα, ίσως περισσότερο κι άπό πρώτα, γεμάτος ένδιαφέρο, ευγενικός. Της σύστησε ανάπαυση, ξεγνοιασιά, αισιοδοξία, έδωσε διαταγές να τή φρο^τί^ου•^ δσο παίρνει πιό πολύ κ' έβαλε στην υπηρεσία της δυό ακόμα, δικούς του, σκουταρά- τους. Οί φροντίδες τούτες της εϊταν βασανιστικά δυσάρεστες. Βαθιά της, δίχως λόγο, ή κάθε του χειρονομία αντιφέγγιζε σάν αδικαιολό- γητη προοβολΎ}. Ή -ευγένεια του, ή άμεμπτα τυπική, αποξένωνε άντΙ να δεσμεύει.

"Ετσι πέρασε τό καλοκαίρι καΐ μπήκε, τό φθινόπωρο. Τώρα ή Ίζαμπώ ένιωθε βαρύ, δέσμιο τό κορμί της. Ή καινούρια ζωή πού ανα- δευότανε στα σπλάχνα της, ανεπαίσθητα, συστηματικά, είχε αποχτή- σει κιόλας Οπαρξη ζωντανή γι' αυτήν, ανάσαινε μέσα της κ' επιβαλ- λότανε σάν πλάσμα μέ φυσιογνωμία κιόλας, καΐ χαραχτήρα. "Αθελα ή σκέψη της γύριζε ολοένα στό κέντρο εκείνο, στή θερμή και παλλόμενη άπό λαχτάρα να όπάρχΐΐ απαλή μάζα, πού ψαχουλεύει μέσα στό σκο- τάδι τών σπλάχνων να βρει ορό\ίο προς τό φώς. Τρυφερότητες ανα- πάντεχες, ξαφνικές, τήν κυρίευαν τότε, μια ευαισθησία τρεμουλιαστή, καΐ στην καρδιά της στάλαζε βάλσαμο ακριβό ή αίσθηση πώς δέν είναι πια μονάχη, πώς φέρνει μαζί της, πώς πλάθει μυστικά, τήν ισόβια στό έξης συντροφιά της και παρηγοριά.

Εϊταν στιγμές πού ή εσωτερική τούτη αγαλλίαση άχτιδοβολοΰσε κ' εξω, στον άψυχο καΐ έμψυχο τιερί'^Όρο, στά πράματα καΐ στους ανθρώπους. Δάκρυα σιωπηλής χαράς κυλούσαν άπό τα μάτια της Ίζα- μπώς έκ,εΐ πού ρέμβαζε καθισμένη. Έ καρδιά της αύξαινε, πλάταινε. Είτανε πρόθυμη, λαχταρούσε καΐ τόν πρίγκηπα νά συχωρέσει ακόμα, φιλο^οςοΰοζ. νά τόν νιώσει, νά τόν φέρει κοντά της σά φίλο έμπιστικό καΐ σάν προστάτη, νά τοΟ μιλήσει ξάστερα, μέ καλοσύνη, νά τόν ακού- σει νά της μιλάει έτσι κι αυτός, καΐ νά τοΰ χαρίσει απλόχερα τήν ερη- μική της τήν ψυχή.

286

"Ομως, ίγ.εΧ'^ος, πού πρόστρεχε υποχρεωτικά στα κάλεσμα της, στεκόταν ευγενικός, αμετανόητα ευγενικός, μέ τήν ψυχή σφιγμένη σέ χαμόγελο άβρτ^ς φροντίδας. ΚαΙ τό θερμό ποτάμι της διάχυσης, πού είχε ξεχειλίσει για να τόν αγκαλιάσει, πισώστρεφε χοχλακίζοντας, για να καταποθεΐ πάλι στην υπόγεια κι αγνοημένη του φλέβα, σκοτεινό.

Ό πρίγκηπας, γυρίζοντας άπ* τήν Άνάπολη, είχε βρεθεί ζωσμέ- νος άπό μύριες έγνοιες. Ευχαρίστησε θερμά τό σενεσάλο πού τόσο καλά είχε προβλέψει για πάμπολλες υποθέσεις τοΟ πριγκηπάτου, κ' Οστερα, μέ τή συνηθισμένη του αποφασιστικότητα, έδωσε -^ορ^ά. κι αναντίρρητα, σ' 8, τι είχε απομείνει ατέλειωτο, τΙς λύσεις. Συγκάλεσε τήν -ΛούρτΎΐ των βασσάλων καΐ μέ λόγια σταράτα τους έδωσε νά καταλάβουν πώς έχει σκοπό νά περιμαζέψει μέ κάθε τρόκο τήν πλεονεξία τους. Λιγό- τερο ενδιαφέρθηκε γιά τΙς διενέξεις μέ τάγματα εκκλησιαστικά καΐ μοναστήρια. "Οπως κάθε φρόνιμος πολιτικός, έκανε επίδειξη μεγάλης ευλάβειας, ώστε νά μπορεί άπαρεξήγητα ν' αδιαφορεί γιά τήν ουσία. Ό πάπας Νικόλαος ό Δ' είχε πεθά/ει, καί τό κογκλάβιο συνεδρίαζε μήνες τώρα χωρίς νά μπορεί νά λύσει τό πρόβλημα της διαδοχής. "Ετσι, κάποια αβεβαιότητα βασίλευε στά ύπατα ζητήματα της Εκκλησίας. Ή άναποφ.ασιστικότητατοΟκογκλάβιου αντιφέγγιζε αδυναμία χλωμή σ' δλες τΙς εξαρτημένες άπό τήν "Αγια "Εδρα οργανώσεις, κι αυτό αποθράσυνε τους αντιζήλους τους. Ό πρίγκηπας της Αχαίας δμως, ξέροντας καλά πώς στή Ρώμη πηγαίνουν κ' έρχονται αδιάκοπα οΐ πράχτορες δλων τών δυτικών θρόνων καΐ δουλεύουν σκοτεινά. τΙς συνειδήσεις των καρ- διναλίων γιά τήν υποστήριξη τοΟ δικού του ό καθένας υποψήφιου, από- φευγε νά προκαλεί τήν Εκκλησία. Υπολόγιζε έτσι, σοφά, νά μήν εκ- θέσει τό λίζιο αφέντη του, τό ρήγα Κάρλο της *Ανάπολης, στή δυσα- ρέσκεια κανενός δυνατού τή; ημέρας. Τοΰ έφτανε γιά τώρα ή κατά- φωρη αδυναμία των εκκλησιαστικών. Δείχνοντας άπειρη προσήνεια, ματαίωνε τά ζητήματα τους μέ τήν αναβολή.

Περισσότερο δμως τράβηξε τήν προσοχή του ή εσωτερική κατά- σταση της χώρας, πού είχε χειροτερέψει ανεπαίσθητα και θαυμαστά. Κακή προαγγελλόταν ή σοδειά γιά τή χρονιά εκείνη. Επιτροπές βουρ- γησέοι είχαν παρουσιαστεί έδώ - εκεί στους κεφαλάδες καΐ παραπονέ- θηκαν γιά τή μεταχείριση πού γινότανε στους βιλάνους. θέλοντας οί τοπάρχοι νά προλάδοο^/ μέ τόν τρόμο κάθε ανταρσία κυοφορούμενη, είχανε σπρώξει κάποιους βουνήσιους στην εξέγερση. Χωριάτες αδικη- μένοι βγήκανε στό κλαρί κ' οί δημοσιές δέν παρουσίαζαν πιά καμμιάν ασφάλεια. Παραπονιόνταν οί έμποροι πώς δέ μπορούν πιά νά ξανοι- χτούνε σέ μάκρυνες μεταφορές, ή κίνηση στους λιμιώνες ξέπεφτε, αραίωνε ή εξαγωγή κι αυτό χαμήλωνε επικίνδυνα τήν είσπραξη άπό δασμούς. Σέ δυό χωριά δπου κατέβηκαν οί σεργέντες νά βοηθήσουν γιά τό μάζεμα των φόρων, οί βιλάνοι τους υποδέχτηκαν μέ τά ξινάρια στό χέρι. "Επεσαν κορμιά, πεντέξη άπό κάθε \ίίρος. Οί βαρώνοι, μή ξέ- ροντας άλλη ταχτική, κρεμάσανε στά διάσελα, γιά παραδειγματισμό, καμμιά δεκαριά αθώους, ψαρεμένους στην τύχη.

Τέτοιες εϊταν οί έγνοιες πού παίρνανε τόν Φλωρέντιο μακρυά άπό τό κουβοΰκλι της πριγκηπέσσας, Ινώ ή φροντίδα του γιά κείνην γινό-

287

τανε φανερό πώς μεγάλωνε μέρα τή μέρα. Μεγάλωνε, τό έβλεπες, μαζί μέ τό θέριεμα τοΟ παι5ι Ο πού θρέφανε τα σπλάχνα της. Ποτέ δέν εϊ- τανε τόσο φωτεινό τό πρόσωπο του δσο 8ταν ερχότανε, μέ τό ^ορ^6 του βάδισμα, να την ιδεί. Έγερνε πάνω της τρυφερός, μέ χαμόγελο παι- χνιδιάρικης αισιοδοξίας, της έλεγε λόγια χαρούμενα, για να ξεδώσει ό νοΟς της από την αδιαμαρτύρητη μελαγχολία πού τή βάραινε. "Ομως, ξάφνου, σαν κάτι αόρατο να είχε κοπεί άνάμεσό τους, απόμεναν κ' οί δυό ^ο\^6^:>^, μη βρίσκοντας τί άλλο να ποϋνε. ΚαΙ τότε, αυτός, δίχως να χάσει τό χαμόγελο του, πού μονάχα γινότανε τώρα ανεπαίσθητα σκληρό, της φιλοΟσε τό άψυχο χέρι κ' έφευγε, νιώθοντας πώς άπό δώ καΐ πέρα ή παραμονή του θα εϊταν αδέξια.

Σ' ολάκερη τή ζωή του 6 πρίγκηπας Φλωρέντιος δέν έκανε οδτε μια πράξη αδέξια. Κ' ίσως - ϊσως τοΰτο ά/.ριβώς να εϊτανε πού τόν κρά- τησε σ' απόσταση άπό τους άλλους ανθρώπους.

Τότε, εκείνη, γύριζε τό βλέμμα της έξω, στό ύπαιθρο, πού άρχί- ζανε νά τό ^ερ-^ΟΌ^^ οί πρώτοι φθινοπωρινοί άνεμοι. Κοίταζε δίχως σκέψη καμμιά τα φύλλα πού ξεκρεμιόνταν άπό τα δέντρα καΐ στάλαζαν μέ καρτερία άνέλπιδη στή γη. Κοίταζε τόν ουρανό πού σαρωνόταν άπό σύγνεφα μεγάλα, εξογκωμένα, τή θάλασσα πού χλώμιαζε ξά- φνου και πού τή διαπερνοΟσαν ανατριχίλες φευγαλέες, σαν ίσκιοι άπό γιγάντια φτερά. Ό σάλαγος της, πλατύς, ανήσυχος, έφτανε στην ερημική κάμαρα, τή γέμιζε βαρεία μυρωδιά πελάγου. Κοντή γινόταν ή ανάσα, 6 αέρας γύρω κρυερός. Και κάτι σαν τό πελιδνό άντικαθρέφτι- σμα ενός κόσμου υπερτάφιου πλανιόταν στον αέρα, μήνυμα θλιβερό μιας ζωής δίχως τέρμα, δίχως ζέστα, καΐ δίχως κανένα πια καϋμό.

Σ' αδράνεια τέλεια καθόταν ή 'Ιζαμπώ, σα φυτό, νά νιώθει τήν κρυφή κυοφορία των σπλάχνων της, νά τήν ακροάζεται, νά τή βαστάζει. Οί στοχασμοί της γίνονταν δλο καΐ πιό λίγοι, κάτι σά νάρκη Ιδενε τό νοϋ της, τόν παράχωνε σέ πούπουλο χνουδωτό. Δέν ονειρευότανε πιά, δέν τρόμαζε. Τώρα κ' ή θύμιση τοΟ παλληκαριοΟ πού χάθηκε γινότανε μακρυνή, σάν εντύπωση ονείρου πού δ Οπνος πιά δέ θά τό αναστήσει. Ενός ί'^είροΌ απίστευτου, πού κάποτε είδες, μά πού σοΰ άφησε περνών- τας τό άνάπαλο χνοΟδι τοΟ φτεροΰ του πάνω στην καρδιά.

Ή κόρη τοϋ Φλωρέντιου και της 'Ιζαμπώς γεννήθηκε στις 30 τοΟ Νοέμβρη. Έ βάγια, πού έτρεξε πρώτη νά δώσει τό χαρμόσυνο μαντάτο στον πρίγκηπα, τόν βρήκε στή μεσαυλή νά δοκιμάζει Ινα και- νούργιο φαρί. Βλέποντας την νά έρχεται, κατάλαβε κείνος τό σκοπό της, δμως δέ βιάστηκε νά πεζέψει. Έβαλε ξεπίτηδες τό φαρΙ νά κάνει έναν ακόμα γΟρο, τοϋ χάιδεψε τόν τράχηλο μέ τήν παλάμη του, πέταξε τά ρέτενα στό σκουταρατο καΐ τέλος πήδηξε κάτω δίχως βιάση, μέ ξέ- γνοιαστη ελαφρότητα. Οί κινήσεις του εϊτανε πάντα πολύ μελετημέ- νες. Τόσο άφρόντιστη εϊταν ή στάση του ώστε ή βάγια, πού είχε χυ- μήξει νά τόν ζυγώσει, κοντοστάθηκε λαχανιασμένη, δίβουλη. Οί ιππό- τες, νιώθοντας πώς κάτι ιδιαίτερο θά λεγότανε, τραβήχτηκαν παράμερα μέ διάκριση.

Γιά μας έρχεσαι, βάγια ; ρώτησε τέλος δ πρίγκηπας, γυρίζον-

288

τας τό πρόσωπο του χαμογελαστά πάνω άπό τάν ώμο του, Ινώ ξεθηλύ- κωνε σύγκαίρα τό χερόχτι του.

Τα συχαρίκια μου, αφέντη πρίγκηπα ! Xρ^'/ο\^ς πολλούς νά ζή- σει ή κόρη της αφεντιάς σας.

ϊό πρί'^ΐάΓ.ο τοΟ Φλωρέντιου γύρισε πάλι μπρος κ' Ισκυψε στό χερόχτι, πού έμοιαζε νά βγαίνει μέ 5υσκολία. "Ετσι ή βάγια δέν είδε την Ικφρασή του. Δέν την είδε ή βάγια, ούτε κανένας άλλος. Τό χέρι του ωστόσο, μόλις λευτερώθηκε, βούτηξε στό περσίκι, έβγαλε μια χού- φτα τορνέζα καΐ την απίθωσε στην παλάμη της γριάς. "Αν έκρινε άπό τό ποσό ή βάγια, θα έπρεπε νά λογαριάσει πώς ή χαρά τού πρίγκηπα εϊταν αληθινά μεγάλη. Ωστόσο εκείνος δέν τήν έδειξε. "Εστησε πάλο τό κεφάλι του ψηλά, έγνεψε χαμογελώντας στους άρχοντες νά ζυγώ- σουν καΐ τους είπε μέ τήν κρύα του τή φωνή :

Αποχτήσαμε σήμερα, μέ τή βοήθεια τοΟ θεοΟ, μιά κόρη. Μπο- ρείτε νά τό κάνετε γνωστό.

Δέχτηκε τΙς ευχές των αρχόντων κι ανέβηκε στό κουβοΟκλι ττ)ς πριγκηπέσσας.

Ή βάγια ωστόσο κάρφωνε τά μάτια της στην πόρτα άπ' δπου είχε μπει εκείνος, κι απόμενε μουδιασμένη, δίχως νά ξέρει κι αυτή τό γιατί. Λίγο πρίν, σά ροβολούσε τά σκαλιά λαχανιάζοντας γιά νά έρθει νά τοΟ δώσει τό μαντάτο, ένιωθε μαζί μέ τή χαρά καΐ μιαν αόριστη ανησυχία. Τώρα, κοιτάζοντας τήν άδεια κάμαρα άπ' δπου είχε περά- σει ό πρίγκηπας, άναθυμόταν άθελα της μιαν άλλη είκόνα, έδώ καΐ τριάντα πάνω -κάτω χρόνια. Σέ μιά τάπια τοΟ χάστρου, εκεί κάτου στην Καλαμάτα, τό μακαρίτη Γουλιέλμο Βιλλαρδουΐνο, νά στέκεται βα- ρύθυμος καΐ νά κοιτάζει τήν άσπρη πολιτεία πού κοιμάται άνύποπττ^ στή φεγγαροβραδυά. ΤοΟ είχε, τή νύχτα εκείνη, γεννηθεί Ινα παιδί. Κ' εΙταν ά.λλοί\ιθ'^ο κορίτσι. Μήπως ή Ίζαμπώ είχε κληρονομήσει τό φυσικό τοΰζο άπό τή μάννα της, τήν "Αννα Άγγελίνα, νά φέρνει στον κόσμο μονάχα θηλυκά ;

19 Ή ΠριγΗηηϊααα 'Ιζαμτιώ αΌΌ

>*"""■"*■■''

ϋυΐι

*"■■"■"""'"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΓΔΙ

ΑΡΓΣ Ιπεσε ό χειμώνας τή χρονιά ε- κείνη. "Ανεμοι κρυεροί σαρώσανε τόν κάμπο, σβήσανε κάθε λάμπος άπό τόν ουρανό καΐ τΙς σκιές άπό τό χώμα. Πελιδνή ξυπνούσε ή μέρα, μέ τό λειψό της αίμα άναρουφηγμένο, σαν υστέρα άπό ύπνο πού τόν στοίχειωσαν δνειρα κακά. Τα πουλιά Ιφυγαν τρομαγμένα, πρΙν της ώρας τους, κυνηγώντας τδν ήλιο.

Τότε κάτι σάν τρόμος αόριστος απλώθηκε σ* 8λη τή χώρα, μιά σιγα- νή, σύσμιχτη βουή άπό τό στόμα των πεινασμένων. Τά βράδυα, μέ τό ήλιό- γερμα, οί συνοδίες των αφεντάδων πού ταξίδευαν ή γύριζαν άπό τό κυ- νήγι, συναντοΟσαν στό ^ρ6\ιο τους πλά- σματα ακατονόμαστα, κάτι σά σκέλεθρα πού τά ξέρασε, πράσινα καΐ νωπά άπό τή μούχλα της γης, τό στόμα τοΟ τάφου. Σέρνονταν κουρε- λιάρικα στ* αυλάκια, σκαρφάλωναν στά μπάζα των δρόμων γαντζώνον- τας τά δάχτυλα τους σπασμωδικά, άνοίγανε τό στόμα τους μαΰρο, και κοίταζαν γύρω μέ μάτι γυάλινο, ψόφιο, θαμπό. Οί βιλάνοι λιμοχτονοΟ- σαν. Σάν τσακάλια πού ξεσκαρίζουν μέ τό σύθαμπο, παρατάγανε τά χωριά τους, τΙς καλύβες άπ* δπου δέν έβλεπες πιά ούτε 2να γαϊτάνι ν' ανεβαίνει καπνός, καΐ πιάνανε τά περάσματα. Δέ ζητιανεύανε. Τά γδυμένα άπό σάρκα χέρια τους δέν είχανε λές τή δύναμη νά σηκωθοΟν, νά τεντώσουν τή χούφτα. Λέξη δέν Ιλεγαν κοίταζαν μονάχα. ΚαΙ τό μάτι τους, τό ναρκωμένο καΐ βαρύ, είχε Ινα χαραχτηριστικό αλλόκοτο, νά τό βλέπεις μπροστά σου κι δταν ακόμα δέν τό κοιτάζεις, νά τό νιώ- θεις σάν είχες άντιπεράσει, καρφωμένο στή ράχη σου.

Σήκωναν μέ κόπο τό κεφάλι τους, ακούγοντας καβαλαρία νά ζυ- γώνει, τό στήνανε στό λιπόσαρκο λαιμό, κρατούσανε τήν ανάσα τους καΐ πρόσμεναν. Ή συνοδία περνούσε. Τότε, δίχως λέξη, σωριάζονταν πάλι μονοκόμματοι, σά σωρός κόκκαλα ξερά, κι απόμεναν κεραυνωμέ- νοι, μέ τά δόντια στό χώμα.

Κάποτε, περνώντας, τους άκουγες νά βγάζουν Ιναν άχό παράξενο, τρεμουλιαστό, σάν τραγούδι. Δέν ξεχώριζες λόγια. Μιά γλώσσα

290

στεγνή καΐ πυρετοφρυμένη αναδευότανε π{οω άπό τό σκοπό, πηχτή. Κυμάτιζε αδύναμο τό τραγοΟδι πάνω στον βραδυασμένο κ' ίρτι^ο κάμπο, ξετυλιγότανε κ' έκλωθε σαν καπνός, Ιλυωνε στην απόσταση, 8μως καΐ τόίε δέν Ιλεγες πώς έχει σωπάσει. Τό έπαιρνες θαρεϊς μαζί σου, τ' ά- κουγες ατέλειωτα να σοΰ τριβελίζει τ* αυτιά, ένιωθες πώς στό έξης θα σέ κατοικεί καΐ θα σέ στοιχειώνει.

Είδανε στό κάστρο ανθρώπους τής γ,ούρτΎΐς πού ήρθαν άπ' έξω κα- τάχλωμοι, σαν αλλοπαρμένοι, καΐ πού δέν ξέρανε νά ποΟνε γιατί. Σχά μάτια τους μέσα, τρομάρες περνοϋσαν ακόμα, άντιλάμποντας κρυερά. Σα νά είχαν διασταυρωθεί στό δρόμο τους μέ λιτανείες άπό λείψανα πού πορεύονταν βρυκολακιασμένα.

Ό πρίγκηπας έλαβε μέτρα. Πρόσταξε τους κεφαλάδες ν' ανοίξουν τΙς γιστέρνες των δυναμαριών τους καΐ νά δώσουν στάρι, λάδι, καλα- μπόκι στους βιλάνους των φίε τους. Αυτός ό Ιδιος, για νά γίνει παρά- δειγμα, έβαλε νά μοιράσουν τό ένα πέμπτο άπό τΙς σοδειές τών κάστρων πού είχε στην άμεση εξουσία του. Γιά τους σκλάβους πού ξεσηκώνονταν έδωσε οδηγίες νά κάνουν οί τοπάρχοι, δσο εϊτανε βολετό, στραβά μάτια καΐ νά μήν τους έξερεθίζουν μέ ποινές αγύριστες. Τέτοιες ό θάνατος, δ ακρωτηριασμός ή ό ραβδισμός δ)ς τό σακάτεμα. Τους παλατιανούς του τέλος τους ορμήνεψε σοφά νά μή τριγυρίζουν στην Οπαιθρη χώρα παρα- στολισμένοι, βελούδα, μεταξωτά, έρμίνες καΐ τά ρέστα, πράμα πού θά γαργάλιζε τ' αρπαχτικά ένστιχτα τών λιμασμένων, θά έδινε αφορμή σέ ληστείες ή κι ακόμα θά τους ξυπνούσε τήν αγανάχτηση.

Τά θεάρεστα τούτα μέτρα, λιγοστή γιατρειά Ιφεραν στό κακό. Ή πείνα είχε περσέψει. Σά σταγόνες νερό πάνω σέ κυρ^ύμί'^ο σίδερο, εξα- τμίστηκαν ακαριαία οί διανομές. Οί τοπάρχοι έφαρμόσανε τό φιλάν- θρωπο πρόγραμμα της δικαιοσύνης μέ κρύα καρδιά καΐ σέ ποοοατά πού δριζε τοΰ καθενός τους ή συνείδηση. "Οσο γιά τΙς ποινές, έδώ ή συμ- μόρφωση μέ τήν όρμήνεια τοΟ πρίγκηπα έβρισκε λιγότερες δυσκολίες, γιατί οί πεινασμένοι δέν είχανε πια τό '^ζΟρο νά ξεσηκώνονται. Ή με- γαλύτερη ενόχληση πού μπορούσανε νά κάνουν εϊτανε νά πεθαίνουν κο- παδιαστά, νά μένουν άθαφτοι καί, κατ' ανάγκη, δταν δέν προλάβαιναν τόσοι πού είτανε τά σκυλιά ή τά δρνια νά τους φάνε, νά μολεόοΌ"/ τόν αέρα μέ τή βρώμα της νεκρίλας ή μέ αρρώστιες σιχαμερές. Λίγο- λίγο οί άνθρωποι τών κάστρων άποτραβήχτηκαν πίσω άπό τά χοντρά τους τά τειχιά γιά νά έρχονται δσο μπορεί σέ λιγότερη συνάφεια μέ τό σκουλήκι πού μερμηγκιάζει στον ανοιχτό αέρα. Ένα χώρισμα έγινε ανά- μεσα στους τροφίμους τών δυναμαριών και τους πεινασμένους τοΟ βουνού ή τοΰ κάμπου. Τό τραγούδι τών φαντασμάτων έπαψε πιά νά φτάνει στ* αυτιά τών ζωντανών. Κ' Ινα είδος ησυχίας μακάβριας απλώθηκε γύρω, μιά γαλήνη πού κι άν δέν έμοιαζε μέ τήν αλλοτινή, τή γελούμενη, του- λάχιστον ανάπαυε τ' αύτΙ κι άφηνε τή συνείδηση ατάραχη, νά κοιμάται.

Ό πρίγκηπας, στην περίσταση τούτη καθώς και στις άλλες, έδειξε γνήσια προσόντα ηγεμόνα. Μονάχος αυτός δέν τρόμαζε νά έρχεται σέ συνάφεια μέ τους καταδικασμένους. Καβάλα στό φαρί του, μέ συνο- δία μικρή άπό τρεις σκουταράτους. Ινα - δυό φρεμενούριους καλόγερους της Κλαρέντζας, κ* Ινα γερακάρη ντόπιο γιά οδηγό, ξεκινούσε κάθε

291

τόσο για τα χωριά, τά κοντινά τ) τα μαχρυνβτερα. "Εμπαινε στα χαμό- σπιτα, μοίραζε δ, τι είχε να μοιράσει, ε5ινε κουράγιο στους χωριάτες μέ λόγια παρηγοριάς, και μέ υποσχέσεις. Έ παλιά του τόλμη κ' ή αι- σιοδοξία δέν τόν εϊχανε παρατήσει. "Αλλωστε βρισκότανε στον ανθό της ηλικίας του" άγαποΟσε τό χωρατό, τό πέριγέλασμα, τ' άλογα, τ' άρματα καΐ τό πιοτό. Στη• συντροφιά του είχε πάντα κάποιον πού, θεληματικά γ) άθελα, γινόταν ό στόχος στις κοροϊδίες. "Αρχιζε τά πειράγματα ό πρίγκηπας κι άκολουθοΟσαν οί άλλοι, για νά τοΟ γίνονται αρεστοί. Τότε, τό γέλιο τοΟ Φλωρέντιου ξέσπαζε δυνατό, τρανταχτό, λιγάκι κρύο μο- νάχα. Οί σύντροφοί του, δίχως νά τό μολογοΟνε, τό βρίσκανε δυσάρεστο. Σήμερα, πηγαίνοντας στό μονοπάτι πού έζωνε σερπετώντας τη βου- νοπλαγιά, είχε καλέσει δίπλα του τό φρεμενούριο της συνοδίας καΐ τοΟ ζητοΟσε λατινικά ρητά πού παινεύουν τό κρασί καΐ τους χαροκόπους. Ό καλόγερος, κολακεμένος, είχε πάρει στά σοβαρά τό ζήτημα κ* επι- στράτευε τΙς θύμισες του άπό διαβάσματα εκκλησιαστικά. Ξάφνου, δυό τρεις σταλαματιές πέσανε βαριά πάνω στό χέρι τοΟ Φλωρέντιου πού κρατούσε τά ρέτενα. Οί σκουταράτοι της ακολουθίας, πού είχανε μείνει πιό πίσω, βιάσανε τ' άλογα τους.

Αδελφέ, λέει 6 πρίγκηπας στον καλόγερο, Βαρώ πώς τραβάτε την κουκούλα σας καΐ σκεπάζετε τό κεφάλι σας.

Τδντι, άρχοντα μου!

Κι δμως οί μάρτυρες δέν τρομάζανε τη ^ρογτ], τόν άνεμο ή τά χιόνι . . .

Ό άνθρωπος απόμεινε σαστισμένος.

Αφέντη πρίγκηπα, κάνει τέλος δισταχτικά, δλοι»δέν είναι δια- λεχτοί τοΟ θεοΰ γιά νά δεχτούν τό φωτοστέφανο τοΟ μαρτυρίου.

ΚαΙ ποιος διαλέγει τους διαλεχτούς; Ό Πανάγαθος βέβαια.

Τότε θά πει πώς Ιχουν κάνει πολύ βαρειά αμαρτήματα οί δια- λεχτοί.

Γιατί, άν επιτρέπει ή χάρη σου ;

Γιατί άν οί κακοκαιρίες είναι γιά τους μάρτυρες κ' ή καλοσύνη γιά τους άλλους, τότε διαλεχτοί δέν είναι οί πρώτοι παρά οί δεύτεροι, δπως έλόγου σας νά πούμε.

Ό φρεμενούριος μπερδεύτηκε, δμως δέν πρόλαβε καΐ νά σκαρώσει τήν απόκριση του. Ό ουρανός είχε άπό ώρα βαρύνει, μύριζε γύρω χω- ματίλα πιπεριστή, καΐ πουθενά στον κάμπο καΐ στό βουνό δέν έβλεπες ζί'^τρο ή καλύβι. Ή μπόρα ξέσπασε, δαρτή.

Σφιγμένη γύρω στον πρίγκηπα ή συνοδία πορεύτηκε γιά ώρα, νιώθοντας τό κρύο νερό τοΰ Γενάρη νά της κρουνελιάζει στους ώμους, στά μπράτσα, στά πλευρά, νά χώνεται άπό τό λαιμό καΐ νά κλαδώνεται στή ράχη. Τά ρούχα κολλούσαν πάνω στό κρέας πλαδαρά.

Πήγαιναν τώρα αμίλητοι, καμπουριασμένοι, μέ τη βαρυθυμιά πού σταλάζει στην ψυχή ό θυμός των στοιχείων κ* ή κάποια έμφυτη ανη- συχία γιά τά επακόλουθα. Μονάχα ό πρίγκηπας κρατούσε τό κέφι του, μιλούσε καΐ κάγχαζε δίχως νά παίρνει απόκριση άπό κανένα. Δέ βρή- κανε γιατάκι, ή δέντρο τουλάχιστο κουφαλιασμένο νά βάλουν τό κε••

292

φάλο τους, παρά μόνον αργά τό βράδυ. Στό χωριάτ^κο καλύβι ή φωχίά είτανε λιγοστή, τά κούτσουρα, νοτισμένα κι αυτά, τρίζανε καΐ κάπνι- ζαν. ΠροτοΟ καταφέρουνε νά καλοστεγνώξουν, αποκοιμήθηκαν δπως- δπως. Τή νύχτα άκούσανε τόν πρίγκηπα νά κουβεντιάζει ακόμα, μονά- χος, μέ ζωηρότητα ασυνήθιστη. Τό πρωί, σαν ξύπνησαν, τόν βρήκανε περιχυμένον άπό σύγκρυα τρανταχτά, τά δόντια του νά κροταλίζουν καΐ τά πρόσωπο του νά λάμπει οόφλο-^ο άπό τή θέρμη.

Τόν 2φεραν πίσω στό χχοτρο, μέσα σέ φορεΤο πρόχειρο, άπό κλα- διά. Ό γιατρός που ήρθε νά τόν ιδεί δέ δυσκολεύτηκε γιά τή διάγνω- ση. Έ πούντα εΤταν πασίδηλη.

Κ* Ιτσι άρχισε ή αρρώστια τοΟ πρίγκηπα πού 2βαλε σ* ανησυχία σοβαρή ολάκερο τό πριγκηπατο. Τΐς πρώτες ήμερες, τό κακό είχε πά- ρει τ* απάνω. Βαρειά, σφυριχτή ξέφευγε ή ανάσα τοΰ άρρωστου, τά μά- τια του έμεναν επίμονα σφαλιστά καΐ κάτι σάν άχνα πνιγερή, χνώτο φω- τιάς ίμοιαζε νά τυλίγει τό πρόσωπο του. Τό συνηθέστερο βουτηγμένος σέ νάρκη, δέ φαινόταν ούτε ν' ακούει ούτε νά νιώθει τί γίνεται γύρω του. Τόν άκουγαν συχνά νά παραμιλάει, καΐ τότε είτανε λόγια ανεξή- γητα γιά τους τριγυρινούς του, ονόματα πρωτάκουστα, μέ ήχο ξενικό. Πρόσταζε συντρόφους αόρατους ή ερχότανε σέ λόγια μαζί τους γιά συμφέροντα -άγνωστα, μοιρασιές τόπων, πού κανένας ποτέ δέν τους είδε οδτε τους άκουσε. Ό ξάδερφος του δ Έγγελβέρτος ντέ Λιντερκέρκε, πού βρέθηκε §να τέτοιο βράδυ κοντά στό κρεββάτι τοΟ άρρωστου, αναγ- κάστηκε νά εξηγήσει πώς τά ονόματα πού άκουγαν είτανε φλαμαντέζι- κα, θύμισες εφιαλτικές άπό τή μακρυνή πατρίδα.

*Ανάβανε τό μεγάλο τζάκι, πού είχε μαυρίσει τόν τοίχο γλύφοντας τον γιά χρόνια, άπό τόν καιρό τόΟ Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, καΐ κα- θισμένοι γύρω, ή πριγκηπέσσα κ* οί στενότεροι τής -κοόρτης, παρα- στέκανε τόν πρίγκηπα αμίλητοι ή σιγοκουβεντιάζοντας. Τρίζανε τά ξύλα στή φωτιά, αναλαμπές ξαφνικές καΐ πρόσκαιρες άνασέρνανε τά σοβαρά γύρω πρόσωπα άπό τή σκιά, τό &^ζ\ι6βροχο κροτάλιζε στά παραθύρια. "Άκουγες 2ξω, πίσω άπό τόν κρουνελιαστό φράχτη τής νεροπο'^τΫις, κα- νένα σκυλί αλαφιασμένο νά γαβγίζει. Κάποιο ξύλο άπό τά έπιπλα, άνα- κλαδίζοντας τους αρμούς του στή χλιαρή ανάσα τής φωτιάς, τανυζότανε μέ ξαφνικό τρίξιμο. Κ' ή μυρωδιά τοΟ ρετσινιού πού άργοστάλαζε στό τζάκι, ανάκατη μέ τήν περονιαστή τής υγρασίας άπό τά μαΟρα δοκά- ρια της σκεπής καΐ μέ τή γλυκερή άπόπνοια τής αρρώστιας, πύκνωναν τόν αέρα, τόν έδεναν πηχτά, έτσι πού νά μουδιάζει τά ματόφυλλα καΐ νά μαυλίζει Οπουλα τόν Οπνο.

Μονάχα ή Ίζαμπώ δέν άποκαρωνόταν. Τό μάτι της, χωνεμένο τώρα καΐ κατάκοπο Οστερα άπό τή γέννα, καρφωνόταν ωστόσο στή φλόγα άγ,οίμητο καΐ κοίταζε στυλά, δίχως νά ρεμβάζει. Είτανε στρα- φταλιστό κι άγρυπνο τό μάτι της, μέ κάποιαν αγριεμένη λάμψη βαθιά στην κόρη. Δίχως νά σαλεύει, τά ένιωθε δλα γύρω της, τό κύλισμα στον (>πνο τοΟ κοντόσταβλου, τόν ΣαΙντ - 'Ομέρ πού λογοπαίζοντας ζύ- γωνε άπό τά πίσω τό θρονί τής Γουλιέρμας καΐ τώρα, άλαφροσκυμμέ- νος πάνω στά μαλλιά της, κάτι μουρμούριζε αδιόρατα καΐ σφυριχτά. Νιώθει τά μαΟρα μάτια τής Όρσίνι νά πεταρίζουν ακόρεστα, άνήσυ-

293

χα, νά λαμπαδ^άζουν στ' άκουσμα της ανάσας πού χαϊδεύει τ' αδτί της. Ό καπελάνος, μισοχοιμισμένος, ξεκοκκίζει ακόμα τό προσευχο- λόϊ του μουρμουρίζοντας μπερδεμένα λατινικά. Στό βαρύ βυσσινί μετα- ξωτό, πού κρέμεται άπό τόν ουρανό τοΟ κρεββατιοΟ, ξεκόβεται καλο- γραμμένη και σαν άψυχη ή κατατομή τοΟ πρίγκηπα, πού Ιχει τα μάτια του σφαλιστά καΐ μιαν επίσημη αυστηρότητα, πρωτόφαντη γι' αυτόν, στό στιλπνό μέτωπο, στά φτενά χείλη.

Τόν βλέπει χωρίς νά τόν κοιτάζει. Δέν τόν αγάπησε ποτέ" μονάχα κάποια στιγμή, τήν πρώτη, της κολάκεψε τόν έγωϊσμό της. Κι δμως είναι λεβέντης ώραϊος καΐ λαχταριστός. Εϊταν. Τώρα είναι 6 πατέρας τοΟ παιδιοϋ της, τοΟ παιδιοϋ πού κοιμάται χερουβικά στην κούνια, μέσα στό κουβοΟκλι. Είναι δ πατέρας τοΟ παιδιοΟ της κι αυτό δέν της τόν κάνει •κο'^χψότερο. Μονάχα ίερό τόν κάνει. "Ατολμα τά δάχτυλα της, μέ πρόφαση νά στρώσουν τά τεντωμένα μαλλιά στον κρόταφο, αγ- γίζουν τό σημείο δπου, πίσω άπό τό διάφανο δέρμα, φεγγίζει ό μελα- νός σταυρός. Σύγκρυο λιανό της τρέχει τότε στην επιδερμίδα. Και τά μάτια της, πού πότε αγριεύονται κι άλλοτε πάλι θολώνουν, καρφώνουν μ' Ινταση τή φλόγα, τήν ψαχουλεύουν, ανήσυχα. Ό άντρας αυτός, άν φύγει άπό κοντά της, θά πάρει στά σφραγισμένα χείλη του Ινα μεγάλο, βαθύ ερωτηματικό.

Κι δμως είταν αναγκασμένη νά μήν αφήνεται στή νάρκη τούτη πού πνίγει τήν ψυχή μά σύγκαιρα ξεκουράζει τό μυαλό, τό λύνει σά μέσα σέ χλιαρό λουτρό. Τώρα Λού ό Φλωρέντιος έλειψε άπό τή θέση του, Ιπρεπε νά στέκεται στό πόδι του αυτή, νά γνοιάζεται γιά τΙς δουλειές τοϋ πριγκηπάτου, νά δέχεται τους βασσάλους πού Ιρχονταν ταξιδευτές άπό τά μάκρυνα τους τά καστέλλια, νά λέει τί θά κάνουν στην περίσταση τούτη καΐ στην άλλη. Συχνά, καθισμένη στή μεγάλη σάλλα, κάτω άπό τόν μεταξωτό οδρανό μέ τό κεντητό οΖκόσημο, προέδρευε σέ παρλαμά- δες, ακροαζότανε λόγους, εΙταν αναγκασμένη ν' αποκρίνεται ανάλογα κι αυτή. Δέν είχε χάσει τήν παλιά της τή βασιλοπρέπεια. "Ηξερε νά κρατάει πάντα τό κορμί της επίσημα στητό. Μονάχα τά μάτια της εί- χανε τώρα μιά σκιά χυμένη κάτω άπό τό βλέφαρο, κ' Ιτσι καθώς είτανε κομμένα δέν έμοιαζαν πιά μέ τά πολύτιμα κι απάνθρωπα μάτια ενός είδώλου. Ή φαντασμαγορία τους είχε γίνει σκεφτική καΐ πιό βαθειά, κ' εϊτανε πιότερο ανθρώπινα, πονετικά, τώρα.

Ένα βράδυ μπάσανε στή μεγάλη σάλλα κάποια αντιπροσωπεία άπό έμπορους ξενομερίτες, Βενετσιάνους πού έρχονταν νά πουλήσουν τήν πραμάτεια τους στό Μοριά. Συνάδελφοί τους άπό τή Βενετία τους εί- χαν επιφορτίσει, μέ τήν ευκαιρία τούτη, νά διαμαρτυρηθούν γιατί πολ- λές παραγγελίες τους σ* έμπορους τής Αχαίας δέν έφταναν στον προο- ρισμό, χρόνιζαν αδικαιολόγητα ή γινότανε φανερό πώς ποτέ δέν είχανε ξεκινήσει άπό τήν Κλαρέντζα. "Αν τό φέρσιμο τούτο συνεχιστεί, νά ξέ- ρει τό πριγκηπάτο πώς ή γαληνότατη Δημοκρατία θά κόψει κάθε εμπο- ρική σχέση μέ τό Μοριά, καΐ τότε νά ίδοΟμε ποιος θά βγει χαμένος . . .

"Ακουσε ατάραχη ή Ίζαμπώ τΙς διαμαρτυρίες, καΐ μέ τό μάτι αδιάφορο περιεργαζότανε τά φορέματα τών αποσταλμένων τά λουσάτα, τά διαμαντικά πού είχανε στά δάχτυλα, τΙς αγέρωχες κι άκατάδεχτες

294

μορφές τους. Είχανε ποΧΚοί, οί περισσότεροι ηλικιωμένοι, μέ γενειάδες ασημιές πού κυμάτιζαν μυρωμένες πάνω στα στήθια τους. Κάμποσοι εΐ- τανε καΐ νεώτεροι, μέ γένεια μαΟρα καλοψαλιδισμένα, γυαλιστερά μά- τια ακόρεστα. Άπό τό θρονί της, τό υψωμένο πάνω σέ ^άβρο μέ τρία σκαλοπάτια, τους έβλεπε δλους, αραιωμένους μπροστά της, να τήν κοι- τάζουν καΐ ν* άκοΟνε μέ προσοχή τά λόγια τοΟ επικεφαλής τους πού μιλοΟσε μέ δύναμη κι αύθάδεια.

"Οταν άπόσωσε τήν ίμιλία του δ Βενετσάνος, πλατειά σιωπή έπεσε ατή μεγάλη σάλλα. Έξω ό καιρός είχε βαρύνει πάλι, Τά λαδόχαρτα τών παραθυριών τά κεντούσανε τά δάχτυλα τής βροχής. Ξενομερίτες καΐ παλατιανοί έστρεψαν ερωτηματικά τά μάτια τους στην πριγκηπέσσα.

Κ' εκείνη, άφοΟ στάθηκε ακόμα λίγο, σά νά μήν είχε νιώσει κάν πώς ήρθε τώρα ή σειρά της νά μιλήσει, σηκώθηκε τέλος, ήρεμη.

"Αρχοντες έμποροι, λέει μόλις σαλεύοντας τά χείλη της, ακού- σαμε τΙς διαμαρτυρίες σας καλόκαρδα καΐ θλιβόμαστε γιά τή ζημιά πού γίνηκε σέ σας καΐ στους εδικούς σας. "Ομως γιά τή ζημιά τούτη δέν είναι φταίχτες οι άνθρωποι μας. Ό θεός νά σας φυλάξει άπό τήν αμαρ- τία ν* άδικοβάλετε αθώους. ΚαΙ θέλουμε νά σας ρωτήσουμε κ' έμεΤς, μιδς κ* ήρθε ή σειρά μας : Ξέρετε σέ τι τόπο ξεμπαρκάρατε ; Νά σας τό ποΟμε : Σέ τόπο συφοριασμένο, πού τόν δέρνει, μήνες τώρα, ή πείνα καΐ τό θανατικό. Σέ τόπο άμοιρο διπλά, γιατί άλλοτε εϊταν ευλογημέ- νος καΐ τώρα δέν έχει σπειρί σιτάρι ούτε γιά νά ταΐσει ένα πουλί. Έβγάτε στΙς δημοσιές καΐ κοιτάξτε τους βιλάνους μας. Στά χαντάκια ξεψυχάνε, σκαλίζοντας μέ τά νύχια τους τό χώμα πού στέρεψε καΐ δέν Ιχει πιά σπόρο νά τους θρέψει. ΚαΙ τά σπίτια τους είναι κρΟα, κι άπό τή σκεπή τους δέν βγαίνει πιά καπνός. ΚαΙ τό άνεμόβροχο τους δέρνει ολημερίς, ή νύχτα τους παγώνει δπου τους βρει πεσμένους . . .

Μίλησε έτσι, δίχως νά σηκώνει καθόλου τή φωνή της, δίχως νά προφασίζεται μιαν υστερόβουλη συγκίνηση. Ζωγράφιζε μέ πιστότητα αξιοπρεπή τό πένθιμο- δράμα, πού τό μάντευε γύρω της, πίσω άπό τά χοντρά τειχιά τοΟ κάστρου, νά ζωντανεύει. Τά μάτια της, τά κουρα- σμένα, σεργιανίζανε σύγκαιρα δεξιά - ζερβά πάνω στά κεφάλια των έμπορων. Ξάφνου σταμάτησαν κάπου, στυλώθηκαν, τρέμισαν.

Ή μπόρα είχε ξεσπάσει έξω, κεραυνωτή. Στή σκεπή τής σάλλας, πάνω στά μαυρισμένα δοκάρια, πλήθυνε καΐ πέρσεψε τό πλατάγισμα τοΟ νεροΟ. Χάθηκε ή φωνή τής πριγκηπέσσας γιατί όλονών τ* αυτιά γέμισαν άπό τό σάλαγο τής '^εροπο-'/της. "Ομως τά μάτια της εκείνης έμεναν καρφωμένα σ' Ινα κεφάλι έμπορου, άπό τά πιό μάκρυνα, πίσω - πίσω στην τελευταία αράδα, καΐ στό λαιμό της κάτι σάν κόμπος είχε ανέβει καΐ τόν έφραξε.

Περίμεναν ακόμα λίγο οί Βενετσάνοι, νά σιγάσει δ σαματάς, ν' ακού- σουν τή συνέχεια, δμως τό πράμα άρχιζε νά τραβάει σέ μάκρος. Ή πρι- γκηπέσσα, μέ θολό μάτι, άνοιξε τά χέρια της μηχανικά καΐ ξανάπεσε στό θρονί της. Αναδεύτηκαν τότε μέ αμηχανία κ' εκείνοι, άλληλοκοιτά- χτηκαν κ' είπανε αναμεταξύ τους νά τραβηχτοΟνε. Στον τσαμπρελιάνο, πού είταν ό πιό κοντινός, εξήγησαν πώς θα ξανάρχονταν τήν άλλη μέρα.

"Ομως ή πριγκηπέσσα, πού είχε πάρει τώρα τό βλέμμα της άψυχο

295

άπό τόν τελευταίο εκείνον, Ιγνεψε να σταθοϋνε καΐ μίλησε χαμηλόφωνα στον τσαμπρελιάνο.

«Ή βραδυά είναι πολύ άσχημη, δέν πρέπει ν' αφήνουν ξένους αν- θρώπους να φύγουν μέ τέτοιον καιρό άπό τό •κ.άατρο. Να τους βάλουνε στον ξενώνα να κοιμηθοΟν. Κι αδριο, Ιχει δ θεός.»

Βαθυπροσκύνησαν οι Βενετσάνοι κι άρχισαν ν' άποτραβι&νται, σέρνοντας τα πό5ια τους στό πλακόστρωτο. Καθώς μετατοπίστηκαν, κάμ- ποσοι άπό τοδς τελευταίους βρέθηκαν πρώτοι. "Ετσι μπόρεσε ή πριγ- κηπέσσα να ξαναδεί, καθαρότερα τώρα, τόν ίμπορο που της είχε τρα- βήξει λίγο πρΙν τήν προαογΎΐ. Εϊτανε νέος, μέ γένεια μαλακά καΐ μέ ξάστερα καστανά μάτια. "Ομως όχι, δέν Ιμοιαζε τό βλέμμα του μ' έ- "κείνο πού θάρεψε πώς είδε εκείνη πρίν. Κ' Ινα σκουφί χαμηλό, πρά- σινο, πάνω στά κυματερά μαλλιά . . . "Αγνωστη μορ'ψΎ], ξένη !

Τους είδε νά ξεμακραίνουν στή σάλλα, νά βγαίνουν άπό τή μεγάλη πόρτα αντίκρυ* Ινας στεναγμός τγ)ς άδειασε τό στήθος. Κάτι σα σπαρα- γμός καΐ σαν ανακούφιση μαζί. Παναγία Παρθένε ! πώς μηορ^Χ νά γε- λαστεί κάποτε ό άνθρωπος . . . Νά βλέπεις φαντάσματα, ίσκιους νεκρών, στό φώς τής ημέρας . . .

Ήρθε '^ορ^η, γοργότερη άπό χτες, ή νύχτα τό βροχερό τοΟτο βράδυ. Άποτραβηγμένη στό κουβοΟκλι της ή πριγκηπέσσα, είχε ξεντυθεΐ τό επίσημο φόρεμα τής \)ν:ο^οχΫις καΐ καθόταν συλλογισμένη μπροστά στό αναμμένο τζάκι. Έκεϊ τή βρήκε τό σκοτάδι.

Καθότανε καΐ δέ μιλοΟσε. Μιά-μιάοί άβρες, άπαυδημένες νά σω- παίνουν, είχαν αποτραβηχτεί επιτήδεια, γλιστρώντας σά σκιές. Στή δι- πλανή κάμαρα, τή δικιά τους, είχαν ανάψει κιόλας τους λύχνους καί κουβέντιαζαν πρόσχαρα, τραγουδούσανε παρτοΟρες, χασκάριζαν. Στό κουβοΟκλι τής πριγκηπέσσας απόμεινε μονάχα ή βάγια, πού κι αύτη, νανουρισμένη άπό τό τρίξιμο τής φωτιάς, τή γλυκεία Ικλυση τής ζέ- στης, είχε αποκοιμηθεί στό θρονί της. *Από τή γωνιά, δίπλα στό με- γάλο τό κρεββάτι, κάπου -κάπου Ινα κλάμα μωροΟ ξέσπαγε καΐ πάλι μώρωνε, Έκεϊ, στή σκαλιστή της κούνια, κοιμόταν ή πριγκηποπούλα ή Μαχώ.

Παράδοξη ταραχή εϊτανε χυμένη απόψε στην ψυχή τής Ίζαμπώς. Γιά Ινα δΧάχερο χρόνο, δπου κάθε τρικύμισμα είχε καταπέσει, δπου κ' ή τελευταία σπηλιάδα έσβησε θαρεΐς γιά πάντα πιά, μιά γαλήνη βαρειά, νεκρική, είχε απλωθεί πάνω στΙς θύμισες τών περασμένων. Ηρέμησε ή ψυχή της, μέ τήν ηρεμία εκείνη τήν άσύνειδη, τήν ίδια μέ τό άποκάρωμα τής νύστας. Μονάχα γιά τήν κόρη της λαχτάριζε μέσα της μιά τρεμουλιάρα αγάπη, στοργή φανατική• κάτι σά φόβος σκοτει- νός, τρομάρα μπροοτά. στό άγνωστο, ψύχωση νά τήν προστατέψει ενάν- τια σ' αόρατο εχθρό. ΚαΙ νά πού τώρα, ολότελα άνατιάντεχα, Ινας ολά- κερος κόσμος, θαμμένος στή χόβολη, Βαρείς καΐ στοιχειώνει ξάφνου. Παράδοξη τρομάρα ! Κάτι σάν τόν ά'ηίλΛΧο ενός ονείρου πάρα ζωντα- νοΟ, πού τό είδες τή νύχτα, καΐ πού σ' άχολουθάει ωστόσο τό πρωί, προεκτείνοντας στό ξύπνιο τήν αίσθηση του μέ καταποδιαστούς ομόκεν- τρους κύκλους.

Τσίριξε ή Μαχώ, κ* ή βάγια αναπήδησε ξαφνιασμένη. Μηχανικά

296

ξαμώνοντας, 25ωσε μια τ"?)ς κούνιας να σαλέψει καΐ μουρμούρισε μισο- κοιμισμένη τό ρωμέϊκο νανούρισμα :

Κοιμήσου άητρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι, κοιμήσου που νά σε χαρεΐ δ νιος πού σε πάρει.

Τό κλάμα έπαψε, καΐ τό άνεμόβρογο έκρουσε, τράνταξε τα πα- ραθυρόφυλλα. Ή 'Ιζαμπώ είχε βουλιάξει βαθιά στό θρονί της, ζαρώ- νοντας μέ τρομάρα άσύνειδη.

Αργά τό βράδυ, πήγε νά καθήσει δίπλα στον άρρωοχο, δμως δχι γιά πολύ. Εϊταν ήσυχώτερος απόψε δ πρίγκηπας. Ό Έγγελβέρτος ντέ Λιντερκέρκε καθότανε στό προσκεφάλι του καΐ κουβέντιαζαν οι δυό τους ίδιαίτερα γιά κάτι. Μόλις ή πριγκηπέσσα μπήκε, κόψανε τήν κου- βέντα τους.

Σχεδόν αναπάντεχα είχε ξεφύγει τόν κίνδυνο ό Φλωρέντιος. Έ σιδερένια του κράση πάλαιψε μέ λύσσα έναν ολάκερο μγ)να. Τστερα είχε πάρει τ' απάνω, σιγά - σιγά, καΐ μονάχα ένας βήχας ξερός τοΟ απόμενε. Ή θέρμη τόν έπιανε τά δειλινά μόνο. «Καλό σημάδι», γνω- μοδότησε ό γιατρός τοΰ χίοτρου βαρυσήμαντα, πού δέν είτανε κι ό λιγότερο απορημένος κατά βάθος γιά τη σωτηρία.

Κυρία, δεν πλαγιάσατε ακόμα ! παραξενεύτηκε ό πρίγκηπας βλέποντας τήν 'Ιζαμπώ νά μπαίνει. Τό πρόσωπο του έδειχνε πρόσχαρο. ΚαΙ σά νά φοβότανε μήν παρεξηγηθεί ή απορία του :

Κουβεντιάζουμε έδώ μέ τόν ξάδερφο μας γιά τά παλιά της πα- τρίδας μας, είπε γυρίζοντας τήν κουβέντα. Πιάνουμε νά γερνάμε Ιλό- γου του κ' έγώ, λοιπόν οί γεροντομπασμένοι, καθώς θά Ιχετε ακουστά, ■γ\)ρίζο\)'^ ολοένα στα παιδιάτικά τους.

ΚαΙ γέλασε δυνατά, δμως τόν φίμωσε ό βήχας.

Χωράτεψε μέ κέφι απόψε, πειράζοντας τόν ξάδερφο του, ρωτών- τας γιά διάφορους παλατιανούς. Τστερα, καθώς ή 'Ιζαμπώ σηκωνό- τανε νά φύγει :

Παίρνω ολοένα τό καλλίτερο, κυρία, είπε, κι αδτό μέ παρη- γορεί γιατί 2τσι θά σά; δίνω λιγότερη Ιγνοια στό έξης. Χρωστώ ακόμα νά α&ς πω δτι ή συντροφιά σας μοΟ είναι πάντα πολύτιμη. Ποτέ δμως δέ θ' ανεχόμουν τήν δποψία πώς σας -/.οϋρόίζω. "Οταν δέ βρισκόσαστε σέ διάθεση, μή νομίζετε τόν εαυτό σας υποχρεωμένο νά μέ συντροφεύει, θά ήμουν ίνας ελεεινός άν αξίωνα τό αντίθετο.

Τραβήχτηκε άθυμη ή 'Ιζαμπώ, μή ξέροντας άν πρέπει νά πάρει τά λόγια τοΟ πρίγκηπα γιά φιλοφρόνηση, γιά διαμαρτυρία, γιά περιγέλα- σμα ή παράπονο. Ή ϊδια πάντοτε αμφιβολία, τό αίνιγμα πού τόσο της κούραζε τήν ψυχή. "Ομως απόψε ελάχιστη διάθεση είχε νά τό ξεδιαλύνει.

Γύρισε στό κουβοΟκλι της "^ορ^ά, ακολουθώντας τους δυό βαρλέτους που προβαδίζανε μέ τΙς δάδες. Γύρισε ανατριχιάζοντας, γιατί ή αδιάκοπη ^ροχη είχε νοτίσει ολάκερη τήν ατμόσφαιρα. Έ Μαχώ κοιμόταν ήσυχη. Ξεντύθηκε λοιπόν κι αυτή και πλάγιασε, δμως δέν τράβηξε τήν κουρ- τίνα τοΟ κρεββατιοϋ της. Φοβότανε νά μείνει έτσι αμέσως στό σκοτάδι.

297

Τό καντηλς Ικαιγε τσιρίζοντας μπροστά στό παλιό εικόνισμα της "Αννας Κομνηνης. Στό φως του, ή κάμαρα, γεμάτη σκιές μαλακές, ρευ- στές, πότε τρέμιζε και πότε καθηλωνόταν. "Εξω ό άνεμος είχε τώρα κοπάσει, ή βροχή Ιπεφτε σύμπυκνη καΐ στρωτή.

Κύλησε άσύνει5α σέ συλλογή ή Ίζαμπώ. Μπροστά στά μάτια της, πού καρφώνονταν στυλά στην ελάχιστη φλόγα τοϋ καντηλιοΟ, καθώς σέ μακρυνό αστέρι, εικόνες ζωηρές άρχισαν νά περνούν, οράματα άπό τήν περασμένη της ζωή, σκόρπια. Έκανε, δίχως νά τό γυρεύει, μιαν ανα- θεώρηση, καΐ τό βαθύ ερωτηματικό ορθωνότανε διψαλέο, τυραννικό, πίσω άπό τό μέτωπο της. Τί γνώρισε ίσαμε τώρα ; γιατί έζησε ; Τρο- μάρα τήν 2πιανε μήπως αποκριθεί. Κ' ήξερε πώς ή απόκριση θά είταν ή σιωπή της.

Έκεϊ είναι πού θά τή βρήκε κλεφτοπατώντας ό (Ιπνος, γιατί ξά- φνου τινάχτηκε, τέντωσε τά μάτια της κ' Ινιωσε σύγκαιρα πώς Ινα διάστημα χρόνου Ιχει κυλήσει, Τί τήν ξύπνησε ; Τ' αναρωτήθηκε φέρ- νοντας τό βλέμμα γύρω στην άδεια κάμαρα. Τίποτα. Ή Μαχώ παρα- πονέθηκε στον ύπνο της καΐ πάλι μώρωξε. Ή ^ροχ^ είχε κοπάσει.

Αναπάντεχα, ή κάμαρα γύρω της Ιγινε στενόχωρη. Σφάλησε τά μάτια της νά μήν τήν κοιτάζει, νιώθοντας πώς 2τσι κι δ φόβος θά γα- λήνευε. Λίγες δμως θά είχανε τρέξει στιγμές πού μάντεψε πώς είταν ανάγκη απόλυτη νά τά ξανανοίξει. Τ' άνοιξε. Καί, μέ τό πρ&το, άντί- κρυσε τό βήλο τής πόρτας πού ταραζόταν.

Μεμιάς, κάτι σάν 2να χέρι σιδερένιο τής αδράχνει τήν καρδιά, τή σφίγγει. Κόβεται ή ανάσα της, νιώθει τά μάγουλα της νά ξεματώνουν, νά παγώνουν. "Αλαλη, μέ τό μάτι τεντωμένο, είχε ίδεΤ ξεκάθαρα, στό μουχνό φέγγος τοΰ καντηλιοΟ, μιαν ανθρώπινη μορφή νά μπαίνει στην κάμαρα αθόρυβα, σάν Ισκιος μεγάλος. Είταν Ινας άντρας.

Δέ μπόρεσε νά σύρει τή σκληριά πού σπαρταρούσε στό σφιγμένο της λαιμό, Ό άνθρωπος στάθηκε μιά στιγμή μπροστά στό βήλο πού είχε πάλι πέσει, κοίταξε γύρω, νά κατατοπιστεί. Τστερα προχώρησε αργά, καΐ τά μάτια του κοίταζαν τό κρεββάτι.

Τόν έβλεπε τώρα νά Ιρχεται, νά ζυγώνει, κ* είταν ανίκανη νά σα- λέψει, νά βάλει μιά φωνή. Κάτι σά νά τήν άμπόδενε. Τόν Ιβλεπε κα- θαρά, δμως αυτός δέ μπορούσε νά τήν ξεχωρίσει μέσα στή σκιά τοΟ κρεββατιοΰ, δπου στεκότανε ζαρωμένη. Μακρύς μανδύας έπεφτε άπό τους ώμους του χαλαρά ίσαμε τά σφυρά των ποδιών του. Τό πρόσωπο του δμως, έχοντας πίσω τό φως τοΟ καντηλιοΟ, έμενε βουτηγμένο στή σκιά. Ζύγωσε αργά, σταθερά, αδυσώπητα, μεγαλώνοντας ολοένα, σά βραχνάς. Κ' ή σκληριά πού δέν κατόρθωνε νά ραΐσει τό σφιγμένο λα-' ρύγγι της *Ιζαμπώς καΐ νά ξεσπάσει, ξάφνου αντήχησε μέσα στην κά- μαρα άπό άλλο στόμα, βρεφικό.

Ή Μαχώ, ξαφνιασμένη άπό δνειρο, είχε ξυπνήσει.

Στάθηκε ό άντρας μονοκόμματος, σάν καρφωμένος έκεΐ πού βρισκό- ταν. Γύρισε τό κεφάλι του, είδε τήν κούνια, πού φαίνεται δέν τήν είχε προσέξει πρίν. Γιά μιά στιγμή, έμεινε ασάλευτος. "Εκλαιγε ή Μαχώ, θρηνοΟσε, κ' ή μικρή της ή κούνια τρανταζόταν άπό τό δάρσιμο, Ό ξέ-

298

νος ίκανε κατά κεΤ ίνα β-^Ιμα, 2σκυψε άπό μακρυά, κοίταξε. Μαζί, τό φως τοΟ καντηλιοΟ έγραψε μέ κοντύλι χρυσαφί τήν κατατομή του.

Τότε, ή 'Ιζαμπώ τόν αναγνώρισε : Ό Βενετσάνος ϊ\ιηορος, δ νέος, τέτοια είταν ή πρώτη της σκέψη. Σύγκαιρα 5μως κάτι σα να ξεσκίστηκε μέσα της, τα μάτια της άνάβλεψαν καΐ μια άλλη \ιορφΎΐ, γνώριμη, άστραψε στη θύμισή της. θεέ μεγαλοδύναμε ! Ή δψη τούτη, ή νεανική, τά μαλακά κυματερά μαλλιά, τ' άγρυπνο ξάστερο μάτι . . . Σύγκρυο μεγάλο τήν περίχυσε. "Αραγε οί νεκροί -{ορίζουν πίσω στή ζωή ;

"Ομως στό πρόσωπο τοΟ άντρα πού κοίταζε τό παιδί, 2νας σπαρα- γμός είχε παραμορφώσει τά χαρακτηριστικά τώρα. Στύλωσε τό γ.ορ\ιί του, γύρισε τό κεφάλι του, κοίταξε τό κρεββάτι, καΐ πάλι τήν κούνια. Τό μέτωπο του είχε ζαρώσει, σπασμός οδύνης καΐ συντριβής τοΟ αυλά- κωνε τό ττρόοΐύηο. Τά γένεια του, πού τό φως τοΟ καντηλιοΟ τά χρύ- σωνε καΐ τά Ισβηνε, τρέμισαν άπό λυγμό βουβό.

Μεμιάς στρέφεται όλόκορμος κατά τήν πόρτα, δρασκελάει τήν κά- μαρα γοργά, παραμερίζει τό βήλο, χάνεται. Ή Μαχώ απόμεινε να σι- γοκλαίει, κυλώντας αγάλια αγάλια πάλι στον Οπνο μ' αραιωμένα άνα- φυλλητά.

Δέν ήξερε τ' άλλο πρωϊ ή 'Ιζαμπώ, ξυπνώντας τσακισμένη, άν είχε ίδεΐ στ' αλήθεια ή σε βραχνά τή σκηνή της χτεσινής νύχτας. Μο- νάχα σάν ξανακάθησε στό θρονί της μεγάλης σάλας καΐ μπάσανε τους ί\ιη6ρο\)ς άπό τή Βενετία βεβαιώθηκε. "Οσο κι άν γύριζε δεξιά, ζερβά τά μάτια της, πουθενά δέν Ιβλεπε πιά τό νέο μέ τό μικρό γένι καΐ μέ τά κυματερά μαλλιά.

Τό μεσημέρι, ό τσαμπρελιάνος τής ανέφερε πώς κάποιο φαρί έλειπε άπό τό στάβλο. "Ασπρο φαρί, άπό τά δικά της. Ένας ά'^Βρίόπος ξένος είχε παρουσιαστεί χαράματα σ* 2ναν άπό τους σταβλίτες, τοΟ φανέ- ρωσε ποιος είταν, βρέθηκε γνώριμος άπό τόν καιρό τής Καλαμάτας, καΐ καθώς τό ζώο τόν υποδεχότανε μέ σημάδια. χαράς ασυνήθιστης, τό πήρε κ* έφυγε μόλις άνοιξαν τή σιδερόπορτα τοΟ κάστρου.

Πρόσταξα νά ραβδίσουν τό σταβλίτη, πρόσθεσε ό τσαμπρελιά- νος πασχίζοντας νά δικαιολογηθεί.

"Οχι, δχι ! ξεφώνισε βραχνά ή πριγκηπέσσα πού είχε γίνει άσ- πρη σάν τό πανί. Καί τυραγνώντας τά λιγνά χέρια της, μαλάζοντας τά μαραμένα δάχτυλα της μ* αγωνία, «είχε τό λεύτερο άπό μένα ό ξένος, είπε, νά πάρει τό φαρί. Είτανε χρεία τό γρηγορότερο νά φύγει».

"Ετσι είπε. Τστερα ανέβηκε πάλι στό κουβοΟκλι της, κλείστηκε μέσα, πήρε τήν κόρη της στην αγκαλιά της, κι αφήνοντας τό θολό της βλέμμα νά φύγει άπό τό παραθύρι Ιξω, στ' ακρογιάλι, στό πέλαγο, στην καταχνιά, έκλαψε ήσυχα καΐ πικρά, γιά τά νιάτα της πού είχανε σβήσει.

299

υυΐι

*^.^»^>^^,>.^■■^».>^■>.Μ>,■^^.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΔΕΓΤΕΡΗ ΑΝΑΚΑΛΓΨΗ ΤΟΓ ΚΟΣΜΟΓ

ΞΕΝΟΣ είχε φύγει την ώρα πού λα- λούσε τ' όρνίύί της αύγης.

Έρημος εϊταν δ μεγάλος κάμπος. Στό ^οοργ.ΐύ'^ίνο^ ΟΌρα'^ό, τά νεφια πού στράγγισαν ολονυχτίς τη βροχή τους στέκονταν τώρα τεντωμένα κι ασά- λευτα, σαν ψόφια. Γύρω δμως, στ6ν ορίζοντα, ή φράντζα τους είχε σκά- σει, κι άπό κει Ινα φως γαλάζιο γλι- στρούσε λοξά. Τό Ινιωθες ν' απλώνε- ται στον αέρα νοτερό, δίχως ν' αγγί- ζει τή γη. Ό κάμπος ολάκερος είταν §να μαΟρο βουρκοτόπι. Έδώ-έκεϊ λε- πίδες γυαλιστερές τόν φολίδωναν, οΐ λάκκοι πού γκώσανε άπό τό νερό και τό ξέρασαν. Κάποια σκέλεθρα δέντρων, σκόρπια, ξεκόβονταν στό άσημωτό άν- τίφωτο, φαντάσματα, γνέφοντας έξαλλα μέ τ* άσαρκα δάχτυλα τους. Ό ξένος κάλπαζε σκυμμένος στό α6ίργ.ο τοϋ φαριοϋ του, μέ τό μάτι καρφωμένο ίσια μκροοτά. "Ετρωγε τό δρόμο δίχως να τόν καλο- βλέπει, καΐ μονάχα στό πρόσωπο του ένιωθε κάθε τόσο κεντιές ψιλές, υγρές, σαν άπό στάλες της νυχτερινής ^ροχτίζ πού είχανε κρεμαστεί στον αέρα, καθυστερημένες. Ό αέρας πού σχιζότανε, τοΟ σάρωνε τ' αυ- τιά καΐ τοΟ τραβούσε τά μαλλιά πίσω. "Ακουγε τό μαντύα νά πλαταγί- ζει σά φΧά\ί.πΌΐ>ρο πίσω άπο τους ώμους του. Κι δλο έφευγε, έφευγε, δίχως ν' άλλάζεί ρυθμό ή ^ρ6\ίο, ίδια σαίτα πού τινάχτηκε άπό τεζα- ρισμένη νευρά, καΐ τραβάει ίσια, όλότρεμη από τή λαχτάρα τοϋ ίλίγγου. Ωστόσο τό φως δυνάμωνε, ή μέρα έπιανε νά πλαταίνει. Στό πρΙν ομοιόμορφο επίπεδο τοϋ κάμπου, άρχιζαν νά πλάθονται κάποιες μορ- φές : Ένα καλύβι, κάποιοι θάμνοι" μακρύτερα, πέρα, Ινα χωριό. Ό καβαλάρης άκουγε τήν ανάσα >τοΟ φαριοϋ του νά. βαραίνει κι δμως δέν έκοβε τήν τρεχάλα του. Τό φανατισμένο μάτι του, πού σα'ίτευε δίχως παρέκκλιση τήν απόσταση, είχε μιά λάμψη παλαβή, κάτι σάν τρομα- γμένη μανία. Πέρασε ίδιος άνεμος τό ηρωτο χωριό. Μέ τεντωμένα μπρος -πίσω ποδάρια τό φαρί του ξύρισε φράχτες, σωρούς, χαλάσματα.

300

Μονάχα άφοΟ ξεπέρασε τά σπίτια και βγήκε πάλι στον ανοιχτό κάμπο, σαν κάτι νά θυμήθηκε δ καβαλάρης. Γύρισε τό σκυμμένο του κεφάλι πίσω κ' Ιρριξε μια ματιά ατό χωριό πού ξεμάκραινε στον ορίζοντα. Δεν είχε ίδεϊ οϋτε §ναν άνθρωπο περνώντας, δέν άκουσε οϋτε μιά φωνή. Κι δμως ή μέρα είχε γιά καλά φέξει, κ* οι χωριάτες ξυπνάνε πάντα πρωί. Κοίταξε πάλι μπροστά, μ' 8λο πού ή απορία έμενε ζωντανή στό νοΟ του. Τοΰ φαινότανε τώρα σά νά είχε διαβεί άπό [ί^ρος κουρσεμένο, νεκρό. Κάποιες εικόνες αόριστες, εντυπώσεις πού τό μάτι του είχε αρ- πάξει στά πεταχτά, ζωντάνευαν ρτή θύμισή του: Μιά στιγμή, τοϋ είχε φανεί πώς δρασκελάει 2να κορμί ξαπλωμένο φαρδύ - πλατύ καταμεσίς στό δρόμο. Σύρριζα σέ μιά ξερολιθιά, σά νά είδε ζαρωμένη, τυλιγμένη σε κουρέλια κι ασάλευτη, μιά μάζα 'πού θύμιζε κορμί άνθρωπου. Παρά- δοξος τόπος! Σαστισμένος ό καβαλάρης, νιώθοντας Ινα λιανό οό-^ν,ρΌΟ νά τοΰ κυλάει στή ραχοκοκκαλιά, αναρωτήθηκε άσύνειδα αν εϊτανε στ' αλήθεια χωριό αυτό πού είχε περάσει ή στοιχειωμένο δράμα της φαντασίας του. Σήκωσε άν,άκρυφα ".ό δεξί, κι 8λο καλπάζοντας. Ικανέ τό σταυρό του.

Αγάλι - αγάλι, τά σύννεφα τραβιόνταν άπό τόν ουρανό. Τό φέγγος τής ημέρας πού απλωνόταν Ισαμε τώρα σταχτί καί κρύο, σά σιδερένιο άντίλαμπο, δλο καΐ χλίαινε άπό μιαν υπόνοια ροδαλής άχνας. Ό κα- βαλάρης Ικοψε τό δρόμο του, χάιδεψε τό σπαρταριστό σβέρκο τοΟ φα- ριοΟ, καί τά μάτια του, στην επαφή τοΟ χεριοΟ μέ τή ζωντανή, ζεστή σάρκα τοΰ ζώου, σά νά μέρεψχν. Κάτι Ιδεσε μέσα τους, Ινα κάντιωμα θαμπό καΐ φευγαλέο, τρυγερό. Είχε τώρα όρθοστήσει τό κορμί του. Τό κεφάλι του, λυμένο άπό τή σκληρή Ινταση τής τρεχάλας, γύριζε άνετα δεξιά, ζερβά, τά μάτια του σεργιάνιζαν τήν έξοχη πού ζωντάνευε κάτω άπό τό φιλάργυρο χάδι τοϋ χειμωνιάτικου ήλιου.

Εκεί είναι πού βλέπει, πάνω στό λασπερό φρύδι μιας γράνας, κάτι νά σαλεύει, ν' ανασηκώνεται, κ' Ινα ανθρώπινο κεφάλι νά στήνε- ται σέ τεντωμένο λιπόσαρκο λαιμό, σάν τοϋ φιδιοΟ πού ζυγιάζεται καί φερμάρει. Κοιτάζει καλλίτερα ό καβαλάρης καί ξεχωρίζει Ινα καύκαλο μαδημένο, δυό ρουφηγμένα σέ γοϋβες σκοτεινές μάτια, Ινα στόμα πού χαμογελάει φριχτά καθώς ή νεκροκεφαλή, δείχνοντας τά δόντια του. Ό άνθρωπος, πού μοιάζει συρμένος έκεϊ μέ τήν κοιλιά, άλαφροτινά- ζεται μιά, δυό, σά νά θέλει νά κράξει τόν καβαλάρη καΐ δε μπορεί, ή σά νά τόν έπιασε λόξιγκας αφύσικος. Καί μεμιάς σωριάζεται μπρού- μυτα, κεραυνοβολημένος.

Σταμάτησε τ' άλογο του ό διαβάτης, πέζεψε, καΐ κρατώντας το άπό τό χαλινάρι, ανέβηκε τή γράνα. Εϊτανε τεντωμένος κατάχαμα ό χωριά- της, μέ τό μοΟτρο του χωμένο στή λάσπη καΐ τά δάχτυλα βουτηγμένα μέσα της γαντζωτά. Τό κορμί του, πού Ιμοιαζε Ιτσι απίθανα μακρύ, τό σκέπαζαν παράταιρα κουρέλια, δχι δμως αρκετά γιά νά μή χάσκουν οί πλευρές του, οί αγκώνες του καί τόπους - τόπους ή ράχη. Βιάστηκε νά σκύψει ό ξένος, νά τόν γυρίσει ανάσκελα. Πιάνοντας τον ωστόσο, ανατρίχιασε, γιατί τά δάχτυλα του, συναντώντας τό γυμνό ν,ορ[ΐί, βού- λιαζαν ανάμεσα στά κόκκαλα. Εϋταν άποσκελετωμένος.

Τότε ό διαβάτης κατάλαβε. Νευρικά, ανήσυχα, πασπάτεψε τό•

301

χέρι πού απλωνόταν άψυχο δίπλα, επιααε τό σφυγμό, έσκυψε στό πα- ραμορφωμένο άπό την πείνα καΐ τό βοΰρκο πρόσωπο, ακούμπησε τ' αυτί του στό άθλιο στήθος. "Γστερα σηκώθηκε, αργά. Τα μάτια του, πού γύρισαν ανήμπορα σ' δλο τό ψχρ^οζ τοΰ μεγάλου κάμπου, είχανε πάρει μιαν αόριστη λάμψη φρίκης. Άπό παντοΰ, γύρω, τοΟ φαινότανε πώς αναδίνεται Ινα φύσημα παγερό, απόκοσμη πνοή τοϋ τάφου. Τα λόγια πού είχε ακούσει χτες, στή μεγάλη σάλλα τοϋ κάστρου, ξανάρχονταν στ' αυτιά του : « Ξέρετε σέ τί τόπο ξεμπαρκάρατε ; σε τόπο πού τδν δέρνει ή στέρηση καΐ τό θανατικό ...» Χριστέ ! Σ* δλο τό ψίρΖοζ τοΰ άγρχτηυ τούζι:^[) κάμπου, μυριάδες ζωές χαροπαλεύουν, μέ τήν ανάσα κοντή, τα μάτια θολωμένα. Κι ό ακριβός ήλιος τοΰ Φλεβάρη δέ θα μπορέσει ποτέ να ζεστάνει τ* άσαρκα τοΰτα κορμιά, πού τα κυριεύει άργοπατώντας ή φριχτή παγωνιά της ασιτίας.

Έσκυψε, ανασήκωσε τό λείψανο πού είχε γίνει απίστευτα βαρύ, τό ζαλώθηκε για να κατηφορίσει τή γράνα. Τ' διΧο-^ο τόν υποδέχτηκε μέ φανερή δκσαρέσκεια, Ιτσι πού τόν είδε '^ορτΐύ]χ.ίΊθΊ. Δυσκολεύτηκε ό ξένος ϊσαμε πού να τό συγκρατήσει, να δέσει πρόχειρα μέ δυό λου- ριά στα καπούλια του τό κουφάρι. Τστερα πήδηξε κι αυτός στή σέλλα καΐ ξεκίνησε. Πέρα, σέ πεντέξη βολές σαΐτας απόσταση, έβλεπε τα πρώτα σπίτια ενός χωριοΰ.

Έκεΐ πήγε. Μπροστά στην εκκλησιά, κάτω άπό μιά γέρικη ιτιά μαδημένη, πέζεψε. Τρεις - τέσσεροι φουκαράδες, λιπόσαρκοι κι απο- χαυνωμένοι, πού μόλις ζυγιάζονταν στά ποδάρια τους, τόν ζύγωσαν βουβά. Στάθηκαν κύκλο γύρω του, άλλοι απλώνοντας δισταχτικά τήν παλάμη κι άλλοι κοιτάζοντας τον μονάχα μέ μάτι ψόφιο, επίμονα, ένώ εκείνος ξεφόρτωνε τό λείψανο και τ' απόθετε προσεχτικά στό πεζούλι τοΰ νάρθηκα. Τστερα τράβηξε τό περσίκι του νευρικά, τους πέταξε μιά χούφτα νομίσματα, απορημένος δμως δέν είδε παρά μονάχα τόν ενα τους νά σκύβει, μέ κόπο, γιά νά μαζέψει δυό τορνέζα. Οί άλλοι στέκονταν προσμένοντας.

! Ποιος θά μοΰ δώσει Ινα χέρι νά κουβαλήσουμε ζο\)χο τό λείψανο στό κοιμητήρι ; ρώτησε.

Δέν άποχρίνονταν, οδτε σάλευαν.

Παπά δέν έχει τό χωριό ; ρωτάει ξανά, φουρκισμένος. Τόν κοίταζαν.

Ό δαίμονας νά σας κάψει ! Ψυχή δέν έχετε, βδελύγματα ; Χω- ριανός σας θά είναι δ νεκρός τό δίχως άλλο, έδώ άπ' εξω τόν βρήκα. Ποιος άπό σας ξέρει τους δικούς του, νά τους κράξει ;

Μιά μπουκιά ψωμί, αφεντικό, νά συχωρεθούν τ' άποθαμένα σου, μουρμούρισε ό ένας τρέμοντας σα σκυλί πού βγαίνει άπό νερό πα- γωμένο. Ή φωνή του εϊτανε κούφια καΐ μουντή.

Στάθηκε σαστισμένος και τους κοίταξε δλους κ' Ιναν - Ινα γύρω του. Είχαν ακόμα τό ανθρώπινο σχήμα, ωστόσο κάτι πάνω τους, στΙς θωριές τους, θύμιζε τό τετράποδο. Είταν άραγε τό μάτι, πού δέν αντι- φεγγίζει καμμιάν ανθρώπινη σπίθα νοημοσύνης ; Είταν τό στόμα τό χα- λαρό κι άπληστο, μέ τ' ανασηκωμένο χείλι τ' αγριμιού ; Κάτι σάν πρωτόγνωρη τρομάρα, βαθειά φρίκη, έκανε τόν ξένο νά χλωμιάσει.

302

ΠοΟ είναι ό παπάς ; ρώτησε ταραγμένος.

Ό χωριάτης πού τοΰ είχε ζητήσει τό ψωμί τόν κοίταξε για λίγο σα να μην έπαιρνε ε&χολα τα λόγια.

Πέθανε, αποκρίθηκε τέλος, μηχανικά. Ό νεκροθάφτης ;

Πέθανε.

Κι αυτός ;

Μια μπουκιά ψωμί, αφεντικό . . .

Δέν Ιχω ! Ταξιδευτής είμαι. Ξέρεις τόν πεθαμένο ;

Τόν ξέρω, αποκρίθηκε ό χωριάτης αδιάφορα, δίχως να τόν κοιτάζει.

ΣΟρε να κράξεις τους δικούς του καΐ θα σοΟ δώσω 8, τι μπορώ. ΣΟρζ.

Πέθαναν.

Κ' οί δικοί του !

Μια μπουκιά ψωμί, αφεντικό . . .

"Ανάθεμα ! αρπάχτηκε 6 ξένος άθελα του καΐ χτύπησε νευρικά τή γάμπα του μέ τό λουρί τοΰ φαριοΟ πού κρατοΟσε στό χέρι, καθώς τό συνηθίζουν οί κάβαλαρέοι. Κοίταξε γύρω του σύγκαιρα, μέ αμηχανία, σά να ζητοΟσε άνθρωπο νά συνεννοηθεί. "Ομως ό τόπος είταν Ιρημος, οί άλλοι πού στέκονταν λίγο πρΙν έκεϊ δίπλα είχαν χαθεί βουβά, σάν ίσκιοι.

Τί θά τόν κάνουμε τώρα τούτον ; έκανε σά νά μιλούσε \ιο'/άγ^ος του γιά τό νεκρό.

Πέταξε τον χάμου.

Τό μάτι τοΰ ξένου άστραψε άπό αγανάχτηση. Κοίταξε κατάματα τό χωριάτη, πού φάνηκε καθόλου νά μή νιώθει τό νόημα τής ματιάς.

Τί λές, σίχαμα ! Έτσι τους πετάνε τους πεθαμένους στό χωριό σας ;

Δέν είπε τίποτα 6 χωριάτης, μονάχα, γυρίζοντας, έγνεψε τοΟ ξένου νά τόν ακολουθήσει. Τράβηξε πρώτος, μέ κόπο, σύρριζα στον "ζοίχο της εκκλησιάς, κι ό καβαλάρης υπάκουσε, σέρνοντας πάντα τό φαρί του άπό τό χαλινάρι. Έκεϊ, στή γωνιά τοϋ ίεροΟ, ό χωριάτης ακούμπησε στον τοίχο νά μήν πέσει, στάθηκε. Δέν πρόφτασε νά ζυγώσει δ ξένος. Μιά στάλα αέρας είχε φυσήξει, πού σήκωσε ξαφνικά γύρω βρώμα άναγου- λιαστική. Κοντοστάθηκε ζαλισμένος, δίστασε, ωστόσο έκανε ακόμα λίγα βήματα, μηχανικά, δίπλα στό χωριάτη.

\__^Πίσω άπό τό ιερό είτανε τόπος χέρσος. Πεντέξη κυπαρίσσια, σταυ- ροί σανιδένοι. Κατάλαβε. "Ομως ό χωριάτης είχε σηκώσει τό χέρι του, κάτι έδειχνε. Κοίταξε κι αυτός. Χάμου, στό χώμα τό ανώμαλο, πετα- μένα σκόρπια κι ανάκατα, κάτι δέματα μακρουλά, τυλιγμένα σ' άσπρο πανί, σάν τεράστια σκουλήκια, άργοσάπιζαν. Μέ σύγκρυο μακρύ, 2ναν κόμπο πού τοΰ έπνιγε τό λαρύγγι, ό ξένος μάντεψε. Οί "/ζ-κροί τοΰ χω- ριού. Κανένας δέν είχε γνοιαστεί, ή δέν είχε βρεθεί, νά τους θάψει. Τους είχανε κουβαλήσει σάν άπό συνήθεια Ισαμε κει καΐ τους παρά- τησαν πάνω στην επιφάνεια τής γης, γιατί τ' ακόμα ζωντανά χέρια δέν είχαν τή δύναμη νά τή σκάψουν. ΚαΙ πάνω στά σάβανα, τα κούρε•

303

λιασμένα Ιδώ πιό πολύ, έκεΐ λιγότερο, κοράκια γαμψώνυχα στέκονταν γαντζωμένα, ράμφιζαν σύνταχα, μέ χτυπιές απανωτές κι ανυπόμονες τα γυμνωμένα κουφάρια, ένώ τα φτερά τους, τα μελανά καΐ μισανοιγμένα, ζυγιάζονταν, σπαρταρούσαν από λαίμαργη ή^ονη^Λ

Δέν είδε τίποτ' άλλο. Είχε στραφεί μονοκόμματος, είχε αρπάξει στά τυφλά τή χήτη τοΟ φαριοΟ του, και πηδώντας πάνω στη σέλλα ί• φεύγε πέρα μέ άγριο καλπασμό. Τά ρουθούνια του, πού ρουφούσαν ανή- μερα τόν αψύ αέρα τοΟ υπαίθρου, δέ μηοροϋσαν νά ξεφυσήσουν την α- νόσια μυρωδιά.

Τον βρήκε τό μεσημέρι σέ τόπο άξενο, έρημο άπό κατοικία άνθρω- που. Πέζεψε σ' 2να χάλασμα καΐ κάθησε πάνω στά κρΟα κ' υγρά λι- θάρια. Τό φαρί του έσερνε τά χείλη σύρριζα στό νοτισμένο χώμα ζη- τώντας μάταια τροφή, "Ομως καΐ τόν καβαλάρη είχε αρχίσει νά τόν κεντάει ή πεϊνα. Σηκώθηκε ορθός, ανέβηκε στό γκρεμισμένο τοίχο κι αγνάντεψε πέρα, ολόγυρα, τόν ορίζοντα. Εϊταν αδειανός. Τότε, λογα- ριάζοντας πώς τό βράδυ Ιρχεται σύντομα στην εποχή τούτη τοΟ χρόνου, τράβηξε κοντά του τό φαρί, τοΟ χάιδεψε μέ πικρό χαμόγελο συμπόνοιας τό σβέρκο, σά γιά νά δικαιολογηθεί γιά τόν τόσο κόπο, κι ανέβηκε στή σέλλα. Ξεκίνησαν αργά, στοχαστικά, οί δυό τους, τραμπαλίζοντας τά κεφάλ(α τους, μέ βαρύθυμη ΐγκαρτέρηση.

Κοντά τό βράδυ, ζύγωναν σέ χώρα βουνήσια. Είχε παρατήσει τόν παραλιακό ^ρόμο 6 ταξιδιώτης κι ακολουθώντας τόν δχτο τοΰ ποτάμιου τραβοΟσε 8λο προς τό εσωτερικό της χώρας. Δέ φαινότανε καλός γνώ- στης τοΟ τόπου. Οί πληροφορίες πού θα είχε γιά τό δρόμο του πρέπει νά εϊταν αόριστες, γιατί κάθε τόσο έστηνε τό κεφάλι του καΐ σεργιά- νιζε γύρω βλέμμα ερευνητικό. Ωστόσο, είχε πιάσει νά σουρουπώνει. Τό βουνό, πού ορθωνότανε δεξιά, έρριχνε βαρύ τον ίσκιο του στή λαγκα- διά, κ' ή υγρασία τοΟ άπόβραδου άρχιζε νά λιβανίζει νοτερή τόν αέρα. Μακρυά, πέρα, σ' άγνωστη μασχάλη τοϋ ^οόίοΟ, άκουσε ανάλαφρο κου- δούνισμα κοπαδιού και τραχύ γάβγισμα σκύλου.

Σάν κ' ή καρδιά του ν' άναθάρρεψε μέ τοΟζο, έσφιξε τά ρέτενα στή γροθιά, έβιασε τό φαρί του στ' ανηφόρι. "Αχνα μενεξελιά πασπά- λιζε τά βουνά αντίκρυ. Κιόλας οί δγκοι σβήνονταν, έλυωνε ή μορφή τοΟ τοτιίοΌ σέ θολούρα μουχνή. Τό αίσθημα της ερημιάς, ού'{•χ.ρυο γιά τό στρατοκόπο αθέλητο, ξεκινημένο άλαργινά, άπό πανάρχαιους προγό- νους, τόν περίχυσε μέ δέος. Είταν ή επίσημη ώρα τοΰ εσπερινού. Κοίταξε γύρω του μ' ανησυχία, όσμίστηκε τ' αγέρι πού τό πίκραινε κιόλας μύρο άπονύχτερο. Ξάφνου, αντίκρυ, πέρα, είδε νά κεντάει τό σύθαμπο, σάν άστρο χρυσό, ενα φώς ελάχιστο. Κι άλλο . . .

Κατά κει τράβηξε. Τό μάκρος τοΰ δρόμου δεν τό είχε λογαριάσει καλά. Καθώς γίνεται σάν πορεύεσαι στό βουνό, τόν ξεγέλασε τό κορ- δελωτό μονοπάτι. Είτανε νύχτα σάν έφτασε.

Τό χωριουδάκι, λιγοστά καλύβια ξωμάχων σκορπισμένα σέ μα- σχάλη τοΰ ^ου'^ού, έμοιαζε κοιμισμένο. Πέζεψε ό καβαλάρης μπροοτα στό μοναδικό τώρα φωτισμένο καλύβι κ' έσπρωξε τό πορτί. χΜέσα, Ινα λυχνάρι τοΰ λαδιοΰ έκαιγε.

Είτανε μιά μονάχα κάμαρα, χτισμένη μέ πέτρα. Στό λιγοστό φί&ς,

304

πού τρεμούλιασε άπό τό φύσημα τοΰ βραδυνοΟ αέρα, φάνηκαν ανάκατα, στοιβαγμένα στΙς γωνιές, τά σύνεργα πού μαρτυρούν τήν παρουσία τοΟ άνθρωπου και τοΟ ζώου : Άχερόστρωμα, προβιές, λεβέτια, ενα σαμάρι, τσεκούρι, λίγος σανός, μια σκάφη αναποδογυρισμένη. ΙΙάτησε τά κατώ- φλι δ ξένος κ' έκανε να μπεΙ, μα σαν κ' ή εγκατάλειψη τούτη να τοΟ ξύπνησε κάποιο σκοτεινό σεβασμό, στάθηκε να κοιτάζει γύρω.

! δέν είναι κανένας έδώ ; ρωτάει δυνατά.

Σύγκαιρα, σαν καΐ κάτι να ένιωσε δίπλα του, τραβήχτηκε δεξιά κ' έσυρε τό πορτόφυλλο.

ΈκεΤ,πίσω άπό τήν πόρτα, στην άγκώνή τοΟ τοίχου, 2νας άντρας στεκόταν δρθιος, μέ τό κεφάλι σκυμμένο. Τό κουρελιασμένο σωκάρδι του άφηνε ολότελα γυμνό τό στήθος, πού είχε σκελετωθεί. Δέν έμοιαζε ν' ανασαίνει. Ωστόσο, τό δεξί του κρατούσε ακουμπισμένο στή γή Ινα μεγάλο τσεκούρι αστραφτερό, άπό κείνα πού έχουν οί ξυλοκόποι.

Στάθηκε δ ξένος νά τόν κοιτάζει. Στό σάστισμα της πρώτης στιγμής δέ μπορούσε νά συναρμολογήσει μιά σκέψη. Ωστόσο ένα γινόταν φανερό: Πώς ΙκεΤ πού στεκόταν δ άγνωστος έμοιαζε νά παραφυλάει μέ σκοπό 0- ηουλο τό διαβάτη πού θά έσπρωχνε τό πορτί τοΟ καλυβιοΟ νά μπει μέσα.

Είδε τό στήθος τοΟ άνθρωπου νά βουλιάζει, σάν Οστερα άπό ανασασμό βαθύ, κι άπό τά χείλη του άκουσε νά ξεφεύγει πνιχτός βόγχος.

Τί χάνεις αδτοΟ, άνθρωπε ; ρωτάει δ ξένος μή ξέροντας καλά - καλά τί νά πεί.

Τό τσεκούρι ξέφυγε άπό τό χέρι τοΟ ξωμάχου χ* έπεχιε χάμου. Ανασήκωσε αργά τό κεφάλι του. Τά μάτια του γυάλιζαν παράδοξα.

Τράβα τό ^ρ6[ΐο σου, έκανε βραχνά. Ό ξένος απόμεινε νά τόν κοιτάζει.

Τράβα τό δρόμο σου ! ξανάπε δ χωριάτης, χ' ή φωνή του δη- λοΟσε καθαρά τή φοβέρα. "Ομως ξάφνου, σάν χαΐ μέ τούτο νά είχε σω- θεί ή αντοχή του. σωριάστηκε σύρριζα στον τοίχο, χουβαριαστός. Τό χεφάλι του κύλησε βαρύ πάνω στό στήθος.

Δίχως νά χάνει χαιρό δ ξένος είχε γονατίσει, τόν σήκωσε στά μπράτσα του καΐ τόν έφερε νά τόν ξαπλώσει στό σάπιο άχερόστρωμα. Δυσκολεύτηκε πολύ νά τόν συνεφέρει. Ούτε νερό δέν είχε τό καλύβι* τό κρεμασμένο στον χοίγο φλασκί είταν χατάξερο. Τοΰ έτριψε τά με- λίγγια μέ τό δάχτυλο, τόν φύσηξε στό πρόσιαηο, τοΟ φώναξε στ' αυτί. Μέ κόπο μεγάλο πήρε τήν πρώτη ανάσα 6 λιγοθυμισμένος, καΐ προτοΟ ανοίξει τά μάτια του, μουρμούρισε Ινα δνομα, δνομα γυναίχειο :

Μαρία . . .

Βόγκος βαρύς τοΟ ανασήκωσε τό στήθος. « Μαρία » ξανάπε κι άνοιξε τό βλέφαρο. Τό μάτι του είταν θολό, μακρυνό.

Έλα, ακούμπησε έδώ τό κεφάλι σου, λέει δ ξένος πραϋντικά καΐ σπρώχνει τό γόνατο του κάτω άπό τό κεφάλι τοΰ άνθρωπου.

"Ομως εκείνος δέ φαινότανε νά καταλαβαίνει. Τά μάτια του κυλοΟ- σαν αργά δώθε - κείθε, σάν κάτι νά ψάχνανε μέσα στό καλύβι νά ^ρούν, καΐ τό πρόσωπο του τό τυραννούσανε ζάρες τρεμουλιαστές αγωνίας.

Τά παιδιά, μουρμούρισε άτονα, τά παιδιά . . . δέ θά^τά ταΐσεις απόψε τά παιδιά, Μαρία ; . . .

20 Ή ΠριγΗηηΐαοα' Ιζαμηο» 0\)0

Ξανάχλεισε τα μάτια του κ' §νας λυγμός τοΟ Ιπνοξε τή φωνή. Απορημένος ό ξένος, είχε κοιτάξει γύρω του νά ίδεΤ σέ ποια ψυχή λέ- γονταν τοΟτα•τά λόγια. Στή γωνιά, μια χο'^χρογ.ομμί'^η κούνια στεκόταν αδειανή. Στα σκαμμένα μάγουλα τοΰ χωριάτη κύλησαν δυό χοντροί κόμποι δάκρυα.

Τότε κατάλαβε. Μέ χέρια πού τρέμανε άθελα του, ακούμπησε προσε- χτικά τό κεφάλι τοΟ ΧΊ^ράιπου στ' άχερόστρωμα καΐ σηκώθηκε δρ- θιος. "Οχι, Χριστέ! δχι, αυτά οέ μποροΟσε πια νά τό υποφέρει. Ανα- στατωμένος, μη ξέροντας τί νά γίνει, πήγε κ* ήρθε μέσα στό καλύβι, πήγε κ' ήρθε νευρικά, σφίγγοντας τις γροθιές του. Πάνω, στα ξερό- κλαδα τής σκεπής, φλετούριζε ανήσυχος 6 βουνήσιος αέρας. Μακρυά, αντιλαλώντας συρτά στό φαράγγι, Ινα σκυλί ούρλιαζε, καθώς δταν 6 Χάρος τριγυρίζει άκροπατώντας.

Πήγε κ' ήρθε ό ξένος μέσα στό ερημικά καλύβι καΐ δέ θάξερε νά πει πόση ώρα πέρασε ώς τή στιγμή πού ξανάβρε τάν εαυτό του. Τά πόδια τώρα, τά ένιωθε τσακισμένα, σά νά είχε πεζοπορήσει πολύ. Κά- θησε δίπλα στάν ξαπλωμένο ξωμάχο κι άνάγειρε τά κεφάλι του στάν χοίχο . . . "Οταν άνοιξε πάλι τά μάτια του, ό αέρας γύρω είχε πολύ κρυώσει, 'ι^νατρίχιασε, πετάχτηκε δρθιος. Τά φαρί του είχε μπεϊ στά καλύβι καΐ στεκότανε παραδίπλα ήσυχο, νά τάν κοιτάζει. Άπά τήν πόρτα, πού είχε μείνει ανοιχτή, ό ξένος είδε τάν ούρανά πλημμυρι- σμένον αστέρια. Τά άχερόστρωμα δίπλα είταν αδειανό.

Πήγε νά σταθεί στά κατώφλι. Τά σκοτάδι ακόμα είτανε πυκνό, δμως τ' αγέρι μύριζε βαθύν δρθρο. Ξαναμπήκε μέσα καΐ βάλθηκε νά ετοιμάσει τά φαρί του γιά τά ξεκίνημα. Τοϋ έτριψε τά μέλη νά τά ζε- στάνει, Ισφιξε τή σέλλα, πήρε Ινα χερόβολο σανά άπά τή γωνιά καΐ τοΟ τά Ιδωσε νά φάει. Ανησυχία αόριστη τρεμούλιαζε μέσα στην καρ- διά τοΟ ξένου, ταραχή γιά κάτι πού λές καΐ πλανιότανε στάν αέρα αόρατο.

Περίμενε ακόμα λίγο νά φωτίσει, κ' υστέρα τράβηξε τά φαρί του Ιξω. Στάθηκε προτού καβαλικέψει νά κοιτάξει γύρω. Ψυχή. Έ βουνο- πλαγιά και τά φαράγγι, κάτω, μένανε βουβά, κανένα άπά τά τρία - τέσ- σερα κοντινά καλύβια δεν Ιμοιαζε κατοικημένο. Ψηλά, στην κορφή τοΟ βουνού πού ανέβαινε κοφτή, σέ βράχινο καύκαλο γαντζωμένο, Ινα φράγ- κικο καστέλλι όρθονώτανε σταχτερό. Τά στρογγυλά πυργιά του, στΙς άγκωνέ; των τειχιών, κρατούσανε ψηλά τΙς οδοντωτές κρόσσες τους σάν πέτρινες κορόνες, μ' Ιπαρση δυναστική. Δυά-τρία κοράκια, μελανά πάνω στάν ίαπρο ο^ρχΊ^ τής αυγής, τά φέρνανε βόλτα.

Καβαλίκεψε δ ξένος, ξεκίνησε. Τά βουνά γύρω Ιπιανε ν' ίί^Ίορο- δίζει. Οί καστανιές άνακλαδίζονταν πάνω άπά τά κεφάλι του" μιά πηγή, κάπου κρυμμένη, κελαϊδοΟσε.

Σήκωσε τά μάτια του, είδε γιά μιαν ακόμα φορά τά σταχτί κά- στρο μέ τ' ανάστροφα δόντια, τά σήκωσε ψηλότερα κ' είδε τάν ουρανό, τάν τρίσβαθο ούρανά πού αρχίζει νά φωτίζεται άπά τά μάκρυναν ήλιο. Τά βουνά σώπαινε γύρω. Βουβαμάρα θανάτου, παγερή.

Ανατρίχιασε δ καβαλάρης• τυλίχτηκε στά μαντύα του σφιχτά και χώθηκε στά ίσκιερά φαράγγι.

306

■■■■■■■■■■■ ι^/ΐι ■■■■■■■■■■■■■■■■ι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

Η ΒΕΓΓΕΡΑ ΤΩΝ ΒΙΛΑΝΩΝ

ΒΡΕΧΕ, ^ροχ-η δαρτή. Στό σιδεράδικο μέσα, έχεϊ σχήν κάτω χώρα της Κα- λαμάτας, είχαν σφαλήσει τήν πόρτα καΐ κάθονταν κατάχαμα, γύρω στό α- ναμμένο καμίνι. Εϊτανε κάμποσοι, δ- μως δέ μποροΟσες μέ τό πρώτο να τους μετρήσεις. Τα πρόσωπα τους, πού τά φώτιζε κοκκινωπά, λαμπαδιάζοντας κάθε τόσο, τό άντίφεγγο τοΟ καμινιοΟ, τρεμούλιαζαν μετέωρα στό σκοτάδι, έσβηναν καΐ πάλι έφεγγαν.

Έξω ή νύχτα κρουνέλιαζε, πλα- τάγιζε, λές κ' ή νεροσυρμή τήν είχε πνίξει όλοΟθε. Σαν καΐ τό νερό ν' α- νέβηκε τρία μπόγια, πάνω άπό τή σκεπή, καΐ τώρα τούτοι έδδ), μέσα στό σιδεράδικο, απόμεναν στό βυθό, βουλιαγμένοι. Βουή σύσμιχτη, αδιάκοπη, περνούσε έξω, τό φουσκω- μένο ποτάμι.

Ένα παιδί, γυμνό ίσαμε τή ζώνη, δούλευε τό φυσερό. Κρεμιό- τανε στην αλυσίδα όλόκορμο, μάζευε σαν κάβουρας τά πόδια του, κα- τέβαινε μαζί της καΐ πάλι λαστιχάριζε ορθό. Μπροστά στ' αμόνι §νας άντρας μέ πλάτες τετράγωνες, κρύβοντας μέ τό φάρδος τους τή λάμψη, σήκωνε τό δεξί σφιγμένο -γρό^ο καΐ τό κατέβαζε βαριά, ξερά, τρομερά. ΆηδονοΟσε, κουδούνιζε κάτω άπό τό σφυρί τό σίδερο. Κάθε τόσο οί σπίθες τινάζονταν άχτιδωτά κι άστερώνανε τό πυραχτωμένο σκοτάδι. Ξάφνου ή χλαπαταγή τοΰ νερού πέρσεψε, σάμπως ή σκεπή νά είχε βουλιάξει κ* οί καταρράχτες τ* ουρανού νά χύθηκαν μέσα. Είχε ανοί- ξει ή πόρτα, ξανάκλεισε. Πάλι ξεμάκρυνε ό σαματάς της νεροποντής, καΐ τά πρόσωπα πού είχανε μηχανικά στραφεί κατά κεί, γύρισαν πάλι νά κοιτάζουν όκνά τό πυρομάχι. ϊά μάτια τους γυάλιζαν ασάλευτα, άντικαθρεφτίζοντας άψυχα τή φλόγα. Ό νιοφερμένος, άντρας κοντά στά σαράντα, στάθηκε [ΐπροσχά στην πόρτα, άνασείστηκε νά τινάξει τό νερό, σα σκύλος πού βγαίνει άπό ποτάμι, κ' Οστερα, μέ βήμα αργό καΐ βαρύ, πήγε νά καθήσει άνακούρκουδα ανάμεσα στους άλλους.

Ό σιδεράς παράτησε χάμου τή βαρειά, καΐ μέ τά δυό του χέρια σήκωσε άπό τή λαβή, πάνω άπό τή φλόγα, τό σπαθί πού σφυροκοπούσε.

307

Εϊταν μακρύ, φαρδύ φράγκικο σπαθί. Τό κοίταξε κλείνοντας τό ?να μάτι, σημαδευτά, άπό' τή ρίζα της λεπίδας στή μύτη, να λογαριάσει τήν κόψη, την ίσάδα. Έφεξε πυραχτωμένο, σα ρομφαία άρχαγγελική. Τ' ακούμπησε πάλι στ* αμόνι καΐ πήρε τή βαρειά.

"Ομως 2να κλάμα μωροΟ, αναπάντεχη λάμψη ήλιου μέσα στή σκυ- θρωπή βουβαμιάρα της συντροφιάς, σαίτεψε άπό μιαν άκρη, πέρα, Ό σιδεράς γύρισε τό στρογγυλό του τό κεφάλι που Ιμοιαζε βιδωμένο στό χοντρό σβέρκο σφιχτά. Τό μοΟτρο του είχε ζαρώσει μέ δυσαρέσκεια.

Τί τούρθε τοΟ δαίμονα ; βρυχήθηκε. Πάλι όνειριάζεται τή λάμια ;

Βιαστικό, τρομαγμένο άνάδεμα ακούστηκε στή σκοτεινή γωνιά καΐ μιά φωνή γυναίκεια πού πασχίζει μουρμουριστά νά μωρώξει κάποιο βυζασταρούδι.

Σφάλησέ του τό στόμα, Άναστασώ ! φοβέρισε 6 σιδεράς, τό καλό πού σοΟ θέλω !

"Ημαρτον, ήμαρτον, Χριστέ μου! θρήνησε δλότρεμη ή γυναίκα καΐ τύλιξε τό μωρό στα κουρέλια τοϋ κόρφου της. Τό κλάμα ωστόσο δέν Ιλεγε νά σωπάσει.

Έ, πιό ταπεινά, αδερφέ Νικόδημε ! .κάνει μιά φωνή ψαλτική στά πόδια τοΟ σιδερίϊ κ' 2να χέρι αχαμνό, μαυρομάνικο, σηκώνεται νά τόν προλάβει καθώς Ικανέ νά κινήσει.

Στάθηκε ό άνθρωπος μέ τή βαρειά κ* Ισφιξε μέ περίσκεψη τα φρύδια του.

Έκ στόματος νηπίων καΐ θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, συνέ- χισε ή καλογερική φωνή. Έτσι είπεν ό Κύριος.

Μιά γριά σκελετωμένη, μέ στόμα πλαδαρό καΐ ρουφηγμένο, σηκώ- θηκε άπό χάμου, ζύγωσε τή νεαρή μάννα καΐ γονάτισε δίπλα της. Μαζί κ* οί δυό καταπιάστηκαν νά ξανακοιμίσουν τό μωρό.

Φοβάμαι, μάννα, φοβάμαι, μουρμούριζε ή νεαρή γυναίκα σφίγ- γοντας τό παιδί στον κόρφο της.

Σταύρωσε του τό προσκεφάλι, Άναστασώ, ορμήνεψε ή γριά. ΚαΙ νά τοΟ αλείψεις τόν αφαλό μέ λά5ί, λάδι άπό τήν καντήλα. Μεσο- νύχτι Ιρχονται οί λάμιες, δχι μέ τά λυχνανάματα. Μή τόν άκοΟς αυ- τόν ... Κι δταν μυρίσουν λάδι άπό εικονίσματα, λακίζουν.

"Ωχ ! αναστέναξε ή άλλη άναδακρύζοντάς.

Ή βαρειά είχε αρχίσει πάλι νά πέφτει πάνω στό αναμμένο σίδερο, ρυθμικά. Φούντωνε τό καμίνι. Σάν κ' ή μικρή παύση της δουλειάς κ' οί κουβέντες πού ακούστηκαν νά είχανε συνεφέρει τους άλλους άπό τό χαΟνο τους άποκάρωμα. Ινα σούσουρο τώρα χυνόταν γύρω κι άπλωνε δυναμώνοντας. Είτανε βιλάνοι. Καλαματιανοί της κάτω χώρας, φτωχο- λογιά. Μαζεύονταν έτσι τ' άπόβραδα, μπουλούκια - μπουλούκια, άλλοι στοΰ ενός τό μαγαζί, άλλοι σέ καμμιάν αποθήκη ευρύχωρη, καΐ συν• τροφεύονταν νά σκορπίσουν τΙς μακρυές νύχτες τοϋ χειμώνα.

Δέν Ιχει ζωή, είπε στον καλόγερο γιά τό μωρό ό καθισμένος δίπλα του τσαγγάρης. Κάθε νύχτα, μεσονύχτι, έρχεται ή λάμια καϊ τοΟ ρουφάει τό αίμα κόμπο τόν κόμπο άπό τό λαιμό.

Σώπα, ευλογημένε !

308

Στην ψυχή του πατέρα μου ! Δέν Ιχεος ίδεΙ τί xιτριν^άρ^κο πού εΓναι ; Διάφανο σαν τό κερί. "Εχει κι άπό κάτω στ* αυτί του Ινα μαΟρο σημαδάκι, τόσο•δά, Γσαμ* Ενα σπειρί σιτάρι. Άπό κεί τό βυζαίνει ή λάμνισσα.

Σταυροκοπήθηκε ό καλόγερος κ' οί άλλοι γύρω τόν μιμήθηκαν.

"Εχετε δει λάμια ποτέ σας ; ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια του §νας ράφτης» ανθρωπάκος κοντός σα βάτραχος μέ φουσκωτό μούτρο μω- ρού. Έγώ ?χω ίδεΙ.

Σώσον ήμας υίέ θεού !

"Οπως σας βλέπω καΐ μέ βλέπετε. ΕΙτανε στό χωριό μου, έκεΤ πάνω, στην Κεσφίνα. Νύχτα είτανε, νύχτα τής άνοιξης, κ* είχα βγεΤ να κουβαλήσω νερό για τα ζωντανά στό στάβλο . . .

Στριμώχνονταν γύρω του, σέρνοντας για να ζυγώσουν τα πισινά τους πάνω στό κοπανισμένο χώμα. Στό ανήσυχο σκοτάδι πού πότε πύ- ρωνε, πότε χώνευε, οΕ σκιές τους μερμηγκιάζανε κατάχαμα σα σκου- λήκι πού άναβράζει. Μια μυρωδιά άχνιζε πάνωθέ τους, χλιαρή, άπό χνώτα καΐ μασχάλες.

Είχε λοιπόν σωθεί τό νερό, τά ζωντανά δέ λέγανε να ησυχά- σουν. Τί νά κάνω κ* έγώ ! παίρνω τόν κουβά καΐ τραβώ γιά τή βρύση. Είτανε ζρ6\ιοζ πολύς, δ τόπος έρημος, νύχτα χωρίς φεγγάρι. Έ βρύση είναι σέ ρεματιά, κι άπό μακρυά δέ φαίνεται. Μονάχα σά ζυγώσεις καλά καΐ τό μονοπάτι στρίψει, τή βλέπεις ξάφνου μπροστά σου. Πή- γαινα λοιπόν, πήγαινα κ' ή καρδιά μου, αδέρφια, χτύπαγε γιατί νά ξέρετε είναι άγριο πράμα τή νύχτα ό λόγγος.

"Αγριο πράμα, είπε συμφωνώντας κ* Ινας ζευγάς.

Γύρω παντού Ιρημιά, σκοτάδι. Νά σου λοιπόν καΐ πιάνει τ* αυτί μου μακρυά, μέσα στό βουνό, Ινα τραγούδι.

Αερικό θάτανε ...

Ένα τραγούδι, μά τί τραγούδι ! Δέν είταν άνθρωπος αυτός πού τραγούδαγε έτσι γλυκά, δέν είταν γυναίκα. Λές κ* είχαν ανοίξει τά ου- ράνια κι ακούγονταν οί άγγελοι. "Αλλο νά σοΰ λέω κι άλλο ν* άκοΟς . . .

Λοιπόν ; λοιπόν ; κάνουνε γύρω ανυπόμονα.

Μπρος νά τραβήξω φοβόμουνα, πίσω νά κάνω σκιαζόμουν. Μέ τά πολλά, τό παίρνω απόφαση καΐ τραβώ. Κατεβαίνω στή ρεματιά, χώ- νομαι κάτω άπό τά δέντρα. Ή βρύση είταν έκειδά νά, άκουγα κιόλας τό νερό νά τρέχει. Στρίβω, πού λέτε, τί νά δώ ! Στό ^ρ&χο καβάλα, σάν πάνω σέ φαρί, μιά γυναίκα άσπροφορεμένη καθότανε, κ' είταν αδτή πού τραγουδούσε μ' Ιτσι αγγελική φωνή.

Πώς είτανε ; πώς είτανε ; ρώτησε άπληστα τό μισόγυμνο παιδί σταματώντας τό φυσερό.

Δούλευε μωρέ ! χούγιαξε ό σιδεράς.

Δουλεύω, αφέντη.

Τό καμίνι λαμπάδιασε κ' ή βαρειά κοπάνισε τό σίδερο βροντώντας.

Είτανε ψηλή ! Χριστέ μου, τί ψηλή ί κ' είχε ξέπλεκα τά μαλ- λ^ά της. Στό δεξί κράταγε Ινα χτένι, χρυσό χτένι, καΐ χτενιζότανε.

Λοιπόν ; λοιπόν ;

Έγώ τά χρειάστηκα. Παρατώ χάμου τόν κουβά, κάθουμαι πάνω

309

γιατί τα γόνατα δέ μέ βαστοΟσαν, χαΐ σταυροχεριάζομαι νά τήν χοιτάζω.

Κι αυτή ;

Αυτή τραγούδαγε τοΰ καλοΟ χαιροΟ. Είναι σέ ξέφωτο ή βρύση μας, λοιπόν άπά δώ πού βρισκόμουν Ιβλεπα χαλά, μ' δλο πού δέ μ' έβλεπε ή λάμια.

Δέν είτανε λάμια. Νεράιδα εϊτανε, διόρθωσε μέ Οφος έμπειρο 6 ζευγάς. Ή λάμια δέν τραγουδάει.

Κ' είταν όμορφη ; ρώτησε πάλι τό παιδί χωρίς δμως ν* αφήσει τό φυσερό.

"Ομορφη λέει ! Έλαμπε γύρω ό τόπος, λές κ' είχε φανεί τό φεγγάρι.

Ό έξαποδώ παίρνει πολλά σχήματα για νά μας βάλει σέ πειρα- σμό, παρατήρησε δογματικά ό καλόγερος.

ΚαΙ δέν της μίλησες ;

Νά της μιλήσω ; Κύριε ημών ΊησοΟ Χριστέ ! Τί λές, καχορί- ζιχε ; Γιά νά μοΟ πάρει τη μιλιά ;

Μπα ; Τήν παίρνουν τή μιλιά οί λάμιες ;

Δέν είτανε λάμια, σας λέω ! Νεράιδα είτανε, διόρθωσε πάλι, άγρια δμως τώρα, 6 ζευγάς.

Τήν παίρνουνε . λέει ; "Αμα σέ νιώσουν, σέ χτυπάνε, χι άμα σέ χτυπήσουν . . .

Ό ράφτης δέν άπόσωσε τήν κουβέντα του. Μέ βρά^/το φοβερό, κλω- τσιά τρανταχτή, ή πόρτα τοΟ σιδεράδικου είχε ανοίξει. Στό άνε- ^όβρογ^ο πού μπουκάρησε μέσα, 2να σχήμα ανθρώπινο στρούφιξε σέ μιά στιγμή, αναδίνοντας αναλαμπές παράδοξες. "Ολοι ζάρωσαν, μέ τήν ανάσα κομμένη.

Τό πορτόφυλλο ξανάκλεισε σπρωγμένο άπό χέρι ρωμαλέο. Ή φλόγα τοΟ καμινιοΟ είχε καταπέσει, στό μισοσκόταδο δμως είδανε νά προχωρεί άντρας ψηλός, ντυμένος μ* αρματωσιά διχτάτη.

Είτανε Φράγκος. Τόν αναγνώρισαν αμέσως, πετάχτηκαν ορθοί. Στάθηκε εκείνος καταμεσίς στον κύκλο πού άφηναν αδειανό, στήριξε τΙς άτσαλόπλεχτες γροθιές του στους 'ίογους κ' Ιφερε . τους βιλάνους βόλτα μέ μιά ματιά σκοτεινή κάτω άπό τό γυαλιστερό του κράνος.

Χμ ! έκανε επίβουλα.

Τό νερό τής βροχής είχε γλιστρήσει πάνω στά μέταλλα τής αρμα- τωσιάς του καΐ μονάχα τό κίτρινο έπιλωρίκι, μουσκεμένο, %ολΧοΟοε καλουπώνοντας τό χορμί, κ' Ισταζε.

Ζύγωσε τό σιδερά, πού βαθυπροσκυνοΟσε βουβός, στάθηκε πολύ κοντά του.

Έ, σύ βιλάνε, κάνει φράγκικα μέ τραχεία φωνή, είν' Ιτοιμη ή αραγγελιά μου ;

Ό σιδεράς έσκυβε τό κεφάλι του καΐ δέν έβγαζε άχνα.

! σένα μιλώ, ξαναλέει ό άρχοντας μέ τρανταχτή φωνή. Στό λαρύγγι του μέσα έμοιαζε ν' άναβράζουν χαλίκια.

Αφέντη, κάνει τέλος τρέμοντας ό σιδεράς, αφέντη . . . , κ' ή φωνή του κόπηκε σά νά είχε χάσει τήν ανάσα του.

Λοιπόν ;

310

Αφέντη, 2λεος ! Νόμιζα πώς είτανε γι* αδριο βράδυ ή παραγ- γελιά. Έτσι συμφωνήσαμε, 6 σκουταράτος τ^ς αφεντιάς σου κ* έγώ. Έπειτα... Ιπειτα, θέλει, βλέπεις, κάμποση δουλειά... Είναι χαρα- γμένος στα δυό ό σιδερένιος ώμίτης.

Έτσι συμφωνήσατε, 2! είπε ό Φράγκος καΐ τα χείλη του τε- ζάρισαν ξεσκεπάζοντας σύρριζα τά μεγάλα του χοντρά δόντια σ' §να ά'^ημερο χαμόγελο.

Στάθηκε λίγο, μέ τά πόδια ανοιχτά, τΙς γροθιές στους '{θψοός, μι- σοσκυμμένο τό κεφάλι, ν' αναμετράει τό σιδερά μέ τό βλέμμα.

Τίνος είν* αυτό ; ρώτησε απότομα, απλώνοντας τό χέρι του καΐ δείχνοντας τό ηυρωμί'^ο σπαθί πάνω στ' αμόνι.

ΤοΟτο , . . τοΟχο είναι ενός αφέντη άπό τό Γεράκι, περαστικοΟ, Ενός αφέντη άπό τό Γεράκι, ξανάπε ζυγιάζοντας αργά τά λόγια

του ό Φράγκος, καΐ ξαφνικά, αναπάντεχα, μέ τό σιδερόπλεχτο δεξί του, κοπανάει μιαν ανάποδη στό πρόσωπο τοΟ σιδερά.

Κόπηκαν γύρω έλονών οί ανάσες. Στό μάγουλο τοϋ βιλάνου χαρά- ξανε κιόλας σημάδια κοκκινωπά, κόμποι άναβρύζανε φουσκώνοντας, κυλώντας, αίμα.

Λογαριάζεται πρώτος λοιπόν ό αφέντης άπό τό Γεράκι ! πρ(ύ- τος ό αφέντης άπό τό Γεράκι ! οδρλιαζε σά μανιασμένος δ Φράγκος καΐ βαροΟσε κλωτσιές στ' αμόνι, στά πόδια τοΟ σιδερά, στά σωριασμένα παραδίπλα μέταλλα κ* εργαλεία. Οί βιλάνοι γύρω, τουρτουρίζοντας, μέ γουρλωμένα μάτια, πισωπατοΟσαν καΐ στριμώχνονταν κατά τους τοίχοος. Τό βυζασταρούδι είχε ξυπνήσει μέ τό σαματά κ' έμπηγε τσιριξιές άγριες. Ό σιδεράς δμως δέν είχε σαλέψει οΟτε τρίχα. Σά βράχος είχε απομείνει, ατράνταχτος, στό χτύπημα της αρματωμένης παλάμης, καΐ μονάχα έσκυβε τό κεφάλι του.

Σκλάβοι, θρασίμια, έχ, σκουλήκια.! ξεφώνισε ό άρχοντας άπο- θηριωμένος λές μέ τήν ψυχραιμία τοϋ βιλάνου. Γύρισε τά μάτια του γύρω άπληστα', μη ξέροντας τί νά βρει, ποΟ νά ξεσπάσει. ΚαΙ νά ! βλέ- πει τό καμίνι μέ τήν πυρωμένη θράκα. Αρπάζει λοιπόν τό σιδερά άπό τά μαλλιά, τοΰ δίνει μέ τ* άλλο χέρι μιά σπρωξιά καΐ τοϋ χώνει στ* αναμμένα κάρβουνα τό κεφάλι.

Βόγκος βαρύς ακούστηκε γύρω. Σάν κάτι νά τσιτσίριζε, μυρωδιά ψημένου διάνεψε κιόλας στον αέρα. Ό σιδεράς είχε τιναχτεί πίσω μέ οδρλιασμα τρομερό. Μαζί, έκεΐ ανάμεσα στους βιλάνους, κάποιος πα- ραμέρισε τους άλλους καΐ μ* §ναν πήδο βρέθηκε στή μέση ορθός. Είταν άντρας μεγαλόσωμος, μέ μαϋρο πηχτό μαλλί καΐ παχειά κόκκινα χείλη. Κατάντικρυ στό Φράγκο, στάθηκε τεντώνοντας τά φαρδειά του στήθια προκλητικά, λές κ* εΙτανε νά πέσει πάνω στον άρχοντα 6Χό%ορμος, νά τόν λυώσει.

Σιγά, σιγά ! Γιά τ' όνομα τοϋ θεοϋ ! , σφύριξαν γύρω οί τρο- μαγμένοι βιλάνοι. Εμάς λυπήσου, Ζερβοχέρη ! . . .

Δέν είχε σφάλει ό Φράγκος γιά τό σκοπό τοϋ αντιπάλου του. Έβλεπε τά χέρια πού απλώνονταν άπό τή σκιά καΐ τόν τραβούσαν πίσω, άκουγε, μάντευε τΙς ικεσίες των βιλάνων. Μιά-δυό γυναικείες

311

σκληριές ακούστηκαν, πνιγμένες. Χούφτιασε τό σπαθί του άπό τή λαβή κ' έκανε νά τό σύρει.

"Ομως, βλέποντας πώς 6 Ζερβοχέρης στεκόταν ασάλευτος σα νά λύγιζε μέσα του στα παρακάλια, καΐ μονάχα πού τόν κοίταζε κατάματα δίχως νά βλεφαρίζει, Ικρινε σωστότερο νά μήν ανοίξει μέ βιλάνους καβγά. Στά μελανά του χείλη Ιπαιξε περιφρονητικό ?να χαμόγελο. Τρά- βηξε τό χέρι του άπό τό σπαθί, σεργιάνισε γύρω του τό βλέμμα αργά, μέ καταφρόνια, καΐ γύρισε τΙς πλάτες. Αργά βαδίζοντας, πγ]γε κατά τήν πόρτα.

ΈκεΙ, άκουμπισμένον μέ τή ράχη πάνω στό κλειστό πορτόφυλλο, βλέπει Ιναν άγνωστον άντρα νά τόν κοιτάζει μέ μάτι μεγάλο καΐ λαμ- περό. Εϊτανε ξένος, ντυμένος μέ κομψά ροΟχα φράγκικα κ' 2να φαρδύ μαντύα στους ώμους, μουσκεμένον άπό τή βροχή. Πρέπει νά είχε μπεΤ λίγο πρίν, απαρατήρητος. Τό νεανικό πρόσωπο του, μέ τά κολλημένα άπό τό νερό θ'{0ΌρΛ καΐ τό καστανό γένι, Ιφεγγε στή σκιά καθαρό, άρυτίδωτο.

Παραξενεύτηκε ό Φράγκος, όμως δέν πρόδωσε τόν αθέλητο διστα- γμό του. Τράβηξε ν' ανοίξει τό πορτόφυλλο σάν καΐ κανένας νά μήν είτανε μ,προοτά. Καθώς δμως χούφτιαζε τό μάνταλο, νιώθει νά τοΟ πιά- νουν τό χέρι κι ακούει τόν ξένο πού τοΟ λέει ήρεμα, μέ χαμηλή φωνή :

"Αρχοντα ντέ Λιντερκέρκε ! μιά μέρα θά ξαναϊδωθοΟμε έμεΙς οί δυό.

Στάθηκε ό Φλαμαντέζος κ' Ισμιξε τά φρύδια του. Τί εΙτανε τούτη ή άπόκοτη πρόκληση ; Τά μάτια του ρίξανε λάμψη απορίας κακή. "Ομως μάταια πάσχισε ν' αναγνωρίσει, ν' αναθυμηθεί, τόν ά,^^^ρωηο πού τοΟ μιλοΟσε Ιτσι.

Ποιος είσαι σύ ; ρωτάει τέλος απότομα.

Ό ξένος παραμέρισε καΐ τοΟ έδειξε τήν πόρτα.

Πέρνα, τοΟ λέει.

Στάθηκε ωστόσο ακόμα μιά στιγμή ό Λιντερκέρκε, μέ τά φρύδια του σφιγμένα.

Είσαι Φράγκος ; ρωτάει πάλι, είσαι άρχοντας καΐ μοΟ μιλάς ; "Αρχοντας είμαι, αποκρίνεται ό ξένος καΐ χαμογελάει παράδοξα.

Γι' αυτό μήν έχεις ΐγνοια . . .

"Ανοιξε μονάχος του τό πορτόφυλλο κ' έγνεψε στό Φλαμαντέζο νά περάσει. "Γστερα, μόλις εκείνος βγήκε, έκλεισε πίσω του τό πορ- τόφυλλο κ' έβαλε τήν αμπάρα.

Τή σύντομη τούτη σκηνή κανένας μέσα στό σιδεράδικο δέν τήν είχε προσέξει. "Ολοι τριγύριζαν τό σιδερά, τόν πασπατεύανε' κρατών- τας τον άπό τΙς μασχάλες, βοηθάγανε νά πάει στό στρώμα καΐ νά ξα- πλώσει. Μούγκριζε κείνος σά ζώο μισοφαγωμένο, μέ τρεμούλιάρικο λυγμό, χτυπιότανε παλαβά, γιατί ή φωτιά τοΟ είχε αφανίσει τά χέρια, καθώς τά έβαλε μπροστά στό μοΟτρο νά φυλαχτεί" καΐ τά μαλλιά του είχανε καψαλιστεί, και τό δεξί του μάτι, άλλοίμονο, έχασκε άσπρο, θαμπό, για πάντα τυφλωμένο άπό τή φλόγα πού τοΟ εξάτμισε γυαλάδα μαζί και φως.

Είχε έρθει κοντά κ' ή γυναίκα του, μέ τό παιδί στην αγκαλιά,

312

χι ακολουθούσε θρηνώντας γοερά τή ου^ο^ίΛ πού τόν πήγα(νε στί στρώμα. Τό στήθος της είτανε γυμνό, μέ τό δεξί βυζί στό στόμα τοΟ μωροΟ της. Είχε σωπάσει τό παιδί καΐ βύζαινε άπληστα. Μονάχα δ Ζερβοχέρη; είχε απομείνει πίσω, στην ίδια θέση καθώς πρίν. Γυρισμέ- νος κατά τό καμίνι, κοίταζε τή φωτιά πού χώνευε, μέ μάτι αφαιρεμένο.

Είτανε πέρα τό στρώμα, στην άλλη άκρη τοϋ στενόμακρου μαγα- ζιοΟ, κοντά στην κούνια των παιδιών, δίπλα στό τζάκι. Ή φλόγα τοΟ καμινιοΟ δέ φώτιζε πιά. Τά εικονίσματα, μαυρόχρυσα, θαμπόφεγγαν ψηλά, φωτισμένα άχνα άπό τό καντήλι. Πασχίσανε νά πραΰνουν τό σι- δερά πού τώρα έκλαιγε σά μωρό, απαρηγόρητα, καΐ κάθε τόσο, κεντρι- σμένος άπό τΙς σουβλιές, τιναζόταν, ούρλιαζε, σπαρταρούσε. Είταν άν- τρας πελώριος, μέ δύναμη στά χέρια ασυνήθιστη. Τρομαγμένοι οί σύν- τροφοι του, λιανοί σά φρύγανα \ιπροοτά του, κάνανε νά τόν πιάσουν καΐ πάλι διστάζανε, ζαρώνανε τρέμοντας. Ό καλόγερος, κουβαριασμέ- νος, σταυροκοπιόταν, μουρμούριζε μπερδεμένες προσευχές. Γονατισμένο πίσω άπό τους άλλους τό μισόγυμνο παιδί, 6 παραγιός, Ικλαιγε κι αυτό μεγαλόφωνα, καθώς κλαίνε οί μάγκες τοϋ Βρόμου σάν τΙς Ιχουνε φάει. ΚαΙ στό σκοτεινιασμένο μαγαζί, πού φέγγη ξέθωρα τό περνούσαν, πότε κοκκινωπά τή; φωτιάς πού χαροπάλευε, πότε κίτρινα τοΰ καντηλιοΟ καθώς ξαφνιαζότανε, τσίριζε καΐ πάλι αποκοιμιόταν, ό κυματερός βόγ- κος τοΟ σίδερα, ή σιγανή βουή των βιλάνων, τ' άναφυλλητά των γυναι- κών, θρήνοι, παραμιλητά, προσευχές, μπλέκονταν, χοχλάκιζαν, δπως σέ κάποιο μακρυνό, μαύρο λάκκο της κόλασης, έκεϊ πού θα στηθοδέρ- νονται στον αιώνα, δίχως αναπαμό, οΐ αλύτρωτες ψυχές των καταδίκων.

"Ακου πώς κάνει. Χριστέ μου! σφύριξε στον καλόγερο ό παρα- γιός τρέμοντας δ16γ.ορ\ιος, σά νά τόν περιχύνανε μέ παγωμένα νερά.

Έλεος καΐ κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε* ψαλώ καΐ συνοίσω έν φδή άμώμψ• πότε ήξεις προς με ;

Λάδι άλείψτε τΙς πληγές του, λάδι άπό τό καντήλι, ορμήνεψε 6 ράφτης.

Ναί, ναί, ουφορά μου, λάδι, είπε μηχανικά, μ* άναφυλλητό πού της Ιπνιγε τή φωνή κ' ή Άναστασώ, κι αναθυμήθηκε τά δασκαλέματα λίγο πρΙν τής μάννας της, πώς νά ξορκίζει τήν αίματοπότρα λάμια.

Είχανε καταφέρει μέ κόπο μεγάλο νά συγκρατήσουν τό σιδερά» καΐ τώρα, αγάλια- αγάλια, ή λύσσα τοΟ πό-^ουτου κατάπεφτε, χαμηλώνανε, κοπάζανε τά ξεφωνητά του. Μονάχα κάπου - κάπου σφάχτες θά τόν χαρ- φώνανε αο\^6λεροί, γιατί πεταγόταν άπό τό στρώμα καΐ τίναζε στον αέρα χέρια, πόδια, ουρλιάζοντας. "Γστερα πάλι έγερνε, υπάκουος, ό βόγκος του γινότανε συρτός, βαθύς, σάν-παράπονο παιδιού πού τό να- νουρίζουν.

Κι αλήθεια, είχε κουβαριαστεί στό προσκεφάλι ή γριά μάννα του, καΐ χάιδευε απαλά, μέ τό άσαρκο χέρι της, τά ίδρωκοπημένα μαλλιά του. Τά χάϊοευε ανάλαφρα, μόλις αγγίζοντας, σάν αγέρι πού περνάει. Κάθε τι στό κορμί του είχε γίνει ανατριχιαστικά ευαίσθητο, καίγανε σάν κάρβουνα αναμμένα οί πληγές του. "Ομως εκείνη τό ήξερε αυτό. Λοιπόν σκυμμένη φυσούσε κάθε - τόσο ήσυχα τό πρόσωπο του, νά τό δροσίσει.

313

Δέν τα είχε καΐ τετραχέσια ή γρ'.ά, Ισερνε στή ράχη της πάρα πολλά για τόν &νβρΐύτιο χρόνια. ΆπολησμονήΟηκε λο'.πάν σιγά - σιγά έχει πού καθότανε, νόμισε πώς βρίσκεται πάλι πίσω, σ' αλλοτινούς και- ρούς. Μπορεί κ' ή στάση τούτη, τό σκύψιμο πάνω στό γιό, να την ξε- γέλασε, κάτι μάκρυνα νά της θύμισε, γιατί σε λίγο άρχ:σε νά σιγο- τραγουδάει.

Έ ! μάννα, τη σκουντάει ή Άναστασώ, έχεις καροιά, μαύρη μου, για τραγούδια ;

Δέν τήν άκουσε, είταν ολότελα ίπορρο'^ημί'^η. Αναθυμήθηκε ακόμα καΐ τα λόγια, Οστερ' άπό τό σκοπό, κι άρχισε νά τά λέει. Κΐταν Ινα νανούρισμα παλιό, τοΟ δικοΟ της τοΟ καιροϋ, τότε πού έ κόρ-^ος της Ιτρεχε ακόμα γάλα.

Δέ θά πάψει πιά ! ?κανε δ τσαγγάρης νευρικά, βουλώνοντας τ* αυτιά του γιά νά μην ακούει τό μουκανητό τοΟ σίδερα.

θά πάψει, είπε ό παραγιός με πεποίθηση. Δέν τόν ξέρεις αυτόν, είναι θεριό μο'/άχο. θά πάψει. ΚαΙ θά κοιμηθεί.

Κι 6 σιδεράς αποκοιμήθηκε. Είχε ώρα πολλή παλαίψει, ή νύχτα είτανε βαθειά, γλυκό τδ νανούρισμα της μάννας. Καμπόσοι άπό τους βιλά- νους, Ινας - Ινας, δυό-δυό, είχανε σηκωθεί κι άκροπατώντας είχανε φύ- γει. Οί άλλοι ωστόσο Ιμεναν έκεϊ, παραστέκοντας τδ οοΊχρογο τδ βασα- νισμένο. Ό ράφτης; μέ τδ στρογγυλό κεφάλι άναγυρτδ στδν τον/ο, κοι- μότανε χάσκοντας στδν αέρα. Κυλιόμενος στά πόδια του κατάχαμα ρου- χάλιζε δ ζευγάς. "Ομως οί άλλοι ξαγρυπνοΟσαν. Πέρα, στην άλλη άκρη, μέσα στδ σκοτάδι, γιατί έδώ δέν Ιφτανε τδ φως τοΟ καντηλιοϋ χαΐ τδ καμίνι είχε σβήσει, δ Ζερβοχέρης είχε καθήσει μονάχος στδ σκαμνί, μέ τή ράχη του γυρισμένη κατά κει πού είταν οί άλλοι. Κοίταζε τ' αμόνι καΐ τδ παρατημένο πάνω του σπαθί, ασάλευτος, σάν πελεκημένος σ* ατό- φιο ^ρίχο.

"Ωχ, δ βιλάνος δέν 2χει λυτρωμό, λέει κουνώντας πέρα δώθε τδ κεφάλι του δ τσαγγάρης μέ κλάψα στή φωνή.

Προχτές κατέβηκαν άπό τδ κάστρο, άρχισε δ παραγιός, και μπήκανε στά χαλάσματα τοΟ Καρυταινίτη. Είχανε μάθει πώς έκεΐ βρί- σκονται κρυμμένα πέντε κιούπια λάδι, παραχωμένα κάτω άπό τά χα- μόκλαδα. Ψάξανε, τά βρήκανε καΐ τά σήκωσαν. Τστερα πήρανε τόν Καρυταινίτη, τόν ραβδίσανε γερά καΐ στά τελευταία τόν βουτήξανε στδ 2να κιούπι γιά νά τόν βαφτίσουν, λέει, νά γίνει Φράγκος.

Κι άλλαξοπίστησε ; ρώτησε τρομαγμένη μιά φωνή.

Δέν άλλαξοπίστησε, δμως βγήκε άπό τδ κιοΰπι μισοπνιγμένος. "Ωχ, σας τδ λέω, σας τδ λέω, 6 βιλάνος δέν Ιχει λυτρωμό, θρή- νησε πάλι δ τσαγγάρης.

Ό καλόγερος στεκότανε μέ τά μάτια διαπλατωμένα, γεμάτα δρά- ματα, νά κοιτάζει τδ σκοτάδι. Τά χέρια του κρατοΟσαν αγκαλιασμένα τά καλάμια του, σφιχτά, καΐ τδ μακρουλό του πρόσωπο πού σούρωνε σ' άχνδ, ανάριο γένι, φέγγιζε πάνω άπό τά γόνατα του διάφανο στή σκιά.

θάρθει καιρός, θάρθει καιρός..., άρχισε νά λέει μέ θαμπή φωνή, σά νά μιλούσε στδν εαυτό του, μά δέν άπόσωσε τήν κουβέντα του. Μουρμουριστά, καθώς σέ παραμιλητό, Ιπιασε νά σιγοψέλνει κάτι

314

πού δέν ίμοιαζε μέ ψαλμωδία γνωστή. Τδ τραγουδιστά του μούρμουρο διάνεψε λιανοτρέμουλο, σα γαϊτάνι ανάερο καπνός, μπερδεύτηκε μέ τ* άλλο, τό νανούρισμα της μάννας τοΟ σίδερα. "Ολοι σώπαιναν.

"Ακουγες ϊξω τή μπόρα πού είχε δυναμώσει καΐ πλατάγιζε σαν πέλαγο απέραντο, μελανό. Στέναζε μακρυά ό άνεμος, σαρώνοντας μέ φτεροκόπημα πλατύ τόν κάμπο. Ό παραγιός σηκώθηκε στα γόνατα χλωμός, μέ τα μάτια τεντωμένα, κ* έγνεψε ν' ακούσουν.

Τι εΓναι ;

Μακρυά, πέρα . . . δέν άκοΰτε ;

*Όχι, δέν είχαν ακούσει. Ή νύχτα άνάβραζε καΐ δερνότανε σα μαυλισμένη άπό δαιμόνους. ΕΙτανε κ' ή βουή τοΟ ποταμιοΟ, πού δέν έσώπαινε.

Ξανακάθησε ό παραγιός άλλα τ* αυτί του έμενε πάντοτε στημένο.

Σα βούκινο, μακρυά, ξανάπε άφωνα.

Ό καλόγερος δέν είχε σαλέψει. Τα μάτια του, μεγάλα, κοίταζαν στυλά στά ίδιο ολοένα σημείο.

Βούκινο, τέτοιαν ώρα ; απόρησε ό τσαγγάρης δύσπιστα. Αφουγκράστηκαν ωστόσο, δίχως καΐ να μπορούν να ξεχωρίσουν

τίποτα μέσα στό σάλαγο τών στοιχείων.

Δέν ξέρουμε τήν ώρα ουδέ τή στιγμή, είπε 6 καλόγερος μηχα- νικά, σαν κάτι ν* αποστήθιζε. Κ' επειδή τόν κοίταζαν προσμένοντας : Έτσι θ' άκουστεΤ ξάφνου, εξήγησε δίχως να τους κοιτάζει, κι άλλοί- ^ο'^ο σέ κείνονε πού δέ θα τόν βρεΤ άγρυπνο.

Τα μάτια του είχαν ανάψει* στον άσαρκο λαιμό του μια χοντρή φλέβα σπαρτάριζε ρυθμικά, σύνταχα, μέ τό σφυγμό τοΟ ΛυρετοΟ. Τεζά- ρισε τα φτενά του χείλη σ* §να άπληστο χαμόγελο πού τοΟ ξεσκέπασε τα δόντια.

Αμαρτωλοί, ποΟ φύγετε ! . . .

Ό τσαγγάρης έκανε τό σταυρό του κ' οί άλλοι γύρω τόν μιμήθη- καν. Έτρεμε σαν τό ψάρι ό παραγιός.

Τί θ* ακουστεί ; ρώτησε σκύβοντας στ* αύτΙ τοΟ διπλανού του, τ£ θ' άκουστεΤ ;

Ή σάλπιγγα, αποκρίθηκε σιγανά ό άνθρωπος, ή σάλπιγγα τής Δεύτερης Παρουσίας.

Πέρα, μπροστά στό καμίνι, ό Ζερβοχέρης δέν είτανε πια \ίθ'^άχος. Ό ξένος πού μίλησε στό Φλαμαντέζο ίππότη, \ιηροοτά στην πόρτα, τόν είχε ζυγώσει αθόρυβα καΐ στεκόταν όρθιος πίσωθέ του. Κανένας δέν είχε προσέξει ώς τώρα τόν άγνωστο τούτον επισκέπτη στή γωνιά, έκεΐ πού λούφαζε.

Στάθηκε λίγες στιγμές να κοιτάζει τόν καθισμένον άντρα, Οστερα σήκωσε τό χέρι του καΐ τόν άγγιξε στον ώμο ανάλαφρα. Δέ σάλεψε ό Ζερβοχέρης, ό νοΟς του έτρεχε μακρυά. Τότε ό ξένος τόν φώναξε μέ τ* δνομά του.

Τί ορίζεις ; ρώτησε κείνος δίχως να στραφεί, μά ξάφνου, σαν κάτι να τόν είχε κεντρίσει ή σαν καΐ τώρα μόλις να πρόσεχε τή φωνή, άνασείστηκε, γύρισε, κοίταξε σκοτισμένος τόν ξένο.

Τό σχήμα αυτό, μέ τα φράγκικα ρούχα, καθώς ξεκοβότανε στό

315

άλαργινό φως τοΟ καντηλιοΟ, τοϋ φάνγ;κε άγνωστο. "Ομως ή φωνή, ή φωνή, σαν κάτι νά είχε αναδέψει μέσα στό μνημονικό του ή φωνή.

Ποιος είσαι ; ρώτησε.

Ζερβοχέρη, ξανάπε ό ξένος καΐ μισόστρεψε τό πρόσωπο του 2τσι πού νά τό πιάνει τό φέγγος τοϋ καντηλιοΰ. Τά κοντά του γένεια χρύσισαν, σβύστηκαν.

! ώ ! κάνει 6 Ζερβοχέρης χαμένος καΐ σηκώνεται αργά άπό τό σκαμνί. Σύγκαιρα άνοιγε νά μαλλιαρά του μπράτσα διάπλατα.

Ή ψαλμωδία τοΟ καλόγερου ακούστηκε πάλι άπό τήν άλλη άκρη. Είχανε γονατίσει τώρα κεί κάτω, προσεύχονταν.

Σσστ ! σώπα, λέει ό ξένος καΐ τραβάει τό Ζερβοχέρη άπό τό μπράχαο σέ βαθύτερη σκιά, δίπλα στ' αμόνι.

Έδώ ! έδώ ! . . . Ήρθες ! έλεγε ό Ζερβοχέρης κ* έχανε τά λόγια του άπό τήν πολλή χαρά. Είχα πάψει, ναι, είχα πάψει πιά νά σέ ηροο^ί'^ω . . .

Ήρθα, έγνεψε ό νέος. ΚαΙ πρόσθεσε, δείχνοντας κατά κεΤ πού είταν οι βιλάνοι': "Ημουν έδώ, καΐ είδα.

Αγκαλιάστηκαν, έμειναν λίγες στιγμές έτσι, δίχως νά μιλούν.

-^ Τόν ξέρεις εκείνον έκεϊ ; ρωτάει μέ τρεμούλα στή φωνή δ Ζερβοχέρης.

Ποιόν ;

Έκείνονε, στό στρώμα . . .

"Ολα τά είδα, είπε πάλι δ νέος. Είμαι .άπό τήν αρχή έδώ. Ό Ζερβοχέρης κρέμασε τό κεφάλι του, βαρύ.

Είναι δ αδερφός μου, Νικηφόρε, έκανε μέ φωνή ραγισμένη. Σώπασαν. Ή ψαλμωδία δμως έκεΤ κάτω συνεχιζόταν κ' είτανε

τώρα κι άλλες, φωνές πού τή συνόδευαν, μουρμουριστά.

"Ω, Χριστέ ! "Ω, Χριστέ ! βόγκηξε ανήμπορος νά κρατηθεΤ πιά δ Ζερβοχέρης.

Ό Σ^(ο\)ρ6ς άπλωσε τό χέρι του στ' αμόνι καΐ πήρε τό παρατη- μένο έκεϊ σπαθί. Ψαχουλευτά, ζήτησε τό δεξί τοΟ φίλου του. Τό βρήκε στό σκοτάδι, μεγάλο, γερό, νά κρέμεται μέ τή γροθιά σφιγμένη. ΤοΟ άνοιξε τά δάχτυλα, τοΟ έβαλε στή χούφτα τή λαβή.

Ό Ζερβοχέρης τόν κοίταξε απορημένος. Στην καυτή του χούφτα τό κρύο σίδερο τό ένιωθε τώρα ευχάριστο, δροσιστικό. Ξάφνου κατά- λαβε. Τό μάτι του άναψε* κι δ Σγουρός ένιωσε σύγκαιρα τή γροθιά εκείνη, πού κρατούσε τώρα τό σπαθί, νά σφίγγεται μέ ^^εϋρο. Τήν έσφιξε πάνωθε κι αυτός, τήν κράτησε μέ τό χέρι του έτσι, γύρω στή λαβή κλειδωμένη.

316

υυ^

ϋυυυ

ΜΜΒΉΒ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ

ΑΛΑΖΙΟ καΐ θολό εϊτανε τό χάραμα, φδ)ς υποβρύχίο, τήν ώρα πού βγήκανε άπό τό σιδεράδικο ό Σγουρός κι ό Ζερ- βοχέρης. Στη βαθειά γαλήνη τοΟ δρ• ^ροΜ, άκουγες μονάχα τό ποτάμι να βουίζει, φουσκωμένο άπό τη νυχτερινή βροχή. Πεζοπόρησαν μέσα στά λα- σπερά-σοκάκια, μονάχοι. Τα φτωχό- σπιτα γύρω στέκονταν βουβά, πετρω- μένα, καθώς σέ πολιτεία νεκρή.

Ακολούθησαν τήν ακροποταμιά, ανεβαίνοντας κατά τΙς ανατολικές γει- τονιές, κάτω άπό ψηλά πλατάνια.

Ποϋθε πάμε δώθε ; ρώτησε δ Ζερβοχέρης σηκώνοντας μιά στιγμή τό κεφάλι του.

Στό πανδοχείο, εκεί πού ξε- πέζεψα χτες τή νύχτα.

Κατέβασε πάλι τό κεφάλι του ό κάπελας καΐ πορεύτηκε δίχως νά μιλάει. Κάθε τόσο δμως αναστέναζε. Τέλος, σά νά μήν άντεχε πιά :

Θάπρεπε τώρα, είπε στον Σγουρό μέ πνιγμένη φωνή, νά σέ προσκαλέσω στό σπίτι μου, τό ξέρω. Τστερα άπό τόσον καιρό πού λεί- πεις . . . "Ομως δέ μπορώ, δέ μπορώ πιά . . .

Ό νέος τόν κοίταξε παραξενεμένος.

Γιατί νά μέ προσκαλέσεις ; ρώτησε.

Έτσι θάπρεπε, Ικανέ μέ πεποίθηση ό Ζερβοχέρης. Μά πώς νά σέ προσκαλέσω πού δέν 2χω πιά σπίτι !

Δέν έχεις ;

"Οχι, δέν είχε πιά σπιτικό ό Ζερβοχέρης. Σάν έπεσε ή μεγάλη δυστυχία στον τόπο κ' οί δουλειές αραίωσαν, τό καπηλειό άρχισε νά περνάει δύσκολες ήμερες, θέριζε τό θανατικό τήν πολιτεία, οί ^ουρ^η- σέοι κλείνονταν στά σπίτια τους, τρέμοντας μήν τους καρυδώσουν στό ζρ6\ίο οί πεινασμένοι βιλάνοι, καΐ τούτοι πάλι δέν είχανε τά μέσα γιά ξεφαντώματα. 'Ώς κι ό λιμιώνας ερημώθηκε, οί ναυτικοί δέν ανέβαι- ναν στην πολιτεία, τά λιγοστά καράβια πού άράζανε στό μόλο ^εφορ- τώνανε βιαστικά, φορτώνανε πάλι καΐ κάνανε γρήγορα πανιά, νά ξα- νοιχτούν στον καθαρό αέρα τοΟ πελάγου, μακρυά άπό τόν τόπο τοΟτο

317

πού.μύρίζε 'ηγ.ρΙ\α Σφάλησε λοιπόν τΙς -όρτες του στα τελευταία καΐ τό μαγαζί, ξετΐούλησε τα υπάρχοντα του ό μαγαζάτορας. Τώρα καθό- τανε σε καηοιανοΰ συγγενή του, έκεΐ, στα νότια της Καλαμάτας, φιλο- ξενούμενος. Με μια χειρονομία αόριστη,, εοειξε στό φίλο του κατά πού, "άνω κάτω.

Σώπαινε ί Σγουρός κι αναλογιζότανε πώς αλλάζουν τ' ανθρώ- πινα, πώς ΓΛρ'^':^ύ'/ οί καιροί, ίσαμε πού ν' άνοιγοκλείσεις πες τα μάτια σου. Τώρα πού ξανάβλεπε πάλι την Καλαμάτα, τοΟ φαινότανε σαν κα| χτες μονάχα να την είχε αφήσει. Τα Ιδια στενορρύμια, γνωστές γει- τονιές, κάποια αίσθηση πού είχε λαγοκοιμηθεί μέσα του και μέ τό φως της σημερινής αύγης ξυπνάει πάλι. Κι δμως, αν σφαλοΟσε τα μάτια, θα έβλεπε πίσω από τα ματόφυλλά του να περνάει ζωντανό τ* δράμα της ενδιάμεσης ζωής του, 2νας 6λχ•χ.ερος καινούργιος κόσμος.

Στάθηκαν [ΐπροατόι, στην ξώπορτα τοΟ πανδοχείου. Άπ' τ' ανοι- χτό τιορ'ίόγ/λ.λο έβλεπες μέσα την πλακοστρωμένη αυλή μέ τους στάβ- λους ολόγυρα καΐ τό σκουριασμένο καταμεσίς μαγγάνι.

Έδώ κάθεσαι ; ρώτησε ντροπιασμένος ό Ζερβοχέρης, Έδώ.

ΚαΙ πώς βρέθηκες στό σιδεράδικο χτες νύχτα ; Χαμογέλασε ό Σγουρός.

Έφτασα βράδυ, εξήγησε τραβώντας τό φίλο του άπό τό μπρά- τσο να μπει μαζί του στό πανδοχείο. Έφτασα βράδυ, λοιπόν πέζεψα, ασφάλισα τό φαρί μου έδώ κ' Οστερα βγήκα νά σέ γυρέψω.

—"Α ! κάνει ό Ζερβοχέρης καΐ τόν κοιτάζει στυλά. Βγήκες μόλις Ιφτασες, νά γυρέψεις έμενα . . . Βγήκες μέ τη ^ροχη . . . Έ φωνή του εϊτανε βραχνή κ* έτρεμε.

Έ, βγήκα ! δεν έβρεχε δά καΐ πολύ τήν ώρα κείνη . . .

Χμ, καλά. Λοιπόν ; λοιπόν ; . . .

Λοιπόν νά ! Σέ βρήκα.

Έκανε τόν πρόσχαρο, τόν ανέμελο ό Σγουρός, νά τοΟ διασκεδάσει τή θλίψη, δμως ένιωθε κι ό ίδιος τή φωνή του ψεύτικη. Τόν κρυφο- κοίταξε ό Ζερβοχέρης και ξανάσκυψε τό κεφάλι του.

Πήγες . . . έκεϊ ; ρώτησε. Πήγες στό . . . μαγαζί ;

Ναί, πήγα, ρώτησα, μοΟ είπανε ποΟ θά σέ βρώ : Στοΰ άδερφοΟ του του σιδερά, μοΟ είπαν. Εύκολη δουλειά, συλλογίστηκα. Τήν ξέρω δά τήν Καλαμάτα . . .

Λεν είπε τίποτα ό Ζερβοχέρης. Μέ τόν αδερφό του τά είχε ξανα- φτιάξει στον καιρό τής μεγάλης δυστυχίας, ή κοινή αυμγορά, τους ϊνωσε. Τό πανδοχείο είτανε σχεδόν ΙρΎΙ\ίΌ τήν ώρα τούτη, μιά δούλα αγουροξυπνημένη είχε φανεί σέ μιά πόρτα, παράτησε χάμου τόν κουβά πού κρατούσε κι άνακλαδιζότανε.

Ό Σγουρός τράβηξε τόν κάπελα στή σκάλα πού ανέβαζε στό χα- γιάτι κι άπό κει στα δωμάτια.

Τώρα έγώ πρέπει νά φύγω, θά θές νά κοιμηθείς.

"Οχι, δχι, διαμαρτυρήθηκε ζωηρά ό νέος, έχουμε πολλά νά πούμε έμεΐς οΕ δυό.

Ή κάμαρα δπου κάθησαν δέν είτανε μεγάλη. Άπό τό παράθυρο

318

δμως τ' ανοιχτό ίβλεπες 2ξω ν* απλώνεται, ανάμεσα σέ δυό μουσκε- μένα πλατάνια, όλάχερη ή άσπρη πολιτεία μ' §να χαρούμενο ανακά- τωμα. Έπιανε ή μέρα να φωτίζει, δ τ^λιος σέ λίγο θά έβγαινε κι 6 ουρανός είχε λαμπικάρει άπό τή νυχτερινή βροχή, έφεγγε τώρα γαλα- τερός, σμαλτωμένος.

Ξάπλωσε κεϊ, θές να ξαπλώσεις ; ρώτησε δ Σγουρός τό φίλο του δείχνοντας τό κρεββάτι.

"Οχι, δχι, . . . έγώ ; διαμαρτυρήθηκε ό Ζερβοχέρης σαστισμένος. Οί τρόποι του είταν αδέξιοι, έμοιαζε δύσκολα να χωράει στό μικρό τοΟτο δωμάτιο.

Κάθησε λοιπόν ! θάχεις ανάγκη να ξαποστάσεις.

Ό κάπελας κάθησε άκρη - άκρη στό κρεββάτι, σα να φοβότανε μή λερώσει τα παστρικά σεντόνια. Ό Σγουρός στάθηκε όρθιος, τόν κοί- ταξε χαμογελώντας. Ένιωθε τόν εαυτό του πολύ ευδιάθετο, οδτε πού τοΟ αποφαινόταν ή αγρύπνια της περασμένης νύχτας. ΚαΙ μαζί, άθελα του, συλλογίστηκε πάλι πόσο τα πράματα είχαν αλλάξει, πώς τήν πρώτη φορά πού είχανε σμίξει οΐ δυό τους έμοιαζε να είναι αυτός δ αδύναμος κι δ Ζερβοχέρης να έχει τήν υπεροχή. Τώρα. . .

Γύρισε κατά τό παράθυρο κι ανάσανε τόν πρωινό αέρα. Εϊταν υγρός, πιπεράτος αέρας, τα πλατάνια τόν νοτίζανε μέ σάρκινη μυρωδιά.

Πώς άλλαξες ! Ικανέ σιγανά δ Ζερβοχέρης. "Αλλαξα ;

Δέν αποκρίθηκε δ κάπελας. Τόν κοίταζε μέ σκυμμένο τό βαρύ του κεφάλι. Τα κόκκινα αράπικα χείλη του κρέμονταν χαλαρά, τα μαΟρα του μαλλιά κολλάγανε τά κατσαρά τους στά μελίγγια.

Ξάφνου άπό πέρα, έξω, αντιλάλησε ένα βούκινο. Βαρύς, συρτός ήρθε δ αχός του νά φτεροκοπήσει ώς έδώ μέσα, άφοΟ πρώτα άστραψε πλατιά πάνω άπό τήν κοιμισμένη πολιτεία. ΤοΟ φάνηκε τοΟ Ζερβό- χέρη πώς οί ώμοι τοΟ ΣγουροΟ τρεμούλιασαν.

Βγαίνει δ ήλιος, είπε μηχανικά δ νέος.

"Ομως δέ γύρισε. Δέ γύρισε νά κοιτάξει έξω, κατά τό κάστρο. Είταν έκεΐ, αριστερά, έτσι νά έκανε άπό τό παραθύρι θά τό έβλεπε νά προβαίνει πάνω άπό τά σπίτια τής Καλαμάτας, στό φουσκωμένον απαλό μαστό τής γης. "Ομως δέν έσκυψε.

θά μείνεις έδώ ; ρώτησε άτολμα δ Ζερβοχέρης.

θά μείνω. Ναι ! έτσι λέω, νά μείνω. Πεθύμησα μιά στάλα τή στεριά.

Ακούμπησε τή ράχη του στό περβάζι τοΟ παραθυριοΟ καΐ σταύ- ρωσε τά χέρια του πάνω στό στήθος.

Ταξίδεψες λοιπόν στΙς θάλασσες ;

Ναί. Ταξίδεψα δλον τοΟτο τόν καιρό στΙς θάλασσες.

Τά μάτια του άστραφταν. Σα νά είχανε φέρει μαζί τους κάποια καινούργια φέγγη, σπιθοβολές άπό πέλαγα πού κυματίζουν ερημικά, κάτω άπό άγνωστους ουρανούς.

Γιατί δέ μέ ρωτάς ;

Τί νά ρωτήσω ; απόρησε δ Ζερβοχέρης, Έγινε μιά μικρή παύση.

319

θυμ(^σα^ τή μάχη στό Ζόγκλο ;

Στό Ζόγκλο ; Πάε: καιρός, κάπου Ινας - ενάμισης χρόνος θαρώ. . . Ναί, άκουσα.

"Ημουν έκεΤ.

Ό τ^λιος Ιβγαινε. Ρόδισε ή Καλαμάτα, κι δ αέρας μύρισε θάλασσα μακρυνή. Ένα σήμαντρο, Οστερα άλλο, κουδούν^σαν πέρα.

"Ημουν έκεΐ, ξανάπε ό Σγουρός. Μέ τους ανθρώπους τοΟ Τουρ ναΙ ξεκίνησα, νύχτα. Στό ^ρόμο μας σμίξανε κι άλλοι, άπό την Άρ καδιά, άπό τή Χαλαντρίτσα. Είχαμε γίνει τό πρωϊ πολλοί, ολάκερο φουοδίτο. "Ομως οί Άραγωνέζοι είχανε περισσότεροι. Πολέμησαν πει σματικά οί Φράγκοι, ώς πού νικήθηκαν. Λιγοστοί πρέπει να είναι κει νοι πού γλύτωσαν, οί άλλοι απόμειναν στον κάμπο, σκοτωμένοι. Εμάς τους τελευταίους, μας Ιμπασαν οί Άραγωνέζοι στΙς γαλέρες τους κα κάνανε πανιά.

Στάθηκε, σα να είχε μαντέψει στα μισανοιγμένα χείλη τοΟ Ζερ- βοχέρη μιαν απορία να κρέμεται.

Μέ νόμισες καΐ μένα σκοτωμένον, δκανε.

Σ' είχα χάσει άπό καιρό, πρΙν άπό τή μάχη στό Ζόγκλο. Σ* Ιχασα μιά μέρα. Ινα πρωινό, αναπάντεχα.

Τότε ό Σγουρός αναθυμήθηκε, ντράπηκε. Ναί, είχε δίκιο 6 Ζερβό- χέρης, τόν είχε χάσει Ιτσι καθώς τό Ιλεγε, κάποιο πρωινό. Κ' είταν ακόμα τέλος τοΟ χειμώνα, πάει Ινας χρό'^ος τώρα, κόντευε ή άνοιξη. Δέν ήξερε τίποτα άπό τ' άλλα ό Καλαματιανός, ούτε τή συνάντηση στον χάμπο τήν ώρα τοΟ κυνηγιού, ούτε τό μπάσιμο στό κάστρο, ούτε τα σχετικά μέ τή γραφή τοΟ Σ^ουρο[ΐάλλΎΐ, τόν ΣαΙντ -Όμέρ, τή Μαργα- ρίτά της Άκοβας, τόν Κοκκινοτρίχη τέλος, καΐ τόν Τουρναί. Δέν είτανε βολετό νά τ' αποφύγει, Ιπρεπε να τοΟ τα πεΤ. Έσμιξε τά φρύδια του, πεισματερά, έτσι πού τό συνήθιζε κι άλλοτε, σάν τά Ιβαζε μέ τόν εαυτό του, καΐ κάθησε στό σκαμνί.• Συνοπτικά, μέ φωνή ουδέτερη, τ* ανιστόρησε. Κ' είπε μονάχα τ' απαραίτητα, δσα είχανε μείνει πιό ξένα στην ψυχή του.

Δέν είπε τίποτα, δχι, τίποτα δέν είπε για τήν αρρώστια του, δέ μίλησε για τή ροδιά. Στην αφήγηση του, μονάχα ό εαυτός του Ιπαιζε ρόλο. Είτανε μιά σειρά άπό γεγονότα δεμένα μεταξύ τους λογικά, ξερά. Ή ανάγκη νά δώσει τή γραφή τοΰ Σγουρομάλλη τόν ορμήνεψε νά μι- λήσει στην πριγκηπέσσα. "Αλλωστε δέν είταν αυτός πού τήν είχε απο- ζητήσει, ό Άστρίτης τοΰ τήν Ιφερε. Κακή ώρα! Βρήκε τό μπελά του μέ κείνη τήν αναθεματισμένη τή γραφή στό κάστρο. Τπόνοιες της Μαρ- γαρίτας, ανάκριση άπό τόν ΣαΙντ-'Ομέρ, καταδίκη του νά μένει φυλα- κισμένος . . . Καλά πού ξεσηκώθηκε ό Τουρναί νά πάει στό Ζόγκλο, κ' έτσι βρήκε τήν ευκαιρία κι αυτός νά ξεκόψει. Μοναδική του ανα- κούφιση σ' δλο κείνο τό διάστημα ό Κοκκινοτρίχης. Αλήθεια, τοΰ είχε μιλήσει τοΟ Παντελή γιά τόν Κοκκινοτρίχη;

"Οχι, λέει συλλογισμένος ό πρώην κάπελας. Έδώ ή φωνή τοΰ Σ'(ουρού ζεστάθηκε, κάτι σάν ενθουσιασμός ήρθε νά τή φουντώσει. ! έπρεπε νά τόν έχει γνωρίσει κανένας τόν Κοκ- κινοτρίχη γιά νά [ίτζορεί νά νιώσει . . . Έτσι, μέ λόγια, δέ λέγεται . . .

320

Σηκώθηκε, στάθηκε δρθίος στό παράθυρο καΐ κοίταξε 2ξω, Τώρα έμοιαζε ολότελα μέ τόν παλιό Σγουρό, πριν άπό τό μισεμό γιά τό Ζόγκλο, τό παιδάρίο μέ τΙς απότομες εναλλαγές, τους ενθουσιασμούς, τα πείσματα, τη θεριεμένη φαντασία καΐ τα φλογερά πάθη. Τό πρό- σωπο του έφεξε στό άντίφωτο τοΟ τ^λιου νεανικό, αταίριαστο μέ τό γένι πού τό μεταμόρφωνε,

Στή γαλέρα πού μέ μπάσανε, Οστερα άπό τή μάχη, τόν βρ-Ρ^κα μέσα. Είταν έκεΐ καθισμένος, ήσυχα - τ^Ισυχα, στην κουπαστή της πρύ- μης, θαρείς καΐ μέ πρόσμενε. "Οταν μ' είδε νά μπαίνω αράδα μέ τους Φράγκους, δέ σάλεψε, δέ μοΟ έγνεψε. Έμενα κρύωσε ή καρδιά μου, νόμισα πώς δέ θέλει νά μοΟ δώσει γνώρα, πώς έγινε κιόλας ό εχθρός. "Ομως σέ λίγο, μέ τ* άπόβραδο, ήρθε νά καθήσει ατάραχος κοντά μου, καΐ μοδπιασε κουβέντα σά νά συνέχιζε άλλην αρχινισμένη λίγο πρίν, καΐ μίλησε δπως μοΟ μιλούσε καΐ στό γ,άοτρο, δίχως νά μέ κοιτάζει, μέ τά μάτια γυρισμένα πέρα, κατά τή θάλασσα.

»Άργά πολύ, σάν είχε πέσει πιά τό βράδυ, καΐ δέ μπορούσε νά μέ ίδεΤ καλά, ούτε κ' έγώ νά τόν ιδώ, πήρα τό θάρρος καΐ τόν ρώτησα :

» Πώς δέν τσακίστηκες άπό κεί πού πήδησες, στό κάστρο ;

» Δέ μ* αποκρίθηκε. Έτσι τό συνήθιζε, μιλούσε μονάχα δταν αυ- τός τδθελε. Απόμεινα κ* έγώ αμίλητος κοντά του νά κοιτάζω πέρα άπό τήν κουπαστή στό σκοτάδι, ν' ακούω τή θάλασσα πού φούσκωνε έξω καΐ πάφλαζε. Είχανε κάνει πανιά οί γαλέρες, τώρα τραβούσαμε ανοιχτά, σ' άγνωστους δρόμους.

» Σέ λίγο παίρνω πάλι τό θάρρος καΐ τόν ρωτώ, πολύ σιγά :

» Παραξενεύτηκες πού μέ είδες έδώ, Κοκκινοτρίχη ;

» Τδξερα πώς θάρθεις, μοΰ είπε ατάραχα.

»*Ώχ, ναί, τδξερε, πώς μπορούσε νά μήν τό ξέρει! ΈκεΙ πάνω, στό κάστρο, βραδυές ολάκερες καθώς ετούτη είχαμε μιλήσει γιά δλ* αυ- τά. Κ* ένα βράδυ, μοΟ είχε πει : « Οί δρόμοι τής θάλασσας είναι μεγά- λοι, δέν έχουν άκρη.» Κ' είχε πεί ακόμα, τό ίδιο εκείνο βράδυ: « Μιά μέρα ή καρδιά σου θά φαρδύνει καΐ τότε πιά τίποτα δέ θά σέ κρατάει έδώ. Έτσι θά γίνει, θάρθεϊς.»

Ό Ζερβοχέρης κοίταζε τόν Σγουρό, τ' αγαθά του τά μάτια τόν περιεργάζονταν μέ σεμνή, κρυφή απορία. Είταν ό ίδιος καΐ μαζί δέν είταν ό ίδιος. Μιλούσε μοναχός του, σά ν' αποστήθιζε κάτι. Τό πρό- σωπο του δέν είταν άσπρο καΐ παρθενικό σάν άλλοτε. 'Έλαμπε μελαψό στό παραθύρι, χαλκόχυτο. Κάτι τό τέντωνε, άπό μέσα.

Λίγες μέρες αργότερα, αφού αρμενίσαμε περιπολεύοντας στ' α- νοιχτά τού Μοριά, μας ήρθε άπό τή στεριά μαντάτο. Οί Φράγκοι γύ- ρευαν άπό τους Άραγωνέζους νά τους δώσουνε πίσω τους αιχμαλώ- τους. Είδα τόν Ντελιούρα άπό μακρυά, στή μπροστινή γαλέρα, τήν κόκ- κινη, πού είταν ή δική του. Δέχτηκε τους αποσταλμένους κάτω άπό κόκκινο χρυσοκέντητο ουρανό, καθισμένος σά βασιλέας. Δίπλα του, ορ- θός, στεκότανε μέ τους αρματωμένους Άραγωνέζους άρχοντες, άν καΐ φτωχοντυμένος πάντα, ό Κοκκινοτρίχης, γιατί είταν έμπιστικός του. Δέχτηκε. τους δρους τών Φράγκων ό άμιράλης καΐ ποδίσαμε κοντά στην Κλαρέντζα. Κατάλαβα τότε κ* έγώ πώς ήρθε ή στιγμή μου νά διαλέξω . . .

21 Ή Πΐίίγκητιίααα 'Ιζαιιηη Ο ίι\

» Κατάλαβα, μα δέν τό σκέφτηκα ουδέ στιγμή. Δόξα νάχει 6 θεός, Φράγκος δέν ήμουν, λογαριασμό για μένα κανένας δέ θα γύρευε. "Αν ήθελα έβγαινα, μπορούσα άν ήθελα να μείνω. Κοίταξα γύρω να βρω τόν Κοκκινοτρίχη καΐ τάν είδα παραδίπλα να κοιτάζει τή στεριά. Δέ γύρισε καθόλου να με κοιτάξει. Ένιωσα μέσα μου κάτι ηο^^ηρί) να μέ δαγκώνει, πειρασμός να τόν πεισμώσω πού φαινότανε για μένα τόσο πολύ σίγουρος. "Ομως δέν τδκανα, ή ψυχή μου είχε κιόλας αράξει στ' α- νοιχτά. Είδα τους Φράγκους πού βγαίνανε χαρούμενοι μέ τΙς ταρίδες στή στεριά, τους άλλους, τους δικούς τους, πού τους άπαντέχανε πέρα. Τό κάτω - κάτο) εμένα κανένας δέ μέ πρόσμενε. Είτανε κιόλας αργά, φυσούσε από τό πέλαγο δροσερός 6 μπάτης, στ' αμπάρι της γαλέρας σιγοτραγουδούσαν οί ναυτικοί τραγούδια της πατρίδας τους. Ή στερνή ταρίδα ξεκόλλησε από τό πλευρό της γαλέρας ξέχειλη. Σαν τήν είδα να σηκώνει κουπί, κατάλαβα πώς είχα αποφασίσει. Κ' έμεινα.»

Κ' έπειτα ήρθαν οί δμορφοι καιροί, οί δυνατοί. Αντάμα μέ κουρ- σάρους, σέ μια γαλέρα μέσα πού ποτέ σχεδόν δέν άραζε, περιπλανή- θηκε σ' Ανατολή καΐ Δύση, γνώρισε φουρτούνες καΐ μπουνάτσες, δου- λειά σκληρή, παλέματα μέ τα στοιχεία, σπάνιες, πολύτιμες ώρες πού τό κορμί λύνεται ξαποσταίνοντας ή λαγοκοιμαται δίχως να πάψει ν' αύ- τιάζεται ακόμα καΐ τό πέταμα της μύγας. "Ολ' αυτά τ* ανιστόρησε ό Σ^{0Όρ^ς στό φίλο του ανάκατα, δίχως είρμό. Τά μάτια του γυάλιζαν από πυρετό καΐ σύγκαιρα, μιλώντας, δλο και τά οραματιζόταν οσα γνώ- ρισε, τά ξαναζούσε άπληστα, μέ πάθος. "Ώχ, ναί, είχε δουλέψει στ' άρ- μενα καΐ στ' αμπάρια, είχε άεροζυγιαστεϊ πάνω στό τσιμπούκι σέ ώρες πού τό κύμα πηδάει αφρίζοντας σά σκύλος λυσσασμένος νά σ' αρπάξει, κ' είχε μάθει ακόμα πώς ^ίο'.-^ομί μ' ενα τίναγμα στον αέρα ξερό τή φονικιά ναβάχα, πώς τή δαγκώνουν μέ γυμνά δόντια δταν φερμάρουν τόν εχθρό. "Ολα τά είχε γνωρίσει, δλα. Τους λιμιώνες της Δύσης σέ καταχνιασμένα, ονειροπόλα πρωινά, τους άλλους της Ανατολής μέ τό αιώνιο μεσημέρι, έκεΐ πού γυναίκες βαρυμύρωτες κουλουριάζουν τό με- λαψό κορμί σ' ασύστολους -^οροχίς μέ τουμπελέκια καΐ μέ ντέφια. Είχε δουλέψει στό δεξί τό γάντζο, τό πελέκι. Κ' είχε λουστεί μέσ' στην αλ- μύρα τοΰ νερού, γεύτηκε τόν ίδρωτα της γυναίκας, μύρισε τήν άχνα τοΰ αίματος.

"Ωρα πολλή, αφού είχε φύγει πιά ό Ζερβοχέρης, απέμεινε στην ίδια θέση, έκεΐ \ι•!ζοο'ζχοι. στό παραθύρι, συνεπαρμένος άπό τις θύμισες πού στοιχειώσανε καΐ τόν έζωναν τώρα θεριεμένες. Στ' αυτιά του βουί- ζοντας μέ σάλαγο βαθύ, χτυπούσε τό αίμα του, σ' απανωτές εφόδους. "Αχ ναί, είχε ζήσει πολλά, είχε ζήσει κ' ίσως ακόμα και ν' αμάρτησε. 'Εκεϊ κάτω, στά πέλαγα, είν' ένας άλλος νόμος πού κυβερνάει. Δέν έχεις τό λεύτερο νά τόν διαλέξεις. Δέν έχεις τήν ευκαιρία ούτε νά τόν σκεφτείς.

"Ετσι είχε πάει ίσαμε τώρα ή ζωή του, σέ κύκλους ομόκεντρους πού δλο και φαρδαίνουν. Μιά πέτρα είχε πέσει στό νερό κάποια νύχτα, τότε, έκεΐ κάτω στην πατρίδα του, σάν έκαναν τό ρζοχκ-ζο τους οί άνθρωποι τοΰ Γκαφφόρε, μιά πέτρα καΐ συντάραξε τή μακάρια ακι- νησία. Τό είχε νιώσει καλά, τή νύχτα εκείνη, πώς ξεκινάει. Ό δρό-

322

μος του άπό τότε κ* εμπρός είναι Ινας Ιλιγγος. Τρέχει, τρέχει, ξεση- κωμένος άπό τάν άνεμο της θύελλας, δίπλα του σκιές, τόποι, οράματα περνοΟν, μα τίποτα δέν προφταίνε: εκείνος να καθηλώσει. Είναι καθώς στα παραμύθια της βάγιας, δταν τδ βασιλόπουλο τό παίρνει 6 άνεμο- ρούφουλας καΐ βλέπει ξάφνου πώς γ^ορεύοΌ"^ γύρω του οι νεράιδες, Ποια- ντ]ς θ' αρπάξει τό μαντήλι, να τήν υποτάξει; Στή ζωή του τή λαχα- νιασμένη νιώθει δ Σγουρός βαθιά Ινα δυσάρεστο κενό. "Οχι, δέν τό Ιπιασε ακόμα μέ τα δάχτυλα του τ* δνειρο, κάτι σα νά λακίζει διαρ- κώς άπό μτιροοτά του. Δέν τό γνώρισε ακόμα, δχι, τό εξαίσιο καΐ τό μεγάλο πού Ιχε: άπό χρόνια υποσχεθεί κρυφά στον εαυτό του.

Τό Ιδιο βράδυ, διωγμένος άπό τή μοναξιά, βγήκε νά σεργιανίσει, δίχως πρόγραμμα. Πάσχισε στην αρχή, συνειδητά, νά φέρει βόλτα τΙς γειτονιές πού είχε άλλοτε γνωρίσει τό λιγότερο. Στρίβοντας ωστόσο κάποιο στενορρύμι, βρέθηκε αγνάντια σέ μιά πλατεία πού κάτι τοΟ θύ- μιζε. Εκεί, ναί, είχε ίδεί, τή μέρα πού πρωτορχότανε, κάποιο ζογ- κλάτορα νά παίζει μέ σπαθιά καΐ μ^. μπάλλες. Έ θύμιση φέρνει αλυ- σιδωτά τή θύμιση. Πεθύμησε, σάν άπό νοσηρή ανάγκη, νά ξαναδεί τόν ξέφραγο χ(Λρο Ικεί πού είχανε κρεμάσει τόν Σέργιο. Χτες νύχτα, πη- γαίνοντας στοΟ Ζερβοχέρη, δέν είχε ξεχωρίσει τίποτα, είτανε βροχγ] καί βαθύ σκοτάδι. Ξεκίνησε λοιπόν γιά κεΐ, καΐ μαζί Ινας καινούργιος πόθος Ιφεξε μέσα του, νά ξαναβρεί τόν Φεντόρ. ναί, νά τόν ξανα- βρεί, είταν ανάγκη τώρα ! Ή σκέψη τούτη ξυπνούσε αναπάντεχο αντί- λαλο μέσα του, κάτι σά λύση σ' Ινα σκοτεινό πρόβλημα πού τόν τυ- ραννοΟσε.

Σύγκαιρα τό κέφι του όρθοστήνεται, άναντρανίζει. θέ μου! πώς δέν τό είχε σκεφτβί πιό πρίν ; Ό Φεντόρ είταν ό άνθρωπος πού τοΟ χρειαζόταν. Τότε, σάν τόν είχε πρωτογνωρίσει, δέν ταίριαζαν οί δυό τους, τίποτα δέν τους έδενε μαζί. Γραφή βουλωμένη είχε μείνει γι' αυ- τόν ό ερημικός χωριάτης της Γιάννιτσας. Γιά νά πεϊ τήν αλήθεια, τοΟ είταν αίνιγμα ή σκυθρωπή του ψυχή. Τώρα δμως, τώρα κάτι Ιχει αλ- λάξει. ΚαΙ μαζί Ινα όίΧλόγ-οτο αίσθημα ανακούφισης καΐ περηφάνειας άντιστυλώνεται μέσα του, ή συναίσθηση πώς Ιχει ωριμάσει, πώς ό άν- τρας παραμέρισε τό παιδί καΐ παίρνει αποφασιστικά στό χέρι του τήν πρωτοβουλία.

Περνώντας άπό τό μεγάλο Ζρίμο, αναθυμήθηκε ξάφνου τήν τελευ- ταία ψοροί πού είχε ίδεϊ τό Γιαννιτσώτη, εκεί, σέ τοΟτο ακριβώς τό ση- μείο, μαζί μέ τόν πατέρα του. Πάει καιρός, είτανε τήν πρώτη κιόλας ήμερα, δταν προα'/.οΧλγιιχίνος στην ακολουθία της 'Ιζαμπώς τραβούσε γιά τό κάστρο, νά μαντρωθεί. Κι 6 ΣλαΟος τόν είχε κοιτάξει σκοτεινά, μέ βουβή απορία καΐ καταφρόνια. Τό ξαναβλέπει καΐ τώρα τό βλέμμα του, βαρύ, μέσ' από τΙς γούβες των ματιών, νά τόν κοιτάζει στυλά, άνυ• πόφερτο. Κ' είχε πολύ, κατάβαθα πληγωθεί τή μέρα κείνη δ Σγουρός, είχε ματώσει κ' είχε ντραπεί. Τί έλεγε ή ματιά τοΰ Σλαύου ; Είσαι πουλημένος στους Φράγκου:, είσαι προδότης! Προδότης! αυτό πού είχε στοχαστεί κι δ ίδιος άλλοτε γιά τόν Σγουρομάλλη, τό συγγενή του. Ανάθεμα ! Θέλεις νά τοΰ είποΰνε πώς τάχα τ5χει στο αίμα του ; . . .

Πώς τήν είχε λησμονήσει τή ^^τροκγι εκείνη τόσο γρήγορα ; Πώς

323

τήν πέταξε άπό πάνω του έτσ^ εδκολα μέσα στό κάστρο ; Ναί,ναί, και- νούργιες εντυπώσεις τόν εΤχανε συνεπάρει έκεϊ, εντυπώσεις, κι άλλα, κάτι άλλο, πιό μαυλιστικό καΐ βαθύ . . .

ΈκεΙ πού πορεύεται, μονάχος του, κάνει μιαν οργισμένη χειρονο- μία, χτυπάει μ' απόγνωση τή γροθιά του στό μερί. Έτσι λοιπόν άπο- μωρώθηκε, Ιγινε ΘΟμα, παίγνιο. Κόλαση κι αστροπελέκι ! Τόν εϊχανε βρει άπραγο καΐ τόν περιγέλασαν, θεός ξέρει τι γέλια πνιχτά σκάσανε πίσω του, σα γύριζε τή ράχη. θαρεΐ πώς ακούει ακόμα τό γελάκι της κυράς τΫ)ς "Ακοβας, τΙς άβρες πού σκουντιώνται καΐ τά κρυφολένε, σκαν- ταλιάρικα, τΙς δοΟλες, ϋΧά-Λερο τό γυναικολόϊ τοϋ κάστρου να τόν παι• ζογελάει. Δέ θά τό πάρει τό αίμα του πίσω ;

Στάθηκε ^πφο(3τά. στή σφαλιστή πόρτα πού είταν άλλοτε τό καπη- λειό τοΟ Ζερβοχέρη καΐ κάθησε στο πέτρινο σκαλοπάτι. *Αγνάντια του ανοιγότανε τό χωράφι, μεγάλο, αδειανό, μέ τό χώμα του άνεβατισμένο, κόκκινο ακόμα άπό τή βροχή. Κρεμάλα δέν είτανε στημένη, δμως αυτός τήν έβλεπε στό νοΟ του, αξέχαστα. Τή βλέπει στην ίδια, τήν παλιά θέση, ψηλή, μαύρη, να κρατάει σα δάχτυλο γαντζωτό τήν πετονιά, τό βαρύ κουφάρι άπό τό τεντωμένο σκοινί. Τό άνθρωπολόϊ σκόρπισε, δμως τά κοράκια φτεροκοπάνε φέρνοντας βόλτες τήν τροψη τους. Ακούει τους κρωγμούς τους καΐ σύγκαιρα, στ* αυτί του μέσα, γυναικεία γέλια, πνι- χτά, λαίμαργα, μπλέκονται μαζί καΐ γ,ρώζοΌ'^. Γύρω, πέρα, παντού, ό κάμπος απλώνεται, απέραντος, άπό τήν Καλαμάτα ώς τό βουνό και πίσω άπό τό βουνό Ισαμε τήν Κλαρέντζα. Είναι έρημος δ κάμπος, γιατί τόν θέρισαν μέ δρέπανο κοφτερό, πέρα ώς πέρα. Τά χωριά κείτονται νεκρά, στΙς γράνες ψοφήσανε σάν τά σκουλήκια οί βιλάνοι. Ένα κοιμητήριο ξεχείλισε κ' οί τάφοι ξεράσανε τους πεθαμένους. Κοράκια, παντού κο- ράκια κλώθουν, σ' ολάκερο τό Μοριά, πέρα ώς πέρα, μ* ηγεμονική ατα- ραξία. « Ξέρετε σέ τι τόπο ξεμπαρκάρατε ; σέ τόπο συφοριασμένο, πού τόν δέρνει, μήνες τώρα, ή πείνα καΐ τό θανατικό ! » Ανάθεμα! ξέ- ρει άραγε καλά ή γυναίκα αυτή τι λέει, καθώς απλώνει τ' αβρά της χέ- ρια σάν Παναγία πάνω άπό τό σκαλιστό της τό θρονί ; Ξέρει καλά ; μήπως αποστήθισε μηχανικά δυό λόγια πού γι' αυτήν δέν έχουνε νόημα ; Ταξίδεψε, είδε, γνώρισε ; Κι αναρωτήθηκε ποτέ της, τούτο πρώτ' άπ' δλα, Χριστέ ! ποιος τάχα είναι 6 αίτιος ; Κάθησε μιά νύχτα άραγε νά ξομολογήσει τή συνείδηση της ;

Ό ήλιος έγερνε, πάλι τά σήμαντρα χτυπούσαν. Σηκώθηκε αργά καΐ κοίταξε γιά μιαν ακόμα φορά γύρω του. Ό τόπος τοΟτος θά μένει γι' αυτόν, δαο θά ζεί, στοιχειωμένος άπό Ισκιους ανήσυχους. Στή δύση σύννεφα μαβιά έχουν στοιβαχτεί καΐ πνίγουν τόν ήλιο. Κόκκινο είναι τό ήλιοβασίλεμμα, τά κουβαριασμένα σύννεφα μουσκέψανε στό αίμα. Ξάφνου άναθυμάται τό μικρό δωμάτιο δπου είχε καθήσει κι αυτός• δί- πλα, στην αυλή, τή γριούλα τήν Πελαγία. Ένας πόθος σπαρταράει φο- βισμένα μέσα του νά τήν ξαναδεί. ΕΙταν αθόρυβη, 3ί'^Υΐ•χπορ•η σά φρύ- γανο πού τό σπρώχνει ό αέρας. "Αχ ναι, τοΰ θύμιζε τήν καϋμενούλα του τή βάγια. Σπρώχνει τό σανιδένιο τό πορτί καΐ μπαίνει.

"Ερημη ίίναι ή αυλή, οί κόττες δέν τριγυρίζουν πιά στή λάσπη. Στα νύχια, μέ χτυποκάρδι, ζυγώνει στό στενό σπιτάκι, αγγίζει τήν

324

πόρτα. Είνα^ σφαλιστή, αμπαρωμένη. ΚαΙ τό παράθυρο κλειστό. Τί- ποτα δέν υπάρχει πιά, τίποτα. Δέ θα καθήσει πια τα βράδυα ατό παρα- γώνι της ή γριούλα πού μύριζε λεβάντα καΐ λιβάνι. "Οχι, δέ θα καθή- σει πιά. "Ετσι, μπορεΤ, κ' Ικεϊ κάτω στ* Άνάπλι, ή βάγια. . . Τό δρέ- πανο άστραψε πέρα ώς πέρα, σ* ολάκερο τό Μοριά. Τα κοράκια αλω- νίζουν, πάνωθε, νικηφόρα.

"Επνιξε τ* άναφυλλητό του, απορημένος κι ό ίδιος που ράγιζε Ιτσι αναπάντεχα ή καρδιά του, βγήκε γρήγορα στό δρόμο. Ή ψυχή του εΐ- τανε βαρειά, κόμπος πηχτός τοΟ έφραζε τό λαρύγγι. Κι δμως, πρώτη φορά τή στιγμή τούτη, νιώθει κάτι μέσα του να λαμπαδιάζει καΐ να τόν ζεσταίνε:. Έ ερημιά παίρνει νόημα, ψυχώνεται. Τό κενό τοΟ στή- θους του γεμίζει.

Σά ν* ακούει στ' αυτιά του, ξεκινημένο μέσ' άπό τά Ιγκατα της γί)ς, ν* αντιλαλεί Ινα πλατύ, εμβατήριο τραγούδι.

325

Ιυι.

Ι.Μ,».^1Ι.»«»>1««ΜΜΙ1ϋΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

«ΣΑΣ ΦΕΡΝΩ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ »

ο ΒΡΑΔΓ, αργά, δ πυρετός του δέν είχε καταπέσει. Ήρθε να σπρώξει τήν πόρτα τοΟ σιδεράδικου καί, μπαίνον- τας, άκουσε μ' απορία του τή βαρεία να βροντάει στ' αμόνι.

"Ορθιος \ιπροοχόι. στό καμίνι, σκε- πάζοντας με τΙς τετράγωνες πλάτες του τή λάμψη, στεκότανε πάλι 6 σιδε- ράς. Έλεγε ί Σγουρός πώς θα τόν I- βρισκε ακόμα να κουλουριάζεται άπό τους πόνους στό στρώμα, έκεΐ που τόν άφησε χτες, κι άντίς γι' αυτό τόν έ- βρισκε στό πόδι, Ιτσι καθώς τόν είχε πρωταντικρύσει. Σήκωσε στό δεξί του τή βαρειά καΐ τήν κατέβασε ρωμαλέα πάνω στό τ:Όρ(Λ\ιί•^ο σίδερο. *Απορη- μένος 6 Σχο\^ρί^ ζύγωσε να τόν κοι- τάξει, σα νά μήν πίστευε τα μάτια του. Εϊτανε πραγματικά αυτός, μο- νάχα πού τό μάτι του τό είχε δεμένο μ* §να στενό λουρίδι βρώμικο, λοξά σφιγμένο γύρω στό κεφάλι.

Κοίταξε γύρω του. Ό Ζερβοχέρης δεν είταν έκεΐ, δέ θα είχε έρθει ακόμα. Σκέφτηκε νά καθήσει, νά τόν περιμένει, εΖδε δμως τους άλλους πού τόν κοίταζαν μ° απορία. Κατάλαβε πώς δέν εϋτανε τόσο ή άγνωστη σ* αυτούς θωριά του, δσο τά ροΟχα του πού τους παραξένευαν. Τοΰ πέ- ρασε ή σκέψη πώς μττορεΐ νά τόν περνάνε γιά Φράγκο, ντράπηκε.

Ό Παντελής δεν είν' Ιδώ ; ρώτησε ρωμέϊκα, δυνατά, γιά ν* απο- δείξει τήν αληθινή του κατάσταση, κ' είπε τό βαφτιστικό μονάχα τοΟ Ζερβοχέρη Ιτσι πού νά καταλάβουν δλοι πώς εΙτανε μ' εκείνον σχετι- κός πολύ.

Δέν τοΟ αποκρίθηκαν μέ προθυμία. Καθισμένοι χάμου οί βιλάνοι καθώς και χτες, τόν κοίταζαν άπό τή σκιά, λουφάζοντας.

θά τόν προσμένω, είπε καΐ στρώθηκε κατάχαμα κι αυτός, ανάμεσα τους.

Τους ένιωσε πού τραβιόνταν άπό κοντά του, δύσπιστοι. Οί κου- βέντες είχανε καταπέσει, σά νά φοβόνταν νά μιλήσουν τώρα πού εϊταν

326

κι αυτός έκεΤ. Τ' αυτί του πήρε μια λέξη πού ειπώθηκε πιό έκεΐ μουρ- μουριστά : « ΓασμοΟλος » . . .

Πολύ τοΟ βαρυφάνηχε. ΓασμοΟλος ; Αυτός γασμοΟλος ; Στη θύμισή του ανάδεψε πάλι ή μισητή εικόνα τοΟ Σ^θΌρο\ίάλλΎΐ, πού έκεΤνος εΐ- τανε γασμοΟλος πραγματικά. Έκανε να διαμαρτυρηθεί, αυθόρμητα, δμως τήν Ιδια στιγμή ή πόρτα άνοιξε καΐ μπήκε 6 Ζερβοχέρης.

Ό κάπελας, βλέποντας τον, άστραψε ολάκερος. Ήρθε κοντά του να στρωθεί καΐ τόν πήρε μέ τό Ενα χέρι γύρω άπό τους ώμους, σα για να τόν αγκαλιάσει. ΕΙταν ολότελα αλλιώτικος άπό χτες. Οί σκοτει- νοί στοχασμοί, τό πρώτο σάστισμα πού τόν ξανάδε ΰστερα άπό τόσον καιρό, είχανε περάσει τώρα καΐ στό αναμεταξύ τοΟτο ξύπνησε πάλι μέσα του ό παλιός Ζερβοχέρης, ό πρόσχαρος, μαζί μέ τήν αλλοτινή τρυ- φερότητα για τό παιοάριο άπό τ* Άνάπλι.

Μοιάζω για γασμοΟλος ; ρωτάει γελώντας δυνατά ό Σγουρός, ν* ακούσουν οί άλλοι ;

ΓασμοΟλος ; γιατί ; "Ετσι . . . ρωτώ.

Δέν κατάλαβε δ Ζερβοχέρης. ΤοΟ ερχότανε πολύ άβολα δταν δέν καταλάβαινε κάτι, καΐ τότε τά Ιχανε ολότελα. Τό μοΟτρο του έπαιρνε μιαν δψη αποσβολωμένη, πανικόβλητη. Στά τελευταία, άφοΟ κοίταξε σα- στισμένα γύρω του σα να γύρευε βοήθεια, μπήκε στό νόημα :

Ποιος είπε τέτοιο πράμα ; ρωτάει αγριεμένος»

Κανένας. Έτσι τό λέω.

Ό Ζερβοχέρης κοίταξε πάλι γύρω του, ^ροβερύς. Μπας κ* είχε τήν αποκοτιά κανένας να προσβάλει τό φίλο του ; Οί βιλάνοι, νιώθοντας να πλανιέται πάνω τους ή εξεταστική ματιά του, έσκυβαν ξνας - Ινας τά κεφάλια περίτρομοι.

"Ακου, είπε δ Σγουρός βάζοντας του τό χέρι του πάνω στό μαλ- λιαρό μπράχοο, τά ροΟχα τοΟτα πού φορώ αλήθεια μέ κάνουνε σά Φράγκο ή σά γασμοΟλο. Αποφάσισα λοιπόν νά τά βγάλω. "Εχεις κανένα πού νά τά θέλει ;

Τί ! θα τά πουλήσεις ; σάστισε δ κάπελας. Είναι ροΟχα ακριβά. "Οχι, θά τά πετάξω.

Καί, λέγοντας, Ιρριξε δ Σ'ίουρδς τή μπέρτα άπό τους ώμους του, έβγαλε καΐ τό βελουδένιο χιτώνιο καί, σωρό -κουβάρι μαζί τά δυό, τά πέταξε πέρα. Είχε απομείνει τώρα μονάχα μέ τό σωκάρδι του. *Ανά- σανε βαθιά, ξαλαφρωμένος. Σά νά κουβαλούσε τό βάρος τοΟτο της σκλαβιάς άπό τή μέρα πού ξαναπάτησε τό χώμα τοΟ Μοριά κεϊ - κάτω, στην Κλαρέντζα. Πάνω στό σωκάρδι του φάνηκε δ κεντημένος "Αη- θόδωρος.

Ναί, ναί, είσαι εύγενικόπουλο, λέει σιγανά, μ* εκστατικό χα- μόγελο δ Ζερβοχέρης καρφώνοντας τά μάτια του ευλαβικά στό οικογε- νειακό σημάδι, είσαι άπό μεγάλη γέννα. . .

"Οχι, κάνει ζωηρά δ Σγουρός καΐ σηκώθηκε πάνω. "Οχι, δέν είμαι τίποτα ! Είμαι Ρωμιός. Ένας κ' Ιγώ άνάμεσό σας. ΚαΙ σας φέρνω τήν Ανάσταση !

Τό είχε πεΤ δυνατά, δλοι γύρισαν καΐ τόν κοίταξαν. Ακούμπησε

327

στ' άμόν^ τή βαρε'.ά δ σ^δεράς, σταμάτησε τό φυσερό ό -αραγοός, ή Άναστασώ άπό πέρα, κοντά στην κούνια, σΥ3κώθτ]κε στα γόνατα.

Κι ό καλόγερος, πού εϊτανε δ(πλα κ' είχε ακούσει από τήν αρχή τήν κουβέντα, έτσι καθώς τό συνηθίζουν να κρυφακοΟνε οί καλόγεροι, Ιβαλε μπρος στα μάτια του τό χέρι αντήλιο, κοίταξε τό παλληκάρι μια στιγμή, κι απόμεινε θαμπωμένος. Για τή σαλεμένη του τή φαντασία ό ξένος πού ορθωνότανε ξαφνικά μέσα στή λάμψη τοΟ καμινιοΟ, μισόγυ- μνος, δε μποροΟσε νέ είναι άλλος κανένας. ΕΙταν ό Ταξιάρχης . . .

Οί βιλάνοι τόν κοιτάζανε σαστισμένοι, λιγάκι ανησυχώ:; Κατάλαβε τ:ή δύσκολη στιγμή 6 Ζερβοχέρης.

αδέρφια ! νά σας γνωρίσω Ιδώ 2να άξιο παλληκάρι, τους λέει δυνατά, μέ κάποια κρυφή Ιπαρση δείχνοντας τόν Σγουρό. ΤοΟ πέρασε τό χέρι κάτω άπό τό μπράτσο καΐ τόν Ισφιξε κοντά του. Είν* εύγενι- Ύ,όποΌλο άπό τ' *Ανάπλι, φίλος μου γκαρδιακός, νά, ίδέστε, Ιχει καΐ τόν "Αη - Θόδωρο κεντημένονε στό σωκάρδι του μεγάλη του ή χάρη ! Σ•^ο\)ρ6 τόνε λένε, τό βαφτιστικό του Νικηφόρο, άπό τους μεγάλους .τους Σγουρούς, θά Ιχετε ακουστά . . .

"Οχι, δχι, τίποτ' άπ' δλα τοΟτα, διαμαρτυρότανε τό παιδάριο μ' δλο πού καταλάβαινε τή λύπη πού κάνει στον Ζερβοχέρη.

"Ομως εκείνος δέν τόν πρόσεχε, τόν έδειχνε στους βιλάνους καΐ σύγκαιρα τους ονομάτιζε 2ναν-2να, γιά νά τους γνωρίσει κι αυτός.

ΤοΟτος Ιδώ είν' δ Σάββας ό ζευγάς, άπό τό Νησί. ΚαΙ τοΟτος 6 Άρτεμης, ό ράφτης άπό τήν Κεσφίνα. Κάνε Ιτσι μωρέ τό κεφάλι σου έσύ, νά ιδεί τό εύγενικόπουλο τόν Σεραφείμ τόν τσαγγάρη άπό τό Βλυσίρι. 'Αμή τόν Γεδεών τόν καλόγερο, τόν είδες τόν Γεδεών τόν κα- λόγερο άπό τό μοναστήρι των 'Αγίων Πάντων•; Έπεσε άρρωστος στην Καλαμάτα καΐ γιάτοΟτοτόν βλέπεις τώρα έδώ* σέ λίγες μέρες θά μισέψει.

Όνομάτισε καΐ τους άλλους 6 Ζερβοχέρης πού κάθονταν πιό πίσω, κοντά στον τοίχο τό μαυρισμένον άπό τήν άθάλη καΐ τή σκιά. θά εϊ- τανε δώδεκα ή δεκαπέντε νοματέοι, δλοι ζωές σκοτεινές, δουλευτάδες τής πολιτείας, ξωμάχοι τοΟ κάμπου, βιλάνοι δίχως πρόσωπο, μ' ?να βαφτιστικό μονάχα γιά σημάδι. Στά τελευταία γύρισε καΐ κατά τό σι- δερά ό Ζερβοχέρης, χαμηλώνοντας τό βλέφαρο, άτολμος πολύ.

ΚαΙ τοΟτος είν* ό Τιμόθεος ό σιδεράς, 6 μεγάλος αδερφός μου, είπε μέ φωνή συγκρατημένη.

Ό άνθρωπος μέ τή βαρειά δέ στράφηκε. Κοπάνισε μια γερή στό σίδερο πού δούλευε πάνω στ' αμόνι, Ισφιξε τΙς χοντρές του τΙς μασέ- λες καΐ βρουχήθηκε σιγανά. Τστερα έβαλε δρθια τή βαρειά, σταύρωσε πάνω τά χέρια του καΐ κοιτάζοντας μέ τό μοναδικό του μάτι τόν Σγουρό στυλά :

Ό Τιμόθεος ό στραβός, είπε τραχεία. Αυτός είμαι !

Καθήσανε πάλι κάτω, 6 Ζερβοχέρης κι ό Σ'{0\}ρ6ζ. Ή Άναστασώ, μουλωχτά, στά τέσσερα, είχε σουρθεί εκεί πού πέσανε τά φράγκικα ροΟχα τοΟ παιδάριου, καΐ βιαστικά, φοβισμένη, τά ξεδίπλωνε, τά πασπάτευε καΐ τά περιεργαζόταν. "Αφησε τά τρεμάμενα δάχτυλα της νά γλιστράνε ηδονικά πάνω στό μαλακό βελοΟδο, τό θολό της βλέμμα δκσταση απέραντη τό πλημμύριζε καΐ θαυμασμός.

328

"Ε, τί κάνεις αύτοΟ, νύφη ; ρωτάει μια στιγμή ξυπνώντας ή γριά. Τινάχτηκε ή νεαρή γυναίκα, κέρωσε.

1\ά τ' δνομα τοΟ θεοΰ ! κάνει πνιχτά. Μέ χαντακώνεις, μάννα ! Και τό μάτι της, παλαβωμένο, κοίταξε τό σιδερά, μήν Ιχει ακούσει. *Αλήθεια τό λές ; ρωτάει σιγανά τόν Σγουρό δ Ζερβοχέρης, θα

τ' αλλάξεις τό ροΟχο σου ;

Τ' άλλαξα κιόλας. Δές ! είμαι λεύτερος σάν τό πουλί !

Γιατί, Νικηφόρε ;

Γιατί οέ θέλω νάμαι σκλάβος.

Πάλι δέν καταλάβαινε ό κάπελας. Τό μάτι του αποσβολώθηκε, τό κυρίεψε & πανικός. Τστερα :

Σκλάβος είναι δ βιλάνος, κάνει σκεφτικά, δχι δ άρχοντας.

Σκλάβος είναι δποιος πουλήθηκε.

Κοίταζε μιλώντας τό καμίνι κ' ή ματιά του χώνευε σέ ρέμβη μα- κρυνή. "Εγινε μια μικρή παύση.

Πώς βρέθηκες ντυμένος 2τσι ; Πλούτηνες ;

Ναί, πλούτηνα. Στή Βενετία πού ξεμπαρκάρησα πλουταίνεις εΟχολα, άμα θέλεις . . .

Δέν άπόσωσε τήν κουβέντα του. Ρέμβασε. Τέλος :

"Ηθελα να γυρίσω αγνώριστος στό Μοριά, είπε, είχα λόγο. Νά,

για τούτο άλλαξα ροΟχο. Μια συντροφιά έμποροι πού ξεκινάγανε γιά

τήν Αχαΐα, μ* εύκολύνανε νά ταξιδέψω. Ανακατεύτηκα μαζί τους,

μπαρκάρησα, βγήκα στην Κλαρέντζα ...

"Ενα κεφάλι είχε χωθεί ανάμεσα στους ώμους τους, θΐίό μάτι«

στρογγυλά, χαζά, γυαλίσανε μέ λαιμαργία :

Είναι μεγάλος τόπος ή Βενετία, ί ; ρωτάει μιά φωνή γυναι- κωτή, ή φωνή τοΟ ράφτη. Στρώνουνε λέει τους δρόμους μ' ασήμι, φύλλα άπό ασήμι, —ψυχή μου!— καθώς έμεΙς έδώ τά είκονίσματα !

Ψέματα ! 2κανε οργισμένος δ Σγουρός.

Ό ανθρωπάκος ζάρωσε απορημένος καΐ γύρω στά ματάκια του ϊ• παίξε §να δουλικό, ζορισμένο χαμόγελο :

Καλά, καλά ! δπως αγαπάς. Λέω μονάχα αυτό πού άκουσα . . . Τόν κοίταξε άγαναχτισμένος δ Σγουρός.•

"Οχι, δχι, νά μή λές αυτό πού άκουσες, νά μήν τό λές ποτέ ! 2- κανε μέ παράδοξη Ιξαψη. Νά είσαι βιλάνος, μά νά μήν είσαι σκλάβος !

Οι άλλοι γύρω πάψχνε νά κουβεντιάζουν, κοίταξαν απορημένοι τόν χαινουργοφερμένο. Αλλόκοτος άνθρωπος, αλήθεια, άράθυμος πολύ. Τί είχε κι δλο ξεφώνιζε ; τί νόημα Ικρυβαν άραγε αδτά πού έλεγε γι' α- νάσταση καΐ γιά σκλαβιές ;

"Οταν σηκώθηκαν νά φύγουν, ό Γεδεών δ καλόγερος κράτησε πίσω τόν Ζερβοχέρη.

Αλήθεια τό λές πώς τόνε ξέρεις καιρό ; ρωτάει εμπιστευτικά, δείχνοντας μέ τό δάχτυλο του τό παιδάριο.

Αλήθεια! κομπάζει δ κάπελας.

ΚαΙ πέρασε κι άλλη φορά άπό τά χώματα μας ;

Κι άλλη φορά, βέβαια ! Κάθησε, τότε, στό καπηλειό μου.

Ό καλόγερος κάτι μουρμούριζε μπερδεμένα, μέ τό κορμί του σκυφτό.

329

Τί μασουλας αύτοΰ, καλόγερε ;

Δεν είναι, δέν είναι αύτδς πού λες, έγώ ξέρω, μουρμούρισε ό Γεδεών τεντώνοντας τό μάτι του σαν και κάτι να οραματιζόταν. Ι\αΙ τραβώντας κοντά του τόν Ζερβοχέρη μέ χέρι νευρικό καΐ τρεμάμενο : Είναι κάποιος άλλος σοΰ λέω . . . "Αλλος !

Ό κάπελας τόν κοίταξε μέ περιφρόνηση, ξεγάντζωσε το [ΐπράταο του άπό τα δάχτυλα τοΰ καλόγερου καΐ τράβηξε να προφτάσει τόν Σγουρό. Τόν ήξερε καλά τόν Γεδεών, δέν εϊτανε να τοϋ δίνεις σημασία. Οί βιλάνοι τόν πίστευαν ά'γιον ά'^Βρίύκο, θεόπνευστο, δμως αυτός τόν είχε για παλαβό, τίποτ' άλλο.

Ξανάρθε και τ' άλλο βράδυ στη |3εγγέρα τοΰ σιδεράδικου ό Σγουρός, κι άπό τότε έγινε ταχτικός, κάθε βράδυ. Οί βιλάνοι τοϋτοι, στην αρχή τοΟ εϊτανε ξένοι, τόν κρατοΟσαν άθελα τους σε μιαν απόσταση δυσπι- στίας ή σεβασμί-Ο, δμως κοντά τους, δίχως να ξέρει γιατί, αυτός ένιωθε ανακούφιση κ' εμπιστοσύνη. Είταν άνθρωποι απλοϊκοί, μέ τό μυαλό χοντρό καΐ μισοκοιμισμένο. Άπό τό μεγάλον κόσμο δέν ξέρανε τίποτα, ή γνώση τους είχε κλειστεί μέσα στό στενόν κύκλο της καθημερινούς δουλειάς τους. Είχανε την ψυχή ωστόσο διψασμένη για κάθε τι πού τους έμενε άγνωστο. Σαν κάτι μεγάλα φυτά των θαλασσινών βυθών, πλα- δαρά κι άργολίκνιστα, ανοίγονταν διάπλατα οί καρδιές τους.δταν τά νερά αναδεύονταν μιά στάλα. Είτανε γεμάτες έκσταση ψυχές, πρόθυμες να πιστέψουν, κρυφά τυραγνισμένες άπό τή λαχτάρα νά μεθύσουν καΐ νά θαυμάσουν.

Τους κοίταζε, πολλές (ρορες, άποτραβηγμένος σέ μιά σκοτεινή γω- νιά, μέ τή ράχη και τό κεφάλι του ακουμπισμένα στον τοίχο, νά στέ- κονται έκεΐ δά, κουβαριασμένοι χάμου, καΐ νά κοιτάζουν ασάλευτοι, ώρες, τή φωτιά τοΟ καμινιοϋ. Στό νοϋ του τότε περνοΟσαν θύμισες φω- τεινές κ* ευκίνητες, οί άλλοι, αυτούς πού γνώρισε στή θάλασσα, οί ναΟτες των κουρσάρικων, μέ τό μάτι τό ανήσυχο πού τσακμακίζει, τό μελαψό, γυμνασμένο ν.ορ[ίί, τή γοργή ανάσα. Δέν ήξερε γιατί κάνει μέσα του τήν αντιπαραβολή τούτη. "Ομως Ινας καϋμός άναβε και σιγό- καιγε στην καρδιά του, ή βασανιστική απορία γιατί τοΟτοι έδώ νά είναι Ιτσι κ' οί άλλοι άλλιώς' τί είναι κείνο πού ξεχωρίζει τους ανθρώπους, καΐ πώς, μέ τί μέσο, ανασταίνεται στό φως τοϋ ήλιου μιά ψυχή.

Ό καιρός είχε καλοσυνέψει. Μπήκε τό καλοκαίρι. Βράδυ, μέ τό φεγγάρι, τοΰ άρεσε τώρα νά τριγυρίζει στους δρόμους της πολιτείας, τους Ιρημους, νά κάθεται σέ μιά πέτρα, κάτω άπό τά πλατάνια, στον δχτο τοΰ ποτάμιου. Έ παλιά του ή αγάπη γιά τή μοναξιά δέν είχε ολότελα σβήσει. "Ομως δέν είτανε σάν άλλοτε άποτράβηγμα μισάν- θρωπο, άγριωπή μνησικακία. Κάτι ανήσυχο τρέαιζε μέσα του, λαχτάρα ξέχειλη πού φουσκώνει, θεριεύει, φοβερίζει. Στό νοΰ του χάραζε, τΙς ώρες εκείνες, ή αδρή μορφή τοΰ Κοκκινοτρίχη μέ τό κεφάλι τοΰ τε- λωνίου καΐ τά πυραχτωμένα τά μαλλιά. Ή ψυχή του, μυστικά, ίτρεφζ γιά κεΐνον μιά σεμνή τρυφερότητα άνάμιχτη μ' αόριστο δέος. Τόν άνα- θυμόταν οδηγητή, δάσκαλο, εμπνευστή. Ποτέ του δέν τόν είχε γνωρί- σει καλά, σέ βάθος καΐ σέ πλάτος τόν Κοκκινοτρίχη. Πάντα κάτι θά- λεγες πώς κρύβει, κάτι πίσω άπό τήν πεισματάρα σιωπή του, τά μισό-

330

λογα ή τή μακρυνή ματιά. Ή αυστηρή του Οπαρξη έμενε έφτασφράγι- στη γραφή, βαρεία άπό νόημα πού δμως ποτέ δέ θα τό διαβάσεις. "Οχι, δέν τόν ήξερε τέλεια, δεν τόν γνώρισε ποτέ τόν Κοκκινοτρίχη. Κι δμως, στΙς ώρες τοΰτες της μοναξιάς, μ' δλες τΙς μυστικές δυνάμεις της ψυ- χής του, τόν έπικαλιόταν.

ΕΙταν Ινα βράδυ τής πρώιμης άνοιξης πού σπάσανε τέλος μέσα του οι φραγμοί. Νύχτα ή'συχη, δροσερή* το λειψό φεγγάρι, πού βγήκε αργά, ψηλάφιζε αφαιρεμένο τα πλατάνια. Πέρα, σχήν έξοχη, αγρυπνού- σαν μέσα στους βάλτους τα βατράχια. Κατέβηκε βιαστικός στό στάβλο, έλυσε τόν Άστρϊτη, σήκωσε την αμπάρα της ξώπορτας καΐ βγήκε στό δρόμο τραβώντας πίσω του τό φαρί. Πήδησε στή σέλλα.

Ή Γιαννιτσά έμοιαζε αποκοιμισμένη δταν έφτασε έκεΐ δ Σγου- ρός. Σταμάτησε μπροστά στό σπίτι τοΟ Φεντόρ καΐ πέζεψε. Φως δέ φαινότανε πουθενά μέσα. Ή σκέψη πώς έρχεται αργά, σε ώρα ασυνή- θιστη, τον είχε τυραγνήσει καΐ στό δρόμο, δέν τ' άτΐοφάσιζε δμως νά πισωστρέψει. "Ετσι πάντα του, δταν ή φούρια τόν συνέπαιρνε, στεκό- ταν ανίκανος νά δαμάσει τόν εαυτό του. "Εδεσε πρόχειρα τόν Άστρίτη στό κοράκι της πόρτας κ' έσπρωξε τό κάγκελο. Στό μποστάνι μέσα, προχώρησε δισταχτικά, στα νύχια.

"Ησυχο κι άλαλο είτανε τό σπίτι. Στάθηκε νά τό κοιτάζει, έτσι μαρμαρωμένο μέσα στό κρύο, πρασινωπό φως τοΰ φεγγαριού, θύμισες ξέθωρες τρέξανε ζωντανεύοντας στό νοϋ του, ή βραδυά πού είχε πρω- τόρθει, τό φωτισμένο άπό τή φλόγα παραγώνι, ή προφητική μορφή τοΟ Πέτρου, κ* ή χήρα τοΟ κρεμασμένου, καΐ τά μικρά παιδιά, κ* ή Βά- ρια. Ναί, Βάρια τηνε λέγαν. Κ' είχε χοντρές πλεξούδες γύρω στό κε- φάλι της . . .

Τριγύρισε στό μποστάνι, αλαφροπατώντας σαν κλέφτης, μέ τήν ανάσα πιασμένη. Δέν είχε το θάρρος νά χτυπήσει τήν πόρτα, μά κι ούτε νά φύγει μπορούσε. Κοίταζε το σπίτι ολούθε, τό περιεργαζότανε μηχανικά. Σύγκαιρα δούλευε άσύνειδα κι ό νοΟς του, έπλαθε είκόνες, τΙς έσβηνε. Ταραχή παράδοξη τόν συνείχε καΐ μαζί τρυφερότητα ανε- ξήγητη. Νά, Ιδώ, πίσω άπ' αυτούς τους τοίχους, κοιμάται χίτ.οχΙίο'^- τας άνάλα-^ρα, σάν τό πουλί, κάποια απλοϊκή παιδούλα. Κάποιος είπε πώς τήν έχουν μολέψεο, της σφάξανε τήν παρθενιά. Μά νά πού τίποτα στον κόσμο οέ σέ κάνει πιό αγνό δσο νά τήν άναθυμάιαι. "Εχει πρό- σωπο στρογγυλό, μέ σχιστά χαμηλωμένα μάτια, /αΙ μελωτές πλεξού- δες πού αγκαλιάζουν τό κεφάλι της σφιχτά. Βάρια τηνε λένε.

"Ακουσε βήμα κοντά του καΐ στάθηκε καρφωμένος στον τόπο. Κά- ποιος τόν είχε ζυγώσει, περνούσε μπροστά. Μιά τραχεία φωνή :

Ποιος είν' αυτού ; Αναγνώρισε τή φωνή τοΰ Φεντόρ.

Έγώ, έκανε μέ τό λαρύγγι σφιγμένο. Και πρόσθεσε, άτολμα: Ό Υι^(ου^ίς.

Ποιος ; ρωτάει πάλι ή φωνή ύστερα άπό αδιόρατη παύση. "Εκανε ουό βήματα, ζύγωσε.

Ό Σγουρός είμαι, Φεντόρ. Λέ μέ θυμάσαι ;

Ό Γιαννιτσώτης στεκόταν ασάλευτος κοντά στην πόρτα τοΰ σπιτιού

331

καΐ τόν κοίταζε με χΐς σκοτεινές γοΰβες των ματιών του. Δέν αποκρί- θηκε & Σγουρός. Τό κορμί τοΰ Γιαννιτσώτη έμοιαζε λιγάκι καμπουρια-. σμένο* στό πρόσωπο του, θές άπό τό φως τοΟ φεγγαριοΰ, θές άπό άγνω- στη αΖτία, τα μάγουλα είχαν ολότελα χωνέψει καΐ ξεχώριζαν εξογκω- μένα μονάχα τα ζυγωματικά. Στό χέρι του κρατούσε τσάπα και φτυάρι,• ερχόταν άπό τό πίσω μέρος τοΟ σπιτιοϋ.

Τί θέλεις ; ρωτάει μέ τόν Ιδιο αφιλόξενο τόνο.

Τό περίμενε ό Σ-^ουρός πώς θα τόν βρεΙ άμάλαγο, κι δμως τώρα κάτι σα νά κόπηκε μέσα του. Αναγκάστηκε να βάλει μεγάλη προσπά- θεια για ν' απαντήσει :

Νά σοΟ μιλήσω θέλω, Φεντόρ.

Δέ φαινόταν εκείνος καθόλου πρόθυμος. "Αργησε νά τ* αποφασί- σει. Τέλος, σπρώχνοντας τήν πόρτα :

Έλα, Ικανέ σκυθρωπά καΐ μπήκε πρώτος.

Έ κάμαρα μέ τό τζάκι είταν θεοσκότεινη. Στό σκοτάδι μέσα, ό Γιαννιτσώτης πηγαινόρθε μέ τήν ϊδιαν άνεση πού περπατοΟσε καΐ στό φώς τοΰ φεγγαριοΟ. Τόν άκουσε ό Σ'{ουρί^ς νά συγυρίζει τά εργαλεία του, ν* ανοίγει §να ερμάρι, νά τό κλείνει πάλι, κάτι άλλο ακόμα νά φροντίζει, καΐ τέλος, άφοΟ βγήχε μιά στιγμή, νά ξανάρχεται μ* Ινα λυχνάρι αναμμένο. Τ' απόθεσε στην ποδιά τοΟ τζακιοΟ, στάθηκε όρθιος.

Τί θές νά μοΟ πεΤς ; ρωτάει κοιτάζοντας άλλοΟ.

*Ώχ ! είχε πολλά, πάρα πολλά νά τοΟ πεΐ, μά νά πού τώρα δέν ξέ- ρει άπό ποΟ ν' αρχίσει. Στέκεται μέ τό μέτωπο σκυφτό, τό στήθος φουσκωμένο, κι αναζητάει μιαν άκρη νά πιάσει άπό τό μπερδεμένο νήμα των στοχασμών του.

Νά, λέει τέλος ξεσπάζοντας, δέν τό δποφέρω πιά νά μέ θα- ρεϊς αποστάτη, κ* ήρθα ! Τό ξέρω πώς μέ θαρείς αποστάτη . . . Μέ είδες τή μέρα κείνη, πάει καιρός, πού καβάλα σέ φαρί φράγκικο Ιμπαινα στό ΚΛΟχρο. Ναί, ναί, σέ θυμάμαι πού μέ κοίταξες, κ' ήσουνα μέ τόν πατέρα σου. ΚαΙ τό κατάλαβα μή θαρεΤς τό νόημα της ματιάς σου. Πήγαινα γιά νά παραδώσω τή γραφή, Ιτσι Ιμπλεξα, τή θυμάσαι τή γραφή τοΟ Σ'{θυρο\ιά\ΧΎΐ ; Σοΰ είχα μιλήσει θαρώ γι* αυτήν. Έπρεπε νά τή δώσω πώς νά γίνει ; "Ετσι Ιμπλεξα. Ή τύχη τδφερε νά πέσω στά χέρια τους, βρέθηκα μκροι-ζά, στό διάβα τους, έκεΐ - κάτω, στον κάμπο. Λοιπόν μέ παίρνουνε μαζί τους, μέ κλείνουνε στό γ.άσχρο. Δια- ταγή ρητή νά μή βγώ καθόλου άν δέ \ι.οΧθ'{ηαω τά πάντα. Ό σενεσά- λος μέ μπλέκει στά δίχτυα του, ή κυρά τής "Ακοβας στήνει γύρω μου παγίδες. Κι άλλα πολλά, άμποτε νά μοΟ δοθεί δ καιρός κάποτε νά σοΟ τ* ανιστορήσω. Τέλος καταφέρνω, Οστερα άπό μήνες, νά ξεφύγω. ΚαΙ πώς! Παίρνοντας τό κατόπι Ιναν ιππότη τόν ξέρεις; ΤουρναΙ τόνε λένε, αλό'ΑΟΖο παλληκάρι, θαρώ πώς είναι κι άλαφροίσκιωτος. Βρίσκω λοιπόν ευκαιρία καΐ φεύγω μαζί του, νύχτα, γιά τό Ζόγκλο. ΕΙτανε ποδισμένες έκεΐ οί γαλέρες τοϋ Ντελιούρια . . .

Στάθηκε νά πάρει ανάσα. Έ σιωπή τοΟ Φεντόρ τοΟ πίεζε τό στή- θος, τόν έφερνε σ' αμηχανία μεγάλη. Ξάφνου κατάλαβε τή θέση του, είδε πώς αράδιαζε δικαιολογίες. Τό ίδιο καθώς καΐ στό Ζερβοχέρη.

332

"Ομως τώρα είτανε δ^αφορετ^xά, ή σιωπή τοΟ Γιαννιτσώτη έκρυβε χάτι βαρύ, ανεξιχνίαστο. Ένιωσε τόν εαυτό του ξεγυμνωμένο.

Δέ μοΟ μιλάς ; γιατί δέ μοϋ μιλάς ; ρωτάει μέ φωνή πνιγμένη καΐ στέκεται να περιμένει μ* αγωνία τήν απόκριση.

Ό Γιαννιτσώτης δέν αποκρινόταν.

"Ακουσε, κάνει ξαφνικά σηκώνοντας τή φωνή του οργισμένα 6 Σ-(ουρός. Άνίσως μέ θαρείς προδότη, να μοΟ τό πεΤς! Δέ θα σταθώ οδτε στιγμή έδώ μέσα.

Αναπάντεχα, §να μουγγό κΟμα παραφοράς τοΟ φούσκωσε τό στή- θος. Μίσος &η6χο\ίθ για τό Σλαϋο πλημμύριζε ή καρδιά του, ολάκερη εκείνη ή ορμή για εξομολόγηση γύριζε τώρα σέ πικρό φαρμάκι. Εί- τανε μαύρη ή ψυχή τοϋ Γιαννιτσώτη, ικανότερη γιά τό μίσος παρά γιά τήν αγάπη. ΚαΙ μπορεί στό βάθος νά μήν έκρυβε άλλο άπό μιαν αλα- ζονεία σκοτεινή.

Καλά, δπως αγαπάς ! συμπέρανε απότομα καΐ γύρισε κατά τήν πόρτα.

Περίμενε πώς εκείνος, ακόμα καΐ τήν τελευταία στιγμή, θά τόν φωνάξει. Μα δέν τό έκανε. "Ανοιξε τήν πόρτα ό Σγουρός καΐ βρέθηκε μεμιάς έξω, στή δροσερή καΐ φωτισμένη νύχτα. Τό φεγγάρι τόν καρτε- ροΟσε. Μέ βήμα γοργό, δρασκέλισε τό μποστάνι, άνοιξε τήν ξώπορτα, έλυσε τόν 'Αστρίτη. Ή ψυχή του εΙτανε ταραγμένη, άνάβραζε τό αίμα του μουγγά. Ωστόσο, προτοΟ κινήσει, γύρισε τό κεφάλι του μιά φορά νά κοιτάξει τό βουβό σπίτι. Κοιμότανε σά στοιχειωμένο μέσα στή χει- μωνιάτικη φεγγαροβραδυά. Κ* εκεί, πίσω άπό τά σφαλιστά του τά πα- ραθυρόφυλλα, κρυβότανε ζηλιάρικα τό μυστικό μιας γαλήνης ατέρμο- νης, κάποια παιδούλα μέ χοντρές πλεξοΟδες σφιχτές γύρω στό κεφάλι.

333

"■■"'""■"""

!■■■■■■ ■\^^

"■■■^"■"""■'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'

ΠΡΩΤΗ ΣΠΙΘΑ

ΕΝ ξανάδε τόν Φεντδρ για καιρό, μία- νες. Στον Ζερβοχέρη δέν Ικανέ κου- βέντα για τόν πηγαιμό του τ6 νυχτε- ρινό στή Γιαννιτσά, παραξενεύτηκε πού ούτε κ* εκείνος τοΟ μιλούσε ποτέ για τους Σλαύους, "Εμοιαζε να μήν Ιχει πια μαζί τους μεγάλη συνάφεια ό κάπελας.

Τό καλοκαίρι τώρα είχε περάσει, μπήκε γλυκά τό φθινόπωρο.

Μια μέρα του 'Οχτώβρη, πολύ πρωί, χτύπησαν χαρμόσυνα τα σή- μαντρα της Καλαμάτας. Ή πολιτεία, πού βρισκόταν ακόμα μουδιασμένη άπό τόν ύπνο, ζωήρεψε ξαφνικά. Ανοίξανε τα παραθύρια τους οί βουργησέοι, βγή- κανε στα κατώφλια των χαμόσπιτων οί βιλάνοι καΐ κοιτάζονταν μ' απορία φιλοπερίεργη. Φήμες άρχισαν να τρέχουν άπό στόμα σέ στόμα, ασυνάρτητες. Ό ?νας έλεγε πώς ό πρίγκηπας Φλωράν κέρδισε κάποια σπουδαία νίκη, 6 άλλος πώς δ ρήγας τής *Ανάπολης ξεμπαρκάρησε στό Μοριά. Ωστόσο ούτε πόλεμο είχε μέ κανένανε τή στιγμή τούτη δ πρίγκηπας, ούτε στό Μοριά είχε άλλοτε ποτέ πατήσει τό κουτσό ποδάρι του ό ρήγας. Στά τελευταία, άνθρωποι τοΟ γ.άσ•ζρου βγαλμένοι στην πολιτεία γιά δουλειές, έδωσαν τ' αληθινό μαντάτο : Άπό την Απουλία μαθεύτηκε πώς ό πρίγκηπας τοΰ Τάραντο είχε παντρευτεί τή θυγατέρα τοΰ δεσπότη της "Αρτας, τή Θάμαρ Κο- μνηνή. Αυτό είταν !

Λοιπόν τό πριγκηπάτο γιόρταζε τους γάμους, μαζί κ' ή Καλαμάτα. *0 πρίγκηπας τοΟ Τάραντο είναι ό κληρονόμος της Αχαίας, άρα έπι- κυρίαρχος τοΰ Φλωρέντιου. Οί βιλάνοι μέ τό χοντρό μυαλό δυσκολεύον- ται νά καταλάβουν τή σχέση, χαμογελοΰν αδέξια, κουτά, κι αναζητάνε μέσα τους μιά δικαιολογία γιά νά χαρούν. Οί βουργησέοι δμως πού, αυτοί, Ιχουν μυαλό πιό σβέλτο, οί βουργησέοι πού ξίρουν πρόσωπα καΐ πράματα καλά κι ούτε αφήνουν ευκαιρία ποτέ νά μή δειχτοΰν ευχάρι- στοι στους αφεντάδες, διαπλατώνουν τώρα τά παραθύρια τους χαρμό- συνα, χτυπώντας μέ σπουδή τά παραθυρόφυλλα στους τοίχους, βγαί-

334

νουν στά λοακωτά μέ πρόσωπα άχτοδοβόλα καΐ κρεμάνε στά πεζούλια χρωματιστά χαλιά.

Ποιος είν' ό πρίγκηπας δ Τάραντος ; ρωτδνε έδώ κ* έκεΐ τους πιό φωτισμένους οί βιλάνοι.

Ό γιος τοΟ ρήγα ττ)ς Άνάπολης, συφοριασμένε ! Άμ' έμεΤς γιατί γιορτάζουμε ;

Γιατί δ αφέντης μας δ πρίγκηπας είνα^ άνθρωπος λίζιος τοΟ ρήγα Κάρλου ! Κατάλαβες ;

Ό βιλάνος μπερδεύει στδ πλαδαρό μυαλό του πρίγκηπες καΐ ρη- γάδες, χαμογελάει χαζά για να φανεί πώς μπήκε στδ νόημα κι αυτός, χι απομένει θαυμάζοντας δλο τοΟτο τό πανηγύρι.

Κοντά τδ μεσημέρι, δ Ζερβοχέρης που είχε ανοίξει τώρα καινούρ- γιο μαγαζί, μαγέρικο, στά δυτικά τής πολιτείας, είδε τόν τσαγγάρη τόν Σεραφείμ νά φτάνει βιαστικός κι ανήσυχος, μέ μοΟτρο χαλασμένο.

ϊί τρέχει, Σεραφείμ ;

Ό τσαγγάρης στάθηκε νά ρίξει πρώτα μιά προνοητική ματιά γύρω. Βλέποντας πώς στό τραπέζι κάθονταν μονάχα Ρωμιοί, αποφάσισε νά μιλήσει.

Κοντά στό -κίατρο, πιάσανε οί Φράγκοι δυό Γιαννιτσώτες Σλαύους καΐ τρεις Ρωμιούς.

Μπά ; ΚαΙ γιατί ;

Γιατί κάτι είπανε, λέει, στην πλέμπα πού είτανε συναγμένη έκεϊ, κάτι κακό γιά τους αφεντάδες.

Σάν τί κακό είπανε ;

Δέν ξέρω. Βρίσανε τόν αφέντη τόν πρίγκηπα ή βλαστήμησαν. Δέν έδωσε ιδιαίτερη προοοχ•^, δ Ζερβοχέρης. Τέτοια περιστατικά

τυχαίνανε συχνά - πυκνά.

Τί διάτανο Ιπαθες έσύ ; ρωτάει τόν Σεραφείμ βλέποντας τον ποδπεφτε μέ τά γόνατα λυμένα σ' 2ναν πάγκο.

"Αχ νάσουν έκεϊ, νάβλεπες, Ζερβοχέρη ! έκανε δ τσαγγάρης τρέ- μοντας νευρικά καΐ μέ μάτι τεντωμένο. Αίμα τοΟ βγάλανε τοΟ ενός άπό τό στόμα.

Τόν βαρέσανε ;

Τόν βαρέσανε λέει! Μέ τά κοντάρια, τά σκυλιά! στό κεφάλι, στή ράχη, κατάστηθα, δπου θες. Χάμω τόνε κυλήσανε καΐ τόν πάταγαν.

"Ωχ ! τόν άμοιρο.

Κι δ άλλος, δ γέροντας, στεκόταν ασάλευτος, μέ τή μακρυά του τή γενειάδα, καΐ κοίταζε τό νέο δίχως νά λέει λέξη, μέ μάτι γυαλι- στερό.

Τό χέρι του κάπελα πού κρατούσε τήν κουτάλα άρχισε νά τρέμει σιγανά. Σκέπασε τή χύτρα, σκούπισε τά χέρια στην ποδιά του, τήν ίλυσε καΐ τήν άφησε νά πέσει κουβάρι σ' ένα σκαμνί.

Νέος είταν δ ένας, λέει, κι δ άλλος γέροντας μέ μακρυά γε- νειάδα ;

Ναί, έτσι είταν.

Σχεδόν δέν τοΰ έμενε αμφιβολία τώρα τοΟ Ζερβοχέρη. Πέταξε δυό κουβέντες τοΟ παραγιοΟ του, νά έχει τό νοϋ του στό μαγαζί, κι άμο-

335

λύθηκε Ιξω. Ό Σεραφείμ απόμεινε στή θέση του νά κοιτάζει στυλά τό πάτωμα μέ μάτι τεντωμένο.

Έτρεξε 6 Ζερβοχέρης, μα ποΟ νά πρωτοτρέξει ; Οί δρόμοι είχανε γεμίσει κόσμο* Ρωμιοί καΐ ξένοι, Φράγκοι, Γενοβέζοι, Βενετσάνοι, σου- λατσάριζαν ανάκατα, φλυαρώντας. ΕΓτανε καΐ Κυριακή, ή Καλαμάτα είχε γεμίσει κόσμο, χωριάτες πού μπήκανε άπό τα χαράματα νά που- λήσουν στό παζάρι ή ν' αγοράσουν, καλόγεροι ορθόδοξοι καΐ δυτικοί, ναυτικοί των καραβιών πού Ιμεναν αραγμένα στό λιμιώνα. Άπό τέν καιρό της μεγάλης πείνας κ' έδώ δέν είχε ξαναϊδεϊ κίνηση τέτοια ή πολιτεία. Πυκνός είχε γίνει κιόλας ό αέρας άπό τη σκόνη, τΙς ανασαι- μιές, τη βαβούρα τοΟ δχλου. "Ολοι πάσχιζαν νά δειχτοΟν περισσότερο χαρούμενοι άπό κείνο πού πραγματικά ϊνιωθαν, γιατϊ οί Φράγκοι δί- νουν μεγάλη προσοχή στΙς τέτοιες εκδηλώσεις. Σε θέλουνε νά συμμερί- ζεσαι, νά τό δείχνεις πώς συμμερίζεσαι την κάθε τους κατάσταση.

Προχωρώντας μέ κόπο ό Ζερβοχέρης, τράβηξε πρώτα γιά τό κά- στρο. "Ηθελε νά βεβαιωθεί άν εϊτανε πραγματικά οί φίλοι του εκείνοι πού πιάστηκαν άπό τους Φράγκους καΐ λογάριαζε νά γυρέψει γιά τοΟτο πληροφορίες άπό κάποιο σταβλίτη, πατριώτη του. Ή σιδερόπορτα, σάν Ιφτασε, εϊτανε διάπλατα ανοιχτή, μά δέν τόν άφησαν νά περάσει. Γύ- ρισε λοιπόν πίσω καΐ βάλθηκε νά ρωτάει τους μικροπουλητάδες καΐ τους διακονιαρέους πού στέκονταν εκεί άπόξω ολημερίς. Οί πληροφο- ρίες πού σύναξε Ιτσι, δικαιώνανε τή σύντομη αφήγηση τοΟ Σεραφείμ. Πραγματικά, δυό Σλαύους Γιαννιτσώτες καΐ τρεις Ρωμιούς είχανε πιάσει οί άνθρωποι των αρμάτων, λίγα βήματα πιό κει, δέν πάει πολλή ώρα. Δυό Γιαννιτσώτες, πατέρα καΐ γιό. ΠερνοΟσαν άπό κει κοντά, τρα- βώντας γιά τό παζάρι, δταν §νας ιππότης καβάλα στό φαρί του, μέ δυό σκουταράτους ξοπίσω του, βγήκε άπό τό κάστρο. Ό κόσμος είχε πήξει στό στενό διάβα, ανάμεσα σε δυό σπίτια, 6 ιππότης βιαζότανε, σηκώ- θηκε λοιπόν δρθιος στΙς σκάλες τής σέλλας του, έβαλε φωνή, κ' επειδή ή πλέμπα, στριμωγμένη καθώς είταν, δυσκολευότανε νά παραμερίσει, θύμωσε & αφέντης .καΐ σπιρούνισε τό φαρί του. Μιά-δυό γυναίκες πέ- σανε ξεφωνίζοντας κάτω άπό τΙς όπλές,' Ινα παιδάκι τρόμαξε, τά έχασε καΐ βρέθηκε πατημένο άπό τόν κόσμο. Τότε 6 νέος άπό τους δυό Σλαύους κάτι είπε μέσα στά δόντια του, κάποια βλαστήμια βέβαια, σήκωσε τή γροθιά κατά τόν ουρανό κι άρπαξε μέ τ' άλλο του χέρι τό φαρΙ τοΟ ιππότη άπό τό καπίστρι. Ό αφέντης δέ χρειαζότανε δά καΐ τόσο. Μέ τό χαλινάρι διπλιασμένο στό χέρι, τραβάει μιά βιτσιά κατάμουτρα στον αυθάδη. Τινάζεται κείνος πίσω, ζαλίζεται, μαυροκοκκινίζει, κάνει νά σύρει κάτι άπό τό ζωνάρι του. Μά δεν πρόλαβε. Οί σκουταράτοι είχανε κιόλας πηδήξει άπό τΙς σέλλες κάτω και τόν άδράχνανε γερά άπό τά μπράτσα. Μέ τό σαματά πού γίνηκε, άκοΟνε κ' οί άλλοι πιό πέρα, άπό τό κάστρο, τρεγ^ου^^, ρίχνονται στον βιλάνο, τόν κυλάνε χάμου σάν τ' άρνΙ κι αρχίζουν νά τόν κλωτσάνε κατάστηθα, νά τόν πατάνε μέ λύσσα. Πραγματικά τοΟ έτρεξε αίμα άπό τό στόμα. "Γστερα τόν σήκω- σαν στά χέρια αναίσθητο, δέσανε πισάγκωνα τό γέροντα, πιάσανε στην τύχη καΐ τρεΙς Ρωμιούς, καΐ τους σύρανε δλους μαζί μέσα στό κάστρο.

336

Δέν τοΰ Ιμενε αμφιβολία τοΟ Ζερβοχέρη. ΑύτοΙ είταν οί Γιαννι- τσώτες, τό έβλεπε ολοκάθαρα τώρα, σα να είχε βρεθεί μπροστά : Ό Φεντάρ χί ό γερο -Πέτρος. Άπά καιρό, είν' ή αλήθεια, τόν φοβότανε τόν Φεντόρ. Τόν έβλεπε δλο καΐ περισσότερο ν* αποτραβιέται, να σκο- τεινιάζει, τό μάγουλο του νά σκάβεται, τό μάτι του να χωνεύει βαθιά μέσα στΙς γοΟβες, κι αναρωτιόταν ανήσυχα ποΟ θα τό βγάλει ή άκρη μ' αυτό τόν ά'^^ρωπο. Είχε τυλιχτεί σέ βαρεία μνησικακία δ Φεντόρ, όρθοτρίχιασε σιγά - σιγά σά σκαντζόχοιρος πού άπαντέχει αδιάκοπα τόν εχθρό του. Τόν έβλεπες πολλές φορές, έτσι νά στέκεται άποτραβηγμένος, αμίλητος, μισάνθρωπος, ν.' έλεγες άθελα μέσα σου πώς κάτι σκοτεινό μελετάει στό νοΟ του. Άπό τόν καιρό πού κρεμάσανε τόν αδερφό του, μιά σταθερή, Οπουλη μεταλλαγή είχε αρχίσει μέσα του. "Εγινε μονό- χνωτος πρώτα, αψύς, ευερέθιστος, "Οσο κι άν τόν συναναστρεφόσουν άλλοτε, έβλεπες τώρα, κι άπό μέρα σέ μέρα περισσότερο, πώς κάτι σέ διώχνει άπό κοντά του. Ό Ζερβοχέρης, αφήνοντας τό παλιό του τό μα- γαζί, έχασε τ* άχνάρια τοΟ Φεντόρ μά δέν τόν αποζήτησε καθόλου. Μο- νάχα σήμερα, πού δ Σεραφείμ δ τσαγγάρης τοΟ έβαλε την πρώτη υπο- ψία, ξανάβρε ξάφνου κι αναπάντεχα τό παλιό του ένδιαφέρο γιά τόν ξεχασμένο φίλο. Κι δπως είταν ά^^ρωηος άκακος καΐ πονετικός δ Ζερ- βοχέρης δ κάπελας, άμολύθηκενά κάνει γι' αυτόν δ, τι τοΟ περνοΟσε άπό τό χέρι.

Γιατί δέν είχανε παίξε γέλασε τό περιστατικό τοΟτο πού έτυχε στους δυό Γιαννιτσώτες μέ τους Φράγκους. "Αν κάποιος δέν ενδιαφερό- ταν, άν τώρα πού τό πράμα είτανε ζεστό κάποιος δέν έτρεχε, πάει, καθώς γινότανε σέ τέτοιες περιπτώσεις, θά τους ρίχνανε πατέρα καΐ γιό στά λαγούμια τοΰ κάστρου κ' εκεί θά σαπίζανε σ' δλάκερη τή ζωή τους.

Μιας κι απότυχε στό κάστρο δ Ζερβοχέρης, άλλη ελπίδα πρόχειρη δέν τοΟ έμενε, έπρεπε νά τρέξει στον παπα - Δανιήλ, τόν εφημέριο της Άγια - Σοφίας. Είτανε σύμβουλος πολύτιμος στΙς δύσκολες ώρες δ παπα - Δανιήλ, άλλα κι ά'^Βρωπος μ' επιρροή πραγματική στους αφεντάδες. Τί- τλο ιδιαίτερο στην Εκκλησία της "Ορθοδοξίας δέν είχε, παπάς απλός εΙταν, οΰτε κάν άρχιμαντρίτης, ή εκκλησία πού λειτουργοΟσε φτωχική, έκεϊ-κάτω στΙς συνοικίες τών βιλάνων. "Ομως πολλές <φορϊς έτυχε νά μεσολαβήσει σ' ανάλογες στιγμές, παράτησε αδίσταχτα τήν ησυχία τοΟ σπιτιοΟ του, μάζεψε τήν άκρη τοΟ ράσου στή χούφτα του, μ' άνεμο καΐ μέ βροχή, μεσάνυχτα ή μέ λιοπύρι, έκοψε ^ρ6\ιο, χτύπησε πόρτες, πα- ρακάλεσε, ρητόρεψε, ικέτεψε, δρθωσε φοβερίζοντας ακόμα, δταν ή ανάγ- κη τό καλοΟσε, τό μικροσκοπικό του ανάστημα κ* υπερασπίστηκε απο- τελεσματικά τους βιλάνους πού είχαν εμπιστευτεί τήν τύχη τους στά χέρια του. Σέ κάθε στιγμή μεγάλης ανάγκης δ Δανιήλ πρόβαλλε γιά τό βιλάνο σάν Οστατο καταφύγιο.

Καθόταν έκεϊ-κάτω, δίπλα στην εκκλησία, σ' ένα χαμηλό άσπρο σπιτάκι, κοντά στην ποταμιά. Γιά νά πάει έκεΐ δ Ζερβοχέρης έπρεπε νά περάσει αναγκαστικά άπό τά λημέρια τοΟ Σγουρού, τό πανδοχείο κάτω άπό τά πλατάνια. Λόξεψε λοιπόν λιγάκι γιά νά ίδεί καί τ' άρ• γρντόπουΧο, μήπως είχε κι αυτό καμμιά καλή ιδέα νά τοΟ πει σχετικά μέ τόν Φεντόρ. Τή λογάριαζε τή γνώμη τοΟ Σγουρού δ Ζερβοχέρης,

22 Ή ΠριγΗηηίαοα ' Ιζαμπώ ΟΟΙ

κρώτα γιατί τον ήξερε νέο σοβαρό, ξυπνό, τίμιο, και δεύτερο γιατί εΐ- ταν εόγενικόπουλο, πράμα πού τοΰ έκανε πάντα τοΰ κάπελα μεγάλη εν- τύπωση. "Ομως στο πανδοχείο πού ρώτησε, τοΟ αποκρίθηκαν πώς δέν ήξεραν κανένα Σγουρό.

Δέν τον ξέρετε ; απόρησε & Ζερβοχέρης κι απόμεινε με το στόμα του μισάνοιχτο.

"Οχι, δέν τ^ν ήξεραν.

Μπας κ' Ιφυγε ; Είταν Ιδώ κ' έφυγε ;

"Οχι, τοΟ λένε, ο&τε εϊταν οδτε έφυγε κανένας με τέτοιο παρανόμι, θαύμασε ό κάπελας. "Ομως σύγκαιρα μια σκέψη καινούργια πέρασε άπό τό νοΰ του πονηρά, πού τόν έκανε αμέσως ν* αλλάξει Οφος.

Μπα, λάθος θα κάνω, δήλωσε χαμογελώντας υποχρεωτικά κι άποτραβήχτηκε. « Τό εύγενικόπουλο δέν Ιχει πει τ' αληθινό του τ* δνο- μα στό πανδοχείο, στοχάστηκε ένώ συνέχιζε τό δρόμο του, δέν τδχει πει γιατί φυλάγεται πάντα άπό τους Φράγκους τοΟ %άοχρου, πού τό ξίρου^^ ». θυμήθηκε ακόμα τα δσα τοΟ είχε ανιστορήσει για τόν καιρό πού έμενε στό -Λάοτρο ό Σγουρός, και δικαιολόγησε τό προνοητικό του πνεύμα. « Καλά κάνει, συλλογίστηκε. Μονάχα έμενα γιατί νά μή μοΟ τό εμπιστευτεί πώς μπήκε στην Καλαμάτα μέ ψευτονόμι ; » Τούτη ή τελευταία σκέψη τόν πίκρανε 8σο νάναι τόν κάπελα. Τόσον καιρό τώρα, δέν είχε τύχει ποτέ νά πάει νά γυρέψει στό πανδοχείο τόν Σγουρό κ* ϊ• τσι απόμενε με τήν εντύπωση πώς τό εύγενικόπουλο παρουσιάζεται ανεμπόδιστα παντοΟ μέ τ* αληθινό του όνομα. « Κοίτα, κοίτα ! μονολο- γοΟσε βαδίζοντας ό Ζερβοχέρης, κάπως μελαγχολικός, λες. πώς Ιχεις Ινα φίλο γκαρδιακό και μιά μέρα, αναπάντεχα, μαθαίνεις πώς αυτός καθόλου δέ σ' εμπιστεύεται. *Αλλόκοτος πού είναι ό κόσμος ! . . . »

θλιβόταν ό Ζερβοχέρης και μαζί, κρυφά, ένιωθε τό μυτερό δόντι μιας ζήλειας νά τοΟ δαγκώνει τήν καρδιά. Άπό καιρό, μέρες τώρα, είχε καταλάβει πώς ό Σγουρός κάνει παρέα και μ' άλλους εξόν άπ' αυ- τόν, και παρέα κάπως ασυνήθιστη, κρυφή νά ποΟμε. Ένώ στην αρχή εκείνος ερχότανε νά τόν βρεί μόλις μπούχτιζε τή μοναξιά του, τώρα περνούσαν μέρες ολάκερες πολλές φορές χωρίς καθόλου νά τόν ιδεί. Κάποια φορά, τόν είχε πάρει τό μάτι του μακρυά, μέσα στό σούρουπο, νά ξεμακραίνει κάτω άπό τά πλατάνια, ακολουθώντας τόν δχτο τοΟ πο- τάμιου, συντροφιά μέ τόν Σάββα τό ζευγά. Μιαν άλλη φορά τοΰ φάνηκε πώς τόν είδε μέσα σε ξένο καπηλειό, νά κάθεται ανάμεσα σέ τρείς άγνω- στους βιλάνους πού μοιάζανε άπό τό ντύσιμο τους χωριάτες. Τέλος Ινα βράδυ, μπαίνοντας αναπάντεχος στό μαγαζί τοΰ Άρτεμη τοΰ χρυσορά- φτη, δ, τι είχανε κλείσει, τόν είχε βρεί θρονιασμένον εκεί νά μιλάει μέ πάθος στά κοπέλια και στον ίδιο τόν Άρτεμη, νά λέει κάτι πού μόλις αυτός παρουσιάστηκε, τδκοψε ό Σγουρός αμέσως.

"Ολα αυτά δέν τοΰ άρίαουν, δχι, δέν τοΰ αρέσουν τοΰ Ζερβοχέρη. Κι δπως γίνεται πάντα σά θές νά βρείς μιά δικαιολογία στή ζήλεια σου, συλλογιζότανε τώρα ό κάπελας πώς τά κρυφομιλήματα, τά μυ- στικά, τά ίδιαίτερα, είναι πράματα πού δέν αρέσουν στους Φράγκους, άρα επικίνδυνα στους καιρούς πού ζοΰμε.

338

Έπρεπε, μέ τρίπο, Ιτσι πού να μήν τοΰ κακοφανεΐ κιόλας, να τον ειδοποιήσει το φίλο του. Για τδ γ.οίλό του.

Αυτά συλλογιζόταν 6 Ζερβοχέρης καθώς πήγαινε στοΟ παπα, κ' εΐ- ταν τόσο απορροφημένος, πού άποληαμονήθηκε, προσπέρασε τ' άσπρο σπιτάκι. Γύρισε πίσω λοιπόν, σαν είδε τήν πλάνη του, καΐ βρ>]χε τόν παπά καθισμένον κιόλας στό τραπέζι νά τρώει τό φτωχικό του τό φαί, ραδίκια βραστά καΐ πατάτες ψημένες μέ τή φλούδα.

Δέν εϊτανε κοιλιόδουλος δ παπα -Δανιήλ, τ' άγαποΟσε δμως καΐ τό καλό φαϊ καΐ τό καλό κρασί. Τά μέσα του δέν είτανε, άΧλοίμονο, τόσα πού νά τόν αφήνουν συχνά νά χαίρεται τό πρώτο. Άπό τό δεύ- τερο δμως, δόξα νάχει ό Πανάγαθος, δέν Ιμενε ποτέ στερημένος. Είχε πάντα στό κατώγι τό βαρελάκι του* ή καρδιά του, χάρη σέ τοΟτο ίσως, έμενε ανοιχτή καΐ πρόσχαρη, παιδιάτικη πές, ακόμα καΐ τώρα πού είχε πατήσει τά εβδομήντα. Κοντός στ* ανάστημα, λιγνός, ανάλαφρος, μ' αφράτα μαλλιά καΐ φουντωτά γένεια, θά σοΟ έκανε, δταν τόν πρωτό- βλεπες, μιά παράδοξη εντύπωση μικροΟ παιδιού πού μασκαρεύτηκε γιά νά παραστήσει τό γέρο. Σέ προσδεχότανε σάν τόν ζύγωνες, είτε γνω- στός ήσουν είτε άγνωστος, μέ τό ίδιο πάντα χαρούμενο χαμόγελο πού έκανε τά λιόμαυρα ματάκια του ν' αστράφτουν. Τίποτα στον κόσμο δέν άγαποΟσε τόσο δσο τό χωρατό, άς εϊταν καΐ σκανταλιάρικο δέν πειράζει.

Καλοδέχτηκε τώρα τόν Ζερβοχέρη, κ' επειδή είχε τό στόμα του μπουκωμένο, τοΟ έγνεψε κουνώντας στον αέρα πρόσχίίρα τά χέρια του νά καθήσει. Ό ανοιξιάτικος ήλιος, πού τέντωνε τΙς αχτίδες του λοξά άπό τό παραθύρι, γέμιζε φως θαμπωτικό τά φουντωτά άσπρα μαλλιά. Μικρούλης, ελάχιστος πίσω άπό τό τραπέζι μέ τό πεντακάθαρο τραπε- ζομάντηλο ό παπα - Δανιήλ έμοιαζε τώρα σάν κανένα άπό τ' άκακα εκείνα, τ' αέρινα δαιμόνια της έξοχης πού τρυπώνουν τις φεγγαρο- βραδυές άπό τΙς καμινάδες καΐ βάζουνε χέρι στΙς λιχουδιές των νοι- κοκυριών.

Δέν είμαι γιά νά καθήσω, παπί μου, εξήγησε μελαγχολικός μα καΐ μ' ευλάβεια ό Ζερβοχέρη;. Τό καπηλειό έχει δουλειά τήν ώρα τούτη κι αναγκάστηκα νά τ' αφήσω στό χαζό έκεϊνο τόν παραγιό μου γιά νά τρέξω στην αφεντιά σου.

ΚαΙ μέ λίγα λόγια λαχανιασμένα, εξήγησε την υπόθεση τών πέντε οτόν παπα - Δανιήλ.

"Ασχημη δουλειά, πολύ άσχημη, παρατήρησε κείνος πού είχε ακούσει προσεχτικά άλλ' ατάραχα τήν ιστορία. Δέν εϊταν ή πρώτη φορά ούτε ή τελευταία πού έρχονταν νά τόν ξεσηκώσουν γιά παρόμοια αίτια. Εντύπωση ή σάστισμα δέν ένιωθε πιά ποτέ κανένα. Άπό τόν καιρό της πείνας, άπό τότε πού οΐ βιλάνοι ξεσηκώθηκαν στό Μοριά, πότε έδώ, πότε Ικεϊ, ενάντια στους τοκάρχους, οΐ Φράγκοι έχουν αγριέψει. . .

Σφούγγισε μέ τήν πετσέτα του τά κόκκινα, 6γρά χείλη του κι από- μεινε μιά στιγμή συλλογισμένος.

Έγώ μιά φορά θά κάνω κεΤνο πού πρέπει, είπε ί>στερα, δμως άν θέλουμε νά είμαστε σίγουροι πώς κάτι θά καταφέρουμε, πρέπει νά βά- λουμε μπρος κι άλλο μέσο.

839

Κοίταξε τον Ζερβοχέρη πού στεκόταν όρθιος, ά5έξ:ος, βαρύς, με τό κατσαρόμαλλο κεφάλι του θλιβερά κρεμασμένο.

"Εχεις ένδίαφέρο μεγάλο γι' αυτό πού μοΟ λες, Ζερβοχέρη ; ρώτησε.

"Εχω, παπά μου, πώς δέν εχω ! Άοέρφια είμαστε ούλοι, ψΐματα ;

Καλός δ λόγος σου, έτσι σε θέλω ! Λοιπόν άκου και το μέσο : θάχεις ακουστά βέβαια πώς οί Φράγκοι αγαπάνε λίγο - πολύ τά πέρ- πυρα. Άρχόντοι είναι, δε μπορΟ) νά πω, ανάγκες έχουν, κόσμο πολύ χρεψουνε γύρω τους, πώς νά κάνουν ! "Αν δουλέψει δ βιλάνος, θά φάνε κι αυτοί, αλλιώς ποιος θά τους θρέψει ; Δουλειά δική τους είναι, βλέ- πεις, μονάχα ό πόλεμος. Μέ τήν πείνα δμως πούΙπεσε τώρα στερνά στους βιλάνους καΐ μέ τό θανατικό, στενέψανε τά πράματα στό Μοριά, στενέ- ψανε καΐ για τους άρχόντους. *Ανάγκη λοιπόν νά τους βοηθήσουμε . . .

Νά τους βοηθήσουμε έμεΐς, οί φτωχοί ; σάστισε ό Ζερβοχέρης.

Ό λόγος τό λέει ! Ικανέ γελώντας δ Δανιήλ. Δέν τδπε καΐ τό Ευαγγέλιο τοΟ ΧριητοΟ νά βοηθάμε αλλήλους ; Δέν κάνει εξαίρεση για τους Φράγκους . . . Λοιπόν, αύριο πού θά πάω στον καστελλάνο, άκου πού σοΟ λέω θά μ' ακούσει πιό καλοδιάθετα άν μέ ίδεΤ νά κρατάω στά χέρια μου κ' ενα τσουπωτό σακκοΟλι. Τό χρυσάφι, Ζερβοχέρη μου, κελαϊδάει δμορφα, γλυκά, Ιχει φωνή άηδονίσια . . .

Ό κάπελας κατάλαβε. Πολλές ψορες Ισαμε τώρα είχε τύχει νά πιά- σουν οί Φράγκοι ^ουρ^ηαεους, μέ κάποια τάχα ψευτοκατηγόρια φανερή καΐ τόν κρυφό σκοπό μονάχα νά τους απολύσουν μόλις οί δικοί τους θά τό έπαιρναν απόφαση νά τους αγοράσουν. "Ομως, στίς τέτοιες ψορίς, γυρεύουν πολλά οί Φράγκοι, καΐ γιά ^ουρ-^ηοεους ακόμα πάρα πολλά.

Πώς θά βρούμε τό χρυσάφι ; στέναξε.

Γιά νά τό ^ροΰ\ί.ε άπό δικά μας, ούτε λόγος νά γίνεται, συμφώ- νησε κι ό Δανιήλ. Ένας τρόπος υπάρχει μονάχα : Νά τό δανειστούμε.

Κι άπό ποιόν ; Ποιος δανείζει βιλάνους, παπά μου!

"Εχω μιαν ίδέα έγώ πού σοΟ μιλώ. Μά τό πράμα δέν είν' εύ- κολο, νά τό ξέρεις άπό τώρα.

Κ' εξήγησε τό σχέδιο του. Είτανε στην Καλαμάτα, φερμένος άπό λίγον καιρό, κάποιος εμπορευόμενος ξενομερίτης, Βενετσάνος. Ό Ζερ- βοχέρης δε [ΐκοροΟαε νά τόν ξέρει γιατί στους δρόμους δέν Ιβγαινε ποτέ σχεδόν. Τόν έλεγαν αμύθητα πλούσιο. Κλεισμένος στό σπίτι του, έκεΐ πάνω, στά ριζά τοϋ κάστρου, διεύθυνε μ' ανθρώπους έμπιστικούς του, πού πηχαινόρχονταν νύχτα - μέρα, τΙς δουλειές μιας άπό τΙς μεγά- λες, καθώς λέγανε, τράπεζες τοΟ Μοριά, Σ' αυτόν έπρεπε νά πάνε καί γιά τά λύτρα τών δυό Σλαύων. Μονάχα πού καΐ πάλι τό πράμα δέ θά είτανε τόσο ε^γ,ολο, γιατί οί πλούσιοι, καΐ μάλιστα οί τραπεζίτες, δέ δανείζουν λεφτά αν δέ σιγουρευτούνε πρώτα δχι πιά γιά τό κεφάλαιο μά καΐ γιά τόν τόκο. Κ' είναι βαρύς δ τόκος πού ζητάνε οί τραπεζίτες, πολύς βαρύς.

Λοιπόν ; ρώτησε ιδρώνοντας δ Ζερβοχέρης.

Λοιπόν έμεϊς δέ μπορούμε νά δώσουμε γιά τό δάνειο εγγύηση χτήματα, πραμάτεια ή χρυσαφικά, καθώς τή δίνουν οί βουργησέοι. Μπορεί, θεός τό ξέρει, νά μας γυρέψουν κάτι άλλο . . .

340

Σαν τ( άλλο ;

Κόμπιασε 6 παπα -Δανιήλ, σηκώθηκε και βάλθηκε να σκαλίζει με τα δάχτυλα του τα γένεια του. «Αλήθεια, σαν τί άλλο », μουρμού- ριζε κοιτάζοντας στυλά τό τραπέζι μέ τό μάτι αφαιρεμένα, σάν τί άλλο

Βαρεία σιωπή, στενάχωρη, έπεσε ανάμεσα στους δυό άντρες. Μια πεταλούδα άσπρη είχε μπει άπό τ' ανοιχτό παραθύρι, πού έβλεπε στό περιβολάκι τοΟ Δανιήλ, καΐ χοροπηδοΟσε ακατάστατα στην κάμαρα, μεθυσμένη άπό ■ήλιο. Γρύλισε ίζΐώ τό μαγγάνι τοΟ πηγαδιοΟ πού τό γύριζε αργά, αγκομαχώντας, ή αδερφή τοΟ παπά, ή Μπίλιω. «Αλή- θεια, σάν τί άλλο ; » μουρμούριζε δ "(ζρο'^τάιΐίος επίμονα ψαχουλεύοντας τ* άσημωτά γένεια του μ* αμηχανία. Τέλος, αλλάζοντας Οφος, καΐ σα να μιλοΟσε στον εαυτό του :

"Οχι, δχι, δέν πρέπει να πάμε, Ικανέ ζωηρά, θεός ξέρει τί θα μας γυρέψει ! ΚαΙ καθώς ό Ζερβοχέρης τόν κοίταζε μ* αγωνία, "Αφησε, άφησε, θα πάω πρώτα στους Φράγκους Ιγώ, είπε, να μάθω πόσα θα χρειαστούν.

Κ' έσπρωξε άπό τόν ώμο, φιλικά, τόν κάπελα κατά τήν πόρτα.

Στό κατώφλι, ό Ζερβοχέρης κοντοστάθηκε.

Νά τους μαζέψω, ρώτησε άτολμα, να πάμε δλοι μαζί ;

Ποιους ;

Τους συντρόφους, τους βιλάνους. Στάθηκε συλλογισμένος ό παπάς.

Νά σοΟ πω δέν είναι κακή ίδέα . . . "Ομως δχι στους Φράγ- κους, δχι ! Δέν τους αρέσει νά βλέπουν πολλούς μαζί. "Γστερα άπό τους ξεσηκωμούς, καταλαβαίνεις . . . "Αν χρειαστεί, θά πάμε έτσι καθώς τό λές στον ξενομερίτη πού σοϋ είπα, ή κάπου άλλοΟ.

Ό Ζερβοχέρης κατέβηκε 2να σκαλοπάτι.

Ό Νικόλας ό Μαύρος, ϊκανε γυρίζοντας, αυτός δέ μκορεί νά κάνει τίποτα στην ανάγκη, σάν τοΟ προσπέσουμε ;

Ό Νικόλας έ Μαύρος εϊταν άπό τ' άρχοντολόϊ τό ρωμέϊκο τΫ]ς Κα- λαμάτας, μά είχε δηλώσει πίστη στους Φράγκους, έγινε άνθρωπος τους, καθώς οί Γκύζηδες, κ' οί Φράγκοι σ' αντάλλαγμα τοΰ έδωσαν όφφίκιο.

Ή φωτερή δψη τοΰ παπα - Δανιήλ σκοτείνιασε. "Οχι, δχι στό Μαύρο! έκανε πεισματικά, θά σου πώ έγώ, άφη- σε, θάχεις μήνυμα μου ίσαμε τό βράδυ.

ΤοΟ φίλησε τό χέρι ό κάπελας κ' έφυγε σκεφτικός, μέ τήν ψυχή τυραγνισμένη άπό κάποιαν αόριστη ανησυχία.

θά ήθελε νάτανε βολετό νά τρέξει τώρα αμέσως στους γνωστούς του, συντρόφους καΐ φίλους, νά δώσει είδηση, ν' ανάψει φωτιά, νά τους ξεσηκώσει. Ό τρόηος, ό σοβαρός, & ασυνήθιστος, τοΟ παπα -Δανιήλ σάν άκουσε τήν περιπέτεια των πέντε βιλάνων, άντίς νά τόν καθησυχά- ζει, χειρότερα τόν τάραζε. Καλά τοχε φοβηθεί αυτός, εΙταν άσχημη μπλεξιά. "Αν οί δικοί τους δέ βιάζονταν, ποιος ξέρει . . . "Εβλεπε κιό- λας ό κάπελας, μέ τή φουντωμένη του φαντασία, τους άμοιρους ριγμέ- νους σ' ένα βαθύ κατώγι, έκεΐ στά σκοτεινά λαγούμια τοΟ κάστρου, νά ρεΰοΌ"/ καΐ νά σαπίζουν γιά' χρόνια στά σίδερα, δίχως ελπίδα γλυτωμοΟ.

"Ομως ή ώρα εΙταν περασμένη, μεσημέρι, τό μαγαζί μονάχο. Γύ-

341

ροσε τσακίζοντας, να τιρο'^Λά'/ξ.•. τή δουλειά, κι ανέβαλε για τ' άπόγεμα τήν άλλη του φροντίοα. Ό τσαγγάρης είταν έκεΐ, τόν περίμενε. Αφα- νισμένος, μέ τό στενόμακρο μοΰτρο του, πού οί θέρμε: τό είχανε λυώ- σει καΐ ξεράνει, κρεμασμένο, απόμενε σωροβολιασμενος στον πάγκο να κοιτάζει τήν πόρτα μ' άνάβλεμμα εναγώνιο. Δεν τους γνώριζε προσω- πικά αυτός τους πέντε που πιάσανε ο\ Φράγκοι, 2μως ή συφορά πού τους βρήκε, ή ωμή σκηνή ]ΐπ'ροο\χ στο κάστρο, πού τήν είδε μέ τα μάτια του, τόν είχανε συγκλονιστικά επηρεάσει. Είχε έτσι πάντα του μιαν άρρωστιάρικη ευαισθησία στΙς αγριότητες δ Σεραφείμ ό τσαγγά- ρης, και τα ξεχαρβαλωμένα άπό τις Ηέρμες νεύρα του τινάζονταν, σφά- δαζαν στό παραμικρό άγγιγμα.

Τί άπόκανες ; ρώτησε τρέμοντας, σά νά φοβόταν τήν απάντηση που θα λάβει άπό τόν Ζερβοχέρη.

Τίποτα, δέν εχω καιρό τώρα για κουβέντες. Μόνο νά τρέξεις έσύ νά βρεις τό φίλο μου, τό εύγενικόπουλο, καΐ νά τοΰ πεις πώς εί- ναι χρεία νά τό ιδώ τό γρηγορότερο. Κ' ύστερα νά πας στους άλλους, τους δικούς μας, νά τους συνάξεις δλους στό σιδεράδικο. Άκοΰς ; δλους. "Οσους βρεις περισσότερους! Κατά τά λυχνανάματα, θάρθώ κ' έγώ. Αυτό νά κάνεις, τσαγγάρη, κατάλαβες; ΣΟρε τώρα, τρέχα!

Ό τσαγγάρης, που αναγνώριζε στον Ζερβοχέρη σημαντική υπε- ροχή, σηκώθηκε \^■π.ί•ΑΟ\^ος, καΐ ξεκίνησε βιαστικός νά κάνει τό θέλημα πού τοΟ ανάθεσαν.

Νωρίς τ* απομεσήμερο, έμαθε κι ό ^^{ΟΜρΙί^ τό περιστατικό πού είχε λάχει στους πέντε βιλάνους. Τά έμαθε πρώτα άπό τόν Σάββα τό ζευγά, γιατί, αυτόν, είχε προλάβει κιόλας καί τόν είδε ό ϊοιος ό Ζερβοχέρης, Τό μεσημέρι δέν είχε πάει καθόλου στην κάμαρα του ό Σγουρός, ό τσαγγάρης άδικα τόν περίμενε κόβοντας βόλτες νευρικά μπροστά στην αυλόπορτα τοΰ πανδοχείου. Βρήκε δμως τους άλλους ό Σεραφείμ, σάν απελπίστηκε άπό τόν Έι'{θ\>ρό, έτρεξε στό ραφτάδικο τοΟ 'Αρτέμη, άπό κει στό σιδεράδικο τοΰ Τιμόθεου, κ' υστέρα πήρε συνέχεια δλους τους άλλους.

Τό μαντάτο πού κουβαλοΰσε λαχανιασμένος ό τσαγγάρης πετούσε άπό πόρτα σε πόρτα, άπό μαγαζί σ' εργαστήρι κι άπό εργαστήρι σ* αυλή, κι άπό κει, εξω, πέρα, στά χωράφια, χωρίς δμως νά κάνει βέ- βαια σ' δλους τήν ϊδια εντύπωση, τήν κεραυνόβολη πού είχε ευχηθεί ό Ζερβοχέρης. Τέτοια περιστατικά είτανε παραπάνω άπό συχνά, καθη- μερινά πές, καί μάλιστα τώρα τελευταία. "Ολοι δίχως εξαίρεση ωστόσο έδιναν υπόσχεση πώς θά πάνε τό βράδυ χωρίς άλλο στό σιδεράδικο τοΰ Τιμόθεου. Έ προσταγή τοΰ ενός ή τοΰ άλλου άπό τά δυό αδέρφια, κά- πελα ή σιδερά, εϊτανε πάντα σεβαστή, είδος διαταγής προεστού, κ' ή αλληλεγγύη αναμεταξύ στους βιλάνους τής Καλαμάτας, μικροπουλητά- δες, τεχνίτες, εργατικούς, ξωμάχους, πολύ προ^/!^(ΛρΊγ^ίΊΎ\. Κάμποσην ώρα προτοΰ σκοτεινιάσει, άρχισαν νά σφαλάνε τις πόρτες τους, νά πα- ρατάνε ό ένας τό σφυρί, δ άλλος τό σουβλί, δ τρίτος τήν άξίνα, καΐ νά ξεκινάνε γιά τοΰ Τιμόθεου.

"Οταν δ ήλιος βασίλεψε, είταν δλοι τους συναγμένοι.

342

ϋυΐι

ίΑΑ^]Ιυ

^^^^^^^^^^^1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ θ'

ΝΕΧυΜ δΕ ΌΑΚΗ

ΙΤΑΝΕ καμμιά πενηνταριά νοματέοι, οί περιασότεροι άντρες ψημένοι, λιγο- στοί γέροι, τρείς - τέσσερις γυναίκες, οί δυό μέ τα μωρά στην αγκαλιά. Τ6 σιδερά5ικο είχε γεμίσει, βμως άκ6μα δέν είχανε στρωθεί χάμου, σταυρο- πόδι, καθώς τό συνήθιζαν. Στέκονταν δρ^οΐ ή ακουμπισμένοι στους τοίχους, μπουλούκια μπουλούκια, καΐ σιγοκου- βέντιαζαν. Κάμποσοι άπό δαύτους δέν είχανε καν βγάλει την ποδιά της δου- λειάς. Τά χέρια τους είτανε λερά, βα- ρεία, αποσταμένα άπά τό μεροδοΟλ•. Βασίλεψε ό ήλιος καΐ τότε τό κα- μίνι τοΟ σιδερά Ιφεξε λαμπαδιάζοντας στους άσοβάτιστους πέτρινους τοίχους. "Ομως δσο προχωροΟσε ή ώρα, ή σκιά βάραινε, στοιβαζόταν άα6οΙερ^ στΙς γωνιές. Ξεχύθηκαν λοιπόν καΐ στό δρόμο, γιά νά βλέπουν, νά βλέπονται, σάν άνθρωποι άμάθητοι πού εί- τανε νά ζοΟνε τΙς νύχτες, στό σκοτάδι. Κάποιος ωστόσο είπε πώς είναι άπρονόητο νά μυριστοΟν τή σύναξη οί Φράγκοι. "Αρχισαν έτσι νά ξα- ναμπαίνουν στο σιδεράδικο, άναψαν ?να δαυλό, πού μοσχοβόλησε ζεστό ρετσίνι, ίίστερα οεύτερο, τους μπήξανε στους αρμούς τοϋ πέτρινου τοί- χου καί, κουρασμένοι άπό τήν απαντοχή, νυσταγμένοι άπό τόν κόπο τΫ^ς ημέρας, πιάσανε τώρα νά στρώνονται χάμου, στό κοπανισμένο χώμα, ν' αγκαλιάζουν τά γόνατα τους καί νά χασμουριώνται βαριεστημένα, γλαρώνοντας.

Τό ν.εργ.ετο πέρασε στό δρόμο μέ βήμα ακατάστατο καΐ βαρύ, κλαγγή από σπάθες, λόγχες, σκουτάρια. "Ολοι κρατήσανε τήν ανάσα τους. Ή νύχτα είτανε χλιαρή, ανοιξιάτικη, κάτω άπό τό τιορτόφυλλο, στη φαρδειά χαραμάδα, έβλεπες τό φεγγάρι νά προσμένει ρεμβό. Ό σι- δεράς παράτησε τή βαρειά κι άφησε τό καμίνι νά σβήσει. Δέν έπρεπε οί Φράγκοι νά ξέρουν πώς ΙκεΤ μέσα ξαγρυπνάνε βιλάνοι. Κάλλιο νά "^ομίζου'^ πώς 6 σιδεράς πλάγιασε απόψε νωρίς. "Αν είχε κανένας τους παραγγελιά νά δώσει ή νά γυρέψει, ας περάσει αύριο, μέ τήν ήμερα. ΆργοπορημένΌς ήρθε 6 Ζερβοχέρης, καθώς τό είχε πει. Έρθε μέ τήν ακολουθία του, τό ράφτη, τόν τσαγγάρη καΐ τό ζευγά, σάν άληθι-

νός άρχοντας της πλέμπας πού είταν. Στ6 κατώφλι δμως τοΰ σιδεράδι- κου, αναγκάστηκε ψυχόρμητα να παρατήσει τό ηγεμονικό του Οφος. Έδώ άρχιζε τό βασίλειο τοϋ τζρ£ο6ΰτερο[), τοΟ σιδερά. Μπήκε λοιπόν αδέξιος, γεμάτος αμηχανία, μέ τα μάτια λοξογυρισμένα ανήσυχα κατά τή μεριά τοΰ Τιμόθεου, μά καΐ φουσκώνοντας σύγκαιρα τά στήθια του γιά νά ξιπάσει τους συντρόφους.

Στάθηκε με κάποια δυσφορία κρυφή δίπλα στ' αμόνι, είδος θέση επίσημη, έβαλε τΙς παλάμες στους γοφούς του, δστερα στή μέση του, τΙς ξανάφερε στους χοψους του, αναδεύτηκε στενόχωρα, και τέλος, κοι- τάζοντας γύρω - γύρω τους βιλάνους πού είχανε ζυγώσει καί πρόσμεναν σωπαίνοντας, μίλησε :

Αδέρφια, είπε, σας φωνάξαμε απόψε Ιδώ γιά νά σας δώσουμε Ινα μαντάτο. Κι ούτε νομίσαμε πώς έχουμε τό λεύτερο νά σας τό κρύ- ψουμε γιατί δλοι, έτσι κι αλλιώς, θά τό μαθαίνατε, αφήνω πού πολλοί θά τδχετε μάθει κιόλας. Μιλάω σωστά ; Λοιπόν τό μαντάτο πού λέω είναι σπουδαίο γιά δλους μας, γιατί δσο κι άν πεις πώς είμαστε οΐ βι- λάνοι αδύναμοι, άμα συνταχτούμε πολλοί μαζί και δύναμη περισσότερη αποχτούμε από τόν καθένα μας χωριστά, καΐ γνώση. "Ετσι λέω εγώ μέ τό μυαλό μου. . . Άμ* τάχα τί διάφορο έχει ό βιλάνος πού ίδρωκοπάει μερονυχτίς σκυμμένος στή δουλειά ; Πάλι μεγάλος είναι ό Πανάγαθος άμα τόν βοηθήσει νά ταΐζει τή φαμίλια του, ν' ανάψει Ινα κούτσουρο τό χειμώνα στό τζάκι, νά βάλει κάνα βαγένι κρασί σέ μιά γωνιά, γιά τή χαρά και τή λύπη πού λέει ό λόγος. Μά τόν περισσότερο καιρό ό βιλάνος παλεύει άχαρα γιατί ούτε Ινα χερ66ολο σανό δύναται νά βάλει στην πάντα γιά τά ζωντανά του, ούτε Ινα σπειρί σιτάρι γιά τά παιδιά του, ούτε σαν κλείσει τά μάτια του αφήνει τίποτα πίσω^ μονό ή γυ- ναίκα του, σάν είναι ζωντανός, τόν χουγιάζει ποΟναι τάχα ανεπρό- κοπος, καΐ σάν σφαλήσει τά μάτια του τόν κλαίει, πού τόν είχε στή- ριγμα. "Ομως άμοιρη καί συφοριασμένη είναι καΐ τούτη πές, γιατί ή γυναίκα δίχως τόν άντρα δέν κάνει ούτε μιλιαρέσι, καΐ τό χωράφι ξε- ραίνεται, καΐ τ' αλέτρι δέν έχει ^ιπρχτιο νά τό δουλέψει, καί τά βυζα- νιάρικα γ,ράζο'χ/ γυρεύοντας ψωμί, κι 6 αφέντης ί Φράγκος ξαποστέλ- νει τους αρματωμένους του νά σοΟ πάραυ'/ τό υστέρημα, κι ό κόσμος Ιχει βάσανα, κι άσ'τα, καλύτερα 6 άνθρωπος νά μήν άναθυμάται . . .

Σταμάτησε νά πάρει ανάσα. Είχε μπλέξει αξεδιάλυτα στή μακρυά του την περίοδο, γι' άλλοΟ ξεκίνησε κι άλλου βρέθηκε. Κοίταξε γύρω του μ' αγωνία, με τόν πανικό στά μάτια πού τοΟ είταν γνώριμος δταν δέν κατάφερνε κάτι. Αυο - τρία μούτρα έδώ - Ικεΐ τόν κοιτάζανε γελώντας χαζά, άφωνα. Τ' άλλα είτανε σκυθρωπά, καμπόσα ανάμεσα τους δεί- χνανε δυσαρεστημένη απορία κ' Ινα ή δυό τοΟ φάνηκαν μάλιστα εχθρικά. Αποφασισμένος καθώς είταν ωστόσο, χτύπησε τή γροθιά του στ' αμόνι καΐ τέντωσε τό κορμί του προκλητικά.

Όχι, δποιος έχει δεύτερη γνώμη νά μοΰ τήν πεΐ ! ^ροντοφώ- νησε, κ' εγώ παίρνω [ΐκροατά οχς δργ,ο νά μήν τόνε βαρέσω ! "Ομως θέλω πρώτα νά μοΰ πείτε άν εΐγ^οι.'^ζ, τάχα δίκιο σήμερα οί αφεντάδες οί Φράγκοι πού πιάσανε τόν άνθρωπο καΐ τόν κυλήσανε κατά γης και τόν πατήσανε στό λαιμό και τόν χτυπάγανε κλωτσιές όλοΟθε έτσι πού νά

;}44

φτύσει αίμα ό συφοριασμένος, καΐ τόν έβαλαν υστέρα στα σίδερα καΐ χίλια - δυό άλλα ακόμα κάνανε πού δεν πάει ή γλώσσα μου νά τ' ανι- στορήσω. ΚαΙ πιάσανε μαζί τό '{ίρο τόν πατέρα του κι ακόμα τρεις Ρωμιούς. Ό θεός νά φυλάει τόν άνθρωπο άπό τό άδικο γιατί είναι με- γάλη αμαρτία καΙ πληρώνεται στή ζωή ετούτη καΐ στην άλλη, νά τό ξέρετε ! Έγώ ρώτησα τόν παπα- Δανιήλ πού είναι πολύξερος άνθρωπος καΐ διαβασμένος καΐ μοϋ τόπε κι αυτός πώς είναι άδικο, μεγάλο άδικο. Άμή τότες τί νά ποΟμε έμεΤς οί άλλοι πού είμαστε αδέρφια τους καΐ ξίρθΌ\ιε τόν καϋμό τους, κι αύριο μπορεί νά πάθουμε τά ίδια και χει- ρότερα, θέ μου φύλαγε τόν κόσμο . . .

"Ετσι μίλησε ό Ζερβοχέρης καΐ μίλησε ακόμα για ώρα πολλή, είπε γιά τά πάθη τών Ρωμιών καΐ γιά τήν άπονιά τοΟ Φράγκου, γιά τά δίσεχτα χρόνια πού πέσανε, γιά τήν αγάπη πού προστάζει τό Εύαγγέ- λιο, γιά τό χρέος πού Ιχουν οί φτωχοί νά βοηθάνε ό Ινας τόν άλλον. Ή ομιλία του είταν άρρυθμη, καθώς ή ψυχή του πού είχε φουρτουνιά- σει, μιά φούσκωνε μ* αγανάχτηση ψο^ερη καί.μιά ξέπεφτε σέ βαρύ πα- ράπονο, πνιγμένο. Τόν άκουγαν εκείνοι περίεργοι, χωρίς νά μπορούν ακόμα νά μαντέψουν ποΟ πάει νά καταλήξει. Πολλοί άπό δαύτους, δίχως νά μπαίνουνε βαθύτερα στην ουσία της στιγμής, άπολάβαιναν άσύνειδα τό ασυνήθιστο περιστατικό πού τους είχε λάχει απόψε Ιδώ, στέκονταν νά τόν κοιτάζουν άπληστα, μέ στόμα μισάνοιχτο, χαίρονταν τή συντρο- φική γύρω σύναξη καΐ κρυφά, μέσα τους, γιορτάζανε γιά τό πανηγύρι. "Ομως αυτός, ανήσυχος διπλά, χωρίς νά παύει νά μιλάει, Ιρριχνε κάθε τόσο ματιές ανυπόμονες στην πόρτα. Ό παπα Δανιήλ δέν τοΰ είχε μη- νύσει ακόμα, καθώς τό είχε υποσχεθεί. Τί έκανε δλο τ' άπόγεμα ; "Αδηλο. Σπίτι του δέν είταν, ή Μπίλιω ανάλαβε νά τόν ειδοποιήσει πώς οί βιλάνοι θά τόν προσμένανε τό βράδυ πιά στό σιδεράδικο. Δέν ξεμπέρ- δεψε άραγε ακόμα μέ τους Φράγκους ;

Πάνε χρόνια πολλά, είπε ό κάπελας σφουγγίζοντας μ' ανά- στροφο χέρι τό ίδρωμένο μέτωπο του, πού ό τόπος τοΟτος εϊτανε λεύ- τερος, καθώς μας λένε οί παλιότεροι. Ξένος δέν είχε πατήσει τό χώμα τοΟ Μοριά, στΙς ράχες τών βουνών μας δέν έβλεπες κάστρα. Ό βιλά- νος, πού λέτε σύντροφοι, είτανε τότες αφέντης στό χωράφι του, δούλευε τή γης, τήν πότιζε μέ τόν ίδρωτα του, δμως κ* εκείνη τόν Ιτρεφε, αυ- τόν καΐ τή φαμίλια του, καΐ τά ζωντανά του. Χαρά θεοΟ εϊταν ό Μο- ριάς, βλογημένος τόπος ! ΚαΙ νά σου μαύρη μέρα ! έρχονται οί Φράγκοι αρματωμένοι, σηκώνουνε πόλεμο, στήνουνε σέντζια στενά στΙς πολιτείες, •Λοοροεύοο"^ τά χωριά μέ φωτιά καΐ μέ σίδερο, πατάνε τό Ρωμιό στό α6ίρ'λο. Αυτή είναι ή κουγκέστα πού τή λένε κ: άπό τότες ό τόπος μας δέν είδε καλό. Πρόσεξες τ' άΐο^ο σάν τδχεις άμολυτό, πώς είναι ζωηρό καΐ μέ σπιθάτο μάτι, κι ίΧμα τοΟ περάσεις τραχηλιά, τό ζέψεις σέ μαγ- γάνι, πώς σκύβει τό λαιμό του τό κακορίζικο κι αγκομαχάει και ρεύει ; "Ετσι κι ό Ρωμιός. Ξωμάχοςστόν κάμπο είτε στό βουνό, δουλευτής στην πολιτεία, μέ πριβιλέτζιο εϊτε δίχως πριβιλέτζιο, βιλάνος μένει πάντα κι δ, τι κι άν πιάσει στό χέρι του γίνεται στάχτη, κι δ, τι βγάλει μέ τόν ίδρωτα του δέ φτουράει. Γιατί τό ψωμί της σκλαβιάς είναι πικρό, δε θρέφει τά σπλάχνα τοΰ άνθρωπου, αδέρφια!

345

Τέτοιο ε?ταν τό θέλημα τοΰ θεοΟ, είπε αναστενάζοντας Ινα; άπ6 τό σωρό, μαραγκός τό επάγγελμα, μέ μάτια κόκκινα πού ολοένα τρέχανε νερό.

Τόν καιρί πρΙν άπό τήν κουγκέστα, λέει §νας άλλος, στό Μο- ριά βασίλευε κάποιος βασιλιάς πού είχε παλάτι μαρμαρένιο, έκεϊ ψηλά, σέ κορφοβούνι της Μεσαρέας, κ* είχε τό παλάτι εφτά πόρτες μαρμαρέ- νιες, καΐ στΙς εφτά πόρτες φύλαγαν εφτά δράκοι θεόρατοι.

Λοιπόν ; λοιπόν ; ρώτησαν άπληστα κάτι γυναίκες κι αναδεύ- τηκαν νά τόν ζυγώσουν τεντώνοντας τά μάτια τους, σπρώχνοντας μέ τόν αγκώνα τους διπλανούς, ν' ανοίξουν ^ρ6\ίθ.

"Ομως 6 Ζερβοχέρης οργισμένος, θές γιατί τοΰ πήρανε τη μιλιά άπό τό στόμα, θές γιατί στ* αλήθεια μέσα του αποδοκίμαζε τό φαντα• σιοκόπημα, σήκωσε τή γροθιά του κ' έβαλε φωνή :

Παψτε μωρέ ! θρασίμια, χαζοκούταβα ! Σώνουν τά παραμύθια ! Σώνουν, π' ανάθεμα τή φύτρα σας ! 'Έτσι θα κοιμόσαστε πάντα ;

Σώπασαν καί τόν κοίταζαν απορημένοι, με κάποιο σεβασμό.

Μέ τό συμπάθειο, κυρ - Παντελή, Ικανέ δ προσβλημένος, δέν εί- ναι παραμύθια αυτά πού λέω.

Παραμύθια είναι μωρέ, κι δποιος δέν τό πιστεύει θά τοΟ ανοίξω έγώ τό καύκαλο μέ μιά σφοντύλια νά φύγουν οί καπνοί, νά ξαρ- ρωστήσει, νά !

Σώπασαν και σκύψανε τά κεφάλια τους. Κι δ σιδεράς, πού μέσα του καμάρωνε πάντα τή δύναμη, ανάσανε βαθιά, μέ καμάρι γιά τό μικρότερο του^ στύλωσε τό στρογγυλό του τό κεφάλι καί τους κοίταξε γύρω μέ τό μοναδικό του μάτι πού έλαμπε θριαμβικά.

Μας φώναξες νά συναχτούμε απόψε έδώ, Ζερβοχέρη, ακού- στηκε μιά φωνή τραχεία άπό πέρα, στό βάθος τοΰ σιδεράδικου. Τί μας θέλεις ;

Τά μάτια τοΰ κάπελα άναψαν

Τί σας θέλω ; Τά ρωχας ; βρόντηξε. Ποιος είν' αυτός πού ρω- τάει ; θέλω νά τόν ίδώ ! . . .

Ζαρώσανε μουδιασμένοι, Ινώ εκείνος σηκωνότανε στά νύχια καί πάσχιζε νά ξεχωρίσει τόν αυθάδη.

Έγό) είμαι, δές με, είπε ατάραχα ή φωνή κ' ?νας κοντός στρα- βοκάνης, μέ τετράγωνους ώμους καΐ σφιχτό γ.ορ\ιί, φάνηκε νά παραμε- ρίζει τους διπλανούς του γιά νά προχωρήσει.

Χμ, έσύ 'σαι, Μάρκο ; έκανε ημερωμένος κάπως ό Ζερβοχέρης. Καλά, θά σοΰ τό πω λοιπόν. Σας θέλω νά βοηθήσετε γιά νά γλυτώ- σουμε τους πέντε δικούς μας.

ΚαΙ πώς νά βοηθήσουμε ; τί μκοροΟμε έμεΐς ;

Πολλά \ί.-:ζοροϋμζ ! βρουχήθηκε δ κάπελας χτυπώντας πάλι τή γροθιά του στ' αμόνι πού έμεινε βουβό.

Καί τους Ιςήγησε μέ λίγα λόγια, μπερδεμένα κι αυτά, τήν πρό- ταση τοΰ παπα -Δανιήλ. Στην Καλαμάτα είχε έρθει, δέν πάει πολύς καιρός, νά καθήσει ?νας ξενομερίτη: Βενετσάνος, μέ χρήμα πολύ. Αυ- τός μπορεί νά δώσει τά πέρπυρα, δ^α πέρπυρα ■>(•^ρ^•]^^Ό'/ οι Φράγ- κοι γιά λύτρα. Ανάγκη λοιπόν νά συναχτοΰν όλοι μαζί καΐ νά πάνε

840

να παρακαλέσουν τάν χρΛπεζίτη. Ό Βενετσάνος θα τους πεϊ βέβαια πώς θέλε ο κάτι για εγγύηση, νάναι αί'{ουρος δηλαδή πώς θα τα ξαναπάρει πίσω τα λεφτά του. Κι αύτοΙ θα τό δώσουν, δίχως δεύτερη κουβέντα θα τό δώσουν, για να γλυτώσουν άπό τα νύχια τοΟ κιβιτάνου τα φυλακι- σμένα τους αδέρφια.

Δέν είν* αδέρφια μας οΐ δυό, είναι ΣλαΟοι, πετάχτηκε κάποιος.

Τί λές, μωρέ ! . . . Ποιο είναι τό θρασίμι πού μιλάει Ιτσι ; Στή μεριά που είχε ακουστεί ή φωνή Ιγινε Ινα στρίμωγμα κι 6

άνθρωπος πού είχε μιλήσει τρύπωσε πίσω άπό τους άλλους.

Κ' οί ΣλαΟοι δέν είν* αδέρφια μας ; φώναξε ό Ζερβοχέρης α- γριεμένος. Ό Χριστός ξεχώρισε τους Σλαύους άπό τους Ρωμιούς, μωρέ ; Δέν προσκυνάνε κ' οί ΣλαΟοι Χριστό ;

Προσκυνάνε, προσκυνάνε, συμφώνησαν οί κοντινότεροι κουνών- τας πειθήνια τά κεφάλια τους.

Τό λοιπόν ;

Κι άν μας γυρέψει ό Βενετσάνος τίποτις κακό ;

Σάν τί κακό νά μας γυρέψει ;

Νά, άν μας γυρέψει νά πουλήσουμε τήν ψυχή μας στον Τρισ- κατάρατο ! Οί Βενετσάνοι δέν είναι ορθόδοξοι σάν τους Ρωμιούς.

Ό Ζερβοχέρης βρέθηκε μπλεγμένος. "Οχι πώς τόν παραδεχότανε αυτός τόν κίνδυνο νά πουλήσουν τήν ψυχή τους, τέτοια πράματα δέν τά πολυπίστευε πώς γίνονται καθεμέρα. "Ομως δέν ήξερε μέ τί τρόπο ν' άποκριθεΤ, απόμενε σαστισμένος άπό τό αναπάντεχο ρώτημα. Τέ- τοια σκέψη, αλήθεια, δέν τοΟ είχε περάσει Ισαμε τώρα άπό τό κεφάλι.

Μέ στόμα μισάνοιχτο, πασχίζοντας κάτι νά βρεί γι' απόκριση, στεκότανε νά τους κοιτάζει κ* ή αγωνία τοΟ έπνιγε χειρότερα τή φωνή. Κιόλας έκεΤνοι, παρασυρμένοι άπό τήν αντίρρηση, άρχιζαν νά μουρ- μουρίζουν συναμεταξύ τους, συμφωνοΟσαν πώς τό πράμα είταν έτσι κι αλλιώς επικίνδυνο, πώς δέν άξιζε δά και τόν κόπο. Μερικοί, διορθώ- νοντας τήν αόριστη ανησυχία πού είχε σπείρει αυτός πού πρωτομίλησε, λέγανε πώς, τό λιγότερο, ό Βενετσάνος θά τους γύρευε ν' άλλαξοπι- στήσουν, ν' απαρνηθούν τήν ορθοδοξία καΐ νά παραδοθούν στό έλεος τών φραγκοκαλόγερων. Φρίκη κι ανατριχίλα τουζ κυρίευε στή σκέψη τούτη: Κι 6 Ζερβοχέρης πού τόσο πάσχιζε, πού είχε ίδρώσει νά τους φέρει στά νερά του, τους 2βλεπε τώρα νά λακίζουν, νά τοΟ ξεφε-^γουν μέσ' άπό τά χέρια σάν τό νερό.

Πάνω σ' αυτά, κάνει έτσι καΐ βλέπει τους συναγμένους κοντά στην πόρτα νά παραμερίζουν, καϊ τόν παπα Δανιήλ νά έρχεται κατά δώθε δρασκελώντας μέ τά μικρά του τά ποδάρια τους καθισμένους χάμου βιλάνους πού δέν είχανε προλάβει νά σηκωθοΟν. Ανάσανε βαθιά, ϋ:να• κουφισμένος, καΐ τό πρόσωπο του έλαμψε. Ή ελπίδα μεμιάς φούσκωνε πάλι μέσα του.

"Ελα, έλα ! φώναξε τοΟ παπά κουνώντας στον αέρα τά χέρια του. "Ελα νά τους πεις τί έχουν χρέος νά κάνουν.

Ζύγωσε ό παπα -Δανιήλ καΐ στάθηκε μπροστά στον κάπελα. Τό πρόσωπο του πού ίσαμε τώρα, κατά τό συνήθειο του, χαμογελούσε, ξεζάρωσε ξάφνου κ' έγινε σοβαρό.

847

Γιατί μιλάς έτσι στ* αδέρφια σου, Ζερβοχέρτ] ; έκανε αύσττίρά. Έρχομαι να σοΟ πω πώς δέν έχουν τίποτα να κάνουν.

Τίποτα ;

Ό κάπελας απόμεινε μέ τό στόμα ανοιχτό, Σούσουρο άποδοκιμα- στικό γι* αυτόν απλώθηκε γύρω.

Τίποτα, ναί. Είδα τόν κιβιτάνο.

ΚαΙ λοιπόν ;

Λοιπόν είναι μάταιο νά πασχίζουμε. Οί πέντε θα κρεμαστοΟν.

Τί ;

*Όλοι πάγωσαν. Πίσω, στο σκοτεινό βάθος τοΟ σιδεράδικου, κάτι πνιγμένο σα λυγμός ακούστηκε, δμως ή προοογγ] έλονών είτανε τόσο γυρισμένη στον παπά, πού κανένας δέ σκοτίστηκε νά κοιτάξει.

θα κρεμαστοΰν ; . . . ΚαΙ γιατί ; ρώτησε άφωνα, μέ χείλη μου- διασμένα δ Ζερβοχέρης.

Γιατί τό ξέχασες, οί Φράγκοι δμως τό θυμήθηκαν. Γιατί ό αδερφός τοΟ Σλαύου μαχαίρωσε στην Κεσφίνα, πάει ενάμισης τώρα χρό- νος, Ιναν δικό τους, καβαλάρο. Κι 6 κιβιτάνος, δέν τοΟ βγάζεις άπό τό μυαλό πώς οί ΣλαΟοι έχουνε πάρει δρκο Οστερ* άπ' αυτό νά πολε- μάνε τους Φράγκους.

Φως έγινε ξαφνικό στα μάτια τοϋ Ζερβοχέρη. Αυτό είταν ! Νά τί φοβότανε, δίχως κι ό ίδιος νά τό καταλαβαίνει, άπό τό πρωΐ. Λοιπόν ό Φεντόρ έτρεχε κίνδυνο μεγάλο, καλά τό είχε νιώσει αυτός. Κίνδυνο με- γάλο, καΐ μαζί του ό Πέτρος κ' οί τρεΤς Ρωμιοί. Σάν άκουσε τόν τσαγγάρη νά τοϋ φέρνει πρ&χος τό μήνυμα, κάτι σκοτεινό μέσα στην ψυχή του είχε αλαφιαστεί. "Αθελα δ νοΟς του είχε γυρίσει στον άλλο, τότε, τόν Σέργιο,* κ' είχε ξαναδεί γιά μιά στιγμή τήν κρεμάλα πού στήνεται μπροστά στό καπηλειό. συφορά ! εϊτανε τό ριζικό λοιπόν της άμοιρης τούτης φαμίλιας νά περάσει, άντρας σέ άντρα, άπό τή θηλειά ;

Και δέν έχουνε γλυτωμό ; ρώτησε μέ φωνή ξέπνοη τόν παπά.

Πες πώς δέν έχουν.

Γύρισε τά μάτια του ό Ζερβοχέρης, τά τρομαγμένα τώρα καΐ θολά, καΐ κοίταξε άτολμα τόν Δανιήλ. Σάν κάτι νάκρυβε ό λόγος -ζοϋτος. Κ'οί βιλάνοι τό είχανε κι αύτοΙ νιώσει, κι δλοι τους κοίταζαν, μ* ανάσα κρατημένη, τόν Δανιήλ στά χείλη.

Πές πώς δέν έχουν, δχι, ξανάπε κείνος. Φαινότανε σά νευρικός, κάτι σφάδαζε στό πρόσωπο του αριστερά, κοντά στά γένεια.

"Οπου ό Ζερβοχέρης δέν αντέχει πιά.

Γιά τήν αγάπη τοΟ ΧριστοΟ, μίλα, παπά ! λέει φωνάζοντας. Κάτι μας κρύβεις.

"Ολοι είχανε στριμωχτεί γύρω, ζύγωσαν, πρόσμεναν.

Ό κιβιτάνος δέ μοΰ τδπε έτσι, πώς δέν έχουν γλυτωμό, δχι δέ μοΟ τδπε. Γέλασε ανήμερα, μέ χτύπησε στον ώμο σά νά μέ κοροϊδεύε πού φαινόμουνα κουτός καΐ μοΟ εξήγησε πώς οί Φράγκοι περνοΟνε τώρα στερνά δύσκολες ήμερες. «Άν είχε ό ΣλαΟος σου βιός πολύ, μοΟ λέει, θά σοΟλεγα, παπά, πώς νά τόν γλυτώσεις.»

! . . . ά ! έκανε ό Ζερβοχέρης.

348

"Ω, τόν αντίχριστο, λέει μέσα στά δόντια του κι δ παπάς.

Σάστισαν. Πρώτη φορά ακούγανε τόν Δανιήλ να βρίζει τους Φράγ- κους* ίσαμε τώρα ποτέ δέν είχε ξεστομίσει φανερά κάτι κακό γιά τους αφεντάδες. ΕΙταν άνθρωπος γνωστικός κ' ήσυχος 6 παπα Δανιήλ, ήξερε πώς πρέπει να μένει πάντα ευχάριστος στους δυνατούς γιά νά μπορεί νά βοηθάει Ιτσι τους βιλάνους.

"Ομως δ Ζερβοχέρης δέν κρατιότανε πιά, μιας κ' είχε μπεΙ στό νόημα.

Πόσα γύρεψε ; Πόσα ;

Μή μέ ρωτάς, Ζερβοχέρη, μή μέ ρωτάς ! ακόμα κι άν εϊτανβ νά πουληθείς ολάκερος, καΐ νά πουλήσεις δλα τά υπάρχοντα σου, καΐ νά πουλήσουν οί σύντροφοι σου τά δικά τους, πάλι δέ θά τό πλήρωνες τό ποσό. "Οχι. Μή μέ ρωτάς, Ζερβοχέρη . . .

Κίνησε νά φύγει, στά μάτια του τρέμιζε μιά σπίθα 6γρή, άπειρη συμπόνια. *0 κάπελας δμως τοδπεσε μπροστά, παραλογισμένος, τόν σταμάτησε.

Πές μας ! Ήές μας . . .

Στάθηκε δίβουλος, τους κοίταξε δλους γύρω.

"Οχι, είπε σά μιλώντας μέσα του, είναι άδικο. Κι ανώφελο . . ,

Πές μας !

Κ' επειδή στεκότανε πάντα δισταχτικός, αναποφάσιστος, ό Ζερβο- χέρης τέντωσε τό χέρι του,τό σήκωσε καί, φέρνοντας χο-^ύρω, πάνω άπό τά κεφάλια τών βιλάνων :

Εμείς πού βλέπεις έδώ, θά τά πληρώσουμε, δσα κι άν είναι ! φώναξε παράφορα. Εμείς έδώ δλοι.

Ό παπάς κούνησε μέ χαμόγελο πικρό τό κεφάλι του.

Ποτέ, είπε. Δέ γίνεται.

Γίνεται ! ΆφοΟ σ' τό λέω έγώ !

Δέ γίνεται, δχι . . . 'Απόρησε ό κάπελας.

Μά πόσα είναι λοιπόν ;

Διακόσα πέρπυρα, αποκρίνεται ό παπάς στυγνά.

Ό λόγος άστραψε κ* Ιπεσε σάν αστροπελέκι. Οί βιλάνοι κοιτάχτη- καν αποσβολωμένοι.

Διακόσα . . . πέρπυρα ! . . .

ΕΙτανε ποσό φανταστικό, σύγκρυο σ' έπιανε καΐ μόνο νά τό συλλο- γιέσαι. Διακόσα πέρπυρα ! Ένα βασίλειο άν είτανε νά πουληθεί, δέ θάξιζε τόσο. ,

"Ωχ ! βόγκηξαν οι βιλάνοι καΐ σκύψανε τά κεφάλια τους. Κά- ποιοι, κοντά στην πόρτα, τήν άνοίγανε κιόλας καΐ κάνανε νά τραβη*- χτοΟν. Τί δφελος πιά νά συζητάς ;

Ό Ζερβοχέρης ασάλευτος πάντα στή θέση του, μέ τή ράχη καμπου- ριασμένη, τό κεφάλι βαρύ πάνω στό στήθος, απόμενε άλαλος, θολά, δυσκίνητα, κάποιοι στοχασμοί σιγαναδεύονταν στό νοΟ του, κάνανε νά δέσουν σέ συλλογισμό καΐ πάλι σκόρπιζαν. Τό σούσουρο είχε φουντώσει γύρω, ο£ βιλάνοι ξομπλιάζανε τά λόγια τοΟ παπά, φανέρωναν τώρα τή

349

δυσφορία τους. Τι τους κουβάλησαν απόψε έδώ ; γιατί να τους ξεση- κώσουν ;

01 Φράγκοι μας περιγελάνε. Οδτε ί πρίγκηπας δέν 2χέι να πληρώσει διακόσα πέρπυρα.

Τό είπανε για να καταλάβει δ παπάς πώς δέ γίνεται αυτό πού πί)γε να γυρέψει.

Κάλλιο να τραβηχτεί καθένας στή γωνιά του, λέω έγώ. "Αν μας νιώσουν πώς συναχτήκαμε απόψε έδώ, θά πιάσουν αύριο κι άλλους.

Τό κάτω -κάτω, γιατί νά σηκώσει χέρι ό ΣλαΟος άπό τη Γιαν- νιτσά ; Αφεντάδες είναι οί Φράγκοι, λογαριασμό θά μας δώσουν ; "Ο,τι τους αρέσει, αδτό κάνουνε.

Ή τελευταία τούτη άποψη φαινόταν ή πιό λογική, μ' αυτήν άρχι- ζαν οί περισσότεροι νά συμφωνοΟνε. Κ' εκείνοι πού λίγο πρΙν κοιτά- ζανε τόν Ζερβοχέρη υπάκουα, μέ τό μέτωπο σκυμμένο, τώρα σηκώνανε τό κεφάλι τους άπόκοτα, τοΟ ρίχνανε ματιές άτίθασσες, οργισμένες.

Ξάφνου τόν βλέπουνε ν' άναντρανίζει. Τά μάτια του, πού είτανε θολά, ξαστερώνουν σέ μιά στιγμή, αστράφτουν, πεταρίζουν ^ορ'{Λ έδώ, έκεΐ. Τους είχε ίδεϊ, κατάλαβε.

Έ! μπήγει μιαν άγρια φωνή. "Ε, σεις! ποΟ πάτε;

Οί συναγμένοι μπροστά, στην πόρτα σταμάτησαν.

Φεύγουμε, Ζερβοχέρη, λέει ατάραχα ό στραβοκάνης μέ τήν τραχεία φωνή.

Φεύγετε ; ουρλιάζει ό κάπελας καΐ τινάζεται σά νά τόν είχανε βιτσίσει. Φεύγετε, θρασίμια ! Ανάθεμα σας. . . Κανένας μή σαλέψει.

ΚαΙ λέγοντας, κάνει έτσι τό χέρι του, χουφτιάζει άπό δίπλα τη βαρειά καΐ τη σηκώνει σάν πούτιουίλο πάνω άπό τό κεφάλι του. «"Οποιος κάνει βήμα, τόν αφήνω στον τόπο ! » λέει.

Στάθηκαν σαστισμένοι. Έτσι άν τόν χτυποΟσε ή τρέλλα και τη σφεντόνιζε τή βαρειά, μέσα στό σωρό . . . Οί γυναίκες στρίγγλισαν, οί μπροστινοί, κάνοντας νά φυλαχτοΟν, πέσαν ό §νας πάνω στον άλλον, κλωτσοπατήθηκαν,

Γιά τ' όνομα τοΟ ΧριστοΟ !

Γυρίσανε τά μάτια τους μ' απελπισία στον παπά, προσμένοντας άπ' αυτόν βοήθεια. Γεμάτοι κατάπληξη δμως τόν είδανε νά μένει ατά- ραχος κα'. νά τους κοιτάζει. Πίσω άπό τόν αδερφό του ό σιδεράς χαμο- γελοΟσε βουβά, τό μοναδικό μάτι του έλαμπε άπό καμάρι. Ούτε κι αυ- τός ακόμα δέν τή σήκωνε έτσι εύκολα τή βαρειά.

Φεύγετε, σκυλιά, φωνάζει ό κάπελας, και δέ σας καίγεται καρφί τί θ' απογίνει, έ ; Αύριο πρωί, βγαίνοντας άπό τά σπίτια σας, ρίχτε μιά ματιά στ' αλώνια. Ρίχτε ! θά ίδεΐτε τΙς κρεμάλες, πέντε κρεμάλες ψηλές, καΐ πέντε κορμιά πού στριφογυρίζουν στον αέρα, "Ω, καταραμένοι ! Δέν έχετε σπλάχνα κ' αίμα ; δέν έχετε αδέρφια, γονιούς, γυναίκες, παιδιά ; Δέν κλάψατε ποτέ δικό σας κανένα ;

Τί θές νά κάνουμε, Ζερβοχέρη ; ρωτάει καρτερικά μιά γερον- τική φωνή.

Τί νά κάνετε ; νά σκίσετε τά ροΟχα σας, μωρέ ! Νά δέσετε ?να σκοινί στό λαιμό σας καΐ νά πάτε ξυπόλητοι νά παρακαλέστε. Νά μα-

350

ζέψετε δ, τι έχετε καΐ δέν Ιχετε, τό βιός του ό καθένας, καΐ να τά δώ- οετε γιά τους καταδικασμένους. Ύί τό θέλετε τό βιός άμα δέ μπορείτε να τό διαφεντέψετε ; Σήμερα πιάσανε αυτούς, αδριο θα πιάσουν άλλους. Θάρθει ή σειρά σας, αγρίμια, καΐ τότε θα μερώσετε, θα κλάψετε μαΟρο δάκρυ, γιατί κανένας δέ θα σας γνοιαστεί, άφοΟ τώρα δέν τους γνοια- ζόσαστε κ' έσεΤς εκείνους.

Σάμπως κι άν ξεπουλήσουμε τό βιός μας, θά μαζέψουμε διακόσα πέρπυρα ;

"Οσα μαζέψτε! Πάλι περισσότερο θάναι άπό τό τίποτα.

Οί Φράγκοι θά μας γελάσουν, λέει μέ πεποίθηση δ στραβοκά- νης. θά πάρουνε τά πέρπυρα καΐ θά κρεμάσουν καΐ τους φυλακισμένους.

Κάντε το, μωρέ, κι άς τους κρεμάσουν! Αυτό θά πεί νά κάνει τό χρέος του δ καθένας.

Σώπασαν, κοιτάχτηκαν. "Οχι, αυτό δέν τους άρεσε. Νά πουληθοΟν ολάκεροι, νά μείνουνε στό ^ρδμο, κι δλα νά πάνε χαμένα. Τί τ' δφελος ; Τρελλός πρέπει νάναι δ Ζερβοχέρης.

Ένας μεσόκοπος ψηλός, ξερακιανός, μ' αργασμένο πετσί άπό τή δουλειά στό Οπαιθρο, παραμέρισε τους άλλους, βγτ)κε μπροστά.

Έσύ τί θά δώσεις, Ζερβοχέρη ; ρωτάει.

Έγώ ; Έγώ θά δώσω δ, τι Ιχω, τά πάντα μου! Τό καπηλειό, τά ροΟχα μου, τά στρωσίδια τοΟ κρεββατιοΟ μου ! Τό αίμα μου Οά δώσω.

Δέν τ' ά,-γοράζου'/ε τό αίμα σου οί αφεντάδες. "Αμα τΟ θέλουν τό παίρνουν χάρισμα.

Γέλια δυνατά ακούστηκαν πίσω. Ό κάπελας φρένιασε.

! θεομπαίχτες, βρουχήθηκε τρέμοντας.

Αυτό πού είτανε νά γίνει γίνηκε, λέει επίσημα, κοφτά ό ξω- μάχος. Ό παπάς πήγε στους Φράγκους, παρακάλεσε. *Από δω καΐ πέρα . . . ό θεός !

ΚαΙ σήκωσε τό κοκκαλιάρικο δάχτυλο του κατά τόν ουρανό. 'Τστερα γύρισε τις πλάτες.

Σκυλιά, θά σας σουβλίσω ! φωνάζει παλαβά δ Ζερβοχέρης καΐ μ' §ναν πήδο πετιέται άπό τή θέση του, βρίσκεται ανάμεσα τους. Α- πλώνει τυφλά τά χέρια του κι αδράχνει δυό μέσα στό σωρό.

Κανένας δέ θά βγει άπό δώ μέσα ζωντανός, ξεφωνίζει. "Οποιος δρασκελίσει τό κατώφλι, νάναι 3ίΐψορε'ζ\ιίΊος\

"Αφησε μας, Ζερβοχέρη. . .

Ή κόλαση νά σας φάει, προδότες τοϋ ΧριστοΟ !

"Αφησε μας!

"Οχι. Κάλλιο νά σας πνίξω μέ τά χέρια μου.

Είπε, κ* είταν έτοιμος νά τό κάνει. Ξέφρενος, τράνταζε τους δυό πού είχε αρπάξει, τους τίναζε σάν άψυχα κουφάρια. Χλωμοί Ικεϊνοι, πανιασμένοι, γουρλώνανε τά μάτια τους, ζαλίζονταν, στρίβανε κιόλας τό βολβό. "Ομοίζ ή αγανάχτηση είχε φουντώσει, πέρσευε γύρω. Στρίγ- γλισαν οί γυναίκες, ρεκάξανε τά μωρά, δυό - τρεϊς φωνές άντρίκιες φο- βέρισαν :

Πίσω, Ζερβοχέρη !

Πιάστε του τά χέρια . .

351

Δεν έχεις απάνω μας δικαίωμα !

Στό ανακάτωμα πού άρχιζε, ό κάπελας εϊταν δ πιό ψηλός, ό πιο γερός, και τόν έβλεπες καμπουριασμένο, με τα χέρια ανοιχτά, στητά ποδάρια, να τσαλαβουτάει μέσα σέ βούρκο πηχτό, να παραδέρνει. Ό στραβοκάνης δμως, 'ίορ^ζά, είχε παραμερίσει τους διπλανούς του. κ' ερ- χότανε μέ δρασκελιές μεγάλες κατά πάνω του. Ό ξωμάχος τοΟ άρπαξε τό δεξί καΐ πάσχιζε να τοΰ ξεγαντζώσει τά δάχτυλα πού τράνταζαν τόν ενα από τους βιλάνους.

Ανάθεμα σε, Ζερβοχέρη, ανάθεμα ! σύρανε φωνή στριγγιά κάτι γυναίκες.

Είναι δαιμονισμένος !

Ξορ%ίατε τον !

Στάθηκε μονάχος του, άπαυδημένος. Στάθηκε βαροανασαίνοντας και πέρασε τ' ανάστροφο της παλάμης του στό μέτωπο του πού είχε ιδρώσει, πάνω στδ πρόσωπο του τό τσακισμένο άπό τραγικό μορφασμό, θάλεγες πώς εϊταν Ιτοιμος τώρα νά κλάψει. Αργά, τρεκλίζοντας, Ικανέ δυό βήματα πίσω. Τά μάτια του εΤταν θολά, στυλωμένα χάμου, οί τεν- τωμένες τους κόρες θαρεΐς πώς κάτι οραματίζονταν μέ φρίκη. Έβλεπε ολοζώντανα μπροστά του νά στήνονται, νά ξεκόβονται μαΟρες στό γα- λάζιο ουρανό, οί πέντε ψηλές κρεμάλες.

"Ομως οί άλλοι είχανε πιά ξαμολυθεϊ. Πνιχτά στην αρχή, ίίστερα φουσκώνοντας, σηκώνανε βουή, τόν ζώνανε, τόν .έσπρωχναν, στένευαν τόν κλοιό τους. «Ανάθεμα σε, Ζερβοχέρη ! «φώναζαν», ανάθεμα σε, πού θά μας στείλεις δλους στην κρεμάλα τοΟ Φράγκου», καΐ τόν βρίζανε τώρα καταπρόσωπο, τοΰ δείχνανε τους γρόθους, τόν φοβέριζαν, μιά γυ- ναίκα τεντώνοντας τόν άσαρκο λαιμό της τόν Ιφτυσε.

Θέλει νά μας πουλήσει ολάκερους στον άπιστο !

Νά μας γδύσεις !

Ό καταραμένος, θά μας πάρει στό λαιμό του !

Εκείνος ωστόσο, σά νά μην ίνιωθε τώρα πιά, σα νά μήν άκουγε, στεκότανε μέ τό μάτι χωνεμένο, τά σκέλια του στητά, νά κοιτάζει χά- μου, ένώ οί δικοί του, δ ζευγάς, δ ράφτης, δ τσαγγάρης, πάλευαν βογ- κώντας, παρακαλώντας, σπρώχνοντας μ* δση δύναμη είχαν, νά κρατή- σουν τό κΰμα της πλέμπας πού ξεχείλιζε καΐ γύρευε νά τόν πνίξει.

Ήσυχάστε, στ* δνομα τοΟ ΧριστοΟ σας ξορκίζω! ήσυχαστε, φώ- ναζε μέ σηκωμένα τά χέρια του δ παπάς.

Ό σιδεράς δμως, χωρίς νά παίρνει μέρος, με τό γουρουνίσιο του τό μάτι αναμμένο άπό βαθειά αγαλλίαση, άπό θαυμασμό, στεκότανε πιό πίσω, πλάϊ στό καμίνι, καΐ κοίταζε τό χαλασμό μέ περιέργεια φιλήδονη.

Ξάφνου, πίσω, κοντά στην πόρτα, γίνεται μιά απότομη αναταραχή* οί βιλάνοι σπρώχνουνται, κάνουν άθελα τους τόπο. Ένα σμάρι καινουρ• γοφερμένοι, πού μόλις μπήκανε, προχωρούν στή γραμμή, γοργά, παρα- μερίζοντας μέ χέρια απλωμένα τους άλλους. Είναι νέοι, μαστορόπουλα μέ γερά και γυμνασμένα στή δουλειά μπράτσα, κοντό μαλλί πού στρου- φίζει πάνω στό μέτωπο, ξύπνιο μάτι. Μ' ελάχιστες, απλές κινήσεις, γνωρίζουν εκείνους πού είχανε πιαστεί στά χέρια, στέκονται στεφάνι γύρω στ' αμόνι, μέ πρόσωπο κατά τόν δχλο, έχοντας πίσω, σ' άσφά-

352

Χεια, τόν κάπελα. Ό Σγουρός, πού ήρθε έπικεφαλγ)ς τους, σηκώνει τα χέρια του καΐ γνέφει στην πλέμπα να σωπάσει.

Σώπασαν. Είχε πήξει από λαό τό σιδεράδικο, 6 αέρας είτανε πυ- κνός, βαρύς, ϋόλωνε ή καπνιά τοΟ ρετσινιοΟ τΙς φλόγες. Για μια στι- γμή μποροΟσες ν' ακούσεις άπό πέρα, στην άλλη άκρη, τό κρεμασμένο μπροστά στά εικονίσματα καντήλι να τρίζει, "Ενα μωρό Ικανέ νά τσι- ρίξει κ' ή μάννα τοΟ φίμωσε βιαστικά τό στόμα μέ τήν παλάμη της. Ό Σγουρός πάτησε στό πεζοΰλι τοΟ καμινιοΟ, βρέθηκε 2να κεφάλι ψη- λότερα άπό τους άλλους κ' Ιφερε γύρω τά μάτια του, γυρεύοντας επί- μονα τά δικά τους.

Ρωμιοί βιλάνοι ! φώναξε μέ βροντερή φωνή, γιατί σπαράζετε τΙς σάρκες σας ; Έχεί, έξω άπό τή σανιδένια, τή ρβπιασμένη πόρτα, παραμονεύει δ Φράγκος. Αύτιάζεται τό βογκητό σας καΐ χαίρεται, μυ- ρίζεται τ' αχνιστό σας αίμα καΐ τρίβει μ' αγαλλίαση τά χέρια του. Είναι ικανοποιημένος, γιατί βρήκε σέ σας τους ίδιους τόν καλλίτερο του βοηθό. Δέν τΙς στήνει δ Φράγκος τΙς κρεμάλες. Έσεϊς τΙς στήνετε ! Δέν 2χει χρεία πιά ν' απλώσει τό νυχοπόδαρό του γιά νά σας αδράξει. ΤοΟ πέφτετε στή χούφτα μέσα. Ντροπή, Ρωμιοί βιλάνοι ! ντροπή !

Τά είπε α6τά μέ πάθος, πελεκητά, κ* ή φωνή του βροντοΟσε κου- δουνίζοντας, χάλκινη. Στάθηκε μια στιγμή, τους κοίταξε αυστηρά, καρ- φώνοντας τά μάτια του στά δικά τους.

Γιατί φιλονικάτε ; "Ημουν έκεϊ λίγες στιγμές κι άκουσα τά λόγια τοΟ άδερφοΟ μας τοΟ Ζερβοχέρη. Μά τήν άγια μου τήν ψυχή, βάζω στοίχημα πώς δεν τά καταλάβατε. "Οχι. Καί δέ φταίτε σεϊς που δέν τά καταλάβατε. Φταίει δ ίδιος ό Ζερβοχέρης. Σας μίλησε άπρεπα, σας άηοπτιρε, έσπρωξε τό μαχαίρι βαθύτερα στή λαβωματιά σας πού αρκετά κιόλας ματώνει. Τί είπε δ Ζερβοχέρης ; Νά πουλη- θείτε ; νά δώσετε τό βιός σας ; νά ρίξετε στό δρόμο τΙς φαμίλιες σας ; ν* αφήσετε τά παιδιά σας νά πεινάσουν ; "Ετσι είπε ; "Ασχημα μίλησε ό Ζερβοχέρης. Πέντε δικοί μας στάθηκαν άτυχοι καΐ πρέπει, λοιπόν, δλοι νά χαθούμε ; Είμαι σύμφωνος μαζί σας κ* Ιγώ. Τί έπρεπε νά πεϊ δ Ζερβοχέρης ; Αφήστε μένα τώρα νά σίϊς εξηγήσω τί πάσκιζε νά πεί : « Γιατί βασανιζόμαστε, αδέρφια ; Γιατί ματώνουμε ; Γιατί πεινάμε ; Στον τόπο μας είμαστε καΐ μας άποσπρώχνουν, στό γονικό μας καΐ μας φέρνονται σά νάμαστε άπόπαιδα. Τή γης δουλεύουμε, τήν τέχνη μας κοιτάμε, πολύ ιδρώνουμε, λίγο θερίζουμε, λιγότερο μας απομένει. Σέ τί αμαρτία πέσαμε πού είμαστε καταδικασμένοι έτσι σ' αιώνια κόλα- ση ; Γιατί δ θεός άποτράβηξε άπό μας τό χέρι του ; Στέρεψε ή μάννα ή γης, δέ φυτρώνει πιά χορτάρι, οί κάμποι κοκκαλώσανε άπό τό χειμω- νιάτη αγέρα. Μαυρίλα καΐ θανατικό πέρα ώς πέρα στό Μοριά! Πάνω άπό τά κεφάλια μας σειέται φοβερίζοντας τό δρεπάνι τοΟ Χάρου.» Νά τί είπε ό Ζερβοχέρης. "Ασχημα μίλησε, αδέρφια ;

Στάθηκε πάλι, τους κοίταξε κ* εκείνοι δέν είπανε λέξη.

"Ομως έγώ δέ θά σας πω τά ίδια. "Οχι, τίποτ' άπ' αυτά δέ θά πω. Έγώ θά μιλήσω γλώσσα τραχεία, γλώσσα άπονη, θά πνίξω τήν καρδιά, θά φιμώσω τό θρήνο. "Οποιος κλαίει είν' εχθρός μας, δέ μας θέλει καλό. Έγώ θά σας γυρέψω μονάχα νά μοΟ δείξετε τά μπρά-

23 Ή Πριγκηπίαοα'Ιζααηώ ϋϊ'ίΟ

τσα σας, τα γερά, τ' αργασμένα. Τα μπράτσα πού μαλάζουν τό οί^ερο, πού ό5ηγάνε τ' αλέτρι, πού σφίγγουν τ6 σφυρί, τά μπράτσα τά χαλχό- χυτα καΙ τ' άντρίκια. ΚαΙ θα ρϋ)τήσω : Τί τά κάνετε τά [ΐπράταα σας, βιλάνοι τοΟ Μοριά ; "Οταν τή νύχτα μπαίνει ό λύκος σπρώχνοντας ύπουλα την πίρτα του καλυβιοΰ σας καΐ ζυγώνει στο ζεστό στρώμα πού κοιμάται ή φαμίλια σας, κι όσμίζεται επίβουλα μ' ανάσα βρωμερή τ' ά• νάπαλο κρέας των παιδιών σας, τί κάνετε, βιλάνοι τοΟ Μοριά ; Κρύβετε το κεφάλι σας στδ κρεββατοστρώσι ; Γονατίζετε άναδακρύζοντας ; Ανα- στενάζετε καΐ μοιρολογάτε ; πετιέστε ολόρθοι, με '^ε\)ρο τεντωμένο, αρπάζετε από τή θράκα τό Γ.Όρω\χίνο δαυλί και χυμάτε όλόϊσια πάνω στ* αγρίμι ;

Κόπηκε απότομα, σά νά πρόσμενε απόκριση. Ξανάπε :

Ρωμιοί βιλάνοι, γιατί αφήνετε τό λύκο νά πατάει τό καλύβι σας ; Γιατί τοΰ δίνετε δικαίωμα νά μολεύει μέ σάπιο χνώτο τά παιδιά σας ; Γιατί γονατίζετε άβουλοι καΐ τρέμοντας ; Νά ή θράκα δίπλα, καΐ τό π\)ρ(ύ\ιί'/ο δαυλί καρτερεί. Πότε θά τ' αρπάξετε ; ΚαΙ ποια είναι ή πιό τρανή αμαρτία ; Νά κάψεις τή γούνα τ' αγριμιού ή νά τοΰ θυσιά- σεις τό παιδί σου ;

Σταύρωσε τά χέρια του. Είδε τά μάτια τους πού τόν κοίταζαν αλα- φιασμένα, άκουσε δυό - τρεΤς ανάσες γοργές.

Γιατί, όχι, δέν τάχετε πιά δλα σας τά παιδιά, μετρήστε τα καΐ θά δείτε. Σας σκότωσε τ' αγρίμι Ινα, σας σκότωσε δυό, σας σκότωσε τρία, κ' έσεϊς τό κοιτάζετε. Αμαρτία, βαρειά αμαρτία, βιλάνοι τοΟ Μοριά ! θ' αφήσετε λοιπόν καΐ τ* άλλα, τά στερνά πού σας απομένουν, ν' άδικοχαθοΟνε ;

Τόν κοίταζαν τεντώνοντας τά μάτια τους, μισανοίγοντας τά χείλη, μέ τήν ανάσα ταραγμένη, τό λαρύγγι στεγνό. Τό αρχικό σάστισμα πού νιώσανε βλέποντας τον νά πηδάει στό πεζούλι, ακούγοντας τά πρώτα ορμητικά του λόγια, είχε γυρίσει αδιόρατα σέ θάμπωμα, συνεπαρμό, παράκρουση. Θαρούσανε πώς βλέπουν τή σκηνή, τ' άχεροκάλυβο ξεμο• ναχιασμένο στή μελανή χειμωνόδαρτη νύχτα, τ' αγρίμι πού γλιστράει μέσα στό σκοτάδι αδέξιο, βαρύ, φοβερό. Ή αγωνία της κρίσιμης στιγμής, νήμα λιανοτρέμουλο πού κρατάει τή ζωή κρεμασμένη επικίνδυνα πάνω άπό τό μαΟρο στόμα τοΟ χαμοΟ, ζάλιζε τά μάτια, έσφιγγε τό λαιμό. Μιά τρίχα χρόνου, Ισαμε πού νά παίξει τό βλέφαρο, και τό απαίσιο Ιργο γίνηκε. Είναι τεντωμένες ώς τό σπάσιμο οί μυστικές ίνες, αναρι- γώντας δονίζονται καΐ μουγγά στενάζουν. "Ω, Χριστέ τών οίκτιρμών !

Πρώτη μιά γυναίκα 2συρε τή φωνή, σπαραχτικά :

"Ελεος ! Τί νά κάνουμε ; πές μας !

Δέ γύρισαν νά τήν κοιτάξουν. Είτανε σά νά είχε μιλήσει γιά δλους. Α6τόν μονάχα κοίταζαν, άπληστα.

Σήκωσε τά χέρια του καΐ τ' άπλωσε γνέφοντας πραϋντικά, νά γα- ληνέψουν. Στό πρόσωπο του, αδόκητα, τό στυγνό άγρίεμα είχε σβήσει καί τώρα Ιφεγγε μακαριότητα ίλαρή.

θά σας τό πώ. "Ομως ή ώρα δέν ήρθε ακόμα, θά σας τό πώ σάν Ιρθει τό πλήρωμα τοΟ χρόνου. Στό μεταξύ, αγρυπνάτε ! Μήν αφή- σετε τό βλέφαρο σας νά βαρύνει, καθώς οί μωρές παρθένες στό Εύαγ-

354

γέλίί. Πρώτ' άπ* δλα να είσαστε μονιαομένο^, τούτο μήν ξαστοχάτε. Να συμπονάτε 6 Ινας τόν άλλο, να τοΟ παραστεκόσαστε στην κακιά στ'.γμή. Αυτή είναι ή δύναμη σας. Τα δάχτυλα σάν είναι χωρισμένα δέ μποροΟνε τίποτα, σάν δμως σφιχτοΟν μαζί γίνονται γροθιά. Τδ ίδιο ρι- ζικδ έχετε δλοι καΐ τόν ίδιο καϋμό. Γιά τοϋτο σας λέω πώς πρέπει στα στήθια σας μια μόνο καρδιά νά χτυπάει, καθώς μιά καΐ μοναδική μάννα σας γέννησε και σας τρέφει, ή γης. Βιλάνοι τοΟ Μοριά, μήν τό ξε- χνάτε : στη χαρά καΐ στή λύπη, σέ ζωή και σέ θάνατο, είσαστε αδέρφια.

Πέρα, στό βάθος τοΟ σιδεράδικου, ακούστηκε πάλι Ινας λυγμός. Τή φορά τούτη μουρμουρητό σηκώθηκε, κάτι φωνές ξεχώρισαν, οΐ μα- ζεμένοι κεΙ κάτω αναταράχτηκαν ξαφνιασμένοι. Ό Σ^οορίς ορθώθηκε στά νύχια του.

Ελάτε τώρα έσεΙς, φώναξε.

Ή σύναξη πού είχε πήξει ενόσω κείνος μιλοΟσε, τώρα κυμάτισε, μερμήγκιασε, κι ανάμεσα στους χρμούς της πού χαλάρωναν, κάποια κε- φάλια, ξεκινώντας άπό πέρα, παρελάσανε ζυγώνοντας. "Ηρθανε ν' αρα- διαστούν γύρω στ' αμόνι. Πάλι έσφιξε αντίκρυ ή μάζα τής πλέμπας, τέντωσε τό λαιμό μέ περιέργεια, νά κοιτάζει τους νιοφερμένους.

Είταν οί φαμίλιες τών πέντε φυλακισμένων. Τις αναγνώρισαν μέ τό πρώτο. Γυναίκες, κορίτσια, παιδιά, δυό - τρεις γέροι. Οί γυ- ναίκες είχανε ριγμένο πάνω στό κεφάλι τους άμολυτό άπό ένα μαΟρο ή καθεμιά μαντήλι. Τά παιδιά σταθήκανε μέ μά•γο\}λο χλωμό, κολλώντας τρομαγμένα πάνω στΙς μαννάδες. Σκύβανε τό κεφάλι τά μεγαλύτερα μέ αμηχανία ντροπιασμένη, ένώ τά πιό μικρά κοιτάζανε γύρω τους σαστι- σμένα κι ανήσυχα. Οί ]ϋιλάνοι, χαμηλώνοντας τή φωνή, τά δείξανε δ ένας στον άλλο.

ΠροτοΟ ακόμα πεΙ λέξη ό Σγουρός, είχανε κιόλας μαντέψει τό νόημα τής λιτανείας. Στηνόταν αγνάντια τους ζωντανή, γραμμένη μέ κοντύλι σκληρό, ή εικόνα τής ορφάνιας.

"Απλωσε τό χέρι του 6 Σ-{ο\>ρ6ς, έδειξε τό θλιβερό μπουλοΟκι στους βιλάνους.

'Ιδέστε, είπε.

"Ομως τώρα δέν τόλμησαν. Ρίξανε ματιές φευγαλέες στά γυναικό- παιδα κ' ευθύς γύρισαν άλλοΟ τά μάτια τους, ενοχλημένοι. Μέσα τους κάτι αναδευόταν, σά ντροπή.

Τά πλάσματα τοΟτα είναι κομμάτια άπό τή σάρκα σας, λέει ό Σγουρός, κ' είναι αίμα δικό σας. Απόψε έχουν ακόμα τό καθένα, κά- που, έναν προστάτη. Πατέρας, αδερφός, πάλευε ίσαμε χτες νά τά ταίσει, νά τά ντύσει, νά τά ζεστάνει τό χειμώνα, νά τά φυλάξει άπό κάθε κακό. Αύριο δέ θάχουν κανένα. Θά περάοοι^ν οί μέρες, θά περάσου^^ οΐ μήνες. Τό χειμώνα πού θάρθει, έκεϊ πού θά πυρώνετε σεις τά δάχτυλα σας στό παραγώνι, θ' άκοΟτε σύγκαιρα στό ορόμο, μέσα στ' άγριο τ' άνεμό- βροχο, νά τριγυρίζουν ζητιανεύοντας μέ συρτή φωνή, τά ορφανά των αδικημένων. Κ' ή ψυχή σας θ' άνταριάζεται, βιλάνοι τού Μοριά, καΐ δέ θάχετε τήν τόλμη ν' ανοίξετε τήν πόρτα σας, νά τους δώσετε ένα ξε-

355

ροκόμματο. Γιατί τό χέρι σας θα τρέμει. Κ* ή καρδιά σας θά είναι βα- ρεία, δειλή, κάτι κρυφό κι αγκαθερά θά την τρυπάει.

Στό μπουλοΟκι τό συναγμένο γύρω στ' αμόνι ξέσπασαν άναφυλλητά. Μια γυναίκα σκέπασε μέ τΙς δυό της παλάμες τό πρόσωπο κ* έπεσε στα γόνατα. Δυό μικρά τήν αγκάλιασαν άπό τό λαιμό, τεντώνοντας αγριε- μένο τό μάτι.

Βαθιά, Ισαμε πέρα στην άλλην άκρη τοΟ σιδεράδικου, κυμάτισε ή πλέμπα. Ένα μούρμουρο ταραγμένο είχε σηκωθεί, καθώς δταν τή θά- λασσα τήν αναταράζει ξαφνικό μπουρίνι.

Μή ρίχνεις τό κρϊμα στό λαιμό μας ! ακούστηκε μιά γοερή φωνή. Μή μδς κολάζεις !

Ένας γέροντας μ' άσπρη κατρακυλιστή γενειάδα πρόβαλε μπροστά άπό τους άλλους καΐ χτύπησε μέ τΙς γροθιές τά στήθια του.

Έμενα, έμενα νά κρεμάσουν άντίς γι* αυτούς οί Φράγκοι ! ικέ- τεψε.

ΚαΙ καθώς οι κοντινοί του πάσχιζαν νά τόν τραβήξουν πίσω, άλλος πρόβαλε, μεσόκοπος αυτός, κι αμέσως άλλος.

Νά πληρώσουμε τά λύτρα, φωνάξανε. Νά πληρώσουμε γιά τό κεφάλι τους στό Φράγκο.

ΤοΟτο μονάχα είταν. Κ' ή θύελλα είχε ξαμολυθεΐ. Σπρώχνοντας ό ένας τόν άλλο, παλεύοντας μέ τους αγκώνες νά λευτερωθοΟν άπό τό σφί- ξιμο τοΟ περίγυρου, σκοντάβοντας, κουτρουβαλώντας, έρχονταν νά ρί- χτουν μπροστά στ' αμόνι, σάν πάνω σέ ξέρα πού τή ζώνει άίρροχοπώ'/• τας δ πελαγοδαρμός. Οί άλλοι, πιό πίσω, σηκώνανε τά χέρια τους, κρά- ζανε, γνέφανε απεγνωσμένα. Τό παλιό, μαυρισμένο σιδεράδικο, αντι- βούιζε άπό τό ξεφωνητό. Οί φλόγες των δαυλ©ν πήγαιναν κ' έρχονταν, ανεμίζοντας έξαλλες σά φλάμπουρα τΙς άναμαλλιάρες τους κόκκινες κό- μες. Σαλεύανε σύνταχα, ζαλιστικά, πάνω στους πέτρινους τοίχους, με- γάλες απίθανες σκιές. Κ' ή σύσμιχτη βουή φουσκώνοντας, χοχλακιστή, πούμωνε τόν αέρα, κυλιότανε σάν παχύς καπνός πυρκαγιάς, ξέφευγε άπό τους αρμούς της σκεπής κι απλωνόταν 2ξω, στοιχειώνοντας τή γαλα- χτωμένη, χνουδάτη φεγγαροβραδυά.

Ό Ζερβοχέρης είχε σταθεί βαθιά σαστισμένος, μέ στόμα μισάνοι- χτο. Δίπλα του δ ράφτης, δ τσαγγάρης κι δ ζευγάς, κυριεμένοι κι αύτοΙ άπό τό φρένιασμα της πλέμπας, σηκώνανε τά χέρια τους ψηλά, φωνάζανε μέσα στό γενικό σάλαγο λόγια αξεδιάλυτα, άγκαλιάζανε δ §νας τόν άλλον, ανακατεύονταν μέ τους βιλάνους, κλαίγανε σάν τά μωρά Λαιδιά. Σιγά - σιγά κι άγνωστο πώς, τό ξέσπασμα εκείνο τής απελπισίας είχε μεταλλάξει σ' αλλόκοτο ενθουσιασμό, κλάμα καΐ γέλιο ανακατεμένα, μεθύσι παράφορο. Έβλεπες πρόσωπα μουσκεμένα στά δάκρυα νά λάμ- πουν άπό χαρά άφραστη, άντρες τραχειούς νά γονατίζουν καΐ ν' αγκα- λιάζουν τά παιδιά τών φυλακισμένων, νά τά σηκώνουν μέ τά δυό τους χέρια ψηλά, δσο πού φτάναν ψηλότερα, γέροντες νά πηδδνε αναγαλλιά- ζοντας, σά νά χορεύανε, κορίτσια πού κρέμονταν τυλίγοντας τά μπράτσα τους σέ ξένους λαιμούς.

Ό παπάς είχε βουλιάξει μέσα στό πλήθος πού τόνΙζωσε άπ'όλοΟθε. Τόν έσφιγγαν τώρα, τόν ζόριζαν, γυρεύοντας νά τους πεϊ πώς πρέπει

356

να καταπιαστοΟν, σέ ποιόνε να πάνε, τί να γυρέψουν, τί να προσφέρουν γι' άντίχαρη. «Τό βιός μας, δ, τι έχουμε καΙ δέν ίχουμε, λέγανε, τό μαγαζί μας, τα ζωντανά μας, τ' αλέτρι μας.» Ένας πρότεινε να δώσει για εγγύηση ολάκερη τή σοδειά τοΟ σπιτιοΟ του πού θάκανε τοΟτο τό φθινόπωρο, ν' αφήσει τή φαμίλια του να πεινάσει. "Αλλος νά βγεΤ ζητιανεύοντας σέ πολιτείες καΐ μοναστήρια τρεις μήνες ολάκερους κι δ, τι συνάξει νά είναι τοΟ δανειστή. Φώναζαν δλοι μαζί, στίβανε τή φαντασία τους νά βροΟνε τρόπους πού βγάζουνε χρήμα, συναγωνίζονταν μέ πάθος, μέ ζήλεια, νά ξεπεράσουν ό 2νας τόν άλλον σ' απλοχεριά, κ* ή αδυναμία πού βρίσκανε νά συνεννοηθοΟν, ν* άκουστοΟνε μέσα στό θόρυβο, τους μαύλιζε ακόμα περισσότερο τά φρένα, ερέθιζε, κέντριζε τή μανία τους. Καταφέρανε μέ κόπο μεγάλο νά καταστρώσουν χοντρικά τό σχέδιο πώς θά πάνε στό Βενετσάνο. ΕΙταν ιδέα ενός χωριάτη άκλη- ρου, πού ετοιμαζότανε νά καλογερέψει, ενός χωριάτη σκοτεινοΟ άπό τά μέρη τής Μάϊνης.

θά πάμε ξυπόλητοι, αδέρφια, τους είπε, μ* ?να σωκάρδι & κα- θένας πάνω στό κορμί, άντίς γι* άλλο ροΟχο, κ* ?να σκοινί κρεμασμένο γύρω στό λαιμό.

Αποφάσισαν νά μήν πάνε πολλοί, κ' ενοχλήσουν έτσι τόν τραπε- ζίτη. Πέντε μονάχα νά πάνε. Πέντε, δσοι εΐτανε κ' οί μελλοθάνατοι.

Διαλέξανε έκεΐ, αναμεταξύ τους τήν πρεσβεία. Ένας άπό τους πέντε θά είτανε κι ό Ζερβοχέρης. Εξόν άπ* αυτούς, βέβαια, κεφαλή, ό παπα -Δανιήλ. Κι ό Σ•^ου^6ς, τό δίχως άλλο κι ό Σ•γο\)ρ6ς, σάν προε- στός τής πλέμπας.

Νά πάω άφοΰ τό θέλετε, συμφώνησε κείνος βαθιά ταραγμένος. "Ομως ό παπάς έμενε σκεφτικός. ΧαμογελοΟσε καλοκάγαθα, βλέ- ποντας τους έτσι νά προσφέρονται, αναγάλλιαζε γιά τή φιλαλληλία πού έδειχναν μέσα του ωστόσο, βαθιά, κάτι τόν έτρωγε, σκέψη βασανι- στική, φόβος πώς 8λ* αυτά θά πάνε χαμένα, πώς ποτέ, μέ κανέναν τρόπο, δέ θά μπορέσει νά βρεθεί άπό δυστυχισμένους, πάμφτωχους βι- λάνους, εγγύηση αντάξια γιά τέτοιο μυθικό ποσό.

Νά τους τό πεϊ καί νά λαβώσει τόν ενθουσιασμό τους ; Νά μήν τό πεΤ καΐ νά τους πάει στό Βενετσάνο άδικα, μόνο καΐ μόνο γιά νά πι- κραθούν ; Νά τό δίλημμα πού τόν βασάνιζε ένώ αφαιρεμένος, μηχανικά, κούναγε συμφωνώντας σ* δ,τι τοΟ λέγανε τό κεφάλι μ* άπολησμονημένο στά χείλη τό γνώριμο του χαμόγελο.

Σέ κάθε δίλημμα είναι άπό τά πρΙν βέβαιο τί θά διαλέξεις : αυτό πού είναι πιό σύμφωνο μέ τήν καρδιά σου. Ό παπα - Δανιήλ βασανί- στηκε αρκετά, μά τέλος διάλεξε τόν Ισιο ζρ6\ιο. θά τους τδλεγε άπό τώρα.

Τους τό είπε. Κ' εκείνοι σώπασαν, τόν άκουσαν σοβαροί, μέ τζροαοχη, δχι δμως κι δσο τό φοβότανε αποθαρρυμένοι.

θά γυρέψει κι άλλα λοιπόν, κάνανε σκεφτικοί, κι άλλα . . . Μά τί ακόμα ; Τί ;

Ξεχνούσανε πώς τίποτα τό ορισμένο δέν είχανε βρει ϊσαμε τώρα νά προτείνουν. Δέν ήξερε κι ό παπα - Δανιήλ νά τους τό πεΙ. "Εγνεψε αμίλητος, μ' απελπισία.

357

ΙΙαμε έμεΤς μ:ά φορά, είπε 6 Σγουρό; αποφασιστικά, κ' Οστερα βλέπουμε. Και πρόσθεσε, σα μέσα του: Μπορεί να υπάρχει τό κάτω - κάτω κι άλλος ζρ6\ιος . . .

Τη στιγμή εκείνη τα μάτια του πέφτουνε στο μπουλούκι τα γυναι- κόπαιδα καϊ βλέπει τη Βάρια που τόν κοιτάζει μ' άνάβλεμμα σκε- φτικό, παράδοξο. Πήρε τα μάτια τη; άμέσω; από τα δικά του, τα χα- μήλωσε. Πόσο διαφορετική είχε γίνει ή Βάρια στον ένάμισυ χρόνο που δεν τήν είδε ! Παιδούλα τήν είχε αφήσει και τώρα τήν εβρισ/,ε κόρη πλασμένη, μ' ανάγλυφο τό γυναίκειο της κορμί. Οί χο^ηρ^ς πλεξοΟδε; της στεφανώνανε πάντα τό κεφάλι, τ' άχεϊλι της είτανε τό ίδιο, κα- θώς και τότε, ^^{ουρό, δροσερό. "Ομως στό βλέμμα τη; κάτι είχε αλλά- ξει, κάτι πού τό έκανε τώρα πιό σοβαρό καΐ βαρύ. Δίπλα της τ' άγόρ:, ό αδερφός της, Ιμενε απαράλλαχτο, σα να μην είχε μεγαλώσει, τονί- ζοντας Ιτσι περισσότερο, μέ τήν αντίθεση, τή διαφορά. Απόμεινε μια στιγμή αφαιρεμένος δ Σ'^ουρός, μέ τή φαντασία του ταξιδεμένη. Μονά- χος του είχε φροντίσει τ'άπόγεμα, μόλις Ιμαθε τό μαντάτο, να συνάξουν τΙς φαμίλιες των φυλακισμένων, [ΐο'^χχος του Ιτρεξε στή Γιαννιτσά να φέρει έδώ τή Βάρια καΐ τόν αδερφό της. Είτανε τώρα ορφανά, ή μάννα τους είχε πεθάνει τόν περασμένο χρ^'^ο. Κοίταζε λοιπόν τώρα τό σύμ- πλεγμα των δυό παιδιών τοϋ Σέργιου καΐ σύγκαιρα, μηχανικά, συλλο- γιζόταν : «Τό κάτω - κάτω μπορεί να υπάρχει κι άλλος δρόμος ... κι άλ- λος δρόμος.» Μέσα του, κάτι ζωηρό, εύρωστο, ορθωνότανε αγάλια -α- γάλια, κάτι πού τοΟ άλάφρωνε τήν ψυχή, φυσοϋσε ενθουσιαστικά και τή δρόσιζε. Τόν συνέφεραν από τή ρέμβη του οί φωνές των βιλάνων.

Ή ώρα ίίερνάει, ή νύχτα τούτη είναι ή στερνή τους, είχε πει κάποιος. Αυτό πού θα γίνει, να γίνει τό γρηγορότερο !

Μεμιάς κάτι σαν πανικός είχε χυθεί. Ξετρελλαμένοι, σέ τέλεια σύγχυση, είχανε πιάσει να μιλάνε δλοι μαζί, να σηκώνουν στον αέρα, φοβερίζοντας, τα χέρια τους, να κατηγοράνε ό ένας τόν άλλον γιά τήν άρ- γητα. Ό παπα - Δανιήλ πάσχιζε να τους συγκρατήσει εξηγώντας πώς τό πράμα δέν είτανε τόσο ζΧ)ν.οκο, πώς κανένα; τους δέ φταίει. Δέν τόν άκουγαν, ή γεροντική του τραγουδιστή φωνή καταχωνιαζότανε μέσα στή χλαλοή, ό τρόμος τοΟ ανεπανόρθωτου τόσο τους Ιζωνε πού εί- χανε πάψει πια να τόν άκοϋνε μ' ευλαβική σιωπή σαν άνοιγε τα χείλη.

Τότε κάποιος έκεΐ μέσα στό σωρό, μπορεί κι δ άγνωστος χωριάτης άπό τή Μάϊνη, μπορεί κάποιος άλλος, κάνει μια πρόταση : Να πάνε στον τραπεζίτη, καθώς τό είχανε σχεδιάσει, ξυπόλητοι, να τοΟ πέσουν στα πόδια καΐ να τοΟ ποΟν : «Δώσε μας τά πέρπυρα, κι άν άπό δω σ* 2να χρόνο ^τζορίοοΜγι.ζ να σ*τά γυρίσουμε πίσω Ιμεΐς κ* οί σύντροφοί μας, τότε νά μας Ιχεις τους πέντε, ή κι δσους άλλους άπό μας θελήσεις, σκλάβους. Νά σοΟ δουλεύουμε στα χτήματα σου, στό σπίτι, σ' δποιαν αγγαρεία, ίσαμε τήν ήμερα πού θα κρίνεις πώς τό χρέος ξεπληρώθηκε. Οί Καλαματιανοί βιλάνοι Ιχουμε άπό τους Φράγκους κάποια πριβιλέ- τζια, δοσμένα στους πατεράδες μας άπό τόν καιρό της κουγκέστας. Τό βιβλίο τοΟ νόμου, τά Συνήθεια τοΟ πριγκηπάτου, μας τ' αναγνώρισαν. Χάρισμα σου, σ*τά θυσιάζουμε ! Άπό δω σ' Ινα χρόνο άν δέν ξοφληθεί

358

τό χρέος, παύουμε νάμαστε άνθρωποι καΐ γινόμαστε χτήμα σου, ΚαΙ θάχεις απάνω μας δικαίωμα ζωΫ]ς χαΐ θανάτου.»

Έτσι είπε ό άγνωστος βιλάνος. Κ* οι άλλοι, μ* ?να στόμα, σηκώ- νοντας βουή σύσμιχτη, συμφώνησαν. «Κ* Ιγώ !», φωνάζανε, «κ* έγώ για σκλάβος!» "Αδικα 6 παπάς πάσχιζε πάλι νά τους συγκρατήσει. Δέν άκουγαν πια κανένα" αποφασισμένοι, ανυπόμονοι, παλαβοί, αηκώνανε τά χέρια τους, φωνάζανε νά ξεκινήσουν. Οί πέντε ξεδιαλεγμένοι είχανε κιόλας πετάξει τά χιτώνια, βγάζανε τά σαντάλια τους, βοηθημένοι άπό τους άλλους ετοιμάζονταν σά γαμπροί γιά τό στεφάνωμά στην εκ- κλησία. Ό σιδεράς τους 2φερε μιά κουλούρα σκοινί. Άπό κείνο κό- ψανε τά πέντε ϊσια κομμάτια καΐ τά τυλίξανε μιά βόλτα στό λαιμό τους γύρω, αφήνοντας τις δυό άκρες νά κρέμονται στό στήθος, Ισαμε κάτω στά γόνατα, άμολυτές. Τά μαστορόπουλα πήρανε στά χέρια τους δαυλούς καΐ τράβηξαν μπροστά, νά φέγγουνε τό ζρ6[ίο. Παραμέρισε ή πλέμπα, σχίστηκε στά δυό γιά νά περάσουν οί ικέτες. Κι ό παπάς, πού είδε πώς κάθε αντίσταση εΐτανε πιά περιττή, τράβηξε πρώτος, κρατών- τας άπό τό μπράτσο τόν Σγουρό.

Έτσι περάσανε στό στενό μονοπάτι πού είχαν αφήσει Αε()τερο άπό τ' αμόνι Ισαμε τήν πόρτα τοΟ σιδεράδικου οί βιλάνοι. Μπροστά οί δα- δοϋχοι, πίσω οί προεστοί τής πλέμπας, τελευταΤοι οί ικέτες. Δεξιά ζερβά, οί άλλοι πού μένανε, τους κοίταζαν με μάτια θολά, ένώ τά χείλη τους τρεμοπαίζανε, άλλα γιά νά τους ευχηθούν κι άλλα γιά νά μουρ- μουρίσουν μιά προσευχή. Οί γοναϊχες των μελλοθανάτων τους ακολού- θησαν ίσαμε τήν πόρτα, σέρνοντας ξοπίσω τους τά παιδιά. Τους ακο- λούθησαν κι άκουγες σ' δλο τό διάβα τ* άναφυλλητά τους νά ξεσπάζουν, τΙς έβλεπες νά χυμανε ξάφνου σάν κεντρισμένες, καΐ νά τους ανασπάζον- ται τά χέρια, τήν άκρη τοϋ ρούχου,, τό κρεμασμένο άπό τό λαιμό σκοινί. Στην πόρτα τέλος στάθηκαν, τους άφησαν μονάχους νά βγούνε στό δρόμο, κ' έχεΐνες μείνανε στό κατώφλι νά τους κοιτάζουν πού φεύ- γανε, βουβές.

Έ νύχτα εϊταν ήσυχη, χλιαρή, τό νιό φεγγάρι κόντευε νά βασι- λέψει. Πίσω, τό σιδεράδικο είχε απομείνει σκοτεινό, τό καντήλι μο- νάχα άναβε μπροστά στά εικονίσματα. Οί βιλάνοι, καθισμένοι τώρα κατάχαμα, ακολουθούσανε μέ τό νοϋ τήν πορζία των δικών τους. Κου- βέντιαζαν ελάχιστα, χαμηλόφωνα, καΐ κοίταζαν μέ μάτι τεντωμένο, στυλά, τό σκοτάδι, θά καρτερούσαν έδώ τό γυρισμό και τήν απόκριση. Στην ησυχία πού δλο καΐ πύκνωνε, ακούγανε τΙς καρδιές τους νά με- τρούν, μέ βρόντους πνιχτούς, τό χρόνο.

359

|..«ρ..«..«.....ϋ«»Μί

*■""■"'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι'

ΑΓΤΟΣ ΠΟΓ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΠΟΡΕΙ

ΡΗΜΟΙ είταν οι δρόμοι της πολιτείας την ώρα τούτη, τό γερμένο φεγγάρι τους παράχωνε σέ μπλάβα σκιά. Μέ τά παραθυρόφυλλα σφαλιστά, δίχως οδτ' Ινα γαϊτάνι φως να ξεφεύγει από χαραμάδα, τά σπίτια είχανε στην δψη τήν αυστηρή περισυλλογή κι ακινησία 'τοΟ θανάτου. Στους τοίχους Ιδραμε ανήσυχη ή κοκκινωπή άντιφεγγιά τών δαυλών. Βιαστικοί, αμίλητοι, οί Σκέ- τες βιάσανε τό βήμα, ανυπόμονοι να φτάσουν, αόριστα τρομαγμένοι πού βρί- σκονταν τέτοιαν ώρα, γι* αυτούς ολό- τελα ασυνήθιστη, έξω. Τ' αυτί, πού στηνόταν αλαφιασμένο, Ιπιανε στον αέρα καΐ τόν πιό ανάλαφρο ήχο. *Α- κούσανε ψηλά, σαν κρεμασμένο πάνω άπό τά κεφάλια τους, τό ερημικό τραγούδι τοϋ βιγλάτορα, πού ξαγρυ- πνάει στή βίγλα τοΟ κάστρου.

*0 παπάς, βαδίζοντας πάντα πρώτος, τους οδήγησε μέσ' άπό φι- δωτά στενορρύμιακατά τΙς απάνω γειτονιές. Έδώ, εΤτανε σπίτια δίπατα, μέ πόρτες βαρείες, σιδεροπλεμένες, καμάρες άπό πέτρα σκαλιστή. Εί- χανε μπει στην περιοχή τών βουργησέων. Κάθε τόσο, έκεΐ πού στρί- βανε μιαν αγκωνή, ή καρδιά τους Ιδινε Ινα βρόντο καΐ στεκόταν. Μή- πως είταν έδώ, σ' αυτήν Ικεί τήν πόρτα ; Σήκωναν τά μάτια τους φο- βισμένα καΐ κοίταζαν μέ περιέργεια τήν δψη τοΟ σπιτιού. "Ομως 6 παπάς συνέχιζε τό δρόμο του, κι αυτοί, ξοπίσω, μέ μιαν ανάσα βαθειά, άντιπερνοΟσαν.

Τέλος τόν είδανε, δίχως να κόβει τό βήμα του ακόμα, νά σηκώ- νει τό κεφάλι, νά κοιτάζει ερευνητικά τους χοίχους. Κατάλαβαν άπό τοΟτο πώς είχανε φτάσει. Τρία σπίτια πιό κάτω, μπροστά σέ μιά δί- φυλλη πόρτα, ό παπάς σταμάτησε. Είταν Ινα αρχοντικό παμπάλαιο, χτισμένο μέ σταχτιά πέτρα. Οί ντόπιοι ανάμεσα στους πέντε, πού ξέ- ρανε τήν Καλαμάτα λιθάρι τό λιθάρι, δέ θυμόνταν ποτέ τό σπίτι τούτο ανοιχτό. Οί παλιοί τοΟ τόπου λέγανε πώς, στον καιρό τοΟ μισσέρ Τζε-

360

φρέ, δνας Γενοβέζος τό είχε χτίσει, πού υστέρα, σάν έπεσε στον τόπο κάποιο μεγάλο θανατικό, πέθανε κεΙ μέσα κι αύτδς κ* ή φαμίλια του ολάκερη. Άπό τότε κανένας δέν τό είχε κατοικήσει. Ακόμα καΐ τώρα οί Καλαματιανοί τό θαρούσανε κλειστό* για τοΟτο, σάν είδανε τόν παπα- Δανιήλ απόψε να χτυπάει τό βαρύ μάνταλο τ-^ς πόρτας, σάστισαν. Πότε είχε έρθει ό ξενρμερίτης καΐ τ' άνοιξε δίχως αύτοΙ να τό νιώσουν ;

Χρειάστηκε να χτυπήσει καΐ δεύτερη γορά, καΐ τρίτη τό μάνταλο 6 παπάς, δίχως δμως να δοθεί ■κα.'^ί'^ιχ σημάδι ζωτ]ς άπό μέσα. Έκεΐ δμως πού οί βιλάνοι άρχιζαν ν* απελπίζονται ή καΐ νά πιστεύουν πώς λάθος είχε γίνει, πώς τό σταχτί σπίτι έμενε πάντα κλειστό, τ* αυτί τους π•ί)ρε ψηλά ένα τρίξιμο. Σήκωσαν τά κεφάλια τους. Τίποτα δέ φαινόταν* στην άντιφεγγιά τών δαυλών, έβλεπες τά παραθύρια σφιχτά κλεισμένα. Στάθηκαν ακόμα, προσμένοντας, ένώ ό παπάς μέ τόν Σγου- ρό, μπροστά στην πόρτα, σιγοκουβέντιαζαν.

Ξάφνου βλέπουν ένα μικρό τετράγωνο πάνω στό πορτόφυλλο ν' α- νοίγεται αθόρυβα καΐ μέσ' άπό τή σκοτεινή του τρύπα νά γυαλίζουν δυό μάτια. Κοιτάζουν δεξιά τά μάτια, κοιτάζουν ζερβά, βλέπουν τό μπου- λοΟκι τών βιλάνων.

Έγώ είμαι, 6 παπα -Δανιήλ, λέει ό παπάς σά νά διάβασε στά μάτια τοΟτα κάποιαν ανησυχία.

Τί ορίζεις ; ρωτάει Οστερα άπό μιά μικρή παύση μιά γερον- τική, γυναίκεια φωνή.

Νά μιλήσω στον αφέντη.

Δέν αποκρίθηκε ή φωνή πίσω άπό τό πορτόφυλλο. Τά μάτια κοι- τάζανε πάλι τους συναγμένους έναν -ένα.

Σύρτε στό δρόμο σας. Είναι περασμένη ή ώρα.

Δέ θά τόν κουράσουμε τόν αφέντη, επιμένει ό παπάς. Δυό λόγια μονάχα θά τοΟ πώ . . .

ΚαΙ τούτοι έδώ τί γυρεύουν ;

Μαζί μου είναι, ενορίτες μου.

θά μπούνε κι αύτοΙ μέσα ;

Καλοί άνθρωποι είναι, δουλευτάδες. Κάτι νά παρακαλέσουν έχουν τόν αφέντη κ* ευθύς θά φύγουν ήσυχα ήσυχα.

Πάλι τά μάτια φέρανε γύρω τους βιλάνους, ψαχουλευτά. "Γστερα χάθηκαν. Τό παραθύρι έκλεισε.

"Αν μδς άνοίξου"^ τώρα, λέει 6 παπα -Δανιήλ, θά μπούμε δίχως θόρυβο, οί εφτά μονάχα. Εσείς, καί δείχνει τά μαστορόπουλα μέ τους δαυλούς, θά φύγετε. Ανάγκη δέν είναι νά προσμένετε στό δρόμο* τό φεγγάρι μας φτάνει γιά τό γυρισμό.

Τό φεγγάρι βασιλεύει, λέει ένας άπό τους δαδούχους σηκώνον τας τό δάχτυλο, οί δρόμοι δέν είναι σίγουροι.

Γιά τους βουργησέους. Γιά τους βιλάνους φόβος δέν υπάρχει Τό περσίκι μονάχα τραβάει τόν κλέφτη.

ΚαΙ καθώς τά μαστορόπουλα δέ δείχνονταν πολύ πρόθυμα νά δπα κούσουν :

*ΑκοΟτε με μένα, ξέρω πού σας μιλώ, κάνει ό παπάς. Ό άφέν της τοΟ αρχοντικού τούτου- έδώ δέ θέλει κόσμο πολύ στην πόρτα του . .

361

Πρόσμεναν ωστόσο οΐ δαδοϋχοι ίσαμε νδρθε: ή απάντηση τοΟ νοι- κοκύρη. ΚαΙ μονάχα δταν, υστέρα άπά κάμποση ώρα, είδανε τό δεξί πορτόίρυλλο νά μισανοίγει, δσο πού φτάνει να περάσει Ινας άνθρωπος, τον παπά νά μπαίνει ακολουθημένος στη σειρά άπό τδν Σγουρό κ' υστέρα τους πέντε, τό πήραν απόφαση κ* Ιφυγαν.

"Αλαλοι, κρατώντας τις ανάσες τους, είχανε μπει οί βιλάνοι στδ ξένο αρχοντικό. Δε χρειαζότανε καν ή σύσταση του παπά, κάτι τους Ιδενε τις ψυχές, κρυφό δέος. περισσότεροι άπό δαύτους πρώτη φορά μπαίνανε σε σπίτι βουργησέου. Τρομαγμένοι κοίταζαν γύρω, δίχως δμως καΐ νά βλέπουν τίποτα, γιατ'. ή γριά, βαστώντας Ινα άθλιο λαδο- λύχναρο στό χέρι, προπορευόταν ί παπάς τήν άκολουθοΟσε, κ' ή σκιά του μαζί μέ τοϋ ΣγουροΟ σκέπαζε τό ελάχιστο φέγγος. Κατάλαβαν ωσ- τόσο πώς περνάνε μιά στοά πλακοστρωμένη, ανέβηκαν κάποια σκάλα σανιδένια, δρθια πολύ, στάθηκαν σ' Ινα πλάτωμα, τό λυχνάρι χάθηκε, προχώρησαν ακόμα, στό σκοτάδι, και τέλος κάποιο βηλο ανασηκώθηκε, αφήνοντας νά μισοφανεΐ Ινα εσωτερικό θαμπά φωτισμένο. Έκεΐ μπήκαν.

Εΐτανε μιά κάμαρα τετράγωνη, μέτρια σε μέγεθος, μέ ψηλούς βα- θυκόκκινους -ζηίγ^ους. Στά παράθυρα μπροστά, βηλα βαρειά κρέμονταν πού άκουμποΟσαν και σωριάζονταν στό πάτωμα, τό σκεπασμένο μέ στρω- σίδια ριγωτά, βυσσινιά και μαΟρα. Σέ μιαν άκρη Ιβλεπες Ινα φαρδύ κρεββάτι καρυδένιο μέ ουρανό μαβί. Οί κουρτίνες του πέφτανε μαλακές, άφθονες, καΐ τό τύλιγαν, αφήνοντας μόλις νά θαμποφέγγει, ανάμεσα στά δυό τους φύλλα, μιά γωνιά άσπρο σεντόνι. Παρέκει Ινας λυχνοστάτης μπρούντζινος, σέ μπόϊ άνθρωπου* τό φως ωστόσο δεν ερχόταν άπό κει. Ερχόταν άπό τήν άλλην άκρη, δίπλα στό παραθύρι, δπου Ινα αναλόγιο είτανε στημένο, κατά τόν "^οίχο. Πάνω άπό τ* αναλόγιο Ινα καντήλι με- γάλο, άπό υλικό σπάνιο, γυαλί, κρεμότανε μέ τριπλή ασημένια αλυσίδα, αναμμένο. Μπροστά στ* αναλόγιο Ινα θρονί μέ ράχη ψηλή, σκαλιστή, κ' έκεΐ καθισμένος Ινας όί'^Βρίΰκος καμπουριαστός πού τόν Ιβλεπες άπό τά πίσω.

Ή γριά μέ'τό λυχνάρι είχε χαθεΤ. Οί βιλάνοι στάθηκαν ζαρωμένοι, σμάρι σφιχτό κοντά στην πόρτα. Ό παπάς λίγο πιό μπρος, ασάλευτος δμως κ' εκείνος, στεκότανε νά κοιτάζει τό γέροντα πού καθόταν αντί- κρυ. Δίπλα του, λίγο πιό πίσω, είχε σταθεί κι ό Σγουρός. Κρατούσε σάν τους άλλους τά μάτια του καρφωμένα στον αφέντη τοΟ σπιτιοϋ, δμως ή θωριά του αύτουνοϋ δέ φανέρωνε τό ευλαβητικό δέος των άλλων. Χλωμάδα αδιόρατη χυνότανε λίγο - λίγο στό πρόσωπο του καΐ τά μάτια του τεντώνονταν μέ σάστισμα βαθύ.

Ανεβαίνοντας ακόμα τή σκάλα, είχε παραξενευτεί, ανεξήγητα" σάν κάτι αόρατο, πού ήρθε βουβά μέσα στό σκοτάδι, νά τόν είχε κρού- σει. Τά φτερούγια τής μύτης του είχανε παίξει ανήσυχα, σάν κάτι νά όσμίζονταν, μιά παρουσία αόρατη, τήν προσωπική εκείνη μυρωδιά πού αποτυπώνει δ ί'^Βρωποζ πού μένει σ' Ινα σπίτι. Άσύνειδα στην αρχή, είχε ψαχουλέψει νά βρει τί τοΟ ξυπνάει ή αίσθηση τούτη. Είτανε κάτι στον αέρα, κάτι σάν μυρωδιά άπό ξυνόμηλο σάπιο, ανάσα γνώριμη και δυσάρεστη γι' αυτόν, παράδοξα άναπολητική. Είχε πασχίσει, τό ίδιο άσύνειδα, νά διώξει τήν Ιγνοια πού άρχιζε σκοτεινά νά τόν ζώνει. Τό

362

είχε χιόλας καταφέρει δταν, ξάφνου, βρέθηκε μέσα στή φωτισμένη άπό τό χαντήλι κάμαρα. Άκολουθώντοίς-^ άπά κοντά τόν παπά, είχε προχω- ρήσει Ινα β"?]μα πιό μπρος άπό τους άλλους. Μιά ματιά 2ρριξε γύρω, μιαν ανάσα πΫ)ρε, ή ράχη τοΟ καθισμένου έκεΐ άνθρωπου ορθώθηκε μπροστά στά μάτια του. Κι απόμεινε καρφωμένος.

Τό λοιπόν, αίδεσιμώτατε, λέει ψευτογελώντας μιά τραγουδιστή φωνή άπά τή γωνιά πού βρίσκεται τό αναλόγιο, θυμήθηκες απόψε τόν ταπεινό σου φίλο ;

Ό καθισμένος γέροντας γυρίζει πλάϊ τό κεφάλι του καΐ σύγκαιρα δ Σ'{θϋρί>ς αναγνωρίζει, στό χρυσαφί φώς τοΟ καντηλιοΟ, τόν Ματτέο Καφούρη.

Μιά βόλτα πήρε τό αίμα του κ' έπηξε. Στην αρχή δέ μπορεΤ να ξεκολλήσει τά μάτια του άπό τή φιγούρα εκείνη, τοΟ γέρου μέ τό αραιό γένι, τήν αρπαχτική κατατομή, τό ρικνό χαμόγελο στά πλαδαρά χείλη. Τ' άναΒυμάται τό χαμόγελο τοΟτο, τό Οπουλο, πού δέ χαράζει καθώς στους άλλους ανθρώπους, μά πού αφήνει τό στόμα μεσανοιχτό, σκοτεινό και ξεδοντιάρικο νά χάσκει. Στιγμιαίος σίφουνας άπό εικόνες, θύμισες, πάθη, δσα τυραγνήσανε τά πρώτα νιάτα του, στρουφίζει μπροστά στά μάτια τοΟ Σγουρού καΐ τά θαμπώνει. Τστερα κοιτάζει μέ προφύλαξη γύρω του, δεξιά, ζερβά. Αθόρυβα γλιστρώντας, κάνει Ινα βήμα πίσω, οεύτερο, αποτραβιέται νά εξαφανιστεί ανάμεσα στους πέντε βιλάνους.

Ό παπα - Δανιήλ είχε πεϊ πώς ό τραπεζίτης, είναι Βενετσάνος. Λάθος έκανε ; ή τάχα ό αδερφός τοΟ Αντρέα Γκαφφόρε, τοΟ κουρσάρου, περνάει γιά Βενετσάνος έδώ ; Αυτό πρέπει νά ξεδιαλυϋεΐ, γιατί καθό- λου δέν είναι απίθανο νά κρύβει δ Καφούρης τήν πραγματική του ιδιό- τητα άπό τους Φράγκους. Στ' Άνάπλι έτσι κι αλλιώς λυκοφιλία είχε μαζί τους, λαγούμια τους Ισκαβε. Γιατί έφυγε δμως άπό τ' Άνάπλι ; Τί ήρθε νά κάνει Ιδώ στην Καλαμάτα πού εγκαταστάθηκε ; Στό μνη- μονικό τοΟ Σγουρού θαμποφέγγει πάλι ή στερνή του θύμιση άπό τό Γε- νοβέζο, ή νύχτα εκείνη τοΟ βραχνά, μέσα στην κάμαρα της Μπιάνκας. "Α, δαίμονα! είναι κ' ή Μπιάνκα ! Νά βρίσκεται άραγε κι αυτή έδώ ;

ΜεσσΙρ Καφούρη, είπε δ παπα -Δανιήλ προχωρώντας αργά, νά μας συμπαθάς πρώτα - πρώτα πού ήρθαμε σέ ώρα έτσι προχωρημένη και σ' ένοχλοΟμε. "Ομως ή αίτία βλέπεις πού μας φέρνει δέ σηκώνει αναβολή.

"Α, ά! έκανε δ Γενοβέζος τρίβοντας τά χέρια του κ' έρριξε μιά γοργή ματιά στό μπουλούκι τών βιλάνων. Μέ συμπαθάς κ' έμενα πού δέ μοΟ βόλεϊ νά προσηκωθώ στή χάρη σου, δμως τ' άτιμα τούτα μου τά ποδάρια δέ μέ δουλεύουν πιά καθώς τό χρωστούν. Γεροντάματα κι αμαρ- τίες, αίδεσιμώτατε !

ΚαΙ γέλασε τό άφωνο χάχανό του.

Αμαρτίες έλόγου σου, αφέντη! πού κάνεις τόσα ψυχικά, από- ρησε τάχα δ παπα -Δανιήλ γιά νά τόν κολακέψει.

Ψυχικά ; Πού τέτοιο καλό, παπά μου ! Γιά νά κάνεις τό ψυ- χικό, ανάγκη νάχεις τό μέσο, τό περσίκι σου νά βαστάει. ΚαΙ τό δικό μου είν' αλαφρό. "Ετσι απομένει, άλλοίμο'^ο, βαρειά ή ψυχή μου.

"Ερριξε πάλι μιά ματιά στους βιλάνους. Εϊταν άραγε προειδοποίηση ;

363

"Ομως ό παπα Δανιήλ δεν είταν άπό κείνους πού εδκολα δειλιά- ζουν. Μ' δλο πού, μιας άρχης, δέν είχε πιστέψει πώς τό διάβημα στδν τραπεζίτη θα είταν αποτελεσματικό, τώρα πού θέλοντας καΐ μή ανά- λαβε, θα Ικανέ δ, τι τοΰ περνοϋσε άπδ τό χέρι για να τα βγάλει πέρα. Τά αντίθετο θα τό θαροΰσε προδοσία σε βάρος των Ιρημων των βιλάνων.

Αφέντη, λέει αποφασιστικά, να μή σ' τα πολυλογώ καΐ σέ κου- ράζω γιατί δ καιρός σου ξέρω πώς αξίζει. Τους βλέπεις εκείνους έκεΐ ; Είναι Ρωμιοί βιλάνοι της Καλαμάτας. "Αν λάβεις τόν κόπο να προσέξεις, θά ιδείς πώς ήρθανε στην αφεντιά σου μέ γυμνά ποδάρια καΐ μ' §να σκοινί στό λαιμό του ό καθένας τους, σημάδι ταπεινωσύνης. Έρχονται να σοΟ προσπέσουν γυρεύοντας πίσω τή ζωή των άδερφιών τους.

Άπό μένα ; απόρησε ό Καφούρης.

τΆπό τήν αφεντιά σου. Έσύ τήν κρατάς στό χέρι σου, δίχως, είναι ή αλήθεια, να τό ξέρεις.

Τί πα νά ποΟνε τοΟτα ; τί μοϋ κανοναρχάς αύτοΰ, παπά ! έκανε 6 Καφούρης σμίγοντας τα φρύδια του κι αναδεύτηκε μέ νεΟρο, ζωηρά, στό ^ρο'^ί του. Έγώ κανενοΟ δέν κρατώ τή ζωή, έγώ κοιτάζω τή δου- λειά μου και δέν 2χω απαίτηση άπό κανένα. "Αλλοι μέ ζαλίζουν μέ απαίτησες. Γιατί μέ θαροΟνε πλούσιο* γιά κείνο ! ΚουβαλιοΟνται Ιδώ καΐ μοΟ φορτώνονται, «δώσε, Καφούρη, έδώ, δώσε κ' ΙκεΤ, κ' έγώ Ιχω ανάγκη, Καφούρη, κ' έγώ κόβουμαι», λές κ' είμαι υπαίτιος έγώ γιά τή συφορά τοΟ κόσμου. Γιατί μέ θαροΟνε πλούσιο: γιά κείνο ! *Εγώ κακό δέν Ιχω κάνει οδτε σέ μύγα κ* έμενα δλο ι κόβουνται πώς νά μέ συκοφαντοΟνε. Ό δαίμονας τους Ιχει μπει νά μέ ψήσουνε ζωντανό ! Πλούσιος ! Ποιος είναι πλούσιος ; Ό Καφούρης ; "Ας γελάσω κάλλιο γιά νά μήν κλάψω, πού θά ταίριαζε καλλίτερα, δΕΟΓ&πιεηΙο ! Τί Ικαμα πού είμαι πλούσιος ; Μή δά γυρίζω στους δρόμους στολισμένος μετά ξια καί μαλάματα καθώς οί βουργησέοι σας ; Μή δά κρατώ δούλους κ δποταχτικούς στΙς προσταγές μου καθώς κάποιοι δικοί σας άρχόντοι Φίε δέν Ιχω, πλεούμενα δέν Ιχω, βιλάνους δέν Ιχω, τίποτα δέν Ιχω Τί θέλουν άραγε ; Ξέρω : Νά γυρνώ στους δρόμους ξυπόλητος, νά δια κονεύω τή μπουκιά τό ψωμί πού τρώω. Αυτό θά θέλουν, τότες θά χαί ρονταν, γιατί ή ψυχή τους είναι μαύρη καΐ δέ χρωστάει κανενοΟ καλό Χριστιανοί ! πού δέν Ιχουν στάλα λύπηση . . . "Ομως ό θεός είναι τζοΟ στος καΐ βλέπει τό άδικο κι αγαπάει τους αδύνατους. Αυτό τό ξέρεις παπά μου !

Μπροστά στό ξαφνικό, τό αδικαιολόγητο δσο και ορμητικό τοΟτο ξέσπασμα, οί βιλάνοι είχανε χλωμιάσει, ζάρωσαν, δ παπα -Δανιήλ δμως Ιμενε ατάραχος. Καταλάβαινε καλά πώς δέν είναι παρά στανικό καΐ ψεύτικο, πώς μοναδικό σκοπό Ιχει νά τους κόψει τή φόρα. "Οσο μιλούσε δ Καφούρης, αυτός τόν άκουγε ασάλευτος, μ* απάθεια, νιώθον- τας πώς Ιτσι κι αλλιώς πρέπει νά τόν αφήσει νά πει τό δικό του. Μο- νάχα λοιπόν σάν ό Γενοβέζος Ιπαψε, ξαναπήρε ό παπάς τό λόγο :

Τό πράμα Ιχει Ιτσι, είπε μέ φωνή ουδέτερη, σά νά μήν είχε ακούσει τίποτα άπό κείνα πού αράδιασε λυσσώντας δ Γενοβέζος. Οί αφεντάδες οί Φράγκοι μπήκανε σέ κόπο νά πιάσουν Ιξω άπό τό κάστρο σήμερα τό πρωϊ πέντε δικούς μας, τάχα γιά ροβολατόρους, καΐ νά τους

364

ρίξου"^ στα σίδερα. Είδα τόν κιβιτάνο, τόν παρακάλετα. «Μετά χαράς, μου είπε, θα τους άμολύσω, μονάχα να μοΟ φέρετε τό κεφαλιάτοκο.»

Χμ!

«Τό ξέρω», τοΟ λέω. «Ό ά.'^^ρωπος αξίζει πέρπυρα καΐ δέ γί- νεται να τοΟ χαρίζεις τή ζωή χωρίς άντίχαρη για τό καλό πού τοΰ κά- νεις.» Σύμφωνος ό κιβιτάνος. «Μονάχα ό θεός, τοΟ λέω πάλι, χαρίζει τή ζωή δίχως καμμιάν άντίχαρη.»

Σήκωσε τά μάτια του δ Καφούρης καΐ κοίταξε μέ υποψία τόν παπά, νά ίδεί άν σοβαρά μιλάει ή μήπως τόν παίζει. "Ομως ή όψη τοΟ Δανιήλ εϋταν ανεξιχνίαστη.

ΚαΙ τί μιιορώ σέ τοΟτο έγώ ;

Τό είπα της αφεντιάς σου, ή μήπως δέν τό είπα ; Δέν καλοθυ- μάμαι, νά μέ συμπαθάς, τά χρόνια μέ πήρανε μπάλλα . . .

Λέγε ν' ακούσω.

Κάθε καλό πρέπει νάχει διάφορο, κ' ή σπλαχνιά τό ίδιο. Δέν ερχόμαστε, μεσσίρ Καφούρη, νά οοΟ διακονέψουμε. Ερχόμαστε νά μπούμε χρεοφειλέτες σέ χρέος μ* εγγύηση. Κ' εγγύηση τρανή καθώς θά τό δείς τώρα. Διακόσα πέρπυρα αξίζουν 8, τι κι άν πεΤς,

Πόσα ; κάνει ό Καφούρης σά νά μήν άκουσε καλά κι αναση- κώνεται άθελα στό θρονί του.

Διακόσα πέρπυρα, λέει πάλι ό παπάς ατάραχος.

Ό Γενοβέζος ξανακάθησε κι απόμεινε λίγες στιγμές άλαλος νά κοιτάζει τόν ιερωμένο. Σά νά μήν είχε ακούσει, σά νά μήν είχε κα^ ταλάβει. Τόσο είτανε τό σάστισμά του απύθμενο. Τρελλάθηκε ό παπάς ; γιά κουβαλήθηκε έδώ μεθυσμένος ;

Διακόσα . . . πέρπυρα ; λέει κι αυτός καΐ μονομιάς πατάει τά γέλια, χάτι γέλια ορμητικά, τρανταχτά, πού τινάζουν σάν παλιοκού- ρελο τό γκρεμισμένο του -κορμί. Έκατσες μιά στιγμή, παπά μου, νά λογαριάσεις τί ξεστομίζεις αύτοΟ ; Διακόσα πέρπυρα, τό κεφαλιάτικο ένοΟ ρήγα, τί λέω ! ένοΟ ίμπεράτορα ! ΚαΙ γιά πέντε ψωριάρηδες βιλά- νους . . . "Α, μά είναι πανηγύρι ! χρόνια νά ζήσεις, παπά μου, πού μ' έ• κάνες 2τσι νά γελάσω. Γιά πές μου λοιπόν, Ιτσι σοΟ είπε ό κιβιτάνος ; Διακόσα πέρπυρα ; Πές μου το πάλι, νά ζεΤς, θά κάνω απόψε καινούρ- γιο συκώτι ί . . ,

Τό χάχανό του ανέβαινε σέ κύματα, τοΟ Ιπνιγε τά λόγια, έκανε κείνος πώς τό καταπίνει, καΐ πάλι ξανάρχιζε, ακράτητα. Κρυμμένος πίσω άπό τους βιλάνους ό Σγουρός τόν άκουγε τρίζοντας τά δόντια του, Σά νά είχε γυρίσει δυό χρόνια πίσω, γι' αυτόν μιά ολάκερη ζωή. Στ* αυ- τιά του άντιλαλοΟνε πάλι τά περιγέλια τοΟ Γενοβέζου, πού τόν μαστί- γωναν : «*Αφέντη ΣγοΟρο ! τί γίνονται τά χτήματα σου ; ΚατιτΙς ανώ- μαλο φαίνεται νάναι στή μέση• μπορεί κι άπό μέρος τής φαμίλιας τί)ς μάννας σου.»

Μεσσίρ Καφούρη, έκανε ό Δανιήλ άφοΟ άφησε πρώτα νά κο- τιάσει ή ανάβρα τοΟ γέλιου, ερχόμαστε νά σου ζητήσουμε τίμια 2νοι δάνειο.

Χωρατεύεις, παπά ;

Μιλώ σοβαρά, αφέντη.

36δ

Δάνειο! Διακόσα πέρπυρα δάνειο!

Διακόσα πέρπυρα.

Μα δέ μοΰ λες, έκανε ό Καφούρης καΐ σηκώθηκε βάζοντας τΙς δυό του παλάμες στους "γοφούς του, βρχεσαι να μέ περιγελάσεις ή να μέ βρίσεις ; Πιστεύεις κ' έλόγου σου παναπεϊ τΙς παλάβρες τοΟ κόσμου, των οχτρών μου πού μέ λένε πλούσιο για να μέ βλάψουν ; Διακόσα πέρ- πυρα ! Πίστεψες έσύ ποτέ ρου πώς 2χω έγώ διακόσα πέρπυρα ; "Αν πουληθώ ολάκερος, άν πουλήσω τα υπάρχοντα |ιου, τα ρημάδια τοΟτα πού Ιχω για βιός, το ροΟχο μου, το κρεββάτι μου, τό χαλί μου, τή θυγατέρα του, λές μέ τά νοΟ σου πώς θα πιάσω διακόσα πέρπυρα ; Ξέ- ρεις τί είναι διακόσα πέρπυρα ;

Δέν τά διακονεύω, αποκρίθηκε απτόητος ό παπάς. Να τά δα- νειστώ θέλω. Δάνειο μ' εγγύηση.

Τί λογής εγγύηση ; "Οχι, δχ:, μέ περιγελάς, Ικανέ πάλι καΐ βιαστικά δ Καφούρης, σά νά τοΟ είχε ξεφύγει ή ερώτηση. Δέ μούλειπε τώρα παρά τοΟτο, νά βγεις Ιξω στην πολιτεία, νά πεις δτι μοΟ γύρε- ψες διακόσα πέρπυρα, γιά νά τό πιστέψουν κιόλας πώς τάχω. θές νά μέ χαντακώσεις, βουλήθηκες τό χαμό μου, πάει!

Κανένας δέ θά τό μάθει, μεσσίρ Καφούρη, καΐ μ' δρκο σά θές. Άμή 6 κιβιτάνος πού θά τά πάρει ;

Δέ θά τόνε νοιάσει ποΟ βρέθηκαν. Σώνει, γι' αυτόν, νά βρεθούνε.

Πάει, πάει, μ' Ικανές νά χάσω τ6 νοΟ μου, κάθουμαι τώρα καΐ κουβεντιάζω μαζί σου σάμπως νά τά είχα τά πέρπυρα πού γυρεύεις.

Σά θέλει κανένας νά κάνει τό καλό, πάντα βρίσκει, είπε δ πα- πάς γλυκά, γιά νά τόν διευκολύνει. Πέντε ψυχές είν' αυτές, σκέψου το, μεσσϊρ Καφούρη ! Πολλές αμαρτίες θά λυώσεις, έγώ σ*τό λέω, δ παπάς.

Νά σκεφτώ, τί νά σκεφτώ ;

"Αρχισε νά κόβει κοντόβολτες, νά πηγαίνει καΐ νάρχεται μπροστά στό αναλόγιο του μέ τά χέρια πίσω, χτυπώντας απανωτά τή ράχη τοΟ ενός στή χούφτα τοΰ άλλου. Έκανε τόν αναστατωμένο, πώς τόν τρώει ή αγωνία, άφηνε κάθε τόσο ν* ακουστεί §να χαμηλόχωνο μούρμουρο, σά νά κουβέντιαζε μέ τόν εαυτό του.

Ματώνεις τήν καρδιά μου, Ικανέ τέλος, ρίχνοντας μιά ματιά τοΟ παπά σά νά τόν κατηγοροΟσε, μοΟ σκίζεις τά σπλάχνα σάν κάθεσαι καΐ μοΟ μιλάς γιά ψυχές πού κρέμονται τάχα άπό μένα καΐ τά ρέστα. Πάλε απόψε δέ θά κλείσω μάτι, χάθηκα* νά τί μοϋ κάνεις! ΚαΙ τί μπορώ έγώ δ ελάχιστος ;

Δέν αποκρίθηκε δ παπάς.

"Αν είτανε τουλάχιστο βολετό νά μοδδινες διορία, νά ίδώ δυό- τρεΐς φίλους. . . Ξέρω κ* Ιγώ ; "Εχω κάποιους γνωστούς στον τόπο πού, αυτοί, κάτι μποροΟν. Είναι πλούσιοι θαρώ, μά πάλι τό ξέρω, τό ξέρω, δχι καΐ τόσο. . . Ποιος άρχοντας θά εγγυηθεί ; ρώτησε ξάφνου, ξερά, σταματώντας.

"Αρχοντας ; δχι, άρχοντας δέ θά εγγυηθεί.

Άμή ποιος ;

Ό Δανιήλ πήρε μιαν ανάσα, κατάπιε μέ κόπο, κι απλώνοντας τό χέρι του :

366

ΑύτοΙ έδώ, είπε, δείχνοντας τους βιλάνους.

Τί!

Ό Καφούρης είχε τιναχτεί. πάνω σα νά τάν βίτσισαν. Κοίταξε τόν παπά, κοίταξε τους συναγμένους στην πόρτα του ίκέτες, τό μάτο του άνάδωσε λάμψη κακία.

Παπά, κάνει μέ φωνή τρεμάμενη άπό την οργή, μέ παίζεις !

Δέ σέ παίζω, μεσσίρ Καφούρη, προσπέφτω στην άγαθοσύνη σου καΐ στην ευσπλαχνία. ΣοΟ φιλώ τα χέρια, σοΟ φιλώ τα πόδια, σοϋ μιλώ στ' δνομα τοΟ ΧριστοΟ πού μάτωσε πάνω στό σταυρό. Εγγύηση δέ θές ; θα τήν 2χεις ! Πέντε βιλάνοι ίρχονται νά γονατίσουν [ΐποοαχά σου και νά σοΟ ποΰνε : Πάρε μας σκλάβους σου. Άν άπό δώ σ' 2να χρόνο δέ σοΟ Ιχουμε γυρίσει πίσω τα πέρπυρα, νά είμαστε χτήμα σου, νά μας ορίζεις σέ ζωή καΐ σέ θάνατο. Τί άλλο θέλεις ;

Τίποτα δέ θέλω, τίποτα δέ θέλω ! ξεφώνισε δ Καφούρης κου- νώντας στον αέρα τά χέρια του. Έγώ δέ γύρεψα τίποτα άπό -Αο^νίνοι.. Σεις μοΟ γυρεύετε. Ερχόσαστε νά μέ γδύσετε, νά μέ τυραγνήσετε, νά μέ βρίσετε, κ* Οστερα μέ γελάτε* Βιλάνοι, νά μοΟ έγγυηθοΟνε μένα γιά διακόσα πέρπυρα ! ΡοΓ^α ΜαάοηπΕ ! Και κάθομαι ό παλαβός τό- σην ώρα καΐ μιλώ, καΐ χάνω τόν καιρό μου. ΒβδΙει ! "Οξω άπό το σπίτι μου ! "Οξω !

Ό Δανιήλ τέντωσε τό κορμί, χλωμιάζοντας, κ* Ιμεινε ασάλευτος στή θέση του.

ΜεσσΙρ Καφούρη, κάνει τρέμοντας άπό τό πάλαιμα νά κρατη- θεί, ό θεός ακούει !

Τί ; Μιλάς γιά θεό τώρα, παπά ; θές παναπεί νά μέ φοβερί- σεις; Μέ τΙς φωτιές τής κόλασης, έ; Τέτοιοι είσαστε σεις οί Γραικοί, σάς ξέρω. Ληστές ! Μπήκατε νύχτα σπίτι μου νά μέ ληστέψετε, αυτό 'ναι !

"Ακου, μεσσΙρ Καφούρη, είπε ήρεμα ό παπάς πού είχε κατα- φέρει νά κυριαρχήσει τήν αγανάκτηση του, δικαίωμα σου είναι νά φω- νάζεις, δικαίωμα σου καΐ νά μάς πετάξεις κάτω άπό τή σκάλα σου, δι- καίωμα σου νά μάς παραδώσεις και στον κιβιτάνο ακόμα. Σπίτι σου βρίσκεσαι, αφέντης είσαι. "Ομως μή μάς άποπαίρνεις προτού μάς ακού- σεις. Νά σοΟ προσπέσουμε ήρθαμε, δχι νά σέ ληστέψουμε καθώς τό λες. Ξεκινώντας, τό ξέραμε πώς αυτό πού θά γυρέψουμε είναι μεγάλο* μά καΐ ζο^χο πού κ' Ιμεϊς δίνουμε δέν είναι μικρό. Βάζεις μέ νοΟ σου τί είναι γιά τόν 5.•^%^ΐύκο νά γίνει σκλάβος; ΜερονυχτΙς νά δουλεύει δίχως αναπαμό, ελπίδα νά μήν 2χει, σπίτι, φαμίλια, βιός, τίποτα ; Δο- κίμασες ποτές νά πιεΙς τόν Ιδιο σου τόν Γδρωτα καί τό δάκρυ ; Είναι πικρά, μεσσΙρ Καφούρη, είναι πικρά, καί συλλογίσου μονάχα πώς δ σκλάβος δέν πίνει άλλο νερό. Ό σκλάβος δέν ξεδιψάει.

ΚαΙ τί μέ νοιάζει έμενα σά δέν ξεδιψάει ; Τί φταίω έγώ ;

Τίποτα. Μόνο δέξου τόν ιδρώτα και τό δάκρυ μας, τό αίμα πού σοΟ δίνουμε. Μήν τ* άποσπρώχνεις.

Αυτά δέν κάνουνε πέρπυρα.

Αυτά κάνουνε τα πέρπυρα ! "Ιδρωτας, δάκρυ, αίμα πού ζυμώ- θττκαν αντάμα είναι τά πέρπυρα, μεσσΙρ Καφούρη, δέν τδχεις νιώσει ;

Έγινε μιά παύση.

367

Δέν ξέρω. Μολάς αλλόκοτα, παπά, λέει μέ δυσφορία ό Γενοβέ- ζος. Είπα αυτό πού είχα να πώ.

Γύρισε στό ^ρο'^ί του αποφασιστικά χαΐ χάθησε, για να δείξει πώς θέλει να τόν αφήσουν ήσυχο πιά, να φύγουν.

Λοιπόν δέν τό δέχεσαι νά τους πάρεις σκλάβους σου, Ικανέ απελπισμένος 6 Δανιήλ.

Σκλάβους έγώ δέν έχω, σοΟ είπα, ούτε καΐ θέλω. Σκλάβους τά βιβλίο τοΟ νόμου δέν αναγνωρίζει, μή μέ γελάς.

Βιλάνοι δικοί σου θάναι, θα σοΰ δουλεύουν ίσόβια.

Δέν έχω φίε δικό μου, άρχοντας έγώ δέν είμαι.

Αυτό πού κερδίζουν δουλεύοντας, θάναι δικό σου. Μέ τόν καιρό γίνεται πολύ.

Είναι βιλάνοι τοΟ πριγκηπάτου, δέ μπορ© νά μαλώσω μέ τόν πρίγκηπα.

Έχουνε πριβιλέτζια προγονικά, θά τ' αρνηθούνε.

"Οχι ! έκανε κοφτά ό Γενοβέζος καΐ μ' άνεπάντεχη γοργάδα γύ- ρισε κατά τόν παπά ολάκερο τό σκεβρωμένο του κορμί. Τό μάτι του^ ζωηρό, σπιθατο, πέταξε στους βιλάνους, τους ψαχούλεψε σέ μιαν α- στραπή Ιναν - §ναν, γυαλίζοντας μέ απληστία πού ξάφνου ξεχείλιζε.

Τότε, έκανε ό παπάς κι άφησε τά χέρια του νά πέσουν αδύναμα,. άλλο δέν έχω νά πώ. ΠροσκυνοΟμε τήν αφεντιά σου,, μεσσίρ Καφούρη.

Έκανε νά γυρίσει, νά τραβηχτεί, γνέφοντας στους βιλάνους πώς άλλο δέ μένει. "Ομως ό Καφούρης, πού είχε σηκωθεί σιγά -σιγά στό μεταξύ, έκανε κι αυτός δυό βήματα, μέ τά χέρια του πλεγμένα πίσω,. στάθηκε στή μέση τής κάμαρας, κοίταξε τους βιλάνους. Στά χείλη του άνθιζε τώρα Ινα γλιστερό χαμόγελο.

Γιατί τό λέτε πώς δέν έχετε άρχοντα γιά εγγυητή ; ρωτάει μέ φωνή φιδολύγιστη καΐ γλυκερή. Έγώ βλέπω Ιναν άνάμεσό σας . . .

Οι βιλάνοι κοιτάχτηκαν σαστισμένοι.

Αφέντη ΣγοΟρο, λέει ό Καφούρης μ' έπιδειχτική ευλάβεια ποί>• πρόδινε κιόλας τήν κοροϊδία, μονάχα έλόγου σου μπορείς νά τους γλυ- τώσεις. Τό καταδέχεσαι :

Έγινε μιά παύση. Ό Δανιήλ κι ό Ζερβοχέρης, απορημένοι βα- θιά, κοιτάζανε μιά τό Γενοβέζο μιά τόν Σγουρό.

Κάποιος δμως παραμέρισε βιαστικά τους πέντε βιλάνους, ό Σγου- ρός πρόβαλε προκλητικά στό φως.

θά τό κάνω, μήν έχεις έγνοια γι' αυτό, μεσσΙρ Ματτέο ! είπε. Έ φωνή του είτανε ξάστερη, ήχερή.

Ό Καφούρης ψαχούλεψε μέ τό δεξί τά γένεια του, έμεινε γιά λίγο, ρεμβάζοντας, καμπουριασμένος.

Τότε . . . λάβε τόν κόπο νά μείνεις, είπε ήσυχα, σκεφτικός.

368

■"■"■"""■■"■'

"■"-'""'■'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'

ΤΟ ΣΓΜΦΩΝΟ

Πο τήν πόρτα πού είχανε μπεί, αθό- ρυβα σάν Ιαχιοι, μέ τα κεφάλία τους κρεμασμένα, βγήκανε οί πέντε βιλάνοι γ,ι δ παπάς τό κατόπι τους. Τό βΫ)λο ξανάπεσε, βαρύ. Στην κάμαρα μέσα εΓ• χάνε μείνει τώρα άντικρυστοί ό Σγου- ρός κι δ Καφούρης.

Κοιτάχτηκαν για λίγο, αμίλητοι. Χαίρομαι πού σέ ξαναβλέπω, είπε δ Γενοβέζος στήνοντας δρθδ τό κεφάλι του, με τα μάτια μισόκλειστα. "Οχι, δχι ! μά τήν πίστη μου σ' τδ λέω καί να τδ πιστέψεις πώς χαίρομαι. Δε σοΟ κρατώ καμμιάν άμαχη.

ΚαΙ καθώς δ Σγουρδς τδν κοίταζε δίχως ν' αποκρίνεται, μέ περηφάνεια ψυχρή:

Τά περασμένα ξεχασμένα, πρόσθεσε δ γέροντας. Μ' αδίκησες, σ' αδίκησα ναί, ναί, μπορεί κ' έγώ νά σ' αδίκησα, δέν ξέρω εί- μαστε ίσια. "Γστερα, γιατί νά χαλάμε τήν καρδιά μας ; "Ολοι αμαρ- τωλοί είμαστε στδν κόσμο τοΟτο, ψέματα ; δ καθένας μας χρωστάει συχώρεση στδ διπλανό του. Έμενα ή καρδιά μου είναι πολύ μαλακιά. Νά ! τί μοΟ είπανε τώρα δά τούτοι οί βιλάνοι, δ παπάς, έ ; κι ωστόσο έγώ συγκινήθηκα. Μά τήν πίστη μου σ* τδ λέω, δέ θά κλείσω μάτι τούτη τή νύχτα. Τέτοιος είμ' έγώ ! "Ωχ ! Ό Σγουρδς δέ μιλούσε.

"Ομως γιατί στέκεσαι δρθός ; Κοίτα ! κοίτα ! ποΟ τδν £χω τδ νοΟ μου ; Κάνε μου τήν τιμή, αρχοντόπουλο μου, νά κάτσεις. Νά, τοΟτο δώ τδ μόμπιλο σοΟ βολεί ; . . . Δέ θές ; "Ας είναι καλά τδ γινάτι σου. "Ομως έμενα θά μέ συμπαθήσεις πού θά καθήσω, γιατί είμαι γέροντας βλέπεις έγώ, καΐ τά πόδια μου δέ μέ βαστούν. Γέρασα άπδ τότε πού μ' ήξερες, αφέντη ΣγοΟρο, πάνε δυδ χρόνια δλάκερα ! *Άααχ, Ικανέ καθίζοντας στδ θρονί του, δόξα νάχει δ Πανάγαθος!

Αναστέναξε βαθιά, ακούμπησε τδ κοκκαλιάρικο χέρι του στδ τε- φτέρι πού είταν αφημένο άνοιχτδ πάνω στ' αναλόγιο, τδ χάιδεψε, αργά, μέ τρεμουλιάρα ηδονή, κ' υστέρα, επιτήδεια, δίχως νά τδ κοιτάζει, τ αναποδογύρισε. «Ποιδς ξέρει τί γράφει μέσα», συλλογίστηκε δ Σγου-

34 Ή Πριγχηπίσπα 'Ιζαμαώ

369

ρός, «χαΐ φοβάται μή ρίξω χαμμιά ματιά.» Στό λαρύγγι του ένιωσε, δπως παλιά, να περσεύει ?να κύμα αηδίας.

Για πες μου τώρα, πού είμαστε μονάχοι, είπε σ' άλλον τόνο 6 Καφούρης, Ιχεις άληΟινδ ίντερέσο γι* αυτούς τους γυμνοπόδαρους ; Ύ6 πώς βρέθηκες μαζί τους, πώς βρίσκεσαι στην Καλαμάτα, δέ σ' τό ρωτώ. Τό ήξερα πώς είσαι έδώ . . . Βάζω στοίχημα πώς κάποιαν δμορφη δουλειά σκαρώνεις πάλι στους Φράγκους. Χέ, χέ, χέ !

Γέλασε με προσποιητή άγαθοσύνη, καΐ σύγκαιρα ζάρωσε τα μά- τια του για να δείξει τήν απλοϊκή πονηριά πού ταιριάζει κάπου κά- που σ' 2ναν ανυπόκριτο γέροντα,

"Οχι, δχι, μή μοί3 θυμώσεις! Έμενα, νά τ6 ξέρεις, μ' ά.ρ^οο\^'^ οί παλληκαριές. Καμαρώνω τους άγουρους πού έχουνε ζωή περσευού- μένη, σπουδαίες κι άπόκοτες ίδέες στό κεφάλι. Τόν καιρό εκείνο, στ'.Άνάπλι, μ' είχες παρεξηγήσει. συκοφάντες πάλ^ καΐ τότε μ* ά- δικοβάλανε. 'Εγώ πάντα μου σ' είχα άπό συμπάθεια, καΐ νά τό πιστέ- ψεις πού σ' τό λέω. Νά ! παίρνω δρκο στην άγια Τράπεζα.

Σώνει ! βρουχήθηκε β Σγουρός. Τό κορμί του Ιτρεμε ολάκερο. Ό Καφούρης τέντωσε τά μάτια του.

Τί σούρθε, αρχοντόπουλο ;

Σϋ>νει λέω ! Τό ήξερες, λές, πώς βρίσκομαι στην Καλαμάτα. Δέν Ιπρεττε ν' αμφιβάλλω, Ιχεις μύτη τσακαλιοΟ έσύ, μυρίζεσαι τό σφαχτό. Παραξενεύομαι μονάχα πού δέν Ιβαλες ακόμα τους Φράγκους νά με πιάσουν. Ναί, κάποια δουλειά τους σκαρώνω, καθώς τό λές. Τί κάθεσαι ; ΣΟρε στον κιβιτάνο ! Τήν ξέρεις έσύ τήν τέχνη σου, δέν είναι δά ή πρώτη φορά.

Ά δχι,'ά δχι!, έκανε δ Καφούρης ζωηρά καΐ χτύπησε στ' ανα- λόγιο τήν παλάμη του. Μέ παρεξηγάς, αφέντη ΣγοΟρο ! Προδότης έγώ δεν είμαι, καΐ νά μέ συμπαθάς. Παίρνω τό δίκιο μου δταν μοΟ τό πατάνε, μά δέν πίνω αίμα γιά χόρταση. "Ισαμ* έδώ, αφέντη ΣγοΟρο! "Ισαμ' έδώ !

Ό τόνος του εϊταν τόσο κατηγορηματικός, τόσο αναντίρρητος, πού 6 Σγουρός στάθηκε γιά μιά στιγμή όίπορ•η\ιε'/ος. Μήπως πραγματικά τόν είχε άδικοβάλει ; Τό κάτω - κάτω στ' 'Ανάπλι, τότε, Ινα μίροζ δί- κιο τό είχε ό Γενοβέζος. Νύχτα, κλεφτά, Εμπαινε τό παιδάριο στό σπίτι του, γιά νά τοΰ πατήσει τήν τιμή του.

Πάει καλά, έκανε άθυμα. Τήν εκδίκηση σου τήν πήρες, καΐ μέ τό παραπάνω. Μ' έδιωξες άπό τόν τόπο μου, άφησες έρημη τή βά- για μου, τους Φράγκους ορμήνεψες νά μέ θανατώσουν. "Αν ζώ ακόμα, δέ σ*τό χρωστώ. "Αλλο δέν έχουμε έσύ κ' έγώ νά πούμε.

Πώς ! πώς ! έκανε ό Καφούρης καΐ σήκωσε τά χέρια του ψηλά γιά νά τόν σταματήσει καθώς τόν έβλεπε νά γυρίζει κατά τήν πόρτα. Τό δάνειο τό ξεχνάς ;

Ό Σγουρός στάθηκε.

Ποιο δάνειο ;

Τό δάνειο γιά τους πέντε δψιδες. Ή καρδιά τοΟ νέου χτύπησε δυνατά.

Αποφασίζεις μήπως νά τό δώσεις ; ρώτησε μέ πιασμένη ανάσα.

370

Δέν ξέρω, δέν ξέρω . . . έσύ νά μοΟ πεΤς.

Έγώ ; Έγώ νά σοΟ πώ άν πρέπει νά τό δώσεις ! Μά τό ρωτδς ; Μέ βλέπεις ποΰρχομαι έδώ μέ τους πέντε, σοΟ προσπέφτω αντάμα τους γονατιστός, σοΟ φιλώ τά πόδια καΐ πάλι μέ ρωτάς; "Αχ, δώσ'το,μεσ- σίρ Ματτέο ! δώσ*το κι ό θεός νά σ'τό ανταποδώσει χιλιαπλάσιο. Τί άλλο νά σοΟ πώ ; θέλεις εγγύηση ; θέλεις κ* έμενα σκλάβο σου ; Πάρε με, με<3θΙρ Ματτέο, χάρισμα σου ! Νά μπώ στή δούλεψη σου, νά γίνω άνθρωπος σου, νά χαρείς τήν ταπείνωση μου, δέ σοΟ λέει τίποτα αυτό ;

Γύρισε ό Γενοβέζος καΐ τόν κοίταξε. Στά μάτια του μιά λάμψη επικίνδυνη είχε ανάψει, λεπίδα πού άεροζυγιάζεται, τρεμίζει άπό λα- χτάρα κρυφή κι άπληστη.

"Οχι, κάνει τέλος μέ σφιγμένα χείλη, δχι. Αυτά δέ σοΟ ταιριά- ζουν, αφέντη ΣγοΟρο. Δέν είσαι γεννημένος έσύ γιά δοΟλος, ή ψυχή σου είναι πάρα ορθή . , . "Αλλο περίμενα άπό σένα, προσθέτει μέ φωνή πνιγμένη, ρεμβάζοντας.

"Αλλο περίμενες ; Σάν τί ;

Σηκώθηκε δ Καφούρης, έπλεξε τά χέρια πίσω, πήγε κ* ήρθε δυό κοντόβολτες μπροστά στ* αναλόγιο του. Ή παλάμη του έκρουε απα- νωτά, στοχαστικά, ή μιά τήν άλλη.

Έ λοιπόν νά σ*τό πώ, λέει αά. νά παίρνει ξαφνική απόφαση καΐ στέκεται. Νά σ' τό πώ κι άς έχω κίνδυνο νά ιδώ τό κεφάλι μου περα- σμένο στή θηλειά. Γιά νά ίδεϊς πόση εμπιστοσύνη σοΰχω, δχι γιά τί- ποτ* άλλο . . .

Στέκεται ωστόσο ακόμα λίγο, σά νά διστάζει, κοιτάζει ερευνητικά τόν Σγουρό.

Νά τους πάρεις πίσω τους δψι&ες μέ τό χέρι σου. Νά τί πρόσ- μενα άπό σένα!

Ό νέος άνοιξε τό στόμα του μ' απορία βαθειά.

Μέ τό χέρι μου ; . . . Πώς δηλαδή μέ τό χέρι μου ;

"Εκανε μιά χειρονομία νευρική, ανυπόμονη, δ Καφούρης καΐ ξα- νάρχισε τΙς βόλτες του.

Μέ τό χέρι σου, μουρμουρίζει μέσα στά γένεια του, σά νά μι- λάει μο'^άγ^ος, ή μέ τό σπαθί σου.

Τό μάτι τοΟ Σγουρού σπίθισε.

! έκανε μονάχα.

"Εγινε μιά παύση. Ό Γενοβέζος πήγαινε κ' ερχόταν τόσο γοργά τώρα πού οί άκρες τοΟ τζουμπέ του ανεμίζονταν. Στό μοΟτρο του περνούσανε άπιαστες, στρεβλές σκιές.

«Χριστέ μου ! πώς τοΟ πέρασε αυτό άπό τό νοΟ συλλογιζότανε σύγκαιρα δ νέος μ' αγωνία. «"Εχει τή δύναμη τοΟτος δ σατανάς νά διαβάζει μέσα στό νοΟ τών -ανθρώπων άραγε ; "Εχει τή δύναμη νά μαν- τεύει τους πιό γ.ροφοος στοχασμούς ; ή μήπως ή δαιμονική του πονηριά καταφέρνει νά μπει στον Ιδιο δρόμο πού ακολουθεί δ στοχασμός σου ; Ένα μυστικό ακριβό, πού καιρό τό κλώσσαγες, καΐ τό θέρμαινες μέ τήν ανάσα σου μέσα στον γ.όρ'-^ο, τό ξεσκεπάζει ξάφνου τοΟτος καΐ τό τραβάει ανήμερα στό φώς. Παγώνει τό αίμα σου νά τό βλέπεις Ιτσι

371

ξεγυμνωμένο κ^ ανυπεράσπιστο. «Κάτι δμορφο σκαρώνεις πάλι έσυ στους Φράγκους», δέν τό είχε πει δ φοβερός γέροντας ; »

Μπα! μια λέξη είπα έκεϊ. Παλαβομάρες ! κάνει δ Καφούρης χαμογελώντας, σα γιά να σβήσει τήν εντύπωση. Τό πράμα δέν είναι δά κ* εΰ•ΛθΧο, στό χίρι τοΟ καθενοΟ ! . . .

"Οχι, δχι δέν είναι, μουρμουρίζει ζαλισμένος δ Σγουρός, μα ξάφνου μια άλλη σκέψη τοΟ αστράφτει στό νοΟ. Γυρίζει καΐ κοιτάζει μέ μάτι σκοτεινό τό γέροντα.

«Κι άν μοΟ τό λέει αύτδ, ώ φρίκη! γιά να μέ ρίξει στα νύ- χια τοΟ θεριοΟ ; "Αν θέλει να μέ σπρώξει στην αποκοτιά καΐ νά είδο ποιήσει συγκαιρα τους Φράγκους ; Σχέδιο σατανικό, καταχθόνιο, γνή- σιο γέννημα μυαλοΟ τέτοιου σάν τοΟ Καφούρη ... Ή πιό σοφή εκδί- κηση . . . ΜπορεΤ και νά μοΟ τό φυλάει ακόμα άπό τ* Άνάπλι, ποΌ ξέρεις!...»

Έσφιξε τΙς γροθιές του, Ιτριξε τά δόντια του, τό μάτι του δγινε κακό, ! νά δώσει τώρα §ναν πήδο, καΐ νά τόν αδράξει άπό τό λαιμό τό λιγδερό γέροντα, καΐ νά τόν σβήσει μιά καΐ καλή άπό τή ζωή του.

ΜεσσΙρ Ματτέο, λέει μιλώντας δύσκολα, μέ δόντια σφιγμένα, άσχημο παιγνίδι παίζεις. Ζητάς νά μέ βάλεις σέ πειρασμό.

"Οχι, δχι, στην ψυχή μου! Μιά κουβέντα είπα, πάει, πέρασε.

Διαβάζω στό νοΰ σου, μεσσίρ Ματτέο. θά μέ χαντακώσεις. Έγώ !

Έσύ. Δέν τήν ξέχασες τήν παλιάν άμαχη. Στέκεται δ Καφούρης και τόν κοιτάζει. Πασχίζει ολοφάνερα νά ξεδιαλύνει τά λόγια τοϋ νέου, νά μαντέψει τή σκέψη του.

Γιατί μοΰ τό λές αυτό, αφέντη ΣγοΟρο ; Είναι ή πλερωμή πού σ* εμπιστεύτηκα ;

Δέ μ' εμπιστεύτηκες. Σέ ξέρω τώρα ! Πασχίζεις άλλη μιά φορά νά μέ πουλήσεις στους Φράγκους ...

! Ικανέ δ γέροντας χτυπώντας τό μέτωπο του καΐ πισωπά- τησε. Τώρα είχε καταλάβει. ! κάνει πάλι, ώ ! . . . Έκεϊ πήγε λοιπόν δ νοΟς σου . . . Τέτοια πράξη φαντάστηκες άπό μένα. !

Έμεινε βουβός, καμπουριασμένος" φανερό πώς δέν Ιβρισκε τί νά πεί. Νά τ' αρνηθεί ; πώς νά τόν πείσει τόν &'{ουρο ; Έ καταγγελία εκείνη, τότε, στον πρεβεδοΟρο τ* ΆναπλιοΟ, τόν έχει άποστομώσει.

"Αν είν' 2τσι, λέει τέλος αδύναμα, είχες δίκιο πρίν : Δέν 5χουμε τίποτ' άλλο νά ποΟμε έσύ κ' έγώ. "Ως Ιδώ είταν.

Καμπουριασμένος, σέρνοντας αργά τά πόδια του, πήγε νά ξανακα- θήσει στό θρονί του. Τό -κορμί του είχε ζαρώσει δλάκερο, 2γινε μιά χούφτα.

Καλή νύχτα, αφέντη ΣγοΟρο, λέει μέ θλίψη, δίχα)ς νά στραφεί. "Ομως δ Ρωμιός δέ σάλευε. Στητός, μέ τά νεΟρα τανυσμένα, τή μα- τιά καρφωτή, κοίταζε τό γέροντα, πάσχιζε νά τόν περάσει πέρα γιά πέρα. "Ασπλαχνο δίλημμα ! Νά γυρίσει τή ράχη του καΐ νά φύγει ; "Ολα χαμένα, καΐ πρώτ* άπ' δλα οί πέντε. Νά κλείσει τά μάτια, νά τό πά- ρει απάνω του και νά ξανοιχτεί ;

Παραξενεμένος πού δέν τόν άκουγε, δ Καφούρης, άφοΟ πρόσμενε

372

γ^ά κάμποσο, είχε γυρίσει αργά τό χεφάλο του καΐ τόν κοίταζε άτολμα. Ή ματιά του ε"ϊτανε σβηστή, ή σπίθα της χωνεμένη.

"Εχεις άλλο τίποτα να μοΟ πεις, αφέντη Σγοϋρο ;

Ναί, είπε Ιντονα δ νέος. Έχω να σέ ρωτήσω άν θα δώσεις τα πέρπυρα.

Ό Γενοβέζος αναδεύτηκε μέ στενοχώρια.

Τα πέρπυρα . . . είναι πολλά . . . δέ [ΐπορώ . . . δέν εχω . . . "Ωστε δέν τα δίνεις !

Δέ μπορώ, αφέντη ΣγοΟρο. Δέ \ηιορ(ϋ.

Καλά τότε. Καληνύχτα.

Γύρισε απότομα καί τράβηξε κατά τήν πόρτα.

Αφέντη ΣγοΟρο !

Στάθηκε.

ϊί ορίζεις ;

Ό γέροντας είχε σηκωθεί. Προχώρησε ϊσαμε τά μισά της κάμα- ρας, Ιβαλε τά δυό του χέρια στους χοψοός του.

Μήν πάς έτσι, [ΐο'^άγρς, είπε. θά χαθείς. Και καθώς ό Σγου- ρός τόν κοίταζε δίχως νά καταλαβαίνει : Ξέρω τί πας να κάνεις, πρόσθεσε. Έχεις ζεστή καρδιά έσύ, τό αίμα σου χοχλακίζει. "Ακουσε δμως κ' έμενα τό γέροντα, τόν πολύπειρο. Αυτά δέ γίνονται έτσι.

Κοιτάζονταν στά μάτια, ζυγιάζοντας ανάερα τήν επικίνδυνη στιγμή.

θές νά πετύχεις ;

Ό Σγουρός δέν αποκρίθηκε.

Λοιπόν πρέπει κάπου νά βρεις στήριγμα. Και τό στήριγμα θά σοΟ τό δώσω έγώ.

ΤοΟ έγνεψε νά γυρίσει πίσω, τράβηξε πρώτος κατά τό θρονί του, στάθηκε εκεί, έσκυψε τό κεφάλι του σκεφτικός.

Άπό δώ σ' §να μήνα, είπε, γίνεται μεγάλο τορ'^ίο στον κάμπο τής Ανδραβίδας. "Ολοι οί κεφαλάδες τοΟ πριγκηπάτου έχουνε προσ- κληθεί, θά σμίξουν έκεΐ καΐ θά παραβγοΟνε στό κονταροχτύπημα οί πιό άξιες λόγχες τής Αχαΐας. Τό κάστρο τής Καλαμάτας γιά λίγες μέρες θ' αδειάσει ...

Τά μάτια τοΟ ΣγουροΟ έλαμψαν.

Τότε είναι ή στιγμή, λέει ό Καφούρης.

Κι ώς τότε οί πέντε θάχουνε κρεμαστεί !

"Οχι, δέ θάχουνε κρεμαστεί ! Αύριο πρωΐ, άν συμφωνήσουμε οί δυό μας τώρα έδώ, αφέντη ΣγοΟρο, οί πέντε δψιδες θά βρίσκονται άνά- μεσό σας.

"Αν συμφωνήσουμε ; . . .

Ναί, άν συμφωνήσουμε. "Ηρθατε λίγο πρΙν νά μοΟ γυρέψετε δά- νειο καΐ νά μοΟ δώσετε τήν εγγύηση, αλήθεια δέ λέω ;

Αλήθεια.

"Ομως τήν εγγύηση έγώ θά τήν ορίσω, δχι εσείς. Γιατί πρέπει νάναι εγγύηση τοΰ γούστου μου, καταλαβαίνεις ; ΚαΙ νά πού τήν ορίζω τώρα: Έσύ, αφέντη ΣγοΟρο, μέ τους ανθρώπους σου, άναλαβαίνεις τό χρέος νά πατήσεις έτσι κι αλλιώς τό κάστρο, είτε οί δψιδες είναι μέσα, εϊτε λευτερωθοΟν. Αυτό, τ' άναλαβαίνεις ;

373

Είτε λευτερωθούν ;

Ναί. Γ:ατΙ μόνον ετσ: έγώ θα τους λευτερώσω. 'Αν με γελά- σεις — με συμπαθά; μα έγώ μιλώ γλώσσα ί\ίΐιόρο\) ντρίτα αν μέ γε- λάσεις, λέω, βάζω τους Φράγκους χαΐ ξαναπ^άνουνε τους πέντε, καΐ τους κρεμοΟν, αυτούς κι άλλους ακόμα άν το θελήσω. ΚαΙ σένα τόν ίδιο, αρχοντόπουλο μου ! . . .

Ό Καφούρης γέλασε κρύα, θανάσιμα.

Σε τί να σέ γελάσω, γέροντα ;

Πώς θα πάρεις τό -/.άοτρο.

Να πάρω τό κάστρο άφοΟ πια θάχουνε λευτερωθεί οι δψιδες ;

Πρέπει να τό πάρεις, αφέντη ΣγοΟρο ! θα τό πάρεις, γιατί, έμενα, τό ν.χοτρ') μοΰ χρειάζεται.

-Ά!

Ναί σοΰ λέω. Μοΰ χρειάζεται ! Δεν εχω ανάγκη να σοΟ εξη- γήσω τό γιατί, μα καΐ πάλι γιατί να μή σ'τό πώ ; θα πατήσεις τό κά- στρο μέ τους ανθρώπους σου, αφέντη Σγουρό, καΐ θ* αναλάβεις να τό κρατήσεις ίσαμε τη μέρα πού θα φανοΟνε στό λιμιώνα οί γαλέρες μέ τα σαντάρδα της Γένοβας, της πατρίδας μου. Αυτή πρέπει νάναι ή συμ- φωνία μας. Τό χρειάζεται ή πατρίδα μου τό κάστρο της Καλαμάτας.

! Ικανέ ό Σ-ίουρίς κ' έμεινε σκεφτικός.

Ή Βενετία, συνέχισε ό Καφούρης ακολουθώντας στον αέρα τό σχέδιο του, έχει τη Μεθώνη κ' έχει την Κορώνη. Ή Γένοβα δέν Ιχει τί- ποτα, κ' είναι τώρα καιρός ν* αποχτήσει ... θα πλερωθείς καλά για τόν κόπο σου, αφέντη Σγοΰρο, έσύ κ' οΐ άνθρωποι σου.

Δέν παίρνω πληρωμή, γέροντα !

"Οπως αγαπάς. Έγώ μια φορά χρωστοΟσα νά σ'τό πώ. θά βοη- θήσω καΐ μ' δ, τι άλλο κρίνεις, πέρπυρα, δπλα, χρογη. Οί Γενοβέζοι θά πάροΌ"^ άπό τά χέρια σας την Καλαμάτα. ΚαΙ θά είναι ευτυχισμένοι πιά οί πατριώτες σου, αφέντη ΣγοΟρο, τό μάλαμα καΐ τ' άσημι θά περ- σεύουνε στον τόπο, γιατί ή Γένοβα είναι γ-ράτος πλούσιο, οί γαλέρες της όργώνουνε τΙς θάλασσες σ' Ανατολή καΐ Δύση.

Τό πρόσωπο τοΟ γέροντα, ενόσω μιλοΟσε, είχε φωτιστεί" σηκω- μένο προς την καντήλα μ' ?να χαμόγελο ηδονικό στά χείλη, Ιπαιρνε μιαν άχνα ονείρου πού λές καΐ τό έξαΟλωνε. Μονάχα ή ανάσα τοΟ Σγου- ρού, άταχτη καΐ '{ορ•χ'ί\, ακουγότανε τώρα. "Ενας πετεινός λάλησε μα- κρυά, σέ κάποια μεσαυλή. Ή νύχτα είχε βαδίσει.

Κ' οί πέντε δψιδες πώς θά λευτερωθούν ; ρωτάει μέ πνιγμένη φωνή ό νέος.

Ό Γενοβέζος φάνηκε νά ξαφνιάζεται μέσα στ* δνειρό του.

Αύριο χαράματα θά πάω τά πέρπυρα έγώ ό ίδιος στον κιβι- τάνο, είπε.

«Διακόσα πέρπυρα», συλλογίστηκε δ Σ'{ο\^ρ6ς, «τά λύτρα ενός βα- σιλείου. Μ' αυτά αγοράζει ή Γένοβα τήν Καλαμάτα.»

Δέν είτανε, τώρα, πολλά* δχι, δέν εϊτανε πολλά. Μιά αντιζηλία παλιά, μουλωχτή, άσβηστη, ό φθόνος της πατρίδας των Γκαφφόρε γιά τή Βενετία, θά έβρισκε τρόπο νά ικανοποιηθεί Ιτσι. Ανάμεσα στΙς άν•

374

τιδικίες τδν λαών καΐ τά συμφέροντα, τί τόπο ποάνουνε πέντε ψυχές βιλάνων ;

Λοιπόν, τί λές ; ρώτησε ό Καφούρης τόν Σγουρό.

Δέχομαι.

Τό είπε δίχως δισταγμό. Κιόλας είτανε συνεπαρμένος άπό τό δικό του κΟμα.

Άπό δω σ* §να μ^ίνα, μήν τό ξεχνάς!

Δέν τό ξεχνώ, μεσσίρ Ματτέο . . .

Μεμιάς είδανε κ* οί δυό τους πώς δέν έχουνε τίποτ' άλλο πια να ποΟν. Τραβήξανε μαζί κατά τήν πόρτα.

"Ωρα καλή, λέει ό Καφούρης ανασηκώνοντας μ,ο'^άχος του τό βτ)λο. Βγγ|κε ξοπίσω άπό τόν Σ'{ο\>ρ6, χτύπησε τΙς παλάμες του καΐ πρόσμενε στό σκοτάδι Ισαμε πού να φανεί τό λαδολύχναρο της γριάς δούλας.

"Ωρα καλή, ξανάπε αφαιρεμένα, αφήνοντας σύγκαιρα νά πέσει τό βηλο πού τόν έκρυψε άπό τά μάτια τοΟ νέου.

Μονάχα σά βρέθηκε πάλι στό δρόμο ό Σγουρός, στον κρουσταλλέ- νιο αέρα της νύχτας, ένιωσε τό μυαλό του νά λαγαραίνει. Ό Ματτέος Καφούρης, τ* Άνάπλι, δυό χρόνια πίσω ! . . . ΤοΟ φαινότανε τώρα σάν δνειρο. Σήκωσε τά μάτια του καΐ κοίταξε πάλι τό σταχτί σπίτι. Τά παραθυρόφυλλα εϋτανε πάντα σφαλιστά, ούτε αχτίδα δέν ξεφεύγει. Άν δέ βρισκόταν ακόμα έκεΐ, \ιπροστόί στή μεγάλη τοξοτή πόρτα, θά έλεγε πώς όνειριάστηκε μονάχα. Ξάφνου τοϋ φαίνεται πώς ακούει §να τρί- ξιμο, σάν παραθυρόφυλλο πού μισανοίγει Ικεϊ ψηλά. Κάτι παλιό τοΟ φέρνει στό νοΟ ό ανάλαφρος τοΟτος κρότος. Ή Μπιάνκα . . . Τρομαγμέ- νος, μέ τήν καρδιά τρεμάμενη, ανοίγει τό βήμα καΐ ξεμακραίνει σά νά τόν κυνηγάνε.

Πλανήθηκε πρώτα στους δρόμους κάμποσο, χωρίς συνειδητή κα- τεύθυνση, παρασυρμένος άπό τόν άταχτο ρυθμό των στοχασμών του. Κάθε τόσο στεκόταν, μάζευε τά συλλοϊκά του μέ κόπο κ' έλεγε : πρέπει νά πάω στό σιδεράδικο τοΟ Τιμόθεου, θά μέ καρτεροΟν έκεΐ. ΞικινοΟσε, δμως μεσοδρομίς άπολησμονιόταν, έπαιρνε άλλους Ζρό^ους, βρισκόταν άλλοΟ. Σταμάτησε έτσι μιά φορά μπροστά στό πανδοχείο του, μιαν άλλη στΙς γειτονιές τοΟ κάστρου. Δαιμονισμένος, γυρνοΟσε πίσω, έβιαζε τό βήμα. Πέρασε πάλι μηροοτά, άπό τό σπίτι τοΟ Καφούρη, δίχως κα- θόλου νά τό έχει σκοπό. Τέλος, ίίστερα άπό περιπλάνηση άσκοπη, ήρθε νά σπρώξει τήν πόρτα τοΟ σιδεράδικου.

Δέν είχε γελαστεί, τόν καρτεροΟσαν. "Ομως δέν είτανε πιά δλοι εκεί -μέσα. Οί βιλάνοι είχανε σκορπίσει, πήγανε νά πλαγιάσουν, νικη- μένοι άπό τή νύστα. Μονάχα ό Ζερβοχέρης, ό Δανιήλ, ό Τιμόθεος, οί πέντε ίκέτες καΐ τρία μαστορόπουλα κάθονταν κύκλο κάτω άπό τό φώς τοΟ καντηλιοΟ. Έ Άναστασώ, ή μάννα τοΟ σιδερά, καΐ τά μωρά κοι- μόντανε στό στρώμα.

Τόν υποδέχτηκαν ^ουδοί, μέ μάτια σαστισμένα• αύτοΙ πού γύρι- σαν άπό τοΟ Καφούρη, φαίνεται τους είχανε πεί . . . Στάθηκε δρθιος, δείχνοντας έτσι πώς βιάζεται, αποφασισμένος νά μήν τά μολογήσει δλα.

Αύριο θά είναι λεύτεροι, είπε μόνο, ξερά.

375

ΚαΙ καθώς απορημένο:, τόν κοίταζαν ;

Τά κανονίσαμε, ό Γενοβέζος κ' έγώ. Βρέθηκε παλιός γνωστός μου, άπό τ' Άνάπλι.

Βενετσάνος είναι, διορθώνει μηχανικά ό παπάς. "Οχι, Γενοβέζος είναι.

Τους καληνύχτισε, γύρισε τή ράχη του καΐ βγήκε. "Οσο πού να φτάσει στην πόρτα, ένιωθε πάνω του τΙς ματιές τους να τόν ακολουθούν βαρείες άπό άφωνα ρωτήματα μα καΐ μέ κάποιαν αθέλητη ευλάβεια.

Τήν άλλη μέρα τ' απομεσήμερο, ό Τιμόθεος τόν είδε να μπαίνει στό μαγαζί του μόνος.

Φτιάνεις λόγχες ;

Φτιάνω.

ΚαΙ τζάγρες ; καΐ σαγίτες ;

Τί ρωτάς ! Δουλειά μου είναι. Έμεινε για λίγο σκεφτικός 6 Σγουρός.

Σε μιά βδομάδα, δουλεύοντας αδιάκοπα, Ισαμε πόσες λόγχες μπορείς να φτιάσεις, Τιμόθεε ;

Ό σιδεράς λογάριασε πρώτα μέσα του.

Πάνω άπό εκατό, λέει αδιάφορα.

ΚαΙ τζάγρες ; "Ισα4χε πέντε.

Λογάριασαν μαζί, τά φέρανε άπό δώ, τά φέρανε άπό κει.

θά φτιάσεις πενήντα λόγχες, συμπέρανε ό Σγουρός, πέντε τζά- γρες κ' εκατό σαγίτες.

Γιά ποιόν είναι ή παραγγελιά ;

Γιά κανένα. Έγώ πληρώνω.

Ό Τιμόθεος είτανε λιγόλογος άνθρωπος, βαρύς. «Καλά», είπε ανέ- μελα κ' έπιασε πάλι τή δουλειά του.

Δέ θά κάνεις λόγο σέ κανένα.

Δέν αποκρίθηκε δ σιδεράς. Είχε ακούσει* τόσο φτάνει.

Κι δ Σ'ίουρδς έφυγε. Τό βράδυ δέ φάνηκε καθόλου στή βεγγέρα. Τόν περίμεναν δλοι, γιατί θάρχονταν απόψε έδώ κ' οί δψιδες πού λευ- τερώθηκαν σήμερα πρωί -πρωί. Ό Καφούρης τόν είχε κρατήσει τό λόγο του.

Κάθησαν οί βιλάνοι νά περιμένουνε μουδιασμένοι, σάν ορφανοί. Τό κακό είχε περάσει, οί δικοί τους γλύτωσαν, δ κιβιτάνος ικανοποιή- θηκε. Κι δμως κάτι άθυμο κ' αίνιγματικό πλανιότανε στον άέρα' ένιω- θαν δλοι, μυστικά, τήν ψυχή τους νά φλετουρίζει ανήσυχη. Νωρίς, απελπισμένοι πώς θά ίδοΟν απόψε εκείνον πού πρόσμεναν, σηκώθηκαν καΐ σκόρπισαν, αμίλητοι.

Μόνο τή δεύτερη μέρα παρουσιάστηκε δ Σγουρός στον Ζερβοχέρη. Εϊτανε πρωί ακόμα, τό καπηλει^ έρημο, ούτε κ' ή πόρτα δέν είχε καλά -καλά ανοίξει. Ό Παντελής, πού είχε σκίσει ξύλα στην αυλή και τά κουβαλούσε τώρα αγκαλιά στό φούρνο, βλέπει τό άργ^ο'^τόκουλο νά μπαίνει στό μαγαζί μέ μάτι αφαιρεμένο. Κάθησε σ' έναν πάγκο δίχως νά καλημερίσει κι απόμεινε νά κοιτάζει τόν αέρα.

Ό Ζερβοχέρης σεβάστηκε τήν έγνοια του. Έπιασε νά γεμίζει κού-

376

τσουρα το φοΰρνο, καΐ σύγχαιρα, μέ μάτ^ λοξό, κοίταζε τό νέο πού στεκόταν ασάλευτος, χωρίς να βλέπει τίποτα γύρω. Είτανε χλωμός, τα μάτία του κομμένα" φανερό πώς δέν είχε καθόλου κοιμηθεί. Αναστέ- ναξε δ Ζερβοχέρης καΐ δέ μίλησε, δμως κρυφά παρακολουθούσε πάντα τό παλληκάρι, μπασμένος τώρα κι αυτός σ' ί'ί'^οΐίχ, μέ βλέμμα ανήσυχο και τρυφερό.

Είδες καθόλου τους δυό Γιαννιτσώτες ; ρωτάει αργά κάποια στιγμή ό Σγουρός, δίχως νά γυρίσει τό κεφάλι του.

"Οχι, δέν τους είδα.

Δέν ήρθανε χτες βράδυ μέ τους άλλους στό σιδεράδικο ; —"Οχι, δέν ήρθαν.

Έγινε μιά παύση. Ό νέος άχολουΒοΟοε στον αέρα τή σκέψη του.

Έσύ, δέν τους είδες ; ρωτάει μέ τή σειρά του κι ό Ζερβοχέρης

για νά πει κάτι, νά πιάσει κουβέντα. "Ομως μένει δίχως απόκριση.

Αναστενάζει πάλι καΐ σκύβει καρτερικά νά βάλει κούτσουρα στό

φοΟρνο.

θά φύγανε γιά τή Γιαννιτσά, λέει κάποια στιγμή, σά νά μι- λάει στον εαυτό του 6 Σγουρός.

Ό Ζερβοχέρης ανασηκώθηκε, έβαλε τΙς γροθιές του στους γώφούς του, ξεφύσησε βαριά. Είχε σμίξει τά φρύδια.

Φύγανε ; κάνει μέ τή βροντερή του φωνή. Καλή δουλειά καΐ τούτη ! Ξεσηκώθηκες έσύ, 2να εύγενικόπουλο, βάλθηκες νά ξεκουνάς γιά χατίρι τους τόν Ινα καΐ τόν άλλο, πιάστηκες μέ τήν πλέμπα, φώναξες, παρακάλεσες, ίδρωσες, πήγες νύχτα νά χτυπήσεις ξένη πόρτα, υπο- χρεώθηκες, θεός ξέρει τί άλλο έκανες ακόμα γιά νά καταφέρεις τό Γε- νοβέζο νά σοΰ δώσει τά πέρπυρα, τρέμω καί νά τό συλλογιστώ , τους γλύτωσες κοντολογίς άπό τοΟ Χάρου τά δόντια, καΐ στά τελευταία ση- κώνονται καΐ φεύγουν δίχως οΰτε νάρθοΟνε νά ποΟν §να λόγο ! Καλή δουλειά, καλή δουλειά νά σοΟ πω ! τά παλιόσκυλα ! Νά μήν τους ξαναδώ στά μάτια μου, νά μήν ξαναπατήσουν στό κατώφλι τοΟ καπη- λειού μου !

"Οχι, έκανε ήσυχα ό Σγουρός. Πρέπει νά τους ξαναδούμε, Ισα - ϊσα τώρα. Παντελή.

Έγώ ; Ποτέ ! "Οσο έχει τό μάτι μου νερό.

Πρέπει νά τους ξαναδούμε. Τίποτα δέ μοΰ χρωστάνε σοΰ λέω.

Αυτά έγώ δέν τ' ακούω, καΐ νά μέ συμπαθάς πού σού άντιμιλώ. Ό νέος έσκυψε τό κεφάλι του, πέρασε τήν παλάμη του στό πρό- σωπο του.

Ό Φεντόρ δέ μ' έχει συχωρέσει, είπε βραχνά.

Νά σέ συχωρέσει ; Εσένα νά συχωρέσει ! Και γιά τί πράμα ; "Αλλο και χοΰτο !

Πάλι δέν αποκρίθηκε ό Σγουρός. Τό πρόσωπο του είταν αναστα- τωμένο, έγνοιες άγνωστες γιά τό φίλο του τόν έτρωγαν. Ξάφνου σηκώ- νεται άπό τή θέση του, έρχεται κοντά στον κάπελα και τόν κοιτάζει στά μάτια.

"Εχεις διάθεση νάρθεις μαζί μου σέ μιά δύσκολη κ' επικίνδυνη δουλειά ; ρωτάει.

377

Σώπασε δ Ζερβοχερης.

Σαν τί δουλειά ;

Μισείς τό Φράγκο ; "Αν τόν μισώ !

Κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια, δίχως να μιλοΟν.

θα λευτερώσουμε τήν Καλαμάτα, λέει αργά, καθαρά, ό Σ'{θκ)ρ6ς. Ό Ζερβοχέρης απόμενε μέ μάτια διαπλατωμένα, δίχως να κατα- λαβαίνει.

Μίά λέξη νά μοΟ πεις, άν θές ή δχι να μ' ακολουθήσεις. Τί- ποτ' άλλο. Έγώ σε λογάριασα μαζί μου" έκανα καλά ;

ΚαΙ καθώς δ κάπελας πάλι δέν κατάφερνε νά καταλάβει, μέ λίγα λόγια, κοφτά, δ Σ-γουρδς τοΟ εξήγησε τό σχέδιο. «Έρθε ή στιγμή νά σηκώσουμε κεφάλι», τοΟ λέει στό τέλος. «Χιλιάδες δμόθρησκοί μας, δυστυχισμένοι βιλάνοι τοΟ Μοριά, προομί'^ου'^ άπό μας τά γλυτωμό Έγώ, μέ κείνους πού εχω συμφωνήσει, τραβώ Ιτσι κι αλλιώς μηρό στά. Μά θα τδθελα πολύ νά σ' Ιχω δίπλα μου τή μεγάλη μέρα.»

"Ανοιξε τά χέρια του δ Ζερβοχέρης, Ιχασε τήν ανάσα του, κα ξάφνου, σάν κάτι νά είχε ξεχειλίσει μέσα του, βάλθηκε νά κλαίει. Τό φαρδύ του, πρόσχαρο μοΟτρο, έμενε δρθιο, τεντωμένο, καΐ μονάχα τά δάκρυα, βουβά, κυλούσανε καΐ τό μούσκευαν, λάμποντας.

Μέ συλλογίστηκες τό λοιπόν! Ικανέ μέ άναφυλλητό παιδιάτικο, μέ συλλογίστηκες . . . "Ας είσαι ευλογημένος.

Έτσι μυήθηκε δ Ζερβοχέρης τό πρωϊ εκείνο, μέσα στό φτωχικό του τό καπηλειό. Μιά πλάκα βαρειά σηκωνόταν άπό τό στήθος του τώρα, ή κρυφή ζήλεια γιά τό φίλο πού λές καΐ τόν είχε περιφρονήσει» πού σ' άλλους εμπιστευότανε τους κρυφούς του λογισμούς κι αύτόνε τόν είχε απαρνηθεί. Δόξα νάχει δ θεός, δχι, δέν τόν είχε απαρνηθεί δ Σγουρός, τόν λογάριαζε προκαταβολικά δικό του, γιά χοοτο δέν τοΰ είχε μιλήσει πιό πρίν. ΚαΙ μαζί μιά θυμιση κοντινή, λιγάκι αξεδιάλυτη στό νόημα γι' αυτόν, ξαστερώνει τώρα: Τό βράδυ εκείνο πού πρωτοσμί- ξανε πάλι στό σιδεράδικο, τό βράδυ Οστερα άπό τήν τύφλωση τοΟ Τιμό- θεου. ΤοΟ είχε βάλει τό σπαθί στό χέρι δ Σγουρός, καΐ πάνωθε τοΰ είχε κλειδώσει τή χοόψτοί μέ τή δικιά του. Δέν τό είχε καταλάβει σ' ο- λάκερο τό φάρδος του τό νόημα της στιγμής εκείνης δ Ζερβοχέρης τότε. Τώρα δμως, τώρα, ώ ! πώς δλα γίνονται ξεκάθαρα καΐ φωτεινά ί . . .

Πότε ; πότε θά γίνει ; ρώτησε ανυπόμονος, φρουμάζοντας σάν άλογο αψύ πού τό έχουνε σπιρουνίσει.

Άπό δώ σ' ίνα μήνα. Στό μεταξύ τοΟτο ... δέ θά σοΟ ξεφύγει λόγος, σέ κανένα !

Σφίξανε τά χέρια τους μέ ζέστα ασυνήθιστη, χωρίσανε στην πόρτα τοΟ καπηλειοΟ, γιατί δ Ζερβοχέρης, συνεπαρμένος, είχε πάρει άπό κοντά τό νέο. Απόμεινε ακόμα έκεΐ δ κατσαρομάλλης γίγαντας, στό κατώφλι, μέ δακρυσμένα μάτια, νά τόν κοιτάζει τόν Σγουρό πού ξεμά- κραινε. Έ ψυχή του αναγάλλιαζε, φτεροκοπούσε, πλημμυρισμένη άπό καινούργιο φως.

Τ' άλλο βράδυ, δ Σγουρός γυρίζοντας νά πλαγιάσει στην κάμαρα του, είδε όίποργιμί'^ος, μόλις άνοιξε τό πορτδψΜλλο, κάποιονε νά τόν πε

378

ριμένει μέσα. Στάθηκε σΥ3χώνοντας ψηλά τδ λυχνάρι, πού είχε πάρε: άπό τόν πάγκο τοΟ ξενοδόχου για να οδηγηθεί στή σκάλα, καΐ πάσχισε νά ξεχωρίσει τόν καθισμένο εκεί στή γωνιά ξένο. Ό άγνωστος σηκώ- θηκε αδέξια, βαρύς, δίχως νά μιλήσει. ΕΙταν δ Φεντόρ.

Σαστισμένος 6 Σ-^οορός, μέ κάποια ταραχή, μπήκε στην κάμαρα κ* έκλεισε πίσω του τήν πόρτα.

'Εσυ 'σαι, Φεντόρ ; λέει απλά. Καλώς δρισες . . .

Εύλογητός ό θεός, αποκρίνεται ή σκοτεινή φωνή τοΟ Γιαννι- τσώτη.

Τ6 ρωμιόπουλο έρριξε στό κρεββάτι τό μανδύα του, απόθεσε στό τραπέζι τδ λυχνάρι πού κρατοΟσε καΐ κάθησε. Κοίταξε τδ ΣλαΟο χα- μογελώντας φιλικά, γιατί τδν δβλεπε πού στεκότανε στενοχωρεμένος. ΤοΟ έγνεψε νά καθήσει κι αυτός.

Ό Φεντδρ κάθησε άκρη -άκρη στδ σκαμνί, έπλεξε τά ροζιασμένα χέρια του καΐ κοιτάζοντας πάντα στδ πάτωμα, άρχισε νά μιλάει. Ερ- χότανε νά εξηγήσει στδν Σγουρό πο)ς, προχτές, αναγκάστηκε νά φύγει παρευθύς γιά τή Γιαννιτσά, μόλις τδν λευτέρωσαν άπδ τδ γ.όι.οτρο, γιατί δ πατέρας του είχε αρρωστήσει μέσα στή φυλακή κ' είτανε χρεία τδ γρηγορότερο νά τδν φρο'^τίαου'^. Είχε μάθει ωστόσο καταλεπτώς πώς έγινε καΐ τους λευτέρωσαν, τί αυτοθυσία δείξανε οί καλαματιανοί βι- λάνοι καΐ πάνω άπ* δλους ό ίδιος ό Σγουρός. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, δ Φεντδρ αναγνώριζε πώς, γιά τούτη τουλάχιστον τή φορά, τή ζωή του καΐ τοΟ πατέρα του, άν γλυτώσει, τΙς χρωστάει προσωπικά στδν Σ•^ουρ6. Ή ψυχή του ωστόσο είναι τυραγνισμένη, γι' αύτδ δέν πρέπει νά τοΟ κρατάνε άμαχη άν δείχνεται καμμιά ψορά. απότομος, σκληρός. Τήν άλλη γορα, νά ποΟμε, τή νύχτα εκείνη πού ήρθε στή Γιαννιτσά ό Σγου- ρός . . . "Ασχημα τδν είχε υποδεχτεί, είν' αλήθεια, δέν τοΰ φέρθηκε καθώς ταιριάζει νά φέρνεσαι στδν όί'^^ρΐύηο πού χτυπάει τήν πόρτα τοΰ σπιτιοΟ σου. Παρακαλεί τώρα τδν Σγουρδ νά τόνε συμπαθήσει. Έφται- ξε, τ' αναγνωρίζει καΐ μετανιώνει πικρά.

ΜιλοΟσε δύσκολα, ψάχνοντας νά βρεί τά λόγια του, σάν άνθρωπος πού δέν έχει μάθει, νά λέει πολλά καΐ πού δσα λέει τώρα δέν είναι κι ολότελα μέ τή θέληση του. Τήν ταπεινή τούτη στάση, τδν πράο τόνο, εΙτανε φανερό πώς μέ μεγάλο κόπο κατάφερε νά τά ντυθεί. Στδ πρόσωπο του, ενόσω μιλοΟσε, σπασμοί φοβεροί περνοΟσαν καΐ τδ πα- ραμόρφωναν.

Τδν άφησε νά μιλήσει δίχως διακοπή ό Σγουρός ίσαμε τδ τέλος. ΚαΙ μονάχα τότε, σάν ό Γιαννιτσώτης σώπασε, έδωσε κι αύτδς διέξοδο στην αγανάχτηση του :

Έτσι σ* έστειλε νά μοΟ πείς ό Ζερβοχέρης ; ρωτάει σκληρά καΐ σηκώνεται.

Ταράχτηκε ό Φεντόρ. "Οχι, δέν τδν είχε στείλει ό Ζερβοχέρης• μονάχος του θέλησε, σκέφτηκε δηλαδή πώς . . .

Πάψε ! πρόσταξε ό Ρωμιός άγριωπά. Ούτε σύ λές αύτδ πού θέ- λεις, ούτε κ* έγώ θέλω νά τ* ακούω αυτά πού λές. "Ο, τι έκανα, Φεν- τόρ, δέν τδκανα γιά νά σε ταπεινώσω, καΐ πολύ μοΟ κακοφαίνεται πού μέ πίστεψες τόσο μικρόψυχο γιά νά τά δεχτώ. Μέ καταφρονάς, τδ

379

ξέρω. Μάθε ωστόσο πώς δέ σ' αδίκησα ποτέ γι' αυτό. "Αν θές να κου- βεντιάσουμε, ελα σαν άντρες. Αλλιώς δέν 2χω κουβέντα μαζί σου.

Είχε σηκώσει τα μάτια του δ Φεντόρ καΐ τόν κοίταζε. Απορία βαθειά εϊτανε χυμένη στό πρόσωπο του.

Στή Γιαννιτσά, τό βράδυ εκείνο τοΟ καλοκαιριοΟ, δέ σοΟ είπα αλήθεια, Φεντόρ, λέει ό Σ^οορός. Ναί, μέ τή γραφή τοΟ Σγουρομάλλη στό χέρι ζύγωσα τήν πριγκηπέσσα, μονάχη της πρόσταξε νά μέ μπά- σουνε στό -κάατρο, μα δέν είτανε δίχως τή δική μου θέληση. Τό παρα- καλούσα μέσα μου καΐ τ' ονειρευόμουν. Τό βράδυ εκείνο, στή Γιαννι- τσά, δέ μποροΟσα δίχως ή φωνή μου νά λυγίσει νά σοΟ πώ τοΟτο που θα σοΰ ξομολογηθώ τώρα. "Ομως ό καιρός περνάει, μήνα σέ μήνα δλο καΐ κάτι αλλάζει* μέσα μου κάτι νεκρώθηκε, κάτι αναστήθηκε, 2χω τώρα στέρεη τή φωνή. Τόν καιρό πού μέ πρωτογνώρισες, είχα Ιρωτα βαρύ, Φεντόρ, γιά τήν πριγκηπέσσα. Νά ποια είναι ή αλήθεια ! Τό πιστεύεις αμάρτημα αυτό ;

Ό Φεντόρ δέν αποκρίθηκε. Έ Ικφρασή του είταν αυστηρή, κλειστή. "Ωχ ! τί άνθρωπος είσαι σύ ! Ικανέ ό νέος στρίβοντας μ* αγωνία τά χέρια του. Αχτίδα λοιπόν καμμιά δέν Ιχει φέξει ποτέ στά λαγού- μια της καρδιάς σου ;

Τό είπε και σύγκαιρα τό μετάνιωσε. Τρομαγμένος κοίταξε τό ΣλαΟο. "Ομως εκείνος στεκόταν ατάραχος, σάν άπό πέτρα.

Πάει τώρα, είπε 6 Σγουρός καΐ κάθησε κουρασμένα, ξέπνοος, δλα αυτά τέλειωσαν. Ναί, τέλειωσαν ... Δέ θά τήν ξαναδώ ποτέ.

"Εσκυψε τό κεφάλι του καΐ χάθηκε γιά μιά στιγμή σέ ρέμβη. Ή φωνή του είχε λυγίσει.

Τί μέ κοιτάζεις έτσι ; φωνάζει ξάφνου αναστατωμένος καΐ χτυ- πάει τό χέρι του γροθιά.

Τό μάτι τοΟ Φεντόρ, πραγματικά, εΙτανε καρφωμένο πάνω του, διαπεραστικό.

Δέ μέ πιστεύεις λοιπόν ; ξεφωνίζει 6 νέος καί σηκώνεται, αρ- πάζει τό ΣλαΟο άπό τό ροΟχο στό στήθος καΐ τόν τραντάζει. Δέ μέ πιστεύεις, 2;... Χμ! Κι άν σοΟ πώ δτι ή ψυχή μου είναι τώρα πιά γιά τή γυναίκα αυτή γεμάτη Ιχθρα ; "Αν σοΟ πώ δτι τό δάκρυ τοΟ έρωτα γύρισε κ' Εγινε φαρμάκι πού ξεχειλίζει ; "Αν σοΟ πώ δτι ση- κώνω πόλεμο ενάντια της ; δτι τό πατρογονικό της τό κάστρο αποφά- σισα νά τό πατήσω, νά τό πάρω, νά τό κάνω δικό μου, τί θά πεις ;

Ό Φεντόρ σήκωσε ατάραχα τό χέρι του, ίπιασε τό χέρι τοΟ Σγου- ροΟ πού τόν τραβοΟσε, τό κατέβασε αργά, μέ δύναμη αλύγιστη καΐ κρύα.

Τότε θά μέ πιστέψεις ; πες μου ! ξεφωνίζει & Σγουρός φρε- νιασμένος.

■"Οχι, λέει ψυχρά ό ΣλαΟος. Μά θά σέ συχωρέσω. Γιατί θά Ιχω κα- ταλάβει πώς τήν αγάπησες περισσότερο κι άπό τό ίδιο σου τό μίσος . . .

380

Γ ■-■■■■- """""^ ■■■■■■Μ

•^

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ'

Η ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ

Ε1ΝΑΝΕ γ,άμκοαο, κουβεντιάζοντας μα- ζί, το βράδυ εκείνο ό Ρωμιός κι ό ΣλαΟος. Τόσο πού, σαν τέλειωσαν, εί- ταν αργά πια για τόν Φεντόρ να φύ- γει. Έμεινε λοιπόν να κοιμηθεί στην κάμαρα τοΟ ΣγουροΟ, καΐ τ' άλλο πρωί, με τό γλυκοχάραμα, ξεκίνησε γιά τή Γιαννιτσά,

Είτανε μέρα δμορψη, λιακάδα πεν- τακάθαρη τοΟ Όχτώβρη. Ό Σγουρός κατέβηκε στην αυλή τοΟ πανδοχείου ζωηρός, μέ πρόσωπο ξαστερωμένο. Έ- χυσε στό κεφάλι του, στα μαλλιά καΐ στό σβέρκο άσωτα κρύο νερό, τανύ- στηκε χαμογελώντας στον ήλιο. Κι αυ- τός, ό τόσο λιγόλογος πάντα, πού νά τον περνάνε, ξενοδόχος κ' υπηρέτες, γι' άκατάδεχτο, χωράτεψε σήμερα μέ τή δούλα πού τοΟ έρριχνε νά πλυ- θεί, τής τίναξε ψιχάλες στά μούτρα κ* 2φτασε νά τήν αρπάξει κι άπό τή μέση.

Είχε άπό τόν καιρό τής περιπλάνησης του στις θάλασσες, μέ τΙς γαλέρες τδν κουρσάρων, νά δοκιμάσει τέτοια ευεξία, σπιθάτη ανά- βρα πού μυρμιδίζει στους αρμούς καΐ στά μέλη, Ισιτμε εκεί στην άκρη τών νυχιών.

Λίγην ώρα αργότερα, δ Άρτεμης ό ράφτης τόν είδε, άπορημίνοί^ γιά τό ασυνήθιστο τής ώρας, νά μπαίνει στό μαγαζί του. Ζήτησε ν' α- γοράσει μιά καινούργια φορεσιά §τοιμη, φορεσιά ταιριαστή γιά βουρ- γησέο. Ό Άρτεμης, γουρλώνοντας τά στρογγυλά σά μπάλλες μάτια του, σάστισε, ζαλίστηκε, έπιασε νά ψαχουλεύει τ* άρμάρια του βια- στικά, νά ξεσηκώνει τους καλφάδες του δλους στό πόδι. Φορεσιά έτοιμη δέν είχε, δχι, δλα βλέπεις γίνονταν μέ παραγγελιά, μπορεί ωστόσο καΐ νά κατάφερναν κάτι νά βροΟν, ταιριάζοντας κομμάτια άπό παραγγελιές παλιότερες, μεινεσμένες.

Δέν κάνει νά σοΟ ετοιμάσω, αφέντη, μιά σέ δυό μέρες ; Σέ δυό μονάχα μέρες ;

"Οχι, θά φύγω γιά ταξίδι σήμερα τό πρωί.

Φεύγεις γιά ταξίδι !

381

Δέν τοΰ έδωσε άπόχριση, μόνο τόν Ιβαλε βιαστεί.

Φέρανε τό ραφτάδικο τα πάνω κάτω, ανοίξανε κασέλες, ανέβηκαν στό απάνω πάτωμα, πού ειτανε τό σπίτι τοΟ *Αρτέμη με τα πολλά τ* άρμάρια, γυρέψανε κι άπό τό διπλανό συνάδερφο στην τέχνη να τους δώσει δ, τι Ιχει, και τέλος κατάφεραν να ταιριάξουν μια φορεσιά ευ- πρόσωπη. Εϊτανε πράσινη μέ κεντήματα πάνω χρυσά. «"Ιδιος άρχον- τας θά μοιάζεις, ψυχούλα μου! πρίγκηπας!» Ικανέ δ Άρτεμης λιγω- μένος, μέ τη γυναικωτή του τη φωνή. Προσφέρθηκε να βοηθήσει 6 ίδιος τ6 νέο νά τη φορέσει, δμως έκεϊνος είτανε βιαστικός τώρα, ύστερα μά- λιστα άπό την άργητα του στό ραφτάδικο. Παρακάλεσε νά τοΟ τήν κάνουνε μπόγο και θά περάσει σέ λίγο νά τήν πάρει. Έτρεξε άπό κεϊ στοΟ Σεραφείμ τοΟ τσαγγάρη καΐ πήρε ποδήματα ψηλά, Ισαμε τό γό- νατο, μέ σταυρωτό κορδόνι.

Γιά ποΟ ετοιμάζεσαι ; τόν ρώτησε ανήσυχος 6 Σεραφείμ.

Γιά τό γάμο τοΟ δεσπότη. Βιάσου γιατί μέ καρτερούνε ν' αλ- λάξω τά στέφανα !

Απόρησε κι ό Σεραφείμ. Δέν εϊτανε συνηθισμένος νά τόν βλέπει έτσι καλοδιάθετο.

Στοΰ Ζερβοχέρη δέν Ιχω καιρό νά πάω, είπε 6 Σγουρός τοΰ τσαγγάρη κροτοΟ φύγει. Πές του άπό μέρος μου δμως, πώς θά μέ ξα- ναδεί σέ τρεις - τέσσερες μέρες άπό σήμερα. Στό μεταξύ νά μήν ξεχνάει αυτό πού είπαμε.

Δηλαδή ;

Έτσι νά τοΟ πείς, κ' εκείνος ξέρει.

Άλλο δέ ρώτησε ό Σεραφείμ. Ταραγμένος, γεμάτος κατά τό συνή- θειο του φοβερά προαισθήματα, ακολούθησε μέ τά μάτια τό νέο, πού ξεμάκραινε κιόλας στό δρόμο μέ δρασκελιές μεγάλες.

Γυρίζοντας στό πανδοχείο ό Σγουρός δέ φόρεσε τά ρούχα καΐ τά ποδήματα πού είχε αγοράσει. Τά Ιδεσε δλα μαζί, σφιχτά, μικρό μπόγο, κατέβηκε στό στάβλο, σέλλωσε τόν Άστρίτη, φόρτωσε τό μπογαλάκι στα καπούλια, καΐ πήδησε στή σέλλα.

Μή δώσεις σ' άλλονε τήν κάμαρα μου, είχε πεΤ τοΟ ξενοδόχου. θά γυρίσω σέ τρείς ήμερες.

βγήκε άπό τήν πολιτεία καΐ τράβηξε ανατολικά, θά είχε ψηλώ- σει δ ήλιος ίσαμ' §να καλάμι, δταν πέρασε άπό τή Γιαννιτσά.

Ό Φεντόρ, καθισμένος στό κατώφλι τοΟ σπιτιού του, τόν καρτερούσε.

Λοιπόν τό βάζεις σέ πράξη, Ικανέ σκεφτικός, ζυγώνοντας τόν καβαλάρη πού είχε σταθεί στην πόρτα δίχως νά πεζέψει.

Ναί, καΐ καθώς βλέπεις τό γρηγορότερο.

Έχεις λοιπόν τή γνώμη πάντα πώς θά συμφωνήσουν εκεί κάτω ;

Γιατί νά μή συμφωνήσουν ;

Κ* ή τρέβα μέ τους Φράγκους ;

Οί τρέβες γίνονται γιά τόν καιρό πού δ πόλεμος δέν είναι βο- λετό νά ξεσπάσει. Τώρα οί καιροί άλλαξαν.

Άμποτε νά είν* Ιτσι, Ικανέ δ Φεντόρ κι απόμεινε πάλι σκεφτικός. Ό Σγουρός έσκυψε άπό τ' άλογο του, Ιβαλε τό χέρι του στον ώμο τοΰ Σλαύου,

382

Βασίσου πάνω μου, εΓπε, καΐ μήν βχεος Ιγνοια. Τά μελέτησα χαλά στό νοΰ μου. Άπό μέρος σου, μοΟ δίνεις υπόσχεση γοά τό άλλο ; αδτό θέλω να μοΟ πεϊς.

"Ισαμε τριάντα ανθρώπους, άπό δώ κι άπ* δλη τήν Κεσφίνα, θά τους έχουμε.

Τόσο φτάνει. Πότε θά ξεκινήσεις έσύ ;

ΑΟριο χαράματα. Λέω νά τραβήξω πέρα άπό τή Μάϊνη. θά φτάσω ϊσαμε τό Ζυγό τών Μελιγγών.

Αυτό νά κάνεις. Είναι άντρες γεροί κεί πάνω. Νά τοΟς είχαμε μαζί μας, καλά θά είτανε . . .

θά ίδοΟμε.

Μείνανε γιά λίγο δίχως νά μιλάνε. Μηχανικά ό Σγουρός κοίταξε τό μικρό μποστάνι, τό σπίτι. Τό ένα εϊταν έρημο, τ* άλλο κλειστό.

Τό σκοινί τδχεις μέσα ; ρωτάει Οστερα.

Ναί, έκεΐ τδχω.

ΚαΙ μέτρησες καλά ;

"Αν κάνω λάθος ίσαμε δυό σπιθαμές, δχι παραπάνω.

Πρέπει νά είναι άπό τήν τάπια τοΟ κάστρου ίσαμε τά ριζά, μήν τό ξεχνάς.

"Ισαμε τά ριζά είναι. Νύχτα μέτρησα, άλλα μέ τό φεγγάρι* έβλεπα καλά.

Δές δμως τί παράξενο ! Νά κάνουμε κ* οί δυό τήν Ιδια σκέψη, έσυ φυλακισμένος κ* έγώ λεύτερος.

Δέν είπε τίποτα ό Φεντόρ. Χτες τή νύχτα είχανε μιλήσει πάλι γιά τή σύμπτωση τούτη, πού δέν εϊτανε άλλωστε και τόσο παράξενη, αν τό καλοσκεφτόσουν. Λοιπόν δέν είτανε στό φυσικό του νά λέει δυό φορές τά ίδια ό Φεντόρ.

"Ωστε καλήν αντάμωση, λέει δ Σγουρός σηκώνοντας ψηλά τό χέρι του.

Στό καλό.

ΤΙς τρεις ήμερες πού είχε πεΙ δέν ξαναφάνηκε στην Καλαμάτα. Ό Σεραφείμ, ανήσυχος, μέ τό μάτι αγριεμένο άπό τους τρόμους, βάλθηκε άπό τό πρωϊ κιόλας της τέταρτης ημέρας νά τόν καρτερεί. Δέν είχε πιά μυαλό ό τσαγγάρης νά στρώσει δουλειά. Στό χαμηλό σκαμνί του καθι- σμένος, μέ τους δυό καλφάδες πού λιανοτραγουδοΟσαν ξέγνοιαστοι, τραβοΟσε νευρικά τό ράμμα, τό δάγκωνε σά νά τό είχε άμαχη, άγριο- κοίταζε τους βοηθούς του, καΐ ξάφνου, ανίκανος πιά νά κρατηθεί, τά παρατοΟσε δλα, σουβλί, σφυρί, ξυλόπροκες, τιναζότανε πάνω κ* έτρεχε στην πόρτα. Τέντωνε τόν άσαρκο λαιμό του, σηκωνότανε στά νύχια κ' έτρωγε μέ τά μάτια τό δρόμο ίσαμε πέρα, στην αγκωνή. Μονάχα ξένοι περνοΟσαν, άδιαφόρετοι. Τότε, τσακισμένος, απελπισμένος, γύριζε πάλι μέσα και σωριαζότανε στό σκαμνί.

Λόγους σοβαρούς δέν έπρεπε νά έχει, γιά ν* δνησυχεΐ ό τσαγγά- ρης. ΠοΟ πήγε δ Σγουρός δέν τοΟ είχε πει, ό Ζερβοχέρης δμως, σάν άκουσε άπό τό στόμα του τήν παραγγελιά τοΟ αρχοντόπουλου, φάνηκε νά μπαίνει σ* έγνοια.

383

Πάει σε κίνδυνο λες ; είχε ρωτήσει ζεματισμένος δ Σεραφείμ, βλέποντας τα μοΟτρα πού έκανε ό κάπελας.

"Οχι, μπα! αστεία πράματα. . . Ξέ^ω έγώ ποΰ πάει.

Δεν ήξερε τίποτα 6 κάπελας, δμως δέν ήθελε καΐ να νομίοοον πώς βρίσκεται εξω άπό τα μυστικά τοϋ φίλου του. Εϊτανε γι' αυτόν ζή- τημα φιλοτιμίας. Ό τσαγγάρης δμως, μέ τήν οξυδέρκεια καΐ τήν κα- χυποψία τοΟ παθιασμένου ανθρώπου, είχε παρατηρήσει τό φευγαλέο σύννεφο πού σκοτείνιασε τό μέτωπο τοΰ Ζερβοχέρη. Δέν τοΟ τό έβγα- ζες πια λοιπόν από τό νοϋ : Ό Σγουρός έτρεχε κίνδυνο.

Παντελή, θάσαι κ' έσύ μαζί μας ; είχε ρωτήσει τέλος χαμη- λώνοντας τή φωνή.

Ποΰ;

Ό τσαγγάρης τόν κοίταξε μ' άνάβλεμμα δειλό, παλεύοντας μέ τον εαυτό του αν πρέπει να ξανοιχτεί περισσότερο ή να καταπιεί τήν κου- βέντα πού είχε αρχίσει.

Ό Σ-^ουρίς ... δε σοΰ είπε ; Κατάλαβε δ Ζερβοχέρης.

Μπορεί να μή μοΟ έχει πει εμένα ; κάνει μέ κομπασμό, μα σύγ- καιρα άναθυμάται τήν αυστηρή σύσταση τοΰ Σγουρού πώς δέν πρέπει να μιλήσει, μπερδεύεται. Δέν ξέρω για τί μιλάς, λέει,

Τίποτα, τίποτα, κάνει κι δ τσαγγάρης, μετανιώνοντας κι απο- τραβιέται σα σκυλί βρεμένο.

Αυτά είχαν είπωθεΐ τότε. Ό Ζερβοχέρης δμως είχε σκανταλιστεΐ πού δ Σ^^ο'^ρ^^ζ Ιφυγε δίχως νά τοΰ εμπιστευτεί ποΰ πάει, δίχως νάρ• θει κάν νά τόν ίδεϊ. Τό φέρνει γύρω στό νοΰ του, τό εξετάζει έτσι, τό εξετάζει αλλιώς και καταλήγει στό συμπέρασμα πώς είναι^ ανάγκη πάσα νά τό μάθει, δχι γιά τίποτ' άλλο, μά γιά νά λάβει τά μέτρα του αν στ' αλήθεια δ φίλος του τρέχει κανένα κίνδυνο, Ιτσι άσυλλόγι- στος πού είναι. Ναί, μονάχα γι' αυτό . . .

Τό ίδιο άπόγεμα, είχε ξεκινήσει, καβάλα στό γαϊδούρι του, γιά τή Γιαννιτσά. Δέν ήξερε γιατί, δμως κάτι τούλεγε πώς, αν είναι κάποιος πού ξέρει, αυτός θάναι μονάχα δ Φεντόρ. Τό μάντευε πώς δ Γιαννι- τσώτης κι δ Σγουρός Ιχουν συναντηθεί" αυτός είχε προετοιμάσει τή συνάντηση, τό ξεκίνημα τοΟ Σγουρού έγινε τό επόμενο πρωΐ, άρα αμέ- σως Οστερα άπό τήν κουβέντα μέ τό Γιαννιτσώτη.

Κατάπληκτος Ιμαθε στό χωριό των Σλαύων πώς κι δ Φεντόρ είχε φύγει σήμερα τά χαράματα.

Γιά ποΰ Ιφυγε ; ρωτάει τή Βάρια.

Γιά πέρα, καΐ τοΰ δείχνει αόριστα τά βουνά.

Μονάχος ;

Μονάχος.

Πάσχισε νά μάθει τίποτα περισσότερο, τό κορίτσι δμως δε μπό- ρεσε νά τόν ευχαριστήσει. Είτανε φανερό πώς ούτε κι αυτό ήξερε.

Δέ θά μπεΙς μέσα, νά ίδεΐς τόν παπποΟ ;

Μπήκε, μέ τή στερνή ελπίδα πώς δ Πέτρος ίσως κάτι ξέρει νά τοΰ πει. Βρήκε τό γέροντα στό στρώμα, χλωμό, αδυνατισμένο. Ιδια

384

λείψανο. Τά μικρά τοΟ κρατούσανε συντροφιά δίχως καθόλου να μιλάνε.

Πώς πάει ; κάνει & κάπελας χαμηλόφωνα στή Βάρια, απελπι- σμένος κιόλας πώς 6 άρρωστος, στην κατάσταση πού βρίσκεται, ^ποριΐ κάτι νά ξέρει.

Καλλίτερα.

Τό κορίτσι χαμογελοΟσε.

Κάθησε λίγο ό Ζερβοχέρης δίπλα ατό γέροντα, αντάλλαξε μαζί του δυό-τρία λόγια με κόπο κ* ύστερα σηκώθηκε νά μή τους ενοχλεί.

θά ξανάρθω, έκανε γιά νά πεΙ κάτι, κ* έφυγε.

Γύρισε στην Καλαμάτα βράδυ. Ζυγώνοντας στό μαγαζί του είδε άπό μακρυά τόν παραγιό πού τόν περίμενε ανυπόμονα στην πόρτα. Αφεντικό, αφεντικό ! τοΟ γνέφει ζωηρά 6 μοΟργος.

Τ' είναι βρέ ;

Πέζεψε άπό τό γαϊδούρι καΐ τδσπρωξε στην αδλή. Ό παραγιός σύγκαιρα τόν ΛχολοΌ^ΰοε μιλώντας λαχανιασμένα. Τήν ώρα πούλειπε τό αφεντικό, εκεί κατά τό μούχρωμα, κάτι ολότελα ασυνήθιστο είχε τρέξει : μιά κυρά, πραγματική αρχόντισσα, συνοδεμένη άπό μιά δούλα άραπίνα, ήρθε καί τόν ζήτησε στό μαγαζί.

Έμενα ;

Έλόγου σου.

ΚαΙ τί τόν ήθελε ; Δέν είπε. Βιαστικά ήρθε καί βιαστικά 2φυγε, σά νά μήν ήθελε νά τήν ίδοΟν. Είχε μάλιστα σκεπασμένο τό μισό πρό- σωπο μέ τή μπόλια της.

Τί λογής είταν ; Νέα, γριά, μεσόκοπη ;

Νέα, νέα, αφέντη. Κι δ^ορφη . . . Χριστέ μου!

ΠοΟ τήν είδες, βρέ, πώς είν' δμορφη άφοΟ είχε σκεπασμένο τό μούτρο της ;

Ό μούργος απόμεινε μέ στόμα ανοιχτό.

Δέν έδωσε στην αρχή σημασία ό Ζερβοχέρης. Αρχόντισσες βέ- βαια δέ συνηθίζανε νά έρχονται στό καπηλειό του, ούτε άπό τό ^ρό^ο του κάν τύχαινε νά περνάνε. Έδώ ή γεινονιά είτανε φτωχική, γειτο- νιά δουλευτάδικη, της πλέμπας. Μπορεί δμως καΐ κανένα λάθος . . . Ποιος ξέρει πάλι !

Αργότερα ωστόσο, σάν τό ξανασκέφτηκε ό Ζερβοχέρης, βρήκε τό περιστατικό κάπως παράδοξο. Ξαναφώναξε τόν παραγιό του.

Γιά πές μου, μωρέ, εκείνη ή αρχόντισσα, ρωμέϊκα μιλούσε ή φράγκικα :

Ρωμέϊκα, αφέντη !

Παναπεΐ δέν εϊτανε τοΟ -κάοτροο, Φράγκισσα . . . μπα, μπα.

Καμμιά ντόπια, γυναίκα ^ο\}ρ'(η(3εου θά εϊτανε τότε, ζωντόβολο !

Τί λές, αφέντη ! ΚαΙ δέν τΙς ξέρω έγώ τίς ντόπιες ; Απόμεινε σκεφτικός ό Ζερβοχέρης.

Είπε άν θά ξαναγυρίσει ;

Τίποτα δέν είπε. Μονάχα ρώτησε άν τρώει έδ© δ αφέντης ό Σγουρός.

25 Ή Πριγχη .τΐοαα 'Ιζαμηώ όοΟ

Τι ! κάνε^ 6 Ζερβοχέρης καΐ τινάζεται. Τώρα μοΟ τό λές αυτό, μωρέ! φωνάζει ξαναμμένος.

Γιατ(, αφέντη ;

Έτσι μοδρχεται να σοΟ δώσω μια σφοντύλια πού να σέ γκρε- μίσω. *Άει, χάσου άπό μπροστά μου, σίχαμα ! Ό μοΟργος Ιγινε καπνός.

«Αρχόντισσα, πού γυρεύει τ6ν Νικηφόρο σκέφτηκε ό Ζερβοχέ- ρης βαλμένος σ' Ιγνοια. «Παράξενο, πολύ παράξενο ! Δέ μοΟ 2χει πεΙ πώς σχετίζεται έδώ στον τόπο μ* άρχόντους. Πάλι, μήν είναι καμμιά ξενομερίτισσα περαστική ; . . . »

Τό πράμα, δπως καΐ να τδ σκεφτότανε, τδβρισκε παράδοξο. Στή θολή του τή φαντασία δοκίμαζε να τδ σχετίσει μέ τό ταξίδι τοΟ Σγου- ρού, δέν Ιβρισκε εξήγηση, πάσχιζε να μαντέψει άν είναι καλό σημάδι ή κακό, καΐ δίχως να ξέρει κι αυτός γιατί, πήγαινε νά παραδεχτεί μάλλον τό τελευταίο. «Έχει χάζι νά βγει έδώ δικαιωμένος 6 τσαγγάρης, μέ τους αίώνιους φόβους του», σκεφτότανε κυριεμένος αγάλια αγάλια άπό δεισιδαιμονία σκοτεινή.

Πάνω πού τά συλλογιζόταν αυτά, νά σου καΐ μπαίνει στό καπη- λειό ό τσαγγάρης. Είταν ή ώρα τ7]ς φούριας, οί τάβλες γεμάτες εργα- τικούς, ανθρώπους τών αρμάτων, κλέρηδες, ναυτικούς, πού τρώγανε μέ μεγάλο θόρυβο. Μπουχός ανέβαιναν στό ταβάνι, θολώνοντας τό κίτρινο φώς τών λυχναριών, οί φωνές, τά βηξίματα, τά τραγούδια, ανακατε- μένα μέ τήν τσίκνα τών φαγιών, τό βρόντηγμα τών σκουτελιών καΐ τόν κρότο πού ίκαναν τά καυκιά χτυπώντας πάνω στΙς τάβλες. *Ανάβραζε, μερμήγκιαζε τό μαγαζί.

Έρθε ; ρωτάει μυστηριακά ό Σεραφείμ σκύβοντας πάνω άπό τόν πάγκο.

Ποιος ;

Ό τσαγγάρης τέντωσε τά μάτια του. Ποιος άλλος ; "Αλλον άπό τόν Σγουρό δέν είχε στό νοΟ του αυτός. "Ομως κι & Ζερβοχέρης καμώθηκε τόν ανήξερο μονάχα γιά νά τόν πεισμώσει. "Αν καΐ βουτηγμένος ώς τό λαιμό στή δουλειά, τό νοΟ του έκεΤ τόν είχε, δπως κι ό τσαγγάρης.

Τί λές έσύ ; γιατί νάργησε ; ρωτάει ξέπνοα ό Σεραφείμ.

Τίποτα δέ λέω! Προφήτης είμαι ; Άν θέλει άς Ιρθει. "Ωωωχ! Καμωνότανε ακόμα τόν αδιάφορο καΐ σύγκαιρα Ικοβε φουριόζος

μερίδες τό ψητό, μοίραζε δεξιά -ζερβά σκουτέλια, γέμιζε κρασί τά καυ- κιά κυριεμένος άπό άγρια νεΟρα.

Κακό σημάδι, κακό σημάδι ! λέει μέσα στά δόντια του, ανα- τριχιάζοντας, ό Σεραφείμ.

Ό Άρτεμης μέ τρεις καλφάδες του μπήκε άπό τό βάθος καΐ πήγε νά καθήσει κάπου δεξιά, σέ μιά τάβλα πού είχε ακόμα τόπο. Είτανε, καθώς πάντα του, χαρούμενος, τά φουσκωτά του μαγουλάκια γυάλιζαν. Τέντωσε 8σο μπορούσε τόν κοντό του λαιμό, ανασήκωσε τά πισινά του καΐ μέ τά δυό χέρια ψηλά βάλθηκε νά κάνει νοήματα τοΟ Ζερβοχέρη νά τόν προτιμήσει.

Τώρα κρασοβάρελο! κάνει άπαυδημένοςό κάπελας, μ' δλο πού 6 ράφτης είτανε μακρυά γιά νά τόν ακούσει. Ακόμα δέν ήρθες, λύσσαξες ! . . .

386

Ό τσαγγάρη:, μελαγχολικός, στεκόταν δβθιος, βρεμένη γάτα, μπρο- στά στον πάγκο.

Κάνε τόπο, ντε! τάν σκούντησε κάποια στιγμή ό Ζερβοχέρης καθώς περ'^ούαε βιαστικός. "Αει σέ μια γωνιά καΐ παλουκώσου ! "Ολο στά πόδια μου σέ βρίσκω.

Ό Σεραφείμ κοίταξε απελπισμένος γύρω, δέ βρήκε θέση, αναγ- κάστηκε άθελα του νά πάει καΐ νά βολευτεί κοντά στον Άρτεμη. Ό ράφτης ανέμιζε πάντα τά χεράκια του, γρυλίζοντας σά γουρουνόπουλο, μέ τήν ελπίδα νά τόν προσέξει ό Ζερβοχέρης. "Ομως δ κάπελας, φανα- τισμένος τώρα, έκανε πώς καθόλου δέν τόν βλέπει. Στά τελευταία, κ* Οστερα άπό ώρα πολλή μονάχα, άφοΟ σερβίρισε πρώτα δλους τους άλλους πελάτες του, θεώρησε τήν τιμωρία τοΟ ράφτη αρκετή καΐ ζύγωσε.

Λέγε γρήγορα, τί ορίζεις.

Πρώτα -πρώτα νά πιώ. Μέ ξεθέωσες !

Πάει αυτό. Τστερα. Τστερα νά φάω.

"Αλλο τίποτα ;

Φαΐ καΐ πιοτό γιά τήν παρέα μου.

Πολλά λές. Μέ φωνάζουνε, θές τίποτ* άλλο ;

Έκανε νά φύγει ό Ζερβοχέρης, δμως ό ράφτης κάτι θυμήθηκε πάλι κ' Ιπεσε μπρούμυτα στην τάβλα νά τόν πιάσει άπό τό ροΟχο.

Στάσου ! μιά παραγγελιά Ιχω γιά σένα.

Κι άλλη παραγγελιά ; πού νά βγάλεις τόν άγλέορα ! "Όχι άπό μένα, άπό τόν Σγουρό.

Τί !

Ό τσαγγάρης τινάχτηκε πάνω, ό Ζερβοχέρης στάθηκε.

Μά τί ; ήρθε ό Σγουρός ; Ήρθε, τόν είδα στό δρόμο.

ΚαΙ τώρα τό λές ;

Ό τσαγγάρης κόντευε νά λιποθυμήσει.

Ποΰ είναι τος ; ρώτησε. Τρέχω !

"Οχι, τόν Ζερβοχέρη μούπε νά τοΟ στείλω.

Τώρα ; ρώτησε ό κάπελας.

Τώρα. Δηλαδή . . . δέν ξέρω . . . πάει ώρα πού τόν είδα. ΠρΙν άπό τό σούρουπο.

Πριν άπό τό σούρουπο ; ! πού νά σέ φάει ό Άδης, καΐ τώρα μοΰ τό λές ;

"Αρχισε ό Άρτεμης νά δικαιολογιέται μασώντας τά λόγια του. ΆφοΟ φώναζε τόσην ώρα καΐ δέν τοΟ δίνανε προσοχή ; τί φταίει αυτός ;

ΚαΙ δέν πεταγόσουνα στον πάγκο νά μοΰ τό πεϊς ; Φοβήθηκες μή σοϋ πέσουνε τά ξύγκια, μωρέ ξεμυαλισμένε ;

Χούγιαζε ό Ζερβοχέρης καΐ σύγκαιρα έλυνε τήν ποδιά του, πά- σ-ρεοε τά χέρια του, Ιτοιμος νά χυμήξει έξω. Ό τσαγγάρης ήθελε νά τόν ακολουθήσει, μά κείνος τον ανάγκασε νά μείνει εδώ. «Πρόσεχε τό μαγαζί έσύ, ό μοΟργος άν μείνει [ΐο'^ίγος θά μέ γδύσει», τοϋ είπε.

387

"Αφησε ακόμα κάνα - δυό οδηγίες, πέταξε την ποδίά του κι άμολυ- θηκε εξω.

Σαν έφτασε στό πανδοχείο είταν αργά πια. Ό Σγουρός είχε φύ- γει. «Ποΰ να πηγαίνει τάχα συλλογίστηκε βαλμένος σ' έγνοια ό κά- πελας. «ΚαΙ πώς θα μάθει τώρα γιά,τήν κυρά πού τδν γυρεύει Μέσα του κάποια ανησυχία αόριστη αναδευόταν, οέν ήξερε γιατί, δμως κάτι τοδλεγε πώς κάλλιο νά είτανε τ' αρχοντόπουλο ειδοποιημένο. «Μπορεί νά τράβηξε για τοΰ Τιμόθεου», συλλογίστηκε ξεκινώντας κι αυτός γιά τοΰ άδερφοΟ του. "Ομως οδτε έκεΤ τόν πρόλαβε τον Σ-{ουρό. Είχε περάσει νωρίς, γιά μιά στιγμή, κ' Ιφυγε δίχως νά πεϊ άν θά ξανάρθει απόψε. «Έχει χάζι νάκανε το ^Ορο καΐ τώρα νά βρίσκεται στό καπηλειό.» Είταν ή τελευταία του ελπίδα τοΰ Ζερβοχέρη. Μιά καΐ δυο, λαχανιασμέ- νος ωστόσο, τραβάει πάλι γιά τό μαγαζί του. Βρήκε τόν Άρτεμη και τόν Σεραφείμ δπως τους είχε αφήσει, νά τόν προσμένουν. Άπό τά μά- τια τους, μπαίνοντας, κατάλαβε πώς τίποτα νεώτερο δέν είχανε μάθει. Ό Σ^οορδς δεν είχε φανεΤ.

Δέ φάνηκε οδτε κι αργότερα, στην αποψινή βεγγέρα . . .

Νά γιατί :

Είχε φτάσει στην Καλαμάτα λίγο πρΙν άπό τό σούρουπο, πάνω - κάτω τήν ώρα πού τόν είδε ό Άρτεμης. "Αφησε τά πράματα του τό μπογαλάκι με τά ροΰχα στην κάμαρα του, πλύθηκε, χτενίστηκε, I- βαλε νά ταίσουν τόν Άστρίτη καΐ βγήκε πάλι εξω, δίχως καθόλου νά ξαποστάσει. Πρώτη του δουλειά είτανε νά περάσει άπό τοΟ Τιμόθεου. Ζήτησε Ικεϊ άπό τό σιδερά πληροφορίες γιά τ' άρματα πού είχε πα- ραγγείλει πρΙν άπό μιά βδομάδα, επιθεώρησε τις λόγχες, δοκίμασε τήν πρώτη τζάγρα πού εΐταν Ετοιμη, χάραξε μέ τό ξιφάρι μιας σαγίτας τό νύχι του νά ίδεί άν είναι καλά τροχισμένη. «Δουλειά ! δουλειά σύ- στησε στό σιδερά, χαμογελώντας ευχαριστημένα. Τόν χτύπησε ενθαρ- ρυντικά στον πελώριο ώμο του κ' Ιφυγε. Τότε είταν πού απάντησε στό δρόμο τόν Άρτεμη.

Ό ράφτης είχε κλείσει τό μαγαζί του κι άρχιζε μέ τους τρεις καλφάδες του τόν ταχτικό τους βραδυνό γΟρο στίς ταβέρνες. Τόν στα- μάτησε ό Σγουρός γιά νά τοΰ δώσει τήν παραγγελιά γιά τόν Ζερβο- χέρη. «Είμαι βιαστικός, τοΰ λέει, καΐ δέ θά μπορέσω νά πάω τώρα στό μαγαζί. Πές του νάρθει αργότερα στην κάμαρα μου.» Έ αλήθεια είναι πώς ήθελε νά ιδεί τόν Ζερβοχέρη μέ κάποιαν ησυχία, εξω άπό τό καπηλειό. "Ισαμε πού νά πάει λοιπόν ό Άρτεμης καΐ νά βρεϊ τόν κάπελα, λογάριασε πώς τοΰ Ιμενε ακόμα λίγη ώρα. Τράβηξε γιά τοΰ παπα Δανιήλ.

Ό παπάς είτανε στό περιβολάκι του καΐ περιποιότανε τά φυτά του. Βλέποντας τόν Σγουρό νά μπαίνει άπό τήν καγκελόπορτα, σήκωσε τά δυό του τά χεράκια στον αέρα :

Ευλογημένος 6 ερχόμενος ! Ποΰ ήσουνα παιδί μου ;

Ταξίδι, αποκρίθηκε χαμογελώντας αινιγματικά ό νέος.

Στην πατρίδα σου ; Σά μακρυά είναι πότε πρόλαβες ; "Οχι, δέν ήμουνα στ' Άνάπλι . . .

Κοίταξε γύρω του, είδε τή χαμηλή μάντρα πού χώριζε τό περί-

388

βόλι άπό τό δρόμο, τή Μπόλιω που πήγαινε κ' ερχότανε μαζεύοντας στην ποδιά της φασολάκια για τ* αυριανό φαί. Στό δρόμο παιδιά παίζανε, κ* οί φωνές τους, ήχερέςμέσα στό σούρουπο πού ίπεφτε ολοένα, γέμιζαν μέ διάτορο κελαϊδητό τόν αέρα.

Πάμε καλλίτερα μέσα, δέσποτα ; πρότεινε στον παπά. *Όπως άγαπας.

Μπήκανε στό μαγερειό. Τό τραπέζι εΤτανε κιόλας στρωμένο, τό τραπεζομάντηλο λέκιαζε μέ φωτεινό θάμπος τή σκιά. Ό Δανιήλ τοΟ έγνεψε να καθήσει, δμως αυτός στάθηκε δρθιος.

Στό Μυτζηθρά ήμουν, Ικανέ άφοΰ πρώτα πήρε βαθειά ανάσα.

Στό Μυτζηθρά ;

Ναι. Κ' εξήγησε: Τήν πρόταση τοΟΚαφούρη τήν ξέρει ό πά- τερ-Δανιήλ, ό ίδιος ό Σγουρός τοΟ τήν εμπιστεύτηκε τ' άλλο κιόλας πρωϊ τής συνάντησης μέ τό Γενοβέζο. "Ομως αυτό δέν τοΟ βολοΟσε τοΟ Σγουρού, να πατήσει δηλαδή τό -κόίοχρο τής Καλαμάτας γιά νά τό πα- ραδώσει υστέρα στή Γένοβα. "Οχι, δέν τοΟ βολοΟσε ! Λοιπόν τό σκέ- φτηκε καλά τό πράμα, τό μελέτησε, τρεΤς μέρες καΐ τρεΙς νύχτες τό βασάνιζε στό νοΟ του. «"Αν λευτερωθεί ή Καλαμάτα άπό τους Φρά- γκους, λέει, θά λευτερωθεί δχι γιά λ(γες ώρες ή καΐ μέρες, μά γιά νά μείνει τελειωτικά λεύτερη.» Τήν τέταρτη μέρα τό πρωί, είχε πάρει τήν απόφαση του : Τήν Καλαμάτα καΐ τό κάστρο της θά τά δώσει πίσω στην Όρθοδοξία. Ό Καφούρης άς καρτερεί . . .

Ό παπάς τόν κοίταζε απορημένος, δίχως νά κραίνει.

Μέ θαρεϊς, πάτερ - Δανιήλ, παλαβό, δμως άκου τώρα καΐ τή συνέχεια. Τό σχέδιο μου είναι τοΟτο : Άπό τό Μυτζηθρά, πού είναι χώρα τοΟ βασιλέα τών Ρωμαίων, τί μας χωρίζει ; Ό Πενταδάχτυλος κ* ή Μάϊνη. Πλάϊ - πλάϊ είμαστε έμεΙς κι ό Μυτζηθράς, μπορεί μιά χαρά νά ζευγαρωθοΟμε. Ένα εμπόδιο υπάρχει, κι αυτό είναι ή τρέβα τών Ρωμαίων μέ τόν πρίγκηπα. "Αν δμως εκείνοι δέν άνακατευτοΟν, άν κάνουμε έμεΙς μονάχοι έσεΐς οί Καλαματιανοί δηλαδή, τήν αποκο- τιά καΐ διώξουμε τους Φράγκους άπό τόν τόπο, ποιος μας εμποδίζει υστέρα νά γυρέψουμε τήν Ινωσή μας μέ τό Μυτζηθρά ; Ή τρέβα, θά μοΟ πεΙς καΐ πάλι, πού δένει τά χέρια τοΟ κράτους τών Ρωμαίων. . .

ΚαΙ βέβαια, έγνεψε 6 παπάς.

Ό Σγουρός κούνησε τό κεφάλι του χαμογελώντας.

Έτσι νόμιζα κ' έγώ. ΑύτοΟ σταματοΟσα ! Μά νά πού μέ τά πολλά, στην απελπισία μου μέσα, κάνω μιαν άλλη σκέψη : Κι άν οί Ρωμαίοι, λέω, δέν θέλουνε νά τή λογαριάσουν τήν τρέβα ; "Αν 6 βασι- λέας ό κυρ -Ανδρόνικος Ιχει βαρεθεί πιά τήν αγάπη μέ τους Φράγ- κους ; Άπό ευχαρίστηση του βέβαια δέν τους ανέχεται. Στην ανάγκη σκύβει.

Λοιπόν ; λοιπόν ; ρωτάει ανυπόμονα δ παπα - Δανιήλ, πού αρ- χίζει τώρα νά μαντεύει κάπως τή συνέχεια.

Λοιπόν κ' έγώ παίρνω τήν απόφαση μου καΐ ξεκινώ νά μάθω τί θά ποΟν εκείνοι εκεί στό Μυτζηθρά. Ταξιδεύω ντυμένος βουργησέος έμπορος, γιά νά μή δώσω υποψία" έμπορος πού φέρνει βόλτα τό Μοριά γιά δουλειές. Φτάνω στό Μυτζηθρά. Δέν είναι ή πρώτη φορά πού πάω,

389

μονάχα πού τώρα δέν είμαι πια άπραγος καθώς άλλοτε . . . Για μένα Ινας μονάχα φόβος υπάρχει : να με θυμηθεί δ Σγουρομάλλης, κ' οΐ σπιοΟνοι του . . . 'ίΐατόσο, για να μή σ' τα πολυλογώ, δέσποτα, τα κα- ταφέρνω καΐ σε τούτο, ή ό θεός ξέρει στέκομαι τυχερός. Πηγαίνω καλοντυμένος τούτη τή φορά, γνήσιος βουργησέος. Βλέπω μονάχα εκεί- νον πού γυρεύω, δηλαδή τήν Κεφαλή . . .

Και τί σοΰ λέει ή Κεφαλή ;

Φευγαλέο χαμόγελο πέρασε άπό τα χείλη τοΟ ΣγουροΟ.

Στην αρχή εϊτανε δισταχτικός, μέ κοίταζε μέ δποψία. Κατά- λαβα πώς δέν είτανε γιατί δέ συμφωνούσε, άλλα γιατί δέ μ' ήξερε. Τότε, μέ χίλιους τρόπους, μέ λόγια πού μοΟ βάζει στ6 στόμα 6 θεός, τόν πείθω, τόν ρωτώ τί 2χει να φοβηθεί, άφοΟ αότός, Ιτσι κι αλλιώς, δέ θ' άποφανεΐ καθόλου στα μάτια τών Φράγκων. «ΈμεΙς θά τό κά- νουμε, τοΟ λέω, ή Ένδοξότητά σου δέν ξέρεις τίποτα. Κι άν μοϋ πεις δχι τώρα-δά, έμεϊς ττάλι είμαστε αποφασισμένοι. Μόλις πατήσουμε τό •κάστρο, θά σοΟ στείλω μήνυμα.» Έτσι λέω καΐ κάνω νά φύγω. Τότε μέ σταματάει φωνάζοντας πώς βιάζομαι πολύ, πώς παίρνει πίσω δσα μοΟ είπε, πώς είναι πρόθυμος, στ* δνομα τοΟ βασιλέα, νά μοΟ ανοίξει τήν αγκαλιά του. «Βάλτε τήν απόφαση σας σέ πράξη ίαζίς, μοΟ λέει συγκινημένος, και νά σας σκέπει δ θεός ! Έγώ, μόλις πάρω τό μαν- τάτο, θά κάνω αδτό πού πρέπει, νά είσαστε ήσυχοι.» Έτσι τά συμ- φωνήσαμε.

Ό Δανιήλ είχε απομείνει μέ τό πρόσωπο σηκωμένο, φεγγερό. Στά μάτια του άντίλαμπα περνοΟσαν, χαμόγελα και δάκρυα.

"Ω, παιδί μου ! . . . ω, παιδί μου ! κάνει τρέμοντας, μέ σιγανή φωνή.

"Γστερα, πλέκοντας τά χέρια του, μέ κάποιαν αγωνία :

Μά πώς θά τό καταφέρεις ; ρωτάει άτολμα, σα νά φοβάται νά πιστέψει, μήπως Οστερα γελαστεί πικρά. Έχεις μαζί σου τή δύναμη πού πρέπει ;

Ό νέος πήγε στό παραθύρι. Είταν ακόμα ανοιχτό. Αγέρι ανάλα- φρο έμπαινε άπό κει, δροσερή πνοή τοΟ φθινοπώρου, ψυχωμένη άπό μυρωδιά μακρυνή βρεμένης γης, ανασαιμιές φυτών, γλυκό μύρο τοΟ μελισσόχορτου.

Ό κάμπος θά μοΟ στείλει τά παιδιά του, είπε. ΚαΙ τό βουνό. Τήν ώρα τούτη, κεί πάνω πού βλέπεις, ξεσηκώνονται" άπό τήν πλαγιά της Γιάννιτσας ίσαμε πάνω στή Μάϊνη, καΐ πέρα ακόμα, στό Ζυγό τών Με- λιγγών, ή ανατριχίλα απλώνεται.

Γύρισε χαμογελαστός τό πρόσωπο του καί κοίταξε τόν παπά.

Λοιπόν, έσύ τί λές ; ΜοΟ τή δίνεις τήν ευκή σου;

Τό γεροντάκι άνοιξε τά χέρια του, πλανταγμένο, τά ξανάκλεισε, χτύπησε τον αέρα απανωτά δυό - τρεις φορές σά ν' αγωνιζότανε νά φτε- ροκοπήσει.

Κ' έγώ μαζί σας ί φωνάζει πνιγμένα. Κ' έγώ μαζί !

390

υυυυυ

^■"'""'""-""''"'"'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ'

ΒΡΓΚΟΛΑΚΕΣ

ΙΧΕ πέσει ή νύχτα δταν 6 Σγουρός βγ-?]κε άπό τό σπίτι τοΟ παπά. Τό σκο- τάδι είταν έξω πυκνό, μελανό, καθώς τυχαίνει κάποτε ΰστερα άπό τΙς πολύ αίθριες ήμερες. *Αέρας άπονύχτερος είχε αρχίσει νά φυσάει. Ό καιρός γύ- ριζε, έφτανε ό χειμώνας.

Ό νέος τυλίχτηκε στό μανδύα του κι άνοιξε τό βτ^μα. Δέν είχε κάνει δ- μως δέκα βήματα πού νιώθει πίσω του, κι αμέσως δίπλα, έναν Ισκιο να τόν άκολουθεΤ, νά τόν φτάνει, μαλακά καΐ γοργά γλιστρώντας. *Άκουσε πλα- τάγισμα μουγγό γυναικείου ρούχου, ένα χέρι πολύ ζεστό χούφτιασε τό μπράτσο του καί κατέβηκε νά τοΟ πιάσει τήν παλάμη. Ανάσα γοργή, αχνιστή, τοΟ ήρθε στό μάγουλο.

Έ ! τ' είναι ; κάνει απορημένος.

Δέν έλαβε απόκριση. Τό γυναίκειο χέρι τόν τραβοΟσε μαλακά σ* άλλη κατεύθυνση άπό κείνη πού αυτός είχε πάρει. Πάσχισε μέσα στό σκοτάδι νά ξεχωρίσει τό πρόσωπο τής άγνωστης, μά δέ μπόρεσε. ΤοΟ φάνηκε μονάχα σά νά είτανε πιό μαΟρο κι άπό τη νύχτα.

«Τί νά σημαίνει τοΟτο συλλογίστηκε ένώ μηχανικά, δίχως ξεχω- ριστή ανησυχία, άκολουθοΟσε. «Μοιάζει πολύ μέ γυναίκειο κάλεσμα σ' αντάμωση ερωτική . . Έψαξε πρόχειρα τό μυαλό του νά βρει τό πρόσωπο πού θά μπορούσε έτσι νά τόν άπαντέχει καΐ σύγκαιρα αναθυ- μήθηκε μιαν άλλη, ανάλογη σκηνή, τότε πού βρισκόταν ακόμα μέσα στό κάστρο : τό νυχτερινό κάλεσμα τής κυράς τής "Ακοβας. «Μήπως είναι πάλι τίποτα τέτοιο αναρωτήθηκε αναστατωμένος δυσάρεστα κ' έκανε ψυχόρμητα ν* αντισταθεί.

Έλα, έλα, αφέντη ! παρακάλεσε στ* αδτί του ή φωνή τής άγνω- στης. Φόβο ντέν έκει ! . . .

Σάστισε 6 Σγουρός. «Ή γυναίκα τούτη είναι ξενομερίτισσα, τά ρωμέΐκα δέν τά κοιλοξέρει . . Στό σκοτάδι μέσα, καθώς τοΟ είχε μι- λήσει, δυό σειρές δόντια θαμποφέξανε γυαλιστερά. Νά πάω ή νά τή σπρώξω κάλλια μακρυά μου ; αναρωτιόταν ένώ μηχανικά είχε αρχίσει

391

πάλι να την ακολουθεί. 'Γποψίες αόριστες τοΟ περνοΟσαν, μήπως είναι καμμιά παγίδα, τίποτα πού να βάζει σέ κίνδυνο τήν υπόθεση πού είχε αναλάβει. Δέν τό έβρισκε ωστόσο καΐ πολύ πιθανό. "Αν οί Φράγκοι μάθανε τίποτα, θα τόν Ιπιαναν αμέσως, φανερά. Τό πρόοωπο πού τόν καλεί 2τσι, φαίνεται πώς ίσα -ίσα Ιχει σοβαρούς λόγους να κρύβεται. Γιατί καμμιά αμφιβολία δέν τοΟ έμενε, μιας άρχί^ς, πώς ή σκιά πού τόν οδηγεί άπό τό χέρι δέν τόν θέλει γιά δικό της λογαριασμό* δχι. Κάποιου άλλου είναι αποσταλμένη.

Τό αρσενικό αίμα του είχε αρχίσει ν' άναβράζει, περιέργεια φλο- γερή τόν έσπρωχνε νά προχωρήσει, νά ιδεί καΐ νά ξεδιαλύνει τό μυ- στήριο. Πάλευε ακόμα μέ τους άχο^^οας φόβους του, μήπως αυτό πού κάνει δέν είναι δικαίωμα του, μήπως εκθέτει έτσι τό έργο πού ανέ- λαβε, ευθύνη ψυχών, δταν Ινιωσε τήν άγνωστη νά σταματάει. Βρίσκον- ταν μπροστά σέ πορτί χαμηλό. Ή γυναίκα έβγαλε Ινα κλειδί, τό γύ- ρισε στην κλειδαριά πού έσκουξε υποχωρώντας μέ δυσκολία. Τό μονό πορτόφυλλο άνοιξε. Μπήκανε μαζί σέ χ6)ρο σκοτεινό, κλειστό, ατμό- σφαιρα βαρειά ύπό υγρασία καΐ μούχλα.

Μέ τό πρώτο βήμα πού έκανε ό Σγουρός, σκόνταψε σέ σκάλα σα- νιδένια.

Σσστ ! κάνει ή φωνή της γυναίκας τρομαγμένη, πνιχτά, και στέκεται σά γιά ν' αφουγκραστεί μήπως τους άκουσαν. Απόρησε ό νέος. «Τί διάτανο ! συλλογίστηκε, κρυβόμαστε άπ' αυτούς πού βρίσκον- ται στό Ιδιο σπίτι Ξάφνου κάτι σκίζει τό νοΟ του, μιά υποψία πού τόν περιχύνει φώς. "Ω! ναί, ώ! ναί, λέει μέσα του, Ινώ ανεβαίνει τή στενή στριφτή σκάλα μέ τά δρθίΛ σκαλιά. Αυτή πρέπει νά είναι. . . Μο- νάχα αυτή ! . . . Γυρίζει τό κεφάλι του δεξιά, ζερβά, κι όσμίζεται τόν αέρα, σάν κάποια μυρωδιά γνώριμη ν* αναζητάει. Είχανε φτάσει στό κεφαλόσκαλο, περνούσανε τώρα, ψαχουλευτά, κάποιο μικρό βαστέρνιο. Ό αέρας γύρω είταν ήμερώτερος, χλιαρός, είχε τήν άχνα τοΰ κατοι- κημένου χώροχ). Ή γυναίκα χτύπησε σιγανά σ* ένα πορτόφυλλο δυό φορές, βήμα απαλό ζύγωσε άπό μέσα, τό πορτόφυλλο χάραξε φωτίζον- τας κατά πρόσωπο τόν Σγουρό. Μαζί, ένα μύρο βαρύ ήρθε νά τόν τυλί- ξει, νά τόν ζαλίσει, ανασαιμιά ζεστή μόσχου. Έπαιξε τά βλέφαρα του νά ξεθαμπωθεί κ' είδε μηροαχά του τήν Μπιάνκα.

Στεκόταν εκεί, δρθια, μέ τά πυκνά της τά μαλλιά άμολυτά στους ώμους, τά μπράτσα γυμνά, τά πηχτά της χείλη πού χαμογελούνε. Κρα- τούσε μέ τό ένα χέρι τό πορτόψολΧο καΐ μέ τ* άλλο άναβάσταζε κά- ποιες μπούκλες πού κατρακυλούσαν βαριά, στρουφίζοντας πάνω στό μάγουλο της. Έμοιαζε έτοιμη νά πλαγιάσει, λές καΐ τήν είχανε ξα- φνιάσει σ' ώρα ασυνήθιστη. Φορούσε ανάλαφρη άσπρη νυχτικιά μέ πτύχωση άφθονη, ανοιχτή πολύ στό λαιμό καΐ στΙς μασχάλες, θαμπά διάφανη στ' άντίφωτο τοϋ κρεμασμένου δίπλα στό κρεββάτι καντηλιοΰ.

"Απλωσε αφαιρεμένα τό παχουλό της χέρι στή δούλα τήν άραπίνα νά της τό φιλήσει, περίμενε ώς πού τό πορτόφυλλο νά ξανακλειστεί. Τά μάτια της, στό μεταξύ τοΟτο, τά κρατούσε πάντα στραμμένα στον Σ-^ουρό.

! απιΟΓ ηΐίο, κάνει μόλις βρέθηκαν μόνοι οί δυό τους, και

392

δίχως άλλο προοίμιο, αδίσταχτα, τυλίγει τα γυμνά τη< μπράτσα γύρω στδ λαιμό του, αποθέτει τό κεφάλι τη: στον ώμο του. Σαστισμένος ακόμα εκείνος, προτοΟ προλάβει να σκεφτεί πώς νά κάνει, νιώθει τό στόμα της, τό υγρό καΐ ζεστό, νά κολλάει σφιχτά στο δικό του.

Είταν ή παλιά, ή ερωτική Μπιάνκα, ή Μπιάνκα τοΰ Άναπλιοΰ. Λές καΐ στό μεταξύ δεν είχε καθόλου ό χρόνος περάσει, λες και τόν υποδεχότανε κι απόψε στην ταχτική τους τή νυχτερινή συνάντηση. Φα- νερό πώς γι' αυτήν τίποτα δεν είχε αλλάζει. Τίποτα δέ φαινότανε φυ- σικώτερο στην Μπιάνκα άπό τά νά τόν βρει κ' εκείνον δπως τόν ήξερε, αμετάβλητο. Ή ζωή είχε μείνει γι' αυτήν ασάλευτη στά δυό τοϋτα χρόνια.

Δέ μέ πεθύμησες, ακριβέ μου ; τοΰ λέει χαοιάριχα, δίχως πα- ράπονο κανένα, μέ τή βαθύτερη φωνή της.

Μαλακά, όσο μπορούσε μαλακότερα, τή σπρώχνει άπό κοντά του, τήν κρατάει σε λίγη απόσταση καί, μέ κάποια περιέργεια, τήν κοιτάζει.

Εϋταν ή ϊδια καθώς τότε, κι δμως κάπως διαφορετική. Στην γ-ορφ-η τοΰ κεφαλιού της δέ φοροΟσε τώρα τή βελουδένια κόκκινη σκουφίτσα, ή μπορεί καΐ νά τήν είχε βγάλει για νά πλαγιάσει. Τό πρόσωπο της εΣτανε νωπό κι ανθισμένο, τά μάτια της υγρά, τά μαΰρα δοξάρια των φρυδιών της χαλαρωμένα μέ γλυκεία έκλυση. ΤοΟ φάνηκε παράδοξο νεαρώτερη άπό τότε που τήν ήξερε, συνομήλικη του, ενώ εκείνο τόν καιρό, στ' Άνάπλι, τήν ένιωθε πρεσβύτερη, επιβλητική. Κάτι απώτατο διάνεψε μέσα του, τρυφερότητα μουδιασμένη, λάγγεμα ηδονικό. Κατά- λαβε σκοτεινά πώς δέν εϊταν ή Μπιάνκα που μίκρυνε βέβαια, άλλ* αυτός πού είχε, στό μεταξύ, μεγαλώσει.

! πόσο είσαι άκαρδος, τοΟ λέει χαμογελώντας ήπια, νά ξέ- ρεις πώς ή Μπιάνλα βρίσκεται στην ϊδια πολιτεία μέ σένα καΐ νά μήν Ιρθεις νά τήν ίδεΐς !

Της δικαιολογήθηκε αδέξια, πασχίζοντας νά ξορκίσει τή μνησικα- κία της, πού τήν ήξερε καλά γιά επικίνδυνη. Μέ κάθε τρόπο δεν έπρεπε ή Μπιάνκα νά ύπονοιαστεΐ. "Οχι, δέν έπρεπε νά μάθει . , .

Δέν πάει σοϋ λέω μιά βδομάδα πού τδμαθα, της ξανάπε. Κ* έ- πειτα, έλειψα άπό τήν Καλαμάτα γιά τρεις - τέσσερις ήμερες. . .

Τό είπε κι αμέσως τό μετάνιωσε, φοβήθηκε μήπως τόν ρωτήσει, φιλοπερίεργη σαν άλλοτε, πιεστική. Απορημένος δμως κάπως, τήν είδε νά μή δίνει τφοοογγ} ιδιαίτερη σ' αυτή του τήν κουβέντα. "Ακουγε τις δικαιολογίες του καί μαζί δέν τΙς άκουγε, τΙς αποδεχότανε προκα- ταβολικά λές, σά συμφωνημένες. Φανερό πώς ήθελε νά ξανασφίξει τό δεσμό τους μέ κάθε τρόπο, δίχως νά γνοιάζεται γιά τίποτ' άλλο άπ' αυτό.

"Ελα λοιπόν κάθησε ! Τί στέκεσαι έτσι, σάν ξένος!

Τόν τράβηξε στό κρεββάτι της κ' εκείνος υποχρεώθηκε νά υπα- κούσει.

Αλήθεια, δέ μοΟ λές Μπιάνκα, πώς βρεθήκατε σύ κι 6 πατέ- ρας σου στην Καλαμάτα ;

Μά πάει καιρός πού έχουμε έρθει έδώ, πάνω άπό Ιξη μήνες !

Γ^ατί φύγατε άπό τ' 'Ανάπλι ;

393

"Ελεγα πώς τδχες μαντέψεο. Ό πατέρας, τό ξέρεος δά, δέν είχε ποτέ μεγάλο κρέντιτο στους Φράγκους τ* 'ΑναπλιοΟ. Πάντα τόν υπο- ψιάζονταν για τάν αδερφό του... Έπειτα, σαν Ιγινε καΐ τό περιστα- τικό της νύχτας εκείνης, θυμάσαι, οί φόβοι του μεγάλωσαν. Ό πρεβε- δοΟρος είχε συνάξει φαίνεται νεώτερες πληροφορίες, Ιπαψε να πιστεύει πώς εϊταν δ Ντελιούρια πού Ιστειλε τους άντρες του νά κάνουν τό ρε- σάλτο. "Αρχισε νά υποψιάζεται πάλι τόν Γκαφφόρε, καΐ μαζί τόν πατέρα μου.

^Χμ !

Έτσι είναι πού αναγκαστήκαμε νά ξεκόψουμε άπό τ* Άνάπλ:. Ό πατέρας μου δέ θεωρούσε τόν εαυτό του σίγουρο πιά έκεΐ.

Άνάγειρε δίπλα του, καΐ μέ λαγγεμένομάτι :

"Αν δέ σέ γύρευα έγώ, τοΟ λέει, άνδέ σούστελνατή δούλα μου, δέ θάρχόσουνα ποτέ έδώ ; πές μου.

Μά τί λές αύτοΟ !

Ναί, ναί, μπορεί καΐ καθόλου νά μήν ερχόσουν, κάνει σκε- φτική, μέ τά μάτια της στυλωμένα στον αέρα.

Ξεχνάς, Μπιάνκα, πώς δπρεπε νά λάβω τά μέτρα μου, νά φυ- λαχτώ άπό τόν πατέρα σου.

Δέν τοΟ αποκρίθηκε* παρακολουθούσε τή δική της σκέψη. Τό στί)- θος της ανάσαινε ήρεμα, κολπώνοντας τήν κυματερή νυχτικιά, καΐ μιά άχνα λιβανωτή αναδινόταν άπό κεΙ μέσα, ψύχωνε τόν αέρα, σκλά- βωνε τό νοΟ.

Λοιπόν έδώ βρισκόμαστε στό σπίτι τοΟ πατέρα σου ;

Ναί. Φοβάσαι ; τοΟ λέει καΐ ξάφνου γυρίζει καΐ τόν καρφώνει μέ μάτι αστραφτερό.

Τώρα τήν αναγνώριζε. ΕΙταν ή παλιά, ή αγέρωχη Μπιάνκα.

"Οχι, της αποκρίνεται γελώντας. "Ομως μπήκα απόψε άπό άλλη πόρτα βλέπεις, και δέν τ' αναγνώρισα. Γιατί δέν είναι ή πρώτη φορχ ξέρεις πού άρχομαι σ* αυτό τό σπίτι.

Τό ξέρω !

Ξαφνιάστηκε κείνος μά σύγκαιρα αναθυμήθηκε τό τρίξιμο τοϋ παραθυριού τή νύχτα πού είχαν Ιρθει έδώ μέ τόν Δανιήλ καΐ τους πέντε βιλάνους.

Τό είχες μάθει λοιπόν ; τή ρωτάει τζο'/ηρχ.

Σέ είχα ιδεί. Άπό έκεΐ.

Άπλωσε τό χέρι της και τοϋ Ιδειξε κάπου στην κάμαρα" δμως εκείνος, ακολουθώντας τό γνέψιμό της μέ τό μάτι, δέν είδε πόρτα η άλλο άνοιγμα στό σημεϊο πού τοΟ είχε δείξει. "Ενα μεγάλο άρμάρι, χωνευτό στον τοίχο, είταν στημένο μονάχα έκεϊ.

Κι άκουσες ;

Ναί" άκουσα.

Σώπασαν. Ό Σγουρός είχε απομείνει τώρα σκεφτικός, νά μελε- τάει τά ενδεχόμενα δπως πρίβαιναν Ινα - Ινα. Μά κ' εκείνη, καθισμέντ, δίπλα του πάνω στό κρεββάτι, έμενε τώρα πολύ φρόνιμη, σά νά είχε άνα- βάλε,ι τήν ερωτική της τή διάχυση. ΤοΟ ήρθε ή σκέψη νά επωφεληθεί άπ' αυτή τήν ευκαιρία.

394

Πές μου, Μπ^άνκα, άφοΟ τώρα ξέρεις ... Ό πατέρας σου μοΰ μιλάει ειλικρινά ;

Ύ6 μάτι της 2γινε βαθύ καΐ κοφτερό.

Σ* ενδιαφέρει πολύ να κάνεις αυτό πού αποφασίσατε οΐ δυό σα; ;

Ναί . . . δέ σ' τό κρύβω ... Μ* ενδιαφέρει. Έμεινε μια στιγμή αμίλητη.

Ειλικρινά σόΟ μιλάει, τοΟ λέει Οστερα μέ φωνή στεγνή.

ΚαΙ θα τήν κρατήσει τήν υπόσχεση του ; Δέ θα μέ προδώοει στους Φράγκους ;

-"Οχι.

Χαμογέλασε ό Σ^Ο[^ρδς.

"Αν δμως μάθαινε πώς απόψε βρίσκομαι Ιδώ, μέσα στην κά- μαρα σου !

Κάρφωσε πάνω του τα μάτια της καΐ σηκώθηκε αργά, περή- φανη πολύ.

"Αν θαρεΐς πώς τρέχεις κίνδυνο, μπορεΤς να πηγαίνεις, είπε.

! Μπιάνκα . . . Πώς τό λές αυτό ! ΣοΟ Ιδωσα ποτέ άΐρορ\ΐγ, να μέ πιστέψεις άναντρο ;

"Απλωσε τα χέρια του καΐ πήρε τα δικά της, να τήν ημερώσει. "Ομως εκείνη στεκόταν δρθια, δίχως να λυγίζει.

Σέ κάλεσα απόψε έδώ, τοΟ λέει αυστηρά, για να τα μάθεις δλα. Να μάθεις πώς ή Μπιάνκα είναι πιστότερη στή φιλία της άπδ τόν κα- θένα, θαρείς πώς θά σ* Ιφερνα άν δέν είχα κάτι να σοΟ δώσω ;

Απόμενε ό Σ-^ουρός δίχως νά καταλαβαίνει.

Γιατί μοΟ τδ λές αυτό ;

Γιατί άν μέ θυμόσουν, δέ θά περίμενες νά σέ γυρέψω, θάρχό- σουν μόνος σου. Ναί, ναί . . . Τό ξέρω πώς ή καρδιά σου 2χει κρυώσει πιά γιά μένα.

Διαμαρτυρήθηκε δσο μπορούσε πιδ Ιντονα, πιό πειστικά.

Σώπα ! τάν πρόσταξε. Κ* ελα Ιδώ.

Πήγε πρώτη στ* άρμάρι πού τοΟ είχε δείξει "λίγο πρίν, τό άνοιξε. ΕΙτανε γεμάτο φορέματα γυναίκεια. Μέ τά δυό της γυμνά μπράτσα τα παραμέρισε, τά έσπρωξε, τοΟ έκανε νόημα νά μπεϊ έκεϊ, στό άνοιγμα. Μπήκε, δισταχτικός,

Κοίτα άπό τή χαραμάδα, τοΟ λέει.

"Αχνα κορμιού γυναίκειου, ζεστή καΐ γλυκεία, βασίλευε έδώ μέσα. Στή ράχη τοΰ ντουλαπιού είτανε μιά χαραμάδα, ράϊσμα τοΰ σανιδιοΰ ελάχιστο, πού έβλεπε δμως σέ κάποιον άλλο χώρο γιατί στό βάθος τη: χάραζε φως αμυδρό. Ό Σγουρός γύρισε απορημένος καΐ κοίταξε τή Μπιάνκα.

Κοίτα, τοΰ ξανάπε.

Έβαλε τό μάτι του. Τό δωμάτιο πού είδε έτσι, άν καΐ σέ περιο- ρισμένη έκταση, τοΰ είτανε γνώριμο. Ξεχώρισε μιά καντήλα^ ένα ανα- λόγιο, κάποιο κεφάλι σκυμμένο. ΕΙταν έκεϊ ό Ματτέος Καφούρης. ! κάνει άθελα του και πισωπατάει ψυχόρμητα.

Περίμενε καΐ θά ιδείς.

Έσκυψε πάλι στή χαραμάδα, κόλλησε τό μάτι του. Τ' αυτί του

395

έπιασε §να μπερδεμένο μούρμουρο άπό φωνές. Ό Καφούρης δέν εϊ- τανε μόνος.

ΕΙκοσο πέρπυρα τό Δεκέμβρη καΐ τριάντα τό Γενάρη μδς κάνουνε πεντ^ντα, λογαριάζει ή τραγουδιστή του φωνή καθώς τό σκελετωμένο δάχτυλο τρέχει πάνω στ' ανοιγμένο τεφτέρι. Πενήντα. . . Κι άλλα ει- κοσιπέντε τό Μάη ; Έβδομηνταπέντε. Έδώ είναι δ λογαριασμός μέ τό νί καΐ μέ τ6 σίγμα, λάβε τόν κόπο να ίδεΤς μο-^χγ^ος σου άν αμφιβάλ- λεις. Βλέπεις ; Ή σελίδα είναι στ' όνομα τοΟ άρχοντα. Έχουμε λοι- πόν καΐ λέμε : Τόκος για τό πρώτο δάνειο, Ιξη μέ τό δώδεκα : έβδο- μηνταδύο. Για τό δεύτερο, δεκαπέντε μέ τό Ιντεκα : εκατόν εξήντα πέντε. Για τό τρίτο, εικοσιπέντε μέ τό εφτά καΐ πενήντα : εκατόν ογδόντα Ιφτά καΐ πενήντα. ΚαΙ τώρα ή σούμα : τετρακόσα είκοσι τέσ- σερα καΐ πενήντα, χώρια τα μικροέξοδα. Μετρώ σωστά ;

Δεν ξέρω' μπερδεύομαι έγώ στα νούμερα !

Ό Σγουρός ανατρίχιασε, Ή δεύτερη αυτή φωνή , . . Κάπου τή θυμάται.

"Οχι, δχι, ξεφωνίζει ό γέροντας, μή μοΟ τα λές έτσι έμενα, γιατί είναι σά να μέ βρίζεις ! Παρακαλώ να μετρήσεις κ' έλόγου σου. θές ν' αρχίσουμε άπό τήν αρχή ;

θέλω νά τελειώνουμε, λέει κοφτά ή ξένη φωνή.

Ό Σγουρός σκύβει, μετατοπίζεται, πασχίζει νά ίδεΐ καΐ τόν άλλο συνομιλητή μά δέν τά καταφέρνει. Τόν ακούει μονάχα. Είναι μιά φωνή ρινόλαλη, τραχεία και κάτι δυσάρεστο τοΟ θυμίζει, δμως δέ θάξερε νά πεΤ ακριβώς τί.

Ποιος είν' ό άλλος ; ρωτάει χαμηλόφωνα τήν Μπιάνκα πού στέ- κεται πίσωθέ του.

Δέν τόν ξέρω. Ξανάσκυψε στή χαραμάδα.

Τετρακόσα πέρπυρα, κάτι τό λένε ! συνέχιζε ό Καφούρης ρεμ- βάζοντας. Δέν μπορεί νά είναι παραπονεμένος άπό μένα ό άρχοντας Σγουρομάλλης. Τόν δούλεψα δσο έπαιρνε.

Ό Σγουρός είχε αναπηδήσει. Ό άρχοντας Σ^θ[)ρομάλΧγις ! "Ω, μοίρα ! . . . Σύγκαιρα τ' αυτί του άκουγε τήν άλλη τή φωνή ν* αποκρί- νεται ξερά στό Γενοβέζο :

Δάνειο είναι, γέροντα. Δέ θά βγεΤς χαμένος. Ό αφέντης μου έχει βιός αμύθητο, λοιπόν θά πληρωθείς.

Τό μέτωπο τοΟ ΣγουροΟ ίδρωσε, τό χέρι του γύρεψε στήριγμα στό φύλλο τοΟ άρμαριοΟ. Πέρασε τήν παλάμη του μπροστά στά μάτια του αργά, τρέμοντας άπό λύσσα. Τόν είχε αναγνωρίσει τώρα τόν άλλον, άπό τή φωνή" είταν ό δολοφόνος τοΟ βασιλικού μαντατοφόρου, ό ψευ- τοκαλόγερος τοΰ Μυτζηθρα, ό κατάσκοπος τοΟ πανδοχείου έκεϊ, στή Μεσαρέα.

! ποΟ πας ; κάνει σαστισμένη ή Μπιάνκα.

Είχε πηδήξει έξω άπό τ' άρμάρι καΐ τώρα κοίταζε γύρω του μέ μάτι παλαβό τους τοίχους, σά για νά βρει μιά πόρτα, 2να άνοιγμα. Τό χέρι του είχε χουφτιάσει νευρικά τή λαβή τοΟ μαχαιριού του.

396

"Ανοιξε μου, ά'^οίξί μου, Μπιάνκα ! την ικετεύει ξέφρενος. Πρέ- πει νά μπώ έχεϊ μέσα.

ΠοΟ; ΈκεΙ.

Στην κάμαρα τοΟ πατέρα μου ! Τρελλάθηκες ;

Είναι άνάγχγ) !

δ£ΐηΐ3 Μαάοππόΐ ! έχει χάσει τό νοΟ του . . . Αγωνίστηκε πολύ νά τόν συνεφέρει, χρειάστηκε νά τοΟ παραστή- σει τον κίνδυνο πού έτρεχε αύτη, τό έργο πού είχε δ ϊδιος αναλάβει, Ειτανε σάν τρελλός.

Ό 3ί^Βρωηος πού βρίσκεται μέσα κεΤ, είναι κακοσημαδιά για τη ζωή μου, έλεγε τεντώνοντας τα μάτια του πού πια δέν έβλεπαν. Προ- βαίνει μπροστά μου κάθε - τόσο, νά μοΟ μηνύσει κάτι μαϋρο. "Ανοιξε μου, Μπιάνκα, δν μ' αγαπάς ! . . .

Τόν τύλιξε μέ τά μπράτσα της, κρεμάστηκε πάνω του άλαλιασμένη.

θες νά τά χάσεις δλα σέ μιά στιγμή ; τόν ρώτησε, ή ν' ακού- σεις ακόμα τί λένε χεί μέσα, νά φωτιστείς ;

Ναί, ναί, έχεις δίκιο, έκανε. Ν' ακούσω! Πρέπει ν' ακούσω. . . *Ανέβηκε πάλι στ' άρμάρι κ' έσκυψε στη χαραμάδα. Ή ανάσα του

είτανε τόσο ταραγμένη πού φοβότανε κι δ ίδιο; τώρα μήν προδοθεί.

ΚαΙ πώς θά τά πάρω πίσω τό κεφάλαιο ; πώς θά πάρω τους τόκους ; Αυτό νά μοϋ πεις !

Ό αφέντης μου έχει χτήματα.

Τότε γιατί δέν τά πουλάει ; Νά τά πουλήσει !

Νά πού έρχεσαι στά λόγια μου! Αυτό λογαριάζει νά κάνει, σ' τό εξήγησα.

Πότε δμως ; πότε ; Λόγια, λόγια !

Τά χτήματα είναι στη Βασιλεύουσα, γέροντα. Ανάγκη νά πάει έ Ιδιος έπΙ τόπου. Πώς δμως θά ξεκινήσει, αν δέν τόν βοηθήσεις, έσύ, μεσσίρ Ματτέο, γιά στερνή έστω φορά ;

Ό Σ^ουρδς είδε τό πρόσωπο τοΰ Καφούρη πού σηκωνότανε στον αέρα κ' έμενε ασάλευτο, μέ μάτι θαμπό. "Ετσι τό συνήθιζε δταν δού- λευε κάτι στό νοΟ του.

Δυό νύχτες τώρα μέ βασανίζεις, έκανε πικρά ό αόρατος απο- σταλμένος. "Αν έχεις νά κάνεις κάτι, κάνε το, γιατί ή υπομο-^γι μου σώθηκε, σ' τό λέω.

Και πότε λογαριάζει νά φύγει ;

Έμενα ρωτάς ; Μόλις τοΟ δώσεις τό καινούργιο δάνειο.

Κι άν, ό λόγος τό φέρνει, τό δώσω τώοα ;

θά φύγει παρευθύς.

Πάλι ό Καφούρης έμεινε νά κοιτάζει στον αέρα.

^'!)θ•Λθλο, πολύ ^όσνίοΧο, μουρμούρισε σά νά πάλευε τάχα μέ τόν εαυτό του μά κ* έτσι πού νά τόν ακούσει ό άλλος. Φανερό πώς άρχιζε νά λυγίζει.

Έλα, μεσσΙρ Ματτέο, και δέ θά βγεις χαμένος, έγώ σ' τό έγ•. γυ&μαι !

Ναί, μά πώς, πώς ;

397

Ό αποσταλμένος φαίνεταο -ως ζύγωσε δυο βήματα, τό πάτωμα ακούστηκε να τρίζει.

Τά χρέος του ό άρχοντας Σγουρομάλλης, γέροντα, θα τό πλη- ρώσε: στην πατρίδα σου πλουσιοπάροχα, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του. ΤοΟτο συλλογίσου. θα τΫ^ς ανοίξει τΙς πόρτες τοΟ Μοριά.

Λόγια, λόγια ! Ένα χρόνο τώρα τ' ακούω αυτά.

Λέν ήρθε ή στιγμή. Ό Μυτζηθράς έχει φρουρά γερή κ' ή Κε- φαλή τήν ορίζει. Χρειάζεται δουλειά πολλή ώσπου νά πάρει 6 Σγου- ρομάλλης δλα τά κλειδιά στο χέρι του.

Λόγια, σοΟ λέω, λόγια! Μέ κοροϊδεύει. Αγαπάει τους Φράγ- κους, τό ξέρω. "Αν παραδώσει κάποτε τό Μυτζηθρά, στους Φράγκους θά τόν παραδώσει, θά τό δεις.

Γελιέσαι ! Άπό τους Φράγκους δέν έχει πια κανένα διάφορο. Έγώ ά' τό λέω !

ΚαΙ πώς θά κάνει γιά νά ωφελήσει τήν πατρίδα μου ; Έ ; Α- νάγκη νά πατήσουμε οί Γενοβέζοι πρώτα πόδι στή Μονεμβάσα, πού είναι λιμιώνας, κ' υστέρα ν* απλωθούμε στή στεριά. Χμ ! Κ' ή Μονεμ- βάσα είναι κάστρο γερό, κρατάει.

θά βρει τόν τρόπο νά τή ρίξει. Ξέρει αυτός.

Στή Μονεμβάσα είναι οί Δαιμονογιάννηδες, φαμίλια ψυχωμένη. μπα, μπα ! Τίποτα δε γίνεται. . ,

Ό αποσταλμένος Ικανέ φαίνεται κάποια χειρονομία απελπισίας, ακούστηκε πού χτυπούσε τή ράχη τοΟ ένος χεριού του στή χούφτα τοΟ άλλου. "Ομως δ Καφούρης, αδιάφορος, παρακολουθοΟσε στον αέρα τ* ονειρό του, κ' ή οψη του είχε γλυκάνει. Σά ν' άκουγε μακρυνή, εξαίσια μουσική.

Πότε θά φύγει λές ; κάνει σέ μιά στιγμή.

Μόλις τοΰ στείλεις τά πέρπυρα.

Πάρ*τα !

Ή οτροψγ} είτανε ξαφνική, αναπάντεχη. Ό αποσταλμένος τοΟ Σγουρομάλλη δέ μίλησε, φανερό πώς είχε σαστίσει.

Βιαστικά, μέ νεανική σβελτοσύνη, ό Γενοβέζος σηκώθηκε, χάθηκε γιά λίγες στιγμές και πάλι ξανάρθε κρατώντας Ινα σακκουλάκι άπό κόκκινο πανί. Τ' άνοιξε μέ δάχτυλα τρεμάμενα πάνω στ' αναλόγιο, βούτηξε μέσα τό χέρι του, έβγαλε μιά χούφτα χρυσά νομίσματα κι άρ- χισε νά τά μετράει.

Τριάντα χρυσά πέρπυρα, είπε καΐ τ' άπλωσε στον ξένο.

Ό Σγουρός είδε δυό χέρια μαλλιαρά πού απλώνονταν νά πάρουν τό χρήμα, μιαν άκρη μελανοϋ μανδύα.

"Ομως θά φύγει ! έκανε ό Γενοβέζος τραβώντας πίσω τά χέρια του προτοΰ δώσει τό χρήμα, θά φύγει παρευθύς, μ' αυτή τή συμφωνία! Αλλιώς θά γυρέψω πίσω τά τρία δάνεια, κεφάλαιο μαζί και τόκους.

θά φύγει. Δυό μέρες άφοϋ θάχω φτάσει έγώ στό Μυτζηθρά, θά μπαρκάρει γιά τή Βασιλεύουσα.

Ό Καφούρης έδωσε τό χρήμα.

"Αντε τώρα, δίνε του ! λέει απότομα, γυρίζοντας τή ράχη του στον ξένο. ΚαΙ κάθεται πάλι στό θρονί του.

398

Τά βήματα ακούστηκαν να ξεμακραίνουν. "Εγινε σιωπή.

Λοιπόν ; ρώτησε ή Μπιάνκα τόν Σγουρό πού κατέβαινε πάλι στην κάμαρα. Καλά Ικανά πού σέ φώναξα ;

Ναι. ΚαΙ σ' ευχαριστώ, της είπε πιάνοντας της αφαιρεμένα τό χέρι.

Τό μέτωπο του ειταν ιδρωμένο, στό πρόσωπο του απλωνότανε χλωμάδα στυγνή.

"Ελα κάθησε, τόν κάλεσε ή κοπέλλα. Μα πώς άλλαξε έτσι ή δψη σου ;

Δέν είναι τίποτα" Ιχω ανάγκη άπό δροσερό αέρα. Ή ζέστη, μέσα -χει, τά μύρα σου, μέ ζάλισαν. . . θάρθω αύριο βράδυ να σέ ίδώ, Μπιάνκα. Μέ συμπαθάς, ί ;

Τ-^ς χαμογέλασε άτονα, γυρεύοντας να δικαιολογηθεί. Κ' εκείνη, βλέποντας τον έτσι αλλοιωμένο, δέ δοκίμασε κάν νά τόν κρατήσει. Σκεφτική, τόν συνόδεψε ίσαμε τή σκάλα, τοΟ Ιφεξε στό κεφάλόσκαλο. «Βγαίνοντας, τοΟ είπε, μή χτυπήσεις δυνατά τό πορτόφυλλο. Κι άν θε- λήσεις νά ξανάρθεις κανένα βράδυ, ρίξε μου §να χαλίκι στό παραθύρι. Είναι ίσια πάνω άπό τό πορτί. θά στείλω τή δούλα μου κάτω, νά σ' ανοίξει.»

θά ξανάρθω, τή βεβαίωσε. Έκανε νά κατέβει, ξάφνου θυμή- θηκε, γύρισε καί, γιά νά μήν της μείνει καμμιά αμφιβολία επικίνδυνη, τήν πήρε στην αγκαλιά του καΐ τή φίλησε στό στόμα.

Σ' αγαπώ πάντα, Μπιάνκα.

"Οχι, δέ μ' αγαπάς, τοΟ λέει αυστηρή. Μά δέν πειράζει. Σώνει νά μήν αγαπάς άλλη.

"Εσκυψε τό κεφάλι του σκεφτικός καΐ κατέβηκε τή σκοτεινή σκάλα.

ΐ"*"" ^ιη

1 ϋ ,,ΠχΠ. ϋ»..-»..».-.»...»»

^'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΛ'

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ

ΙΤΑΝΕ προειδοποίηση ί τελευταίος λό- γος της Μπιάνκας ή φοβέρα ; Τ' ανα- ρωτιέται ό Σ^ουρίίς καθώς γυρίζει στην κάμαρα του, κι οχι βέβαια γιατί τόν ενδιαφέρει αυτή καθαυτή ή αγάπη της Γενοβέζας. Τ' αναρωτιέται, μέσα στον ξαφνικό σίφουνα πού Ιζωσε το 'μυαλό του, επειδή νιώθει να ξεμυτίζει ακόμα κι άπ6 τή λεπτομέρεια τούτη Ινας καινούργιος κίνδυνος.

Πολλές είναι οί αποκαλύψεις που τοΟ έγιναν απόψε, κι δλες μονοκοπα- νιάς, ανελέητα. Για τήν ειλικρίνεια τοϋ Καφούρη δέν έχει πιά, ΰστερ' απ* δσα άκουσε, λόγο ν' αμφιβάλλει" δ- μως ή διαπίστωση τούτη, πού θα τοϋ είτανε σ' άλλη στιγμή ανακουφιστική, φωτίζεται τώρα, ί\Χθί[ίθ•^ο ! άπό καινούργιο, τρομαχτικό φως. Τό σχέ- διο τοΟ Γενοβέζου είναι πλατύ : ν* άρπάςει τήν Καλαμάτα μα καΐ τό Μυτζηθρά, να χτυπήσει ακόμα κατάκαρδα Φράγκους μαζί καΐ Ρωμιούς, άδιαφόρετα. Ποιος ξέρει τί άλλο ακόμα απεργάζεται στον πολυδαίδαλο νοΟ του, Καμμιά δέ μένει πιά αμφιβολία πώς ό λιγδερός γέροντας δου- λεύει σκοτεινά στην υπηρεσία της πατρίδας του, πώς είναι πολιτικός της πράχτορας. Πάνω άπό τΙς θάλασσες, ή Γένοβα απλώνει τό νυχοπό- δαρο ν' αρπάξει τό Μοριά, νά κονέψει κυρίαρχη σε ζωτικά κέντρα της Ανατολής, νά προλάβει τή Βενετία σ* δλες τΙς πιθανές της φιλο- δοξίες, κερδίζοντας Ιτσι αγνάντια της ανάστημα, δπλα, άντιστύλια γιά τό θανάσιμο ανταγωνισμό.

Στή δούλεψη της ό Καφούρης κατάφερε νά ζέψει δυό μαζί καμα- τερά. "Ενα αυτός ό ίδιος 6 Σγουρός, πού θά τοΟ κερδίσει τήν Καλα- μάτα μαχαιρώνοντας κατάστηθα τήν αυθεντία των Βιλλαρδουίνων. Κ' ή πριγκηπέσσα θά βρεθεί έτσι ?να πρωι' τελειωτικά ορφανή, ξερριζω- μένη άπό τή ζεστή φωλιά, τό πατρογονικό της χχ'ζτρο. Ό άλλος, προ- δότης της "Ορθοδοξίας ισόβιος, δ Σγουρομάλλης. ! Χριστέ . . . Τί σοΰ λέει αυτή ή συγγένεια ; . . . θείος μαζί κι άνηψιός, απρόσμενα συν- ταιριασμένοι στην ίδια βδελυρή πράξη. Μήπως είναι καταδίκη άπό τή

400

μοίρα, ρίζικό μαϋρο της φαμόλίας, να ξεπέφτει έτσι θεληματικά η άθελα, δμως αναπόφευκτα, στην προδοσία ;

Ανατρίχιασε ό Σγουρός. Για μιαν ακόμα φορά στή ζωή του, ίσως την κρισιμώτερη, στέκεται αντιμέτωπος σέ κάτι παγερό κι απάνθρωπο, τέρας μέ κρύα πνοή καΐ κρ^υσταλλωμένα μάτια, πού είναι τό γραφτό. Τό κοιτάζεις δακρυσμένος άπό λύσσα, σφαδάζοντας, καΐ βλέπεις τό εί- δωλο σου ν' άντικαθρεφτίζεται ασυγκίνητα μέσα στά -γουρλωχά του μά- τια. "Ελεος δέν έχεις νά προσμένεις άπό κείνο. "Ενα μονάχα μπορείς : Νά τό πολεμήσεις άγρια, νά τό πελεκήσεις κατακούτελα, ή τουλάχιστο νά τό ξεγελάσεις. Χαίρεται λοιπόν ό Σ-χοορ^ς πού, προτοΟ ακόμα τό νιώσει νά ορθώνεται, άπό προαίσθημα οδηγημένος, τοΟ έστησε τήν πρώτη κιόλας παγίδα: Τό ταξίδι στό Μυτζηθρά, ή συμφωνία μέ τήν Κεφαλή, έδωσε τήν πρώτη διαφυγή καΐσύγκαιρα τό μέσο τοΟ λυτρωμού. Ευλογη- μένη ή ώρα πού διανοήθηκε ν' άπιστήσει στό Ματτέο Καφούρη ! . . .

"Ομως, τώρα, ό καιρός βιάζει. Τώρα δέν υπάρχει πιά περιθώριο γιά ψιλολογήματα και γι' αναβολές. "Ο, τι έχει νά γίνει πρέπει νά μπει τό γρηγορότερο σέ πράξη. Οί δυνάμεις τοΟ σκοταδιού παραφυλάνε. Εμ- πρός μ' δλη τήν ψυχή, καΐ τά μαλλιά στον άνεμο !

*Από τή βραδυά εκείνη ό Σ-γουρ^ς δέ γνώρισε αναπαμό ούτε μέρα οδτε νύχτα. Είκοσι μέρες απόμεναν ώς πού νά εξαντληθεί ή διορία τοϋ Καφούρη. Είκοσι μέρες! Και στό διάστημα τούτο νά γίνει μιά κοσμο- γονία" προλήψεις νά σβηστούν, ίσκιοι νά σκορπίσουν, δισταγμοί νά δια- λυθούν, καΐ τέλος δλες οί αναγκαίες προετοιμασίες. Ό Φεντόρ γύρισε πίσω μιά βδομάδα αργότερα, φέρνοντας καλά μαντάτα. Ή Μάϊνη θά έ- στελνε έξακόσους άντρες, δλους ψυχωμένους, ανθρώπους τοΟ ^ΟΌ'^οΰ πού ποτέ δέν έσκυψαν σβέρκο σ' αφέντη. Άπό τή Γιαννιτσά μπορούσανε νά ξεδιαλέξουν ίσαμε εικοσιπέντε παλληκάρια. Ή Καλαμάτα θά δώσει τους υπόλοιπους, άλλους τόσους δηλαδή. Τους τελευταίους το()τους ί Σγουρός τους είχε στό νοΰ του έναν - Ιναν, θά τοΟ είταν ξΧ)%ο\ο, άν ήθελε, νά κάτσει καΐ νά γράψει τά ονόματα τους, βαφτιστικό καΐ παρανόμι, τόσο καλά τους γνωρίζει. Είταν δλοι τους άνθρωποι αποφασισμένοι.

"Ενα βράδυ, στή Γιαννιτσά, βράδυ ταραγμένο τοΰ Νοέμβρη, καθι- στοί στό παραγώνι ό Φεντόρ κι ό Σ•^ο\^ρϊίς καταστρώνανε τ' οριστικό σχέδιο. Έξω φυσούσε νοτιάς, πυκνή είταν ή άτμοσφαίρα άπό θύελλα πού ζυγώνει.

θά χρειαστεί νά βαστήξουμε ίσαμε μιά βδομάδα, έλεγε δ Σγου- ρός μιλώντας γιά τά μετά τό πάρσιμο. Στό μεταξύ τούτο, μπορούμε νά λογαριάζουμε στΙς γιστέρνες τοϋ κάστρου πού πρέπει νά είναι ξέχει- λες άπό τροφές.

Άπό τήν Καλαμάτα δέ θά μπάζουμε τίποτα ; Ό Σγουρός τό θαροΰσε αδύνατο. Πρόβλεπε πολιορκία στενή άπό μέρος των Φράγκων.

"Ομως ό Καφούρης σοΟ υποσχέθηκε, λές, βοήθεια, επέμεινε ό Φεντόρ. Γιατί δέν τή δέχεσαι ;

"Οχι ! άπό τόν Καφούρη δέ θέλω τίποτα.

Δέ μίλησε δ Γιαννιτσώτης, δμως αυτό οέν τό πολυκαταλάβαινε. "Ωσπου νά φανούν τά κάτεργα της Γένοβας στό πέλαγο καΐ νά γίνει

26 Ή ΠριγΗη:τίαοοί 'Ιζαιιηώ 401

.φανερό πω; οΐ ροβολατόροι δέν ζ6 είχανε ον.οηο να παραδώσουν τό ■Αάοτρο στού; Γενοβέζους, μπορούσανε μια χαρά να εκμεταλλεύονται τήν πλάνη τοϋ Καφούρη. Κάθε μέσο εΓτανε γί' αυτόν καλό.

Δέ θέλω τίποτα από τόν Καφούρη ! ξε'^ώνισε πάλι αγριεμένος 6 -γουρός. μονάχο: μας ή τίποτα!

"Επεσε μια μικρή ψυχρότητα ανάμεσα τους. Δέν εϊταν ή πρώτη •.^ορά που 6 Ρωμιός καταλάβαινε πώς οΐ βαθύτεροι οχοποί του διέφε- ραν από τοϋ Σλαύου. Τό Γιαννιτσώτη, εϋτανε φανερό, τόν κινοΟσε μο- νάχα ή εκδίκηση, δίψα σκοτεινή να πάρει πίσω τό αίμα πού τοΟ χρω- στούσαν. Άπό τη στιγμή πού θα είχανε πατήσει τό κάστρο καΐ πέρα, όλα τοϋ εΙταν αδιάφορα αύτουνοΰ. Αδικαιολόγητη καΐ μπερδεμένη, ακατανόητα αισθηματική, θαροϋσε κατά βάθος τήν απόφαση τοϋ Σγου- ρού νά τό παραχωρήσουν στους βασιλικούς τοϋ Μυτζηθρά κι δχι στους Γενοβέζους, πού μοιάζανε οί πιό σίγουροι.

Δέ σκέπτεσαι φρόνιμα. Ικανέ ύστερα άπό σκέψη, παλεύοντας νά συγκρατήσει τήν αγανάχτηση του. 01 βασιλικοί τοϋ Μυτζηθρά δύσ- κολα θά πατήσουν τήν τρέβα, καΐ τότε, σά θά 'χεις γελάσει καΐ τόν Καφούρη, άπό ποϋ θά λάβεις βοήθεια ;

*Από τόν εαυτό μου!

Παιδιάστικα μιλάς, Σγουρέ.

Οι βασιλικοί θά τήν πατήσουν τήν τρέβα. Ικανέ επίμονα ό Σγουρός, βλέποντας πώς δέν Ιχει άλλο επιχείρημα στή διάθεση του.

Τή στιγμή εκείνη μπήκε ή Βάρια κουβαλώντας στην αγκαλιά της Ινα μπόγο σκοινιά. Πήγε νά καθήσει αντίκρυ τους στό παραγώνι, κ' Ιπιασε νά πλέκει αμίλητα.

Κοντεύεις, Βάρια ; ρωτάει δ Σγουρός φαιδρά για νά γυρίσει τήν κουβέντα.

Ή Βάρια χαμογέλασε μ' αφέλεια κι άφησε νά κυλήσουν άπό τήν ποδιά της χάμω κάμποσα μπόγια σκοινί. Είτανε πλεγμένο σκάλα, ή σκάλα πού θά βάζανε γιά ν* άνεβοΟνε στό τειχΐ τοϋ κάστρου.

θά ρί'^ουμξ, τόν κόμπο ποιος θ' ανέβει πρ&χος^ είπε γελώντας 6 Σγουρός. Δέχεσαι Φεντόρ ;

Ό Σλαϋος πάλι δέν αποκρίθηκε. Τά μάτια του, χωνεμένα στΙς γοϋβες τοϋ ακανόνιστου κρανίου του, μένανε σκοτεινά.

Βάρια, μας ρίχνεις έσύ τόν κόμπο ;

Ανέβα τζρίύτος άν σ' αρέσει, είπε ό Φεντόρ δύσθυμα, δίχως νά τόν κοιτάζει. "Ομως, νά ξέρεις : τόν πρώτο Φράγκο πού θά βρούμε απάνω, θά τόν ματώσω έγώ.

Είτανε καΐ τοϋτο δηλωμένη του επιθυμία : Νά πελεκήσει τόν ηρωτο Φράγκο ψρουρί) μέ τό χέρι του. θά χτυπήσουμε μονάχα δσους μας είναι επικίνδυνοι, είχε προτείνει δ Σγουρός. Τους άλλους θά τους ξαρ- ματώσουμε καΐ θά τους στείλουμε Ιξω, στους δικούς τους. "Οχι, είχε φωνάξει δ Σλαϋος μανιακά. Θά περάσουν δλοι τους άπό τό λεπίδι !

αρχική του πρόθεση είτανε νά σφάξουν δλη τή φρουρά κ' 5- στερα νά βάλουν φωτιά στά χτίσματα. Μέ κόπο μεγάλο κατάφερε δ Σγουρός νά τόν πείσει πώς ή πυρκαγιά δέν τους συνέφερε, άφοϋ Ιτσι κι αλλιώς θά εϊταν αναγκασμένοι νά βαστήξουν πολιορκία.

402

Κοίταζε κι απόψε τό μελλούμενο συμπολεμιστή του καΐ πάλ^ συλ- λογιζόταν άπό τι δρόμους αντίθετους ξεκινάνε πολλές φορές οι άνθρω- ποι για να σμίξουν στό Ιδιο σταυροδρόμι. Αυτόν έδώ, τόν φοβόταν. Λές κα'ι στην ψυχή του ποτέ δέν είχε φέξει αχτίδα ήλιου, ποτέ δέν κελάι- δησε πουλί, ποτέ δέ μπουμπούκιασε λουλοΟδι. Τό \ιΙοος μονάχα φυτρώ- νει στα Ιγκατά της, φυτό φαρμακερό. Κι δμως, Ινα βράδυ, δέν πάει πολύς καιρός, έκεΐ στό πανδοχείο της Καλαμάτας, τοϋ είχε φανεί . . . «θα σέ συχωρέσω , . . . γιατί θα πεί πώς τήν αγάπησες περισσότερο κι άπό τό ίδιο σου τό μίσος . . είχε πεί ό Φεντόρ. Τί μέταλλο, λοι- πόν, κρύβει ό άνθρωπος μέσα στα λαγούμια της συνείδησης του ; Σίδερο ή μάλαμα ;

Ποτέ δέ θα τό μάθεις.

Κι ό καιρός έζύγωνε. "Ετρεχε ό Σγουρός άπό καλύβα σ* εργα- στήρι κι άπό τόν κάμπο στό βουνό να συδαυλίζει ψυχές, να φυσάει τή θράκα πού λουφάζει, να συντηρεί τή σπίθα πού άναψε δειλή. Έμπαινε ορμητικός, μ* ενθουσιασμό, Ιδινε κουράγιο σ' αποθαρρυμένους, φυσοΟσε τήν αισιοδοξία μέ τό γέλιο καΐ μέ τό χωρατό. Είτανε σπίτια, φαμίλιες, πού τόν καρτεροΟσαν τα βράδυα νάρθει σαν τό Μεσσία, να ξεκουράσει άπό τήν άνέλπιδη πεζοπορία της ημέρας. Συχνά τοΟ είχε τύχει νά τους Ιδεί πού βγαίνανε νά τόν προϋπαντήσουν στά κατώφλια, κρεμιόντανε στά παραθύρια, τοΟ γνέφανε μακρυάθε ανυπόμονα. Καθόταν άνάμεσό τους λίγες στιγμές στό παραγώνι, τά μωρά σκαρφαλώνανε στά γόνατα του, οί κοπέλλες ξεθαρρεμένες ζύγωναν αγάλι - αγάλι, γητεμένες άπό τήν κουβέντα του, ν' ακουμπήσουν τό μπράτσο τους στή ράχη τοΟ θρο- νιοΟ του. Δέν τους Ιλεγε ψέματα, δέν Ιταζε παραδείσους ούτε άφιόνιζε μέ παραμύθια, ΜιλοΟσε τήν απλή γλώσσα τοΰ βαθύτερου καϋμοΟ* τους έλεγε για τή γή πού καρπίζει γιά κείνον πού τή δούλεψε, γιά τόν ήλιο πού ψήνει τό χρυσό στάχυ, τήν άνοιξη πού φέρνει πίσω τά πουλιά, τή ζωή πού είναι όμορφη, ^ωρο θεϊκό, καΐ πλάστηκε έτσι πού νά τή χαί- ρεται δμοια ί άητός καΐ τό μαμοΟδι. Έξω φυσοΟσε ό αψύς άνεμος τοΟ χειμώνα, ό Άστρίτης έτρωγε τό καρφοπέταλο προσμένοντας νά φύ- γουνε γι' άλλοΟ. "Ομως έδώ είχε ανατείλει ό μυστικός ήλιος τής ευτυ- χίας, ζέστα ευλογημένη, φώς ίλαρό.

Τότε καταλάβαινε κι αυτός, δίχως νά τοΟ περνάει άπό τό νοΟ ή Ιγνοια νά τό πλέξει και μέ λόγια, πώς δέν υπάρχει στον κόσμο ανώ- τερη, ιερότερη χαρά, άπό κείνη πού δοκιμάζει ό άνθρωπος σάν δίνει τή χαρά στό διπλανό του.

Τώρα τό εί•κοαά\ιερο κόντευε νά περάσει, δυό - τρείς ήμερες απόμεναν ακόμα γιά τή μεγάλη στιγμή. Είχαν ορίσει τά καθέκαστα, τήν ώρα πού θα γίνει τό ρεσάλτο, άπό ποια μεριά τοΟ κάστρου" ποΟ θα σμίξουν γιά τό ξεκίνημα. Έφυγε αποσταλμένος στό βουνό 6 Σάββας 6 ζευγάς νά ειδοποιήσει τους Μαϊνιώτες πώς ώρα είναι νά συναχτοΰν καΐ νά κατηφορίζουν. Ή πρόβλεψη εΙτανε πώς αντίσταση σοβαρή δέ θά βρίσκανε τήν πρώτη στιγμή. Άπό κεί καΐ πέρα περιμένανε τις δύσκο- λες ώρες, δταν οί Φράγκοι Οά ξαναγύριζαν ενισχυμένοι σ' αριθμό καΐ γεμάτοι άπό τή μνησικακία τοΟ πατημένου φιλότιμου. Τό κάστρο εϊταν £\)•κολ6•:ζρο νά παρθεί καΐ ^υογ.ολ6•ζζρο νά κρατήσει.

403

Στό μεταξύ δ Σ'•(0Όρ6ς είχε πάει δυό άχέμα (ρορϊς να ίδεΤ τον Καφούρη. Παρ* δλη τήν απέχθεια πού Ινιωθε σαν τόν άντίκρυζε, είχε σκεφτεί πώς δεν είναι φρόνιμο να τόν αποξενώσει άπό τώρα, γιατί ό πανοΟργος γέροντας θάμπαινε βέβαια σ' υποψία. Τόν έσμιξε λοιπόν στο σπίτι του καΐ τόν κατατόπισε πολύ γενικά κι αόριστα στα δσα σχεδιά- ζονταν. Παραξενεμένος είδε πώς 6 Γενοβέζος δέν φανέρωνε τώρα τόν Ιδιο ενθουσιασμό καθώς τήν πρώτη φορά. Ψυχρός άκουγε, με μισόλογα επιδοκίμαζε, κ' Ιμοιαζε ολότελα Ιπιφυλαχτικός σέ υποσχέσεις. Μια μονάχα φορά, καθώς δ Σ^ουρί)ς δοκίμαζε επιτήδεια να τόν ξεψαχνίσει, ξδειξε περισσότερη θέρμη κι αγαλλίαση, Ό νέος, τοΟ είχε κάνει με τρόπο λόγο για τόν Σγουρομάλλη : «Οί Φράγκοι, καθώς μοΟ τδπες, μεσσίρ Ματτέο, θάναι μακρυά για να μας χτυπήσουν τήν πρώτη κιόλας στιγμή" στό τορνέο τής Ανδραβίδας. "Ομως οί βασιλικοί τοΟ Μυτζη- θρά ; ΠοΟ ξέρεις άν δέ θελήσουν τοΟτοι νά μας ριχτοΟν για να ευχα- ριστήσουν τόν πρίγκηπα καΐ νά τοΟ δείξουν Ιτσι, χεροπιαστά, τήν πί- στη τους στην τρέβα ;

Δέ γίνεται, δέ γίνεται, είχε αποκριθεί ζωηρά δ Καφούρης. Οί βασιλικοί δέ θά χτυπήσουν ομόδοξους, καΐ μάλιστα δίχως δφελος κανένα.

Ναι, μά δέν ξέρω άν ίχεις ακουστά γιά κάποιονε πρωτοστρά- τορα Σγουρομάλλη, γασμοΟλο, πού είναι φίλος τών Φράγκων κ' έμπι- στικός τοΟ σενεσάλου.

Ό Καφουρης είχε χαχανίσει πονηρά.

Τόνε ξέρω, αφέντη ΣγοΟρο, τόνε ξέρω, μή γνοιάζεσαι ! "Ομως έγώ φρόντισα καΐ γιά τοΟτο : Ό Σγουρομάλλης είναι μακρυά τώρα, μακρυά !

Πώς δηλαδή μακρυά ; Πέρα κι άπό τό Μυτζηθρά ;

05 ! . . . Στή Βασιλεύουσα τόν Ιχω ξαποστείλει !

Γέλασε γιά ώρα ό Καφούρης, τραντάζοντας τους ώμους του, δίχως νά δώσει καΐ περισσότερες εξηγήσεις. "Ομως τοΟ Σγουρού τοΟ εϊταν αρκετό κι αυτό. "Ο, τι είχε μαντέψει τή βραδυά πού κρυφάκουσε τη σκηνή άπό τ' άρμάρι της Μπιάνκας, επιβεβαιωνότανε τώρα. Ό Κα- φούρης Ιδωσε τό τρίτο δάνειο γιά ν' απομακρύνει άπό τό Μοριά τόν πρωτοστράτορα.

Τελευταία ανησυχία Ιμενε γιά τόν Σ-γουρό ή απάθεια τοΟ Γενοβέ- ζου στΙς άλλες στιγμές, πού μιλούσανε γιά τό πάρσιμο τοΟ ν,&α-ίρου. Είταν αληθινή ; φανέρωνε δυσπιστία, μετάνιωμα ; μήπως δ γέροντας υποκρινόταν ;

Απόχτησε τή βεβαιότητα γιά τό ^εΰτζρο πάνω στή συνέχεια τής κουβέντας τους, κι ακόμα περισσότερο μιαν άπό τΙς τελευταίες βραδυές πού βρισκότανε στην κάμαρα της Μπιάνκας.

Φεύγουμε σέ δυό μέρες, τοΟ είχε πει ή κοπέλλα, γιά τό τορνέο τ^ς Ανδραβίδας.

Φεύγετε ; ποιοι δηλαδή ; Έγώ κι δ πατέρας μου.

Απόρησε δ Σ'^οορ'ός.

θά πάτε κ' εσείς λοιπόν στό τορνέο ;

404

Να(, θα πάμε. Ό πατέρας μου τδχει αποφασίσει από μέρες. θα συναχτεί έκεϊ δλο τ* άρχοντολόϊ τοΟ πριγχηπάτου χι ίϊλλοι πολλοί μαζί, εκκλησιαστικοί, βουργησέοι πλούσιοι, έμποροι, θάναι μια ευκαι- ρία σπάνια, λέει ό πατέρας, για να συναντήσει κάποια πρόσωπα, να φροντίσει τΙς δουλειές του.

Ό Καφούρης λοιπόν ήθελε να φύγει. Τώρα μάντευε τήν υστερο- βουλία του δ Σ-^ουρός. "Ηθελε να φύγει για να είναι μακρυά τήν ήμερα πού θα γίνει ή απόπειρα ενάντια στό γ,άοτρο, νά αήν τόν ύποψιαστοΟν οι Φράγκοι πώς κάτι ξέρει ή πώς μ' έναν οποιοδήποτε τρόπο έχει βά- λει τήν ο^ρά του στην άσχημη τούτη δουλειά, θά Ιχει λόγους νά φο- βάται δ Καφούρης, στοχάστηκε δ Σγουρός, κ* έπειτα λογαριάζει πώς τό πράμα δέ θά μείνει καΐ για πολύ κρυφό. Μιά μέρα βέβαια θά φα- νούνε στ' ανοιχτά τά κάτεργα τής Γένοβας. . . Τότε δμως, σιγουρεμένος πιά, θά μπορεί νά ξεσκεπάσει άφοβα τη μηχανορραφία.

Φεύγετε λοιπόν γιά τό τορνέο. . .

Ναί, λέει ή Μπιάνκα. Μή νομίσεις ωστόσο, ΙβδΟΓΟ ηιίο, πώς πάω μέ χαρά μου έκεΐ. Πάω γιά νά μή δώσω υποψίες στον πατέρα μου λέγοντας πώς προτιμώ νά μείνω. Νάτανε πριν άπό §να μήνα, δέ σοϋ λέω ! . . . θά έσκαζα άν δεν πήγαινα" είχα τόσο βαρεθεί τή ζωή στην Καλαμάτα ! Τώρα δμως, τώρα πού ξανάρθες έσύ. . .

Δέν άπόσωσε τήν κουβέντα της. Έγειρε λιγωμένη στην αγκαλιά του καΐ τοΟ έδεσε τά δυό της μπράτσα γύρω στό λαιμό. Ή αγάπη της ή ξαναφουντωμένη εΐταν υπάκουη τώρα καί τρυφερή, δχι άγριωπή κα- θώς τόν πρ&χο καιρό στ' Άνάπλι. Κάτι μέσα της είχε ενηλικιωθεί, ωρίμασε, ϊσως ή συναίσθηση πώς είναι αυτή πού δένεται κι αυτός πού αδιαφορεί, ή μοιρολατρική γνώση πώς στον έρωτα δ αδύνατος είναι κείνος πού περισσότερο αγαπάει.

Δυό μέρες.άργότερα, οί λιγοστοί Φράγκοι τοΟ γ,άοτροο, πραγματικά, φύγανε γιά τήν Ανδραβίδα. Έράλδοι έφιπποι είχαν έρθει πρΙν στην Καλαμάτα νά κηρύξουν πώς δ πρίγκηπας καλεί σε τορ^ίο μεγάλο τους Πασσάλους του, βαρώνους, φλαμπουριάρηδες κ' ιππότες. Στηθήκανε κα- ταμεσίς στις πλατείες, σημάνανε τά μακρυά τους τά σαλπίγγια στους τέσσερους άνεμους καΐ κράξανε πώς τό τορνέο γίνεται γιά τά πρώτα γε- νέθλια τής πριγκηποπούλας, της Μαχώς. Έν,ας χρόνος έκλεινε άπό τή γέννηση της.

Στό -κόίοτρο έμειναν λιγοστοί άνθρωποι των αρμάτων γιά φρουρά κι δ κιβιτάνος. Μαζί μέ τους άρχόντους, φεύγανε γιά τήν Ανδρα- βίδα πλήθος βουργησέοι μέ τΙς φαμίλιες τους, κληρικοί ανώτεροι, έμποροι ντόπιοι καί ξενομερίτες, κουβαλώντας τΙς πραμάτειες τους πάνω σέ μούλες και γαϊδούρια. "Αδειασε δ τόπος άπό τή λάμψη καΐ τό λοΰσο τής αρχοντικής ζωής, κάτι σά σύγνεφο λές πέρασε πάνω στον ήλιο καί τόν έσβησε. Όλόξαφνα, ή Καλαμάτα είχε γυμνωθεί. Έ φτω- χολογιά μονάχα απόμενε κυρίαρχη στους δρόμους.

Τήν ίδια νύχτα, ή Μπιάνκα αποχαιρέτησε τόν Σγουρό. Είχε έρθει εκείνος νά βεβαιωθεί πώς δ Καφούρης φεύγει, δμως ή κοπέλλα φαν- τάστηκε πώς γιά χατίρι της έρχεται. Ξετρελλαμένη άπό χαρά, απρόσ- μενη ευτυχία, θέλησε νά τόν κρατήσει ώς τό πρωί, νά ζήσει μαζί του

40δ

ολονύχτιο χά5:. 'ίίστόσο εκείνος είχε τό νοΟ του κιόλας άλλοΟ, είτανε βιαστικός, ανυπόμονος, σαν πουλάρι πού όσμίστηκε τόν ανοιχτό αέρα. Τήν αποχαιρέτησε δίχως καθόλου να καθήσει και λύθηκε επιτήδεια άπό τ' αγκαλιάσματα της.

Λοιπόν, θα τό επιχειρήσεις ; τόν ρώτησε χαμηλόφωνα, με ττ| βαρεία της τη φωνή καθώς τόν έβλεπε Ιτοιμο να κατέβει τη σκοτεινή σκάλα.

Σε τρεΤς ήμερες, τέτοιαν ώρα, της δήλωσε λακωνικά. Στάθηκε να τόν κοιτάζει αμίλητη, με βαθύ και μακρόσυρτο βλέμμα.

Λεύτερη γορά. πού σ' αποχαιρετώ, τοϋ λέει τέλος σκεφτική. Έ πρώτη εϊτανε στ' Άνάπλι, στό περιβόλι μου, υστέρα άπό τό ρε- σάλτο. Δεύτερη απόψε . . .

Κάτι ήθελε ακόμα να πει μα κόπηκε. Έ ματιά της είχε θολώσει. Καθώς δμως εκείνος Ικανέ να κατέβει, τόν σταμάτησε.

"Αν δεν ξαναδωθοΰμε, είπε βραχνά, θέλω να ξέρω, Νικηφόρε, πώς κ' έσύ μ' αγάπησες . . .

Κόμπιασε πάλι καΐ τέλος, μέ κόπο, πρόσθεσε :

... μια στάλα.

Μα ναί, τή βεβαίωσε αφαιρεμένος. Γιατί αμφιβάλλεις ; Είτανε βιαστικός. Τόν άφησε. Ξάφνου μια σκέψη τοϋ πέρασε από

τό νοΟ : Τόν αποχαιρετάει ή Μπιάνκα Ιτσι γιατί λογαριάζει πώς στην περιπέτεια πού ξανοίγεται μπορεί νά βρεϊ καΐ τό θάνατο. Νά κάτι πού εκείνος καθόλου δεν τό είχε σκεφτεί.

Στάθηκε άπό λόγου του τώρα καΐ τήν κοίταξε σκεφτικός. Δε θά- θελε, δχι, νά τήν αποχαιρετήσει ίσως γιά πάντα έτσι, μ' ενα ψέμα στα χείλη.

Γιατί μοΰ τό λες αυτό ; κάνει γυρεύοντας νά βρει τρόπο ν' αρ- χίσει τήν εξήγηση, γεμάτος αμηχανία κρυφή.

Τά μάτια της, αναπάντεχα, τά βάρυνε θλίψη απέραντη, μελαγχο- λία πικρή. Πρώτη φορά της έβλεπε αυτό τό βλέμμα.

ΚαΙ ξάφνου τή λυπήθηκε. ΤοΟ είχε χαρίσει δ, τι δυνόταν, ολάκερη τήν αγάπη της, τόν πατέρα της πρόδωσε, κρέμασε τή ζωή της τάμα στό λαιμό του. Μεμιάς, κάποια είκόνα ζωγραφίζεται στό νοΟ του ολο- κάθαρα : έκεΤ - κάτω, στό τορνέο της Ανδραβίδας, δυό γυναίκες άγνω- στες αναμεταξύ τους, θά σμίξουν καΐ θά καθήσουν στην ϊδια σύναξη, Ισως κοντά ή μιά στην άλλη. Δυό γυναίκες πού είναι σύμβολα στη ζωή του. Ή μιά τοΟ έδωσε δ, τι μπόρεσε κ' είναι ή γελασμένη. Έ άλλη δέν τοΟ έδωσε τίποτα, της τά Ιδωσε δλα, κι ό γελασμένος είν' αυτός.

"Οχι, δχι, ή Μπιάνκα, πού δέν κέρδισε τή γλυκεία αλήθεια, αξί- ζει τουλάχιστο ενα γλυκό ψέμα. Λοιπόν δέ θά της πεΤ. . .

"Εχε γεια, Μπιάνκα !

Τοϋ Ιγνεψε μελαγχολικά μέ τό γυμνό ίσαμε τόν ώμο χέρι της κι απόμεινε στό κεφαλόσκαλο νά τόν θωρεί ώς πού τόν Ιχασε άπό τά μά- τια της.

Και νά ! ή ώρα είχε φτάσει. Οί Μαϊνιώτες δε φάνηκαν ακόμα, δμως πρέπει νά βρίσκονται στό ^ρόμο. "Ισαμε πού νά πάει τό μαντάτο

406

στον πρίγκηπα, να σηκώσει κείνος τ' άλλάγια του καΐ να κατέβει στην Καλαμάτα, τ* αδέρφια άπό τά βουνό ίχουν δλο τόν καιρό νάρθοΟνε. Δέν πρέπει να χάνεται στιγμή, τό τορνέο δέ θα κρατήσει βέβαια αΖώνια. ΤΙς δυό τελευταίες ήμερες, οί ροβολατάροι βρέθηκαν ξάφνου δίχως νάχουνε τίποτα να κάνουν. Είχανε φανταστεί πώς θα τους είναι αναγ- καίες κι αυτές για να άποσώσουν τΙς προετοιμασίες καΐ τώρα βλέπανε πώς θα μπορούσανε να έχουν ορίσει για πιό νωρίς τόν ξεσηκωμό. Κάτι σάν άθυμία νευρική τους κυρίεψε ξαφνικά, πόθος ανυπόμονος για ενέρ- γεια, που φιμωνότανε, πλάνταζε αρρωσταίνοντας τήν ψυχή. Ότσαγγάρης στΙς δυό τοΟτες μέρες είχε γίνει αγνώριστος, χώνεψε ολότελα τό μάγουλο του καΐ τά μάτια του γυάλιζαν ολοένα άπό τόν πυρετό. Σά μανιακός βημάτιζε μέσα στό μαγαζί, βημάτιζε τά βράδυα στό σιδεράδικο τοΟ Τι- μόθεου, μονολογοΟσε καΐ τουρτούριζε, λές καΐ τόν περιχύνανε μέ κρύα νερά. Ό Ζερβοχέρης, πού, αυτός, κρατοΟσε πάντοτε τήν ακλόνητη ψυ- χραιμία του καΐ μονάχα σιγοβλαοτημοΟσε κάθε τόσο, δυσαρεστήθηκε μέ τά καμώματα τοΟτα τοΟ Σεραφείμ.

Αυτόν, καλύτερα θάναι λέω νά τόν αφήσουμε στή μπάντα, εμπιστεύτηκε τοΟ ΣγουροΟ. Δέ μοΟ φαίνεται ψυχωμένος. Δές τόνε πώς τρέμει . . .

Ό Σγουρός είχε αρνηθεί.

Δέν τους γνωρίζεις. Παντελή, τους ανθρώπους. Ό τσαγγάρης είναι άπό κείνους πού λυώνουν σάν τό κερί. Ή φλόγα του είναι πού τρέμει.

Μονάχα στό ράφτη τόν Άρτεμη δέν είπανε τίποτα. Αυτός, είταν άσκΙ άδειο, καλό μονάχα νά τό μπουκώνεις μέ κρασί. Άπό τους καλ• φάδες του είχανε ξεδιαλεχτεί δυό, παλληκάρια εικοσάχρονα, πού ορμη- νεύτηκαν κι αυτά νά κρατήσουν μυστικό τό πράμα άπό τό \ιάστορ'ίι τους. Τή νύχτα τοΟ ξεσηκωμοΟ λοιπόν τόν άφησαν μισοκοιμισμένο τόν Άρτεμη στό καπηλειό, πάνω σέ μιά τάβλα, κ* ειδοποίησαν μονάχα τή γυναίκα του νά πάει νά τόνε πάρει.

Δέ μαζεύτηκαν τό βράδυ εκείνο στοΟ Τιμόθεου. Σφαλήσανε τήν πόρτα μέ τό ηλιοβασίλεμα, βάλανε τΙς γυναίκες καΐ τά παιδιά νά κοι• μηθοΟνε. Στην πολιτεία, πού είχε λουφάξει, τά λαδολύχναρα σβήστη- καν νωρίς. Είταν άσέληνη καΐ κρύα νύχτα τοΟ Νοέμβρη, δαρμένη άπό κοφτερό βοριά. Ό βιγλάτορας τοΟ κάστρου απόψε δέν τραγουδοΟσε.

Λίγην ώρα προτοΟ ό νυχτοφύλακας αρχίσει τήν ταχτική του γύρα, ξεμοναχιασμένοι ή σέ μικρές ομάδες, ξεκίνησαν άπό τά σπίτια τους αμίλητοι, γιά τόν τόπο τής αντάμωσης. Είταν εκεί, ατά βορεινά τοΟ κάστρου, πίσω άπό μαντρότοιχο που χωρίζει κάποια χαλάσματα άπό τόν όχτο τοΟ ποταμιοΟ, 2νας ρεπιασμένος μύλος. Στό πηχτό σκοτάδι δέν ξεχώριζαν ό 2νας τόν άλλο• μονάχα μέ τή φωνή, πνιχτή κ* εκείνη, δί- νανε γνώρα. Μιά κουκουβάγια, φωλιασμένη κάπου στό ρημάδι, ούρ- λιαζε μονότονα, στριγγά.

Ό Σγουρός ήρθε μέ τόν Ζερβοχέρη, τόν Τιμόθεο καΐ τόν Δανιήλ. Είχανε πεί στον παπά νά προσμένει πρώτα τ* αποτέλεσμα κι αύριο νά έρθει στό κάστρο νά τους ανταμώσει• δμως εκείνος έβαλε τΙς φωνές πώ: αυτό δέ γινότανε, καθόλου δέν τοΟ βολοΟσε. Ήρθε λοιπόν απόψε, νά

407

είναι έχεΙ, μαζί τους, άπό τήν πρώτη στιγμή. Δέν κρατοΟσε στα χέρια του δπλο κανένα. Οι άλλοι, μοιράστηκαν τΙς λόγχες πού είχε στείλει νωρίτερα 6 σιδεράς, περάσανε λοξά στό κορμί τα δοξάρια. Σύμφωνα με τΙς οδηγίες πού είχανε πάρει, κρατούσαν ακόμα μαζί τους κι άπό Ινα μαχαίρι ή τσεκούρι, χωμένο στη ζώνη. 05 χωριάτες δέν πήρανε λόγχη, ούτε δοξάρι φόρεσαν. Είχανε φέρει μαζί τους, τροχισμένα καλά, τα δρεπάνια τους.

Πάνω που συνάχτηκαν οί Καλαματιανοί, φτάσανε κ' οί Γιαννιτσώ- τες. Ό Φεντδρ τους οδηγούσε. Ένα παιδί ξυπόλητο βάδιζε κοντά τους κρατώντας φανάρι, γιατί έρχονταν άπό μακρυά κι ό δρόμος εϊτανε δύσκολος, οργωμένος άπό τις τελευταίες βροχές. Φωτισμένοι άχνα, σέ στενό κύκλο, οί ροβολατόροι κοιτάχτηκαν τώρα μέ περιέργεια, να γνωριστούνε.

Είμαστε δλοι ; ρώτησε 6 Φεντόρ.

Μετρήθηκαν. Πενήντα άντρες, άπ' αυτούς οί δυό γέροι, ό Πέτρο; πού είχε μόλις σηκωθεί άπό τό στρώμα, κι 6 Δανιήλ.

Τό παιδί ; ρώτησε δ Σγουρός.

ΚαΙ τό παιδί πενηνταένας.

Τό παιδί θά ερχόταν μαζί, είταν 6 γιος τοΰ Σέργιου, τοΰ κρεμα- σμένου. Στην αγκαλιά του κρατούσε μπόγο τή σκοινένια σκάλα.

Σβηστέ τό φανάρι.

Τό σβήσανε, κ' έτσι τους ρο()<:ρΎΐξε πάλι τό σκοτάδι, πού έμοιασε τώρα περισσότερο πυκνό. Γιά μιά στιγμή στάθηκαν δίχως νά μιλάνε.

ΚαΙ τώρα μπρος, μέ τή βοήθεια τοΰ θεού, λέει δ Σγουρός. Έκαναν τό σταυρό τους. Ό άνεμος πού βούιζε στα χαλάσματα

σάρωνε πέρα ώς πέρα τόν κάμπο, πάφλαζε σα θάλασσα μέσα στΙς ελιές. Ψηλά, δ ουρανός είχε χαθεί, οδτ' 2να αστέρι δέ σημάδευε τ* ορόσημο του. Ξεκίνησαν. Ό βηματισμός τους είταν αθόρυβος, πόδια γυμνά, κα- θώς μιας λιτανείας άπό σκιές πού γλιστράνε φερμένες μέσα στή νύχτα άπό τό χειμωνιάτη αγέρα, θαμπά φέγγανε μονάχα, κυματίζοντας, οί άσπρες γενειάδες τοΰ Δανιήλ καΐ τοΰ Σλαύου. Βάδιζαν πρώτοι οί δυό γέροι, ανοίγοντας τήν πορεία στή φάλαγγα, πρόγονοι Ιζροί, προφήτες μυστικής καΐ προαιώνιας θρησκείας.

408

■■■■■■■■■■■■■■■■■■ι

.£/**■

^Β^^^1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ'

ΤΟΡΝΕΟ ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ

^ ΕΠΟΧΗ εϊταν ολότελα ακατάλληλη για ^Γ^0_^ Γ.ανηγύρια καΐ γιορτές ατό ύπαιθρο. ^^"ΙΓ^^Ι^ Αρχίζοντας άπό τό φθινόπωρο, οί ά- ^"""^ διακοπές βροχές είχανε μουσκέψει, ά- νεβατίσει τόν άφρατο κάμπο τί]ς Αν- δραβίδας. Στδ κάθε βτ)μα τό πόδι βού- λιαζε ή γλιστροΟσε, λάκκοι μεγάλοι, μπουχτισμένοι άπό νερό, ανίκανοι πια να τόκαταπιοΟν, τό ξερνοΟσαν. Ωστόσο ό πρίγκηπας είχε θελήσει τό κοντα- ροχτύπημα νά γίνει τό μήνα τοΟτο, Νοέμβρη, τη μέρα ακριβώς που είδε τό φώς τοΟ κόσμου ή κόρη του.

Καθένας τό πίστευε ζ6ογ.ολο νά έρθουν 2τσι βολικά τά πράγματα, ώστε τήν ορισμένη μέρα δχι μονάχα νά μή βρέξει μά και νά Ιχουνε πάψει τρεϊς μέρες πριν τουλάχιστο οί βροχές ώστε νά στεγνώξει ολότελα ό τόπος καΐ νά μπορούνε τ' άλογα νά τρέξουν ανεμπόδιστα. Είν' αλήθεια πώς ό πρίγκηπας πρόβλεψε τήν τελευταία τούτη περίπτωση κ' έβαλε νά κουβαλήσουν άπό τό γιαλό ολάκερα κάρρα άμμο γιά νά τόν στρώσουν τό βράδυ της παραμονής στό φόρο. "Εβαλε ακόμα νά ετοιμάσουν δσο πιό πολλά γινότανε καταλύματα σέ πανδοχεία, σπίτια πλούσιων βουρ- γησέων, στό μοναστήρι τοΟ "Αη• Νικόλα, γιά τους άρχόντους καΐ τους άλλους θεατές πού θά έρχονταν στό τορνέο άπό τΙς τέσσερες άκρες τοΰ Μοριά. "Ηθελε ή πρώτη τούτη γιορτή της θυγατέρας του νά μείνει αξέ- χαστη στά χρονικά τοΟ πριγκηπάτου. Ό ϊδιος, είχε αρχίσει νά παίρ- νει τό καλλίτερο, ή άρρώστεια του πού τόν βασάνισε ολάκερο σχεδόν τό χειμώνα υποχώρησε τό καλοκαίρι* ξάφνου τό φθινόπωρο φούντωσε γιά μιά στιγμή μά πάλι κόπασε καΐ τώρα ό βήχας αραίωνε ολοένα, τά μάγουλα του παίρνανε χρώμα, ζωντάνευαν.

Είχε καιρό νά ίδεΐ ή Ανδραβίδα τέτοια μεγάλη σύναξη. Άπό τά πέρατα τοΟ πριγκηπάτου, άπό τΙς βουνοκορφές καΐ τους πιό μακρυ- νούς γιαλούς, κουβαλιόντανε κάθε μέρα καραβάνια οί ξένοι : Ιππότες πού όρέγονταν νά λάβουν [ΐερος στό κονταροχτύπημα καΐ νά ξεχω- ρίσουν, κεφαλάδες δυσκολοθώρητοι μά πού γιά νά ευχαριστήσουν τόν πρίγκηπα δείχνανε τώρα προθυμία, άρχοντολόϊ ντόπιο, πέρα-

409

ατιν-οΐ ξενομερίτες, εργο^ηα^ άλλοι μονάχοι, άλλοι μέ τις ακολουθίες τους ή μέ τις φαμίλιες τους, να πιάσουν κάμαρες καΐ να καρτερούν την επίσημη μέρα. Ιΐλάϊ σ' αυτούς, το κατώτερο στοιχείο, 'ρουρ^ηοίο: φ:• λοπερίεργοι κ* έμποροι κερδοσκόποι, μεταπράτες Βενετσάνοι, Γενοβέ- ζοι, Φλωρεντίνοι ή Πιζάνοι, Εβραίοι, κι άλλοι, άγνωστοι σ' Ελους, πρόσωπα ανώνυμα άπό τήν παρδαλή μάζα των εθνών πού μπλέκονταν καθώς σε σταυροδρόμι μέσα στΙς πολιτείες καΐ πάνω στις δημοσιές τοΰ Μοριά. Λίγο - λίγο, τό πλήθος είχε περσέψει, οί τελευταίοι πού φτάνανε δέ Ρρίσκαν εύκολα τόπο να κονέψουν. Εϊτανε κ' οί μενεστρέλοι, κ' οί ζογκλατόροι, πλέμπα καταφρονεμένη κι απαραίτητη, πού είχανε συνα- χτεί σαν τΙς μύγες, άπ' δλες τΙς γωνιές τοΰ πριγκηπάτου για να ψωμι- στοΟνε στην πριγκηπική γιορτή. Για να μή χάνουν στο μεταξύ τόν καιρό τους άκαρπα, βγαίνανε στις πλατείες ντυμένοι παρδαλά, πιάνανε νά τραγουδάνε μέ τό λαγοΟτο ή μέ τόν ταμπουρά, να κάνουνε πάσες, θαυματοποιΐες, γυμνάζανε μαϊμοΰδες, παίζανε στον αέρα μπάλλες καΙ μαχαίρια, στα|ΐατώντας έτσι τους διαβάτες, τα άγυιόπαιδα, φράζοντας τους δρόμους, αϊτιοι νά χειροτερεύει ή κοσμοπλημμύρα κ' ή απελπι- στική σύγχυση. Πραματευτήδες, γυρολόγοι, είχανε φτιάξει πρόχειρες παράγκες εξω άπά τήν πολιτεία ή γύρω στό φόρο τοΰ τορνέου, απλώ- νοντας κάθε πρωϊ τήν πραμάτεια τους, διαλαλώντας την μέ φωνές πα- ράταιρες, σουβλερές ή βραχνιασμένες. *Ακόμα καΐ σιδεράδες πλανόδιοι, ξεκινημένοι άπό άλλες πολιτείες, οτήνανε έδώ δπως δπως ενα αμόνι, ενα καμίνι, και προσμένανε τους αφεντάδες ττού θά ήθελαν ίσως νά επισκευάσουν μιαν αρματωσιά, νά πλέξουν κάποιας άλλης τους τσακι- σμένους γ.ρί•λους.

Ζύγωσε ή μέρα κι δλονών τά μάτια στραφήκανε μ' αγωνία κατά τον ουρανό, θά έβρεχε ; Άπό μιά βδομάδα τώρα, τά νερά είχανε πά- ψει, δμως ό καιρός έμενε πάντα γυρισμένος στό νοτιά, ή γη δέν έλεγε νά στεγνώξει. Ψυχόρμητα, σάν άπό κοινή κι ανομολόγητη συμφωνία, ή τύχη της μέρας τοΰ τορνέου είχε συνδεθεί γιά δλους μέ τό ριζικό τήςπριγκηποπούλας. θά είναι τυχερή νά μή βρέξει ; Ακόμα κι ό πρίγ- κηπας, πού σπάνια φανέρωνε τά βαθύτερα διανοήματα του, ερχότανε νά σταθεί συχνά στό παραθύρι καΐ κοίταζε αμίλητος τόν ουρανό. Οί ιππότες του τόν ζύγωναν μέ σεβασμό, αθόρυβα, καΐ στέκονταν πίσωθέ του βουβοί, νά κοιτάζουν κ' εκείνοι.

Ξάφνου, τήν παραμονή της ορισμένης ημέρας, έβγαλε ήλιο. "Α- στραψε ό τόπος, έλαμψαν οί βάλτοι, μαζί και τά μάτια τοΰ πρίγκηπα. "Ολοι ανάσαναν μ' ανακούφιση. Κάτι σάν πλάκα βαρειά ανασηκωνόταν άπ* όλωνών τά στήθια.

Σήμερα θάπρεπε νά γίνει τό τορνεο, είπανε ξεθαρρεμένοι άπό τήν αγαλλίαση οί αυλικοί. Κρίμα !

"Οχι ! ΣτΙς τριάντα, έκανε επίμονα δ πρίγκηπας. ΣτΙς τριάντα.

Είταν ακριβώς ή μέρα πού γεννήθηκε ή κόρη του. Σάν και νά είχε βάλει μέσα του Ινα στοίχημα, νά ρωτοΰσε μέ τόν Ιμμεσο τοΰτο τρόπο τή μοίρα της, αλλά και τή δική του. "Οσο κι άν έδειχνε μπρο- στά στον περίγυρο του άφροντισιά δ πρίγκηπας ίσως άπό υποχρέωση στον παλιό εαυτό του ή άρρώστεια τοΰ είχε βαρύνει μέ ίσκιους

410

έγνοιας τό μέτωπο. Είταν ακόμα νέος, τριάντα χρονών, δεν ήθελε να τεθάνει.

"Ισαμ* αδριο θάχει στεγνώξει 6 φόρος, λογάριασαν οί άρχοντες. Μεθαύριο πια θα είναι δ, τι χρειάζεται.

Κι άλλοι συμπλήρωσαν :

"Αν μάλιστα φυσήξει καΐ κάνας βοριάς. . .

"Οχι, δχι, δέ θέλω παραμαντέματα, τους άντίσκοψε ερεθισμένος κάπως. Τα δαιμόνια είναι φθονερά, να τδ ξέρετε, κι αγαπάνε να σκαν• ταλίζουν τους ανθρώπους.

Γέλασε μέ τό κοντό του γέλιο, πού τώρα πια έμοιαζε πολύ με τό βήχα του, καΐ πέρασε στα δωμάτια τής πριγκηπέσσας. Τό βάδισμα του έμενε σβέλτο καΐ νεανικό, σαν άλλοτε.

Ή πριγκηπέσσα είτανε καθισμένη στην κάμαρα της, Ιχοντας δί- πλα τόν καπελάνο της. Άπό μερικούς μήνες κ' έδώ είχε στραφεί πράς τή θρησκεία, περνοΟσε μέρες ολάκερες μέ συντροφιά αποκλειστική ιε- ρωμένους, ξομολογιότανε συχνά, έκ:ίνε δωρεές σέ εκκλησιαστικά τά- γματα χαΐ μοναστήρια. "Έβαλε να τής φέρουν άπό τήν Καλαμάτα καϊ κάποιο παλιό είκόνισμα τής μητέρας της, ζωγραφισμένο σέ χρόνια αμνημόνευτα άπό γραικό τεχνίτη, ολότελα τώρα μαυρισμένο, δμως, κα- θώς λέγανε, θαυματουργό, και τό προσκυνοΟσε κατά προτίμηση, δίχως νά γνοιάζεται άν είναι α{)\ι66λο τής ορθόδοξης λατρείας. Τό θυμότανε σάν δνειρο, άπό παιδούλα ακόμα, νά βρίσκεται πάντα στην κάμαρα μέσα τής "Αννας Άγγελίνας, γερμένο μαζί της άπό τήν "Ηπειρο, κει- μήλιο οικογενειακό των Κομνηνών.

Ό καιρός ξανοίγει, κυρία! ανάγγειλε ό πρίγκηπας μπαίνοντας χαρωπός.

Ή 'Ιζαμπώ τόν κοίταζε νά Ιρχεται, δίχως νά μιλάει. Τά μάτια της είταν αφαιρεμένα καΐ θολά.

"Ερριξε μιά ματιά δυσαρεστημένη στον καπελάνο 6 Φλωρέντιος καΐ πήγε κατά τό παραθύρι. Δέν τους είχε ποτέ του άπό συμπάθεια τους κληρικούς.

Δέν ανοίγετε τό παραθύρι σας ; Είναι χαρά θεοΟ Ιξω. Κοι- ταχτε !

Διαπλάτωσε μονάχος του τό παραθυρόφυλλο κ' έδειξε μέ χειρονο- μία πλατειά τόν κάμπο. Τά μάτια τής πριγκηπέσσας τόν κοίταζαν ήρεμα καΐ μελαγχολικά.

Τί θά λέγατε, κυρία, άν ανεβαίναμε στά φαριά τώρα' δά καΐ πηγαίναμε μιά βόλτα στό φόρο, νά ίδοΟμε άν τέλειωσαν οί εργασίες, άν ό τόπος στέγνωξε ;

Ή χάρη σας άς μέ συχωρέσει* είμαι λιγάκι κουρασμένη καΐ θά προτιμοΟσα νά μείνω έδώ, αποκρίθηκε ή πριγκηπέσσα.

Δάγκωσε τ' αχείλι του, νευριασμένος. Ποτέ δέν τόν είχε ακολου- θήσει στους ενθουσιασμούς του ή γυναίκα αυτή.

"Οπως αγαπάτε, έκανε πασχίζοντας νά δείξει φυσική κι αδιά- φορη τή φωνή του. ΚαΙ γυρίζοντας στον καπελάνο, πού στεκόταν δρθιος μέ σεβασμό :

Μου κλέβετε τή γυναίκα μου, τοΟ είπε. "Ομως δέ σας κρατώ

411

χακία γ:ατΙ ξέρω πώς δέ θα μπορέσετε να τήν κερδίσετε ίλάκερη οδτε κ' έσεΤς.

Γέλασε μονάχος του μέ τό διφορούμενο τοΟτο, πτ^ρε το χέρι της πριγκηπέσσας, τό ακουμπισμένο πάνω στό γόνατο της δψυχα, τό φί- λησε κ' Ιφυγε.

Είχανε φτιάξει τό φόρο τοΟ τορνέου Ιξω άπό τήν πολιτεία, σέ χώρο ανοιχτό κι άδεντρο, άπό τή φύση ισοπεδωμένο. Μονή σειρά δρ- θια παλούκια, μυτερά, κλείνανε άπό τΙς τέσσερες πλευρές τό στίβο σέ σχήμα παραλληλόγραμμο καΐ μακρουλό, αρκετά φαρδύ ωστόσο γιά νά μποροΟν άνετα νά σταθούν κατά μέτωπο τριάντα καβαλαρέοι. Καταμε- σίς στΙς μακρύτερες πλευρές, δυό στεγασμένα περίπτερα εϊταν στη- μένα, μέ σκαλοπάτια φαρδειά, αμφιθεατρικά, γιά νά καθήσουν οί άρ- χόντοι κ' οί κυράδες. Στό ?να, πού είχε τή ράχη κατά τήν ανατολή, Ινα πλάτωμα ψηλότερο ανάμεσα στά πρώτα σκαλοπάτια φανέρωνε τή θέση πού θά μπαίνανε τά θρονιά γιά τό πριγκηπικό ζευγάρι. Κοντάρια θεόρατα, σάν άλμπουρα καραβιών, άπό καλοπελεκημένα κυπαρίσσια, ζώνανε τό φόρο ολόγυρα, ακόμα γυμνά, προορισμένα δμως ν' ανεμί- σουν κατάκορφα τΙς κρεμαστές παντιέρες μέ τά χρωματιστά εμβλήματα εκείνων πού θά παίρνανε μέρος στον αγώνα. Αγκαλιάζοντας τό στίβο άπ' δλες τΙς πλευρές, §να πατάρι σανιδένιο είχε στηθεί, μέ σκαλοπάτια αμφιθεατρικά κ' εκείνο, δμως δχι σάν τά περίπτερα ψηλό. Σ* αυτό, πού Ιμενε ξέσκεπο, θά κάθονταν οί άλλοι θεατές, οί άπροσκάλεστοι, δσοι δέν είταν άπό ευγενικό σόι.

Γυρίζοντας μέ τήν ακολουθία του άπό τήν. επίσκεψη στό φόρο ό πρίγκηπας, πού εϊτανε σ' δλο τό δρόμο πολύ ευδιάθετος, Ιχασε ξαφνικά τό κέφι του. Στον ορίζοντα, πέρα κατά τό νοτιά. Ινα, δυό, τρία συννε- φάκια είχαν ξεπεταχτεί, στην αρχή ελάχιστα, μά πού ώρα τήν ώρα ζύγωναν καΐ μεγάλωναν. Αέν τά είδε μονάχα αυτός. Κ' οί άλλοι τά πρόσεξαν, δμως κανένας δέ βρήκε τό κουράγιο νά σημειώσει μ' Ινα λόγο του τήν παρουσία τους. Παύοντας Ινας - Ινας νά μιλάνε συναμε- ταξύ τους, γύρισαν άλλοΟ τά μάτια, καμώθηκαν πώς δέν τά βλέπουν, καί φτάσανε πίσω στην πολιτεία βουβοί,

Τήν ώρα πού πέζευαν, ό ήλιος σκεπάστηκε γιά πρώτη ψορά. Σύγ- καιρα, μιά πνοή χλιαρή Ιδραμε στά στενορρύμια, τρύπωσε ύπουλα κάτω άπό τους μανδύες καΐ τους κόλπωσε. Ό ήλιος ξαναφάνηκε, γιά νά κρυ- φτεί αμέσως πάλι. Θές άπό τό φώς πού είχε αλλάξει, θές άπό εσωτε- ρική αιτία, οί πιό κοντινοί στον πρίγκηπα παρατήρησαν πώς τό πρό- σωπο του φαινόταν απρόσμενα χλωμό.

"Εβρεξε ορμητικά τό ίδιο εκείνο βράδυ. "Εβρεξε δλη τή νύχτα. Οί καταρράχτες τ' ούρανοΰ είχαν ανοίξει καΐ τινάζανε πάνω στή γη δι- πλόφουχτα τό νερό, πνίγανε σέ πέλαγο χοχλακιστό το μεγάλο κάμπο, βουλιάζανε τήν πολιτεία σέ μελανό βυθό. 'Από τό μεσονύχτι και πέρα, ^ρο'/τϊζ απανωτές άναστατώσανε τά ουράνια κ' υστέρα αστροπελέκια πιάσανε νά γκρεμίζονται ασταμάτητα, μέ σκοτεινή κι απίθανη μανία. Μονάχα τά χαράματα σίγασε κάπως δ δαιμονικός σάλαγος. Ξημέρωσε μιά μέρα πελιδνή, κουρελιασμένη. Έ πολιτεία κειτόταν άψυχη κάτω

412

από τό πένθιμο μαγνάδι τΫ|ς βρ^χηζ πού κατέβαινε όλοένΛ, ανάερη τώρα καΐ βουβή.

Λίγην ώρα μετά τό ξύπνημα, ήρθε ό γιατρός τοΰ καστελλιοΟ να ιδεί τόν πρίγκηπα, δπως κάθε μέρα. Τόν βρήκε καθισμένον '^ο^χ'^ο στην κάμαρα του, να παίζει αφαιρεμένα μέ τό ευνοούμενο του λαγωνικό, ζώο σπάνιο, λιανοκόκκαλο καΐ σβέλτο. Τό ακαντάλιζε τραβώντας του τα κρεμαστά του αυτιά, αφήνοντας Οστερα τό χέρι αδιάφορα ανάμεσα στΙς μασέλες πού κλείνονταν πάνω στα ευγενικά δάχτυλα μέ μαργιόλα λαιμαργία. Ό πρίγκηπας, βλέπονςας τό γιατρό του νά Ιρχεται, χαμο- γέλασε κοροϊδευτικά.

θά μοΟ επιτρέψει ή χάρη σας νά της παρατηρήσω, είπε δο- γματικά 6 γιατρός δείχνοντας τό λαγωνικό, πώς τό σάλιο των ζώων αυτών, ή ανάσα τους ακόμα, είναι μολυσμένα. Οί άχνοΙ πού βγαίνουν άπό τό στόμα τους, βρωμεροί πάντα, δταν ΙφοΜΊ σέ συνάφεια μέ τό ανθρώπινο δέρμα γυρίζουν τό αίμα σ' Ιμπυο. Δέ θά συμβούλευα λοιπόν στον πρίγκηπα μου νά κάνει κατάχρηση στά χάδια, μιας κ' ή υγεία του είναι τόσο ακριβή κ' ευαίσθητη.

Τό χαμόγελο στά χείλη τοΟ Φλωρέντιου Ιγινε μορφασμός κοφτε- ρού γέλιου.

Εϊταν Ινας καιρός, γιατρέ σοφολογιώτατε, είπε, πού ή υγεία μας είτανε περισσότερο ακριβή καΐ λιγότερο ευαίσθητη. Είτανε τότε πού πολεμούσαμε στην υπηρεσία των 'Ανζού τους τελευταίους Χοχεν- στάουφεν, καΐ πρΙν ακόμα, τότε πού σέρναμε τό σπαθί μας κατά δια- ταγή τοΟ Ροδόλφου τών Αψβούργων για νά διαφεντέψουμε τους βουρ- γησέους τοΟ Καμπραί. ΕΙμασταν είκοσι χρονών εκείνο τόν καιρό, σοφέ δόχτορα ! Τά χνώτα τών λαγωνικών δέ γυρίζανε τό σπιθατο μας αίμα σ' έμπυο, τότε. "Ομως ό καιρός εκείνος πέρασε . . . Τώρα, ή υγεία μας Ιγινε ευαίσθητη, καθώς τό λες, και δέ θά μας είναι πιά καθόλου ακρι- βή, νά τό ξέρεις.

Ό γιατρός είχε απομείνει μέ τό στόμα μισάνοιχτο. Πρώτη φορά πού ακουγότανε στην Αυλή ό πρίγκηπας νά μιλάει γιά τά περασμένα του. Κάτι σάν τρ6\ιος αόριστος έδεσε τή γλώσσα τοΟ άνθρωπου.

Κάνοντας ωστόσο κουράγιο, μ' δση περισσότερη διάκριση μπο- ροΟσε, εξέτασε καΐ σήμερα τόν υψηλό του ίρρααοτο, τοΟ έπιασε τό σφυ- γμό, τοΟ δρισε τρεις αφαιμάξεις. Τέλος, ευχαριστημένος, δήλωσε επί- σημα πώς ή γενική του κατάσταση παρουσιάζεται θαυμαστά βελτιωμένη.

Ό πρίγκηπας γέλασε μεγαλόφωνα καΐ ξερά.

Χαίρομαι πού βλέπω τή χάρη σας ευδιάθετη καΐ τήν δγεία της καλή, παρατήρησε ό γιατρός ξεγελασμένος.

Λάθος ! φώναξε ό πρίγκηπας κάνοντας τό λαγωνικό του νά πη- δήξει ψηλά γιά νά τοϋ αρπάξει στά δόντια τήν παλάμη. Λάθος ! Ή χάρη μας είναι ευδιάθετη, τδντι, δμως ή υγεία μας είναι κακή. Ή άρρώστεια τούτη δέν ίχει γιατρειά, κύριε.

Μονάχα τ' άπόγεμα Ιπαψε ή \^θΊ6το'^•ΐΐ κ* επίμονη ψιχάλα. Ό ου- ρανός δέν είχε καθαρίσει, συννεφιά μονοκόμματη τόν Ιπνιγε άπό τή μιά στην άλλη άκρη. Οί ιππότες της %0ΌρτΎΐς, έκαναν προβλέψεις αισιόδο- ξες γιά τήν αυριανή μέρα, μεγαλόφωνα, νά τΙς ακούει δ πρίγκηπας, δί-

413

χως κανένας τους να τΙς πιστεύει. Βραδυαστήκανε στη μεγάλη σάλλα παίζοντας σκάκι, ζάρια, βέβαιοι πώς κι αδριο τό ϊδιο θα περνοΟσαν. Ή πριγκηπέσσα οέ φάνηκε καθόλου τό βράδυ αυτό. Μάθανε πώς πλά- γιασε νωρίς δίχως να δειπνήσει.

Εϊτανε πολύ ήρεμος έ πρίγκηπας, Ιπαιζε σκάκι με τό σενεσάλο ντε ΣαΙντ -Όμέρ καΐ μασουλιζε αφαιρεμένα σπόρους άπό Ινα ρόδι σφα- γμένο πάνω αϊ δίσκο όλάργυρο. "Ολη τή βραδυά δέν είχε ξεστομίσει λέξη για τό τορνέο. Μονάχα δ κοντόσταβλος ό Σωντερόν πήγαινε κ' ερ- χόταν, έκοβε βόλτες νευρικός, μουγκρίζοντας κάθε τόσο λόγια ακατά- ληπτα ανάμεσα στα χοντρά του χείλη, τα μελανά καθώς τών Σαρακη- νών. Ή αναποδιά τόν είχε αναστατώσει αυτόν, ή οργή ξυπνοΟσε μέσα του μιά ζωτικότητα άπό καιρό λησμονημένη. Κ' ή ωραία Γουλιέρμα, πού ηγεμόνευε ανάμεσα στΙς κυράδες τώρα πού ή πριγκηπέσσα Ιλειπε, τόν παρακολουθοΟσε κυλώντας τό κατόπι του τά μεγάλα της μυγδαλωτά μάτια, τά μαΟρα καΐ λουσάτα, αδιόρατα ειρωνικά, ίσως λιγάκι πει- σματωμένα στό βάθος γιά τήν αδιάκριτη επιμονή τοΟ νόμιμου άντρα της νά ζεΐ άφοΟ πιά είχε γίνει περιττός.

Αργά, τήν ώρα πού ετοιμάζονταν νά σηκωθούν γιά ύπνο, βούκινα αντιλάλησαν στή σιδερόπορτα τοΟ καστελλιοΟ, γαβγίσματα σκυλιών καΐ χλιμιντρίσματα ανάκατα, άλογα μαζί καΐ μουλάρια. Σύγκαιρα βουή μεγάλη σηκώθηκε στή μεσαυλή. "Ολοι πετάχτηκαν πάνω, γιά μιά στι- γμή ξαφνιασμένοι, ακούγοντας δμως τό πο^ο6ολητ6 πού ανέβαινε τΙς σκάλες μέ γέλια καΐ ξεφωνητά, κατάλαβαν. ΕΙταν ή κυρά τής "Ακο- βας, πού είχε φτάσει μέ τήν ακολουθία της.

Χύμηξε στή μεγάλη σάλλα ξαφνιασμένη, ξέπνοη, μέ τά παρδαλον- τυμένα παιδόπουλά της σκόρπια γύρω.

Έγινε τό τορνέο ; τσίριξε. "Οχι, δέν δγινε ακόμα. Δόξα νάχει ί θεός! Αυτό δά Ιλειπε, νά ΐχει γίνει. . . Πέντε μέρες ολάκερες τα- ξιδεύω, άπό τήν "Ακοβα ϊσαμ* έδώ. Μας έκλεισε ή ^ροχί] στην *Ίσοβα, μάς έκλεισε καΐ στην "Ωλενα, τά ποτάμια είχανε ξεχειλίσει, φρίκη ! *Ώχ, θαρώ θά λιγοθυμήσω, νιώθω λιγοΟρες. Τί καθόσαστε καΐ μέ θω- ρείτε ; θέλετε πρώτα νά ξεψυχήσω ; Φέρτε μου τριανταφυλλόνερο νά μυριστώ ...

Σωριάστηκε σ' Ινα θρονί γρυλίζοντας ξέψυχα καΐ ζήτησε νά τής ξεσφίξουν τό στηθόδεσμο της. Βιάστηκαν οΕ κυράδες, εξόν άπό τή Γου- λιέρμα πού τό θαροΟσε πολύ ταπεινωτικό γιά μιαν Όρσίνι νά υπηρε- τήσει ακόμα καΐ μιά Βιλλαρδουίνα. Οί ιππότες ξεμάκρυναν μέ συστολή, δμως ή Μαργαρίτα έπιασε σύγκαιρα νά τους κουβεντιάζει, καΐ τόσο φορτικά, πού αναγκάστηκαν ένας - Ινας, άπό ευγένεια, νά γυρίσουν ξανά κοντά της. Τό καστέλλι πήρε μεμιδς ζωή, ξύπνησε. Τώρα δλα μοιά- ζανε πάλι αίσια καΐ φωτεινά.

Δέν έγινε τήν άλλη μέρα τό τορνέο. Ή μπόρα είχε πάψει, δμως ^ροχ•^ έπεφτε πάντοτε, ψιλή, νοτίζοντας τά πάντα. Έ Μαργαρίτα ήρθε νά ιδεί τήν αδερφή της. Στην άντικάμαρα, βρήκε τή βάγια μέ τΙς άβρες, καθισμένες δλες μαζί νά γνέθουν σιγοκουβεντιάζοντας. Παραξε- νεύτηκε.

Δέ μας θέλει πιά κοντά της, εξήγησε μουτρωμένη ή βάγια πού

414

προσηκώθηχε τελευταία, καθώς ή βαρωνέσσα είχε μπεΐ. Κάνε^ συν- τροφιά μονάχα μέ τόν χαπελάνο.

Απόρησε ή κυρά τί]; "Ακοβας και κοίταξε γύρω τΙς γυναίκες. "Ολες, μέ τή σιωπή τους, επιβεβαίωναν τά λόγια τΫ)ς βάγιας. μπουρ- γκινιόνα ή Γιολάντα μάλιστα, ή άλλοτε ευνοούμενη, είχε τά μάτια της τώρα δακρύβρεχτα.

Καλά ! έκανε αποφασιστικά ή βαρωνέσσα κι άνοιξε μονάχη της τήν πόρτα νά μπει στό κουβοΟκλι χ•ί]ς αδερφής της.

ΒγΫ^κε κοντά το μεσημέρι δίχως νά ικανοποιήσει τήν τζο^^-ηρη της περιέργεια. Ή Ίζαμπώ τής είχε φανεί ήρεμη καΐ καρτερική, λιγάκι γερασμένη μόνο. Τήν ώρα πού θά χωρίζονταν, καθώς είχε γυρίσει ό λόγος στό τορνέο :

Έγώ τό ήξερα πώς δέ θά γίνει, είχε πει ή πριγκηπέσσα.

Πώς τδξερες ; Έλα Χριστέ καΐ Παναγιά !

ϊό παιδί είναι άτυχο, λέει ή Ίζαμπώ χαμογελώντας θλιμμένα. Ήρθε στον κόσμο τοΟτο κάτω άπ6 Ηολό αστέρι.

Τό τορνέο Ιγινε ωστόσο, μονάχα πού είτανε δυό μέρες υστέρα από τή γιορτή. Παραμονή, τό βράδυ κιόλας, ή βροχή σταμάτησε, κ* ή άλλη μέρα ξημέρωσε ξάστερη, λιοπερίχυτη, σάν άπό ειρωνεία. Ούτ' 2να συν- νεφάκι δέν είχε απομείνει στον καταγάλανο ουρανό. Έ γή ωστόσο εϊ- ταν μουσκεμένη, ό φόρος έμοιαζε μέ βάλτο. Περίμεναν νά στεγνώξει τήν άλλη μέρα, μά καΐ τότε είδανε πώς τό χώμα απόμενε πολύ μα- λακό, λασπερό. Τό βράδυ βγήκανε στην πολιτεία έράλδοι πού άναγγεί- λανε μέ τά σαλπίγγια τους πώς τό τορνέο θά γινότανε τό δίχως άλλο αΰριο. Ό πρίγκηπας είχε στείλει νά μολώσουν τό στίβο μέ άμμο, νά τόν αχρωαου^ καλά καΐ νά τόν χτυπήσουν, δ,τι θέλανε τέλος πάντων νά κάνουν, φτάνει ή απόφαση του γιά τό τορ^ίο νά εκτελεστεί.

ΚαΙ τό τορ'^ίο έγινε.

Άπό πολύ πρωί, ό κόσμος είχε έρθει νά πιάσει θέσεις στό πατάρι τό προορ•.α\ι&'^ο γιά τους κατώτερους βουργησέους καΐ γιά τήν πλέμπα. Μπουλούκια - μπουλούκια κουβαλιόνταν ανάμεσα στά χωράφια, λοξεύον- τας άπό τή δημοσιά, μπαίνανε κοπαδιαστά άπό τή φαρδειά πόρτα, τήν ανοιγμένη στή βορειοδυτική γωνιά τοΟ φόρου, κι άφοΟ στέκονταν μιά στιγμή μέ τό στόμα ανοιχτό, εκστατικοί, νά θαυμάσουν τό μεγάλο σα- νίδωμα, τά δυό περίπτερα μέ τά κρεμασμένα στό παραπέτο του χαλιά, τΙς παντιέρες πού άργοκυμάτιζαν στά πανύψηλα κοντάρια, χυμούσανε σκοντάβοντας, σκουντώντας, μπουσουλώντας, νά θρονιαστούν σέ θέσεις δσο μπορούσανε πιό ευνοϊκές. Δέν είχε πηδήξει καλά -καλά ό ήλιος άπό τό βουνό πού τό πατάρι είτανε κιόλας γεμάτο. Απορούσε κανένας πώς μπόρεσε ή Ανδραβίδα νά χωρέσει τόσο λαό, ποΟ τόν έκρυβε τόσες μέρες τώρα. Είχαν έρθει άπό κοντινές πολιτείες κι άπό τά γύρω χω- ριά, άπό τόπους μακρυνούς, καστέλλια, μοναστήρια, στάνες, έρημητή- ρια, δλοι γιορτινά ντυμένοι, ανυπόμονοι νά ίδοΟν, νά σαστίσουν. Κρα- τούσανε μαζί τους καΐ φαγώσιμα, σΰκα λιαστά, κάστανα ψημένα, κα- ρύδια. Δέν είχανε ακόμα καθήσει πού άρχιζαν κιόλας νά μασουλάνε, κουβεντιάζοντας φωναχτά, μπουκωμένοι, άπό παρέα σέ παρέα. Τά χω- ρατά πέρσευαν, ξελιγώνονταν οί γυναίκες μέ τό τίποτα, δίνοντας έτσι

415

προκαταβολικά διέξοδο στδν ενθουσιασμό τους. Σ' 2να - δυά σημεϊα, καβ- γάδες είχαν ανάψει για την καλλίτερη θέση* οί άνθρωποι τών αρμά- των, πού έπιτηρούσανε τήν τάξη, ζύγωναν βλοσυροί γιά νά μποΟνε στη μέση. Κι άπ* Ιξω, στα χωράφια, σ' έκταση μεγάλη, τσαντίρια είχανε στηθεί πρόχειρα, γυρολόγοι κλωθογύριζαν διαλαλώντας τήν πραμά- τεια τους, διακονιαρέοι πήγαιναν κ' έρχονταν ακολουθώντας άπό κοντά τους θεατές πού φτάνανε, καΐ τά ζωντανά των μακρυνοφερμένων, δεμένα σέ παλούκια πρόχειρα, βοσκίζανε τήν κουρεμένη γη, αναταράζοντας τά τροκάνια τους, χλιμίντριζαν ανάκατα κι άναβρουχίζαν.

Οί άρχοντες ήρθαν αργά, λίγην ώρα πρΙν άπό τήν ορισμένη, νά πάρουν θέση στά δυό περίπτερα. Φέρανε τΙς κυράδες μέ σέντιες γιά νά μή λασπώσουν τά μακρυά τους βαρύτιμα φουστάνια, καΐ τά παιδόπουλα τΙς ακολούθησαν ίσαμε τά θρονιά, άναβαστάζοντας τΙς κοΟδες. Μέ τόν ερχομό τους, ή μεγάλη βαβούρα του δχλου κατάπεσε, άπ6 φόβο καί σεβασμό. Τώρα Ινα μικρό μούρμουρο βασίλευε άπ' άκρη σ* άκρη τοΟ γόρου, βουή άπό μελισσολόι σύμπυκνη, στρωτή. Τά σαλπίγγια στην είσοδο σημάνανε διάτορα, σηκωμένα ψηλά, τόν ερχομό των πριγκήπων" τό πλήθος κράτησε ψυχόρμητα τΙς ανάσες του. Μπήκανε στό φόρο δ Φλωρέντιος κ* ή Ίζαμπώ, ακολουθημένοι άπό μεγάλη συνοδία, πλου- μιστή, τους όφφικιάλιους τοΟ πριγκηπάτου, τΙς κυράδες τής κούρτης, ίππότες χρυσοσπιρουνάτους τοΟ ιδιαίτερου πριγκηπικού περίγυρου, σκουταράτους μέ τά οίκόσημα τοΟ Αίνώ κϊίΐ τών Βιλλαρδουΐνων.

'Ωραία ήμερα προμηνύεται, κυρία, παρατήρησε χαμογελαστός ό Φλωρέντιος, ένώ κρατούσε άπό τό χέρι τήν *1ζαμπώ γιά νά τήν βοη- θήσει νά βολευτεί στό ^ρο^^ί της. Πενήντα άπό τΙς καλλίτερες λόγχε; τοΰ πριγκηπάτου θ' αγωνιστούν έδώ, ποια νά κερδίσει τό στεφάνι τη; νίκης άπό τό χέρι σας. Είναι δική σας ή σημερινή γιορτή.

Δική μου, κύριε ; απόρησε απλοϊκά ή πριγκηπέσσα.

Τέτοια είναι ή επιθυμία μας. Σ&ς έχουμε ανακηρύξει γιά σή- μερα βασίλισσα τής ομορφιάς καΐ τών ερώτων.

Τό μέτωπο τής 'Ιζαμπώς συγνέφιασε γιά μιά στιγμή.

Δέν κάνατε καλά, αφέντη πρίγκηπα, είπε. Τόν τίτλο αυτό τόν δίνουν σέ μιαν άπό τΙς αρχόντισσες τής %ο(ιρχγις, τήν ομορφότερη, τή νεώτερη, καΐ δέν ταιριάζει θαρώ σ' εμάς νά τόν κρατάμε γιά τόν εαυτό μας. Έπειτα, τί ωραιότερο άπό τό έθιμο νά διαλέγει τή βασίλισσα τοΰ τορνέου 6 Ιδιος δ νικητής ! . . .

θαρείτε λοιπόν πώς υπάρχει στον κόσμο τούτο νικητής πού θά διάλεγε άλλην άπό τή χάρη σας γιά βασίλισσα του ; γέλασε δ πρίγ- κηπας.

Δάγκωσε τ' αχείλι της ή Ίζαμπώ, σώπασε. Πάλι τό εκνευριστικό εκείνο δίλημμα, άν δ πρίγκηπας, μέ τήν υπερβολή πού συνήθιζε στά κομπλιμέντα του, τήν κολάκευε είλικρινά ή τήν περιγελούσε.

Άπό τόν ανοιγμένο λοξά στή δεξιά γωνία φράχτη μέ τά κάγκελα, μπήκανε βαδίζοντας επίσημα τέσσεροι σαλπιχτές καΐ τέσσεροι έράλδοι τών αρμάτων. Στάθηκαν σ' αραιή τάξη, ασάλευτοι σάν αγάλματα. Τά μακρουλά σαλπίγγια τους σημάδεψαν ψηλά, σπιθίζοντας κάτω άπό τό ένδοξο φως τοΰ ήλιου,, σημάνανε τήν έναρξη. Ειταν ή αναμενόμενη γιά

416

δλους στογμή, ή περιπόθηττ^. Ένα μήνα ολάκερο τήν καρτεροΰσαν, την ονειρεύονταν, ή κακοκαιρία είχε παρατείνει τήν απαντοχή της. Τα σαλπίσματα ξέσχισαν μέ χάλκινες φτερούγες τόν αραιό χειμωνιάτικο αγέρα κι αντιλάλησαν εξω, στον κάμπο, και πέρα. Ισαμε τήν πολιτεία που είχε απομείνει σχεδόν αδειανή. Οί έράλδοι, μέ φωνή βροντερή, προκήρυξαν τά είδος και τους δρους τοΟ αγώνα.

θα εϊτανε κονταροχτύπημα ομαδικό, εικοσιπέντε ιππότες άπό τή μια μεριά, εικοσιπέντε άπό τήν άλλη. Ό αγώνας δέ θα έφτανε ώς τό θάνατο, δικαίωμα δμως είχε ό ξεσελλωμένος πού θα κατάφερνε να ση- κωθεί ^^ρ''^•^οϋ ό αντίπαλος του τόν αγγίξει μέ τή λόγχη, νά βάλει στό χέρι τό σπαθί. 'Άπό κείνους πού θ' απόμεναν, οί αξιότεροι θα πά- λευαν ύστερα άναΐ^ετ^ιξύ τους, σέ μονομαχίες αλλεπάλληλες, ώσπου νά ξεχωρίσει στό τέλος μοναδικός δ νικητής. Οι νικημένοι παραδίνανε τήν πανοπλία καΐ τά φαρί τους, μπορούσαν δμως νά τά εξαγοράσουν άν οί νικητές τό δέχονταν ορίζοντας καΐ τό ποσό.

Πάλι σημάνανε τά σαλπίγγια. οί έράλδοι των αρμάτων άποτραβή- χτηκαν. Τό άνθρωπολόϊ πού είχε σωπάσει γιά ν' ακούσει τήν προκή- ρυξη, πήρε τώρα βαθειάν ανάσα, άρχισε μεμιάς νά βουίζει πάλι καΐ ν' αναδεύεται. Μερμηγκιάζανε τά πατάρια μέ χρώματα πλήθια, παρ- δαλά, σάν πλαγιές φουντωμένες άπό λουλούδια τήν άνοιξη, πού 2να φύ- σημα άνεμου τίς σαρώνει. "Ομως νέο σάλπισμα ακούστηκε, βαρύτερο τώρα καΐ πιό μακρύ. Οί καγκελόπορτες είχανε διάπλατα ανοίξει. "Αλλα σαλπίγγια, άπό πέρα, αποκρίθηκαν, ζύγωσαν ζωηρά και μπήκανε νά ξεσπάσουν στό στίβο. Μαζί, 2να πλήθος αρματωμένο φάνηκε νά προ- βαίνει, πεζοί καΐ καβαλαρέοι, φούσκωσε μπροατά στην καγκελόπορτα, ξεχείλισε σάν ποτάμι άπό ασήμι άναλυωτό. Λόγχες τ' όρθοτρίχιαζαν αστράφτοντας, κράνη μέ; πούπουλα χρωματιστά, φλάμπουρα ψαλλιδωτά ή τετράγωνα, χρυσοκλωσμένα.

Τ' είν' αυτό ! ρώτησε σαστισμένη, σά μέσα της, ή Ίζαμπώ. Ό Λιντερκέρκε, πού εϊτανε σκυμμένος κοντά της, πρόλαβε νά της εξηγήσει γοργά στ* αυτί :

Επιθυμία τοΟ πρίγκηπα. Ζήτησε νά περάσουν σήμερα άπό μπροστά του οί βασσάλοι τοΟ πριγκηπάτου καθώς τους βλέπει ή χάρη σας, σέ τάξη πολεμική.

Πραγματικά. Οί φεουδάρχες τοΟ Μοριά οί τρανότεροι, είχαν Ιρθει μ* ενισχυμένη ακολουθία στό τορ'^εο. Δέν εϊτανε πιά τό ατομικό, τό απέριττο παρουσίασμα στό στίβο τών ορισμένων αγωνιστών. ΕΙτανε πα- ρέλαση πολεμική, δράμα άγριωπό κι απίθανο, πού τρόμαζε τό συνα- γμένο, απροειδοποίητο πλήθος.

Γιατί τό ζήτησε ό Φλωρέντιος ; Ματαιοδοξία άσκοπη ; Επίδειξη προκλητική ; μήπως κάτι απώτερο, πιό σκοτεινό, επιθυμία νοσταλ- γική νά ξαναδεί γιά ί5στερη Ισως φορά ό δί^^ρωπος αυτός, ό σημαδεμέ- νος ανέκκλητα άπό τό δάχτυλο τοΟ θανάτου, τή λεβεντιά καΐ τή δόξα πού τόν είχανε συντροφέψει στό διάβα του μέσα στή ζωή ;

Μά τόν άγιο Ιάκωβο ! φρούμαξε ό κοντόσταβλος καΐ σηκώθηκε δρθιος, θαρώ πώς βρυκολακιάζει τώρα δά ή στρατιά των σταυροφόρων !

Ό στίβος, ό αέρας, ό κάμπος, είχαν γεμίσει άπό σαλπίσματα άπα-

27 Ή ΠριγΜηηίσσα 'ϋαιιπώ 417

νωτά κι ανάκατα. Βροντούσανε τραχύλαλα τα ν:άκαρα, άλογα χλιμίν-

τριζαν, άηδονοΟσαν κρούοντας τις ατσαλένιες πλάκες τους καΐ τους κρί- κους ή μια πάνω στην άλλη οι αρματωσιές. Ό τ^λιος πού τόξευε τα κράνη καΐ τους ώμίτες, τιναζότανε πίσω τσακμακίζοντας μέ σπίθες μα- λαματένιες ή ασημιές. Ό πρίγκηπας δέ σάλεψε, δέν είπε τίποτα. Μέ τα διάφανα χέρια του αφημένα στ* άκουμπιστήρια τοΟ θρονιοΟ, τό φιλντι- σένιο του πρόσωπο ανάλγητο, τα μάτια μονάχα τεντωμένα, κοίταζε τήν κεφαλή της φάλαγγας πού είχε σταθεί για μια στιγμή στην έΐαο^ο τοΟ στίβου. ΚαΙ νά ! Τό αρματωμένο εκείνο πλήθος αναταράζεται, περ- σεύει, κυλάει. Αργά, σύρριζα στην πλευρά του παταριού, άρχισε νά ξεχύνεται παφλάζοντας, μέ τά λοφία τρεμοσάλευτα καΐ τά φλάμπουρα σηκωμένα.

"Αρχιζε ή παρέλαση τδ)^ βασσάλων.

Πρώτος ερχότανε, πάνω σ' άτι μαύρο και χρυσοχάμουρο, 6 Ούγος ντέ Σαρπινύ, βαρώνος της Βοστίτσας. Όχτώ βουκινάτορες πεζοί, κρα- τώντας βούκινα στριφτά σά χοντρά κουλουριασμένα φίδια, προπορεύον- ταν σημαίνοντας σέ τόνους βαρειούς, βάρβαρους, τό ιδιαίτερο του σάλπι- σμα. Φορούσαν χιτώνια κοντά ίσαμε τους γοφούς, άπό δυό μονάχα φύλλα χρυσορόδινο ύφασμα. Ινα στό στήθος. Ινα στή ράχη, κ' ή μακρυά μεταξωτή κάλτσα πού τεντωνότανε στά πόδια τους ατόφια, ίσαμε πάνω, στή ρίζα των μεριών, είτανε μαύρη, άπό ίριδιστό μετάξι της Έστίβας, μ' άντιφεγγιές μενεξελιές. Καβάλα στό νευρωμένο κι άστραπόματο φαρί, 6 Ουγος ντέ Σαρπινύ ακολουθούσε, σέρνοντας ξοπίσω του, σέ τάξη πυκνή κι άτσαλόφραχτη, πενήντα Ιφιππους ιππότες, σκουταράτους καΐ σεργέντες.

Είτανε ντυμένος σέ πανοπλία βαρειά, παλαιική, καθώς ταίριαζε στό σόϊ του. Ινα άπό τά αρχαιότερα της κουγκέστας. Φορούσε μάλλια αλυσιδωτή, πυκνή, καΐ τό σκουτάρι πού κρατούσε δέν είτανε τό κόμοδο κι αλαφρό τής νέας πολεμικής μόδας πού είχε Ιρθει άπό τή Φράντσια. Στενό καΐ ψηλό δσο καΐ τό μπόϊ του, άστραφτε στή μέση άπό μιά σου- βλερή αιχμή ατσάλινη, τριπλογυαλισμένη. Δέν είχε αφήσει, καθώς εί- τανε συνήθειο, νά τό κρατάει Ινας άπό τους σκουταράτους πού τόν ακο- λουθούσαν. Τό έσφιγγε ό ίδιος στην αριστερή γροθιά του, κολλητό στό μπράτσο του, σάν Ιτοιμος σά μπεΙ σέ μάχη. Πάνω άπό τό χαμηλό με- τάλλινο κράνος μέ τό γερακωτό έπίρρινο, μιά κουκούλα διχτάτη, αστρα- φτερή, έπεφτε στό κεφάλι του σάν κάλυμμα μοναστικό, αφήνοντας νά φέγγουνε μέσ' άπό τή σκιά τ' αλαζονικά του μάτια πού κοίταζαν πέρα, κρουσταλλωμένα καΐ στυλά.

Ό λαός βουβάθηκε, κρατημένος άπό αόριστο δέος.

Δεύτερος ερχόταν 6 Γοφρέδος ντ* Ώνουά, βαρώνος τής καμπίσιας Αρκαδίας. Έμοιαζε ολάκερος, μέ τό κατάφραχτο φαρί του, σάν τέρας άπό μέταλλο, σκορπιός ατσάλινος σέ μπόϊ άνθρωπου. Είχε κράνος κυ- λιντρικό, κοφτό, πού έκλεινε μέσα του ολάκερο τό κεφάλι, μέ δυό μο- νάχα χαραμάδες γιά τά μάτια καΐ μ* Ινα βαρύ λοφίο κόκκινο στην κορφή. Κόκκινο είτανε τό σκουτάρι του, κόκκινος 6 μακρύς, πάνω άπό τή μάλλια περασμένος χιτώνας, κόκκινο τό φαρδύ θηκάρι τοΰ ισπανικού του σπαθιού, καΐ κόκκινο μέ γαζί χρυσό τό πανωσκέπι τής σέλλας του.

418

"Ετσι, σα βουτηγμένος σ* αίμα ζεστό, πέρασε 6 τρομερός άρχοντας χα Ι μαζί του σαράντα ακόλουθοι, βλοσυροί, απάνθρωποι καθώς έκεΤνος.

Γλυκόηχα καΐ κελαϊδιστά σαλπίγγια συνόδευαν τό πέρασμα τοΟ Γκύ ντέ λα Τρεμούγι. Εϊταν 6 βαρώνος τί)ς Χαλαντρίτσας. Κομψός καΐ λυγερός πάνω στον άλιτζέ του, πήγαινε χαμογελαστός, ξεσκούφωτος, μέ τό κράνος του άναριγμένο σύμφωνα μέ τήν «τελευταία λέξη τοΟ συρ- μοΟ κρεμαστό άπό άλυσιδίτσα μαλαματένια πίσω, στή ράχη. Δέν εΐ- τανε βέβαια ή ζέστη πού τόν εμπόδιζε να τό φορέσει. Τό ξανθόμαλλο νεανικό του κεφάλι ?λαμπε στον ι?[λιο θεϊκά, καΐ τά ψιχαλιστά του μά- τια, τα σταχτογάλανα, γύριζαν επίμονα, μέ γλύκα θαρρετή, στα θρονιά δπου κάθονταν οί νεαρές αρχόντισσες κρυφομιλώντας συναμεταξύ τους.

Ό Ιωάννης ντέ Τουρναί, αντιπροσωπεύοντας καΐ τόν υπέργηρο πα- τέρα του, πέρασε μέ τήν άσημωτή του αρματωσιά, τό κάτασπρο φαρί του, μακρυνός, κρατώντας τά μάτια του χαμηλωμένα. Τό κωνικό του κράνος είχε σταυρό χρυσό στή μέση καΐ δυό φτεροΟγες ανοιχτές στά πλάγια, καθώς τών Γερμανών. Δέ σήκωσε τό βλέφαρο ούτε σάν έφτασε μπροστά στΙς θέσεις τΙς πριγκηπικές. Μονάχα τά μάγουλα του ρόδισαν ανάλαφρα. Ή Ίζαμπώ. πού τόν άκολουθοΟσε μέ τό βλέμμα, παρηγορη- μένη άπό τήν εμφάνιση του, τόν είδε νά χάνεται πέρα, ανάμεσα στους Ιππότες πού τόν συνόδευαν, σά νά τόν είχε σβήσει στον αέρα θάμπος υπερφυσικό.

"Γστερα άπό τους βαρώνους, έρχονταν οί φλαμπουριάρηδες. ΕΙταν οί ιππότες πού είχανε δικαίωμα νά σηκώνουν ιδιαίτερη παντιέρα. Πέ- ρασαν καΐ τά ψαλλιδωτά τους φλάμπουρα, πλουμισμένα σ* δλους τους τόνους, σ' δλους τους συνδυασμούς, μέ ζωγραφιστά λιοντάρια ή σταυ- ρούς, πύργους, αστέρια, δπλα, τέρατα, πλατάγισαν σέ μακρυά θεωρία, πουλιά ξωτικά, βαρυφτέρουγα. Οί εκκλησιαστικοί τοπάρχοι άκολου- θοΟσαν, δχι λιγότερο κομπαστικοί, Ναΐτες χρυσοστόλιστοι μέ κάτα- σπρους μανδύες, αρματωμένοι άπό τά νύχια στην ■Λοργ'ίι μέ. λοΟσο ανα- τολίτικο, κ' 'Ιωαννίτες, κι άλλοι, Τεύτονες μέ μακρυές ίσαμε τό σβέρκο κόμες άχυρόξανθες, Φλαμαντέζοι μέ μάγουλα πυρρά καΐ ξέθωρα γαλά- ζια μάτια.

Φέρνανε βόλτα τό στίβο γιά νά καταλήξουν πάλι έκεΐ άπ* δπου είχαν ξεκινήσει, χάνονταν πίσω άπό τήν ανοιγμένη καγκελόπορτα σέ κύματα απανωτά. Τέλος κ' οί τελευταίοι πέρασαν, άνθρωποι τών αρμά- των πεζοί, μέ τή λόγχη ακουμπισμένη στον ώμο, βηματισμό άταχτο σάν κοπάδι, ένα μεγάλο φλάμπουρο ανάμεσα τους ορθό. Τό φλάμπουρο κοντοστάθηκε στην καγκελόπορτα, σάλεψε αναποφάσιστα μιά στιγμή, χάθηκε. Οί έράλδοι ξαναφάνηκαν στό στίβο, σαλπίσματα σκίσανε τόν αέρα τρανταχτά.

Ό λαός, πού είχε μείνει ξίπνοος δσο διαρκοΟσε ή παρέλαση, κυ- μάτισε ανακουφισμένος.

Τώρα εΙταν ή σειρά τοΟ τορνέου. Κιόλας οί έράλδοι σέρνανε τήν καθιερωμένη τους φωνή : « Σφίχτε ! σφίχτε ! », παρακινώντας |τσι τους αγωνιστές νά φορέσουν τΙς ειδικές γιά τήν επίδειξη αρματωσιές, νά σφίξουν τά λουριά πού δένουν τό κράνος. Ένας - Ινας εκείνοι έρχονταν νά πάρουν τΙς θέσεις τους, μέ τή σιδερένια προσωπίδα κατεβαστή. Τά

419

κοντάρια πού κρατούσαν τώρα, τα στομωμενα στην δκρη, είχανε μά- κρος απίθανο" στημένα δρθια πάνω στη σκάλα της σέλλας, μοιάζανε μ' άλμπουρα καραβιών. Χρώματα ζωηρά τα ράβδωναν, έλικωτά, κόκ- κινο κι άσπρο τό 2να, κίτρινο καΐ πράσινο τ' άλλο, μαΟρο καΐ γαλά- ζιο, μπλάβο καΐ βυσσινί. Σκουταράτοι ακολουθούσαν τους αφεντάδες τους, κρατώντας Ιτοιμο τό βαρύ σκουτάρι.

Συνάχτηκαν στις δυό άκρες τοΟ στίβου, εικοσιπέντε άπό τη μια μεριά, εικοσιπέντε από την άλλη. Έ γης, ή νωπή ακόμα άπά την τε- λευταία ^ρογ^ή, ζυμωνότανε με τάν άμμο κολλώντας στα πέταλα, άλ- λαζε αγάλια -αγάλια τό στίβο σέ βούρκο. "Ομως τό τορνέο θα γινόταν, ό πρίγκηπας τό είχε θελήσει. Αραδιάστηκαν οΐ αντίπαλες ομάδες σέ δυό στοίχους ή καθεμιά, οί ιππότες πήρανε στά χέρια τα σκουτάρια, χαμήλωσαν τις λόγχες τους. Για μια στιγμή έμειναν δλοι ασάλευτοι, με τα ρέτενα συμμαζεμένα στην αριστερή γροθιά, τά σπιρούνια Ιτοιμα να μπηχτούνε. ΚαΙ τά σαλπίγγια σημάδεψαν πάλι ψηλά, άστράψανε στον ήλιο, κ1:1 σήμαναν.

Τότε ■γΖοϋτζος ακούστηκε βαρύς, ποδοβολητό σύνταχο σα μακρυνό κύλισμα βροντής πού ζυγώνει. Οί δυό πρώτες γραμμές εϊχανε ξαμολυ- θεϊ σύγκαιρα, ρίχτηκαν ή μια πάνω στην άλλη με μανία τυφλή. Βρόντος τεράστιος, κεραυνωτός, θρυμμάτισε σά γυαλί τόν αέρα.

Εμπρός, εμπρός, γενναίοι ιππότες ! φώναζαν οί έράλδοι. Κ' οί σκουταράτοι, μαυλίζοντας ό καθένας τόν αφέντη του, κράζανε τΙς πα- τρίδες :

Αινώ! Αινώ... Μπουργκόνη ! . . . Φλάντρα ! . . . Δόξα στους νικητές ! . . .

Για μιά στιγμή, οί δυό πρώτοι στοίχοι πού είχανε συγκρουστεί μπλέχτηκαν τόσο σφιχτά πού δέν ξεχώριζες ανθρώπους ή ζώα. Σαν Ινα τεράστιο φίδι, κεντρισμένο άπό τό δαίμονα, πού σπαρταράει καΐ χτυ- πιέται ανατριχιάζοντας, με τά λέπια του ορθωμένα, έμοιαζε ή μακρυά τους ή γραμμή, κ' έβλεπες κοντάρια να τινάζονται ζερβόδεξα τσακι- σμένα, λοφία πού καταχωνιάζονται μέσα σέ βούρκο χοχλακιστό, καπού- λια άλογων γυαλιστερά να φουσκώνουν σαν κύματα και να κουτρουβα- λιάζουν, πλάκες ατσάλινες, άλογοκεφαλές, κράνη, μανδύες, ανάκατα δλα να κουλουριάζονται βροντώντας, μάζα πηχτή.

Ωστόσο κάποιοι κι άπό τΙς δυό ομάδες είχανε καταφέρει, ξεσελ- λώνοντας στην πρώτη δρμή τόν αντίπαλο τους, νά περάσουν πέρα για πέρα τή γραμμή. Καλπάζοντας λεύτερα στον υπόλοιπο χώρο, βρίσκον- ταν τώρα αντιμέτωποι στό Νεότερο σχοΧχο πού ξεκινούσε με τή σειρά του νά ριχτεί στή σύρραξη. Συμπλοκές άρχιζαν ξεμοναχιασμένες Ιδώ κ' έκεΐ, γενικεύοντας έτσι τή μάχη σ* δλο τό στίβο, ένώ οί άλλοι, άντιπερνών- τας, έρχονταν νά πέσουν μέσα στον πυκνό σωρό. Κιόλας οί λαβωμένοι άρχιζαν νά στρώνονται χάμου, ασάλευτοι κάτω άπό τή βαρεία πανοπλία. Οί σκουταράτοι τρέχανε άπό γύρω, ψάχνοντας με χίλια γλιστρήματα νά φτάσουν ϊσοίμ' έκεΐ. "Ομως άλλοι, ξεσελλωμένοι απλά, τινάζονταν πάνω με πείσμα, με λύσσα διπλή, καΐ τραβώντας τό σπαθί άπό τό θηκάρι, στυλώνοντας τά σκέλια τους διχαλωτά, πρόσμεναν τόν αντίπαλο, πεζό ή έφιππο, νά τόν αποκρούσουν, νά τόν γκρεμίσουν.

420

Μά τόν άγιο 'Ιάχωβο χι δλους τους αγίους πού γράφει τ4 κα• λαντάρι ! βροντοφωνοΟσε 6 κοντόσταβλος, ωραία ήμερα ή σημερινή !

Έ 'Ιζαμπώ στράφηκε μηχανικά, τόν κοίταξε. Στον άμμο απάνω, είχε ξεχωρίσει λίγο πρΙν τους πρώτους κόκκινους λεκέδες άπό αίμα πού ανάβλυσε κάτω άπό κάποιες αρματωσιές. Δέν την άποκαρδίωνε ου- σιαστικά τό θέαμα, είτανε συνηθισμένη άπό τά μικράτα της σέ τέτοιες γιορτές. "Ομως ή νάρκη της δεν είχε σήμερα την παλιά αταραξία. Κάτι άγνωστο αναδευότανε μέσα της, σ* ανήλιαγο βάθος, ταραχή ανε- ξήγητη, σάν προαίσθημα σκοτεινό.

Ιίοιός άραγε θ' άξιωθεΤ νά πάρει άπό το χέρι της χάρης σας τά στεφάνι ; ρώτησε ό Λιντερκέρκε σκυμμένος πάλι πάνω της, μέ τήν ανάσα του κοντά στ* αυτί της. Ό ά^Βρωπος αυτός τής είταν άπό πάντα δυσά- ρεστος, κάτι σάν είρωνεία καΐ ζήλεια μαζί τρέμιζε στή φωνή του. Μήπως δ νεαρός ό Νεβελέ ; Μήπως δ Ιωάννης Όρσίνι ; Θά είχα μεγάλο πόθο νά μετρηθώ Οστερα κ' έγώ μέ τό νικητή !

Χαμήλωσε τά μάτια της δίχως ν' άποκριθεΤ. Τά χαμήλωσε δίχως νά τό θέλει στό μικρό μαξιλάρι μέ τό απιθωμένο πάνω του στεφάνι πού τό κρατοΟσε Ινα παιδόπουλο καθισμένο κατάχαμα στά πόδια της. Άσύνειδα δ νοΟς της ξεστράτισε, Ιφυγε άπό τόπο κι άπό χρόνο. Κι οραμα- τίστηκε κάποιο μέτωπο στολισμένο μέ τό λευκό τοΟτο στεφάνι της νίκης, Ινα μέτωπο άγνωστο σ' δλους τους άλλους έδώ, πού της είτανε α6τγ]ς γνώριμο μά κι απρόσιτα μακρυνό.

Τή στιγμή εκείνη, κ' Ινώ στό στίβο ή συμπλοκή είχε φτάσει στην πιό μεγάλη της άψη, τρεχάλα ακούστηκε στά σανιδένια σκαλοπάτια τοΟ παταριοΟ, §νας άνθρωπος χύμηξε, πέρασε πίσω άπό τό θρονί της πριγκηπέσσας κ' έσκυψε στ' αύτΙ τοΟ πρίγκηπα. Δέ θά είχε προλάβει νά πεΤ δυό λέξεις, δταν οί κοντινοί, τοΟ στενοΟ περίγυρου, είδανε τόν Φλωρέντιο νά σηκώνεται ξαφνικά, σάν τιναγμένος, νά στέκεται μιά στιγμή δρθιος, καΐ πάλι νά ξανακάθεται αργά, κουρασμένα.

Έ πριγκηπέσσα, πού είχε ίδεΐ τή σκηνή, παρατήρησε πώς τό πρό- σωπο τοΟ αφέντη της εϊτανε τώρα νεκρικά χλωμό.

Έχει τίποτα ή χάρη σας ; ρώτησε σιγανά, ανήσυχη. Ό Φλωρέντιος δέν αποκρίθηκε αμέσως. Τό μάτι του Ιμενε καρ- φωμένο καθώς πρΙν στό στίβο, δμως είτανε φανερό πώς πιά δέ βλέπει. ΚρατοΟσε τό γ.ορ\ί.ί του στητό, μέ τά χέρια ακουμπισμένα στό θρονί του, τήν αυστηρά επίσημη στάση πού δπαιρνε πάντα μπροστά στό λαό.

Μαντίζτο άπό τήν Καλαμάτα, είπε μέ ψίθυρο πού μόλις ακου- γότανε, δίχως νά γυρίσει τό κεφάλι του. Ροβολατόροι βιλάνοι πήρανε τό κάστρο σας τό πατρικό.

421

Μ Μ Μ χ Μ Μ

■■■■■ΒΊΜίΙ

Κ Ε Φ Α χΥ Α Ι Ο ΙΣΤ'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Ι

ΗΝ ΕΙΔΗΣΗ τήν είχε φέρει άνθρωπος σταλμένος άπό τόν καπετάνο τής Άν- δρούσας. Στό κάστρο μέσα οί ροβολα- τόροι ελάχιστη είχαν βρεΤ αντίσταση, λιγοστοί εϊταν οί Φράγκοι πού απόμε- ναν, κανένας δε φανταζότανε ποτέ πώς μπορεί να γίνει τέτοιο πράμα. Δέν είτανε τό κουράγιο των βιλάνων πού σ* Ικανέ νά σαστίσεις* ειταν ή αύθά- δειά τους. Τό κάστρο των Βιλλαρδουΐ- νων, ή κοιτίδα της οικογένειας ! Αυ- τός πού είχε σχεδιάσει τήν πράξη, ση- μάδεψε καλά, ώ ναί ! με σοφία χαιρέ- κακη. Ένα μοναδικό χτύπημα, κ' ε- κείνο στην καρδιά.

Έγινε τό κατόρθωμα δίχως σχε- δόν νά χυθεί αίμα. Μέσα στή νύχτα, οί πενήντα είχανε ξαμολυθεί "{ορ^ά, βουβά, γύρω στις τάπιες, κυ- λήσανε χάμου τους σκοπούς, ανέβηκαν στον πύργο, δέσανε τους σερ- γέντες κι άδειάσανε τήν οπλοθήκη. Στην πολιτεία κάτω δέν είχε ακου- στεί τό παραμικρό. Τό πρωί, χαράματα, Ινα βούκινο σήμυανε άπό τόν πύργο, νά είδοποιήσει τους βουργησέους πώς τό κάστρο είχε παρθεί. Στην Καλαμάτα χτύπησαν τά σήμαντρα. Τήν Ιδια ώρα, & βαρλέτος πού είχε ξεφύγει, μοναδικός άπό τους Φράγκους, κάλπαζε στό ζρ6\ιο τής Άνδρούσας Ιξαλλος, νά μεταδώσει τό απίστευτο μαντάτο.

Οί εξακόσιοι Μαϊνιώτες φτάσανε σέ λίγο, καΐ μαζί τους μιά ανάσα ήρθε, κάτι σάν αέρας ένθουσιασμοΟ. Οί επικεφαλής τους, τέσσεροι βου- νήσιοι θεόρατοι, άκουροι, ντυμένοι μέ κοντά χιτώνια άπό ραμμένε; προβιές, δηλώσανε πώς παρουσιάζονται στ* δνομα τοΟ βασιλέα των Ρω- μαίων. Ή νύχτα Οστερα άπό τήν εξόρμηση είχε περάσει λαχανιασμένη καΐ στυγνή. Μπουλούκια - μπουλούκια, φέρνανε βόλτα τά χτίσματα, αποθήκες, μαγερειά, κατώγια, μέ δαυλούς αναμμένους, καΐ ψάχνανε μή- πως ξεφωλιάσουν τίποτα Φράγκους κρυμμένους μέ σκοπό νά τους παί- ξουν κανένα άσχημο παιχνίδι. Κοντά τά χαράματα, δ Σγουρός είχε βρεί δυό σεργέντες, τόν Ινα μέ τό καύκαλο ανοιγμένο στά δυό άπό πε- λέκι, τόν άλλο τσεκουρωμένο στην κόψη λαιμοΰ καΐ ώμου. Μιά πρό-

422

χειρη εξέταση τόν έπεισε πώς χ' οι δυό είχανε χτυπηθεί άπό τό Ιδεο χέρι, τό ίδιο δπλο.

Τό περιστατικό αυτό τοΟ χάλασε τό κέφι. *Αναζήτησε τόν Φεντόρ. Ό Γιαννιτσώτης είτανε στό κατώϊ τοΟ πΟρ-^ου, ξεδιάλεγε αρματωσιές για τους άντρες του. Είχανε διαρρήξει κασσέλες δυναμωμένες μέ λαμα- ρίνα χοντρή, καΐ χάμου χυμένα Ιβλεπες τώρα να κείτονται κράνη, μάλ- λιες αλυσιδωτές, σπάθες, ανάκατα μέ στρώματα ξεκοιλιασμένα, σταμνιά σπασμένα, στρίποδα. "Αγγιξε στον ώμο τό ΣλαΟο καΐ τόν τράβηξε πα- ράμερα.

Ποιος σκότωσε τους δυό σεργέντες ; ρώτησε πασχίζοντας να κά- νει φυσική τή φωνή του πού έτρεμε.

Ποιους σεργέντες ;

Τους δυό, στό πλάτωμα έκεΤ, κοντά στην εκκλησία . . .

"Ωχ^ αδερφέ! αγανάχτησε ό Γιαννιτσώτης καΐ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Γι' αυτό μέ χασομεράς τώρα ;

Ξαναγύρισε στή δουλειά του δίχως να δώσει περισσότερη προσοχή στον Σγουρό, δμως εκείνος τόν ακολούθησε νευριασμένος.

Θα μοΟ πεις, Φεντόρ ! έκανε τραβώντας τον πάλι κοντά του. θέλω να τό ξέρω.

Ό άλλος τόν κοίταξε στά μάτια. Τό βλέμμα του, πού είτανε στην αρχή απορημένο, έγινε κακό.

Δέν ξέρω, παράτα με σοΟ είπα ! έκανε καΐ τίναξε τόν ώμο του νά τόν λευτερώσει άπό τό πιάσιμο τοΟ ΣγουροΟ. Έ, σεις! φώναξε στους δικούς του πού βουτάγανε μέσα στό σωρό δ, τι πρόφταιναν. Κανέ- νας δέ θα πάρει τίποτα άν δέν τό ιδώ έγώ πρώτα.

ΕΙταν άγριος καΐ σατραπικός. Ό Σγουρός δμως τώρα τόν άποστρά- φηκε περισσότερο για τό ψέμα πού είχε πει παρά γιά τόν τρόπο πού είχε δείξει. Κάπως αλλιώς τόν είχε φανταστεί. Δέ μίλησε. Κάρφωσε μονάχα πάνω του τά μάτια, καΐ ξάφνου ένιωσε πώς τόν μισεί.

Στα μαγερειά άλλο μπουλούκι είταν συναγμένο, Έδώ δ Ζερβοχέ- ρης είχε βάλει νά ετοιμάσουν φαϊ μεσημεριανό γιά τους άντρες, νά κό- ψουν ξύλα, ν' ανάψουν τους φούρνους, κι αυτός μέ καμπόσους άλλους έκανε επιθεώρηση στά κελλάρια, γιά νά ιδεί τί κρύβανε μέσα καΙ γιά πόσον καιρό θά μπορούσαν οΐ ροβολατόροι νά είναι ασφαλισμένοι άπό τροφές.

Παραξενεύτηκε κάπως δ Σγουρός βρίσκοντας έδώ καΐ τόν παπα - Δανιήλ, ατρ(ύ\ί.ίνο μπροστά σέ μιά τάβλα, μ' ένα κρασοβόλι κοντόγιομο δίπλα του.

Ή φτώχεια θέλει καλοτϊέραση, είπε ό παπάς σά ν' αποκρινό- τανε στή ματιά πού τοΟ έρριξε ό νέος. Ό καλός πολεμιστής ξαναβρί- σκει πάντα τό κέφι του μετά τή μάχη !

ΕΙταν ελαφρά πιωμένος, τά ματάκια του γυάλιζαν πασίχαρα. Φώ- ναξε τόν Σγουρό, πού έκανε νά προσπεράσει, καΐ τοΟ έγνεψε νά καθή• σει κι αυτός. "Ομως έμεινε δίχως απόκριση. *ΑλλοΟ έτρεχε κιόλας ό νοΟς του εκείνου.

"Ολη τή νύχτα, μέ τόν πυρετό τοΟ αγώνα, δέν είχε προφτάσει νά σκεφτεΤ τίποτα. Τό γλυκοχάραμα τόν είχε βρεΙ άποκαμωμένον, νά κά-

423

θεται κατάχαμα στον περιφερειακό δρόμο του τειχ:οΟ, μέ τη ράχη σέ μ:ά τάπια, το κεφάλι του ά5ειανό. Τότε είναι πού ξάνοιξε, κάτω άπό τα πόδια του, τό μικρό πλάτωμα της εκκλησίας καΐ τα κουφάρια των δυό σφαγμένων Φράγκων να κείτονται μέσα σέ λίμνη κόκκινη. Τους είχανε χτυπήσει εδώ απάνω και γκρεμιστήκανε στό πλάτωμα. Τώρα, μεμιάς, δ νοΟς του είχε ξυπνήσει, τό μυαλό του άρχιζε να δουλεύει, μουδιασμένα ακόμα, δμως επίμονα. "Ολα είτανε τόσο διαφορετικά άπό δ, τι τά είχε φανταστεί . . . ΚαΙ τά φανταζότανε καιρό, τά πιπίλιζε στό νοΟ του, δταν μελετούσε, νύχτα -μέρα, τήν απόπειρα.

Κάτι σαν αηδία ανεβαίνει στα χείλη του, άπόγευση δυσάρεστη, καθώς ξεμακραίνει άπό τά μαγερειά, αφήνοντας πίσω του τόν Δανιήλ νά τόν φωνάζει. "Οπως δταν ξυπνάς άπό ολονύχτιο πυρετό, υστέρα άπό πα- ραμιλητά καΐ βραχνάδες, καΐ νιώθεις τό στόμα σου πηχτό, λασπερό. Τέτοια είναι λοιπόν ή ουσία μιας γενναίας πράξης ; Όλόξαφνα μιά και- νούργια σκέψη είχε αστράψει στό νοΟ του : Τά μπουλούκια τοΟτα πού περνάνε βιαστικά, ψαχουλεύοντας άπληστα τό κάστρο, δέν ανέβηκαν άραγε στό αρχοντικό ; Δέ βάλανε χέρι καΐ στά δώματα δπου Ισαμε χτες κάθονταν οί κυράδες ;

Ή καρδιά του άρχισε νά χτυπάει άταχτα, ερμητικά. Βρισκότανε στή μεσαυλή, δεξιά του τά σκαλοπάτια της εκκλησίας, αντίκρυ τό αρ- χοντικό, δίπατο, μέ τά ταβλάτα του καΐ τό μακρύ χαγιάτι. Τά κατα- τόπια τοΟ εϊτανε γνωστά. Σέ μιαν αστραπή μέσα, περνάνε άπό τό νοΟ του οι πρώτες θύμισες : δίπλα ή κολόνα, έκεϊ πού πρωτογνώρισε τόν Κοκκινοτρίχη, δεξιά στό χαγιάτι είχε ίδεΐ μιά μέρα τόν ΤουρναΙ νά τόν κοιτάζει ασάλευτος, μέ καρφωτό, αινιγματικό βλέμμα* αριστερά πάλι ή καμαρούλα πού τόν "φιλοξένησε γεματον παιδιάστικες ελπίδες πρώτα, άρρωστον ύστερα μέ κρυφή της καρδιάς άρρώστεια. Ποτέ δέν είχε μπορέσει νά καταλάβει άπό πού τόν περάσανε τή νύχτα πού βρέ- θηκε μπροστά στην κυρά τής "Ακοβας. "Ομως είχε καταλάβει πώς έκεΤ γύρω πρέπει νά είναι καί τά πριγκηπικά δώματα" ή ψυχή του είχε μαντέψει τό χλιαρό τους χνώτο στον αέρα.

Τό χαγιάτι τώρα είταν αδειανό, μιά - δυό μονάχα πόρτες διαπλα- τωμένες έδώ - έκεΤ. Κάπου δμως, άγνωστο σέ ποιο ακριβώς σημείο, βρόντοι κούφιοι ακούγονταν, σά χτυπήματα μέ μαδέρι πάνω σέ πορτό- φυλλο ή σ' άρμάρι πού δέ θέλει ν' ανοιχτεί. Τό "αίμα στρούφιξε στό κεφάλι του" τρέμοντας δρασκέλισε τήν αυλή και χύθηκε στή σκοτεινή σκάλα. Καθώς περνούσε, διασταυρώθηκε δυό φορές μ' ανθρώπους φορ- τωμένους πού βγαίνανε άπό μιά πόρτα γιά νά μπούνε σ' άλλη. Μέσα σέ κάμαρες τό μάτι του πήρε στά πεταχτά άλλους πού άδειάζανε κασσέ- λες, άρμάρια. Αυτό είταν ή λεηλασία είχε αρχίσει. Ξάφνου βσχισε τόν αέρα, πνιγμένη πίσω άπό τοίχους, μιά γυναίκεια σκληριά. Στάθηκε παγωμένος. Κι αυτό λοιπόν ; κι αυτό ! . . . Ποΰ νά τρέξει ; Κοιτάζει γύρω του νά μαντέψει τήν κατεύθυνση* δμως τίποτα πιά δέν ακουγό- ταν. Τυφλωμένος άπό τή λύσσα, ρίχνεται στά τυφλά μέσα σέ μιά κά- μαρα αδειανή, περνάει σ' άλλη, βρίσκει πεντέξη βιλάνους νά ξεσκαλί- ζουν χάμου στό πάτωμα §να σωρό ρουχικά κι αρχίζει νά τους σκορ- πάει μέ κλωτσιές, γροθιές, ξεφωνίζοντας σά μανιασμένος. Οί χωριάτες

424

τόν -χοιτάζανε σαστ^σμένο^, βουβοί, δίχως να νιώθουν τό λόγο πού τους φέρνεται Ιτσι. "Ενας -ένας, ωστόσο, τρομαγμένοι, μάζευαν 8, τι πρό- χειρο βρισκότανε νοντά τους χαΐ ξεγλιστροΟσαν Ιξω άπό τήν πόρτα, νά πάνε άλλοΟ. Συνέχισε τό δρόμο του τρεχάτος, σάμπως τό κάστρο να είχε -ιάσει φωτιά. Είδε μια πόρτα ανοιχτή στό χαγιάτι, βγήκε για νά προσανατολιστεί και κατάλαβε πώς είχε πάρει στραβό δρόμο. Βρισκό- τανε στα διαμερίσματα των σκουταράτων, τής ακολουθίας, κοντά στην παλιά του κάμαρα. Κάτω, στην αυλή, μιά φωτιά άναβε, ρίχνοντας λάμψη χλωμή γιατί ή μέρα είχε πιά φέξει. Άνθρωποι άγνωστοί του γύρω της άλαλάζανε χοροπηδώντας στό αβέβαιο φως τής αυγής, ίδιοι δαιμόνοι, τήν τρέφανε μ' αγκαλιές &χΐίρο άπό τους στάβλους, κι άλλοι φτάνανε τρέχοντας, ρίχνανε στή λόχη στρώματα, μαξιλάρια, ροΟχα γυναικεία, τσακισμένα θρονιά.

Τό μεθύσι τής καταστροφής είχε κυριέψει τους βιλάνους. "Υστερα άπό τή νυχτερινή Ινταση καΐ τήν περισυλλογή τοϋ αγώνα, έρχονταν τώρα, διπλά επικίνδυνα, τά έπινίκια. Κιόλας, μέσ' άπό τά κατώγια, άκουγες τραγούδια μεθυσμένα ν' ανεβαίνουν, νά μπλέκονται παράταιρα, παράφωνα, ^ρό^ηους καΐ σφυρίγματα τοΟ χοροΰ. Αλαφιασμένα τά σκυλιά τοΟ -/.άοτρου ούρλιάζανε πηδώντας μέσα στις κλούβες τους. Κα- ποιανοΰ τοΟ ήρθε φαίνεται ή χαιρέκακη έμπνευση ν' ανοίξει τό πορτί στά γεράκια. Τά δρνια κάνανε φτερό, στρουφίξανε πάνω άπό τό κά- στρο, και τώρα γράφανε στον άλαμπρο ουρανό τής δεκεμβριανής αυγής τεράστιες καμπύλες, βουτούσανε τόν κατήφορο μέ γοργάδα ζαλιστική, ζυγιάζονταν πάνω από τή φλόγα, και πάλι λακίζανε φεύγοντας προς τόν ορίζοντα μέ φτεροκόπημα πλατύ.

Πιάστηκε στην κουπαστή τοΟ χαγιατιοϋ, τσακισμένος. Αυτό λοι- πόν, αυτό είταν ή κατάληξη. . . "Οχι, μά τόν Τψιστο θεό, δεν τό είχε θελήσει ί Μιά παράλογη σκέψη τοΟ περνάει άπό τό μυαλό, νά σύρει φωνή άπό δώ πού βρίσκεται, φωνή μεγάλη, νά τους συνεφέρει, νά τους εξορκίσει. Σύγκαιρα δμως ή πραγματικότητα πού άναβράζει γύρω του μέ τά τραγούδια των μεθυσμένων, μέ τΙς λάμψεις τής φωτιάς, δλο και πιο έντονη, δλο καΐ πιό ωμή, τόν κάνει νά ίδεϊ καθαρότερα τήν αλή- θεια. Οί περισσότεροι άπό τους ανθρώπους αυτούς τοΟ είναι άγνωστοι, δέν τόν ξέρουν, ή εξουσία έχει κιόλας ξεφύγει άπό τό χέρι του. Τέτοια είναι φαίνεται ή μοίρα των πολέμων. Ένα σπρώξιμο έδωσε αυτός, ελάχιστο, κι δλα πιά ακολουθούνε τή φορά τους, κουτρουβαλιάζουν τόν κατήφορο μέ γρηγοράδα πού στιγμή τή στιγμή πληθαίνει. Απόμεινε μονάχος, αγνοημένος, εδώ στην έρημη σκοπιά. Χάχανα ακούγονται κάτω στην αυλή, χαμηλώνει τά μάτια και βλέπει μιά δούλα νά κυνη- γιέται λιγωμένη μ' ενα χωριάτη άναμαλλιάρη πού κάνει πήδους άγαρ- μπους, σάν αγρίμι τοΟ βουνοϋ. "Αλλα γέλια, γυναίκεια πάλι, ερεθι- σμένα, ξεπηδάνε άπό τις σκοτεινές καμάρες τοΟ μαγερειοϋ. Τό χτήνος ξαμολύθηκε μέσα στον άντρα και στή γυναίκα, γαυριάζει αδηφάγο καΐ παίζει τήν αχνιστή του τήν χρο<^Υΐ τζροχού τή χλουπακίσει.

Στό γ,ίοχρο είχανε βρει λιγοστές γυναίκες, δλες τοΟ υπηρετικού. Μιά μεσόκοπη καλοντυμένη, πού τήν ξεφωλιάσανε στον πύργο, τους παράδωσε μιαν άρμαθιά κλειδιά κρεμασμένα στή ζώνη της, δίχως νά

42ο

τους εξηγήσει καΐ ποΟ ταιριάζουν. Τά πήρανε ξεχαρ5ισμένοι, τή βά- λανε στή μέση καί, συνοδία, τήν ξέβγαλαν ίσαμε τήν χαστρόπορτα, την ξαποστείλανε μέ ρεβερέντσες καΐ κοροϊδίες να πάει τά χαιρετί- σματα τους στον πρίγκηπα. Λίγο αργότερα ωστόσο, σαν είχε πιάσει να φωτίζει, γυναίκες άπ6 τήν Καλαμάτα ήρθανε κουβαλώντας φαγώσιμα στους άντρες τους πού βρίσκονταν μέ τους ροβολατόρους, δίχως καθό- λου νά τους περνάει άπό τό νοΟ πώς έκεΐ μέσα είχανε βρει εκείνοι δλα τ' αγαθά. Καμπόσες άπά δαΟτες στέκονταν τώρα στή μεσαυλή μέ τΙς παλάμες στους •^ο<φο\)ζ καΐ κοίταζαν μέ περιέργεια χαμογελαστή, κολα- κεμένη περηφάνεια, τό κάστρο πού είχανε πάρει οί άντρες τους. Ό * Αρτεμης 6 χρυσοράφτης ήρθε κι αυτός, μέ τή γυναίκα του αντάμα, φορτωμένος τό στρώμα του, μιαν άλλαξιά αφόρετη καΐ τρία καρβέλια. Διαμαρτυρήθηκε στον Ζερβοχέρη πού δέν τόν είχανε πάρει μαζί στό πανηγύρι καΐ δήλωσε μέ Οφος βαρυσήμαντο πώς θα Ιμενε κι αυτός Ώτό έξης έχει, νά συμμεριστεί τήν τύχη των άδερφιών του.

Ωστόσο ό Σγουρός, σέρνοντας άθυμα τώρα τό βήμα, είχε τραβή- ξει κατά τό αρχοντικό. Κάποιος φόβος βαθύς τόν συνείχε, πάλευε μέ τόν εαυτό του άν πρέπει νά πάει ή νά γυρίσει κάλλιο πίσω νά μή δεΐ τίποτα. Τό κορμί δμως έχει βουλές άσχετες μέ τό πνεΟμα. 'Ανέβηκε στά δώματα πού βρίσκονταν πάνω άπό τή μεγάλη σάλλα, άνοιξε μέ χέρι τρεμάμενο μιά πόρτα, μπήχε. Είτανε κάμαρα μικρή, γυμνή, 2να κρεβ- βάτι ξύλινο μέ ουρανό, μιά κασσέλα, προβιές στρωμένες χάμου, δλα άθιχτα. Αυτό τοΟ Ιδωσε Βάρρος. Προχώρησε πιό μέσα.

Είτανε μικρότερο τ' αρχοντικό άπ' δσο τό θαροΟσε. Τστερα άπό μιά σειρά .κάμαρες μέ νωπό ακόμα τ' άχνάρι τής γυναίκας έδώ θα κάθονταν οί άβρες, ή βάγια, έβγαινες σ* 2να βαστέρνιο μισοσκότεινο. Μυρωδιά λεβάντας βλογοΟσε στον αέρα, ανάλαφρη. Στάθηκε δίβουλος, γιά μιαν ακόμα φορά, τήν τελευταία. Γιατί νάρθει έδώ ; ποιος τόν ανάγκαζε ; Ένα δλάγ.ερο κατεβατό τής ζωής του είχε κλείσει, τύλιξε τή γραφή, τήν έδεσε σφιχτά μέ κόκκινο σειρήτι, κρέμασε βούλα βα- ρεία, μολυβένια, μέ τό αποτύπωμα πάνω τής σάρκας του, κ' ύστερα τήν πέταξε στή θάλασσα νά βουλιάξει. "Ηθελε νά θαφτεί γιά πάντα τό μυστικό. . .

ΚαΙ νά πού τώρα έρχεται μονάχος του, χάνοντας τά βήματα του, νά ψάξει μήπως βρεΙ τή γραφή στην αμμουδιά, μήπως τήν ξέβρασε τό κΟμα, νά τήν ξαναδιαβάσει. Κάτι άρρωστο τρέχει στό αίμα του, κάτι άβουλο χαΐ δειλό. Ανοίγει τήν πόρτα, σηκώνει τό βήλο, μπαίνει. Ή ανάσα του κόπηκε. Είναι έδώ τό κουβοΟχλι.

Μέ μιά ματιά τά είδε δλα" ή καρδιά του ράγισε. Τό κρεββάτι ανά- στατο, μισοκρεμασμένο τό στρώμα κάτω, σπασμένα τ* άρμάρια, φουστά- νια πού ξεχύνονται έξω, στό πάτωμα, κΟμα αφράτο καΐ πλουμιστό. Μιά κασσέλα χάσχει' μπροστά της σωρός τά σώρουχα. Ακόμα καΐ τό προσευχητάρι είναι βεβηλωμένο, λάσπες έχουν απομείνει πάνω του, πατησιές χοντρές, άγροίκες. Στό παραθύρι βουλιάζανε τά τεζαριστά λα- δόχαρτα, καΐ τό φώς τής χειμωνιάτικης ημέρας αστράφτει στΙς τρύπες κρύο καΐ θαμπό. "Εκανε τρεκλίζοντας δυό βήματα πάνω στό λασπωμένο χαλί, στάθηκε. Αυτό είτανε λοιπόν τό άδυτο πού τόσους μήνες τό είχε

426

ονειρευτεί μ' ανοιχτά, άγρυπνα μάτια. "Ωχ ! ό άσπλαχνος αφανισμός. Μηχανικά σκύβει κι άπλώνβι τό χέρι του ν* αγγίξει 2να φουστάνι. Τό χέρι του τρέμει. Είναι αδρό τό φουστάνι, άπό βαρεία στόφφα χρυσο- κλωσμένη, κάποιο ροΟχο επίσημο βέβαια, για τΙς μεγάλες γιορτές. Πη- γαίνει καΐ στην κασσέλα μπροστά, μέ συστολή παιδιάστικη κοιτάζει τα σώρουχα, άσπρα υφάσματα μαλακά, πού κολπώθηκαν, χλιάνανε πάνω στό κορμί της. "Αν τ' ανασάνεις, θα κρατοΟν Ισως ακόμα τό μύρο τό μυστικό. Πάει, δλα αφανίστηκαν* χέρια ίδρωμένα, μαλλιαρά, τα πα- σπάτεψαν, τα κουρέλιασαν, τα γδύσανε. Τίποτα πια δέ μένει γι' αυτόν" για μιαν ακόμα φορά άλλοι προλάβανε πιό πρίν,• τό κόψανε τό λουλούδι.

Αργά, μέ βήμα βαρύ, πήγε ν' ακουμπήσει στό παραθύρι. Ό κάμ- πος απλωνότανε κάτω, πέρα, γυμνός, ή θάλασσα γυάλιζε δεξιά, λεπίδα ασημένια. "Ομως αυτός δεν Ιβλεπε. Μέ μάτι τυφλό, διάβαζε μέσα του, θάμπος παράδοξο τόν έκανε νά σαστίζει. Ένιωθε τώρα πώς δλο τοΟτο τόν καιρό, άπό τότε πού γύρισε στά χώματα τής άγνωστη; γι' αυτόν γυναίκας, τό εΙδωλό της τόν είχε παρακολουθήσει, τόν είχε στοιχειώ- σει, στό τρισκόταδο απωθημένο τοΟ μαύλιζε αδιάκοπα τό νοΟ. Άφοϋ δέν κατάφερε νά τήν κυριέψει, κυρίεψε τό -/.άοτρο της. Κ' είχε ξεκινή- σει γιά τό σκοπό του αυτό μέ τή σκοτεινή, τή λάγνη ορμή τοΟ βιαστή, νά φτάσει καταπάνω της αναπάντεχος, τρομαχτικός, καΐ νά τής ξεθη- λυκώσει δυναστικά τή ζώνη.

Ρίζα - ρίζα, σέ κρυμμένη ζάρα τής καρδίας του, ίνας κόμπος φαρ- μάκι έχει σταθεί, Ιπηξε, σά θολό δάκρυ άπό ρετσίνι σέ λαβωμένο κορμό πεύκου. Δέ λησμονάει τή νύχτα εκείνη, τήν ανεμόδαρτη καΐ βροχερή, πού τραβώντας γιά τό κρεββάτι τής γυναίκας άκουσε τό κλάμα τοΟ μω- ροΟ. Είχε σκύψει πάνω στην κούνια κ' είδε θαμπά, στό φως τοΟ καν- τηλιοίϊ, τήν απαλή σάρκα ν' αναδεύεται, αλαφιασμένη σάν άπό σκοτεινό προαίσθημα μέσα στον παιδικό ΰπνο. Τότε, είχε καταλάβει ξαφνικά πώς δλα έχουν τελειώσει. "Ο,τι έγινε δέν ξαναγίνεται• αυτός, είταν 6 ξένος. Μέ τήν ίδια ορμή πού βγήκε άπό τό κουβοΰκλι τότε, άπό τό καστέλλι, άπό τήν Κλαρέντσα, μέ τήν Ιδια ορμή έφυγε μέσα στην κατάχλωμη αυγή, πετώντας καβάλλα στον Άστρίτη. "Ετσι συνεπαρμένος πήρε τή δημοσιά, έδραμε μέσ' άπό τό μουσκεμένο κάμπο σά νά τόν κυνηγό Οσαν. Κ' είτανε στην αρχή τυφλός, τίποτα δέν έβλεπε γύρω του. "Γστερα, στα- νικά θάλεγες, είδε. Κι άνάβλεψε.

Ό δρόμος εκείνος, μέσ' άπό τήν ερημωμένη χώρα, είχε καταλήξει έδώ, σήμερα, στό κάστρο τών Βιλλαρδουίνων.

Ποδοβολητό ακούστηκε έξω άπό τήν πόρτα, φωνές πού ζυγώνουν. Ή καρδιά του βρόντηξε, στάθηκε, σάν τοϋ κλέφτη πού τόν πιάνουνε σκαστό. Δέν πρόλαβε παρά μονάχα νά γυρίσει τό κορμί του καΐ νά στη- ριχτεί μέ τή ράχη στό παραθύρι" ή πόρτα ανοίχτηκε. Ένα μπουλούκι χύμηξε μέσα, αγριεμένες άπό τή δίψα τοΟ ολέθρου μορφές, ό Φεντόρ επικεφαλής τους.

Στάθηκαν βλέποντας τον, μέ σάστισμα δυσαρεστημένο. Τό μέτωπο τοΟ Γιαννιτσώτη είχε συγνεφιάσει.

Τί κάνεις έδώ, αδερφέ ;

Τίποτα.

427

Είδε τό μάτι τοΰ Σλαύου που έφερνε βόλτα τήν κάμαρα, γοργά, κ' ΰστερα στυλωνότανε πάλι πάνω του, εξεταστικό. Στό χέρι κρατοΟοε κοντό πελέκι.

Εμπρός ! πρόσταξε τους δικούς του μ' ενα γνέψιμο, δίχως να ξε- κολλήσει τα μάτια του από τόν Σγουρό.

Μουδιασμένοι εκείνοι κι δμως βιαστικοί, σκύψανε χάμω, βούτηξαν τά χέρια τους στα σκορπισμένα ροΰχα κι άρχισαν να τα συνάζουν αγ- καλιές - αγκαλιές. Ένας ξερακιανός, ψηλός Γιαννιτσώτης με γένεια αγ- καθερά, άρπαξε τά σώρουχα, τά σήκωσε ψηλά καΐ τ' άφησε πάλι νά πέσουν ^ρογτ] χάμου, ξεκαρδισμένος. "Ο, τι πιό κρυφό αγκαλιάζει κατά- σαρκα τό κορμί μιας γυναίκας, κυμάτισε στον αέρα, μπροστά, στ' άντρί- κια μάτια, κι άνασκελώθηκε στό πάτωμα ξεδιάντροπα. Ό Σγουρός τους κοίταζε άλαλος, ζαλισμένος.

Άπό τό χαγιάτι πετάτε τα στην αυλή ! πρόσταξε ί Φεντόρ. Μη χασομερνάτε !

Δέν είχε προφτάσει ν' άποσώσει τήν κουβέντα του' 6 Σγουρός έμπηξε μιαν άγρια φωνή :

Πίσω, θρασίμια ! Στάθηκαν, απορημένοι.

Πίσω, κλέφτες ! ληστές ! . . . Ανάθεμα ! ντροπιάζετε χό έργο μας, συνέχισε κ' ή φωνή του έτρεμε άπό αγανάχτηση καί λύσσα.

Οί Γιαννιτσώτες κοιτάζονταν παραζαλισμένοι. Τί είχε πάθει δ άν- θρωπος τοΟτος ; Μήπως έχασε τά φρένα ; ϊά μάτια τους, γεμάτα αμη- χανία, γύριζαν στον Φεντόρ ζητώντας συμβουλή.

Είχε μείνει ατάραχος ί Φεντόρ, μονάχα τό μέτωπο του μιά ζάρα βαθειά τό τσάκιζε. Στήριξε τΙς δυό γροθιές του στους ■^ο'-^ούς, στύλωσε διχαλωτά τά πόδια. Αγνάντια στον Σγουρό, έμενε νά τόν κοιτάζει δί- χως νά μιλάει, μέ βλέμμα εξεταστικό, βαρύς. Στιγμές πέρασαν. Τέλος έγνεψε με τό χέρι στους δικούς του νά συνεχίσουν αυτό που άρχισαν.

Καμπουριασμένοι, αμίλητοι εκείνοι τώρα, συνέχισαν. *Αράδα βγή- κανε άπό τήν κάμαρα τά φορέματα, τά σώρουχα, οί κορδέλλες, τά σαν- τάλια. Κι δταν δλα πιά σώθηκαν, δταν ή κάμαρα έμεινε αδειανή άπό κάθε τι πού κρατάει τό σχήμα τοϋ άνθρωπου, άποτραβήχτηκαν κ' οι βιλάνοι αθόρυβα. Τό βήλο ξανάπεσε πίσωθέ τους.

Οί δυό είχανε μείνει μόνοι. Τινάγματα αδιόρατα, φευγαλέα, περ- νούσανε στό πρόσωπο τοΟ Σγουρού, τά μάτια του κοίταζαν διάπλατα, θαμπά, σάν τυφλωμένα. Ό ΣλαΟος ήρθε κοντά του αργός.

Τί γυρεύεις άνάμεσό μας εσύ ; ρώτησε τραχεία. Τί σκοπό έχεις; Είσαι κρο^ίτης ;

Τινάχτηκε 6 Σγουρός, τό χέρι του χούφτιασε στη ζώνη τό μαχαίρι.

Τράβα το λοιπόν ! Τί στέκεις ; έκανε ήρεμα 6 Φεντόρ.

Μιά -δυό στιγμές έμειναν έτσι, νά κοιτάζονται κατάματα, δίχως νά σαλεύουν.

Λεν ήρθαμε έδώ γι' αυτό, διαμαρτυρήθηκε τέλος μέ φωνή πνι- γμένη ό Σ-^ουρός. Δέν είμαστε ληστές !

Παράδοξο χαμόγελο κίροίοε στά ξεματωμένα χείλη τοΰ Σλαύου.

Ντροπή σου, έκανε μέ τη βαθειά του τή φωνή δίχως ν' άπο-

428

κριθεί στην καττ,γορίχ. Ντροπή σου ! ΚαΙ καθώς ό νέος τόν κοίταζε αναστατωμένος, 5ίβουλος, πρόσθεσε χαμτ3λώνοντας τή φωνή του : "Ολα πρέπε: ν' αφανιστούν, άκοΟς ; Τίποτα να μή μείνει !

Φεντόρ ! —"Ολα !

Ό Σλαΰος έσκυψε κοντά του, σχεδόν στ' αυτί :

Έσύ Ιπρεπε να τό ζητάς, είπε.

Τόν πήρε άπό τό χέρι, τόν τράβηξε ήσυχα μαζί του καΐ βγήκανε άπό τό κουβοΰκλι. Τό βαστέρνιο εϊταν Ιρ'τΐ[ίο. Πέρασαν σέ μιαν άλλη κάμαρα πού είχε παράθυρο στη μεσαυλή. 'ΕκεΤ ζύγωσαν.

Κοίτα, είπε ό Φεντόρ δείχνοντας κάτω.

Κοίταξε. Κ' είδε τους Γαννιτσώτες πού 2νας-?νας πήγαιναν στή φωτιά κ* έρριχναν στή λόχη τό φόρτωμα τους. Έ φλόγα ζωντάνευε, ψήλωνε. Άπό τή γλώσσα της αοόρω'^ε Ενα γαϊτάνι μαΰρος καπνός, λι- βάνιζε μια στιγμή, κ' ελυωνε -χορ^τ. στον αέρα.

"Ολα έκεΐ να τα ρίξεις, είπε ό Φεντόρ.

Τα μάτια του είτανε στυλωμένα στή φλόγα, τήν άντικαθρέφτιζαν, δίχως δμως να γυαλίζουν πιά. Καταχνιά ανάλαφρη τά είχε θολώσει. Είχε βυθιστεί σέ συλλογή.

Κοίταζε κι δ Σ^ο^ρός. Έ φλόγα, ό καπνός. . . Κάτι μέσα του τρέ• μιζε, σαν παράπονο, ράγιζε. Μιά στιγμή τοΟ φάνηκε σά νά βλέπει μέσα στις γλώσσες τής φωτιάς νά μπλέκεται τό ο'ό'^'Κο^ο κεφάλι τοΰ Κοκκι- •^οχρί^ΎΙ. «Σηκώσου ορθός, §^α νά πάμε. Είσαι γεννημένος λεύτερος έσύ.» "Ω! τί πικρό καΐ ματωμένο πράμα πού είναι ή λευτεριά τοΰ ^.■^%ρ<Λ•^ο\) . . .

"Εσκυψε τό κεφάλι του, κατάπιε με κόπο. Τστερα τό στύλωσε πάλι.

Έλα ! πάμε άπό δώ, είπε στον Φεντόρ.

Τρεις ήμερες αργότερα, ή Καλαμάτα πού πανηγύριζε στό μεταξύ ξέγνοιαστη, μ' απλοϊκή πίστη πώς Ιχει γλυτώσει, δοκίμασε τό κρΟίτο δυσάρεστο ξάφνιασμα. Φράγκοι καβαλαρέοι φάνηκαν πέρα, στή δημο- σιά, έρχονταν κατά δώθε. Οί αρματωσιές τους έλαμπαν στον πρωϊνόν ήλιο στραφταλιστές.

Οί πρώτοι πού τους είδανε, αγρότες, είχανε τρέξει στην πολιτεία καΐ δώσανε τό μαντάτο ξέπνοοι. Μεμιάς οί δρόμοι άδειασαν, τά πόρτο παράθυρα κλείστηκαν, βουβαμάρα τρομαγμένη πλάκωσε παντοΰ. Τό κά στρο αμπάρωνε τή σιδερόπορτα καΐ στΙς τάπιες ορθώθηκαν οί λόγχες Σέ λίγο μπαίνανε στην Καλαμάτα, μέ τριποδισμό βαρύ, οί καβαλαρέοι

Δέν είτανε πολλοί, καμμιά τριανταριά μέτρησαν οί βουργησέοι κρυ φοτηρώντας πίσω άπό τά παραθύρια τους. Μπροστά πήγαινε, κορδωμέ νος στό κορακατο φαρί του, ό κοντόσταβλος.

"Ηρθανε ολόισια \ηζροατΟ!, στην καστρόπορτα, στάθηκαν καΐ βά- λανε τό βούκινο νά σημάνει. Ένας ίράλ^ος φώναξε σηκώνοντας κατά τις τάπιες τό κεφάλι του, μέ τά χέρια του γύρω στό στόμα χωνί :

Στ' δνομα τοΰ αφέντη τής Αχαίας καί τής κυρα - πριγκηπέσ- σας πού ορίζουν τήν πολιτεία τούτη τής Καλαμάτας, ανοίξτε ! Οί κα• βαλάροι τοΰ μεγαλότατου πρίγκηπα δέν έρχονται σάν ίγβροί, Ερχονται νά μιλήσουν μαζί σας. Στ* δνομα τοΟ αφέντη τής Αχαΐας ! Ό άρχον

429

τας χοντόσταβλος έδώ παρών, σας ορμηνεύει νά μή φοβηθείτε τίποτα. Ανοίξτε !

Χρειάστηκε νά περιμένουν κάμποσο μπροστά στή σιδερόπορτα οί Φράγκοι ώσπου οί καστρινοί ν* αποφασίσουν. Φαίνεται πώς είχανε συναχτεί μέσα, τδ συζητοΟσαν τό πράμα, άν είναι φρόνιμο. Τέλος, άφοΟ πιά ό ίράλΖος τρεις φορές είχε διαλαλήσει την δπόσχεση τοΟ κοντό- σταβλου πώς έρχεται σά φίλος, ή βαρειά πόρτα ξεμανταλώθηκε κ' οί Φράγκοι, δίχως νά πεζέψουν, μπήκανε στό κάστρο.

Τους οδήγησαν στή μεσαυλή" έκεϊ πέζεψαν. Γύρω, σέ κύκλο με- γάλο, πυκνό, στέκονταν όλαρμάτωτοι οί ροβολατόροι κρατώντας στό χέρι τ'.ς λόγχες, τΙς τσάγρες, τά δοξάρια της οπλοθήκης τοΟ -Λάατρου μα καΐ τά δρεπάνια πού είχανε φέρει μαζί τους δταν πρωτόρχονταν. Οί Φράγκοι, σαστισμένοι κάπως, κοίταζαν γύρω νά ίδοΟν σέ ποιόν άπ* δλους θά έπρεπε νά μιλήσουν.

Τότε τά μάτια τους πέσανε στά σκαλιά της εκκλησίας. Έκεΐ, σέ τάξη αραιή, κλιμακωμένοι, στέκονταν Ιξη άντρες. Φορούσανε μάλλιες αλυσιδωτές, φράγκικες, δμως τά κεφάλια τους έμεναν ξέσκεπα, δίχως κράνη. Έκεΐ γνέψανε οί βιλάνοι στους αποσταλμένους τοΰ πρίγκηπα νά προχωρήσουν. Είταν οί §ξη αρχηγοί τοΟ ξεσηκωμού, ό Σγουρός, ό Φεν- τόρ, οί τέσσεροι Μαϊνιώτες.

Με βήμα αποφασιστικό ό Σωντερόν προχώρησε νά σταθεί \ι.τζροστά στά σκαλοπάτια. ΕΙταν άντρας αληθινός ό κοντόσταβλος, πολεμιστής άπό κούνια• ή ζωή τοΟ στρατοπέδου, ό αέρας της μάχης τόν είχανε θρέψει. Στον καιρό της εΣρήνης, της απραξίας, μαράζωνε, κάτι σάπιο έμοιαζε τότε νά μολεύει τό αίμα του καΐ γερνούσε. Έ σημερινή ανάσα, ή πολεμόχαρη, αντίθετα, τόν είχε λές ξανανιώσει.

Χαιρέτησε τους έξη καπεταναίους δίχως προαηοί-ησιη, μέ ειλικρί- νεια αυστηρή χαΐ παλληκαρίσια, κ' είπε τήν πρόταση τοΟ αφέντη του. Ό πρίγκηπας αναγνωρίζει πώς οί ροβολατόροι τοΟ έχουν πάρει μέ τό σπαθί τους τ' ωραίο κάστρο, πώς δείχτηκαν στην πράξη τούτη αποφα- σιστικοί, πώς τόν ξάφνιασαν μέ τήν αποκοτιά τους καΐ τή δεξιοσύνη τους. "Ομως τό κάστρο δέ μπορούσε, δχι, βέν τοΰ είτανε βολετό νά τους τ' αφήσει. ΚαΙ πρώτα δεν είτανε δικό του : Καθώς δλοι τό ήξεραν, ή Καλαμάτα είναι φίε τών Βιλλαρδουΐνων, καΐ τό χάατρο πατρογονικό της κυράς του, της 'Ιζαμπώς. "Αν θέλουν, λέει, μπορεί νά τους αποζη- μιώσει γιά τήν επιστροφή πληρώνοντας λύτρα, δσα λύτρα ορίσουν μέ κοινή συμφωνία τά δυό μέρη, καΐ γιά τούτο έχει τό λεύτερο αυτός, ό κοντόσταβλος, νά συζητήσει μέ τους γενναίους αρχηγούς τών ροβολατό- ρων. "Αν πάλι δέ θέλουν λύτρα, μόνο προτιμάνε τή γης, καλά τότε, νά ποΟνε ποιο φίε άπό κείνα πού βρίσκονται στην εξουσία του, τόποι, χωριά καΐ δυναμάρια τοΟ Μοριά, μπορεί νά τους ικανοποιήσει. "Εχει δλη τήν καλή διάθεση νά τους δώσει αντάξιο ρε'(άλο.

Έδώ πήρε ανάσα ό κοντόσταβλος, τεζάρισε τ' άτσαλόφραχτα πο- δάρια του καΐ τέντωσε τό φαρδύ του στήθος.

«"Αν δμως οί ξεσηκωμένοι βιλάνοι αρνηθούν, άν εναντιωθούν στην πρόταση, πού είναι κι απόφαση του, νά ξέρουν πώς μέ κανένα τρόπο, ποτέ, ό πρίγκηπας της Αχαίας δέ θά υποχωρήσει. Μέ σέντζιο ή μέ

430

μάχη, με σίδερο καΐ μέ αίμα, θά τό πάρει πίσω τό χάατρο του, τ6 κά- στρο τ9]ς χυράς του, έτσι πού να τοΟ είναι μάρτυς 6 θεός κ* οι άγιοι τοΰ Παραδείσου. ΚαΙ τότε κανένας δέ θάχει να προσμένει 2λεος, μόνο τα κοράκια θά φδνε τό %ορ\ιί του.»

Έτσι είπε ό κοντόσταβλος. Οί Ιξη τόν είχαν ακούσει αμίλητοι. Γύρω, στό λαό τ©ν ξεσηκωμένων, βαθειά, στυγνή βασίλευε σιωπή. Όδήγησαν τους Φράγκους στή μεγάλη σάλλα καΐ τους είπανε να προσμένουν έκεϊ ώσπου οί αρχηγοί να συνεννοηθοΟν μεταξύ τους καΐ ν' αποφασίσουν. Οί ϊξ-η πάλι άποτραβήχτηκαν για σύσκεψη στην εκ- κλησιά.

Δέ βάσταξε πολύ ή σύσκεψη. Ό κοντόσταβλος κ' οί ιππότες του πού περίμεναν στή σάλλα δρθιοι, γιά να δείξουν έτσι τήν περήφανη βιάση τους, είδανε σέ λίγο να τους φωνάζουν Ιξω. Βγήκανε. Κ* έκεΤ, μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς, πήρανε άπό τό στόμα τοΟ ΣγουροΟ μεγαλόφωνα, έτσι πού νά τήν άκοΟνε καλά οί γύρω, τήν από- κριση τ©ν βιλάνων.

«Οί Ρωμιοί της Καλαμάτας, τής Μάϊνης, οί ΣλαΟοι τής Γιάννιτσας κι δσοι άλλοι άπό τους γύρω τόπους αποφάσισαν μέ τή βοήθεια τοΟ βεοΟ νά πάρουν τό κάστρο τοΟτο, δλοι αδέρφια στή σκλαβιά καΐ στον κατατρεγμό, άν και γνήσια παιδιά της γης ετούτης, μηνάνε στον πρίγ- χηπα νά ξέρει πώς ό σκοπός τους δέν είτανε νά πληρωθοΟν. Δέν κλέψανε πράμα ξένο καθώς οί ληστές, μά πήρανε δικαιωματικά αυτό πού τους ανήκει. Είναι βιλάνοι, τάξη κατώτερη, λοιπόν δέν έχουν χρέος ν' ακο- λουθήσουν τά συνήθεια της ιπποσύνης πού δίνουν δικαίωμα στό νικητή νά πουλάει στό νικημένο τά ίδια του τ* άρματα. Νά ξέρει δ πρίγκηπας της Αχαΐας πώς στον τόπο τοΟτον ό ξένος είν* αυτός, καΐ πώς οί ροβο- λατόροι πατήσανε τό χάαχρο στ' δνομα τοΟ βασιλέα τών Ρωμαίων. Αδτό νά ξέρει. Κι άν νομίσει πώς τόν έχουν προσβάλει, άν δέ θέλει νά παραδεχτεί πώς τό δίκιο είναι μέ τό μίρος τους, τότε άς σηκώσει τους βασσάλους του γιά πόλεμο κι άς έρθει, θά τόν προσμένουν στΙς τάπιες έτοιμοι, έτσι πού νά τους είναι μάρτυς ό θεός καΐ τό ιερό του Ευαγ- γέλιο.»

Απορημένος άκουσε ό κοντόσταβλος τήν απόκριση. Τό Οφος του, έμενε επίσημο, αυστηρό, καθώς ταιριάζει σ' αντίπαλο, δμως ή παιδιά- στικη αφέλεια, ή κρυμμένη πάντα μέσα του, τόν έκανε τώρα, άθελα, νά τεντώνει τά μάτια. Αυτό, μά τόν άγιο Ιάκωβο, δέν τό περίμενε ! "Οχι ! "Ελεγε πώς θάβρει τους ροβολατόρους δύστροπους, πο'^ηρο'ός, αποφασι- σμένους νά έκμεταλλευτοΟν τήν περίσταση, νά ξεκολλήσουν δσο έπαιρνε μεγαλύτερο αντάλλαγμα, βαρύτερα λύτρα* έτσι λένε πώς ταιριάζει σέ Ρωμιούς. "Ομως ν' άρνηθοΟν καΐ τό φίε καΐ τά πέρπυρα ! . . . Αυτό, άν δέν τ' άκουγε μέ τά Ιδια του τ' αυτιά, ποτέ δέ θά μποροΟσε νά τό πιστέψει.

Δέν είπε τίποτα, έμεινε άλαλος γιά μιά στιγμή. Ύστερα γύρισε απότομα, πήγε στό φαρί του, καβαλίκεψε, καΐ μπροστά αυτός, πίσω οί ιππότες, έφυγε άπό τό κάστρο.

Ή σιδερόπορτα ξανάκλεισε, βαριά.

431

■Μι

■■■■■■

■■■■■■ΜίΗίΜΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

11

ΑΙ πια αρχίσανε να περιμένουν τον πρίγκηπα νάρθει. Τόν περίμεναν μέ τό φουσσατο του να φτάνει κάτω άπό τά τειχιά άγριωπός, σκληρός, να στήνει σκάλες, τριμπουτζέτα, σκρόφες' να χυ- μάει μέ τους ιππότες του ξεσπαθωμέ- νος, διψώντας αίμα, καΐ να σφάζε: πάνω στΙς τάπιες τους καστροπολεμί- τες. Ή θωριά του, σ' άλλους ολό- τελα άγνωστη, σ' άλλους αόριστα γνώ- ριμη, γραφότανε για δλους στον ορί- ζοντα γεμάτη φοβέρα, τά σφιγμένα χείλη του νά σταλάζουν φαρμάκι, τά μάτια του νά τινάζουν φωτιές, κ' εί• τανε τό λυσσασμένο άπό τη μάνητα ξε- φωνητό του βροντή.

Πιάσανε σύνταχα νά ετοιμάζονται γιά την άμυνα. Κουβάλησαν στΙς αποθήκες δσα τρόφιμα μπόρεσαν, μή- πως αυτά πού είχανε βρει μέσα βγαίνανε υστέρα λιγοστά, δρισαν βάρ- διες νά φυλάνε μέρα - νύχτα πάνω στΙς τάπιες, ετοίμασαν καζάνια με- γάλα γιά νά λυώνουνε μέσα τό μολύβι και νά περιλούζουν μέ δαΟτο πάνω άπό τά τειχιά τόν εχθρό. Τστερα άπό τό χαροκόπι της πρώτης ημέ- ρας, τη θριαμβική ξεγνοιασιά καΐ τόν κομπασμό των δυό κατοπινών, έ'να καινούργιο κΰμα πυρετοΟ είχε Ιρθει καΐ τους συνεπήρε. Τρόμαζαν μήπως δέν προλάβουν, ίδρωκοποΰσαν αγκομαχώντας στή δουλειά, ανέ- βαιναν κάθε τόσο στή βίγλα τοΟ πύργου σά νά μήν εμπιστεύονταν πιά τό βιγλάτορα, και βάζοντας τό χέρι αντήλιο, τρώγανε μέ τά μάτια τόν κάμπο κατά τό βοριά, κατά τή δύση, μήπως ίδοΟν, μακρύ και λαμπερό ερπετό, νά προβαίνουν κει κάτω τ' άλλάγια τών Φράγκων.

Ανέβαινε κι ό Σχοορός και γ.οίτα.ζζ, όμως αυτός κατά τή θάλασσα. Τί έκανε δ Καφούρης ; "Εστειλε τό μαντάτο νά προφτάσουν οί γενοβέ- ζικες γαλέρες ; Κι άν έρχονταν προτοΰ προλάβει ό πρίγκηπας ; Γιατί εύκολα δέ θα τ' αποτραβούσε τό νυχοπόδαρό του άπό την ονειρεμένη λεία ό αναθεματισμένος γέροντας. Τή δεύτερη κιόλας ημέρα, είχε στείλει άν- θρωπο δικό του μέσα στό κάστρο νά πεΖ στον Σγουρό πώς γυρεύει νά τόν ίδεΐ, πώς τόν προσμένει κάτω, λέει, στό λιοστάσι πού βρίσκε•

432

ται στην αγκωνή τοϋ δχτου. Κι & Σγουρός ξαπόστειλε πίσω τάν ξένο λέγοντας του να πεϊ στο Γενοβέζο πώς το -κάοτρο είναι των Ρωμαίων, πώς στον τόπο τοϋτο δέν Ιχει καμμιά δουλειά έ Ματτέος Καφούργ;;, ο&τε κ' οί πατριώτες του, οι πλεονέχτες.

'ίί^στόσο οί ετοιμασίες κόντευαν να τελειώσουν, οί άποθ-ί^κες είχανε γεμίσει, οί βάρδιες άλλαζαν αδιάκοπα, μα τό ψουοαάίτο τοΟ πρίγκηπα πουθενά δέ φαινόταν. Σάστιζαν οί ροβολατόροι, κοιτάζονταν συναμε- ταξύ τους άμίλτ^τοι, μή ξέροντας τί νά πιστέψουν κάποιοι, άνέμυαλοι βέβαια, βιάζονταν νά πανηγυρίσουν λέγοντας πώς σίγουρα ό πρίγκηπας μετάνοιωσε, φοβήθηκε 6 κοντόσταβλος βλέποντας τους, καΐ κάθησαν μαζί οί δυο τους και συμφώνησαν νά τά παρατήσουν καλλίτερα τό γ,άατρο ατό έλεος τοΟ Κυρίου, νά μή μπλέξουν σέ δουλειά άσχημη μέ τά παλληκά- ρια που το διαφεντεύουν, "Ομως και κάτι άλλο πρόσμεναν οί καστρ6- νοί, ελπιδοφόρο τούτο, πού δέν ερχότανε : Τή φρουρά άπό τό Μυτζη- θρά. Εϊχανε στείλει μαντατοφόρο, τό πρώτο κιόλας πρωί", νά μηνύσει στην Κεφαλή πώς τό χάοτρο πάρθηκε καΐ πώς μποροΟν τώρα οί στρα- τιώτες νά ορίσουν. Ό μαντατοφόρος δέν είχε ακόμα γυρίσει, οδτε ή φρουρά είχε φανεί.

ϊί έτρεχε ; Ό Σγουρός, ό Φεντόρ, άρχισαν κιόλας νά τό υποψιά- ζονται, *Η Κεφαλή δέν είχε πολυπιστέψει στον ίσχυρισμό πώς ή Κα- λαμάτα θά λευτερωνόταν, "Εδωσε μιαν αόριστη έκεϊ υπόσχεση, χάρηκε επιπόλαια τ' όνειρο, μά δέν τό πολυσκέφτηκε τό πράμα. Τώρα πού θά τό μάθαινε γιά τελειωμένο, υστέρα άπό τό πρώτο σάστισμα, θά είχε κα- θήσει σοβαρά και θά τό είχε μελετήσει στό μυαλό του. Νά στείλει βοή- θεια ένοπλη, νά δειχτεί συνεννοημένος μέ τους ροβολατόρους, καΐ νά πατήσει έτσι τήν τρέβα ; Δύσκολη δουλειά, μεγάλη ευθύνη ! "Αν ό βα- σιλέας έ κυρ -Ανδρόνικος τοΟ ζητοΰσε Οστερα τό λόγο ; "Αν τόν κατη- γοροΟσε πώς τόν έμπλεξε σέ πόλεμο μέ τή Φραγκιά ;

Ό Φεντόρ, τονωμένος στΙς αρχικές" του αμφιβολίες, γκρίνιασε τόν Σγουρό :

Σ* τό είχα πει άπό τότε πού τό πρωτομελέτησες : Οί Ρωμιοί τοϋ Μυτζηθρά δέ γνοιάζονται γιά τά δικά μας, "Ο, τι είχαμε νά κάνουμε τό κάναμε. Άπό δώ κ' εμπρός λόγο δέν έχουμε νά τό κρατούμε τό κάστρο.

θες νά πεις, Φεντόρ, πώς άλλο δέ μένει παρά νά φύγουμε ; ανησύχησε ό νέος.

Νά φύγουμε ; ναί, δμως δχι καΐ νά τό παρατήσουμε στους Φράγκους . . .

'Αμ' τότε ;

Χαμογέλασε αινιγματικά, φαρμακερά, ό Σλαΰος.

Πίσω μας ν' αφήσουμε φωτιά καΐ καπνό μονάχα, είπε, ΕΙταν ή παλιά, ή έμμονη ίδέα του : ν' αφανίσει τά πάντα. "Οχι ! δχ: ! ξεφώνισε ό Σγουρός. Αυτό δέ θά γίνει !

Κ' εξήγησε τήν άποψη του, έψαξε νά βρεΙ επιχειρήματα, "Αν τό παρατούσανε τό γ.άοτρο, άπό δυνατοί κ* επίφοβοι πού εϊτανε, θά γίνον- ταν πάλι αδύνατοι• οί Φράγκοι θά γύρευαν τότε νά τους εκδικηθούν. Ξεμοναχιασμένους πιά, θά τους κυνηγούσαν μέσα στή χώρα, στά βουνά,

28 Ή ΠριγΜηηίοαα 'Ιζαιιηώ ^±00

θα πιάνανε δσους βρίσκανε πρ6χ<£ΐροΌς καΐ Θλ τους κρέμαγαν. Οί άθώο'. θά πλήρωναν, οί βίλάνοι τοΟ κάμπου καΐ των χωριών, ή πλέμπα της Καλαμάτας. Αυτό δεν είχανε δικαίωμα νά τό κάνουν, δχι. Κ' έπειτα ή ελπίδα δέ χάθηκε, ή Κεφαλή μπορεί νά ζήτησε όρμήνεια άπό τή Βα- σιλεύουσα πώς νά κάνει* άν οί βασιλικοί ίδοϋν πώς τό κάστρο κρατάει, δέν είναι κουτοί νά τ* αφήσουν ακόμα και μή θέλοντας, πού λέει ό λόγος, θά τό δεχτοΟν. Τό κάτω - κάτω μπορεί κι & Σγουρομάλλης νά έχει βάλει τήν ουρά του σ* δλ' αυτά, νά μην έφυγε καθόλου από τό Μυ- τζηθρά, καΐ νά είναι αυτός μονάχα πού μπλέκει τά πράματα, γιά νά ευνοήσει τους Φράγκους.

Τό τελευταίο τοΟτο εϊτανε μιά καινούργια ίοέα πού τοΟ ερχότανε του ΣγουροΟ. Στό νοΟ του έφεξε ξαφνικά, σάν ή μοναδική, ή αυτόματη εξήγηση. Ξεχείλισε πάλι ή ψυχή του άπό μίσος γιά τό συγγενή πού τόν ντρόπιαζε πάντα, ορκίστηκε μέσα του νά ξεπλύνει τό αίσχος στό αίμα τοΟ αποστάτη.

Φεντόρ, Φεντόρ ! φώναξε μέ πάθος, σ' εξορκίζω στό θεό πού πιστεύουμε κ' οί δυό μας ! Μήν παρατήσεις τό έργο μας μισοτελειωμένο.

Δέν 2φερε άλλη δυσκολία δ Γιαννιτσώτης. Σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα καΐ ξεμάκρυνε. Τό κάτω κάτω, αυτός, ελάχιστα τήν είχε λογαριάσει πάντα τή ζωή του.

Οί μέρες περνοΟσαν. Ό πυρετός τής προετοιμασίας ξέπεφτε, τό νεΟρο, ή αγωνία καταλάγιαζαν, καΐ κάτι σάν ανυπομονησία νοσηρή τώρα έπιανε λίγο - λίγο νά τους ζώνει. Πότε ΜρΒου•^ οί Φράγκοι ; γιατί δέν έρχονταν ; Ό Δεκέμβρης προχωροΟσε, οί νύχτες γίνονταν κρυερές. Τρεμούλιαζε 6 βιγλάτορας στό ψηλό πυργί φωλιασμένος. Στή μεσαυλή, τά βράδυα, πεταλούδιζαν αργοσβήνοντας οί φωτιές, ή νύχτα άναρου• φοΟσε Ινα 2να τά χτίσματα γύρω, χλώμιαιναν τά πρόσωπα τών βιλά- νων τών καθισμένων ολόγυρα στή θράκα μέ τά μάτια αφαιρεμένα, ονει- ροπόλα, στυλά. Κάτι σά χαύνωση έδενε σιγά -σιγά τους άρ\ιο{)ς, απελ- πισία Οπουλη, μουγγή, σκότωνε τό κέφι. Είχαν αρχίσει κιόλας νά συλλο- γιοΟνται τά Χριστούγεννα πού φτάνουν, τό σπιτικό τους, τΙς φαμίλιες τους, αναρωτιόνταν άν είναι νά μείνουν έκεΐ γιά καιρό πολύ φυλακι- σμένοι, πώς θά γίνει άραγε βολετό νά ξεμπλέξουν, άν θά ξαναγυρίσουν μιά μέρα στΙς γωνιές τους ζωντανοί.

Ό Σ'γουρός, πού περιδιάβαζε τις νύχτες συλλογισμένος πάνω στό τειχΐ κ* έπιτηροΟσε τους σκοπούς, πάσχιζε, νικώντας παροδικά τή βα- ρυθυμιά του, νά τους τονώσει. Τους έβρισκε νά κοιτάζουν μέ μάτι πο- θεινό τήν πολιτεία, κάτω, τά μάκρυνα λαδολύχναρα πού άνάβανε μέσα σέ σπιτάκια χαμένα στό σκοτάδι, τόν κάμπο, πέρα, πού μαντευότανε νά προσμένει ναρκωμένος άπό τήν παγωνιά τή μελλούμενη άνοιξη, τό χάδι τοΟ ήλιου, τό τραγοΟδι τοΟ πουλιοΟ. "Ακουγες στ' ανατολικό τειχί τους Μαϊνιώτες, καθισμένους πάνω στΙς τάπιες, νά σέρνουν μέσα στή νύχτα σκοπούς μακρόσυρτους, λυπητερά τραγούδια, ένώ κοίταζαν επί- μονα κατά κεί πού πέφτουν τά βουνά τους. Τή μέρα, ακούγοντας τό μα- κρυνό κουδούνισμα τών κοπαδιών, δάκρυζαν. Τρεις -τέσσεροι εϊχανε φαίνεται κιόλας λακήσει, οί άρχ'τΐ'ίοί τους κρατούσανε κάποιους άλλους μέ τό φιλότιμο, τή φοβέρα, κάποτε τΙς ξυλιές. Ένα βράδυ χάθηκαν

434

δέκα μονοκοπανιάς, ξέκοψαν συνεννοημένοι, όμάδι, κ' επειδή Ινας σκο- πός τους είχε φέρε: φαίνεται αντίσταση, τόν σκότωσαν,

Μέ τους παλιούς του φίλους 6 Σγουρός δέν έκανε πια καθόλου σχε- δόν συντροφιά. Ό τσαγγάρης περνοΟσε τΙς μέρες του γονατισμένος μέσα στην εκκλησιά να κάνει μετάνοιες για τα κρίματά του καΐ να δα- κρύζει. Ό ράφτης, άφοΟ κάθησε στό κάστρο δεκαπέντες μέρες, βαρέ- θηκε, νοστάλγησε τη γυναίκα του, τό μαγαζί του, είπε 2να πρωϊ πώς θα βγει Ιξω για κάτι δουλειές και δέν ξαναγύρισε. Ό παπα -Δανιήλ λειτουργοΟσε ταχτικά κάθε Κυριακή πρωί καΐ διάβαζε τους εσπερινούς τά βράδυα. Είχε φέρει δυό-τρία εικονίσματα άπό τήν πολιτεία, άλ- λαξε τή φράγκικη εκκλησιά σ' ορθόδοξη. Τΐς άλλες ώρες του τΙς οχορ- ποΟσε φλυαρώντας μέ τους ροβολατόρους, γελώντας ανέμελα μαζί τους, μέ παιδιάστικα παραμύθια, κουτσοπίνοντας στό μαγερειό δπου είχε εγ- κατασταθεί κυρίαρχος δ Ζερβοχέρης. Γιατί κι ό κάπελας Ιμενε απτόη- τος. Αυτός είχε βρεϊ κ* έδφ δουλειά, ανάλαβε συστηματικά τό συσσίτοο τών συντρόφων του, κουβάλησε άπό τήν Καλαμάτα τόν παραγιό του κ' δλεγες πώς \ιονάχΛ άλλαξε γι' άλλη μιά φορά μαγαζί, πώς ξεκινάει γιά τήν κατάχτηση καινούργιας πελατείας μέ τήν Ιδια καθώς πάντα αταραξία καΐ σιγουριά. Ό Τιμόθεος Ιστησε τ' αμόνι του παραδίπλα, δμως είτανε κατσουφιασμένος γιατί τοΟ Ιλειπε ή τρεχούμενη δουλειά.

Ένα βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, δ Σγουρός βημάτιζε πάνω στό τειχί, κατά τό συνήθειο του, δταν έκεΐ πού ζύγωνε στην τάπια τής σιδερόπορτας, ακούει άπό κάτω νά τόν φωνάζουν. Στάθηκε παραξενεμέ- νος, αφουγκράστηκε. Είτανε φωνή γυναίκεια, πνιχτή σάν άπό λαχάνια- σμα ή φόβο.

Ποιος είναι ; ρωτάει σκύβοντας.

*Εγώ. "Ανοιξε μου, αφέντη Σγουρέ !

Ποιος έσύ ;

Έγινε μιά παύση, σά δισταγμός. Τστερα ή φωνή, πιό άτολμη :

Έγώ, ή Βάρια.

Απόρησε ό νέος. Ή Βάρια, τέτοιαν ώρα, στην Καλαμάτα ; ΚαΙ νά μή φωνάζει τό θείο της, τόν Φεντόρ, άλλα τόν Σγουρό ! Γιατί βέβαια δέ μπορεί νά τόν είχε ξεχωρίσει στό σκοτάδι" πάει νά πεί πώς είταν άπό ώρα εκεί καΐ τόν ίκραζε στην τύχη, μήπως τήν ακούσουν καΐ τοΟ τό ποΟν.

Έρχομαι !

Ροβόλησε τά στενά πέτρινα σκαλοπάτια, φώναξε δυό άντρες άπό τό γιατάκι τών φυλάκων καΐ μαζί οί τρεις ξαμπαρώσανε τή βαρειά πόρτα. Μιά σκιά γυναίκεια, ζαρωμένη κάτω άπό μιά μεγάλη μπόλια, τρύπωσε μέσα. Ή ανάσα της ακουγότανε κοντή, τρεμουλιαστή.

Τράβηξε μπροστά, μέ βιαστικό βήμα, κι αυτός ξοπίσω της. Στό πρ&χο πλάτωμα, ή κοπέλλα στάθηκε. Κοίταξε γύρω της νά ίδεί άν είναι μονάχοι, κι άφοΟ βεβαιώθηκε, Ισκυψε κοντά του.

—^Έρχονται ! είπε χαμηλόφωνα.

Δέν τή ρώτησε ποιοί. Τό είχε καταλάβει. "Ολοι τους, άπό είκοσι τώρα μέρες είκοσι αίώνες -τ- αυτούς πρόσμεναν.

ΚαΙ πώς τό ξέρεις, Βάρια ; Ποιος σοΟ τό είπε ;

435

Τους είδα.

Τους είδες ! Μα δέν ήσουνα στη Γιαννιτσά ; -"Οχι.

Δέν τοΟ ξδωσε άλλη εξήγηση. Κοίταξε πάλ: γύρω της ανήσυχη καΐ ρώτησε :

Ό θείος μου εδώ είναι ; Έδώ.

Και θα τοΰ πεΙς πώς ήρθα ; Ή φωνή της Ιτρεμε σκιασμένη.

Μα . . . βέβαια. Τί ! δέ θάθελες να τοΟ τό πώ ; -"Οχι.

Στάθηκε σαστισμένος, πάσχισε να ξεχωρίσει τά πρόαωπό της μέσα στό σκοτάδι.

Πώς γίνεται, Βάρια! θά σε ίδεΐ.

Δέ θέλω να μέ ίδεΤ.

Λοιπόν θά φύγεις ; Τέτοιαν ώρα ;

Δυσκολεύτηκε να τοΟ απαντήσει, σα να πάλευε να βρει τα λό- για της.

Δέ θά φύγω, έκανε τέλος.

Τί ! Χωρατεύεις, Βάρια ; Άπό δώ κ' εμπρός τό χάατρο τούτο γίνεται επικίνδυνο. Αύριο, μεθαύριο, μόλις φτάσουν, θά χτυπηθοΟμε, δέν τό ξέρεις ;

Τό ξέρω.

Τότε ; Πώς θά μείνεις, έσύ. Ινα κορίτσι, μέσα στον πόλεμο ;

θά μείνω.

Καί καθώς την κοίταζε πάντα, μη ξέροντας τί νά πει, τί να σκεφτεί :

Βιάσου, τοΟ κάνει αλαφιασμένη. "Ο, τι έχεις νά κάνεις κάνε το, τρέχα νά τους ξεσηκώσεις ! "Οπου νάναι, οΕ άλλοι φτάνουν.

Μά είναι λοιπόν τόσο κοντά ;

Δέν τοΟ αποκρίθηκε. Ένιωσε κείνος μονάχα τό χέρι της πού Ιπιανε πάνω άπό τόν καρπό τό δικό του, τόν τραβοΟσε νά γυρίσει πίσω, κατά τό βοριά. Γύρισε. Κι ακολουθώντας τό γνέψιμό της, πού τοΟ Ιδει- χνε νά κοιτάξει πέρα, στον κάμπο, είδε μακρυά, κει -κάτω, κάτι αλ- λόκοτο, Ινα σμάρι μικρές- μικρές φωτιές πού κεντούσανε τό πηχτό σκο- τάδι σά λαμπυρίδες. Μοιάζανε ασάλευτες. "Ομως τό μαθημένο μάτι του κατάλαβε πώς είταν ή απόσταση πού ξεγελοΟσε. Τό φράγκικο φουσ- σάτο ερχόταν, μέ δάδες αναμμένες επικεφαλής.

ΑύτοΙ είναι ; Ικανέ μηχανικά.

Αυτοί.

Στάθηκαν λίγες στιγμές αμίλητοι, νά κοιτάζουν. Ό άνεμος φυ- σούσε δίχως μεγάλη δύναμη, θρόϊζε ανήσυχα κάτω, στά δέντρα της πο- λιτείας, σιγοστέναζε εκεί, πίσω, στό ψηλό πυργί. Ό βιγλάτορας δέν είχε δώσει ακόμα σημάδι.

Βάρια ! κάνει ξάφνου αλαφιασμένος ό Σγουρός καΐ την πιάνει άπό τά δυό της μπράτσα. Πρέπει νά φύγεις! είναι ακόμα καιρός... "Ομως σέ λίγο θά είν' αργά. . . Βάρια !

436

"Εμεινε παθητικά νά χήν τραντάζει, ανάλαφρη, άλαλη. Δέ φαινό- τανε να δέχεται την όρμήνεια του. Ή επιμονή της είταν ήρεμη χι ακλόνητη.

Μα τί τ* δφελος ; τί τ* όφελος νά μείνεις ; έκανε κείνος ανα- στατωμένος. Δέν τό καταλαβαίνεις λοιπόν; "Ολοι έμεΐς έδ6)-μέσα, θά χαθοΟμε. Είσαι κορίτσι, παιδί ακόμα, Βάρια ! Δέ θά σ* αφήσω νά χα- θείς!

Ό πατέρας μου πέθανε, λέει τό κορίτσι μέ βαθειά φωνή, ή μη- τέρα μου πέθανε, ό αδερφός μρυ, ό παπποΟς μου, ό θείος μου θά πε- θάνουν. Ή φαμίλια μας είναι ξεγραμμένη.

"Οχι δμως κ' έσύ ! "Οχι έσύ !

Κ* έγώ, λέει ατάραχη.

Ξάφνου ένα μουκανητό κοντινό, βαρύ, τράνταξε τόν αέρα. Οί δυό νέοι στάθηκαν σαστισμένοι ν* άφουγκραστοΟν. ΕΙτανε τό βούκινο τοΟ βιγλάτορα, άπό τόν πύργο. Σύγκαιρα, πίσω, στή μεσαυλή, στά χτί- σματα, φωνές πνιγμένες ακούγονται, τρεχάλες, βρόντοι. Οί ροβολατό- ροι τινάζονταν στό πρωτοΟπνι, υποψιάζονταν, μάθαιναν τόν ερχομό τοΟ έχθροΟ. Τό σήμαντρο τής εκκλησιάς άρχισε νά σημαίνει 'ίορ^ά, παλα- βωμένο.

! είν* αργά πιά, βόγκηξε ό Σγουρός.

Κρύψε με, νά μή μέ ίδοΟν, έκανε τό κορίτσι καΐ κρεμάστηκε στό μκράταο του.

Τήν ένιωσε κολλημένη πάνω του, νά τρέμει.

"Αν μέ ιδεί ό θείος μου, είπε, θά μέ σκοτώσει.

Στάθηκε παραζαλισμένος, νά τήν κοιτάζει.

Μά γιατί τδκανες αυτό ; γιατί ; Πώς έφυγες άπό τή Γιαννιτσά ; 'Ήμουνα μονάχη μου. Κατέβηκα στον κάμπο καΐ τράβηξα πέρα,

νά ιδώ μήπως έρχονται, πότε ^δίρΒοο"^.

Λοιπόν ;

Πάνε τρείς μέρες πού γύριζα. Τέλος, άπό Ινα ψήλωμα, τους είδα. Τότε έτρεξα νά προφτάσω.

Νά προφτάσεις ; τί νά προφτάσεις. Βάρια ;

Νά σοΟ τό πώ. Έμενα ;

Πάλι δέν τοΟ αποκρίθηκε. Ή ανάσα της ακουγότανε δύσκολη, τα- ραγμένη.

Ποιος ό λόγος, Βάρια ; Έτσι κι αλλιώς, έγώ θά τό μάθαινα. . .

Δέ θάχες δμως τόν καιρό νά φύγεις.

Νά φύγω ; Έγώ ! . . .

Μεμιάς, παίρνοντας τήν απόφαση της, απλώνει τά χέρια της, τόν αγκαλιάζει.

Φύγε ! φύγε ! τόν ικετεύει καΐ τό κορμί της αρχίζει νά τραντά- ζεται άπό τ' άναφυλλητό.

Βάρια !

Φύγε ! Στ' όνομα τοΟ ΧριστοΟ σ* εξορκίζω. Φύγε !

Μέ τά σωστά σου μιλάς. Βάρια !

Ναί. θέλω νά φύγεις !

437

! Χριστέ. Μέ περνάς λοιπόν για κανέναν άναντρο ;

"Οχι. Μα θέλω να φύγεις . . . Δέ θέλω νά πεθάνεις !

Έτσι τοΟ είπε. Και ξάφνου τήν Ινιωσε νά βαραίνει πάνω του, νά λυγίζει, νά τρεκλίζει. "Αφησε Ιναν ανάλαφρο στεναγμό καΐ κρεμάσττικε στα χέρια του λιγοθυμισμένη.

Ό σάλαγος στό κάστρο είχε περσέψει. Δάδες άναβαν κ* έβλεπες τώρα τΙς φωτεινές τους χαίτες νά τρίγρυ^^ κυματίζοντας πέρα - δώθε πάνω στά τειχιά, στή μεσαυλή' φωνές άγριες, προσταχτικές, δονίζανε τους αντίλαλους κάτω άπό τΙς καμάρες. "Ακουες ποδοβολητά νά ζυγώ- νουν, νά φτάνουν, δμως άντιπερνοΟσαν, ξεμάκραιναν, κι άλλα πάλι έρ- χονταν. Τό σήμαντρο, κουδουνιστό, αλάλαζε πάντα.

Μέ τό κορίτσι κρεμασμένο στό μηράταο του, τά πόδια τεντωμένα, στητά, κοίταζε γύρω του, παραζαλισμένος. Λίγο ακόμα άν έμενε έδώ, θά τόν έβλεπαν, αλλιώς δέ μποροΟσε νά γίνει. Τότε, ξαφνικά, παίρνει τήν απόφαση του. Σηκώνει τό ζωντανό του φορτίο στά χέρια, σάν πούπουλο, χυμάει άπό τή στενή πέτρινη σκαλίτσα πού κατεβαίνει στην αυλή, χώ- νεται κάτω άπό τΙς καμάρες καΐ φτάνει απαρατήρητος στην πρώτη πόρτα πού οδηγεί στό κατώϊ. Γύρω δ σαματάς δυνάμωνε ολοένα, λαμ- παδιάσματα παράδοξα φώτιζαν τους τοίχους. Χώθηκε στην υπόγεια σκάλα κι 6 %ρΌ6ος μεμιάς έσβησε στ' αυτιά του. ΠοΟ θά πήγαινε ; Στον Ζερβοχέρη, τό είχε κιόλας αποφασίσει. Τό κατώϊ είτανε σκοτεινό, μυρωδιά κλεισούρας, μούχλας, πύκνωνε τόν αέρα. "Ομως τά ήξερε τά κατατόπια, τά είχε μελετήσει άπό μέρες, γιά κάθε ενδεχόμενο. Πέρασε μιά στενόμακρη κάμαρα, Οατερα ένα διάδρομο, κατέβηκε πάλι μερικά σκαλιά, έσπρωξε μιά πόρτα. Μπαίνοντας στό μαγερειό, άκουσε φωνές πού ξεμάκραιναν, ή φωτιά έσβηνε στό παραγώνι, μόλις πού ξεχώριζες γύρω τΙς τάβλες, τους πάγκους, τή γωνιά.

Ό Ζερβοχέρης κ* οί παραγιοί του είχανε κι αδτοί οπλιστεί, ετοι- μάζονταν βιαστικά ν' ανέβουν πάνω, στΙς τάπιες.

Σφίξε μου τά λουριά καλά ! πρόσταζε ό κάπελας πού είχε χώ- σει τό κεφάλι του σ' ένα σκουριασμένο μυτερό κράνος καΐ ζύγιαζε στό μπράτσο του βαρύ τριγωνικό σκουτάρι. Κούνησε τά ξερά σου ντέ, ακαμάτη ! "Αλλο άπό τήν κουτάλα δέν είσαι ικανός, μωρέ, νά δουλεύεις έσύ ; Οδ νά χαθείς ί Γιά δές με έδώ . . . Μέ βλέπεις ; ΚαΙ μάγερας κα- λός, καΐ πολεμιστής καλλίτερος άμα τό θέλω. "Ετσι πρέπει νάναι 6 άν- θρωπος ! Δώσε μου τώρα καΐ τή σπάθα. Τό νοΟ σου μή σοΰ πέσει καΐ μοΟ τσακίσεις τά τσουκάλια. Κουράγιο ψοφίμι! Οδστ !

Ό Σγουρός, γλιστρώντας γοργά στό σκοτεινό βάθος τοΟ μαγερειοΟ, απόθεσε τή Βάρια πάνω σέ μιά τάβλα καΐ φώναξε τόν Ζερβοχέρη.

Ποιος μέ φωνάζει ; ρώτησε μέ υπεροψία 6 πολεμόχαρος κάπε- λας. Τί ; . . . ! έσύ 'σαι, αφέντη ! έκανε ξάφνου αλλάζοντας ξαφνικά τόνο. Μέ συμπαθάς ! "Εφτασα !

Τράβηξε μιά κλωτσιά στον παραγιό του πού δέν κατάφερνε ακόμα νά ξεμπλέξει μέ τά λουριά της αρματωσιάς κ* έτρεξε στον Σγουρό.

Έγώ σέ θαροΟσα απάνω, στό τειχί ! είπε.

Ντράπηκε ό νέος, Ή θέση του, πραγματικά, εκεί απάνω είταν, δχι στό μαγερειό μέ λιγοθυμισμένες κοπέλλες στην αγκαλιά. Όμως άφοΟ εί-

438

χαν Ιρθει έτσι τά πράματα . . . Τό λάθος δέν είτχνε δικό του. Βιαστικά, μέ δυό λόγια, εξήγησε τά πώς εΓχε 2ρθει έδώ, παρακάλεσε να συνεφέ- ρουν τή Βάρια κ* Οστερα να τήν κρατήσουν εκεί ώσπου νά τους δώσε: νεώτερες οδηγίες.

Καλά, οΐ γυναίκες θα τή φροντίσουν, είπε δ Ζερβοχέρης δεί- χνοντας τΙς δοΟλες τοΟ μαγερειοΟ πού τώρα αυτός τΙς δριζε. "Οσο γιά τόν Φεντόρ, μή σέ νοιάζει, ποτέ του δέν κατεβαίνει αυτός έδώ.

Πρόσταξε νά τρίτου"* τα μελίγγια τής Βάριας μέ τριανταφυλλο- ξυδο, άπόσωσε τό πολεμικό του. ντύσιμο κι άρπαξε πάλι τό βαρύ φράγ- κικο σπαθί.

ΣτΙς προσταγές σου τώρα, είπε στον Σγουρό πού τόν καρτε- ροΟοε.

Πάμε.

Τί ! Δέ θα φορέσεις έσύ τά σιδεράρματα ; Έτσι θ* ανέβεις στό τειχί ;

Χαμογέλασε ό νέος.

Οί Φράγκοι δέ θα κάνουνε τίποτα απόψε, είπε ήρεμα. Είναι κουρασμένοι άπό τό δρόμο καΐ θά καθήσουν νά ξαποστάσουν. Αδριο* καΐ βλέπουμε , . .

Ανέβηκαν στό τειχΙ πού είτανε γεμάτο τώρα άπό αρματωμένους συντρόφους. Σκυμμένοι ανάμεσα στΙς τάπιες, έδειχναν πέρα, άνταλλά- ζανε γνώμες καΐ δοκίμαζαν τά δοξάρια τους. Οί Φράγκοι είχανε ζυγώ- σει •/.Λ\ιποαο, ή κεφαλή τής φάλαγγας κόντευε κιόλας νά μπεί στην Κα- λαμάτα. Στάθηκαν οί ροβολατόροι ανυπόμονοι, νά τους καρτεροΟν. Μέσ' άπό τά στενορρύμια, παρακολουθούσαν τό κρουνέλιασμά τους μέ τΙς κα• πνουδερές άντιφεγγιές ^ών δαυλών, τήν κλαγγή πού άρχιζε κιόλας νά ξεχωρίζει, τό πεταλόκρουσμα τών φαριών. Είτανε πολλοί, λαός, ολά- κερο φουσσάτο. Κάτι σά νά πάγωσε μέσα τους, δέν τους περίμεναν τόσο πολλούς. Αμίλητοι εκείνοι, δίχως νά φυσάνε τά βούκινα, κλαδώθηκαν στους δρόμους της πολιτείας, χωρίστηκαν σέ δυό ρυάκια κι άρχισαν νά κυλάνε άπό τΙς δυό μεριές, δεξιά, ζερβά, νά φίρ'^ΟΌ'^ε βόλτα τό γ,ίοτρο. θά τό Ιζωναν. Κρατιόνταν σ* απόσταση διπλή σαγίτας, δέ φαίνονταν αποφασισμένοι νά ζυγώσουν γι* απόψε πιό πολύ. Ό αέρας έφερνε μέ ριπές τή βουή τους, άκουγες κάπου - κάπου μέσα στή νυχτερινή σιγή, μπερδεμένα, τις κουβέντες τους, τά προστάγματα, έδώ έκεΤ τά φαριά τους ν' άναβρουχίζουν, κ* ή μυρωδιά άπό τΙς δάδες, ρετσίνι λυωμένο, λιβάνιζε Ισαμ* έδώ, πιπεράτη, γλυκεία. Είτανε καβαλαρέοι καΐ πεζοί, ατέλειωτο ποτάμι. *0 κύκλος τους έκλεισε γύρω στό κάστρο* καρφώ- σανέ τά φλάμπουρα στό χώμα, πιάσανε δίχως βιάση νά στήνουνε τΙς τέντες τους.

Τή μισή νύχτα, οί πολιορκημένοι τους παρακολουθούσαν πάνω άπό τό τειχΙ νά πηγαίνουν καΐ νάρχονται, ν' ανάβουν φωτιές, νά ξεσελλώ- νουν τά φαριά τους. Μετά τά μεσάνυχτα τέλος, λούφαξαν, πέσανε νά κοιμηθούν.

Τ* όρνίθι της αυγής λάλησε κ' οί Φράγκοι ησύχαζαν ακόμα.

439

*' .ΐ^ '"""'*""'""'"'"'""""'"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

III

ΠΡΩΤΗ σκέψη τοϋ πρίγκηπα, μόλις εί- χε λάβει τ6 μαντάτο τοΟ ξεβηκωμοΟ, είτανε για τήν κόρη του. "Αχ, ναι ! Έ κακοσημαδιά τράνεψε, ή Μαχώ είτανε καταδικασμένη. ΤοΟ καιροΟ ή βαρυθυ- μιά, ή αδιάκοπη φοβέρα πού είχε κρε- μαστεί πάνω στα γενέθλια της, τό μπουρίνι πού ξέσπασε ανήμερα, τέλος καΐ τοΟτο ακόμα τό αναπάντεχο, τό απίθανο : να χαθεί τό γ,άατρο των προ- γόνων της τήν Ιδια μέρα της γιορτής της ! ισάριθμοι κρίκοι μιας αλυσίδας πλεγμένης άπό τή Μοίρα. Για τόν εαυ- τό του δέ ρωτοΟσε πια τό πεπρωμένο ό πρίγκηπας• έγνοια περιττή. Τό ήξερε πώς δέν είτανε γραφτό του να γεράσει. Δεύτερη του σκέψη τό φράγκικο φουσσάτο. Είταν άραγε χαμόγελο τής Μοίρας φιλάργυρο, μέσα στην τόση καταφορά, να τους Ιχει γύρω του συναγμένους ή ειρωνεία της ; Ό ϊδιος τώρα κατέληγε να μήν παραδεχτεί ούτε τό Ινα ούτε τ' άλλο. Κάλλιο τό ψυχόρμητό του τόν είχε είδοποιήσει, προαίσθημα σκοτεινό πώς δέν πρέπει να μείνει τΙς μέρες τούτες μο'^άχος.

Ωστόσο δέν τό βρήκε φρόνιμο να ξεκινήσει μαζί τους για τήν Κα- λαμάτα αμέσως. Πίσω άπό τό περιστατικό τοΟ κάστρου δέ μπορούσε νά ξέρει τί κρύβεται, οί βιλάνοι ξεσηκώθηκαν άραγε μονάχοι, τράβη- ξαν στα τυφλά ; ή κάποια δύναμη άλλη, κρυφή, τους είχε υποδαυλί- σει ; Πάντα του υποπτευότανε τους Ρωμιούς τοΟ Μυτζηθρά, στό χαρά- χτήρα τοΟ βασιλέα τους τοΟ κυρ -Ανδρόνικου δέν είχε μεγάλη εμπι- στοσύνη. ΤοΟ τόν είχανε παραστήσει ϋηοΐίλο καΐ ηο'^ηρό. "Αν τό πάρ- σιμο τοΟ κάστρου δέν είναι παρά μια πρόκληση ; αρχή γιά σοβαρότε- ρες περιπλοκές ;

Αποφάσισε νά τό ξεκαθαρίσει. ΚαΙ πρώτα θα φρόντιζε νά κατέ- βει στην Καλαμάτα δσο γινότανε πιό δτοιμος, με φουσσάτο ίκανό νά τά βγάλει πέρα σέ χάθε περίσταση. Κάλεσε λοιπόν τους βασσάλους του, 5σους είχανε κοντινότερα φίε, καΐ τους Ιστειλε νά σηκώσουν στρατό, τους πρόσταξε νά γυρίσουν τό γρηγορότερο στην Ανδραβίδα μ' δλους

440

τους ιππότες τους, σεργέντες χι ανθρώπους των αρμάτων. "Γστερα δια- νοήθηκε να πιάσει τόν ταΟρο άπό τα κέρατα. Φώναξε τόν κοντόσταβλο, πού μόλις είχε γυρίσει άπό τ' άκαρπο ταξίδι του στην Καλαμάτα, μαζί καΐ τό βαρώνο ττ)ς Αρκαδίας, τους εξήγησε τΙς 6ποψίες του κ' είπε πώς πρέπει να έτοιμαστοΟν γι' αποστολή• αΟριο πρωΐ θα φεύγανε για τή Βασιλεύουσα. Ή εντολή πού τους έδινε είτανε τούτη : Να παρουσια- στοΟν στον ϊδιο τό βασιλέα, να διαμαρτυρηθούν πού ή τρέβα πατήθηκε και να ζητήσουν ικανοποίηση άμεση για τόν πρίγκηπα τής Αχαΐας.

Μόνον άφοΟ έγιναν πια τα προκαταρκτικά τούτα, ξεκίνησε ό πρίγ- κηπας για τήν Καλαμάτα. Οί ροβολατόροι, πού τάν καρτερούσαν τόσες μέρες τώρα, μέ τή νευρική ανυπομονησία τοΰ απελπισμένου, έλαβαν στον ερχομό του ικανοποίηση πικρή. Έ πρώτη νύχτα στάθηκε γι' αυ- τούς βραχνάς, ονας βραχνάς δμως στοιχειωμένος άπό οράματα τόσα, πού οί ώρες κύλησαν δίχως νά τΙς μετρήσουν, ή αυγή λές κ' ήρθε αναπάν- τεχη, ξαφνική. Μέ τό φως της ημέρας ενθουσιασμός παράδοξος φύσηξε ανάμεσα στους πολιορκημένους. Είτανε Κυριακή. Ό Δανιήλ έβαλε νά σημάνουν τό όρθρο, σύναξε στην εκκλησία δσους δέν είχανε πάρει θέση στό τειχί, καΐ λειτούργησε. "Γστερα έβγαλε τα άμφια, φόρεσε χι αυτός μάλλια διχτάτη, πήρε 2να σκουτάρι, ανέβηκε στην τάπια της σιδερό- πορτας, καΐ ξοπίσω του ερχότανε, ποτάμι πηχτό, τό φουσσάτο των βι- λάνων. Είτανε μαθημένος νά σηκώνει άρματα ό παπάς, δυό φορές Ισαμε τώρα, '^εώχζρο βέβαια, τόν είχανε στρατολογήσει οί Βιλλαρδουΐνοι. Στό δεξί του κρατούσε σήμερα Ινα λάβαρο παρμένο άπό τήν εκκλησιά του, τό λάβαρο της Ανάστασης. Είταν ^ακρο, μέ ραμμένο πάνο> του σύμ- πλεγμα μεγάλο, πορφυρό, τό μονόγραμμα τοΰ Χριστού : ΧΡ, έμβλημα τί)ς "Ορθοδοξίας. Τό έστησε στην τάπια, στάθηκε κι αυτός δίπλα κι άρ- χισε μέ τήν τρεμουλιάρα, παιδιάστικη φωνή του, πού είχε γίνει ανα- πάντεχα δυνατή, νά ψέλνει τό Χριστός 'Ανέστη. Οί ροβολατόροι, συνα- γμένοι γύρω του πλήθος, τόν μιμήθηκαν.

Είταν ήμερα διάφανη, λιοπερίχυτη, χρυσογάλανο πρωινό τοΟ Δε- κέμβρη. Ό άνεμος, ξεχινημένος άπό τό πέλαγο, σκορπούσε σ' ανάλα- φρες, πλατειές ανάσες, τή μυρωδιά της θάλασσας, τήν άχνα της απέραν- της χι αλέκιαστης λιακάδας. Φερμένο μέ διακοπές, πάνω στά φτερά τοΰ άνεμου, τό τραγούδι τών πολιορκημένων έφτασε στους πολιορκητές, κύλησε πάνωθε τους, κύμα φαρδύ, βαθύ, μέ σκυθρωπές άναπάλσεις. Απο- ρημένοι ο£ Φράγκοι στάθηκαν νά κοιτάζουν τους συναγμένους πάνω στό τειχΙ ανθρώπους. Είτανε \ίορψϊς τραχείες, κεφάλια άκουρα μέ θρασε- μένα μαλλιά καΐ γένεια. "Εβλεπες μέ τό πρώτο πώς δέν είναι πολεμι- στές έμπειροι, ταχτικοί" έμεναν άσκέπαστοι, κρατώντας ανέμελα στό πλευρό τους τά σκουτάρια, καμπόσοι άπό δαύτους είχανε σκαρφαλώσει πάνω στΙς τάπιες κ' έκεΐ στέκονταν όρθιοι, μ' δλάγ,ερο τ' ανάστημα τους πού ξεκοβότανε στό σμαλτωμένον ουρανό, άλλοι καθιστοί, μέ τά ποδάρια κρεμασμένα έξω, τή λόγχη ή Ινα δρεπάνι κρατημένο αδέξια, σά ραβδί ή τσοπάνικη γκλίτσα. 'Ακόμα καΐ τό πολεμικό τους ντύσιμο είτανε παράταιρο" έδώ έβλεπες κάτω άπό μιά μάλλια φράγκικη νά προ- βαίνουν γάμπες γυμνές, πέδιλα μέ σταυρωτά λουριά, ρο)μέϊκα, έκεΤ ένα κράνος δυσανάλογα μικρό γιά τ' άναμαλλιάρικο κεφάλι, πιό πέρα

441

κομμάτια αρματωσιάς, διχτάτους ώμίτες, χερόχτια ί) χουκοΟλες φορε- μένα πάνω σε προβιές καΐ σέ κοντά χιτώνια ξωμάχων.

Ό πρίγκηπας Ιδωσε διαταγή να μή σαγιτέψουν τους άπραγους αυ- τούς ροβολατόρους. Σκανταλισμένοι οΐ δοξαράτορες τοΟ φράγκικου φουσ- σάτου, κοίταζαν λιμπιστικά τό ξέσκεπο κυνήγι καΐ χάίδευαν ανυπόμονα τΙς νευρές, σιγοβλαστημούσανε μέ τήν πεισματερή λαχτάρα τοΟ κυνηγοΟ πού τοΟ κρατάνε στανικά τό χέρι. Δέν ήθελε να χύσει τό αίμα τών κα- λών του τών βιλάνων ό πρίγκηπας, Ιτσι είχε διαλαλήσει, πρόβατα ξε- στρατισμένα τους θεωροΟσε καΐ θα κάνει δ, τι του είναι βολετό για νά τους ξαναφέρει ήρεμα, χριστιανικά, στό σωστό δρόμο. Ή αλήθεια δμως είτανε πώς γύρευε ν' αποφύγει μέ κάθε τρόπο τόν πειρασμό, νά μήν πα- τήσει στην παγίδα πού, καθώς πίστευε, τοΟ είχανε στήσει οί Ρωμιοί τοΟ Μυτζηθρά. θα περίμενε μ' υπομονή τό γυρισμό τών αποσταλμένων του άπό τήν Πόλη,

Έτσι κ' Ιγινε.

Κρατώντας τό χάατρο στενά ζωσμένο, δίχως νά δίνει αφορμή κ: αποφεύγοντας κάθε τέτοια, έμεινε έκεΤ γιά μέρες, γιά βδομάδες άπρα- χτος, νά τό θωρεί, Οί γιορτές είχανε περάσει, ό Γενάρης μπήκε, κυ- λοΟσε ατάραχος. "Αποσταμένοι οι βιλάνοι, πού γιά πρώτη φορά κάνανε Χριστούγεννα μακρυά άπό τό σπιτικό τους, είχανε πάψει λίγο - λίγο ν* αγναντεύουν τόν ορίζοντα, δέν καρτεροΟσαν πιά βοήθεια άπό τό Μυ- τζηθρά. Ό βασιλέας τους είχε εγκαταλείψει, τό Βάρρος πού έδειξαν, ή αφοσίωση, Ιμεναν δίχως ανταμοιβή, δέν τους απόμενε παρά μονάχα ό θεός, στερνή ελπίδα. Γιατί βέβαια ό πρίγκηπας δέν τό είχε σκοπό νά σηκώσει τό σέντζιο, ΤΙς πρώτες ήμερες μετά τόν ερχομό του δλοι πε- ρίμεναν ώρα τήν ώρα, στιγμή τή στιγμή, νά τους ριχτεί. Ξημέρωναν οί μέρες καΐ λέγανε μέσα τους : « Σήμερα ! » Βράδυαζε καΐ τότε στοχά- ζονταν πώς ή μεγάλη επίθεση δέν έχει ! θά γίνει δίχως άλλο τή νύ- χτα τούτη. Μά νά πού τίποτα δέ σάλευε, οι τέντες Ιμεναν στή θέση τους στημένες, ήσυχα, αδιάφορα πηγαινόρχονταν ανάμεσα τους οί σκοποί, κ* οί άλλοι, δσοι δέν είχαν τίποτα καλλίτερο νά κάνουν, ξαπλώνονταν κατάχαμα καΐ λιάζονταν, κάποτε δίχως αρματωσιά κάν, μασούλαγαν* χασκογελώντας, ή, μέ τό βροχερό καιρό, συναγμένοι κάτω άπό τΙς τέν- τες, παίζανε παιχνίδια, πίνανε, στήνανε τραγούδια. ΤΙς νύχτες έβλεπες τΙς φωτιές τους, κορδόνι γύρω άπό τό %άοτρο, ν* ανάβουν σάν κύκλος μαγικός πού χωρίζει τους καταδικασμένους άπό τόν υπόλοιπο κόσμο.

Ό πρώτος ενθουσιασμός τής αξέχαστης εκείνης Κυριακής πού ό πρίγκηπας πρωτοφάνηκε, είχε ξεφτίσει άκαρπα γιά τους βιλάνους. ! άν τήν ήμερα κείνη οί Φράγκοι τους είχανε ριχτεί, πώς θά τους κρα- τοΟσαν κεφάλι οί ροβολατόροι τοΟ χάοτρου ! "Αν κάποιος τους είχε πει τήν ήμερα κείνη νά μήν προο\ιί'/θ[}νξ. κάν τήν επίθεση, μά νά χυ- μήξουν Ιξω άπό τά τειχιά τους αύτοΙ πρώτοι, θά δείχνανε σ* δλη τή Φραγκιά καΐ τή Ρωμιοσύνη πώς ξέρανε νά πολεμοΟν γιά τό δίκιο τους οί βιλάνοι τοΟ Μοριά. "Ομως τίποτα δέν έγινε, κανένας δέν τους είχε μεταχειριστεί. Απόμεναν λοιπόν μέ τά χέρια άνεργα, βαρειά, μια στάλα σαστισμένοι μόνο, κρύβοντας μιά παραπονιάρα απορία μέσα στην ψυχή τους. ΚαΙ πάλι, καθώς πρΙν έρθει ό πρίγκηπας, μέρα τή μέρα,

442

ή ψυχή τους έπιανε ν' αρρωσταίνει. Γιατί άραγε δέν τους ρίχνονταν οί Φράγκοι ; τί σκόπευε ό πρίγκηπας ; Γιά να μήν τό φανερώνει θά πει πώς κάτι επίβουλο είταν καΐ τρομερό. Να τους σαπίσει στην απαντοχή ; να τους πεθάνει μέ τήν πείνα ; Μαζί, αϊ κάποιους άπ* αυτούς, τους ζωη- ρότερους, μια άλλη ανησυχία αναδευόταν αγάλια - αγάλια, ανομολόγητη καΐ ντροπερή : Μπας κι ό πρίγκηπας τό βρίσκει ανάξιο να τους πολε- μήσει ; Μήν τάχα στοχάζεται πώς τό αίμα τών βιλάνων είναι λεκές γιά τ' άρματα τοΟ ιππότη ; "Ωχ, ναί ! Μονάχα τήν κρεμάλα στήνουν γιά τό δοΟλο, τήν ατιμωτική, τόν πνίγουν ή τόν ραβδίζουν, δέν τόν εξι- σώσουν στον αγώνα και δέν τοΟ χαρίζουν ώραΤο θάνατο σαν τοΟ παίρ- νουν τήν άχαρη τή ζωή.

Οί καπεταναίοι είχαν αρχίσει άπό μέρες τώρα να παρακολουθοΟν τό μεθοδικό μα κι αδιάκοπο τοΟτο πέσιμο του ήθικοΟ ανάμεσα στους δικούς τους. Πρόσεξαν πώς συχνά λάχαινε, εκεί πού περνοΟσαν άφρόν• τιστα μπροστά σέ μιά τάπια ή σ' §να γιατάκι της φρουράς, οί συνα- γμένοι πρόχειρα άντρες νά κόβουν τήν κουβέντα, τήν Ισαμε τή στιγμή τούτη ζωηρή, καΐ νά βουβαίνονται. Ό Φεντόρ, πού ζήτησε μιά - δυό φορές επίμονα κι άγριωπά άπό τους Γιαννιτσώτες νά μάθει τί κρυφο- λένε, δέν έλαβε απόκριση καμμιά, παρατήρησε μονάχα τα μάτια τους πού τόν κοιτάζανε μέ κάτι σκληρό, σάν έχθρα. Πάλι σημειώθηκαν κρούσματα λιποταξίας, δπως προτού Ιρθουν οί Φράγκοι. Ό Σγουρός έτυχε κάποιο πρωϊ νά ίδεί μέ τά Ιδια του τά μάτια, καθώς έσκυβε πάνω άπό τό ανατολικό τειχί, τό κορμί ενός Μαϊνιώτη σωριασμένο στα ριζά τών βράχων ασάλευτο καΐ ματωμένο. ΕΙτανε φανερό πώς ό άμοι- ρος πάσχισε τή νύχτα νά κατέβει μέ σκοινί άπό τή μεριά τούτη, επειδή έμενε ή περισσότερο άφρούρητη εξαιτίας πού είτανε κ' ή πιό απρόσι- τη, γλίστρησε, έπεσε καΐ τσακίστηκε. Τό πράμα τόν έκανε σκεφτικό τόν Σγουρό.

Δέ θά \ιπορίαθΌ[ΐε νά τους κρατήσουμε γιά πολύ " ακόμα, ομο- λόγησε στον Φεντόρ λίγη ώρα αργότερα. Ανάγκη νά διαλέξουμε ένα ^ρ6μο.

Ό Σλαΰος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. *Από καιρό, μιά νάρκη παράδοξη έμοιαζε νά τόν έχει κυριέψει, δειχνόταν αδιάφορος γιά δλα. Λές κ* είχε ξεχάσει πώς κι ό ϊδιος, στην αρχή, τότε πού πρω- τόρθε ό Σωντερόν, τό έκρινε σωστό νά παραδώσουν τό κάστρο καΐ νά φύγουν. Τώρα δέν ήθελε τίποτα.

Ό Σγουρός έσκυψε τό κεφάλι του βαρύθυμα, στέναξε μουγγά.

Τώρα δέν τήν περιμένω ούτε κ' έγώ πια τή βοήθεια, ξομο- λογήθηκε.

Χώρια άπό τους Μαϊνιώτες, πού έμεναν προσκολλημένοι επίμονα, ξεροκέφαλα, σ' 8, τι μιά φορά είχανε πιστέψει, είταν αυτός προπάντων πού υποστήριζε ίσαμε τώρα πώς τό πάρσιμο τοΟ κάστρου έγινε υστέρα άπό συνεννόηση μέ τό Μυτζηθρά καΐ πώς τό βασιλικό φουσσάτο θά έφτανε τό δίχως άλλο. Άπό μέρες ωστόσο, είχε πάψει πιά νά τό πι- στεύει. Τό έλεγε ακόμα, τό διαλαλοΟσε, γιά νά κρατάει τό θάρρος και τήν ελπίδα τών πολιορκημένων. ΚαΙ νά πού καταλάβαινε σήμερα πώς

443

κ: αυτό εϊταν περιττό. Ό Μυτζηθράς Ιμεινε κουφός στα μηνύματα τους. Ή υπόθεση εϊταν χαμένη.

Τό βράδυ, συνάχτηκαν στην εκκλησιά οΕ Ιξη καπεταναίοι. Στον παρλαμα εϋχανε καλέσει, για τήν εξαιρετική περίσταση, και τους δυο γέροντες, τίν Δανιήλ καΐ τόν Πέτρο. Μίλησαν ηρωτο: οί Μαϊνιώτες. Οί τρεϊς τους υποστήριξαν πώς ή βασιλική βοήθεια μπορεί ν' άργεϊ μα τό δίχως άλλο θάρθει, είχαν ιδεί αύτοΙ σημάδια στον Οτ:νο τους, δια- βάσανε τήν πλάτη τοΟ άρνιοϋ. Ό Πέτρος δέ μιλοΟσε, στεκότανε τυλι- γμένος στή μαλλιαρή του κάπα καΐ κοίταζε γύρω του βλοσυρός. Σε μια στιγμή, δυό άπό τους πρώτους, μιλώντας σύγκαιρα, παραφέρθηκαν τόσο, δίχως κανένας να τους άντιλέει, που λίγο ^ειψε να ριχτοΟν με τα χέ- ρια στον Φεντόρ. Περνούσανε τή σιωπή του γι' αντίρρηση, ερεθίζον- ταν να τόν βλέπουν έτσι ανάλγητο. "Ενιωθες πώς, άν φωνάζανε τόσο, δέν είτανε για να πείσουν τους άλλους μα τόν εαυτό τους, πού εΓχε αρ- χίσει να τους προδίνει κρυφά. Ό Φεντόρ δέν ταράχτηκε άπό τήν επί- θεση. Έμεινε καθισμένος καβαλικευτά, μέ τα δυό του χέρια ριγμένα σταυρωτά πάνω στή ράχη τοϋ θρονιοΟ του, τό κεφάλι ακουμπισμένο στά μπράτσα του, σάν Ετοιμος νά κοιμηθεί. "Οταν οί Μαϊνιώτες πά- ψανε νά ξεφωνίζουν, συγκρατημένοι άπό τόν Σγουρό, είπε μόνο :

Κοντός ψαλμός! Έδώ μέσα θά πεθάνουμε δλοι.

Οί Μαϊνιώτες γούρλωσαν τά μάτια τους τρομαγμένοι, σύγκρυο τους Ιλουσε. "Οχι, δέ θέλανε νά πεθάνουν αυτοί, ένιωθαν ακόμα τό αίμα νά τρέχει στΙς φλέβες τους ζεστό. ΚαΙ καθώς, Οστερα άπό τό πρώτο σά- στισμα πού τους έδεσε, δείχνανε κιόλας τή διάθεση νά ριχτούν τελειω- τικά πιά τοΟ Σλαύου, νά τόν ξεμπερδέψουν, 6 Σγουρός πρόλαβε, μπήκε στή μέση καΐ τους είπε "{ορ^ά, ξεκάθαρα, τή δική του τή γνώμη :

Ό Μυτζηθράς δέ μας πρόδωσε, αυτό είναι ψέμμα ! Κάτι τρέχει πού ακόμα δέν τό ξέρουμε, \ίπορζΙ κι ό βασιλέας νά μή θέλει νά πα- τήσει τήν τρέβα. "Ομως νά μείνουμε πιά Ιδώ περιμένοντας, είν' ανώ- φελο. Τί κι αν κάνουμε υπομονή μιά βδομάδα, δυό βδομάδες ; ή βοή- θεια άν είχε νάρθει θάρχότανε, κ' έπειτα, άν έρθει άπό δω σ' 2να μήνα θά είναι αργά πιά. Οί άνθρωποί μας χάνουνε μέρα μέ τή μέρα τήν δρεςη νά πολεμήσουν, θά φτάσει §νας καιρός πού θά θέλουμε νά τους ξεσηκώσουμε καΐ δέ θά μπορούμε. χ\οιπόν έγώ στοχάζομαι πώς δ, τι Ιχει νά γίνει ανάγκη νά γίνει ευθύς. *Ανάμεσα σε δυό δρόμους έχουμε νά διαλέξουμε θά τους πώ, μ* δλο πού έγώ δέν αναγνωρίζω παρά μο- νάχα τόν ένα. Ό πρώτος νά γυρέψουμε συνεννόηση μέ τό Φράγκο, νά θυμηθούμε τήν πρόταση τοΟ κοντόσταβλου και νά παραδώσουμε δί- χως πόλεμο τό κάστρο. Μπορεί νά υπάρχουν σύντροφοι πού τό θέλουν αυτό, δέν ξέρω, δσοι ποθήσανε τή φαμίλια τους, τόν τόπο τους• δμως έγώ λέω νά μή τους ρωτήσουμε καθόλου, γιατί ό ί-^Βρωηος είναι πλά- σμα αδύναμο, κάνει κάτι κ' Οςτερα ντρέπεται ό ίδιος, κάθεται καΐ τό συλλογιέται καΐ μετανοιώνει σάν είν' αργά πιά. Γιά μένα απομένει μο- νάχα ό δεύτερος δρόμος, ό άντρίκιος : Νά πάρουμε μιά νύχτα τ* άρματα, ν* ανοίξουμε τή σιδερόπορτα καΐ νά χυθούμε πάνω στους Φράγκους. Πελεκάμε τότε δσους μπορέσουμε κ' έτσι ανοίγουμε τό δρόμο. "Οποιος γλυτώσει γλύτωσε, αυτός θά ξαναδεί φαμίλια καΐ σπίτι. Οί άλλοι, πού

444

θ' απομείνουν, καλώς έπεσαν ! Ό θεός άς τους αναπάψει πού πολέμη• σαν για τά δίκιο καΐ για την "Ορθοδοξία.

Αυτά είπε ό Σγουρός, Οί Μαϊνιώτες τόν κοίταζαν σκυθρωποί, πα- σχίζοντας να ξεκαθαρίσουν μέσα στό χοντρό μυαλό τους, τό βουνήσιο, τα λεγόμενα του. "Ομως ό Δανιήλ σηκώθηκε άπό τη θέση του, ήρθε, τάν αγκάλιασε καΐ τόν φίλησε. Ό Πέτρος 2κανε στον αέρα, άπό κεΙ πού καθότανε, τό σημείο τοΟ σταυροΟ πάνω στον ομιλητή. Τότε κ' οί Μαϊνιώτες Ιδωσαν τή συγκατάθεση τους. Ναί, αότό τους ταίριαζε, είχαν εμπιστοσύνη στα μπράτσα τους' κ' Ιπειτα, εκείνο πού πιθυμού- σανε, δέν είτανε να γλυτώσουν, είτανε να μή τους ποΟνε νικημένους. Στον κόσμο χοΟτο ή στον άλλο, θα μπορουσανε νάναι σίγουροι πώς θα σταθούν μέ τό μέτωπο ψηλά.

Μ' αυτό τόν τρόηο είναι πού αποφασίστηκε ή ίξο^ος. "Οταν βγή- καν άπό την εκκλησιά οί αρχηγοί τών ροβολατόρων, είχε πιά νυχτώ- σει. Χωρίσανε στή μεσαυλή καΐ καθένας τους τράβηξε τό δρόμο του, οί Μαϊνιώτες νά προετοιμάσουν τους δικούς τους, δ Δανιήλ νά πλαγιάσει, οί δυό Σλαΰοι κάθησαν στά σκαλοπάτια της εκκλησίας κι απόμειναν δίχως νά μιλάνε, μέ τό μάτι χωνεμένο, νά ονειρεύονται.

"Γστερα άπό τόν ταχτικό του γΟρο στΙς τάπιες, γιά νά επιθεω- ρήσει τΙς βίγλες καΐ τΐ; ψρουρίς, ό Σγουρός τραβήχτηκε στην κά- μαρα του.

Είταν ή Ιδια ή παλιά, τήν είχε διαλέξει γιατί τοΟ εΣτανε γνώ- ριμη και τήν αγαπούσε. Κάθησε στό στρώμα νά λύσει τά σαντάλια του μά σύγκαιρα κατάλαβε πώς άν πλάγιαζε άπό τώρα δέ θά κοιμότανε, τά ματόφυλλά του καθόλου δέ βάρο{ ιναν. Σηκώθηκε, ίγ,ο^ε δυό βόλτες. Ή νύχτα έξω εΓταν ήσυχη, κρουσταλλωμένη, τό νιό φεγγάρι μάργωνε τό παραθύρι μέ φως απαλό. «Καλός καιρός γιά τή δουλειά πού θέλουμε, συλλογίστηκε, θά βλέπουμε δσο χρειάζεται, μά θά μπορούμε καΐ νά τους ζυγώσουμε δίχιος νά μας ίδοΰν.» Είχαν ορίσει τήν Ιξοοο γι' αύριο, τούτη λοιπόν είταν ή νύχτα ή στερνή πού περνούσανε μέσα στό κάστρο. Στάθηκε στ* ορθάνοιχτο παραθύρι κι άπλωσε τή ματιά του έξω, ανά- σανε βαθιά τόν -/.ρόο αέρα της γεναριάτικης νύχτας. Οί φωτιές τών Φράγκων είχαν σβήσει, κοιμόνταν οί πολιορκητές. «Σάν τέτοια στι- γμή. . συλλογίστηκε* κ' είδε μέ τό νοϋ του τό ξεκίνημα, άκουσε τό μουγγό παφλασμό τοΟ άνθρωποχείμαρρου πού ξεχύνεται άκροπατώντας άπό τό γ.ίαχρο. Έ ψυχή• του φούσκωσε. «Κατευόδιο λέει μέσα του μ' ανατριχίλα μυστικιά, σά νά χαιρετίζει τό φουσσατο τών επαναστα- τημένων πού ξεκινάει γιά τό μεγάλο ταξίδι. Τό παραπάνω χάραμα θά βρεϊ τόν ζμορψο κάμπο πιτσιλισμένο μ' αίμα. Και τότε 8λα πιά θά έχουν πάρει τέλος.

Δέν ξέρει γιατί τό νοϋ του τόν στοιχειώνει απόψε πάλι ό Ισκιος τοΟ Κοκκινοτρίχη. "Ισως γιατί σέ τούτη ακριβώς τήν κάμαρα πρωτά- κουσε κάποια νύχτα τό κήρυγμα του γιά τή λευτεριά. Ποιος ξέρει σέ τί θάλασσες θ' αρμενίζει τώρα 6 Κοκκινοτρίχης ί Ό Ντελιούριας έβαλε πλώρη γιά τ' ανοιχτά, πολύ πιθανό νά μή φουντάρει ποτέ πιά στά νερά τής Αχαΐας. Δέ θά ξαναβρεί ό Σγουρός τό δρόμο τής λευτεριάς πού τραβάει μέσ* άπό τή θάλασσα" ανάγκη ν' ανοίξει λοιπόν 2να δικό

445

του, μέσ' άπο τή στεριά. ΚαΙ νά για ποΟ ξεκινάει αδριο βράδυ.

Κάθησε στδ κρεββάτι του χι άνάγειρε στό στρώμα, Ή ψυχή του ήθελε νά ονειρευτεί. Μέσα του κάτι σά μουσική νιώθει ν' αναδίνεται, ν' άπλώνει' είναι ?να τραγούδι χωρίς, σκοπό καΐ δίχως λόγια, τραγοΟδι ωστόσο πού θά τδλεγες παλιό, κάτι θυμίζει. Σά νά τραγουδάνε τδ φεγγάρι, ή νύχτα, ό κάμπος, τά μάκρυνα βουνά. Έρχεται άπό κόσμο άλαργινδ τ* ασώματο τραγοΟδι, ψηλά, άπό τ' άστρα, καΐ προβοδάει τήν πλάση πού πλέει μέσα στή νύχτα τή φεγγερή. «Γιατί τά σκέφτομαι δλα τοΟτα, τί εχω κάνει κάποια στιγμή ανήσυχος κι ανοίγει τά μά- τια του, κοιτάζει γύρω. ϊό φεγγάρι Ικρουσε τό κάγκελο τοΰ παραθυ- ριοΟ σά χορζη, ΰστερα Ιφυγε, ή κάμαρα σκοτεινιάζει ολότελα. «Αύτδ είναι, λέει μέσα του, αύριο θά πεθάνω.»

Ξάφνου κάτι τοΟ μηνάει πώς έκεΐ, πίσω άπό τό σφαλιστό του τό πορτόφυλλο, κάποιος στέκεται καΐ περιμένει. Δίχως νά βιαστεί, σηκώ- νεται, δπως σ' δνειρο, πηγαίνει καΐ ξεμανταλώνει τήν πόρτα. Ή με- σαυλή είναι ήσυχη, τίποτα δέν ακούγεται, δλοι κοιμούνται γιά νά είναι ξεκούραστοι αύριο. Αόριστα μυρίζει στον αέρα σανός άπό τους στάβ- λους, χόρτο νοτισμένο άπό τή νύχτα, αποκαΐδια σβησμένης φωτιάς. Σύγκαιρα 2να κορμί ανθρώπινο γλιστράει άπό τό χαγιάτι καΐ κάνει νά ξεμακρύνει. Τό νιώθει άπό τή ζέστα 7][θύ αχνίζει γύρω του.

Βάρια ! έσύ σαι ;

Έγώ, ακούγεται σά μούρμουρο ή φωνή.

Τί κάνεις έδώ ; Σιγή.

Τί κάνεις έδώ ; Δέν κρυώνεις ; Κανένας δέν αποκρίνεται.

Έχεις νά μοΟ μιλήσεις, Βάρια ;

Δέν ακούει τίποτα, αναρωτιέται μήπως γελάστηκε πρίν.

Κάνει νά γυρίσει μέσα καΐ τότε τ* αυτί του πιάνει Ινα σιγανό τρεμούλιασμα, σά φύλλου πού τό δονίζει ό άνεμος. Απορημένος στέκε- ται, ψαχουλεύει μέ τό μάτι τή νύχτα.

Βάρια ! μίλα μου λοιπόν. Είσ* αύτοΟ ; Έδώ είμαι.

ΚαΙ τί γυρεύεις τέτοια ώρα 2ξω ; Έλα κοντά νά σέ δώ.

Τόν ζυγώνει. Τά χέρια του, πού είχαν απλωθεί στά τυφλά, τήν άγγιξαν, τήν έπιασαν.

Μά έσύ τρέμεις ! "Ελα μέσα νά ζεσταθείς.

Ζάρωσε κοντά του, πολύ μικρή, σάν παιδάκι. Τήν έμπασε στην κάμαρα καΐ σφάλησε τό πορτόφυλλο.

Στάσου ν' ανάψω τό λυχνάρι.

"Ω, δχι ! δχι ! κάνει εκείνη ζωηρά.

Τί ! σκοτάδι θά καθήσ υμε ;

Ναί, ναί, σκοτάδι. Έπειτα, έγώ θά φύγω . . .

Κάθησε τουλάχιστο μιά στιγμή νά συνεφέρεις. Νά, έδώ είναι τό σκαμνί.

*Όχι, δέ θέλω νά καθήσω !

446

Ή φωνή της είχε γίνει αναπάντεχα σκληρή. Τή μάντεψε ζαρωμένη στή σκιά σά γάτα, εχθρική.

Τί έπαθες ! Μήπως σ* είδε δ Φεντόρ ; Σ' τό είπα ξανά πώς πρέ- πει νά τοΟ φανερωθείς πιά, έγώ θά τόν μαλακώσω.

Λοιπόν, γι* αΰριο είπατε ; τόν ρωτάει ξαφνικά.

ΤΓ πράμα ; . . . ναί ! αΟριο τή νύχτα. Στάθηκαν λίγες στιγμές δίχως νά μιλάνε.

Καληνύχτα, τοΟ λέει καΐ τραβάει γρήγορα κατά τήν πόρτα.

ΠοΟ πάς ;

Δέν αποκρίθηκε. Ψαχουλευτά βρ^κε τό πορτόφυλλο, τό άνοιξε. Τήν ακολούθησε καΐ στάθηκε στό κατώφλι νά τήν ακούει πού ξεμά- κραινε στό χαγιάτι, κατέβαινε τή σκάλα.

Γύρισε μέσα, κάθησε στό κρεββάτι του κ* Ιπλεξε τά δάχτυλα του. Τί είχε Ιρθει νά κάνει έδώ ή Βάρια : Τί τοΟ γύρευε ή σιωπή της ; «"Ω ! δχι αυτό, δχι αυτό», κάνει μονάχος του, δυνατά, δμως 2νιωσε πώς δέν §λεγε ολάκερη τήν αλήθεια. Μέσα, βαθιά στην καρδιά του, κάτι ζάρωνε, αναδευότανε ψάχνοντας ανήσυχα νά βρεΙ κάποια γωνιά νά κρυ- φτεί. Ή ψυχή του εϊτανε περίλυπη. «Αδριο μπορεί δλα νά πάρουν τέ- λος πιά»; είπε πάλι, γιά ν' ανακουφιστεί. Στό νοΟ του δμως ανάτειλε ή ροδιά, δπως τήν ήξερε κάτω άπό τό παραθύρι του, δπως τή θυμόταν άπό τότε. Δέν τήν είχε ξαναδεί, ποτέ δέν πήρε τό δρόμο της δσον καιρό τώρα βρισκότανε μέσα στό κάστρο. «"Ομως α5ριο τό πρωϊ θά πάω», είπε κ* £νιωσε στή σκέψη τούτη τήν καρδιά του ν' ανθίζει. «Δέ βλά- φτει πιά τώρα, δέ βλάφτει άφοΟ θά είναι ή στερνή φορά.»

447

ΧΕΑί

2^^υ^^

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ιβ'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

IV

Κ' εαν ά&άνατη, εσύ ύεία. Που δ, τι θέλεις ήμηορεΐς, ΕΙς ιόν κάμπο, 'Ελενύερία, Ματωμένη περπατεΐς.

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ εϊταν ακόμα σκοτε^νή κ' υ- γρή τήν ώρα πού οΐ ρρβολατόρο6 τοϋ γ.6.ο•ζρο\> μπήκανε ν' ακούσουν τ6ν δρ- θρο.Έξω ή αυλή μύριζε γιασεμί, πά- χνη σμυρίδωνε τΙς πέτρες. Περνώντας άπδ τή μεσαυλή, βλέπανε ψηλά τα τε- λευταία αστέρια να σιγοσβήνουν' δ αρ- χάγγελος τάνυζε τΙς τριανταφυλλιές φτερούγες του άπ' άκρη σ' άκρη στον ουρανό.

"Ηρθανε πολ).οΙ σήμερα στον δρθρο, 8λοι δσοι δεν είχανε ψρο'ο^ί, κ' ετσ: τδ εκκλησίασμα πέρσεψε, κατρακύλησε ώς κάτω στα φαρδειά σκαλο- πάτια καΐ στο πλακόστρωτο της αυλής. Οί εξη καπεταναίοι πού είχανε σταθεί μπροστά στην Ωραία Πύλη, μετάλαβαν άπδ τδ χέρι τοϋ Δα- νιήλ. "Οταν ή ακολουθία τέλειωσε, οί ροβολατόροι φιλήθηκαν αναμε- ταξύ τους καΐ συχωρέθηκαν.

Ατέλειωτη τους φαινόταν ή μέρα τώρα πού είχανε πάρει τήν από- φαση, που ξέρανε τί θ' ακολουθήσει. Οί προετοιμασίες δχι πολλές κι αυτές είχανε τελειώσει κοντά τδ μεσημέρι" κανόνισαν τή σειρά πού θά βγαίνανε, δρισαν τδ ^ίρο;, πού θά δινόταν ή κοπανιά στδν εχ- θρό. Μπροστά θά πήγαιναν οί νεώτεροι Μαϊνιώτες, αρματωμένοι ελα- φρότερα, γιά νά μπορούν νά χ^Ϊ^ομί καΐ νά ξαφνιάσουν. Οί άλλοι, Γιαννιτσώτες και Καλαματιανοί, μαζί μέ τους πρεσβύτερους άπδ τους βουνήσιους, θά έρχονταν τδ κατόπι, ντυμένοι μέ οί^ζρο άπδ τά νύχια στην κορφή, έτσι πού νά κρατήσουν τδ τράνταγμα δταν οί Φράγκοι θά είχανε πιά ορθοποδήσει. Έλπιζαν νά τους βρούνε στδ πρωτούπνι. Βοη- θημένοι κι άπδ τή νύχτα τότε, θά προκαλούσαν σύγχυση, καΐ θά ξέ- φευγαν ύστερα μέσα στδ σκοτάδι. Τδ χτύπημα Ιπρεπε νά δοθεί σ' Ινα μονάχα σημείο, γιά νά τρυπήσει τδν κλοιό, άπδ μιά καΐ μοναδική φά- λαγγα πού θά ξεπεταγόταν άπδ τδ κάστρο έχοντας μέτωπο κατά τδ βο- ριά, έκεΐ πού ή πλαγιά είναι στρωτή κι ατόφια ίσαμε τδ ποτάμ:.

448

'Από τό τείχΐ απάνω, εϊχανε σημαδέψει το μίρος ακριβώς πού θά χτυποΟσαν. Ε!ταν 2να σμάρι τέντες μέ μια μεγαλείτερη καταμεσίς, και στην κορφή της έβλεπες ν' ανεμίζεται σαντάρδο κίτρινο τετράγωνο, φλάμπουρο βαρωνείας. "Ολη μέρα ανέβαιναν παρέες - παρέες στην τά- πια πού τ* άντικρυζει καΐ τό θωροΟσαν αμίλητοι, σα να λογάριαζαν τα βήματα ίσαμ' έκεΐ, να φαντάζονταν τή στιγμή πού τό φτάνουν, 'ίίστόσο δέν 2πρεπε ί εχθρός να καταλάβει καμμιά ιδιαίτερη σήμερα κίνηση, να μήν ύπονοιαστεϊ πώς κάτι ετοιμάζεται κεϊ - μέσα. Οί καπεταναίοι, βλέποντας τή σύναξη πού γινότανε στην τάπια, βγάλανε διαλαλητή στή μεσαυλή καΐ προστάξανε μέ τό στόμα του να μήν ξανανέβει κανένας πια στό τειχΐ εξόν άπό τΙς βάρδιες.

Τό μεσημέρι, στό φαί, απαγόρεψαν να μοιραστεί κρασί, είπανε δμως δτι τό βράδυ κάθε άντρας είχε δικαίωμα σέ διπλό κρασοβόλι. Έτσι οδτε τραγούδια ακούστηκαν σήμερα ούτε χάχανα. Όλά-κερο τό •Λάατρο λούφαξε, ποΟ και ποΰ μονάχα έβλεπες κάποιονε να περνάει στό λιοπερίχυτο πλακόστρωτο για να γυρίσει τό μαγγάνι στό πηγάδι. Έβαλε κι ό Ζερβοχέρης τΙς χύτρες του στή φωτιά για στερνή φορά μά δέν κάθησε νά έπιστατήσει ό Ιδιος. ΤΙς εμπιστεύτηκε στον πάρα- γιό του καΐ στΙς δούλες" αυτός έπιασε νά καθαρίζει τ' άρματα του, νά γυαλίζει τή σπάθα του, τό κράνος, ν' αλλάζει πετσί στό σκουτάρι του πού τό είχε πάρει άπό τήν οπλοθήκη τοΟ πύργου παλιωμένο.

Τό Δεκέμβρη οΐ μέρες είναι κοντόπνοες. ΣτΙς στοές τοΟ τειχιοΟ δπου εϊχανε ξαπλώσει μετά τό φαϊ καΐ ψευτογλάρωσαν γιά νά είναι ξεκούραστοι τό βράδυ, τό φως τοΟ δειλινού άναρουφήχτηκε γοργά, χλώ- μιασε ή άντιφεγγιά της λιακάδας. Ό βραδυνός άνεμος έφερε πάνω άπό τΙς τάπιες άλαργινό, τρεμάμενο, τόν άχό άπό τά σήμαντρα της πολι- τείας. Είταν ή ώρα τοΟ εσπερινού. Σηκώθηκαν οί άντρες κ' έκαναν τό σταυρό τους. Στην εκκλησιά τοΟ γ,άατροο δ Δανιήλ σήμανε κι αυτός τόν εσπερινό, τό εκκλησίασμα δμως δεν είταν απόψε πυκνό, καθώς τόν δρθρο. Οί ροβολατόροι είχανε τό νοΟ τους τεντωμένο σ' εκείνο πού θά γινότανε σέ λίγο, μέ τή νύχτα, ή ψυχή τους εΙταν πολύ ανήσυχη γιά νά χαρεί τή γαλήνη της εσπερινής ακολουθίας. Μονάχα ό Σεραφείμ απόμεινε μέσα στην εκκλησιά δταν Ιφυγαν οί άραιοί βιλάνοι. *Από- μεινε γονατισμένος μπροστά στό μικρό εικόνισμα τοΟ Χριστού, πού 6 Δανιήλ τό είχε κουβαλήσει άπό τήν ενορία του, καΐ τά μάτια του είτανε γεμάτα δάκρυα.

Τί κάνεις έδώ, αδερφέ ; ρώτησε ό παπάς πού έβγαινε κι αυτός διπλώνοντας τό πετραχήλι του γιά νά πάει νά φορέσει τήν αλυσιδωτή μάλλια.

Τήν προσευχή μου, αποκρίθηκε μέ φωνή βραχνιασμένη ό τσαγ- γάρης.

Σώνει, αδερφέ, σώνει ! Τώρα έχουμε άλλα καθήκοντα.

Τά χέρια τοΟ τσαγγάρη κρεμάστηκαν στό πλακόστρωτο σα θε- ρισμένα.

Παπά! κάνει καταπίνοντας μέ κόπο, θέλω νά ξο\ιολο•^η%(ύ .

Τώρα ! Δέν τό λές μέ τά σωστά σου βέβαια . . .

Μέ τά σωστά μου τό λέω.

29 Ή ΠριγΜψ-τίσοα Ίζαμπώ 449

Αγανάχτησε ό Δανιήλ. Εϊτανε της ηλικίας, δε μπορούμε να κρα- τάει πια τά νεΟρα του.

"Ελα, ελα, δ Θεός σε σχωρνάει, είπε βιαστικά. Σήκω γρήγορα και τρέχα ν' αρματωθείς ! Καμώματα τέτοια ταιριάζουν μονάχα σέ γυναίκες.

Ό άνθρωπος βόγγηξε βαριά.

ΙΙαπά, μη μ* αποδιώχνεις! Έ ψυχή μου είναι βαρειά, δέν εί- μαι άξιος να σηκώσω άρματα, μουρμούρισε τρέμοντας σύγκορμος.

Τώρα ό Δανιήλ απόμεινε καρφωμένος στή θέση του, σα να μήν είχε ακούσει καλά.

Τί ! τ' είπες, μωρέ ; έκανε σκύβοντας πάνω στον γονατισμένο 'ζαα^'ίάρη κ' ή φωνή του έβγαινε σφυριχτή άπ' τήν οργή. Δέ μπορείς να σηκώσεις άρματα ; Τί πά νά πει αυτό ; "Ω. ! θεοκατάρατε . . .

Ό Σεραφείμ είχε σκεπάσει τό πρόσωπο του μέ τΙς παλάμες του κ' έμενε σωριασμένος χάμου στις πλάκες, ερείπιο.

Δέ μπορώ, Ιλεγε τρανταγμένος από τ' άναφυλλητό, δέ μπορώ ! θέλω νά μέ ςομολογήσεις.

Ξάφνου ό παπάς, πού ασυναίσθητα είχε σηκώσει τη γροθιά του στον αέρα σφιγμένη, στάθηκε, άνανοήθηκε. Ρίχνει μια ματιά στό ζα- ρωμένο θλιβερά μπροστά του ί'^^ροίτ^ο, μιαν άλλη γεμάτη αμηχανία τούτη στό Χριστό, παίρνει βαθειάν ανάσα καΐ βιαστικά ξεδιπλώνει τό πετραχρήλι.

Μπρος, λέει προσταχτικά. λίπρός ! Ξομολογήσου.

Ό τσαγγάρης σήκωσε τά μάτια του σά δαρμένο σκυλί, μιά λάμψη ελπίδας τρέμισε ανάμεσα στά ματόφυλλά του. Πήρε τδ πετραχ75λι άκρη - άκρη καΐ τ' ακούμπησε στό κεφάλι του, σταύρωσε τά χέρια. "Ετσι κρυμμένος, μέ τό κεφάλι βαθιά σκυφτό, μέ φωνή ραγισμένη, είπε τό μεγάλο του κρίμα :

Τό ξέρω πώς είμαι ανάξιος νά βρίσκομαι άνάμεσό σας . . . τό ξέρω πώς θάπρεπε νά μέ σκοτώσετε καΐ τό -/.ορμί μου νά τό πετάξετε πάνω άπό τό τειχί, νά τό φάνε τά σκυλιά . . . Έσεΐς πολεμάτε γιά τ' αδέρφια μας καΐ γιά τήν 'Ορθοδοξία . . . Έγώ είμαι ανάξιος. Ινα σκουλήκι, μαγαρίζω τό χώμα πού πατάτε . . .

Λέγε ! λέγε γρήγορα τό κρϊμα, πρόσταξε πάλι ί παπάς. Κι 6 ά'/^ρΐύπος τό ξεστόμισε ξίπ'/οος άπό ^^τροπη:

Παπά . . . Φοβάμαι !

Ό Δανιήλ είχε τιναχτεί πίσω σά νά τόν δάγκωσε οχιά. Τό πετρα- χήλι, καθώς τραβήχτηκε, άφησε ξέσκεπο τό κεφάλι τοϋ αμαρτωλού, τό πρόσωπο του έφεξΐ στό σταχτί ίσκιο τοΟ άπόβραδου φριχτά χλωμό. Μορφασμός βασανιστικός τό τσάκιζε, τό παραμόρφωνε απάνθρωπα* σά νά έκλαιγε καΐ μαζί σά νά γελοΟσε.

Φοβάσαι ! . . . σκύλε ! . . .

Βλαστήμησε ό παπάς και σύγκαιρα τό κατάλαβε, δαγκώθηκε. «Χριστέ μου, ήμαρτον είπε μέσα του, αναστατωμένος, πασχίζοντας νά δαμάσει τήν οργή του. Τό μάτι του, πού κοίταζε παλαβωμένο τόν τσαγγάρη, άστραψε, θόλωσε, καΐ τέλος, φωτίστηκε πονηρά άπό μιαν ίδέα.

450

"Ωστε δέ θες νά βγεις μαζί μας, Ικανέ ατάραχα. Πάε: χαλά.

ΜεΤνε έδώ τότε. Μείνε. Ή πάλ^, άν φοβάσαι τό Φράγκο πού θα μπεί στό κάστρο μή σέ πειράξει, άφησε καΐ θα σοΟ βρώ έγώ τρόπο νά ξε- φύγεις κρυφά, νά κατέβεις στην πολιτεία. ΈχεΙ τρυπώνεις ανάμεσα στά σπίτια καί γυρίζεις στό μαγαζί σου δίχως νά σέ ίδοΟν. Κανένας δέ θά μάθει ποτέ πώς ήσουνα στό -κάστρο.

Ό τσαγγάρης είχε τσακίσει στά δυά καΐ γέρνοντας πάνω στό πλα- κόστρωτο Ιστριβε τά χέρια του καΐ θρηνοΟσε.

"Οχι, δχι . . , λυπήσου με, μή μοΰ μιλάς Ιτσι ! Δέν τό μπορώ.

Τότε ; Ικανέ τάχα απορημένος ό παπάς. Ένα άπό τά δυό : θά μείνεις ή θά φύγεις ! Τρίτο δέν Ιχει !

Δέν τό \ικορω, δέν τό μπορώ, θρηνοΟσε 6 άνθρωπος. Μή μέ πε- ριφρονάς, ώχ ! είν' αβάσταχτο, Χριστέ μου ! . . .

Στάθηκε λίγο νά τόν κοιτάζει δ Δανιήλ. Τέλος, σά νά είχε σκε- φτεί πώς σώνει ϊσαμ' έδώ ή τιμωρία, ήρθε κοντά του κι αλλάζοντας τόνο :

Σήκω απάνω, τοΟ λέει ήσυχα καΐ σταθερά. Ό τσαγγάρης, υπάκουος, σηκώθηκε.

Τί φοβάσαι ; Μήν πεθάνεις ;

Δέν ξέρω, δέν ξέρω, καΐ σκέπασε μέ τΙς παλάμες τό πρόσωπο του, τρέκλισε. Συλλογιέμαι τήν δρα κείνη, τή συλλογιέμαι δλη τή νύ- χτα, 8λη τή μέρα, καΐ τό αίμα μου παγώνει. Βλέπω ν* αστράφτουν μάτια αγριεμένα, ακούω τρόχισμα σπαθιών, βρύσες ανοίγουν στά κορ- μιά καΐ τό αίμα τρέχει, καΐ νά, τά μάτια μου τότε θαμπώνουν, καΐ λέω πώς θά λιγοθυμήσω. . .

Φοβάσαι μήν πεθάνεις, είπε 6 παπάς. Καλά. Θά σοΟ τό πώ Ιγώ τό γιατρικό, κ' είναι άσφαλτο.

Ό άνθρωπος ξεσκέπασε τό πρόσωπο του, τόν κοίταξε γεμάτος ελπίδα. Κι 6 παπάς είπε :

Τό γιατρικό, τσαγγάρη, είναι νά πεθάνεις τό γρηγορότερο. Ό τσαγγάρης κλονίστηκε, άνοιξε τά χέρια του.

θαρεΐς πώς αυτός έκεΐ δέ φοβήθηκε ; λέει ξάφνου 6 παπάς τραχιά καΐ τόν αδράχνει άπό τό μπράτσο, τοϋ δείχνει μέ τό δάχτυλο τεντωμένο τό εικόνισμα τοΟ Χρίστου. Φοβήθηκε ! Έγώ σ' τό λέω. ΚαΙ παρακάλεσε τό θεό νά τόν γλυτώσει, κι ό θεός δέν τόν άκουσε, γιατί 6 θεός θέλει νά σεβόμαστε τό νόμο. Κ' είναι νόμος ό θάνατος, τσαγ- γάρη! Πρέπει νά πεθάνεις τό γρηγορότερο.

Πώς ; ρώτησε δ άΊ^ρΐύπος περιχυμένος άπό κρυάδες. Πώς ;

Έδώ - μέσα, σαν προδότης, ή 2ξω στον κάμπο, μαζί μας, σάν άντρας. Διάλεξε !

"Εγινε μιά παύση. Ό τσαγγάρης είχε κρεμάσει τό κεφάλι του, τό στήθος του φούσκωνε άπό βαρύ λυγμό.

Μαζί σα^, είπε τέλος σιγανά.

Τότε έλα !

"Οπως τόν κρατούσε άπό τό [ΐτζρχχαο ί παπάς, τόν τράβηξε. Πέρα- σαν μαζί τό πλακόστρωτο της εκκλησιάς και φτάσανε στην πόρτα. *Εκεΐ, ό γέροντας στάθηκε.

451

Τσαγγάρη, σέ μακαρίζω, είπε με θαυμασμό.

ΚαΙ καθώς ό άλλος τόν κοίταζε χαμένος, δίχως να καταλαβαίνει :

Σέ μακαρίζω, είπε ό παπάς, γιατί έσύ θα δώσεις πιό πολύ άπό μας τους άλλους. Έμεϊς δίνουμε μονάχα τό περισσευούμενο, δμως έσύ θα δώσεις τό υστέρημα σου.

Είχε ολότελα νυχτώσει. Στον ουρανό, πού τεζαριζότανε βαθυγά- λαζος κουμπές πάνω άπ* τό κάστρο, έλαμπε τό νέο φεγγάρι ■γερ^ιί'^ο με χάρη, δρεπανωτό. ΕΙτανε γέμιση, στιγμή ευτυχισμένη. Ό παπάς κι δ τσαγγάρης διαβήκανε αγκαλιασμένοι τήν αυλή καΐ χάθηκαν κάτω άπό τις σκοτεινές καμάρες.

Κιόλας έβλεπες αρματωμένους νά ξεσκαρίζουν άπό τά χτίσματα γύρω καΐ νά συνάζονται μπουλούκια Ιδώ - έκεΐ. Οι σκιές τους ξεκόβον- ταν στό γαλαζωμένο άπό τό φεγγαρίσιο φώς λιθόστρωτο, παράδοξες, απίθανες, τά σιδεράρματα κροτάλιζαν. Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα οι ροβολατόροι, μέ φωνή πνιγμένη, σά νά φοβόνταν μήν άκουστοΟν, τόσο είτανε βαθιά ποτισμένη ή ψυχή τους άπό τή σοβαρότητα τής στιγμής. Άπό τις τάπιες οί σκοποί είχανε δώσει σημάδι πώς οί φωτιές των Φράγκων άρχισαν κιόλας νά σβήνουν. Εϊταν ήσυχη ή βραδυά, φύλλο δε σάλευε, δμως Ικανέ ψύχρα, δλα κρουστάλλωναν, τά χαράματα θάρριχνε βέβαιο πάγο. Τά χαράματα. . . ποιοί, πόσοι θά στέκονταν άραγε τυχε- ροί νά τά ίδοΟν ;

Ωστόσο είτανε νωρίς ακόμα, έπρεπε νά προσμένουν. Συνάχτηκαν αγάλια - αγάλια δλοι στή μεσαυλή, έτοιμοι, κάθησαν χάμου καΐ χου- χουλίζανε τΙς χοΟφτες τους, νά τΙς κρατάνε ζεστές. "Οσοι έφταναν αργοπορημένοι ψάχνανε νά βροΟνε τους δικούς τους, καθένας τό φίλο του ή κάποιονε γνώριμο του, καΐ τότε, ανακουφισμένοι, κάθονταν μαζί, δίπλα - δίπλα, γιατί ή συντροφιά τονώνει κ* είναι γλυκό νά ξέρεις πώς δέ θά βρεθείς έρημος στή μεγάλη σου τή στιγμή. Γιά στερνή φορά είχανε μαζευτεί σέ κύκλους μεγάλους οί πάτριες, Ιδώ οί Καλαματια- νοί, πιό πέρα οί ΣλαΟοι της Γιάννιτσας, ολόγυρα συντροφιές - συντροφιές οί Μαϊνιώτες. Κάποιοι άπό δαύτους, αμέριμνοι ή έπιδειχτικά κομπα- στικοί, πιάνανε νά ψιλοστήνουν τραγούδια, κορόιδευαν πώς ξενυχτάνε τάχα στό βουνό φυλάγοντας άπό τ' αγρίμι τΙς στάνες. Τά τραγούδια εΤτανε μακρόσυρτα, όκνά, θάλεγες πώς δ αντίλαλος τεντώνει τή φωνή μέσα στό φαράγγι καΐ τήν ανεμίζει σά νήμα, τήν πλάθει, τήν κλώθει, 8>ς πού νά λυώσει πέρα, λιβανωτή, καπνός.

Κάτω άπό τή στοά ένα σμάρι ξεχώρισε, μπήκε στό φωτισμένο μεγάλον κύκλο βαδίζοντας ήσυχα, επίσημα. "Ενας τους κρατούσε ψηλό κοντάρι κι απάνω κρεμασμένο κάτι άσπρο καΐ μακρύ. Τ' αναγνώρισαν, είταν τό λάβαρο της Ανάστασης, ή παντιέρα τοΟ αγώνα. Ασυναίσθητα οί κουβέντες έπαψαν γύρω, κοίταζαν δλοι τό λάβαρο νά πορεύεται ζυ- γώνοντας, νά έρχεται γιά νά σταθεί άνάμεσό τους. Τότε κατάλαβαν πώς ή στιγμή ζυγώνει. Είταν σά νά προβάλλει πομπή μέ τή θεία με- τάληψη. Κάποιοι σηκώθηκαν δρθιοι, σά νά μή τους βολοΟσε πιά νά κάθονται χάμου, οί άλλοι πιάσανε άπό δίπλα τ' άρματα τους, τό σκου- τάρι, τό βγαλμένο κράνος, τό σπαθί. Τό φεγγάρι βασίλευε. Ένας πε- τεινός λαλεί στό βαθύ κατώϊ, ί3στερα πιό πέρα άλλος καΐ σύγκαιρα

452

σαν ειδοποιημένο: άπό άγνωστο μήνυμα, οί πετεινοί της πολιτείας απο- κρίνονται άπό πέρα, σκόρπιοι μέσα στη νύχτα, σαλπίζοντας επίμονα καΐ -{οερά. Κροταλίζοντας μουγγά, σα ρέμα πού κρουνελιάζει παχύ- ρευοτο ανάμεσα σέ ^ράχοος, οί πρώτοι της φάλαγγας, οί συναγμένοι μπροστά στα σκαλοπάτια, άρχισαν να κατηφορίζουν κατά τή σιδερό- πορτα. Τό λάβαρο σηκώθηκε πάλι, ζυγιάστηκε. Φερμένο άπό τό γοργό ρέμα, φέγγοντας θαμπά, ακολούθησε τήν πορεία, κ' οί ροβολατόροι πού είχαν άπό γύρω τά μάτια τους καρφωμένα πάνω του, σηκώθηκαν κι αυτοί, σφίξανε τ' άρματα στό χέρι κι ακολούθησαν.

Μέ τή βοήθεια τοΟ θεοΟ, είπανε συναμεταξύ τους κάνοντας Ινώ βάδιζαν, τό σημείο τοΟ σταυροΟ.

Αυτό είταν. Είχανε ξεκινήσει. Κάτω, μπροστά στή σιδερόπορτα, ή κεφαλή σταμάτησε καΐ τό φιδολύγιστο κορμί της φάλαγγας φού- σκωσε, ξεχείλισε στά πλάγια, «Τ* είναι ρωτούσαν ανήσυχοι, «γιατί στεκόμαστε κι άλλοι έδιναν τήν εξήγηση πώς είναι γιά ν* ανοίξει ή πόρτα. Καθώς δμως ή στάση τραβούσε σέ \ιάγ.ρος, άρχιζαν ν* ανυπομο- νούν, ορθώνονταν στά νύχια καΐ κοίταζαν \ιηροατ(ί, δυνάμωναν κιόλας τις φωνές, χουγιάζονταν συναμεταξύ τους. «Έ ! τί κάνετε σεις αύτοΟ οί Μαϊνιώτες ! Δεν στολιστήκατε ακόμα γιά τό γάμο Κι άλλοι πού αγαπούσαν τό χωρατό ή πού βρίσκανε σέ δαύτο παρηγοριά : «Προσμέ- νουνε τή νύφη, λέγανε, καΐ τά νιάκαρα, νά πάνε μπροστά.»

Οί καπεταναίοι αγρίεψαν, τους άποπ-^ραν : «ΠαΟτε ! σκασμός!» φωνάζανε πνιχτά, σά νά είχανε νά περιμαζέψουν σκολιαρόπαιδα πού γαυριάζουν, σκουντάγανε τους τριγυρινούς τους νά τους συνεφέρουν. Ό Φεντόρ, στή μέση της φάλαγγας μέ τους Γιαννιτσώτες, τράβηξε τό σπαθί του και χτύπησε μέ τό πλατύ 2ναν δικό του στά καλάμια τόσο γερά πού ό ά'^Βρωπος βόγγηξε, γονάτισε. «Σήκω, σκύλε!» οδρλιασε 6 καπετάνιος φρενιασμένος καΐ τόν άρχισε στΙς κλωτσιές. Ό Γιαννιτσώ- της σηκώθηκε στενάζοντας, μά δέν είπε λέξη.

Οί τέσσεροι Μαϊνιώτες κι δ Σγουρός διατρέξανε γοργά σ' δλο τό μάκρος του τό μικρό ψοοαοατο νά βεβαιωθούν πώς οί θέσεις είταν δπως τις δρισαν. πώς οί οδηγίες πού δώσανε δέν είχανε ξεχαστεί. Μέ δυό- τρία λόγια πεταχτά έδώ - εκεί, ανανέωσαν τΙς δρμήνειες τους, τΙς συνό- ψισαν. «Ξεκινάμε σιγά, είπανε, κατεβαίνουμε τόν κατήφορο δίχως κα- θόλου ν* αραιώσουμε ούτε ν' απλωθούμε. Πώς πάει σφιχτό §να κοπάδι ; Έτσι ! Σάν οί πρώτοι, ζυγώνοντας στΙς τέντες τοΰ Φράγκου, πάρουνε πόδι, άμολυόμαστε δλοι, μέ μιαν ανάσα, τό κατόπι τους. Τά κοντάρια νά ξαμώνουν κατά τά πλάγια δεξά - ζερβά, στή γραμμή. ΚαΙ κοντά, σφιχτά δ §νας πάνω στον άλλονε, τοΟχο μήν ξαστοχάτε ! Σάν περάσουμε πέρα γιά πέρα τόν εχθρό, οί τελευταίοι νά κάνουν μέτωπο κατά πίσω.»

Τους άκουγαν αμίλητοι, ύποταχτικοί. Τό θέαμα τοΰτο, τών καπε- ταναίων πού ϊγ^οΌ"^ τήν έγνοια τους, έδινε θάρρος κ' ελπίδα. Σκοτεινά ένιωθαν τώρα μέσα τους πώς δχι μονάχα τους εμπιστεύονταν μά καΐ τους αγαπούσαν. "Αχ ναί ! είταν γεμάτη απόφαση κι αγάπη τή στιγμή τούτη ή ψυχή τους, όλονών. Στό κέντρο της φάλαγγας ό Πέτρος έφεγγε μέ τ' άσπρα του τά μαλλιά καΐ γένεια, σφιγμένος ολόγυρα άπό ομοε- θνούς του νέους πού τό είχανε τάξει νά τόν φτάσουν έτσι πέρα άπό τΙς

453

φράγκοκες τΙς γραμμές. Δεν είχε θελήσει ν* αρματωθεί αυτός, φοροΟσε πάντα τό μακρύ του τό τζουμπέ καΐ κρατούσε μονάχα §να ψηλό ραβδί στό χέρι για να βοηθιέται στό βά5ισμχ. Ό Δανιήλ εΐταν πιό πέρα, με τους Καλαματιανούς της πισωφυλακής, έχοντας τό κεφάλι του ξέσκεπο καΐ τα μαλλιά ριχτά πάνω στους ώμους μέ τή διχτάτη μάλλια. Κρα- τούσε άγκαλιασμένον άπό τόν ώμο τόν τσαγγάρη καΐ χαμογελούσε στό φεγγάρι άφρόντιστα καΐ παιδικά.

Στό τέλος είχανε βάλει διαλεγμένους άντρες, "{εροός, γιά νά κρα- τήσουνε τό τράνταγμα δταν ή φάλαγγα θά είχε πιά περάσει. Έδώ στέκονταν όλαρμάτωτοι, μαζί μέ κάποιους θεόρατους βουνήσιους, δ Παν- τελής ό Ζερβοχέρης κι ό Τιμόθεος, τά δυό τ' αδέρφια, κι 6 Σάββας ό ζευγάς. Κρατούσανε σπάθες βαρείες, ακουμπισμένες στον ώμο, ή πελέ- κια μέ χερολάβα μακρυά, καθώς των ξυλοκόπων. ΑύτοΙ κλείνανε τήν παράταξη. Πίσω τους, στό -/.Λστρο, δέν απόμενε κανένας, εξόν άπό -ϋΐς δούλες πού είχανε σταθεί τώρα στΙς τάπιες νά τους ΒωροΰΊ μέ κρατη- μένη τήν ψυχή. Ρωμιές κι αυτές, δμως ζεμμένες άπό γεννησιμιού τους στό ζυγό τού Φράγκου. Στά ματόκλαδά τους τρέμιζε γυαλίζοντας Ινα δάκρυ, γιατί στό αό'/τομο δτάστημα της λευτεριάς είχανε κιόλας προ- λάβει νά τους αγαπήσουν τους ξεσηκωμένους τούτους σκλάβους, τ' αδέρ- φια τους.

*Από τήν τάπια της σιδερόπορτας ακούστηκε κατά μέσα φωνή πνιχτή, είδανε θαμπά Ιναν ά'/^ριαπο πού σήκωνε τό χέρι του και τ' ανά- δευε πέρα - δώθε. Εϊταν ό στερνός βιγλάτορας, αυτός πού θά κρατούσε τό μάτι του καρφωμένο ίσαμε τήν τελευταία στιγμή πάνω στό στρατό- πεδο των Φράγκων και θά έδινε τό σημείο γιά τό ξεκίνημα. Πήδηξε άπό τή θέση του, έφερε βόλτα τρέχοντας γιά νά κατέβει κοντά στού: άλλους. Σύγκαιρα οί αμπάρες έτριξαν, μέ βόγκο συρτό τά δυό σιδερέ- νια πορτόφυλλα διαπλατώθηκαν. Κ' ή φάλαγγα των ροβολατόρων, περ- νώντας μέ ηο^ο6οΧΥ)χ6 μουγγό κάτω άπό τή βαθειά καμάρα, κύλησε τόν κατήφορο, βγήκε στό μεγάλον κάμπο πού ή νύχτα τόν είχε ατέρμονα τεντώσει.

Στην αρχή βάδιζαν δπως οί καπεταναίοι τους είχαν ορμηνέψει, αμί- λητοι καΐ σκυφτοί. Ή κατηφόρα είταν ήρεμη, ομαλή, τό χώμα στεγνό, δέ δυσκόλευε τό βάδισμα τους. Ψηλά δ ουρανός σπίθιζε πλημμυρισμέ- νος αστέρια, δμως ή άντιφεγγιά τους δέν έφτανε στή γή" κάτι σκο- τεινό κι αόρατο λές χώριζε τή φαντασμαγορία τούτη άπό τόν κόσμο κάτω, θαροΟσες πώς πορεύεσαι στό βυθό μιας θάλασσας δπου δέ φτάνει ποτέ τό φωτεινό μήνυμα της ημέρας. Βάδιζαν σφιγμένοι, πει- θήνιοι" κιόλας εκείνοι πού δέν είτανε πρώτοι, ακολουθώντας τό ρέμα μηχανικά, είχαν αρχίσει ν' άποροΟν, έλεγαν πώς δ δρόμος είναι λεύτε- ρος, ίσως κάποια διάβαση βρέθηκε αναπάντεχα καΐ θά ξεφύγουν δίχως νά συγκρουστούν καθόλου μέ τους Φράγκους. Ό Σ^^ουρός, πού είχε πά- ρει θέση στό δεξί πλευρό, λίγο πιό πίσω άπό τους πρώτους, άπλωσε το ζερβί του χέρι κι. άγγιξε τό διπλανό του, νά βεβαιωθεί πώς τόν έχει κοντά. Είταν Ινας νέος κρυμμένος πίσω άπό ψηλό σκουτάρι, μέτριος στ' ανάστημα• ή περπατησιά του είχε μιαν άλαφράδα κ' έναν κυματι- σμό, ασυνήθιστα γιά δουλευτή ή ξωμάχο. Ένα μικρό αγόρι κρατούσε

454

τό νέον αγκαλιασμένο άπό τή μέση καΐ πήγαινε μαζί του ανοίγοντας βί)μα άντρίκιο, σταθερό.

Τό χέρι τοΟ ΣγουροΟ ψηλάφησε τάν ώμο τοΟ νέου, τόν έσφιξε μια στιγμή, σα για να τοΟ δώσει θάρρος.

Έ5ώ είμαι, μουρμούρισε ανεπαίσθητα ή φωνή τής Βάριας κ* ή κοπέλλα γύρισε κατ* αυτόν τό πρόσωπο της χαμογελαστό.

Σσστ !

Πορεύτηκαν ακόμα λίγο. Αγνάντια τους, μέσα στό μπλάβο σκο- τάδι, είδανε ξάφνου να ξεχωρίζουν σά φαντάσματα ασάλευτα οί τέντες των Φράγκων. Ξεφωνητό ανθρώπου ξαφνικό, κοφτό, ακούστηκε πού αμέσως πνίγηκε σέ ρόγχο, και σύγκαιρα Ινας βρόντος μουγγός σά μπαλ- ταδιά σέ %ορμ6 ^ί'^τροο. Μεμιδς ποδοβολητό σύνταχο φουντώνει, ή φά- λαγγα τεντώνεται μπροστά, αραιώνει. Οί πρώτοι, είχαν χυμήξει.

ΚαΙ τότε βουή μεγάλη σηκώθηκε, σά μπουρίνι πού χύνεται πάνω σέ δάσος όλόξαφνα κι αναμαλλιάζει τά δέντρα. Σέρνοντας §να άγριο ξεφωνητό οί Μαϊνιώτες τινάζονταν μέ τΙς σπάθες, τά δρεπάνια σηκω- μένα, άνασκελώνανε τους Φράγκους αγ.οηο{}ς καΐ θέριζαν δ,τι βρίσκανε μηροατά τους, πανιά, ανθρώπους, κοντάρια, σίδερα. Χώνονται κάτω άπό τΙς τέντες καΐ καρφώνουν τους κοιμισμένους πάνω στό χώμα, προτού προλάβου"^ εκείνοι νά σηκωθούν. Μέ τΙς σπάθες σηκωτές πάνω άπό τό κεφάλι, δρασκελάνε τους κυλισμένους χάμου, πηδάνε πέρα, μέ μιά δρε- πανωτή οτρογ-η κόβουνε σύρριζα τους στύλους πού κρατάνε τά πανιά, βουλιάζουν κ' οί ίδιοι άναβράζοντας κάτω άπό τΙς γκρεμισμένες τέντες. Δέν τραΒα,'^ε μονάχα μπροστά. Απλώνονται άχτιδωτά γύρω καΐ ρίχνον- ται στους άλλους πού έχουν κονέψει λίγο πιό κει, ά.'^οί'{ουν δσο φαρ- δύτερο μποροΟν ρήγμα στό στεφάνι τής πολιορκίας, διαπλατώνουν τή θύρα γιά νά περάσουν οί κατοπινοί, καΐ τό μακρύ κοπάδι χυμάει, στρι- μωγμένο κρουνελιάζει άπό τήν ανοιγμένη λαβωματιά, χύνεται στον κάμ- πο, πέρα, σέρνοντας θριαμβικό αλαλαγμό.

"Ομως ό σάλαγος πού ξέσπασε τσακμακίζοντας σ' Ινα μοναδικό ση- μείο, τώρα κυλούσε πέρα, πηδούσε σά φλόγα καΐ φούντωνε αράδα τΙς θημωνιές. Κάτω, σ' δλο τό μάκρος τής φράγκικης παράταξης, δεξιά - ζερβά, δάδες ανάβονταν, αχός απλωνόταν, κο^οβολψό πλήθαινε κα- τ* άκουγες νά ζυγώνει. Κιόλας σφυρίγματα ξέσκισαν τόν αέρα, μέσ' άπο τό χείμαρρο των ροβολατόρων σκληριές ξεπετάχτηκαν σπαραχτικές.

γονταν στά πλάγια, κρατοΟσαν κεφάλι στον εχθρό. Κι ό εχθρός έφτανε σμάρια - σμάρια, έπεφτε φρενιασμένος πάνω στ* αραιό κοιγκέλωμα τΙς λόγχες τών βιλάνων καΐ χτυπούσε μέ λύσσα, μάνιαζε βλέποντας τους άλλους πού μέσ' άπό τό στενό πέρασμα χύνονταν πέρα, ξέφευγαν μέσα στή νύχτα, σά θεωρία άπό βρυκόλακες πού τρέχουν αλαφιασμένοι νά κρυφτούν πρΙν πάρει νά ξημερώνει.

Ξαφνιασμένοι στον Οπνο τους οί Φράγκοι δέν είχανε καταλάβει στην αρχή τί τρέχει. Εκείνοι πού στρατοπέδευαν πιό πέρα, νό^μισαν τήν πρώτη στιγμή πώς κάποιος καβγάς άναψε ανάμεσα στους δικούς

455

τους, ανθρώπους τών αρμάτων, χι άργησαν να δώσουν προσοχή. Ωστόσο 6 σάλαγος της μάχης πλήθαινε, παραγγέλματα άγριωπά σκλήριζαν δώθε, κεΤθε. Τότε υπονοιάστηκαν, πετάχτηκαν δρθιοι. Ό πρίγκηπας, πού εξαιτίας της υγείας του δέν Ιμενε σέ τέντα μα σέ σπίτι άπδ τα πιδ εξοχικά της πολιτείας, ζήτησε ακούγοντας τό θόρυβο νά τοΟ ποΟν τί τρέχει. Οί πρώτες πληροφορίες είτανε ταραγμένες, αόριστες. Ό νοΟς του πήγε τότε στους Ρωμιούς τοΟ Μυτζηθρα, τήν έμμονη υποψία του, φοβήθηκε πώς 2χει νά κάνει μέ <ψο\)ααδίτο αληθινό, ταχτικό" Ιδωσε διαταγή λοιπόν ν' άπλωθοΟν οί ιππότες στον κάμπο, ανοίγοντας σύγ- καιρα τό στεφάνι τοΟ σέντζιου σαν τανάλια, Ιτσι πού ό εχθρός, νομί- ζοντας πώς ό δρόμος προς τό κάστρο λευτερώθηκε, νά προχωρήσει ανά- μεσα καΐ νά βρεθεί άπό τά δυό τα πλάγια μαντρωμένος. *0 Ιδιος, ντύ- θηκε τήν αρματωσιά του βιαστικά καΐ κατέβηκε νά καβαλικέψει.

"Οταν ζύγωσε στό πεδίο της μάχης καΐ κατάλαβε τήν αλήθεια, οί προσταγές του είχανε κιόλας εκτελεστεί. Κυλώντας σά ρυάκι άπό μο- λύβι άναλυωτό δεξιά -ζερβά τοΟ κάστρου οί Φράγκοι Ιλυναν ουσιαστικά τό σέντζιο, χυμοΰσαν έκεϊ πού γινόταν ή συμπλοκή. Ξαμολυμένοι στον κάμπο οί ίππότες κ' οί σεργέντες, μέ σύνταχο καλπασμό, σάρωναν τά χωράφια πέρα, δώθε, πήγαιναν, Ιρχονταν, ψάχνοντας νά συναντήσουν μέσα στή νύχτα τό άνύπαρχτο εχθρικό φουσσατο. "Ομως, άν δέν τό βρίσκανε, συντυχαίνανε τους λιγοστούς ροβολατόρους, αυτούς πού ξέφυ- φαν άπό τό μακελειό, καΐ τους σκόρπιζαν, τους ποδοπατούσαν, τους πε- λέκαγαν. Γιατί τό κρουνέλιασμα τών καστρινών είχε σταματήσει κιό- λας, ίΐφιγμένοι ανάμεσα σέ δυό ατσαλένιες λαβίδες οί βιλάνοι, καθηλώ- θηκαν ξάφνου στον τόπο, μάχονταν τώρα άνέλπιδα, μηχανικά, μ* Ιναν Ιχθρό πού γύρω αύγάταινε ολοένα, τέντωνε τήν παράταξη του καΐ ξα- ναρχότανε καταπάνω τους, άφοΟ γιά μιά στιγμή είχε λυγίσει, προχω- ροΟσε αργός, δμως αδέκαστος, σά φουσκονεριά πού ξαποστέλνει κατα- ποδιαστά τά κύματα της στ' ακρογιάλι, δλο καΐ πιό μπρος, δλο καΐ πιό πάνω, δλο και πιό μέσα, καταπίνοντας βήμα τό βήμα τήν αμμουδιά.

Τό πιό βαρύ ωστόσο, τό πιό πικρό γιά τους βιλάνους, στάθη- καν οί καβαλαρέοι. ΣτΙς λόγχες κράτησαν κεφάλι, στΙς σαγίτες άντε- ξαν, πίστεψαν γιά μιά στιγμή ακόμα καΐ στή νίκη, δμως τ' άλογα, τ' άλογα πού έρχονται ποδοκροτώντας κεραυνωτά, σά μπάλλες ατσαλέ- νιες, καΐ τ' αναποδογυρίζουν δλα, τά δρασκελάνε, τά ζυμώνουν κάτω άπ' τις οπλές, αυτό, σά μάχεσαι πεζός, είναι κάτι ανώτερο άπό τή θέληση τοΟ άνθρωπου. Ξεκινημένοι άπό πέρα, μέσ' άπό τό σκοτάδι τοϋ κάμπου, άφοΰ τόν είχανε πιά οργώσει, οί ίππότες φτάνανε ξεφωνίζον- τας τρομερά καΐ πέφτανε όλόκορμοι πάνω στους απελπισμένους. Γόος καΐ θρήνος άρχιζε νά σηκώνεται έκεϊ πού Ισαμε πρΙν αντιλαλούσαν αλαλαγμοί θριάμβου. Κι ωστόσο αντιστέκονταν, ριζώνανε τά πόδια τους τεντωτά στή γη καΐ σκύβανε μέ σφιγμένα δόντια μπρος, κρατώντας στηριγμένη χάμου τή λόγχη. Τά κοντάρια τσακίζονταν, πέρα τινάζον- ταν, κομματιασμένα. Τό ενα πάνω στ' άλλο στρώνονταν τά κουφάρια, σωρός, μέλη πού λυώσανε σέ• βούρκο άποτροπιαστικό, μάζα σπαρα- γμένη κι ακόμα αχνιστή, μισοζώντανη. ΚαΙ τό πλήθος τών νικημένων ολοένα πισωπατοΟσε, αραίωνε, χώνευε, λές κ*§ναν-1ναν ή γή τους

456

ίπινε έτσι κο(θώς τρέκλιζαν μεθυσμένοι με τα μάτια γεμάτα φρίκη, γουρλωτά.

Άπό τους τέασερες καπετανέους πού χουμαντάρανε τους Μαϊνιώ- τες, οι δυό είχανε κιόλας πέσει. Ανάκατα τώρα, μπερδεμένοι, καμπί- σιοι χαΐ βουνήσιοι, Γιαννιτσώτες, Καλαματιανοί, Μαϊνιώτες, μάχονταν δεξιά -ζερβά, δίχως αντικειμενικό σκοπό άλλον άπ' αυτόν που υπαγο- ρεύει τό άγριωπό ψυχόρμητο νά ζήσεις. Τό μπουλούκι τους δλο αραίωνε και σφιγγόταν, ζάρωνε σα ζώο πού τό λαβώνεις κ' εκείνο κουλουριάζε- ται για νά συμμαζέψει τΙς ύστατες δυνάμεις του, νά φυλαχτεί άπό παν- τού. Τους έσπρωχναν άπό γύρω, τους ζόριζαν αφόρητα, Ιβλεπες κάθε τόσο τά χέρια τους νά κρεμιόνται άποκαμωμένα, τά στήθια τους νά παίρνουνε βαθειάν ανάσα, αποσταμένα άπό τ' ατέρμονο φονοκοπιό. Δέν είχανε τώρα πιά προφυλακές και πισωφυλακή, ή πολεμική τάξη τους κουρελιάστηκε, έγινε σωρός κουβάρι. Κι ωστόσο γνοιάζονταν ακόμα εκείνους πού είχαν όρκιστεΤ νά τους περάσουν μέσ' άπό τήν παράταξη τοΟ έχθροΟ, τους άρρωστους, κάποιους πού είταν οί πιό αδύναμοι, τους λιγοστούς ηλικιωμένους. Ένας δυό μάχονταν μέ τό δεξί, τά δόντια σφιγμένα, Ινώ μέ τό αριστερό κρατούσαν αγκαλιασμένο κάποιο σύν- τροφο πού είχε κρεμαστεί στό μπράτσο τους λιποθυμισμένος, μέ τή λα- βωματιάτου ανοιχτή. Στά τελευταία, βλέποντας πώς κάθε ελπίδα χάθηκε κι άλλο δέ μένει, ζήτησαν τουλάχιστο χώρο, μιαν έκταση λεύτερη δπου θά μπορούσανε νά σηκώσουν τό σπαθί ή νά ξαμώσουν τή λόγχη δίχως οί διπλανοί, πάνω τους σφιγμένοι, νά τους μαγκώσουν τά μπράτσα. Δε- ξιά, ζερβά, μπρος, κανένας δρόμος. Τότε χύθηκαν κατά πίσω, πιάσανε ν' ανηφορίζουν πάλι τήν πλαγιά τοΟ κάστρου, κρατώντας σύγκαιρα μέ- τωπο στον εχθρό.

[^Έκεΐ, στή βασανιστική τούτη υποχώρηση, είναι πού ό Φεντόρ δέχτηκε τήν πρώτη λαβωματιά. Αστράφτοντας φευγαλέα μέσα στό σκο- τάδι, μιά λεπίδα βαρειά, σέ χέρι αόρατο, τοΟ πελέκησε τόν αριστερό ώμο καΐ τοΟ τσάκισε τό χόκκαλο. Κρεμάστηκε τό χέρι του άψυχο, τά γόνατα του λύγισαν. "Ομως οδρλιασε δ Γιαννιτσώτης φοβερά κι άντιπά- τησε, κατάφερε νά κρατηθεί όρθιος. Πισωπλατίζοντας πάντα, πάσχιζε νά βαστάει τό δεξί του τεντωμένο, μέ τό σπαθί απλωτό, γιά νά εμπο- δίζει τά χτυπήματα. *Ανέβηκε Ιτσι τό μισό δρόμο Ισ^με τό γ,άοτρο δί- χως νά τραβιέται στή δεύτερη κάν γραμμή, πεισματερά αργοπορώντας μέ τους συντρόφους πού σκέπαζαν τήν υποχώρηση. Τό σκουτάρι του έπεσε, τ* άφησε χάμου κ' έμεινε απροστάτευτος, μέ τό κορμί μονάχα λοξογυρισμένο, γιά νά δίνει έτσι λιγότερο στόχο. Μά σκόνταψε, γονά- τισε, κι ώς πού νά σηκωθεί, άλλη σπαθιά, αυτή άπό καβαλάρη, τοΟ τσάκισε τό κράνος. Τα αΓματα τόν περιλούσανε, τό κρανίο του είχε ραγίσει. Πάλι τινάχτηκε, πήδηξε πίσω μουγκρίζοντας. "Οπου ξάφνου δίνει Ιναν πήδο, αρπάζεται άπό τό λαιμό τοΟ καβαλάρη και κυλιέται μαζί του καταγής. Τώρα 6 κόσμος γύρω σβούριζε, βουή περονιαστή τοΟ σούβλιζε τ' αυτιά. Τραβάει άπό τή ζώνη του τό μαχαίρι καΐ τό χώνει ίσαμε τό λαβή στό λαιμό τοΟ Φράγκου. "Γστερα σηκώνεται, βγά- ζει βόγκο Ι^αρύ, απελπισμένο. Κ' ή τρίτη λαβωματιά τοΟ έρχεται άπ'

457

αντίκρυ, τελειωτοκή, απάνθρωπη, μια λόγχη που τοϋ καρφώνει τό μάτι χαΐ χώνεται βαθιά στό μυαλόΛ

Γκρεμίστηκε κεραυνωμένός, δίχως άχνα.

Ζύγωναν πια στό τειχί, κιόλας τεντώνοντας τα χέρια πίσω τους, βιαστικά, ψαχουλεύανε στον αέρα, τό γύρευαν. ΕΙταν ή στερνή τους ελπίδα, να μποΟνε μέσα καΐ να σφαλήσουν γοργά τήν πόρτα, νά πάρουν ά)^άοοι., νά γλυτώσουν άπό τή σφαγή. Άπό τους §ξη καπεταναίους οι τρεΤς μονάχα είχαν απομείνει, δυό Μαϊνιώτες έκεϊ στά πλάγια, στη μέση ό Σ'ίουρός. Κανένας άπό τους τρεις ωστόσο δέν εϊταν άλάβωτος. Όλοένα δποχωρώντας ό Ινας άπό τους βουνήσιους ένιωθε §να χοντρό κορδόνι αίμα νά τοΟ κυλάει πάνω στό μερί, δ άλλος είχε τό δεξί του \ίά'{θυ1ο αφανισμένο, τ' αυτί του κρεμότανε πάνω στό λαιμό άπό ϊνα λοΐδι κρέας. Λίγο πριν πέσει ό Φεντόρ, ό Σγουρός δέχτηκε μιά λάβω- ματιά στ' αριστερό μπράτσο. Τράβηξε άπό τό ψαχνό τή λόγχη πού τόν κάρφωνε, καΐ σύγκαιρα, αγριεύοντας μέ τόν πόνο, πηδάει μπρος, βου- τάει τό σπαθί του στό στήθος τοΟ άλογου καΐ μέ τό ^εόχ&ρο χτύπημα ξαπλώνει τό σεργέντη νεκρό. Αυτά έγιναν σέ μιαν αστραπή, μέσα στην καυτή παραζάλη τοϋ ιλίγγου. "Απλωσε τό χέρι του πίσω καΐ συνάντησε τό παγωμένο χέρι της Βάριας. Ή κόρη είχε καταφέρει νά κρατηθεί σ' δλο τό διάστημα κοντά του, ξάμωνε τό σκουτάρι της καΐ τόν προ- φύλαγε δσο γοργότερα μποροΟσε, πότε δεξιά, πότε ζερβά. Αυτός, τή σκέπαζε μέ τό κορμί του, μαζί καΐ τ* αδέρφι της. Έτσι σφιγμένοι οί τρεΐ;, αυτός μπροστά, τά δυό Σλαυόπουλα πίσω, Ικαναν σάν Ινα σώμα, ανηφόριζαν κατά τό κάστρο μεθοδικά, δίχως νά χάνουν τό βήμα. Μονάχα έκεΐ στά ριζά στάθηκαν, γιατί ξάφνου τό παιδί 2βαλε φωνή, γονάτισε. Μιά σαγίτα, κάπου μέσ' άπό τό σκοτάδι πετώντας, τό είχε καρφώσει κάτω άπό τ' αριστερό βυζί, βαθιά, Έρριξε μ' απελπισία τά χέρια του γύρω στό λαιμό της αδερφής του, Ινας λυγμός 'τοΟ φούσκωσε τό λαιμό, πήγε νά κλάψει. Μά δέν πρόλαβε. Έ Βάρια, πού τό άρπαξε στά μπρά- τσα της, κατάλαβε μέ τό πρώτο πώς δέν κρατοΟσε πιά παρά Ινα κουφάρι.

Δέν τ* άφησε χάμου. Ή καρδιά της είχε σκληρύνει, φόβος δέν τής λύγιζε πιά τά μπράτσα. Βλέποντας πώς οί Φράγκοι έχουν αραιώσει, πώς δέν τό είχανε σκοπό νά μποΟνε καΐ στό ν.άοτρο μιά καΐ κατάφεραν νά ξαναμαντρώσουν τους ροβολατόρους, Ιβαλε χάμου τό σκουτάρι καΐ ξάπλωσε πάνω τό νεκρό αγόρι. Στάθηκε 6 Σγουρός λαχανιάζοντας, πέ- ρασε τό δεξί στό ιδρωμένο μέτωπο του. Είχε ιδεί τόν Φεντόρ νά πέ- φτει, ό Πέτρος άγνωστο τί είχε γίνει μέσα στή φονικιά νύχτα. Ένας - Ινας έφευγαν, ή γενιά τοΟ κρεμασμένου Ισβηνε, κοντά του απόμενε τώρα μονάχα τό κορίτσι.

Βιάσου, Βάρια, λέει "^ορ^ά, ξανάρχονται! Και στάθηκε μπροαχά.

Στό σκοτάδι ακουγόταν ό γδοΟπος άπό άλογα πού ζυγώνουν, πίσω δόξα νάχει ό θεός ορθωνότανε τό τειχί, πιό πέρα ή σιδερόπορτα. Εκεί μπροστά χτυπιές, ξεφωνητά ακούγονταν, οί αχίρΊοΙ άπό τους ρο- βολατόρους πάσχιζαν νά μποΟν στό κάστρο αναχαιτίζοντας τόν εχθρό. Σήκωσε ή Βάρια τό φόρτωμα της καΐ γλιστρώντας σύρριζα στό τειχΙ τράβηξε κεΐθε. Τήν ίδια στιγμή οί καβαλαρέοι ξεπρόβαλαν. "Ομως,

458

πάνω από τΙς τάπιες, πυκνή φουχτιά σαγίτες τους υποδέχτηκε, κάρ- φωσε καμπόσου; στο ^ρ6\χο. Οί ροβολατόροο πού κατάφεραν πρώτο: να μπουν στό ν,άσ-ΐρο, είχαν άνέβε: στό τειχΐ καΐ τώρα έκαναν δ,τί μπο- ροΟσαν για να συντρέξουν τ' αδέρφια τους. Στή σιδερόπορτα [χηροατά τά ζόρι λ'.γόστεψε, πισωπλάτιζαν οί Φράγκοι.

Τότε είναι πού Ικρινε κατάλληλη τή στιγμή κ' ή Βάρια γιά νά χωθεί στό κάστρο. Κρατώντας σφιχτά μπροστά στό στήθος της τό σκου- τάρι μέ τό νεκρό αδερφό, έτρεξε νά προλάβει, έφτασε, δμως έκεΐ, βλέποντας πρόχειρη τή σωτηρία της, στάθηκε νά κοιτάξει πίσω, γύ- ρεψε μέ τά μάτια τόν Σ-γουρό. Τό σκοτάδι εϊταν πυκνό, δέν έβλεπε, άκουγε μονάχα πιό κεί νά χτυπιούνται. Εναγώνια ψαχουλεύοντας μέ τά μάτια τή νύχτα, θέλησε νά βάλει μιά φωνή, νά τόν κράξει. «Νικη- φόρε!» έκανε νά πει, άγνωστο πώς τής ήρθε γιά πρώτη φορά νά τόν φωνάξει μέ τό βαφτιστικό του. "Ισως νά είταν ό κοινός δρόμος, 6 αίμα- τοστάλαχτος, πού είχανε κάνει, δέ σκέφτηκε πώς τής άνθισε τ' όνομα τούτο στά χείλη. Μονάχα πού δέν τ* άπόσωσε, Ή σαγίτα είχε έρθει σφυρίζοντας, πετώντας, κάρφωσε τήν κοπέλλα ορθή στό ηορτό- φύλλο καΐ δονίστηκε σύγκορμη, άπό τό ξιφίδι πού είχε χωθεί στον άπαλόν κόρφο ίσαμε πίσω στό φτερό, σά ν' ανατρίχιαζε μέ θηριώδη λαγνεία. Τό σκουτάρι έπεσε στά πόδια τής λαβωμένης, κυλίστηκε χάμω τό νεκρό παιδί, τά χέρια της κρεμάστηκαν ανήμπορα, καΐ τά μά- τια της, τά γυρισμένα κατά κεί πού πρόσμεναν νά φανεί ό αγαπημέ- νος, δάκρυσαν, θάμπωσαν, έσβησαν.

Βήμα - βήμα υποχωρώντας ό Σγουρός, πάλευε μέ τους καβαλα- ρέους πού τόν στρίμωχναν, κατέβαζε στά τυφλά σπαθιές κάθετες, δρε- πανωτές, σβουριχτές, ξάμωνε λαστιχάροντας μ' δλάν.ερο τό κορμί του νά κεντήσει, και πάλι πηδούσε πίσω, νά φυλαχτεί. Δέν ήξερε πόσους ακριβώς έχει αντίκρυ του, θαροΟσε πώς τό σκοτάδι ολάκερο έγινε αγκα- θερό, όρΟοτρίχιασε, κι δπου τ' αγγίξεις σέ ματώνει. Τό στήθος του ωστόσο φούσκωσε άπό τό λαχάνιασμα, πλάνταζε, δέν ένιωθε πιά τό δεξί χέρι του, λές καΐ μο•νάχο του πάλευε, δαιμονισμένο" τό ζερβί του πάλι, είχε γίνει σά μολύβι βαρύ. Ξεθεωμένος, ρίζωνε πεισματερά τά πό- δια του στό χώμα, άναντράνιζε δχι γιά νά γλυτώσει, γιατί άπό ώρα πιά τό έκρινε απίθανο, μά έτσι, από ένα πείσμα σκοτεινό νά τους παι- δέψει τιροιοΰ νά τοΟ πάρουν τή ζωή. Ένας ίδιαίτερα αυτόν τόν ξε- χώριζε — ένας καβαλάρης μ* αρματωσιά πού θάμπιζε άσπρουδερά, άπό κοντά τόν είχε, μέ τό σπαθί σηκωμένο αδιάκοπα δλο φοβέριζε νά τόν πελεκήσει, πυργωμένος καθώς είτανε πάνωθέ του στό ψηλό σιδερό- φραχτο φαρί. Αυτός είναι πού, σάν οί άλλοι απόστασαν, τόν κυνήγησε ίσαμε τά ριζά τοΟ κάστρου, τόν ακολούθησε βήμα τό βήμα γύρο) στό τειχί, έφτασε μαζί του μπροστά στή σιδερόπορτα.

Παλεύοντας πάντα μέ τό δεξί ό Ρωμιός, έψαξε πίσω του μέ τό λα- βωμένο χέρι νά βρεί τό άνοιγμα νά μπει μέσα. "Αδικα δμως ψαχού- λεψε. Τά δάχτυλα του βρίσκανε ξύλο ή οίδερο, άγγιξε τό κορμί τής Βάριας δίχως νά μαντέψει τί είναι, προχώρησε πέρα, βρήκε ντουβάρι, γύρισε πίσω, τίποτα. Τότε κατάλαβε. Έ πόρτα είχε σφαλιστεί, τόν άφησαν έξω.

459

ΚαΙ πια ή απελπισία τόν κυρίεψε. Μπροστά του, ασάλευτος, στέ- κεται δ άσπρος καβαλάρης, σηκώνει τό βαρύ του τό σπαθί αργά, λογαριά- ζοντας ατάραχα ποΟ θα χτυπήσει. Δεξιά ή ζερβά να φύγεις είν' αδύ- νατο, ακόμα καΐ τοΟ πουλιοΟ τή σβελτοσύνη νά είχες δε θά πρόφταινες να κάνεις φτερό. ΚαΙ τά πόδια άπαυδήσανε πιά, κόβονται, βαραίνει όλάχερο τό κορμί νά σωριαστεί χάμου, καΐ νά ησυχάσει.

Χριστιανοί ! άνοϊχτε ! μπήγει μιά τεράστια κραυγή νά τόν ακούσουν αύτοΙ Ικεΐ - πάνω στΙς τάπιες.

Είδε τό σπαθί τοΟ Φράγκου πού κατέβαινε, καΐ δίχως ό Ιδιος νά καταλάβει πώς, τό απόκρουσε μέ τό δικό του, τό Ιστειλε νά γλιστρήσει ζερβά. "Ομως τό χτύπημα είτανε δυνατό, γονάτισε. «Χριστιανοί !», φω- νάζει πάλι μά νιώθει πώς τώρα πιά δέ [ΐτιορ&Ι ν* ακουστεί, θάμπωσε ή φωνή του. Τ' άλογο τοΟ Φράγκου, τρομαγμένο πού τόν Ινιωσε κάτω του, ορθώνεται στά πισινά, δέρνει τόν αέρα. ΚαΙ σάν αστραπή φέγγει ή σκέψη στό νοΟ τοΟ χαμένου ώσπου νά τό σκεφτεί τό Ικανέ. Τό σπαθί του χώθηκε στή γδυτή κοιλιά τοΟ ζώου, τό αίμα, αχνιστό, τόν λούζει καταπρόσωπο.

Πέφτει μπρούμυτα, ξεπ'^οοζ. Δέν καταλαβαίνει πόσες στιγμές πέ- ρασαν, δμως ξάφνου ή φρίκη πώς θά τόν αποτελειώσουν έκεΐ, ανή- μπορο, τόν απιρουνίζει. Δίχως νά νιώθει πιά τί κάνει, ποΟ βρίσκεται, τινάζεται πάνω, σφίγγει σπασμωδικά στή χούφτα του τή λαβή τοΟ σπα- θιοΟ. Τώρα έχει μανιάσει, λές καΐ τά φρένα του σάλεψαν. Ό Φράγκος σηκώθηκε κι αυτός, πλέοντας σάν ίσκιος μέσα στό πυκνό σκοτάδι τόν ζυ- γώνει. Άντικρυστοί, μετρήθηκαν μέ τό μάτι, παραφυλάγονται* καΐ με- μιάς, σά μ' Ινα σύνθημα, χύθηκαν ό Ινας πάνω στον άλλον, χτυπιόνται γοργά μέ τΙς λεπίδες μιά, δυό, τρεις φορές, πηδάνε πίσω, ξαναχυμάνε. Τό πορχόψυΧλο βρόντηξε άπό μέσα, αλυσίδες κροταλίζουν. «Χριστέ μου, συλλογίζεται ό Ρωμιός, ή σωτηρία Παίρνοντας δύναμη καινούργια στή σκέψη τούτη, χτυπάει φανατικά, πελεκάει δπου βρεί, αγριεύει πιότερο δσο ή λεπίδα του συναντάει αί^ερο. Αμίλητος κι ατράνταχτος ό εχθρός τόν στριμώχνει πάλι, άχνα λευκάζοντας μέσα στό σκοτάδι μ' αθέατο πρ6ο(ύκο, σά στοιχειό.

"Ακουσε τό πορτόφυλλο πίσω ν* ανοίγεται και πισωπάτησε νά μπει μέσα. Απίστευτο : ό Φράγκος άκολουθοΟσε ! Οί ροβολατόροι πού φοβόνταν μήπως χυμήξουν μέσα τζολλοί, απόρησαν βλέποντας Ικεΐ δυό μονάχα ανθρώπους νά μάχονται ακόμα, όλόστερνοι άπό τή μεγάλη σύρ- ραξη. Παραμέρισαν ζερβόδεξα στή στοά καΐ φώναξαν νά φέρουν δάδες. Στό κατώφλι της σιδερόπορτας, οί σπαθιές πέφτανε σύνταχες, αντιβούιζε ή σκοτεινή καμάρα. Ξάφνου ό Ινας τρέκλισε, άνοιξε τά χέρια του, γκρεμίστηκε. Ό άλλος, ξεφυσαίνοντας σύνταχα, σφυριχτά, στηρίχτηκε στον τοίχο μέ τή ράχη.

Οί δάδες ήρθαν και τότε οί ροβολατόροι τοΰ κάστρου αναγνώ- ρισαν, δχι χωρίς δυσκολία, στον όρθιο πολεμιστή μέ τό καταματωμένο πρόσωπο, τόν δικό τους, τόν Σ-^ΟΌρό. Σκύψανε καΐ στό Φράγκο, πού έμενε ασάλευτος. Έ περικεφαλαία του αύτουνοΟ είτανε τσακισμένη, δ- μως ή κατεβασμένη τρυπητή προσωπίδα τοΟ Ικρυβε ολότελα τό πρό- σωπο.

460

Τάν σύρανε μέσα καΐ ξανασφάλησαν τήν πόρτα. "Γστερα έκαναν χύκλο γύρω του, γεματοο περιέργεια, άτολμοι ωστόσο, τόν περιεργά- ζονταν μέ τα μάτια, κουβέντιαζαν ψιθυριστά, 5ίχως να τολμάνε να τόν αγγίξουν. Πρώτη" φορά έβλεπαν άνετα κι άπό τόσο κοντά, έκεϊ στα πό- δια τους, ξαπλωμένον ανυπεράσπιστο, Εσως νεκρό, ?ναν αφέντη. Αυτό, τους γέμιζε δέος κι αμηχανία. Τρόμαζαν να τοΟ ξεσκεπάσουν τό κεφάλι, δέν τ* αποφάσιζαν να μάθουν σ' δλο του τό μάκρος τά έγκλημα.

"Ομως κάποιος τους παραμέρισε, έσκυψε πάνω στον ιππότη, έβαλε Ινα γόνατο χάμου* ό ίδιος δ Σγουρός. Ζυγώσανε μια δάδα, πού φώτισε κοκκινωπά τη σκηνή. Άπό τήν τσακισμένη περικεφαλαία ξέ- φευγε μιά τούφα μαλλιά ξανθά πιτσιλισμένα μ' αίμα. Τά στήθος ωστόσο ανάσαινε ακόμα, τό έβλεπες ν* ανεβοκατεβαίνει αργά, ανεπαίσθητα. "Απλωσε τό χέρι του ό Σ-^ουρίίς κι ανασήκωσε τήν προσωπίδα. Σύγ- καιρα χλώμιασε. Ανάμεσα στό μετάλλινο γ.ά^ρο της περικεφαλαίας, φωτισμένη ωμά άπό τήν κυματερή φλόγα, πρόβαλε ξεματωμένη, μέ σφα- λιστά τά μάτια, ή [>•ορ<ψ•^ τοΟ Ιωάννη ντε Τουρναί.

461

ΒΒΒΜΙΒΜ

\''^^; >*«>»»ι»Η»^..>>>.>.ι>

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ν

ΕΤΡΗΘΗΚΑΝ τ' άλλο πρωί. Εξακόσιοι τόσοι εϊχανε ξεκινήσει καΐ γύρισαν πίσω διακόσιοι σαράντα οχτώ. Άπό τΙς τάπιες πάνω, εί5ανε τα κουφάρια τών συντρόφων τους στρωμένα στην Ί^μερη πλαγιά ίσαμε κάτω, στις τέν- ρ τες των Φράγκων, κ' Ικεΐ εϊτανε τά 3 πι6 πολλά. Στάθηκαν άλαλοι να τά Ξ κοιτάζουν, απορημένοι σκέφτονταν πώς θά μπορούσε την ώρα τούτη νά βρί- σκονται κι αυτοί ξαπλωμένοι κάπου έκεΐ. Παράξενο πράμα πού είναι δ θά- νατος ! Ένα μονάχα βήμα" λες πώς κάποιο νήμα ψιλοκλίοσμένο κόπηκε, μιά κουβέντα αρχινισμένη σταμάτησε στη μέση, κι δσο κι αν καρτερείς, δ, τι κι άν κάνεις, ποτέ δε θά \ιπορί• σ€ΐς ν* ακούσεις τη συνέχεια. Ή συνέχεια έγινε απόρρητο βαθύ.

Λίγο άφοΟ έφεξε, Ιπιασε νά βρέχει. Καταχνιά ανάερη, μενεξε- λιά, έσβησε τέν κάμπο* έβλεπες τους καπνούς της νά ταξιδεύουν αόρι- στα, νά πλανιόνται άργοκλώθοντας και νά λυώνουν. Μονάχα οί βιγλά- τορες στάθηκαν στΙς κούλιες, οί άλλοι τραβήχτηκαν κάτω άπό τις στοές κ' Ικεΐ απόμειναν ξαπλωμένοι, άνεργοι, μ' αδειανό το κεφάλι, ίδια ζώα, νά σιγανασαίνουν τό χνώτο της βρεμένης γης. Ό Ζερβοχέρης, πού δλη νύχτα γύρευε τόν αδερφό του το σιδερά, πέρασε ανήσυχος, ρουθουνίζοντας σάν αγρίμι, καΐ του; κοίταξε δλους γύρω, με μάτι γυα- λιστερό. Τέλος, βρίσκοντας σε μιά γωνιά ξαπλωμένο τόν Δανιήλ, τόν ρώτησε γιά τρίτη ίσως '^ορχ. "Οχι, δέν ήξερε τίποτα ό παπάς, δεν είχε ιδεί καθόλου τόν Τιμόθεο. «Μπορεί καϊ νά ξέφυγε, είπε αόριστα, κάποιοι βέβαια θά γλύτωσαν.»

Ναί, κάποιοι θά είχαν γλυτώσει, αύτοΙ είταν οί τυχεροί. Τους οραματίζονταν κιόλας νά πορεύονται κατά τά σπίτια τους, μέσ' άπό φαράγγια, λόγγους, κάτω άπό τό μαγνάδι της βροχής, ίσκιοι ερημικοί, κατατρεγμένοι, πού τους Ιλαχε ωστόσο νά βρουν ανάπαψη καΐ λησμο- νιά. Ό Ζερβοχέρης κάθησε χάμου, δίπλα στον παπά, κι αγκάλιασε τά ■γόνατα του. Ό νοΟς του βωλόδερνε, άναθυμόταν.

462

Ό τσαγγάρης ποΟ εινα^ ; ρωτάει μια στιγμή.

Έκεΐ, λέει ό παπάς χι απλώνει τό χέρι του αόριστα χατά τόν κάμπο.

Χμ, χι αυτός. Άπό τή φαμίλια τοΟ κρεμασμένου Γιαννιτσώτη δέ γύρισε πίσω κανένας, ό τσαγγάρης δέ γύρισε, κι ό Τιμόθεος μέ τό 2να μάτι, κι άλλοι, πολλοί. Ναί, ναί, αύτοΙ είχαν βρεΙ την ανάπαψη, ευλο- γημένο άς είναι τ' δνομά Του ! Άπό τή συντροφιά τής πολιτείας οί τρεις είχαν γλυτώσει, ό Ζερβοχέρης, 6 Δανιήλ κι ό Σ-^ο^ίρός. Σήκωσε τά μάτια του δ κάπελας καΐ κοίταξε τήν πόρτα τής καμαρούλας έκεΐ ψηλά στό χαγιάτι. Τόν είχανε ξαπλώσει σέ στρώμα, τοΟ είχανε πλύνει τΙς λαβωματιές μέ κρασί. Στό κρεββάτι βάλανε τόν άλλο, τό Φράγκο αφέντη, γιατί έτσι τό πρόσταξε ό Σγουρός. Είταν χειρότερα ό ιππότης, άσχημα πολύ, ή σπαθιά τοΟ είχε ραίσει τό κρανίο, άπό χτες τή νύχτα δέ συνέφερε ούτε μιά στιγμή.

Τόν έψενε ό πυρετός. Κάπου -κάπου τά χείλη του σάλευαν σάν κάτι νά ήθελε νά πει, ή νά Ιβλεπε ιϊοιός ξέρει τί δνειρα, καΐ παραμι- λούσε. Πέρασε τή μέρα κείνη ολάκερη δίχως ν' ανοίξει βλέφαρο, τή νύχτα έμεινε ήσυχος, κανένας δμως δέν ήξερε άν κοιμόταν. Τέλος, τήν αυγή τής δεύτερης ημέρας, ό Σγουρός πού θαμποξυπνοΟσε, τόν άκουσε νά λέει ψιθυριστά μιά λέξη: «Διψάω!» Σηκώθηκε μονάχος του καΐ τοΟ έφερε νά πιεί' τοΟ ανασήκωσε προσεχτικά τό δεμένο δλοΟθε κεφάλι, τόν βοήθησε νά βρέξει τά χϊίλη του. "Γστερα τό απόθεσε πάλι στό προσκέ- φαλο καΐ πήγε νά σταθεί στό παραθύρι.

Οί στοχασμοί του δέν είχαν ακόμα ξελαγαρύνει, είτανε θαμποί, σταχτιοί σάν τή βροχερή τούτη μέρα πού Ιπιανε νά φωτίζει. Άπό τήν προχτεσινή νύχτα ελάχιστα θυμόταν, μιαν αίσθηση σκοτεινή είχε μόνο, σά νά είδε δνε:ρο κακό. Είχε μάθει άπό άλλους τό θάνατο τοΰ Φεντόρ, γιά τόν τσαγγάρη τοΟ είπε ό Δανιήλ πώς πέθανε ώραϊα, δίχως νά προ- λάβει κάν νά τρομάξει, άπό μιά σαγίτα πού τοϋ καρφώθηκε Ισια στην καρδιά. Ό παπάς, πού τόν κρατούσε άγκαλιασμένον ώς τήν τελευταία στιγμή, βρήκε τόν καιρό νά τόν ξαπλώσει χάμου ήσυχα ήσυχα, νά τοΰ σταυρώσει τά χέρια. Οί άλλοι είχανε γίνει άφαντοι, 6 Πέτρος, ό Τιμό- θεος, κανένας δέν τους είδε. ΚαΙ δέν Ιμενε παρά μονάχα ή Βάρια, ή Βάρια μέ τό νεκρό αγόρι στην αγκαλιά της, αίνιγμα αξεδιάλυτο. Έφτασε μαζί της δ Σ•^ουρ6ς ίσαμε τή σιδερόπορτα, τοΰ φάνηκε τήν τελευταία στιγμή πώς ή κοπέλλα πρόλαβε καΐ μπήκε μέσα, κι δμως Οστερα, στό κάστρο, δέν τή βρήκανε πουθενά. Έβαλε νά ψάξουν παντού, άπό τόν πύργο ώς τά κατώγια, κατέβηκε ό ίδιος στό τειχΐ καΐ στάθηκε, αμέ- σως τ' άλλο πρωί, ν* αγναντεύει τήν πλαγιά, τά κοντινότερα πτώματα, μήπως τήν ξεχωρίσει άνάμεσό τους. Τίποτα. Μυστήριο. Τί είχε γίνει ή κοπέλλα ;

"Ωχ ναί, είταν χαμένη, κάτι στην ψυχή του μέσα τοΟ τδλεγε μέ σιγανή κ' επίμονη φωνή. Χάθηκε ή Βάρια, καΐ τώρα πού τό ξέρει, τή βλέττει γιά πρώτη φορά μπροστά του άρτιωμένη, μορφή άκέρΓα, πού τού μιλάει εύγλωττα μέ τά σφαλιστά της χείλη. Νιώθει ξάφνου τόν εαυτό του μιά στάλα ερημωμένο μέ τό χαμό τούτο, γυμνωμένο άπό τή ζέστα πού αναδίνει γύρω σου ή αγάπη. Ανήσυχη είναι ή ψυχή του,

463

βαρειά, γοατί αναρωτιέται μήπως στάθηκε άδικος, στρυφνός, μήπως δέν έδωσε δση σημασία άξιζε στό τρυφερό ίγ.εΐ'^ο πλάσμα μέ τη γεν- ναία καρδιά καΐ τήν περήφανα διακριτική γλώσσα. «"Ωχ ! στάθηκα πάντα μου άτυχος, παραμιλάει, άτυχος καΐ τυφλός, σπατάλησα τή στοργή μου δπου δέν ταίριαζε, δέ μπόρεσα να κοιτάξω δίπλα μου, χα- μένος δπως ήμουν σ' δνειρα άπιαστα καΐ κούφια.» Έ ψυχή του ανα- στατώνεται σ' αυτή τή σκέψη, βουίζει αψύ τδ αίμα στα μελίγγια του, ή δργή τδν συνεπαίρνει.

Γιατί να γίνουν δλ' αυτά ; Για μυριοστή φορά ξαναπιάνει άπό τήν αρχή τδ νήμα τών περιστατικών κι αναζητάει τδ λόγο, μια δικαιολο- γία πού θα τδν αναπάψει. Ξεσήκωσε ψυχές, τΙς πήρε μαζί του, τΙς ϊσυρε ξοπίσω του, για να πετύχει τί ; Εϊταν 2νας σκοπός άραγε μπρο- στά του ; Ή μέσα στό αίμα του μονάχα μια εκδίκηση ; Ξαναβλέπει τήν ίρΎΐν^-Ύ] χώρα πού τήν πέρασε κατεβαίνοντας άπό τήν Κλαρέντσα, τα θερισμένα άπό τό θανατικό χωριά, τό κοιμητήρι μέ τους άθαφτους, τ' ορφανεμένο καλύβι στή βουνοπλαγιά. Ξαναβλέπει τό σιδεράδικο τοΰ Τιμόθεου τό κρωτο βράδυ πού ήρθε, κι άναθυμαται τους βιλάνους μέ τό καμπουριαστό κορμί καΐ τό ατέλειωτο μοιρολόι. *0 χΥιντερκέρκε τυ- φλώνει τόν Τιμόθεο μέσα στό ϊδιο του καμίνι κ' οί σκλάβοι γύρω σκύ- βουν τό κεφάλι τρομαγμένοι, μ* υποταγή. Πάλι, καθώς καΐ τότε, ή ψυχή του τινάζεται, άναντρανίζει. «Σας φέρνω τήν Ανάσταση "Οταν τό είχε ξεστομίσει, δέν ήξερε κι δ ϊδιος τί θέλει να πει, εϊτανε μια υπό- σχεση ψυχόρμητη, ασυγκράτητη. Κ' έπρεπε, φλεγότανε, να τήν κρα- τήσει . . .

Έτσι είναι πού έφτασε ίσαμ* έδώ. Ό Μυτζηθράς τοΟ είχε υπο- σχεθεί βοήθεια, τό πίστεψε αυτός, δμως δ Φεντόρ εϊταν άπό τήν αρχή γεμάτος αμφιβολίες. Καλά έκανε πού τό πίστεψε ; "Αχ, θεέ καΐ Κύριε, γιατί μια τέτοια απορία ; Οί βιλάνοι σήκωσαν κεφάλι, ανάσαναν λεύ- τερο αέρα, τέντωσαν τή ραχοκοκκαλιά τους δ, τι ϊγινε καλά είναι κα- μωμένο ! Ακόμα και σάν είναι για νά πεθάνεις, κάλλιο να σταθείς όρ- θιος. Τά παιδιά πού γεννιόνται άπό σκυφτούς, πορεύονται σ* δλη τους τή ζωή σκυμμένα, λές ακόμα λίγο καΐ θά πέσουν στα τέσσερα.

. . ."Ο, τι έγινε καλά είναι καμωμένο.

"Ακουσε δίπλα του Ινα μούρμουρο καΐ γύρισε απορημένος τό κε- φάλι του. Ό νεαρός άρχοντας είχε ανοίξει τό βλέφαρο, τόν κοίταζε στυλά μέ τά ξάστερα ουράνια του μάτια.

θέλεις τίποτα, άρχοντα μου ;

Ό λαβωμένος έγνεψε πώς δχι καΐ ξανάκλεισε τά μάτια του. Για ώρα έμεινε ασάλευτος, δμως είταν φανερό πώς δέν κοιμόταν. Ό Σγου- ρός σεβάστηκε τή σιωπή του, έμεινε στό παραθύρι νά κοιτάζει έξω, πα- ραδομένος στή δική του συλλογή. Νά ! καΐ τοΟτος χώροι. - δα ό ξένος, ψυχή αλαζονική κι απόμακρη. Έναν καιρό τόν είχε επιθυμήσει για φίλο, θαροΟσε πώς σ* αυτόν θά βρει μιά στοργή, ή κ* ένα ιδανικό υπό- δειγμα. Ελαφρόμυαλος, ξιπασμένος πόθος ! . . . Ξάφνου ένας κοινός στους δυό καημός τους είχε χωρίσει, τάξανε μιά νύχτα, μέσα έδώ ακριβώς, ν* αναθέσουν στό ριζικό τό διάλεγμα" τό ριζικό, περιγελώντας ίσως» διάλεξε καΐ τους δυό! Γλύτωσαν στό Ζόγκλο, γιά νά ξανασμίξουν μιά

464

καΐ καλή τήν προχτεσονή νύχτα στα ρ(ζά τοΟ κάστρου. Μοίρα παρά- ξενη, άναγελάστρα καΐ μοχθηρή ! Να είναι, άπ' ολάκερο §να φουσσάτο, αυτός ίσα - ίσα ό εχθρός πού θά κυνηγήσει τό στερνό ροβολάτορα ίσαμε τή σιδερόπορτα• να βοηθήσει τό σκοτάδι, ή αρματωσιά, για να μή γνω- ριστοΟν, καΐ νά πέσει πελεκημένος ό ?νας άπό τό σπαθί τοΟ άλλου . , . "Οσοι είδαν τή λαβωματιά, άπό τήν πρώτη νύχτα τό είπαν : ό Φράγ- κος δέν Ιχει γλυτωμό. Τό ήξερε κι δ Σγουρός, τό μάντευε. "Ετσι είναι πού πρόσταξε νά τόν πάρουνε πάνω, μέ άπειρη προσοχή, νά τόν ξαπλώσουν στό κρεββάτι. Καθόταν κι αυτός έδώ, άνεργος, λαβωμένος δ ίδιος, τόν παράστεκε. Στό αρρωστημένο χνώτο της κάμαρας, στον ασάλευτο αέρα, γύρω, παντοΟ, ένιωθες πώς κάποια ζωή φεύγει.

Κοντά τό βράδυ, ό πυρετός θέριεψε. "Ακουγες τήν ανάσα τοΟ άρ- ρωστου νά βγαίνει σύνταχη, βαρειά, τό πρόσωπο του θάμπιζε στό λα- δερό φώς τοΟ λυχναριοΟ όλοπύρωτο. Ό Σγουρός, συντροφεμένος άπό τόν Δανιήλ, τόν παράστεκε ακόμα. Κάτι ανεξήγητο, λύπηση και στορ- γή, είχε κρούσει πάλι τήν καρδιά του.

Δέ θά ξημερωθεί, είπε ό παπάς.

"Απλωσε ό Σγουρός τό χέρι του βιαστικά καΐ τοΟ έγνεψε νά σωπά- σει. Μπορεί καΐ ν* άκουγε δ άρρωστος, δέν έκανε νά τόν φοβίσουν.

Ξανάρχισαν πάλι τήν κουβέντα τους χαμηλόφωνα, μέ διαλείμματα μεγάλα, κουβέντα της αγρύπνιας, μηχανική. Ό Σ-^ουρδς ανάδευε άπό χτες ένα καινούργιο σχέδιο στό νοΟ του : Μιά καΐ δέν είχανε μπορέσει δλοι μαζί νά σπάσουν τόν κλοιό τοΟ σέντζιου καί νά ξεφύγουν, νά τό επιχειρήσει τουλάχιστον ένας, ένας διαλεγμένος μέ κλήρο, πού θά κατά- φερνε ίσως νά ξεγελάσει τους Φράγκους σ-Λοπους κ' Οστερα θά τρα- βούσε ολόισια γιά τό Μυτζηθρά, Εκεί νά παρουσιαστεί, αποσταλμένος δικός τους, στην Κεφαλή, καΐ νά παραστήσει τήν κατάσταση, νά θυμί- σει τήν υπόσχεση, νά μιλήσει γλώσσα τραχεία : «Μας πήρατε στό λαιμό σας, νά τους πει, δέν έχετε τό δικαίωμα νά μας εγκαταλείψετε τώρα.»

Ό παπάς κούνησε μέ δυσπιστία τό κεφάλι του.

"Αν τδχανε σκοπό νάρθουν, θάρχονταν καΐ δίχως αυτό, είπε. Σέ τίποτα δέ θά ωφελήσει.

"Ετριψε τά χέρια του μ' αγωνία δ Σγουρός, αναδεύτηκε στό σκα- μνί ταραγμένος. ,

'Ωστόσο, λέει βραχνά, ωστόσο κάτι πρέπει νά γίνει.

Τίποτα δέ θά γίνει.

Σήκωσε τά μάτια του καί κοίταξε απορημένος τόν παπά. Τόν είχε ξαφνιάσει ή αταραξία της φωνής του.

Τίποτα ; μουρμούρισε. Κι δλοι αυτοί . . . έδώ - μέσα ; . . . Ό Δανιήλ χαμογελοΟσε μ* αφέλεια άνέφελη.

Τστερα άπ' αυτούς, έκανε τραγουδιστά, θάρθουν άλλοι, κ* ΰστερα άλλοι . , . "Ετσι ίσαμε κάποια στιγμή, πού δέν τήν ξέρουμε τώρα. Σγουρέ.

Σώπασαν. "Εξω είχε σηκωθεί άνεμος δυνατός, ή νύχτα λαχάνιαζε, άνταριαζόταν. *0 καιρός γύριζε στό βοριά.

Ξάφνου τ' αυτί τους πιάνει ένα μούρμουρο στον αέρα. Κοιτάζουν τό κρεββάτι. Τά χείλη τοΟ λαβωμένου σάλευαν, μιλούσε γοργά, μέ τόν εαυτό του ή μ* αόρατο συνομιλητή.

30 Ή ΠριγΗηπϊοοα 'Ιζαμηώ 4θΟ

Παραμιλάει, είπε ό Σγουρός και σηκώθηκε.

Ό πυρετός είχε περσέψει, τό χέρι τοΟ νεαροΟ ιππότη Ικαιγε.

Τί μπορεί νά κάνει κανένας για να τόν ανακουφίσει ; Ένιωσε τα δάχτυλα τοΟ λαβωμένου νά σφίγγουν σπασμωδικά τά

δικά του, τά μάτια του ανοίχτηκαν.

Νά μεταλάβω, ψιθύρισε.

Ό Σ^ο\^ρ6ς στράφηκε στον παπά.

Πηγαίνω, είπε ήσυχα κείνος και σηκώθηκε.

Ναί, μά τό παλληκάρι Ιχει άλλο δόγμα, θά θέλει παπά δυ- τικό . . .

Κοντοστάθηκε ό Δανιήλ. Αυτό είταν κάτι πού δέν τό είχε συλλοτ γιστεΤ' ή πρώτη κίνηση, ή ψυχόρμητη, είτανε νά βιαστεί, νά υπηρετή- σει, ίσως άπό μακρυά σε τέτοιες περιστάσεις συνήθεια.

"Οχι, δχι, Ιγνεψε 6 Ιωάννης ντέ Τουρναί. Νά μεταλάβω μο- νάχα.

Καί καθώς ό παπάς πήγαινε νά βγεϊ :

Μά πρώτα, ?κανε ό ιππότης κοιτάζοντας άτολμα τόν Σγουρό, εχω νά σοΟ μιλήσω.

Καλά, λέει δ Δανιήλ, καλά ! θά καρτερώ κάτω, νά μέ φω- νάξετε.

ΚαΙ βγήκε.

Είχανε μείνει μονάχοι τώρα. Ό άνεμος σφύριζε στη σκεπή, βόγ- κοι απόμακροι κι αλλόκοτοι, σάν άπό φωνές ανθρώπινες, σέρνονταν 2ξω στή νύχτα.

Κάθησε, Ιγνεψε δ ίππότης δείχνοντας μέ τό μάτι την άκρη τοΟ κρεββατιοΟ.

Σαστισμένος δ Σ•^ουρ6ς, υπάκουσε. Τό χέρι τοΟ ξένου δέν είχε αφήσει τό χέρι του, τό Ινιωθε νά τοΟ φλογίζει τη χούφτα.

Πρέπει νά ξο\ιοΧο'{ΎΐΒ(ύ, είπε σιγανά δ 'Ιωάννης ντέ Τουρναί καΐ σφάλησε τά μάτια του. Σύγκρυο μεγάλο τόν περίχυσε σύγκαιρα άπό κορφή σέ νύχια.

Τότε . . . νά φωνάξω τόν παπά !

"Οχι, δχι ! είπε δ ίππότης κι άνοιξε τά μάτια του, τόν κοίταξε στυλά. Σέ σένα.

- Σέ μένα !

Μη χρονίζεις, φίλε. Οί ώρες μου είναι μετρημένες.

Ή φωνή του είταν βαρειά, αυστηρή. Παράδοξη συνέπε,ια της υπάτης στιγμής : Πρέπει νά είτανε συνομήλικοι οί δυό τους, κι δμως τώρα δ Φράγχος έμοιαζε δ πρεσβύτερος, πολλά, πάμπολλα χρόνια με- γαλωμένος.

Σ* ακούω, άρχοντα μου . . .

Σφάλησε πάλι τά μάτια του δ ίππότης, έμοιασε λίγες στιγμές νά συγκεντρώνεται. Τά χείλη του ωστόσο πεταλούδιζαν, ή ανάσα του ξέ- φευγε ανήσυχη, τρεμουλιαστή. Κάτι σάν άχνα φωτιάς τόν τύλιγε, συνε- παρμός καΐ ζάλη τοΟ πυρετοΟ.

"Ετσι πού, δσα άκουσε δ Σ^ουρ6ς άπό τό στόμα του εκείνη τη νύ- χτα, δέ μπόρεσε ποτέ του νά καταλάβει άν είτανε ξομολόγηση πραγματική

466

ή παραλήρημα, ανάβρα ξεχειλισμένου μνημονικού ή οραματισμός εφιαλ- τικός μιας σαλεμένης φαντασίας.

Γιατί μέ πήρες, φίλε, στην κάμαρα σου ; γιατί μέ φρόντισες ; Έγώ είμαι ανάξιος να μ* αγαπάς.

ΚαΙ προλαβαίνοντας μια διαμαρτυρία στα χείλη τοΟ Σγουρού :

Έγώ θέλησα νά σε σκοτώσω, πρόσθεσε βραχνά, σκύβοντας τό κεφάλι του.

"Αρχοντα μου, τέτοιος είναι ό πόλεμος ! θέλησες νά μέ σκοτώ- σεις, δμως θέλησα νά σέ σκοτώσω κ' έγώ. Τό κάτω κάτω σάμπως ήξε- ρες ποιόν ?χεις αντίκρυ σου μέσα στό σκοτάδι της νύχτας ; Είχαμε νά ίδωθοΟμε καιρό, άπό τότε θυμάσαι ; στό Ζόγκλο. Ή μοΤρα τδφερε Ιτσι, μή βάζεις μαράζι !

"Οχι, δχι, λέει βαρύθυμα ό ιππότης Ιωάννης, τό ήξερα έγώ πώς πολεμώ μ' Ισένα. Όλάκερη τή νύχτα εκείνη σ* έψαχνα, ώσπου σέ βρήκα.

Τέντωσε τά μάτια του ό Σγουρός, έμεινε άλαλος,

ΚαΙ μέ γνώρισες μέσα στό σκοτάδι ; έκανε σέ λίγο.

Σ' άναζητοΟσα. Κάθε δικό σας πού έβρισκα μπροστά μου, τόν χτυποΟσα μέ την ελπίδα πώς είσ' έσύ. Οί δικοί μας απόστασαν κ' Ιγώ απόμεινα ακόμα νά πολεμάω. Δέκα, είκοσι φορές σέ σκότωσα, φίλε, τήν προχθεσινή νύχτα* τόσες φορές αμάρτησα. Είμαι ανάξιος νά μ* α- γαπάς.

Λοιπόν, έκανε πικραμένος Οστερα άπό μιά παύση 6 Σ•^ουρ6ς χ* Ισκυψε αυτός τώρα τό κεφάλι του, λοιπόν ήθελες νά λείψω άπό τόν κόσμο τοΟτο, άρχοντα ντέ Τουρναί.

Ναί, λέει ζωηρά ό ιππότης καΐ τά μάτια του αστράφτουν. Έ- νας άπό τους δυό μας πέρσευε. Ή θεία Πρόνοια έκανε τήν εκλογή της. Δέν έχω κανένα παράπονο, έτσι έπρεπε νά γίνει.

Είχε μιλήσει γοργά, μέ πάθος, κουράστηκε. Μ' ένα βαθύ στενα- γμό, τό στήθος του ξεφούσκωσε μονομιάς, ή ανάσα του έγινε δύσκολη.

θά μοΟ δώσεις τήν άφεση ; ρωτάει τέλος φοβισμένα.

Τί λές ! τί λές, άρχοντα μου ! ξεφωνίζει ό Σγουρός καΐ πετάγε- ται ολόρθος. Μά έγώ, άφησε με νά σ' τό ξομολογηθώ μέ τή σειρά μου τώρα σ' είχα πάντα στην καρδιά μου, δέν ξέρω... μπορεί κι άπό τότε θυμάσαι; πού συναντηθήκαμε γιά πρώτη φορά, στό βουνήσιο πανδοχείο της Μεσαρέας, ένα βράδυ, πάνε χρόνια. Δέ θά θυμάσαι . . .

Θυμάμαι, ομολόγησε ό ίππότης χαμηλόφωνα, δίχως νά τόν κοιτάζει.

Φ "Απλωσε τό χέρι του, τό &ο•:ζρο καΐ διάφανο, κ' έπιασε τό χέρι τοΟ Ρωμιού. «Κάθησε», παρακάλεσε. Και σάν 6 Σγουρός βρέθηκε πάλι κοντά του, στό κρεββάτι, εκείνος τράβηξε άπό τ' αριστερό του ένα δα- χτυλίδι χοντρό, κρικέλι άχαρο, μολυβένιο, μέ μιά σφραγίδα άντίς δα- χτυλιδόπετρα.

Πάρε τούτο, είπε μιλώντας αργά, και δώσε μου μιαν υπόσχεση. . . "Ο, τι θέλεις.

Τό κρικέλι αυτό μοΰ τό είχε δώσει 6 πατέρας μου πού τό κρά- ταγε άπό τό δικό του τόν πατέρα. Είναι φερμένο άπό τήν Ανατολή, μαζί μέ τους σταυροφόρους, πάνε πολλά χρόνια τώρα. Μοΰ τοδωσε γιά

4ΰ7

να τά περάσω στο δάχτυλο του γιοΟ μου, δταν, καθώς τό Ιλπιζε, θ* άπο- χτοΟσα κάποτε γιό. ΕΓναι κειμήλιο οικογενειακό, σημάδι πώς οί ΤουρναΙ δέν Ιχουν σβήσει. Πάρε το, γιατί μ' έμενα σβήνει τ* δνομα ττ|ς γενιάς. "Αρχοντα μου ! . . .

ΚαΙ δώσε το (αυτό να μοΟ ορκιστείς), δώσε το ή φωνή του 2γινε δύσκολη στην πριγκηπέσσα τγ)ς Αχαΐας. Πές της πώς ή εξο- ρία τέλειωσε, Ιτσι πές της κ' εκείνη θά καταλάβει. Πές της ακόμα πώς ή μοίρα τοΟ άμαρτωλοΟ είναι πικρή, δμως είναι γλυκό τό αγκάθι τής αμαρτίας. Δέ λυπάται ό τελευταίος τών ΤουρναΙ πού Ιχασε τήν ψυχή του. Πρόθυμα τήν αφήνει, φεύγοντας, δεμένη μέ μολυβένιο κρίκο σέ τούτη έδώ τή γτ]. Ωστόσο, άς μή νομίσει ή κυρά μου πώς μέ τό δαχτυλίδι τοΟτο ό Ιωάννης ντέ ΤουρναΙ δένει άλλον κανένα άπό τόν εαυτό του. Να τό φορέσει ή πριγκηπέσσα, άς είναι καΐ για μια στί' γμή μονάχα τούτη είναι ή επιθυμία μου κ* Οστερα να τό δώσει στον άντρα πού αγάπησε τό περισσότερο στή ζωή της. Ξέρω πώς θά τό περάσει σέ χέρι άξιο.

Ή ανάσα του κόπηκε, τό κεφάλι του κύλησε βαρύ πάνω στό στί|θος. "Αρχοντα μου, κουράστηκες ! ανησύχησε ό Σγουρός πού είχε ολότελα αναστατωθεί τώρα.

Σήκωσε τό χέρι του εκείνος, έγνεψε αόριστα πώς δχι.

Όρκίσου μου πώς θά κάνεις αυτό πού σοΟ είπα, ψιθύρισε.

Στ' δνομα τοΟ θεοΟ τοΟ ζώντος !

Ό ίππότης αναστέναξε μ' ανακούφιση.

ΚαΙ τώρα δυό λόγια ακόμα, γιατί ή δύναμη μου μ* αφήνει, ή ώρα ζύγωσε . . .

Κράτησε σφαλιστά τά μάτια του, στό πρόσωπο του χύθηκε γαλήνη υπέρτατη, 2τσι καθώς αυτή πού απλώνει μονάχα 6 Οπνος.

Είμαι τό πρωτότοκο τέκνο τοΟ άρχοντα Γοφρέδου ντέ Τουρναί, βαρώνου τών Καλαβρύτων, είπε. Γεννήθηκα στό Μοριά, δμως δεκαπέντε χρο'^&'^ σάν ήμουν, ό πατέρας μου, γιά νά μοΟ δώσει τήν ανατροφή πού είτανε της σειράς μου, αποφάσισε νά μέ στείλει στην -/.οόρ-ίη τοΟ βασι- λέα τής Φράντσιας. Μπήκα έκεΐ παιδόπουλο, υπηρέτησα ΰστερα σκουτα- ράτος. Ζύγωνα τά δεκαοχτώ μου χρόνια, είχα σπουδάσει τήν τέχνη τών αρμάτων κ' ετοιμαζόμουνα γιά τή μέρα πού δ βασιλέας δ ίδιος θά μοΟ έδινε τό ίπποτικό χρίσμα, καθώς τό είχε ευχηθεί δ πατέρας μου, δταν μαν- τάτα άσχημα φτάσανε ξάφνου στην τίοόρχγ], Ή αντιζηλία τοΟ Πέτρου της Άραγόνας καί τοΟ Καρόλου ντ' Άνζού είχε σταθεί ά(φορ\ι•^ γιά τΙς .μεγάλες σφαγές της Σικελίας*. Ό πάπας απάγγειλε τό ανάθεμα καΐ κήρυξε τόν ιερό πόλεμο ενάντια στό βασιλέα Πέτρο. Έτσι δ Φί- λιππος της Φράντσιας**, πού λάβαινε ξάφνου άπό θέληση παπική τό βασίλειο της Άραγόνας, βρισκόταν αναγκασμένος σύγκαιρα νά ξεκινή- σει μέ τους βασσάλους του γιά νά τό πάρει άπό τό συγγενή του κι αντί- παλο, μέ χέρι αρματωμένο ***

* Οί Σικελικοί εσπερινοί.

** Φίλιππος Γ' δ Τολμηρό;.

*** ΕΙτχν ανιψιό; του Πέτρου -ή; Άραγόνας.

468

»Άχ&λούθηαα τό φουσοίζτο τοΰ βασίλέα μου στην εκστρατεία ε- κείνη, ή θέση πού μοΟ είχαν ορίσει είτανε στην ιδιαίτερη υπηρεσία τοΟ δελφίνου, τοΰ τωρινοϋ βασιλέα της Φράντσιας. Εϋμασταν συνομή- λικοι. 'Ιούνη μήνα στήσαμε σέντζιο της Ζιρόν, την πήραμε. "Ομως τό Σεπτέμβρη τό φράγκικο 'φοο'^αδίχο λάβαινε βαρεία λαβωματιά : Ό άμι- ράλης της Σικελίας, δ Ροτζέρος Ντελιούρια είχε νικήσει στή θάλασσα, βούλιαξε τα πλευτικά μας. Τότε είναι πού ό ά'^Βρίύπος αυτός, δ σταλ- μένος από τη μοίρα, προβαίνει για πρώτη φορά στή ζωή μου . . ,

»Βαρειά εκστρατεία, άνέλπιδη ! "Γστερα άπό τΙς πρώτες νίκες, τη Φιγκέρ, τή ^ιρόν, τό φουσσατο μας αναγκαζότανε να υποχωρήσει. Βροχές, κάψα, οί βουνήσιοι πού παραμονεύουν κρυμμένοι, Άλμογάβα- ροι αίματοπότες, καΐ σοΰ ρίχνονται απρόσμενα, προδοτικά . . . Οί θέρ- μες μας τσάκιζαν, μέρα τή μέρα χάναμε τήν πρώτη ζέση, λές καΐ τό αίμα τ' άδειαζε άπό τΙς φλέβες μας κάποια κρυφή λαβωματιά. Ό ήλιος, τό φως, μας είχε γίνει εχθρός, τόσο είναι στεγνοί κι άμάλαγοι εκείνοι οί τόποι, ή πέτρα ανάβει και πυρώνει τα μάτια μέ θάμπος τυ- φλωτικό. Πασχίζαμε να ξεδώσουμε σκορπώντας τΙς άχρηστες ώρες μας σ' αυγινά κυνήγια. Μια τέτοια ψορχ, ακολουθώντας σέ χώρα βουνήσια καΐ δασωμένη §να ελάφι, είναι πού χάθηκα άπό τους συντρόφους μου.

»Σάν τδνιωσα, εϊταν αργά. Ό τόπος γύρω μοΟ εΓταν άγνωστος, δπου να γύριζα τό μάτι αγνάντευα τα ίδια βράχια, τα Ιδια δέντρα. "Εστησα τ' αυτί : βούκινο πουθενά. Κοντά τό βράδυ, άποσταμένον καΐ πεινασμένο, μέ πήρε ό ίίπνος σ' §να φαράγγι. Ξύπνησα άπό σχουντιά βάναυση κ' είδα ευθύς πώς ήμουν αιχμάλωτος τών Άλμογαβάρων.

»Δέ θά σοΟ ανιστορήσω τά δεινά μου, τΙς μέρες πού πέρασα σερ- νάμενος στανικά, άρρωστος, ξοπίσω άπό τους ανάλγητους αυτούς αν- θρώπους τοΟ βουνοΟ. Οί τόποι πού περνούσαμε εΙταν άγριοι, τοΟτο καταλάβαινα μονάχα : πώς δλο καΐ ξεμακραίνω άπό τους ομοεθνούς μου. Δυό φορές δοκίμασα νά ξεκόψω καΐ δυό φορϊς απότυχα. Τέλος, τήν τρίτη φορά είχε μπεΤ πιά δ χειμώνας, τά πουλιά είχανε φύγει γιά τά νότια στάθηκα τυχερός. Βρέθηκα 2να χάραμα, ΰστερα άπό φευγάλα ολονύχτια, έρημος πάλι, στό βουνό. Συνέχισα τή θλιβερή μου τήν πορεία. . .

Έδώ, δ ιππότης ντε Τουρναι κόπηκε, στάθηκε νά πάρει ανάσα. Τό πρόσωπο του, πού είχε γαληνέψει ενόσω διηγόταν, άπολησμονημένο στην αναπόληση τίόν παλιών, μεμιάς φούντωσε, τά μάτια του γυάλισαν. Λές κι δ πυρετός, ξεχαλινωμένος μέ τήν ευκαιρία της πρόσκαιρης δια- κοπής, χυμοΟσε τώρα νά τοΟ πυρπολήσει τό κρανίο, νά πυραχτώσει καΐ τόν εγκέφαλο τόν ίδιο.

"Αρπαξε τό χέρι τοΟ ΣγουροΟ στό καυτό καΐ στεγνό δικό του, έσκυψε και τόν κοίταξε μέ τΙς γαλάζιες κόρες τών ματιών του πού είχαν διαπλατωθεί.

Κ' έδώ, είπε ανατριχιάζοντας ολάκερος, Ιρχεται Ινα μυστικό πού ποτέ ίσαμε τώρα δεν τ* άκουσαν αυτιά άνθρωπου. Σ'τό εμπιστεύο- μαι τώρα εσένα, γιατί μοΟ είναί πιά ανώφελο, άφοΟ οί πόρτες τοΟ Παραδείσου Ιχουν γιά μένα τελειωτικά κλειστεί. Σ' τό ξομολογιέμαι, γιατί ή ψυχή μου δέ μπορεί πιά νά τό σηκώσει μονάχη . . .

469

»Δέν ξέρω σέ τί χώρα βρ^σxόμουν, 8σο κο άν πασχίσω τώρα μου είναι αδύνατο νά θυμηθώ άν βάδισα μέρες ή βδομάδες, ή καΐ μήνες ολάκερους ακόμα, για νά φτάσω ίσαμ* εκεί. "Οπως και νάχει τό πράμα, 6 δρόμος πρέπει νά είταν απάνθρωπα μακρύς, άφοΟ τά ποδήματά μου είχανε λυώσει, Ισερνα τά πόδια μου γυμνά πάνω σέ βράχια μυτερά κι άγκαθιές. Εξαντλημένος, &ρρ(Λ•3τος στό σώμα καΐ στην ψυχή, βάδιζα, βάδιζα ασυναίσθητα, δίχως αναπαμό, δίχως σχεδόν πιά νά κοιμάμαι, τόσο μέ είχε ζώσει δ φόβος πώς άν μιά φορά γείρω καΐ σφαλήσω τά ματόφυλλά μου δέ θά ξανασηκωθώ. Ή ζάλη σκότιζε τά μάτια μου, στεκόμουνα κάθε τόσο καΐ πιανόμουν άπό Ινα βάτο νά μήν πέσω, γιατί 6 κόσμος στρούφιζε ολόγυρα καΐ στ' αυτιά μου βούιζε κάτι σάν άγρια, βροντόλαλη μουσική. ΚαΙ νά, Ινα πρωί, λίγο άφοΟ είχε φέξει, στό Ιβγα μιας λαγκαδιάς, βλέπω αγνάντια μου, ψηλά σ' άητοράχη ολόγυμνη, νά πυργώνεται ίσαμε τά μεσούρανα θεόρατο καστέλλι.

»Έμοιαζε χτισμένο άπό πέτρα κοκκινωπή, ό ήλιος πού πρόβαινε πίσω άπό τό βουνό τοΟ χρύσωνε τά κυλιντρικά πυργιά, τά ριζά του δμως, τά φυτρωμένα κατάσαρκα στό βράχο, σβήνονταν ανάερα στην άχνα τή μενεξελιά τοΟ όρθρου. Έτσι γραμμένο καθώς τδβλεπες στην καταχνιά, δέν ήξερες άν είναι αληθινό ή γέννημα μονάχα της φαντα- σίας, δράμα πού άεροζυγιάζεται ανάμεσα ουρανό καΐ γης. Κ' εϊταν εικόνα εξαίσια, πού άλλη τέτοια ούτε είδανε, ούτε θά ξαναβλέπανε ποτέ τά μάτια μου. Σύγ.καιρα ή βουή πού τυραννούσε τ* αυτιά μου σά νά γύρισε αδιόρατα σ* απόμακρη, άχραντη μουσική. Οί καρυδιές γύρω ανάσαιναν σιγοψέλνοντας. Μύρο πρωινό, ευλογημένο. "Επεσα στά γό- νατα καΐ μέ τά μάτια δακρύβρεχτα ευχαρίστησα τον Πλάστη . . .

Τρεμούλα ανάλαφρη είχε κυριέψει τόν ίππότη καθώς διηγόταν, τά μάτια του θολώνονταν εκστατικά.

Μόλις μπόρεσα νά ξαναβρώ λίγες δυνάμεις σηκώθηκα, στηρι- γμένος σ' Ινα ραβδί συνέχισα τό ζρόμο. Πρέπει νά κόντευε βράδυ σά ζύ- γωσα τό καστέλλι, γιατί στ' αυτιά μου κρατώ ακόμα τό γλυκό κουδού- νισμα πού χυνόταν άπό κεΙ - πάνω, κάποιες αόρατες καμπάνες νά σημαί» νουν τό Λπ^εΐαδ. ! είπε κ' Ικρυψε τό πρόκωπο στίς παλάμες του κι άν είτανε νά ζήσω χίλιες ζωές, δέ θά τόν λησμονοΟσα ποτέ τόν άχό άπό κείνες τΙς καμπάνες, τή γλυκεία κι άνέσπερη γαλήνη πού στά- λαζαν στην ψυχή. Στή ζωή μου αργότερα ολάκερη, οί καμπάνες εκεί- νες δέν πάψανε νά σημαίνουν μέσα μου. Έθρεψα ύστερα, γιά χρόνια, τήν ελπίδα νά τΙς ξανακούσω μέ τ' αυτιά μου κάποτε καΐ πάλι, καθώς στό μακρυνό εκείνο πρωινό της νιότης μου, τότε πού είχα αξιωθεί γιατί ήμουν άμόλευτος κι αγνός. Τώρα . . . τώρα τ' αποχαιρετώ γιά πάντα τ' δνειρο πού γίνηκε μέ τόν καιρό καϋμός. Δέ θά τΙς ξανακούσω ! ποτέ πιά δέ θά τΙς ακούσω τΙς καμπάνες τοΟ ίεροΟ βου^οΟ . . .

Τους ώμους του τράνταξε άναφυλλητό ασυγκράτητο, δάκρυα κύληπ σαν ανάμεσα άπό τά δάχτυλα του. Γιά ώρα στάθηκε έτσι, κλαίγοντας βουβά, σά μικρό παιδί, ανίκανος νά μιλήσει. Ό Σγουρός κοίταζε σα- στισμένος τό δόλιο του κεφάλι, τό τυλιγμένο μέ τους δίαπρους έπιδέ' σμους της μοιραίας λαβωματιάς, κ' Ινας κόμπος τοΟ ανέβαινε στό λαιμό,

470

δίχως κι αυτός να ξέρει γιατί, συνεπαρμένος καθώς εϋτχν άπό τό θέαμα α6τό τί)ς σπαραγμένης απελπισίας.

"Αρχοντα μου, κάνεις κακό στον εαυτό σου, στή θέση πού (βρί- σκεσαι, είπε άτολμα.

Ό ίππότης ξεσκέπασε τό πρόσωπο του, πού είχε γίνει τώρα αγνώ- ριστο. Τά μάτια του είχανε πάρει τήν ταραγμένη λάμψη τΫ]ς παρά- κρουσης, ή ανάσα του φυσοΟσε αναστατωμένη.

"Οχι, δχι, δέ θα \ηιορίο>Λ να σοΰ τά πώ δλα, έκανε, δέ μοΰ μένει πια καιρός . . . Έφτασα στό καστέλλι καΐ στάθηκα μπροστά στή σηκωμένη γέφυρα, δίχως ελπίδα νά μπώ μέσα, άποκαμωμένος, μέ τά μάτια βουρκωμένα, ελεεινός, Γδιος ζητιάνος. ΕΓτανε βράδυ, αργά, ί "ήλιος είχε βασιλέψει, άκουγα κιόλας κάτω, στό δασωμένο λόγγο, νά σέρνονται στριγγά ξεφωνητά αγριμιών. Ποτέ στή ζωή δέν ένιωσα τόν εαυτό μου τόσο ^ργΐΐί-ο καΐ σύγκαιρα τόσο κοντά στή σωτηρία. Μήν έχον- τας τίποτα καλύτερο νά κάνω, έπεσα στά γόνατα καΐ δεήθηκα. Φαίνε- ται πώς τό γ.ορ\ιί μου, πού είχε ολότελα άποκάνει, κύλησε κάποια στι- γμή άσύνειδα άπό τήν προσευχή στον Οπνο γιατί ξάφνου, ανοίγοντας τά μάτια μου, είδα νά στέκεται δίπλα μου, πάνωθέ μου, ένας καβαλάρης. Εϊτανε γέροντας πολεμιστής μέ αρματωσιά διχτάτη, ή άσπρη του γε- νειάδα κυλούσε αφρίζοντας στό στήθος του. Μέ κοίταξε βουβά λίγες στιγμές κ' £5στερα, δίχως νά μέ ρωτήσει τίποτα, σήκωσε τό βούκινο του, σήμανε. Είδα τή γέφυρα νά κατεβαίνει, άκουσα βήματα πάνω στό σανίδωμα νά ζυγώνουν, ξανάκλεισα τά μάτια μου, λιποθύμησα . . .

»Έτσι είναι πού μπήκα στό ιερό καστέλλι κ' έτσι είναι πού άλ- λαξε ή ζωή μου δρόμο άπό κείνη τή βραδυά. θά μέ ρωτήσεις, φίλε, ποιο είναι τό καστέλλι καΐ ποΟ βρίσκεται. Τό δεύτερο δέν ξέρω νά σοΟ τό πώ : έγώ ό ίδιος θάδινα ολάκερη τή ζωή μου νά τό μάθω. Τό πρ&το . . . ΣκΟψε, γιατί δέ μπορώ νά σηκώσω τή φωνή . . .

Κράτησε μιά στιγμή τήν ανάσα του, κοίταξε στον αέρα, σά ν* α- φουγκραζόταν. *0 άνεμος σάρωνε πάντα τή χειμωνιάτικη νύχτα, στέ- ναζε ανθρώπινα στά πυργιά. Τό φώς τοΟ λυχναριοΟ πεταλούδιζε ξαφνιασμένο.

Σαν ξεψύχησε πάνω στό σταυρό ό Σωτήρας μας, είπε 6 *Ιωάν- νης ντέ Τουρναί σιγοτρέμοντας, άγγελοι μαζέψανε τά αίμα του σ* ένα δισκοπότηρο καΐ τ' απόθεσαν σέ τετράψηλο κορφοβούνι. Χτίστηκε έκεϊ ναός, γύρω στό ναό καστέλλι. Παλληκάρια διαλεγμένα άπό κάθε άκρη της γής, ανάμεσα στους ανθρώπους τους πιό ά.-^'^ούς, ορκίστηκαν νά τό φυλάνε, κ' είναι τό καλογερικό τάγμα τοΟ ΕεροΟ Γκράαλ, τό τάγμα πού κατοικεί καΐ διαφεντεύει τό Μονσαλβάτ, τ' απόκρυφο μοναστήρι. Οί ιππότες αύτοΊ έχουνε κάνει δρχ.0 φριχτό, ποτέ νά μή φύγουν άπό τό ιερό βουνό, ποτέ νά μή λυγίσουν στους πειρασμούς της σάρκας. Δέν κατεβαίνουν ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους παρά μονάχα δταν τους οριστεί αποστολή, μά τότε πρέπει νά τήν εκτελέσουν τό γρηγορότερο και νά ξαναγυρίσουν ευθύς στή μακρυνή τους σκήτη. "Αν αμαρτήσουν, άν προδώσουν τόν δρκο τους, τότε άλλοίμονο είναι γιά πάντα, τε- λειωτικά χαμένοι. Ποτέ, ή ψυχή τους δέ θά γαληνέψει πιά ούτε θά

471

μπορέσουν, δσο κι αν παιδευτοΟν, να ξαναβροΟνε τό μο'^οπάχι πού φέρ- νει στο άχραντο καστέλλι.

"Αφησε τα χέρια του να πέσουν αδύναμα στό κρεββατοστρώσι, τά χέρια του πού είχανε πάρει τήν κερένια διαφάνεια τοΟ θανάτου, και κρέμασε τό κεφάλι του.

"Εχεις μπροστά σου έναν προδότη, είπε τόαο σιγανά πού τή φωνή του τή μάντευες αντί να τήν άκοΟς. Τό ιπποτικό χρίσμα δ Ιωάν- νης ντέ ΤουρναΙ δέν τό πήρε άπό τό χέρι τοΟ βασιλέα της Φράντσιας καθώς νομίζουν, δχι* τό πήρε έκεϊ ψηλά, στό Μονσαλβάτ, αξιώθηκε τή σπάνια τούτη γι' άνθρωπο χάρη. ΚαΙ τό χρίσμα, καΐ τόν δργ,ο, τά πρό- δωσε. Σταλμένος νά πολεμήσει γιά τόν τάφο τοΟ Σωτήρα, πέρασε άπό τήν κούρτη τής Αχαΐας, πέρασε ανύποπτος, κι αγάπησε μιά γυναίκα. Τήν καρδιά του, πού τήν είχε τάξει στή μοναδική, τή θεία αγάπη, τή μοίρασε 6 πανάθλιος μέ μιά θνητή. Άπό τή στιγμή εκείνη, οί φωτιές τής Κόλασης φούντωσαν μέσα του, ή ψυχή του δέρνεται κιόλας στό Κα- θαρτήριο καΐ θά δέρνεται στον αίώνα. Δέν τό ξαναβρήκε πιά τό μονο- πάτι γιά τό ίερό καστέλλι δ Ιωάννης ντέ Τουρναί. Ή λόγχη του κατα- δικάστηκε ποτέ πιά νά μή νικήσει. Καί τώρα, ατιμασμένος, ντροπια- σμένος, έρημος, πεθαίνει σέ κρεββάτι ξένο, πικρός, δίχως ελπίδα σωτηρίας.

Σκέπασε μέ τΙς δυό του παλάμες τά μάτια του, σύγκρυο τόν περί- χυσε μεγάλο.

θέ μου! δέ θά τΙς ξανακούσω τις καμπάνες, θρήνησε σπαρα- χτικά, ποτέ πιά δέ θά τΙς ξανακούσω τΙς καμπάνες τοΰ Μονσαλβάτ! . . .

Κατέβασε τά χέρια του πλεγμένα μ' απόγνωση στό στήθος, άπό τά μάτια του, πού τά κρατούσε σφαλιστά, κύλησαν στά χωνεμένα μά- γουλα δυό χοντροί κόμποι δάκρυα. Ό Σγουρός τόν είχε ακούσει *σα- στισμένος, άλαλος, κι απόμενε τώρα νά τόν κοιτάζει μέ κρατημένη ανάσα, μή ξέροντας τί νά σκεφτεί. Στό ανήσυχο, ρωμέϊκο μυαλό του, πολλά άπ' δσα είχε ακούσει φαίνονταν παράδοξα, ακατανόητα. Τά είχε ακούσει ή τά ονειρεύτηκε ; Κοίταξε γύρω του, νά βεβαιωθεί πώς είναι ξύπνιος, άνασείστηκε. "Ομως δ ιππότης, πού είχε τώρα γαληνέψει κά- πως, τοΟ άγγιξε τό χέρι.

Παρακαλώ, ψιθύρισε, φώναξε τόν παπά.

Σηκώθηκε, άνοιξε τήν πόρτα καΐ βγήκε στό χαγιάτι. Ή νύχτα είταν άνήαυχη, λαχάνιαζε καΐ ξεφυσούσε. Στον ουρανό τό φεγγάρι έτρεχε κυνηγημένο ανάμεσα άπό σύννεφα πελώρια, κουρελιασμένα. Κα- τέβηκε στην αυλή, βρήκε τόν Δανιήλ νά καρτερεί καθισμένος κάτω άπό τή στοά.

"Ελα, τοΰ είπε, είναι καιρός.

Ό ιππότης μετάλαβε μεσάνυχτα και πέρασε ήσυχα τήν υπόλοιπη νύχτα. Ασάλευτος στό κρεββάτι του, έμοιαζε νά κοιμάται, ή ανάσα του δέν ακουγότανε καθόλου. Κοντά τά χαράματα, δ Σγουρός πού δί- χως νά τό νιώσει είχε κι αυτός αποκοιμηθεί, ξύπνησε ανήσυχος. Ή ανάσα τοΰ λαβωμένου βάραινε, κάτι βιαστικό φτεροκοποΟσε στον αέρα.

Τοΰ φάνηκε πώς δ άρρωστος δυσκολεύεται ν' άνασάνει', πήγε λοι- πόν κι άνοιξε τό παραθύρι. Ξημέρωνε. Ό άνεμος είχε πέσει, ήσυχη

472

χαΐ παρθενική ξυπνοΟσε ή ξάστερη μέρα. Άπό μακρυά, στον κάμπο, γλυκόηχα φτάνανε, σβησμένα, τα κουδουνίσματα κάποιου κοπαδιοΟ.

Γύρισε στο κρεββάτι κ* ίσκυψε πάνω στον ιππότη. Δεν ξεσ(ρα- λοΟσε τά ματόφυλλά του, οί βολβοί του μονάχα σάλευαν άπό μέσα, σα ν' άκολουθοΟσαν κάποιο δνειρο. Δυνάμωνε ή ανάσα του, λαχάνιαζε, λές κι ανέβαινε χάποΐο^^ ανήφορο επίμονο καί μακρύ. Ή ορθρινή πνοή τοΟ υπαίθρου μπήκε άπό τό παραθύρι, παιχνίδισε παιδικά μέ τά μαλλιά του τά ξανθά καΐ πουπουλένια πού ξέφευγαν άπό τόν επίδεσμο καΐ χύ- νονταν στους ώμους του, στό προσκεφάλι. Στον αέρα τρέμισε πάλι τό απόμακρο κουδούνισμα τοΟ κοπαδιού.

Τότε ό Ιωάννης ντε Τουρναί ανατρίχιασε σύγκορμος. Έκανε νά σαλέψει τά χέρια του, δέ μπόρεσε, σήκωσε ψηλά τό πρόσωπο, τέντωσε τά τόξα των φρυδιών του. Τά ματόφυλλά του διαπλατώθηκαν, οί κόρες του οί ουράνιες στυλώθηκαν εκστατικά στον αέρα.

Οί καμπάνες ! φώναξε αδύναμα, πνιγμένος άπό ευτυχία, οί .καμπάνες τοΟ Μονσαλβάτ ! . . .

Τό στήθος του πού είχε φουσκώσει άδειασε μεμιάς, ακινησία μαρ- μάρινη χύθηκε πέρα ώς πέρα στό γ,ορμί του. ΚαΙ τά μάτια του, τά στυλωμένα στον αέρα επίμονα, εκστατικά, λίγο - λίγο βούρκωσαν, σβή- στηκαν, καθώς δταν 6 ήλιος βασιλεύει άνέφελα μιαν ήσυχη, ανοιξιά- τικη βραδυά.

Στό παιδικό του πρόσωπο άπλωνε τώρα γαλήνη άνέσπερη ό Μέ- γας 'Τπνος.

475

ΛΜΜΛΜΛΛΛΛΑ'Μ

'"'■'""''""""'"'

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

(Τέλος)

ΙΓΗΝ ώρα αργότερα, τά κάστρο ανα- στατώθηκε άπό φωνές, θόρυβο ασυνή- θιστο, τρεχάλες. "Οσοι 2τυχε νά μήν έχουνε βγεί ακόμα άπό τά γιατάκια τους, πρόβαλαν ξαφνιασμένοι στα πα- ραθύρια, στΙς πόρτες. Άπό τό τειχΐ πάνω, κάποιοι σύντροφοι τους ροβολοΟ- σαν τά πέτρινα σκαλιά ξεφωνίζοντας, χοροπηδώντας, κ* είχανε τά χέρια τους σηκωμένα σάν παλαβοί. Κάτι λέγανε καθώς περνοΟσαν, κάποιο μαντάτο, δμως εϊτανε τόση ή χαρά τους πού τά λόγια τους πνίγονταν στό λαιμό, μά- ταια πάσχιζες νά τά ξεχωρίσεις.

Τέλος τά μαντάτο ξελαγάρισε, α- πλώθηκε θεριεμένο σά φλόγα πού πη- δώντας άπό τή μιά σ* άλλη θημωνιά φουντώνει ολάκερο Ινα χωράφι. Τό φουσσατο άπό τό Μυτζηθρά ερχό- ταν, τή στιγμή τούτη ανηφόριζε τήν πλαγιά.

Κι αλήθεια! Μπουλούκια - μπουλούκια οΐ ροβολατόροι, σκοντάβον- τας στά σκαλοπάτια, σκαρφάλωσαν στό τειχί, πρόβαλαν τά κεφάλια τους άπό τΙς τάπιες καΐ τό είδαν : Ειταν ίσαμε τριακόσιοι άντρες, ρο- γατόροι μέ στολές όλακαίνουργιες, μπρούντζινα κασίδια στιλπνά, φολι- δωτά λωρίκια. Παράξενο ! είχανε περάσει άπείραγοι μέσ' άπό τό φράγ- κικο στρατόπεδο, λές κι δ ίδιος ό εχθρός τους σεβάστηκε κι άνοιξε δρόμο. Οί βιλάνοι τοΟ -/.άστρου βρήκαν αμέσως τήν εξήγηση, αφορμή καινούργια νά περσέψει ή αγαλλίαση κ' ή περηφάνεια τους : Ανάμεσα σε Φράγκους καΐ Ρωμιούς είχε γίνει συμφωνία, ό πρίγκηπας αναγνώ- ρισε πώς τό έχασε τό γ,άατρο, πάει πιά, παραμέριζε νά περάσει ό και- νούργιος αφέντης, ό δικαιωματικός.

Τ' άλλάγι τών ρογατόρων σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Ένας κήρυκας, παίρνοντας θέση δίπλα σέ καβαλάρη ντυμένο πάνω άπό τήν αρματωσιά του μέ σκαραμάγκι πλουμιστό, έβαλε τά χέρια χωνί κ* ϊ• κράξε κατά τΙς τάπιες :

Ανοιχτέ τΙς πόρτες, άνοίχτε στ* δνομα τοΟ αγιότατου βασιλέα των Ρωμαίων !

474

Δέν περίμεναν νά δευτερώσει ή πρόσκληση. Έ σιδερόπορτα έτριξε, δοαπλατώθηκε, κ' οΕ ρογατόροι τοΟ Μυτζηθρά μπήκανε στό* κάστρο.

Ό αρχηγός τους, ό καβαλάρης μέ τ6 πλούοιο σκαραμάγκι, περ- νώντας γίά νά μπει στην καμάρα δίχως νά πεζέψει, σταμάτησε τα μά- τια του στό καρφωμένο πάνω στό ξύλο τοΟ πορτόφυλλου κουφάρι τί^ς Σλαύας, πού ε?χε μείνει έκεΐ άπό προχτές. Κράτησε τ' άλογο του μια στιγμή, σήκωσε τά χέρι του, καΐ μέ τό χρυσοστόλιστο δεκανίκι, σύμ- βολο ττ^ς εξουσίας, τήν άγγιξε στό σαγόνι.

Ωραίο κορίτσι, είπε χαμογελώντας μέ τά πηχτά και κόκκινα χείλη του, τά φιλήδονα, δμως φορεί άσχημο μύρο . . .

ΟΕ άντρες του, γιά νά τοΟ φανοΟν ευχάριστοι, γέλασαν χοντρά. Κ' οί καστρινοί πού είχαν ανοίξει τό πορτόφυλλο, βιάστηκαν τώρα νά ξεκαρφώσουν τό κουφάρι, νά τό κρύψουν σά ντροπιασμένοι πού άθελα τους παρουσίασαν τέτοιο δυσάρεστο θέαμα γιά πρώτη εντύπωση στον αβρό, τό μεγαλότατο αφέντη καΐ λυτρωτή.

"Οταν ό Σ•^ο\)ρ6ς, πού συντρόφευε ακόμα τό νεκρό τοΟ ίππότη, 2μαθε τό χαρμόσυνο μαντάτο καΐ κατέβηκε άπό τήν κάμαρα του, τό βασι- λικό άλλάγι είχε πάρει κιόλας θέση στην αυλή. ΟΕ δυό Μαϊνιδτες παρου- σιάστηκαν γιά αρχηγοί τών ροβολατόρων έκεΐ πρόχειροι, κι άκουσαν τήν προσταγή τοΟ βασιλέα : Νά παραδώσουν τό χάοτρο ευθύς, γιατί αυτό πού κάνουν είναι μεγάλη αποκοτιά, πού \ιπορού<3ε νά προκαλέσει πολλά δυσάρεστα. Μονάχα ή αγαθή τους προαίρεση κ' ή άγνοια τό δικαιολο- γούσαν. Νά τό παραδώσουν λοιπόν στό Φράγκο, κι 6 βασιλέας τους υπόσχεται σ' αντάλλαγμα πεντακόσια πέρπυρα τόπο, στά δικά του τά χώματα, νά τόν 2χουν καΐ νά τόν ορίζουν,

Τί τρέχει ; τί γίνηκε ; ρώτησε ξαφνιασμένος ό Σγουρός τους τριγυρινούς τους καθώς πάσχιζε νά ζυγώσει στό γ.ί'^τρο τής σύναξης, πού είτανε πυκνή. Τους Ιβλεπες νά σκύβουν §νας•2νας τό κεφάλι, νά βουβαίνονται, έν© λίγο πρίν, άπό τήν καμάρα, τους άκουγες ακόμα νά γαυριάζουν.

ΤοΟ εξήγησαν τά λόγια τοΟ Ρωμιού αφέντη. Κιόλας άρχιζαν με- ταξύ τους νά τά σχολιάζουν, χαμηλώνοντας τή φωνή κουβέντιαζαν καΙ πάσχιζαν ν* απαλύνουν τήν πίκρα πού τους είχε ποτίσει έτσι ξαφνικά. «Έτσι κι αλλιώς τό ν.(χατρο εϊταν χαμένο, είμασταν ξεγραμμένοι», λέγανε. «"Αν δέ γινότανε χοΟτο, τί άλλο μπορούσε νά μας τύχει ; Πάλι καλά ! »

Σαστισμένος ό Σγουρός, νιώθοντας κι αυτός νά κυριεύεται άπό τήν κακοκεφιά των συντρόφων του, σήκωσε τά μάτια, κοίταξε τόν άρχοντα μέ τό σκαραμάγκι, πού βρισκόταν άπ' δλους πιό ψηλά, στά σκαλοπά- τια τής εκκλησιάς. ΟΕ ρογατόροι γύρω του κρατοϋσαν σ* απόσταση τους ροβολατόρους, τόν όχλο. Δίπλα του στεκόταν μονάχα 2νας άντρα; μέ γένι μαΟρο, κορακάτο, κ' §νας ακόμα, γέροντας αυτός, καμπουρια- σμένος. Ό Σ•γουρ6ς, μέ τράνταγμα στην καρδιά, αναγνώρισε στον πρώτο τό δολοφόνο τοϋ Μυτζηθρά, στό δεύτερο τόν Καφούρη.

«Τί θέλει τό γενοβέζικο κοράκι έδώ αναρωτήθηκε μέ ταραχή. Ξάφνου δμως, ένώ έκανε νά ζυγώσει περισσότερο κατά τά σκαλοπάτια

475

χοιτάζοντας τώρα τόν άρχοντα, στάθηκε καρφωμένος στον τόπο, Ιγινε χλωμός.^

Αδέρφια ! βάζει μεμιάς ξεφωνητό άγριο. Αδέρφια. Σας πρό- δωσαν . . .

Αντίκρυ, ό Σγουρομάλλης γύρισε ξάφνου τό πρόσωπο του, κοίταξε κατά τη μεριά του, σά νά στεκότανε πάντα Ιτοιμος, προειδοποιημένος. γέροντας ανασηκώθηκε στα νύχια καί, με ^ορ^6 μάτι, Ιψαξε νά βρει ποΟθε Ιρχεται ή φωνή. Είδε τϊν Σγουρό, Ισκυψε στον πρωτοστρά- τορα τοΟ Μυτζηθρα, καί, μέ τό δάχτυλο τεντωμένο, τοΟ τ6ν έδειξε.

Πιάστε αύτ6ν έκεϊ ! φώναξε ό Σγουρομάλλης στους δικούς του. Οί ρογατόροι άμολύθηκαν, κύλησαν χάμου τους βιλάνους, τους πο- δοπάτησαν.

"Ομως δέν κατάφεραν νά ευχαριστήσουν τόν αφέντη τους. Ό Σγου- ρός είχε χαθεί.

Πρώτη δουλειά τοΟ πρωτοστράτορα, μόλις Ικανέ κατοχή στό κά- στρο, εϊτανε νά στείλει δυό άλογάτορες στον πρίγκηπα καΐ νά τοΟ πα- ραγγείλει πώς τώρα μπορεί νά ορίσει. Οί άλογάτορες βρήκανε τόν Φλω- ρέντιο στό Νησί, νά προσμένει. Σε λίγη ώρα, φτάνουν στην Καλαμάτα, σταλμένοι άπό τόν αφέντη τους, ό κοντόσταβλος κι ό βαρώνος της *Αρ- καδιάς. Είχανε γυρίσει τρεις μέρες πρΙν άπό τη Βασιλεύουσα συντρο- φιά μέ τόν Σγουρομάλλη, κ* είχανε φέρει τή βασιλική διαταγή στην Κεφαλή τοΟ Μυτζηθρα γιά τήν παράδοση τοΟ -Λάοτρου. Τό παραλάβανε τώρα άπό τά χέρια τοΟ πρωτοστράτορα στ* δνομα τοΟ πρίγκηπα της Αχαίας.

Έτσι ό Σγουρομάλλης, τό βράδυ της ίδιας ημέρας, πήρε τό δώρο πού τοΟ είχανε τάξει κει -κάτω, στην Πόλη, οί δυό Φράγκοι, γιά τΙς υπηρεσίες του : Ένα φαρί μέ πλούσια σελλοχάλινα καΐ τρεΤς χιλιάδες χρυσά πέρπυρα. Έχωσε τά πέρπυρα στό χρυσοκλωσμένο του περσίκι, καβαλίκεψε παρευθύς τό φαρί, καΐ μέ τους τριακόσιους του ρογατό- ρους, τράβηξε πίσω γιά τό Μυτζηθρα.

ΠροτοΟ ξεκινήσει ωστόσο, είχε περάσει ν' αποχαιρετήσει τόν Καφούρη : Δέν πέζεψε στην πόρτα του. Στάθηκε νά τοΟ μιλήσει κα- βάλα, κάτω άπό τό παραθύρι.

Δέ θά σέ <φορτωΒΰ> πιά γιά δάνεια, γέροντα ! είπε καΐ χαμο- γέλασε πλατιά, Ιτσι πού λάμψανε τ' άσπρα του μεγάλα δόντια, ένώ χτυποΟσε μέ τήν παλάμη τό τσουπωτό περσίκι του.

Ό Ματτέος Καφούρης δμως εϊτανε στΙς γκρίνιες του, άπ' δλη τούτη τήν ιστορία μονάχα αυτός δέν είχε κερδίσει τίποτα. Εκδική- θηκε, δσο νά πεΤς, τόν άπιστο στή συμφωνία Σ•^ουρ6, μα τ' όφελος δέν είτανε χεροπιαστό, δχι.

ΠροτοΟ μιλήσεις γιά δάνεια καινούργια, έκανε μουτρωμί'^ος, θάπρεπε νά θυμηθείς τά παλιά, καί νά μοΟ τά γυρίσεις.

Πρόστυχη ράτσα μά τήν πίστη μου, μεσσίρ Ματτέο ! θαρεΐς λοιπόν πώς Ινας άρχοντας σαν έμενα [ΐπορεί νά συλλογιέται μονάχα πέρπυρα, καθώς έλόγου σου ; Ξόφλησα Ινα \ίίρος άπό τό χρέος κά- νοντας σήμερα τό χατίρι σου, νά βλάψω τόν εχτρό σου' τί άλλο θέ-

476

λε:ς ; Αυτός ό άνέμυαλος, πού τόνε λες ΣγοΟρο, τήν πλήρωβε τήν απο- κοτιά του. Έ δχι ;

"Οχι δσο πρέπει, δχι δσο πρέπει, έχανε ό Καφούρης ονειροπό- λος. Κάπου θά βρίσκεται τώρα, κι αυτό δέ μ* αφήνει νά ησυχάσω.

Μήν 2χεις άγνοια! "Εχω άμολύσει στ' άχνάρια του καλό λαγω- νικό, θά έχεις μαντάτα του σέ λίγο.

Γέλασε δυνατά και σπιρούνισε τό φαρί του. Οί τριακόσιοι ρογα- τόροι παρελάσανε τό κατόπι του κάτω άπό τά παράθυρα τοΟ Γενοβέζου καΐ βγήκανε άπό τήν Καλαμάτα.

Τέτοιο &^οξο τέλος είχε ό ξεσηκωμός των βιλάνων στην Καλαμάτα τόν καιρό πού ηγεμόνευε ό Φλωρέντιος ντ' Α?νώ. Τους ροβολατόρους τοΟ κάστρου οί Φράγκοι δέν τους πείραξαν. Τους έβγαλαν Ιξω καΐ τους άφησαν λεύτερους νά γυρίσουν στά σπίτια τους. Ξαφνιασμένοι εκείνοι γιά τό αναπάντεχο γύρισμα τής τύχης, ανίκανοι νά πιστέψουν μέ τό πρώτο πώς αλήθεια έχουν γλυτώσει, πώς μπορούν δπου θέλουν τώρα νά τραβήξουν, στάθηκαν ακόμα μπουλούκι, αδέξια, νά κοιτάζουν γύρω μ' α- μηχανία. Τέλος, μελαγχολικοί, θλιβεροί, άρχισαν νά σκορπίζουν. Οί Κα» λαματιανοί μπήκανε στην πολιτεία ή ξανοίχτηκαν στον κάμπο, οί Γιαν- νιτσώτες πήρανε τό δρόμο γιά τό χωριό τους. Κ' οί Μαϊνιώτες, αύτοΙ πιό μακρυνοί, τράβηξαν πέρα, γιά τά βουνά. Συχνά, ώς πού νά χαθούν άπό τά μάτια ό Ινας τοΰ αλλουνού, στρέφονταν καΐ ρίχνανε μιά ματιά πίσω. Κιόλας κάτι σά νοσταλγία ξυπνούσε στην ψυχή τους. 'Αναθυμόν- ταν τΙς ήμερες πού πέρασαν αντάμα, τό αίμα πού τους έδεσε, τήν πρόσ- καιρη λευτεριά δταν διαφέντευαν τό κάστρο, τό αίσθημα τέλος τής πε- ρ)τ|φάνειας πού τους τόνωνε ίσαμε χτες. "Ολ' αυτά πάνε τώρα, χάθηκαν αγύριστα. Κοιτάζονταν κ' έκαναν άσύνειδα τή σκέψη πώς ποτέ πιά δέ θά ξανασμίξουν σέ τούτη τή ζωή.

Οί ιππότες της Καλαβρυτινής βαρωνείας, μόλις μπήκανε στό κά- στρο, ψάξανε γιά τό γιό τοΰ λίζιου αφέντη τους. Άπό τή νύχτα τής εξό- δου τόν είχαν χάσει, δέν τόν βρήκανε τήν άλλη μέρα ανάμεσα στά πτώματα, καταλάβανε λοιπόν πώς πρέπει νά είναι κεί-μέσα. Τόν θα- ροΟσαν αίχμάλωτο καΐ ξάφνου τόν βρίαγ-οο^/ νεκρό. Τότε στείλανε απε- σταλμένο ειδικό στά Καλάβρυτα, νά δώσει τό μαντάτο στον πατέρα, κι αυτοί, άφοΰ πρώτα βάλανε τό λείψανο σέ πουρναρένια κάσσα, έμειναν έκεΐ, στό κάστρο, νά τό φυλάνε.

Ωστόσο ή κούρτη έμενε στό Νησί, δέν έλεγε νά μπει στην Καλα- μάτα. Ή πριγκηπέσσα είχε έρθει κι αυτή εκεί μέ τΙς γυναίκες της, νά παρακολουθήσει άπό κοντά τό σέντζιο, τήν τύχη τοΰ πατρογονικοΰ της. "Ετσι τουλάχιστο πίστευε ή ίδια κ' έτσι έλεγαν οί δικοί της. "Ομως, κρυφά, μιά Ιλξη ανομολόγητη τήν είχε φέρει Ιδώ, κάποια τρεμούλα γιά κάτι, γιά κάποιον. Δέν ήξερε ακριβώς πώς και γιατί έγινε ό ξεση- κωμός τών καλών της τών βιλάνων στό περιστατικό τούχο, άπό τήν πρώτη στιγμή, είχε ίδεΤ περισσότερο ένα σημάδι τής μοίρας, παρά τό αποτέλεσμα μιας ενέργειας προμελετημένης. Κι ωστόσο κάτι τής μουρ- μούριζε στ* αύτΙ πώς τή σπίθα τήν έχει ανάψει κάποια ψυχή γνώριμη της, παράφορη, άσυλλόγιστη καΐ φλογερή. Τρέμιζε σ' αυτή τή σκέψη* άπό τό παραθύρι της, ανάμεσα στΙς φυλλωσιές τοΰ περιβολιού, στεκό-

477

τανε ν* αγναντεύει συχνά, μέ μάτι ερωτηματικό, τήν Καλαμάτα. Τότε, πάλι, καθώς Εναν καιρό, φόβος κρυφός τήν 2ζωνε, τά αίσθημα πώς κά- ποιο πνεΟμα ανήσυχο φέρνει ολοένα βόλτες γύρω στή ζωή της, φτεροκο- πάει στδν αέρα ορμητικά κι δλο στενεύει τους κύκλους γύρω στό κε- φάλι της, τους στενεύει τόσο πού νά σοΟ πιάνεται ή ανάσα και να λες πώς τώρα θα σ' αγγίξει μέ τό φτερό.

Είχε αφήσει τή βάγια μέ τη μικρούλα τη Μαχώ στην Κλαρέντζα, λοιπόν είτανε πολύ μονάχη. Τις άβρες τΙς δεχότανε στον περίγυρο της από σεβασμό στους τύπους, δχι γιατί ένιωθε τόν εαυτό της σύντροφε- μένον έτσι. Κ' ή μπουργκινιόνα ή Γιολάντα ακόμα, δέν τήν διασκέδαζε πια μέ τα τραγούδια της. "Αλλος κόσμος, άλλες λαχτάρες . , . Οι αρ- χόντισσες τής χούρτης ερωτιάρες καΐ φλύαρες, οί άβρες ξένες στην ψυχή της.

Κατέβαινε στό περιβόλι τοΟ άρχοντικοΟ, τΙς άφηνε καθισμένες στή λιακάδα, κι αύτη τριγύριζε μονάχη ανάμεσα στα δέντρα, νεραντζιές, φιστικιές, κάπου - κάπου κανένα γιγαντόκορμο κυπαρίσσι πού έρριχνε Ισαμε πέρα, στον "ίοίχο, τή σπαθωτή του τή σκιά. Ό καιρός είχε γλυκά- νει, ασάλευτος στεκόταν 6 αέρας, μούδιαζε στή θαλπωρή τοΟ ήλιου ό κάμπος γύρω. *Ακόμα καΐ τα βράδυα είταν όμορφα, τό γεναριάτικο φεγ- γάρι είχε γεμίσει. Ξεθαρρεύτηκε ή *Ιζαμπώ κάποιο βράδυ νά βγει μο- νάχη της στό περιβόλι, σχεδόν κρυφά, για νά μή τήν ακολουθήσουν, κατά τό χρέος τους, οι άβρες, κ' ή χαρά πού δοκίμασε τή φορά εκείνη εΙταν αναπάντεχη, ζαλιστική.

Λές καΐ τό περιβόλι γύρω είχε στοιχειώσει, δλα ξάφνου αλλάζανε ρυθμό ζωής. Σά νά μήν κυλούσε πιά δ χρόνος, οί φυλλωσιές ν' άποναρ- κώθηκαν, τά νερά νά σταμάτησαν τή ροή τους. Ένιωσε ή Ίζαμπώ τόν εαυτό της λεύτερο, άνεπιτήρητο, καθώς σέ σπάνιες στιγμές της ζωής τής είχε τύχει. Έ αίσθηση τούτη, ή καινούργια, άναβρύζει ορμητικά, χείμαρρος μυστικός, τή συνεπαίρνει. Δέν είναι πιά αδτή, είναι μονάχα μιά παιδούλα, καθώς τότε, τόν καιρό τής πρώτης νιότης, δταν ακόμα ζοΟσε 6 πατέρας της. Βγήκε ή παιδούλα στό περιβόλι, γλιστρώντας μέ τά ροδαλά της τά ποδαράκια γυμνά, βγήκε νά μαζέψει στό μαντήλι της λαμπυρίδες, αστράκια φωσφοριστά πού κρύβονται μαριόλα μέσα στό σγουρό χορτάρι. Είναι ανάλαφρο τό κορμί της, χερουβικό, χοροπηδάει σά νά τό φέρνει ό άνεμος πού φιλάει έρωτιάρικα τΙς φουντωμένες ρο- δοδάφνες. Φεύγει κάτω άπό τά δέντρα άσπρογαλιάζοντας, σκιά. Ή νύχτα γύρω ονειρεύεται, γεμίζει ολάκερη, αγάλια- αγάλια, μουσική" μυριάδες άρπες, κρεμασμένες κάπου εκεί ψηλά, παίζουν.

Κ' ή πεταλούδα, πού ξαφνιάστηκε άπό τή φεγγοβολή στον ΰπνο της, πάνω σ' Ινα λουλοΟδι, φτερακίζει τώρα παλαβά, μεθυσμένη άπό φεγγαρίσιο φως, χυμάει δώθε, κεϊθε, χορεύει, ανατριχιάζει, φρένιασε άπό τήν ομορφιά τής ζωής τόσο πού νά θέλει νά πεθάνει.

Ποτέ δέ θά τήν ξεχάσει τήν απόδραση τούτη ή Ίζαμπώ. Τόση είναι ή γλύκα της πού ολάκερη τήν άλλη μέρα τήν περνάει μέ τή θύ- μισή της. Σαν ξανάρχεται τό βράδυ, χτυποκάρδι τήν κυριεύει ανυπό- μονο, ό νοΟς της ξεσηκώνεται νά δοκιμάσει πάλι τό ίδιο. Κι δμως διστάζει, φοβάται, πώς θά μπορέσει νά ξεφύγει, τί θά πεί γιά νά μή

478

τή φορτωθοΟν ; Ξέρε^ καλά πώς τέτοιες ιδιοτροπίες είναι επικίνδυνες, μπορεί καΐ να δώσουν αφορμή στην κούρτη για υπόνοιες πονηρές. "Ολη μέρα λογάριαζε να καθήσει φρόνιμα απόψε, κι αδριο βράδυ πάλι . . . "Ισως . . .

Μα νά πού ή ώρα ζυγώνει, τό φεγγάρι βγ^κε, τό μαύλισμά του είναι ακατανίκητο. Προσ]ΐένει νά πλαγιάσουν οί άβρες, κ* Οστερα τυλί- γεται βιαστικά σέ μιά μπέρτα γαρνιρισμένη γύρω στό λαιμό μέ γούνα καί, κλεφτοπατώντας, βγαίνει στό περιβόλι.

Εϊταν ή τρίτη μέρα άπό τότε πού βπεσε τό κάστρο. Τά σοΟρτα - φέρτα των αρχόντων, τών μαντατοφόρων, είχανε πάψει, τ^συχο κοιμό- τανε τά παλάτι. Άπ6 τους στάβλους άκουγες κανένα όίλο^^ο μονάχα ν' άναβρουχίζει στ* δνειρό του" μακρυά, στον κάμπο, άλυχτοΟσε κάποιο σκυλί. Σήμερα πρωί, Ιφυγε γιά τήν Ανδραβίδα ό πρίγκηπας, δμως ή Ίζαμπώ δέ θέλησε νά τόν ακολουθήσει. «Μεγάλο καϋμό μοΟ έδωσε τώρα τελευταία τό κάστρο τής Καλαμάτας, κύριε μου τοΟ είχε πεί πού δέ μοΟ κάνει καρδιά νά φύγω άπό κοντά του.» Ό πρίγκηπας δέν επέμεινε. Τής φίλησε τό χέρι καΐ ξεκίνησε, δίχως μάλιστα τό είρωνικό του τό χαμόγελο τή φορά. τούτη. Άπό γ,άμτιοαο τώρα, καιρό, οί τρόποι του μοιάζανε νά Ιχουν αλλάξει, κάτι σά μελαγχολία αφαιρεμένη είχε χυθεί στό χλωμό του πρόσωπο. Δέν Εδιωχνε πιά μέ Οφος παγερό, αλα- ζονικό, σάν άλλοτε, τ' αγαπημένα πρόσωπα άπό κοντά του. "Ισα -ίσα, φαινότανε νά τ' αποζητάει, απόφευγε τή μοναξιά. Στην αβρή καί μει- λίχια συμπεριφορά του, μποροΟσες νά ξεχωρίσεις τόν κρυφό αγώνα τοΟ άνθρωπου τοΟ άτυχου πού Ιχει τήν τραγική επιθυμία νά γίνει συμ- παθητικός.

* "Αρχισε νά βηματίζει κάτω άπό τά δέντρα κι απόψε ή Ίζαμπώ, ακολουθώντας τά στρατόνια, ανάσαινε τή μυρωδιά τής νύχτας κι άναζη- τοΟσε εναγώνια τή χτεσινή διάθεση, τόν γλυκό εκείνο παραλογισμό. "Ομως ή καρδιά της είτανε βαρειά, δέν ήξερε γιατί. Ό καιρός είχε πάλι ψυχράνει, τυλιγότανε στή μπέρτα της ανατριχιάζοντας καΐ βάδιζε μ' απελπισία, νιώθοντας πώς σέ λίγο θ' αναγκαστεί νά γυρίσει πάλι στό κουβοΰκλι, Έ νύχτα ή χτεσινή, προαίσθημα φευγαλέο, παραπλα- νητικό, τής άνοιξης, είχε περάσει αγύριστα.

Ξάφνου τρομάζει* στέκεται. Κάτω άπό §να κυπαρίσσι, [ΐπροοτά στον κορμό, είδε κάτι νά λευκάζει, [ΐορψΎΐ ανθρώπινη δρθια κι ασά- λευτη. ΠροτοΟ τόν αναγνωρίσει, τόν είχε μαντέψει. Ήταν εκείνος.

Λύγισαν τά γόνατα της, δμως κατάφερε ανέλπιστα νά κρατηθεί δρθια. Εκείνος τήν είχε ίδεί φαίνεται, γιατί τώρα ζύγωνε, ήαυχα πα- τώντας πάνω στό ασημωμένο χώμα. Στάθηκε μπροστά, της, σέ λίγη απόσταση.

Άπό τόν Ιωάννη ντέ Τουρναί ! τής λέει απλώνοντας τό χέρι του πού κάτι κρατοΟσε, Συχωρέθηκε πάνε τώρα τρία μερόνυχτα μέσα στό γ.άατρο τής αφεντιάς σου.

Τόν κοίταζε καί, καθώς τότε στό σύ^ε-^τρο τοΟ κάμπου, δταν τής τέντωνε τή γραφή τοΟ Σ^^ουρομάλλη, δέν άπλωνε τό χέρι της. Σάν κάτι νά τήν είχε πάλι άμποδέσει.

Παρ* το, κυρά, γιατί σ* άγαποΟσε μ' Ιρωτα τό παλληκάρι, και

479

γιατί είναι ή στερνή του θέληση. Κ' Ιχω χρίος να σοΟ τήν πω ολά- κερη : Τό κρικέλι τοΟτο, λέει ό πεθαμένος, να τό φορέσεις.

θέ μου ! 2κανε κείνη μέ μικρή φωνή, δίχως να ξέρει γιατί. Είχε ν* ακούσει τή λαλιά του άπ6 τό βράδυ έκεΐνο, στή ροδιά, κι

δμως τήν κρατοΟσε στ* αυτιά της ολοζώντανη. Τώρα της φαινότανε σάν πι6 βαρειά, πιδ τραχεία, μαργωμένη λές άπό τήν κρουσταλλένια πάχνη της νύχτας.

ΈκεΙ, νιώθει να της πιάνουν τό κρεμασμένο χέρι της καΐ κάτι να τής περνάνε στό δάχτυλο, κάτι κρύο και βαρύ, τό δαχτυλίδι τοΟ πεθαμένου.

ΚαΙ τοΟτο ακόμα για να τελειώσω τήν αποστολή μου, λέει δ Σγουρός κάνοντας Ινα βήμα πίσω. Ή εξορία, είπε κείνος, τέλειωσε. Έτσι είπε. Τό κρικέλι να τό φορέσεις άς είναι και μια στιγμή στό χέρι σου, κ' ΰστερα να τό δώσεις στον άντρα που αγάπησες τό περισ- σότερο στή ζωή σου.

Συ-^-κρυο δυνατό τήν περίχυσε άπό τή ρίζα τ&ν μαλλιών δ>ς τΙς φτέρνες. Μηχανικά, σάν άπό τρόμο, ψηλάφησε μέ τό 2να της χέρι τ* άλλο, τό δάχτυλο πού φοροΟσε τό κρικέλι. Τί κρύα πού είταν τά δάχτυλα πού της τό πέρασαν !

Τίποτ' άλλο δέν 2χω να σοΟ πώ, λέει & Σ-^ουρόζ. Έχε γεια, αρχόντισσα ! Δέ θά μέ ξαναδείς.

Γύρισε, καΐ γοργός, αθόρυβος, ξεμάκρυνε.

Στάσου !

Ποιος είχε φωνάξει ; Αλαφιασμένη ή ίδια άκουσε τή φωνή της, Ιτσι πνιγμένη, σπαραχτική, νά ξεπετιέται μέσα στή νύχτα. Εκείνος^ είχε σταθεί κάμποσα βήματα πιό πέρα.

Δέν εϊτανε βέβαιος άν άκουσε καλά, γιατί Ιμεινε εκεί πού βρισκό- ταν ασάλευτος, νά περιμένει. Μά βλέποντας την νά στέκεται κι αυτή δπου τήν άφησε, κατάλαβε* αναποφάσιστος, γύρισε πίσω.

Στέκονταν τώρα αγνάντια ό Ινας στον άλλον, νά κοιτάζονται στά μάτια δίχως νά μιλοΟν. Τό στήθος της πριγκηπέσσας, ξεσηκωμένο άπό ανάσα φουρτουνιασμένη, ανεβοκατέβαινε σύνταχα, μέ ταραχή.

Έσύ ορμήνεψες τους βιλάνους νά μοΟ σηκώσουν πόλεμο ; τόν ρωτάει μαλακά, γιά νά πει κάτι.

Έγώ, ναί.

Τήν τρόμαξε τό άγρίεμα της φωνής του.

Γιατί ; του κάνει μέ παράπονο. Τί σοΰ έφταιξα ; "Ωχ, Ίζαμπώ ! Ποϋ είναι ή αλλοτινή σου περηφάνεια ;

"Ακου κυρά ! λέει 6 Σγουρός. Είσαι άπό τους δυνατούς Ισύ, κ' Ιγώ άπό τους αδύναμους. Προστάζεις μέ χέρι γαντοφορεμένο νά στήνουν κρεμάλες. 'Ορίζεις άπό ψηλά, άπό τΙς βουνοκορφές, μέ δυνα- μάρια και καστέλλια ατράνταχτα μιά χώρα, κ' έγώ, ό πεζολάτης, βλέπω περνώντας τ' άνθρωπολόϊ νά ξεψυχάει στΙς γράνες λιμασμένο. Στ' αυ- τιά τά δικά σου δέ φτάνει ό βόγκος, τό ξέρω, τό μέτωπο σου στέκεται ψηλότερα άπό τά νέφελα καΐ δέ συννεφιάζει, τά μάτια σου τό δίχως άλλο δέ δακρύσανε ποτές. Κ* είμοζστε μακρυά ό Ινας άπό τόν άλλον έσύ κ' έγώ, γιά νά συντύχουν οί φωνές μα;• δέ μ* άκοΰς δταν φωνάζολ καΐ δέ σ' ακούω πού τραγουδάς.

480

Τό φεγγάρ: πού τήν έλουζε κατά πρόσωπο, που τήν ασήμωνε σάν εικόνισμα θαυματουργό, εμπόδισε τώρα να φανεί ή νεκρική της χλω- μά5α. Κλονίστηκε αδιόρατα, σάν καλαμιά άνεμοδαρμένη.

"Ωχ ί στέναξε μουγγά, μέ θαρείς λοιπόν ευτυχισμένη ;

Δέν είσαι τάχα, κυρά ; Είσαι. Τι σοΟ λείπει παρεχτός μιά στάλα ίδρωτας, εκείνος που γλυκαίνει τό ψωμί ;

Σκέπασε μέ τις δυό της παλάμες τό πρόσωπο της.

Πονώ, θρήνησε σά νά μιλοΟσε στον εαυτό της. "Αχ! Πονώ! ΚαΙ ξάφνρυ, θάμα ανείπωτο ! υστέρα άπό μικρή παύση, νιώθει νά

τήν τυλίγει κάτι σά σίφουνας ζεστός, δυό μπράτσα νεανικά πού τήν άρπαξαν και τή σφίγγουν. Πρώτη φορά στή ζωή της δοκιμάζει τη ζάλη τούτη, κύλισμα ορμητικό σέ μιαν άβυσσο γεμάτη θάμπος, μύρα καΐ μουσική. Χάνει τήν ανάσα της, σβηέται.

Τό φεγγάρι 2λυωσε, σκόρπισε ολάκερο σέ φώς, ή νύχτα γίνεται φεγγερή σάν 6ρ^ρος. Στά κλωνιά κελαϊδάνε σύμπυκνες φωνές πουλιών, ροδίζει τό ξημέρωμα, ανάσα απέραντη πλαταίνει γύρω.

Έλα νά φύγουμε ! έλα νά φύγουμε ! τής μουρμουρίζει ξέφρενα στ' αύτΙ μιά φωνή. Κ* είναι δ αρχάγγελος τοΟ δρθρου πού μιλάει 2τσι.

Λυγίζει, δέν αντέχει. "Αν ανοίξει τό βλέφαρο, φοβάται πώς θά ιδεί τ' άσπρα φτερά, τά πουπουλένια, ν' ανατριχιάζουν άπό τή λαχτάρα γιά τό πρωινό ξεκίνημα. Τρομάρα κ* Ιλιγγος τή συνέχουν.

Έλα νά φύγουμε, λέει ή φωνή. Τή ζωή μου έδώ - κάτω έγώ τήν ξόφλησα, αύριο χαράματα ξεκόβω γιά τά βουνά. Έλα μαζί μου ! Δέν είσαι κόρη τών Φράγκων έσύ, γεννήθηκες στον τόπο τοΟτο, ή μάννα σου είτανε Ρωμιά. Κι άν θές παλάτι, Ιγώ θά σοΟ δώσω, θά τό κερδίσουμε μαζί. ΚαΙ θάσαι βασίλισσα, θά σκέπεις μιά χώρα λιόκαλη, ευτυχισμένη. "Ελα νά φύγουμε . . .

Τή συνεπήρε, τήν τράβηξε κοντά του, έκαναν δυό βήματα μαζί. Κάτι σάν άνεμος τους έσπρωχνε, πνοή μυρωμένη άπό θυμάρι καΐ πεΟκο, ανάσα άλαργινή.

Καλέ μου! τοΟ λέει πνιγμένη άπό ευτυχία, καλέ μου, πόσα χρόνια σέ πρόσμενα νάρθείς ! . . .

Θυμάσαι, τή ρωτάει χαμογελαστός, τό σύδεντρο στον κάμπο ; Τό φαρί μου σ* έφερε, κ* ήσουν αλαφιασμένη, αγριεμένη. Μέ κοίταζες μέ καταφρόνια έτσι πού πρόβαλα πίσω άπό τά θάμνα, σάν αγρίμι. Κι ωστόσο μέ σπλαχνίστηκες, δέ μέ παράδωσες γιά θάνατο, καθώς τ* ορμή- νευε ή γραφή τοΟ Σγουρομάλλη. Γιατί μέ σπλαχνίστηκες ;

Γιατί σ' άγαποΟσα, τοΟ λέει σιγανά, τρέμοντας.

Μά πώς, άφοΰ δέ μ' ήξερες ! Έγώ μονάχα σ' ήξερα, σ' είχα ίδεί στ* δνειρό μου.

Γελάει ή 'Ιζαμπώ.

Στ' δνειρό σου μέ είχες ιδεί ;

Ναί, θαρώ. ΈκεΙ - κάτω, στην πατρίδα μου, στ' Άνάπλι. Κ' εί- τανε κάποιο πρωινό, πάνε χρόνια τώρα" περνοΟσες χαράματα, μέ μικρή συνοδιά καβαλάρους σου καΐ σκουταράτους.

Τό μέτωπο της συννέφιασε.

Τρία χρόνια ; . . . ναί . . .

31 Ή ΠριγΗη.ιϊασα ^ Ιζαηηώ Χ

ΚαΙ μέ τή φωνή της πού βάρυνε :

. . ."Εβγαινα άπό τή γαλέρα τοΟ Ντελιούρια . . .

Τό ξέρω ! την άντίσχοψε τραχιά. "Ολα τά ξέρω, μή μοΟ πεις !

Γιατί πήγες στό Ζόγκλο ; τόν ρωτάει.

Γιατί είχαμε χάνει τάμα ό Ιωάννης ντέ Τουρναί κ' εγώ, να σ' 2χει δποιος γλυτώσει.

Ό Ιωάννης . . . , λέει συλλογισμένη.

Ττ)ς άρπαξε τά χέρια στΙς χοΟφτες του τΙς καυτές καΐ την κοί- ταξε στά μάτια αυστηρός.

Νά κάνεις προσευχές γιά τήν ψυχή του. ΆκοΟς ; Τήν έχασε γι* αγάπη σου.

Χριστέ μου ! Ιγώ τί φταίω ;

ΣοΟ είχε Ιρωτα, καΐ πέθανε μέ τ* δνομά σου.

Ώ!

Σκεπάζει ξάφνου τά μάτια της, τρεμούλα τήν πιάνει δυνατή.

Φύγε ! τοΟ λέει ξετρελλαμένη. Φύγε άπό κοντά μου !

Τί 2παθες ;

Ξεσκέπασε τό πρόσωπο της, τά μάτια της είτανε πνιγμένα στά δάκρυα.

Τό βλέπεις τοΟτο έδώ ; Δέ βλέπεις . . . σ* εμποδίζει ή νύχτα . . . Τό δεξί της γλίστρησε άπό τό μέτωπο στό μελίγγι, τοΟ δείχνει τό

μελανό σημάδι.

Τό 2χω ιδεί, κάνει εκείνος ξέγνοιαστος και χαμογελαστός.

Μή γελάς ! Είναι σημάδι τοΟ θανάτου ! Κανένας δέ θά ζήσει δταν μια φορά μ' αγάπησε . . .

Τήν πήρε στην αγκαλιά του καΐ τή χάιδεψε σά μικρό παιδί.

Δέν τόν τρέμω τό θάνατο έγώ. Μήν Ιχεις Ιγνοια. —"Ομως έγώ δέ θέλω ! Δέ θέλω. Γιά σένα . . .

Έλα•, της είπε μέ πεποίθηση, παρηγορήσου. Ό θάνατος εμένα μ^ φοβάται, νά τό ξέρεις, Μέ είδε πολλές φορές, καΐ λάκησε. Έγώ δέ θά πεθάνω, γιατί έχω σκοπό.

Έτσι κουβέντιαζαν, ψιθυριστά, λαχανιασμένοι, κάτω άπό τό με- γάλο κυπαρίσσι, κ' ή νύχτα πορευότανε τό δρόμο της. Κιόλας ή ψύχρα είχε περσέψει, δροσοσταλίδες κρουσταλλένιες πήζανε γύρω, στΙς φυλ- λωσιές.

Έλα, είναι ώρα νά φύγουμε, της λέει τέλος. Τό φαρί μου προσ- μένει δεμένο πίσω άπό τό φράχτη. Κ* οί σύντροφοι μου, οί στερνοί τοΟ κάστρου, μας καρτεροΟν. Έλα νά πάμε.

ΠοΟ ; κάνει τεντώνοντας τά μάτια της.

Πέρα, στά βουνά !

θέ μου !

Χλωμιάζει καί νιώθει τά γόνατα της νά λύνονται. Νά φύγει, τώρα, μέσα στή νύχτα, ν' αλλάξει ζωή, νά τά παρατήσει δλα, τήν κόρη της. . . Χριστέ !

Λυπήσου με, τόν ικετεύει.

Δέ θέλεις!

Τέντωσε τό κορμί του πάνωθέ της φοβερός.

482

Λέ θέλεις!

Έ Ίζαμπώ άρχισε νά τρέμει σύγκορμη, ή ψαχή της σβηνόταν.

"Αχ, είσαι παιδί ακόμα, κάνει μέ φωνή ραγισμένη. Κ' ήρθες αργά. . . 'Ηρθες πολύ αργά.

"Ετσι καθώς στεκότανε μέ τά μάτια της βουρκωμένα, δίχως νά βλέπει, τόν ένιωσε πού Ικανέ 2να'βήμα πίσω, Οστερα δεύτερο.

Στ' δνομα τοΟ Χριστού! ακούει τή φωνή του άν μοΟ πείς πώς δέν έρχεσαι, δέ μέ ξαναβλέπεις! ΟΕ σκοτωμένοι τοΟ χάοτρου ζη- τάνε πίσω τό αίμα τους. Χρωστάς νάρθεις μαζί μας, είσαι άπό τό δικό μας τό γένος.

Λυπήσου με, τοΟ λέει πάλι μέ θρήνο, γέρνοντας τό κορμί της τσακισμένο. Δέ φταίω έγώ, δέ φταίω. . .

"ΕΙγινε μιά παύση, κ* Οστερα ή φωνή του, κοφτή :

Χαίρε, είπε.

Γύρισε όλόκορμος καΐ ξεμάκρυνε μέ βήματα μεγάλα κάτω άπό τά δέντρα.

Στάσου !

Ή φωνή της είχε σκίσει τή νύχτα, τραγική. Στάθηκε κείνος άλλη μιά φορά, ασάλευτος, νά προσμένει., Τόν ζύγωσε αργά, περπατώντας δύσκολα στό ανώμαλο χώμα. Τόν ρώτησε :

ΚαΙ δέ θά ξαναγυρίσεις ;

Ποτέ πιά !

"Εμεινε άφωνη, νά κοιτάζει χάμου. Οί στιγμές στάλαζαν βαρείες, αδυσώπητες, δροσοσταλίδες πηγμένες. ΚαΙ τότε, ή πριγκηπέσσα Ίζα- μπώ, κατάλαβε πώς είναι καταδικασμένη.

Δώσε μου τό χέρι σου, τοΟ λέει σιγανά, πνίγοντας §να στε- ναγμό.

ΤοΟ τό πήρε, τό κράτησε στά κρύα δικά της, κ' Οστερα, μέ κίνηση τρεμουλιάρα κι απαλή, τοΟ πέρασε στό μεσιανό δάχτυλο τό δαχτυλίδι τοΟ πεθαμένου ίππότη.

Σέ σένα ! λέει χαμηλόφωνα καΐ βάζει στό λόγο τοΟτο δλη τήν ψυχή^της.

Τστερα γυρίζει απότομα, τυλίγεται στό μανδύα της καΐ φεύγει γοργά, πέρα, κατά τό παλάτι. ^

Ιιι»»•"..

Ι'ΙΙΙη...

483

ίΆΆύυυυιυ^^)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ'

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ

ΕΝ είχε κάνει είχοσι βήματα Ιξω άπό τά περιβόλι 6 Σγουρός πού 2νιωσε δί- πλα του, αϊ λίγη απόσταση, κάτι να γλιστράει μαζί του, σαν ίσκιος. Τό μέ- ρος πού περνοΟσε εϊτανε ξέφραγο, λιο- στάσι. Γυρίζει να δεΙ, δέ βλέπει τί- ποτα καΐ λέει μέ τό νοΟ του πώς άνί- σως κάποιος κρύβεται πίσω άπό τα λιόδεντρα, κάλλιο να κάνει τόν άπο- "^■ηρευχο καΐ να προχωρήσει.

Έκεϊ αντίκρυ, δεμένος σε φρά- χτη, καρτεροΟσε 6 Άστρίτης. Τόν εί- χε βρει, ΰστερα άπό τό πέσιμο τοΟ κάστρου, στό στάβλο τοΰ ίδιου παν- δοχείου δπου τόν είχε αφήσει, μονάχα λιγάκι αδυνατισμένο κι άπεριποίητο. Τό καλό του τό φαρί, δ πιό πιστός σύντροφος της ζωής του ! Άπό μακρυά τώρα βλέποντας τον να προσ- μένει πειθήνια μέσα στό φως τοΰ φεγγαριού, ?νιωθε την καρδιά του να ζεσταίνεται πάλι. Οί σύντροφοι είχανε σκοτωθεί εξόν άπό τόν Ζερ- βοχέρη και τόν Δανιήλ, ή Βάρια έφυγε άπό τή ζωή αγνοημένη. Κ* ή γυναίκα τοΰ ονείρου τέλος, πού γι' αυτήν ξεκίνησε κάποτε, τόν είχε απαρνηθεί.

Ναί, τόν είχε απαρνηθεί! Γιατί άπάρνηση καΐ μόνον είταν ή δει- λία της, ή λιποψυχιά της στην Οστερη καΐ κρίσιμη ώρα. Έτσι τό έπαιρνε αυτός, κανένας δέ θά τοΰ άλλαζε τή γνώμη.

. . . Είχε έρθει απόψε να τή βρει γεμάτος αγανάχτηση καΐ πικρό μίσος. ΤοΟ χρωστούσε τΙς ταπεινώσεις τοΰ πρώτου καιρού, τΙς γελα- σμένες αργότερα ελπίδες, τή μεγάλη περιπλάνηση της ψυχής του, τό τρικύμισμα τοΰ νοΰ, τΙς στιγμές της ντροπερής αδυναμίας. ΚαΙ τοΟ χρωστούσε τή ζωή τής Βάριας, της Βάριας πού για τό χαμό της δέν πρέπει τίποτα, ποτέ να τόν παρηγορήσει . . .

Ήρθε λοιπόν γεμάτος αγανάχτηση καΐ νά, μόλις τήν είδε ανά- θεμα!— μαλάκωσε ή καρδιά του σαν τό κερί. Λίγο κατάφερε ν' αντι- σταθεί, ελάχιστα υποκρίθηκε. Δόξα νάχει ό Πανάγαθος πού βρήκε τή λύση τής δοκιμασίας ! "Αν δέν τήν προσκαλούσε νάρθει μαζί του, νά ξεκόψει για χάρη του άπό τόν καταραμένο της τόν τζΐρίχυρο, δέ θά τή

484

μάθαινε ποτέ. θά τή θαροΟσε πάντα ωραία, δπως τήν είχε φανταστεί. "Οχι δμως, Ιδωσε δ θεός καΐ τοΟ φανερώθηκε: είτανε ψυχή αδύνατη, πάμφτωχη, ανάξια για κάτι μεγάλο . . .

"Οργισμένος βημάτιζε καθώς τ* αναλογιζότανε τοΟτα, καΐ τό αίμα του πού Ιβραζε'τοϋ τέντωνε τα νεΰρα. Κόντευε κιόλας να ξεχάσει τήν κρυφή παρουσία τοΟ Ισκιου που συνοδοιποροΟσε στό πλάϊ του δταν, πίσω άπό 2ναν κορμό δέντρου, μάντεψε τόν εχθρό. Μια μονάχα βόλτα πήρε τό αίμα του καΐ τόν τύφλωσε. Βρέθηκε μέ τό σπαθί στό χέρι, τήν ίδια στιγμή πού τοΟ ρίχνονταν.

Κάτω άπό τό φεγγάρι οι λεπίδες χτυπιοΟνται ξερά, απανωτά, σύνταχα, δαγκώνονται καΐ τροχίζουν. Μέ τα δόντια σφιγμένα οί δυό άντρες παλεύουν βουβοί, πεισματωμένοι. Ό Σγουρός έχει ριζώσει τα πόδια του στό χώμα καΐ γυρίζει μέ βήματα μικρά γύρω, γιά νά κρατή- σει μέτωπο στον εχθρό πού τόν φέρνει βόλτα, χυμάει, πηδάει λοξά, κάνει πίσω, ξανάρχεται, σά γεράκι πεινασμένο. "Εχει γερό χέρι, ατσα- λένιο ό νυχτερινός αντίπαλος, ή ανάσα του σφυρίζει ορμητική. Ξά- φνου, σέ μια στιγμή, τρεκλίζει, παραπάτησε, μοιάζει νά πέφτει, καΐ καθώς δ νέος ξαμώνει νά τόν τρυπήσει ξέσκεπος, πηδάει απάνω εκεί- νος προδοτικά, τοΟ φέρνει σπαθιά μπηχτή, άπό τά κάτω. "Αν τόν έβρι- σκε στην κοιλιά κι δχι οτ6 στήθος, θά τόν κάρφωνε. Μά τό παλιό καββάδι τοΟ ΣγουροΟ είναι ακόμα γερό, σκίστηκε άφοΟ πρώτα είχε άντισκόψει τή φόρα τής λεπίδας. Τότε κ* εκείνος, μανιασμένος, δίνει μιά μέ τό πόδι στον ώμο τοΟ σκυμμένου ^0X0^6)^00 καΐ τόν κουτρουβα- λιάζει χάμου. Τό σπαθί μπήχτηκε σύγκαιρα, τόν κάρφωσε μέσ* άπό τό στήθος στό χώμα τοΟ χωραφιοΟ.

Τότε δ Σγουρός 2σκυψε νά τόν κοιτάξει. Δέν τοΟ απόμενε καμμιά αμφιβολία• τήν ώρα πού σταύρωναν κιόλας τΙς λεπίδες, τόν είχε ανα- γνωρίσει.

Χμ ! δέ θά μέ πάρεις πιά ξοπίσω, λέει κουνώντας τό κεφάλι του. θαρώ πώς σοΟ τό γύρισα πίσω τώρα τό κρίμα τοΟ μαντατοφόρου . . .

Έ σπαθιά είταν θανάσιμη, δ πράχτορας τοΟ Σγουρομάλλη πνιγό- τανε στό αίμα. "Ανοιξε τά μάτια του καΐ κοίταξε μέ βλέμμα θολωμένο τόν δρθιο πάνωθέ του Σγουρό.

"Αμποτε καΐ στό θείο μου, τό συγγενή τής μάννας μου! είπε τώρα δ νέος μ' άγρια άγαλλίασιγ καΐ χούφτιασε τή λαβή νά τραβήξει τό μπηγμένο ακόμα σπαθί του.

"Ομως δ ετοιμοθάνατος τέντωσε τά μάτια του μέ τρομάρα, σήκωσε τό χέρι του κ* έπιασε δ ίδιος τή λεπίδα, νά τήν κρατήσει στή λαβω- ματιά. "Ηξερε πώς τή στιγμή πού τό οί^ερο θά γλιστροΟσε έξω, θά έσβηνε κι αυτός. Τό ένιωσε τοΟτο δ Σγουρός κι απόμεινε μιά στιγμή νά τόν θωρεί σκεφτικός. Τόσο γλυκό πράμα λοιπόν είναι ή ζωή πού νά τή στραγγίζεις Ισαμε τή στερνή σταλαματιά, ακόμα καΐ πικραμένη άπό τους πόνους, ακόμα καΐ θολωμένη μ' αίμα ; Σήκωσε τά μάτια του κι αγνάντεψε πέρα, κατά κεΙ πού είχε έρθει, τό κυπαρίσσι. Αυτός δέν τήν είχε ποτέ του εκτιμήσει ιδιαίτερα τή ζωή. . .

Πάνω σ' αυτά, μιά καινούργια σκέψη περνάει ξαφνικά άπό τό νοΟ του. Αλαφιασμένος σκύβει στό λαβωμένο :

485

Μ' είχες λοιπόν πάρε: ξοπίσω κι απόψε ; ρωτάει. Κ' ήσουν έδώ από πρίν ; . . .

Τα ματόφυλλα γνέψανε πώς ναί.

Κι άκουσες ;

Ανάσανε ό Σγουρός. "Ομως τί τ' όφελος ; Είχε ίδεΐ μια φορά. Κ* είταν ό μοναδικός στον κόσμο πού Ιμαθε απόψε. . .

Σήκωσε πάλι τα μάτια του, 2ρριξε μια '{ορ'{^ ματιά στό κυπα- ρίσσι, στό παλάτι πού άσπριζε κει πίσω. "Οχι, δέν αφήνουν μιά γυ- ναίκα ανυπεράσπιστη μπροστά στή μοίρα της" δέν έπρεπε κανένας, τί- ποτα, ποτέ νά μάθει. 01 Φράγκοι είναι εκδικητικοί, θά τιμωρήσουν σκληρά τήν αποστασία της.

θλίβομαι, είπε στον ετοιμοθάνατο, δμως ή αφοσίωση σου σέ χαντάκωσε. Είδες κ' έμαθες απόψε πάρα πολλά. Πρέπει νά τό σβήσω τό λυχνάρι.

Λέγοντας, χούφτιασε τή λαβή, τράβηξε απότομα πίσω τή λεπίδα. Ό άνθρωπος χάμου σάλεψε ανάλαφρα κι απόμεινε μ' 2να στεναγμό.

Σάν Ιφτασε στον Άστρίτη και καβάλησε ό Σγουρός, αναθυμήθηκε κάτι πού τόν 2κανε ν' απορήσει. «Κοίτα, είπε μέσα του, δ Ά'^Βρωκος πού κείτεται τώρα ΙκεΙ, Ιρριξε πολλές φορές τόν Ισκιο του στή ζωή μου, Ιμαθε ώς καΐ τ' ακριβό μου τό μυστικό, κι δμως δέν άκουσα ποτέ νά λένε τ' δνομά του. Πώς άραγε νά τόν ονομάτιζαν ; . . . »

Ένώ σπιρούνιζε τόν Άστρίτη, γύρισε πάλι πίσω τά μάτια του, στό χωράφι, ξεχώρισε τό μαΟρο κουφάρι κάτω άπό §να λιόδεντρο, βούλα παράδοξη στό τέλος τοΟ κατεβατοΰ πού είχε τό κυπαρίσσι γιά επικεφαλίδα. Πάει κι αυτός, άγνωστος. . . Νά τί απόμενε άπό τή με- γάλη τήν περιπέτεια, άπό τ' όνειρο τό δικό του κι άπό τή γλυκεία αμαρτία της Ίζαμπώς.

Στό σπίτι τοΟ Δανιήλ, τόν καρτερούσαν. ΕΙταν ό Ζερβοχέρης κι & παπάς με τρία μαστορόπουλα, απομεινάρια κι αυτά άπό τους ροβολα- τόρους τοΟ κάστρου. Ή Μπίλιω είχε πλαγιάσει νωρίς, αφήνοντας κατά τό συνήθειο της τους άντρες ανενόχλητους νά κουβεντιάζουν. Τό τρα- πέζι εϊτανε πάντα στρωμένο μέ τ' άσπρο πεντακάθαρο τραπεζομάντηλο, ή ίδια ανάλαφρη και δροσερή μυρωδιά πλανιότανε στον αέρα, λιβάνι καΐ βασιλικός. Μπαίνοντας ό Σγουρός, είδε μέ μιά ματιά πώς είχαν ανησυχήσει.

Κάθησε.

"Οχι, δέ θά καθήσω, ή νύχτα είναι προχωρημένη. "Ολα είναι Ετοιμα ;

—"Ολα. Ανάσανε βαθιά.

Τότε άς πλαγιάσουμε λίγο, γιά νά είμαστε ξεκούραστοι τό πρωί.

Στρώσανε πρόχειρα τίς κάπες τους στό πάτωμα καΐ ξάπλωσαν, νά ησυχάσουν. Καθώς Ιπαιρνε τό λυχνάρι ό Δανιήλ νά πάει στην κά- μαρα του, ζύγωσε δισταχτικά τόν Σγουρό.

θά σας ίδώ πάλι πρΙν ξεκινήσετε, έκανε καΐ σταμάτησε σάν

486

χάτι ακόμα νά ήθβλε νά προσθέσει μα πού δέν τ* αποφάσιζε. Ή φωνή του, για πρώτη φορά άπό τότε πού τόν ήξεραν, 2μοιαζε μελαγχολική,

Ναί, τό πρωί. ΣΟρε τώρα, δέσποτα, νά πλαγιάσεις κ' έσύ. θά- σαι κουρασμένος.

—"Οχι, δέν είμαι, έκανε ζωηρά. Κ* είναι κρΓμα πού δέ μέ παίρ- νετε μαζί σας. Γιατί, άς είμαι γέρος . . . *Έχω κόκκαλα γερά.

Γέλασε 6 Σγουρός.

—"Οχι, δχι. Άπό δώ κ* εμπρός δ,τι θά γίνει δέν είναι τί)ς ηλι- κίας σου. Σώνει δ>ς έδώ, γέροντα. Τό έκανες τό χρέος σου, μέ τό παραπάνω !

Ό Δανιήλ αναστέναξε μέ παράπονο απλοϊκό.

Φοβόσαστε μή σας γίνω φόρτωμα, γέροντας καθώς είμαι, πάρα πονέθηκε σκεφτικά.

Δέν είν* αυτό, στην ψυχή μου σοΟ λέω ! Μά θά τό έχω βάρο μέσα μου άν σέ τραβήξω μαζί μέ τους άλλους σέ λαγκάδια καΐ κόρφο βούνια. Δέν τό στοχάζεσαι τί ζωή μας προσμένει ;

Ό γέροντας έσκυψε τό κεφάλι του, τό παράπονο του είταν βαθύ

Καλά, αναστέναξε μέ πίκρα. Καληνύχτα.

ΚαΙ βγήκε σέρνοντας τό βήμα, καμπουριαστός. Ένιωθε τώρα πε ρισσότερο 'ί^ρο άπό πρΙν τόν εαυτό του.

Τους ξανάδε τα χαράματα γιά στερνή φορά, κ* έκεΐ, στης αυλό πορτάς του τό κατώφλι, τους αποχαιρέτησε.

θάμαι πάντα έδώ, φώναξε γιά νά τόν άχούοου"^ καθώς ξεκίνα γαν. *0 Σγουρός εϊτανε καβάλα στον Άστρίτη, ό Ζερβοχέρης είχε κα ταφέρει νά οίκονομήσει κι αυτός ένα άλογο, οί άλλοι πήγαιναν, πεζοί "Αν μέ χρειαστείτε, έδώ θάμαι !

ΤοΟ γνέψανε πώς τό λάβαιναν δτί' όψη τους, καΐ ξεμάκρυναν. "Ορ θιος εκείνος μπροστά στην αυλόπορτα, τους είδε νά φεύγουν μέσα στό γα λάζιον Ιί(>Βρο, νά τραβάνε κατά τόν κάμπο μέ κατεύθυνση πέρα, τά βουνά

Τρεις μέρες αργότερα, στΙς μικρές ώρες της νύχτας, μιά άλλη συνοδία άφηνε τήν Καλαμάτα, γιά νά ξανοιχτεί κατά τα βόρεια αυτή ΕΙτανε μακρυά καβαλαρία άπό καμιά εικοσαριά ιππότες καΐ σεργέντες πού βγήκε άπό τό κάστρο καΐ κρουνέλιασε μέσα άπό τους δρόμους τής πολιτείας μέ πεταλόκρουσμα αργό. Μπροστά πήγαινε, πάνω σέ φαρί σιδερικό, ό Ιδιος ό βαρώνος τών Καλαβρύτων, ό γέροντας Γοφρέδος ντέ Τουρναί. Τό ψηλόλιγνο κορμί του τό κρατοΟσε Ισιο πάνω στή σέλλα, τό πρόσωπο του, τό αυστηρό καΐ χαραγμένο άπό τά χρόνια, πού χώ- νευε σέ κάτασπρη γενειάδα, δέν είχε καμμιάν ιδιαίτερη σύσπαση. Μο- νάχα τά σταχτιά του μάτια, τά άλλοτε κοφτερά, σά νά τά τύλιγε τώρα θολή γάζα. Κοιτάζοντας πέρα άπό τΙς φλόγες τών πυρσών πού προβά- διζαν, πορευότανε σά νά ονειρεύεται.

Είχε έρθει ό Ιδιος, μόλις έλαβε τό μήνυμα, νά πάρει τό λείψανο τοϋ γιοΟ του. Τρείς μέρες ακόμα πρΙν δέν έλεγε πώς θά ξανακατέβει πιά στον κάμπο άπό τό ψηλό του τό καστέλλι, "Ομως τό μαντάτο ήρθε νά τόν βρεί. Ή κούρτη τών βασσάλων του, πού έτυχε νά είναι τή στι- γμή εκείνη μπροστά, δέν άκουσε άπό τό στόμα του βόγκο, ούτε τό μάτι του είδε νά δακρύζει.

487

Φόρεσε την αρματωσιά του, πήρε μικρή ακολουθία, καΐ ξεκίνησε για τήν Καλαμάτα. "Εκαναν τδ ταξίδι χωρίς σταθμούς σχεδόν άλλους από τους αναγκαίους για να παίρνουν ανάσα τ' άλογα. Στην Καλα- μάτα, οι ιππότες τΫ]ς βαρωνείας του καρτερούσαν φρουρώντας άγρυπνα, στό γ,ίοχφο μέσα, τό λείψανο. Ένας δοΟλος των Τουρναί, Σαρακηνός, πού ό γέροντας βαρώνος τόν είχε φέρει άλλοτε μαζί του άπά τους "Α- γιους Τόπους, είχε μπαλσαμώσει τό σώμα τοΟ παλληκαριοΟ. Τά κλεί- σανε μέσα σε κάσσα τριπλή, τό φόρτωσαν πάνω σ' ίΧο'^ο καΐ ξεκί- νησαν.

Καί τώρα ^μ^Κ^ομ'^ στα Καλάβρυτα. Νύχτα είχανε φύγει για να κερδίσουν δρόμο, Ιπρεπε τό λείψανο τοΟ ιππότη να θαφτεί στό παρεκ- κλήσι τοΟ καστελλιοΟ, κάτω άπό πλάκα μαρμαρένια, κοντά στό άγιο βήμα. Είχε ορίσει εκεί τή θέση ό πατέρας, δίπλα στή δική του πού ίίΧΚοί^οΊΟ Ιμενε ακόμα αδειανή. "Ομως Ιλπιζε, ίλπιζε ό γέρον- τας Γοφρέδος ντέ Τουρναί. Τό μάτι του, τό χαμένο στ' όνειρο, οραμα- τιζόταν.

Οι πυρρές κόμες των πυρσών κυμάτιζαν καπνουδερές, μακρόσυρ- τες, τό φεγγάρι είχε βασιλέψει, λοιπόν οι ξωμάχοι τοΟ κάμπου, πού έτυχε να βρίσκονται κιόλας στό πόδι τήν ώρα εκείνη για ν* αρχίσουν νύχτα τό πάλεμα μέ τή γη, είδανε σαστισμένοι τή θεωρία τούτη να περνάει πέρα, στή δημοσιά, καβαλάρηδες πού ξεκόβονταν μαΟροι μέσα στην κόκκινη άντιφεγγιά τής φωτιάς. Ή ώρα είτανε ξωτική. Έκαναν τό σταυρό τους.

Έλπιζε ό γέροντας βαρώνος τών Καλαβρύτων πώς ό αφέντης ό Χάρος δέ θά τόν ξεχάσει κι αυτόν τώρα πιά. Τώρα πού είχε ξεπληρώ- σει τό χρέος του πέρα γιά πέρα, τώρα πού πολέμησε, αγάπησε, γέν- νησε, θρήνησε, τώρα πού Ιφτασε να βαδίσει ακόμα καί μπροστά στό ξόδι τοΟ γιοΟ του, είχε δλο τό δικαίωμα κι αυτός ν' αναπαυτεί. "Αλ- λοι, τό είχανε κερδίσει λιγότερο ανέξοδα αυτό τό δικαίωμα. ΤοΟ Γο- φρέδου ντέ Τουρναί δέν τοΟ απόμενε άλλο χρέος τώρα να ξοφλήσει. Ή γενιά του είτανε πιά δίχως διάδοχο, σβηστή.

488

ϋΙΠΓ'"

ί '^^ 'III^■ίIΜ^!Ρ^ 1-^-»->ντϋ>^<υυυ3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΓ'

ο ΣΦΑΔΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΙΑΝΚΑΣ

ΑΝΟΙΞΙΙ ήρθε πρώϊμη, στρώθηκαν τα χωράφια μέ χαμομΫ)λ( καΐ παπαροΟ- νες. Ανάμεσα σε Φράγκους καΐ Ρω- μιούς ειρήνη βασίλευε πάλι, ειρήνη άδιατάραχτη, δίχως επιβουλές καΐ ξε- συνέριες. Κι δ καιρός της μεγάλης πεί- νας είχε περάσει, οί κάμποι καρπί- ζανε, τα λιμάνια ζωντάνευαν.

Στό κάστρο της Καλαμάτας, ψηλά ατή βίγλα τοΟ πύργου, πήρε πάλι τή θέση του ό παλιός ό βιγλάτορας, καΐ τόν άκουγες τώρα τΙς 6^ορφες νύχτες νά στήνει καθώς καΐ πρΙν τό τραγοΟδι της αγρυπνίας. "Ομως ή πριγκηπέσσα δέν καθότανε σαν άλλοτε έδώ κατά προτίμηση. Τστερα άπό τό Νησί, είχε Ιρθει μονάχα για μιά βδομάδα καΐ πάλι 2φυγε. Γύρισε πίσω στην Ανδραβίδα. Λέγανε πώς δ πρίγκηπας είχε ξα- νακυλήσει, λοιπόν ήθελε νά βρίσκεται κοντά του, καθώς είταν χρέος της. Γιά τους Καλαματιανούς ωστόσο είταν ακόμα νωρίς νά ξεχάσουν τήν ανταρσία καΐ τό σέντζιο τοΟ -κάοτρου, άφοΟ βλέπανε γύρω τους τΙς χήρες καΐ τά ορφανά τών σκοτωμένων. Ζαλισμένοι άπό τήν πρώτη εντύπωση, τό ξαφνικό γύρισμα τής τύχης, απόμεναν ακόμα ζαρωμένοι, δποψιάζοντας τό Φράγκο, τρέμοντας νά ξεμυτίζουν μ* δση πρώτα άφρο"^- τισιά. Σάν περνοΟσαν οί βιλάνοι στους δρόμους, άγναντεύανε τό μαγαζί τοΟ Ζερβοχέρη σφαλιστό, τοΟ Σεραφείμ σφαλιστό, κι άλλα ακόμα. ΣτοΟ Τιμόθεου πάλι τό σιδεράδικο, είχε έρθει άπό τό χωριό νά πιάσει δου- λειά δ αδερφός τής *Αναστασώς, γιά νά συντηρήσει τήν ορφανεμένη φαμίλια* δμως δέν πήγαιναν καλά τά πράματα, δ καινούργιος σιδεράς δέν ήξερε καλά τήν τέχνη, δέν είχε τά μπράτσα τοΟ άλλοτινοΟ, οί πε- λάτες λάκιζαν. Μονάχα δ παπάς, πού είχε πάρει τό συνήθειο νά περ- νάει μιά βόλτα κάθε βράδυ άπό τά χαροκαμένα σπίτια, ερχότανε νά καθήσει γιά λίγο κ' έδώ, δίπλα στ' αμόνι, νά πεΤ δυό λόγια, ίσως καΐ νά μάθει δ ίδιος μήπως είχανε λάβει καμμιάν είδηση άπό τους άλλους εκεί απάνω στα βουνά.

489

Γιχ καιρό ωστόσο κανένα μαντάτο δέν είχε φτάσει. Τό καλοκαΐρ: πέρασε, μπήκε τά φθινόπωρο κ' οί Καλαματιανοί άρχιζαν τώρα να ξε- χνάνε. Κανένας πόνος δέν αντέχει στό κύλισμα τοΰ καιροΟ. Ή Άνα- στασώ απορημένη είδε 2να βράδυ, έκεΤ κατά τά λυχνανάματα, μιά ξένη κυρά να μπαίνει στό σιδεράδικο μέ πρόσωπο κρυμμένο σέ πυκνή μπόλια.

«Κάποιο λάθος θάχει κάνει», συλλογίστηκε καθώς ζύγωνε διστα• χτικά τήν ξένη γιά νά τή ρωτήσει τί ορίζει. "Ομως εκείνη, προχω- ρώντας σταθερά, τήν πήρε άπό τό χέρι, κοίταξε γύρω της μέ προφύ- λαξη καΐ τήν τράβηξε σέ μιά γωνιά.

Ό Ζερβοχέρης πού είχε τό καπηλειό, αδερφός τοΟ άντρα σου δέν είτανε ; ρώτησε γρήγορα.

Αδερφός τοΟ άντρα μου τοΟ συχωρεμένου, ναί. Γιατί ;

ΚαΙ ξέκοψε γιά τά βουνά.

Δέν ξέρω . . .

Ξέκοψε γιά τά βουνά.

Ή ξένη κυρά είταν όμορφη, ή μπόλια πού γλίστρησε φωνέρωσε τά μεγάλα της μυγδαλωτά μάτια. Έχωσε ξαφνικά στή χούφτα της Άναστασώς κάτι νομίσματα καΐ ρώτησε πάλι :

"Εχεις κανένα μαντάτο άπό κείνους ;

-Όχι.

Πήρε ανάσα ανήσυχη ή ξένη. Ή φωνή της φαινότανε νά κόβεται.

Μαζί τους δέν εϊτανε καΐ κάποιος . . . Σγουρός ;

Ή Άναστασώ τήν κοίταζε δύσπιστα, δέν αποκρίθηκε.

Πές μου το, καλή μου. Δέ θά χάσεις!

Δέν ξέρω.

Δέν τοΟ θέλω κακό. Γιά καλό σέ ρωτάω!

Εϊτανε.

Τά μάτια της ξένης έλαμψαν.

Πήγα στο καπηλειό νά ρωτήσω, εξήγησε, μά τό βρήκα σφαλι- στό. Τότε οί γειτόνοι μέ στείλανε σέ σένα.

Ή αλήθεια είναι πώς δλοι οί βιλάνοι της πολιτείας τό ξέρανε πια γιά τή μικρή ομάδα πού βγήκε στό κλαρί. Τήν Άναστασώ δέν τήν παρα- ξένευε πού ή ξένη τό είχε μάθει. Ό τρόπος της εΙτανε πού τή σάστιζε.

Σαν έχεις νέο, καλή μου, θά μοΟ τό πείς, Ι ; ΚαΙ σ'τό ξανα- λέω : δέ θά χάσεις.

Ή φωνή της είτανε παρακλητική, χαδιάρα. Τυλίχτηκε πάλι στή μπόλια της κ' Ιφυγε. Στην πόρτα απέξω, είχε σταθεί νά τήν περιμένει μιά δούλα Σαρακηνή.

Αργά τό βράδυ πού ήρθε ό παπα - Δανιήλ, ή Άναστασώ ξομολο- γήθηκε τό περιστατικό. Έμεινε σκεφτικός εκείνος, νά κοιτάζει τό φουντωμένο καμίνι" σαν άκουσε δμως γιά τή Σαρακηνή φάνηκε ξάφνου νά ξυπνάει.

Ή κόρη τοΟ Καφούρη πρέπει νά εΙταν, είπε σαστισμένος. Μά γιατί ; Κι άπό πού κι ώς ποΟ . . .

Τήν ίδια ώρα ή Μπιάνκα, μπαίνοντας στην κάμαρα της, άκουσε στή διπλανή ςόν πατέρα της νά σηκώνει μεγάλο σαματά, νά πηγαίνει καί νάρχεται βλαστημώντας, νά χτυπάει στον τοίγ^ο γροθιές. Έτσι τό

490

συνήθιζε σαν είτανε νευριασμένος. Απόψε, ξεπέρασε τΙς άλλες τΙς γορί^, γοατί σέ μια στιγμή πέταξε χάμου κ* 2να πυξίδι μπρούντζινο, πού βρόν- τηξε μεταλλικά. Ή Μπιάνκα τό γνώρισε άπό τόν ήχο, είτανε θήκη για τΙς μολυβένιες βοΟλες πού κρεμοΟσε 6 πατέρας της κάτω άπό τΙς γρα- φές του. Τήν έβλεπες πάντα ακουμπισμένη πάνω στ' αναλόγιο.

Δέν κάθησε να φάει στό τραπέζι απόψε δ Καφούρης. ΙΙροτοΟ δμω; πλαγιάσει, φώναξε τήν κόρη του.

Τό γάμο πού σοΟ είπα, έκανε αγριεμένος ακόμα, θα τόν κάνεις. Αναβολές δέ σηκώνω ! θα πάρεις τόν άντρα πού σοΟ διάλεξα γιατ: είναι όμόεθνός μας καΐ γιατί θα μέ βοηθήσει τώρα πού καταστρέ- φομαι, θα τόν πάρεις, κ' ΰστερα θα φύγουμε δλοι μαζί ^ιά τή Γένοβα. Εκεί θα μείνουμε στό έξης. Σιχάθηκα τόν τόπο τοΟτο τόν αφορεσμένο. Ανάθεμα ! Νά τί διάφορο έχω άπό τους Φράγκους, τους Ρωμιούς κι αυτούς τους σκύλους τους γασμούλους. Μέ λήστεψαν, μέ φάγανε ώς τό κόκκαλο !

Ή Μπιάνκα τόν ήξερε καλά τόν πατέρα της, πάνω στην άψη τοΟ θυμοΟ του είτανε μάταιο νά τοΟ κρατήσεις κεφάλι. Δέ μίλησε, μα καΐ δέν υπόκυψε. Στάθηκε ατάραχη νά τόν κοιτάζει.

θα τόν πάρεις μόλις γυρίσει πάλι μέ τό καράβι άπό τήν Ανα- τολή, είπε δ Καφούρης κόβοντας βόλτες φουριόζος. Τήν πρώτη φορά, έδώ καΐ τρείς μήνες, σοΟ τδκανα τό χατίρι ν* αναβάλω. Τώρα δέν έχει πιά, δέν έχει ! . . . Είναι άνθρωπος πού τόν ξέρω, αίμα δικό μας, έμ- πορος μέ βιός.

Τί σοΟ έκαναν οί ντόπιοι ; ρώτησε αδιάφορα ή Μπιάνκα.

Τί μοδκαναν ; Φωτιά νά τους κάψει ! Τρεις χιλιάδες χρυσά πέρπυρα μοΟ τρώει δ σκύλος αυτός ό Σγουρομάλλης, ένα βασίλειο !

Αναπάντεχα, τ' όνομα τοΟτο κάτι ξυπνούσε στή θύμιση της Μπιάν- κας. Έβαλε προσοχή.

Ποιος είναι δ Σ'{θΌρο\ίάΧλΎ]ς \

Ό πρωτοστράτορας τοΟ Μυτζηθρά, πού νά μήν εϊταν ! Χά ! Νά μήν είτανε τότε πού τοΟ τά δάνειζα θέλω νά πω, γιατί τώρα πιά, έτσι κι αλλιώς, δέν είναι. Δέν είναι ! Ανάθεμα καΐ τρισανάθεμα !

Ή απελπισία τοΟ γέροντα είχε περσέψει. Χτύπησε τΙς παλάμες του πάνω άπό τό κεφάλι του κ' Οστερα, μέ τά δάχτυλα πλεγμένα, τό μέτωπο του.

Τώρα κ* ή Μπιάνκα είχε θυμηθεί. Τ' όνομα πού μαύλισε κείνο τό βράδυ τόν Σ-^ουρό, στην κάμαρα της , . .

Τί έπαθε δ Σγουρομάλλης ; ρώτησε κάνοντας τήν αδιάφορη άλλα καΐ κρατώντας σύγκαιρα τήν ανάσα της.

Ώ τόν αφορεσμένο, ώ τόν αντίχριστο ! Τί νά πάθει ; "Ο, τι κ: άν πάθει τώρα είναι λίγο. Τόν καθαίρεσαν άπό τ* άξίωμά του. Τά χτή- ματα του, τά χρυσαφικά του, δ,τι είχε καΐ δέν είχε, τά δήμεψε τό κράτος τους.

Γιατί ;

Ό Καφούρης στάθηκε ζαλισμένος, τό μάτι του κοίταζε άψυχο τήν κόρη του.

Τους έπαιξε, έκανε βαρύθυμα. Στην Πόλη δταν εϊταν, είχε

491

χαταφέρεί να πάρει διαταγή τοΟ βασιλέα να παραδώσουν το κάστρο στον πρίγκηπα. "Ομως, ανάθεμα, τή διαταγή εκείνη τήν είχε δώσει φαίνεται δ βασιλέας για να ξεφορτωθεί τους δυδ Φράγκους. Πάνω που ξεκίναγαν ο( τρεις γιά τό Μοριά, στέλνει άλλη διαταγή να μη τό παρα- δώσουν τδ κάστρο μέ κανένα τρόπο. Σαν έφτασε ή δεύτερη, δ Σγουρο- μάλλης είχε εκτελέσει κιόλας τήν πρώτη.

—"Α ! . . .

Έτσι τδκανε ό αντίχριστος ! Κ' έμενα, μοΟ είχε περάσει έκδού- λεψη πώς μέ βοηθάει να εκδικηθώ τόν εχθρό μου ! . . . πού να τόν καίει ή φωτιά της Κόλασης στδν αιώνα ! . . . Γυρίζοντας άπό δώ στο Μυτζηθρά, πιάστηκε στή φάκα σαν ποντικός. Ή Κεφαλή τόν περίμενε μέ τή δεύτερη διαταγή στα χέρια. Τόν πιάνει ευθύς γιά προδότη, τόν ρίχνει στά σίδερα καΐ τοΟ δημεύει τό βιός. Πάνε τά τρεις χιλιάδες πέρπυρα πού τόν είχα δανείσει ό άμοιρος έγώ, ό κατατρεγμένος! . . .

Στάθηκε σά νά ξυπνούσε άπό τό [ΐο'^δλο-^ό του, κοίταξε μέ βλέμμα κακό τή θυγατέρα του.

Μά τί σοΟ τά λέω τοΟτα ; Είσαι κόρη άσπλαχνη έσύ, δίχως λύπηση γιά τόν πατέρα σου. ΣΟρε ! σΟρε νά πλαγιάσεις. Μπρος ί . . . Κι αυτό πού σοΟ είπα μήν ξαστοχάς. Μόλις γυρίσει μέ τό καράβι !

Έ Μπιάνκα δεν αποκρίθηκε. Γύρισε τή ράχη της καΐ βγήκε άπό τό δωμάτιο.

Άπό τή μέρα κείνη, κατάλαβε πώς δέν τής μένει πιά καιρός. Νά περιμένει δεν είτανε πιά στό χέρι της. Τήν πρώτη γορά, Ιδώ καί μή- νες, ό πατέρας της, κάνοντας τήν πρόταση, δέν Ιμοιαζε καΐ τόσο νά επιμένει. Είτανε πλούσιος δ γαμπρός, ί\ί.τιορος Γενοβέζος, πού είχε μέ τόν Καφούρη συχνά άλισιβερίσια, γεροντομπασμένος δμως κι απάν- θρωπα άσχημος. Ή Μπιάνκα αρνήθηκε. Δέν Ιδειξε πείσμα ό γέροντας, δήλωσε απλά καΐ μόνο πώς δέ θεωρεί τελειωμένο τό ζήτημα καΐ τής αφήνει διορία νά σκεφτεί. Τό είπε τυπικά αυτό, είταν ολοφάνερο, γιά νά μή δείξει πώς δέχεται τήν άρνηση της. "Ομως άπό τότε ίσαμε τώρα τά πράματα είχαν αλλάξει, ό τραπεζίτης έπαθε ζημιά. Τρεις χιλιάδες χρυσά πέρπυρα δέν είτανε βέβαια ποσό πού νά τόν χαντακώσει, Ιφτανε 5μως γιά νάτόν κάνει νά λυσσάξει, νά χάσει κάθε λογική. Έπρεπε μέ κάθε τρόπο νά βουλώσει τό χάσμα πού ανοίχτηκε στό ταμεΤο του, λοι- πόν θα πουλοϋαε τή θυγατέρα του.

Μάζεψε ή Μπιάνκα τά χρυσαφικά της καΐ λογάριασε πώς μπορεί μέ δαύτα νά καταφέρει πολλά. Ακόμα κι αν ό αγαπημένος δέν είχε τίποτα νά κάνει τόν πρώτο καιρό, θά μπορούσε νά τόν ζεΐ αυτή γιά 'λάμηοαο, πλουσιοπάροχα. Γιατί τήν είχε πάρει πιά τήν απόφαση της : θά τόν στεφανωνότανε τόν Σ-^ουρό ! Τό είχε αποφασίσει όχι τώρα τε- λευταία αλλά άπό τόν καιρό ακόμα τοϋ σέντζιου' τέτοιος είταν ό θαυ- μασμός πού τής προκάλεσε ή αποκοτιά τοΰ Ιραστή της. Αυτόν θά• παίρνε άντρα της, μακάρι κι άν είτανε νά τόν ακολουθήσει στά βουνά ή στην κρεμάλα !

Τόν ηρώτο καιρό, τέλη ακόμα τοΰ χειμώνα, είχε βαλθεί νά τόν καρτερεί, έλεγε μέσα της πώς έτσι κι αλλιώς θά γυρίσει πίσω εκείνος. «Φεύγει τώρα τήν οργή των Φράγκων, συλλογιζότανε, κρύβεται ώσπου

492

νά ξεχαστεϊ το πράμα. "Γστερα, κάποια μέρα, θά φανεΓ έτσι καθώς χψ άλλη τή φορά.» ΚαΙ τίτε θα τόν αφήσει πια νά τής φύγε: μέσ' άπο τήν αγκαλιά της, δχ: ! θα τόν πάρει, θα τόν αρπάξει, καϊ γρήγορα, με μιαν ανάσα, θά φύγουν κ' οΕ δυό μαζί. Ωστόσο ό καιρός περνούσε, ή ψυχή της άθελα κάποιες στιγμές έδείλιαζε. Κι άν δέ γυρί- σει ποτέ πια εκείνος ; κι άν γυρίσει δταν θά είναι πιά αργά ; Τό κα- ράβι τοΰ Γενοβέζου, μιά μέρα θά μπεΙ στό λιμιώνα, ΚαΙ τότε τί πρό- φαση θά βρει αυτή γιά ν' αποφύγει τό μισημένο γάμο ; Κι άν θελήσει ακόμα νά ξεκόψει άπό τό σπίτι τοΰ πατέρα της, ποΟ θά πάει μονάχη, με ποιο σκοπό ;

"Αρχισε ν' αναζητάει τόν Σγουρό, νά ρωτάει δπου μποροΟσε, έστελνε τή δούλα της νά χτυπάει πόρτες, νά παίρνει πληροφορίες, πλή- ρωνε ανθρώπους και τους έβαζε νά ταξιδεύουν σύμφωνα μ' οδηγίες της σέ τόπους μακρυνούς. Τής φέρνανε πίσω μαντάτα απίθανα, αντιφατικά, πότε - πότε δεν τους ξανάβλεπε καθόλου. Πέφτοντας έτσι άπό ελπίδα ξαφνική σ' απογοήτευση, ζοΟσε τώρα μιά ζωή λαχανιασμένη, μαρτυ- ρική, έτρεμε κάθε στιγμή μήπως φανεί κάτω στό λιμιώνα τό γενοβέ- ζικο πού έρχεται άπό τήν Ανατολή, μισοΟσε δλο καΐ πιό πολύ, δλο και πιό βαθιά τόν πατέρα της. "Ω, ναί, προπάντων αυτό : Τόν μισούσε. Τό ήξερε : αυτός εϊταν ή αιτία πού έχασε τήν αγάπη της, αυτός ξεσή- κωσε τότε, στ' Άνάπλι, τους Φράγκους καΐ τόν κυνήγησαν, αυτός βοή- θησε τόν Σγουρομάλλη στό κάστρο. Λίγο - λίγο, ψίχαλο τό ψίχαλο, είχε κατορθώσει πολλά νά μάθει, μέσ' άπό τά ψέματα κατάφερε νά οικοδομήσει ένα μέρος τής αλήθειας.

Ό πατέρας της εϊταν ό βαθύς, ό ορκισμένος της εχθρός.

Εκεί κατά τΙς αρχές τοΟ χειμώνα, μαντάτα παράδοξα φτάσανε στην Καλαμάτα. Ένώ τά πράματα πήγαιναν καλά, Ινώ οδτε πείνα είχε ξαναπέσει στον τόπο, ούτε οι Φράγκοι έκαναν τίποτα άπό τις συνηθι- σμένες τους άλλοτε αυθαιρεσίες, καστέλλια απομακρυσμένα δέχτηκαν επίθεση άπό άγνωστους ροβολατόρους, άρχόντοι πού ταξίδευαν στό βουνό πέσανε στά χέρια ξεσηκωμένων βιλάνων. Δέν είτανε ληστές άπό τους συνηθισμένους, δέν έγδυναν έμπορους ή πραματευτήδες. Φοβέριζαν τους τοπάρχους, στήνανε κυνήγι στους σεργέντες πού κατέβαιναν στά χωριά νά εισπράξουν τους ψ6ρο\)ς καί, τό χειρότερο, δείχνανε νά παίρ- νουν εκδίκηση άπό τους υπαίτιους κάθε φορά πού μέ τόν ένα ή μέ τόν άλλο τρόηο καταπίεζαν ντόπιους.

Οί Φράγκοι στην αρχή δέν ανησύχησαν καΐ πολύ. Νόμισαν τά κρούσματα τυχαία, βγάλανε μονάχα ίράλ^ους νά διακηρύξουν στή χώρα πώς δποιος έπεφτε στά χέρια τους άπό τους ροβολατόρους θά κρεμιό- τανε ψηλά σέ διάσελο καΐ θ' απόμενε Ικεί ώσπου νά φάνε τό κουφάρι του τά δρνια. Ωστόσο, σά γι' απόκριση στή φοβέρα τούτη, μονομιάς τά κρούσματα πλήθυναν. Συνοδίες άπό άρχόντους ταξιδιώτες έφτασαν στην Καλαμάτα λέγοντας πώς οί βουνήσιοι δρόμοι δέν είναι πιά σί- γουροι, τά περάσματα βρίσκονται στά χέρια τών ροβολατόρων. Τότε μιά φήμη απλώθηκε, υποψία Ισως, πού έμοιαζε δμως πολύ αξιόπιστη : Τά κρούσματα αυτά, είπανε, δέν είναι συμπτωματικά, φανερό πώς κά- ποια κεντρική θέληση τά διευθύνει, κάποιος νους πού πορεύεται στις

493

ενέργειες του μέ σύστημα καΐ σχέδιο. Έ παλιά ψύχωση τοΟ πρίγιίηπά, βαλμένη πάλι αϊ κυκλοφορία Ισως κι άπό τόν ίδιο, βρήκε ανταπόκριση παντοΟ : Ό Μυτζηθράς είναι συνεννοημένος μέ τους ροβολατόρους• πρό- κειται για πόλεμο άφανέρωτο.

"Ακουγε ή Μπιάνκα τΙς φήμες, μάθαινε τα καινούργια κάθε τόσο -περιστατικά, κ* ή ψυχή της αναγάλλιαζε, χτυποΟσε κρυφά ή καρδιά της. Κανένας δεν τής Ιβγαζε άπό τό νοΟ πώς είναι δ καλός της τό παλ- ληκάρι πού άναψε τη φωτιά τούτη στό Μοριά. Σημάδια θετικά δέν είχε για νά τό ξέρει, στην αρχή τό είχε μονάχα ονειρευτεί, Ιτσι άπό τή δίψα νά λάβει μήνυμα του* ώσπου, δίχως νά τό καταλάβει κ' ή ίδια πώς, τό πίστεψε. Τώρα, κάθε φορά πού τής Ιφτανε στ' αυτιά κάποιο καινούργιο μαντάτο άπό τά βουνά, ή καρδιά της γλυκαινότανε, θαροΟσε πώς έλαβε μαζί κ' 2να χαιρετισμό άπό τόν Σγουρό. "Αρχισε νά ζει μέ τήν απόμακρη συντροφιά του.

Πάνω σ' αυτά, §να βράδυ, άνθρωπος πληρωτικός τοΟ πατέρα της, σταλμένος άπό κείνονε στό Μυτζηθρά γιά νά βρει τόν Σγουρομάλλη καΐ νά τοΟ ξεριζώσει δ, τι μποροΟσε άπό τά δανεικά, γυρίζει φέρνοντας στό γέροντα άσχημα νέα. Ό άλλοτε πρωτοστράτορας βγήκε άπό τή φυλακή μά δέν είναι πιά σέ θέση τίποτα νά πληρώσει. Τά σπίτια τοΟ τά πή- ρανε, τά μετρητά είχανε φαγωθεί πρΙν άπό τόν ίδιον, τέλος καΐ τά χρυσαφικά του, ονομαστά κει - κάτου, τά σήκωσε μια νύχτα ή γυναίκα του, δταν εκείνος εϊταν στή φυλακή, κ' Ιφυγε ακολουθώντας Ινα σπα- ΰο^όρο, εραστή της.

"Αναψε και κόρωσε ό Καφούρης, δράκος Ιγινε. "Ισαμε τώρα, μ' δλο πού τόσο είχε φωνάξει, διατηρούσε μιαν ελπίδα πώς Ινα μέρος τουλά- χιστον άπό τό κεφάλαιο θά τό ξαναπάρει πίσω. Τώρα δλα είταν χα- μέγα, τελειωτικά. Όλάκερη τή νύχτα εκείνη, δέν Ικλεισε μάτι. Πή- γαινε κ' ερχόταν στην κάμαρα του, ανεμίζοντας τΙς άκρες τοΟ μεταξέ- νιου του τζουμπέ, έβριζε, βλαστήμαγε καΐ γροθοκοποΟσε τους τοίγρυζ. Τέλος, κοντά τά χαράματα, ησύχασε γιά λίγο* ξύπνησε μόλις ή μέρα φώτισε καΐ φώναξε πάλι τόν έμπιστικό του, πού κοιμότανε στό κατώι, ν' ανέβει στην κάμαρα του.

Άπό τό ταμείο τοΟ γκουβέρνου τους δέν τά γύρευες, μωρέ ; τοΰ λέει. Άπό τήν ίδια τήν Κεφαλή !

Ό άνθρωπος τά έχασε.

Άπό τό στρατηγό ! . . . Πώς νά κοτήσω, αφέντη ;

Νά κοτήσεις, σκύλε! Τί σ' έστειλα! Γιά δες έμπιστικός μια φορά ! . . . 'Άχ, Ιπρεπε νάμαι έγώ εκεί, έπρεπε νάμαι έγώ και θά- βλεπαν . . .

Τό είπε, τό ξανάπε, ξάφνου σταμάτησε τις βόλτες του. "Εμεινε λίγο ρεμβάζοντας, μέ τό κεφάλι του άναριγμένο. Τέλος, χτυπώντας τή γροθιά του :

θά πάω ! ξεφώνισε. Φεύγω αύριο κιόλας πρωί !

Μάταια πάσχισαν νά τόν κρατήσουν. Δέν άκουγε τίποτα. Ούτε ροβολατόρους λογάριαζε, ούτε τά γεράματα του. "Εβαλε νά ζέψουν τρεις μούλες, καβαλίκεψε στή μιά, πήρε δυό δούλους μαζί του καΐ

ξεκίνησε.

494

Ή Μπιάνκα, αγουροξυπνημένη, τόν είδε άπό τό παραθύρι της να φεύγει μέσα στό 6γρό και γαλάζιο φώς τΫ)ς αύγτ)ς,

Τόν περίμενε νά γυρίσει μια βδομάδα, τόν περίμενε δυό. Άπό τήν τρίτη καΐ πέρα, άρχισε ν* αναρωτιέται τί Ιγινε. Κρυφά, μέ λα- χτάρα ένοχη, ή καρδιά της ονειρευότανε σκηνές δραματικές, τδν πα- τέρα της νά πέφτει στα χέρια τών ροβολατόρων, τόν Σγουρό νά ξεπε- τιέται μπροστά του αναμαλλιασμένος κ' εκδικητικός, τήν τιμωρία νά συντελείται. Δέν είχε πιά απομείνει μέσα της ουδέ σταγόνα φίλτρο, ό ερωτικός καϋμός εξανέμισε τά σπάνια δάκρυα της στοργής. Είχε νά θυμηθεί άπό παιδούλα ή Μπιάνκα τά μάτια της δακρυσμένα, τά νεΟρα της δέ λύγισαν ποτέ.

Δυό βδομάδες μετά τό ξεκίνημα γιά τό ταξίδι τοΟ πατέρα της, φάνηκε τό γενοβέζικο νά μπαίνει στό λιμιώνα. Ήρθε νά χτυπήσει τήν πόρτα τοΰ Καφούρη ό δποψήφιος γαμπρός. Ώραϊα είχαν έρθει τά πράματα, κάποιος θεός ή κάποιος δαίμονας τά είχε βολέψει γιά τήν Μπιάνκά.

Έμπασαν τόν έμπορο στό σπίτι κ' ή θυγατέρα τοΟ μεσσίρ Ματ- τέο ήρθε νά τόν υποδεχτεί.

"Ασχημα μαντάτα, αφέντη μου, τοΟ λέει. Ό πατέρας μου θαρώ πώς μας άφησε χρόνους.

Τά έχασε δ άνθρωπος. Γούρλωσε τά μάτια του, κοίταξε γύρω του, κοίταξε τό κόκκινο φόρεμα της Μπιάνκας, απόμεινε άλαλος.

Καταλαβαίνεις τώρα πώς δέ \ιπορ&, κόρη μονάχη, νά σέ φιλο- ξενήσω στό σπίτι μου, εξήγησε ατάραχη ή κοπέλλα. Σΰρε λοιπόν στό καλό καΐ πες τά χαιρετίσματα στην πατρίδα.

Μά. . . σωστά μοΟ μιλάς, κυρά μου ; κάνει ζαλισμένος δ έμπο- ρος. Ό Ματτέος πέθανε ή μοΟ τόν κρύβεις γιά νά γελάσω ;

Πέθανε, ξανάπε στυγνά, κοφτά ή Μπιάνκα. "Αν θές δμως νά γελάσεις, μπορείς.

Ό έμπορος, δίχως κουβέντα νά τολμήσει γιά γάμο, έφυγε κυνη- γημένος.

ΚαΙ τότε ή Μπιάνκα άρχισε νά οραματίζεται τήν οριστική, τή μεγάλη λευτεριά, θά έπαιρνε τή σκλάβα της τή Σαρακηνή, καί θά έφευγε κι αυτή γιά νά πάει σέ προϋπάντηση τοΟ ΣγουροΟ. "Αν τήν κρατοΟσε κάτι ακόμα, είταν έ φόβος μήπως συντύχει έκεΐ τόν πατέρα της. θά γινόταν ή γυναίκα, νόμιμη ή δχι αδιάφορο, τοΟ καλοΟ της, θά μοιράζονταν οί δυό μαζί τήν Ιδια, τήν παράνομη ζωή. Τό δάσος θά εί- τανε τό σπίτι τους, Ινα στρώμα φύλλα ξερά τό νυφικό της τό κλινάρι. ΚαΙ θά πίνανε μέ τΙς χοΟφτες, σκυμμένοι σά ζαρκάδια πάνω σέ κρύες τοΟ ^ου'/οΟ πηγές, καΐ θά γελοΟσαν παιδικά, ξέγνοιαστα, βλέποντας τήν εικόνα τους νά τρεμίζει μέσα στό κρουσταλλένιο τό νερό.

Ξάφνου, μιά νύχτα, χτύπος βαρύς ακούγεται κάτω, στην ξώπορτα. Τρομαγμένη στον Οπνο της ή γριά δούλα, πετάγεται, κατεβαίνει νά ίδεί ποιος είναι και βάζει τή φωνή. Ξύπνησαν κ' ή Μπιάνκα μέ τή σκλάβα της, άνακάθησαν καΐ κοιταχτήκανε. Σέ λίγο, πήρε τ* αυτί τους μέσα στην κάμαρα τοΟ γέροντα πατήματα, ένα στεναγμό. Τόν αναγνώρισαν, εϊταν εκείνος.

495

Έκανε τ6ν κο^μισμένο ή Μπιάνχα καΐ δέ σηκώθηκε, ή καρδιά της 8μως φούσκωνε άπό αγανάχτηση καΐ πίκρα. Γύρισε λοιπόν, γύρισε ό ίοπο'^^ος εχθρός. . . Δέν υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο τοΟτο !

Τ* άλλο πρωί, μόλις πού είχε προλάβει να ντυθεί, τόν είδε ξάφνου να σηκώνει τό βηλο της πόρτας της καΐ να μπαίνει. Εϊταν αγνώριστος. Καμπουριασμένος ολότελα, τσακισμένος, μέ τα γένεια καί τα μαλλιά του μπερδεμένα, χαΟνα τα μάτια του, Ισερνε τό βήμα σαν άρρωοτος τοΟ θανάτου,

Μάζεψε τα πράματα σου καΐ φεύγουμε, τ'?)ς είπε δίχως νά την κοιτάζει, μέ φωνή βραχνή.

Για ποΟ ;

Για τή Γένοβα. Τά 2χασε ή κοπέλλα.

Τή Γένοβα ;

Ναί. Μέ τό ηρωτο καράβι πού θάρθει.

Γιατί ;

Λέν της αποκρίθηκε. Τά μάτια του είτανε γεμάτα χρόμ,ους. "Αδικα πάσχισε καΐ τις κατοπινές ήμερες νά τοΟ πάρει κουβέντα. Είχε γίνει λιγόλογος πολύ. Ούτε για τό ταξίδι του μιλούσε, γιά τήν παράδοξη του άργητα, ούτε γιά τά λόγο της φευγάλας. "Ομως Ικείνη δέν τό είχε σκοπό, δχι, νά υπακούσει 2τσι αβασάνιστα. Είχε πολύ ονειρευτεί τή λευτεριά της γιά νά τήν απαρνηθεί τώρα, σέ μιά στιγμή.

Ένα πρωϊ μπαίνει στην κάμαρα του καΐ τοΟ λέει κοφτά :

Έγώ δέ θα φύγω !

ΕΙτανε καθισμένος στό κρεββάτι του καΐ κοίταζε τό πάτωμα εκ- μηδενισμένος. Σήκωσε τά μάτια του, ήσυχα.

Γιατί ;

θέλω νά μείνω έδώ, Ιχω λόγο.

*Απόμεινε δ Καφούρης σκεφτικός, τά δάχτυλα του παίζανε αφαιρε- μένα μέ τά κρόσια της κουβέρτας.

Δέ θά τόν ξαναδείς, της λέει σέ μιά στιγμή.

Ποιόν ; . . .

"Οσο κι άν εΙταν ψύχραιμη ή Μπιάνκα, τινάχτηκε. Είχε διαβάσει λοιπόν ό πατέρας της στά φυλλοκάρδια της μέσα ; Ξάφνου δμως μιά άλλη τρομάρα χυμάει καΐ τή ζώνει, πιό δυνατή.

Δέ θά τόν ξαναδώ ; ψιθυρίζει ζαλισμένη. ΤοΟ έτυχε λοιπόν τίποτα ;

Τράβηξε γιά πέρα, στά Σν,ορχά. Κάνει πόλεμο στον πρίγκηπα.

Ανάσανε ανακουφισμένη. "Ομως άν δ πατέρας της έλεγε ψέ- ματα ; "Αν τά έκανε μονάχα γιά νά τήν ξεγελάσει ; Αλήθεια Ιφυγε άπό τή Αακρεμονία δ Σ'ίουρίς, άπό τή Μάϊνη, άπ' δλους τους κοντι- νούς τόπους ; Κι άν ξεμάκρυνε προσωρινά, μήπως δέ θά ξαναγυρνούσε ; Αλώνιζε, τά ήξεραν πια δλοι, σάν αφέντης στό Μοριά.

Ωστόσο, κάτι είχε βαρύνει άπό τό πρωϊ εκείνο τήν καρδιά της. Αναρωτιόταν άθελα, μέ πίκρα, πόσον άραγε καιρό θάπρεπε νά καθή- σει Ιτσι νά τόν περιμένει, άν θά τάν ένοιαζε κ' εκείνον καθόλου νά τήν ξαναδεί, Τ' αλλοτινά δέν της έδιναν θάρρος. Λέν τήν άγαποΟσε, δχι,

490

τό ήξερε ή Μπίάνκα* νοντά της τόν είχε κάποτε χι δμως δέν εϊτανε ποτέ 5ιν.ός της, άφοΰ γύριζαν πάντα οί π'όθοι του σ* δνειρα άξε^ίάλυτα γι' αυτήν. Κι ί χα:ρός θα περνοΟαε, χί δλο π:ό πολύ Βά τήν ξέ/ναγε, μια μέρα Θ5φτανε πού δε Οά θυμόταν ούτε χάν τ' δνομά της. Σέ τέτοιο σίφουνα πού τδν συνεπηρε, εΐταν αδύνατο να σταματήοε^ πια. ΣτΙς πο- λιτείες τοΰ πριγκηπάτου δε θα μποροϋσε να ξανχκατέβε:, είχε γίνε: για τους Φράγκους 6 Θανάσιμος ί'/Ηρός. Νά ποιες είταν οι φιλοδοξίες του, ούτε γνοιάστηκε ποτέ στα σοβαρά γι' αυτήν. Στην πολυτάραχη ζωή του μέσα, ή αγάπη της εϊταν ασήμαντο επεισόδιο, 2να ίρΤί\ίθ εκεί φυλ- λαράκι πού τό συνεπαίρνει αδιάφορα ό βοριάς.

Λαβώθηκε για ύστερη καΐ τελειωτική ^^ορά. δ εγωισμός της. Πά- λεψε ανηφορίζοντας στό πάθος, κατρακύλησε πάλι στην απογοήτευση τρείς μέρες καΐ τρεϊς νύχτες ή Μπιάνκα" τέλος, §να πρωΐ, έστησε πάλι δρθιο τό αγέρωχο ν.ορμί της.

Πάμε, σ' ακολουθώ, είπε τοΟ πατέρα της.

Εϊτανε τέλη τοΟ Γενάρη, οί θάλασσες ανήσυχες. "Ομως δέν περί- μεναν πολύ" γαλέρα ήρθε άπό τή Μονεμβάσα κ' Ιπιασε στό λιμιωνα τής Καλαμάτας προτού τραβήξει για τή Γένοβα. Τόση είταν ή βιάση τοΰ Καφούρη νά φύγει άπό τό Μοριά, πού τ' αποφάσισε. Μπαρκάρανε μιαν αυγή, δούλοι, αφεντάδες, άναχρικά, καΐ κάνανε πανιά για τήν πατρίδα.

32 Ή Πριγηητιϊοσα '1ζαμ:τώ

497

ΒΙΤιΤΐΤ1ΐΙΗΠΙ1-Τ'""'

" " ν^?." *"'11''*""'*'"*'"' "

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΔ'

ΡΟΒΟΛΑΤΟΡΟΙ

ΚΙ αφεντάδες

ΙΛΕ αναγνώστη, πολλά σοΟ εχω ανι- στορήσει καΐ λέω μέ τό νοΟ μου πώς πρέπει να έχεις πια αποστάσει. Μπο- ρεί κιόλας δέν ξέρω να τό έπαθες αυτό πολύ προχοΰ τό μαντέψω, λοιπόν χρέος μου κρίνω τώρα ν' άποσώσω μάνι - μάνι 5, τι 2χω ακόμα να σοϋ πω κ' ευθύς Οστερα να σβήσω τό κερί μου. Μ•^νες πέρασαν άπό τα περιστα- τικά πού παρακολουθήσαμε, μήνες πού γι' άλλους ανθρώπους φεύγουν ανάλα- φροι σάν τά πουλίά κι άλλους τους βαραίνουν μ' αλυσίδες. "Εφερνε βόλτες στό Μοριά ό πόλεμος, κρυφός, άκήρυ- χτος, αγρίμι πού λοχεύει στό βουνό, πίσω άπό τΙς βατομουριές καΐ τους βράχους, μάτωνε τά ρυάκια, έσερνε σκληριές απάνθρωπες στά λαγκάδια, πότε έδώ, πότ' έκεϊ. "Ανθισαν τά βατόμουρα καΐ δέσανε. Ό πόλεμος κρατούσε.

Μ'.ά μέρα ίιιορ'ψΎ}, λιοπερίχυτη, έκεϊ σ' Ινα καταπράσινο λιβάδι λίγο έξω άπό τά Βέρβαινα, ανάμεσα Τρίπολη καΐ Σπάρτη, γινότανε πανηγύρι Είχαν έρθει άπό τά γύρω χωριά, μά κι άπό μάκρυνες πολι- τείες, άλλοι να εκθέσουν την πραμάτεια τους, ζώα, πανικά, φαγώσιμα, εργαλεία, σύνεργα τοΟ σπιτιού, κι άλλοι ν' αγοράσουν. Κοντά τό με- σημέρι δ κόσμος είχε περσέψει, μπουχός ανέβαινε ή βαβούρα, τροκάνια κουδουνίζανε, μουλάρια χλιμίντριζαν, ό κουρνιαχτός στρούφιζε ανηφορί- ζοντας τ' άψήλου καΐ θόλωνε τήν πιπεράτη λιακάδα. Ξάφνου, έκεϊ κάτω άπό μιά "(Υ-ορταο, δπου Ινας ί'^.κοροζ Ρωμιός διαλαλούσε μονό- τονα, άπό τό πρωί, τά μεταξωτά του, ξεφωνητά ακούγονται, βλαστή- μιες, καβγάς ξεσπάει. Τρέχουν οί τριγυρινοί νά ίδοΰν. Ό Ρωμιός είχε πιαστεί μ' ?ναν άρχοντα Φράγκο, τραβούσανε κ' οί δυό, καθένας άπό τή μεριά του, 2να κομμάτι ύφασμα καΐ σύγκαιρα, σκυμμένοι πάνωθε, φτύνανε βρισιές.

Σκλάβε ! ξεφώνιζε δ Φράγκος, πάρε τά λόγια σου πίσω, είδεμή οε πατάω χάμου σα σκουλήκι.

498

"Ασε μου τό πράμα, σα δέ θές να πληρώσεις δσο κάνε:, φώναζε 6 Ρωμιός.

Ξέρεις σέ ποιόν μιλάς, Ορασίμι ; Είμαι ό καβαλάρος ντέ Ρεμύ ! "Οποιος χι άν είσαι να με πληρώσεις.

Ζώο!

Σηκώνει δ άρχοντας 2να κομμάτι λόγχη πού κρατοΟσε για ραβδί καΐ κοπανάει μια κατακέφαλη στον έμπορο. "Γστερα πετάει χάμου τά Οφασμα, γυρίζει τή ράχη του καΐ φεύγει βλαστημώντας.

Ό χτυπημένος είχε πέσει στα γόνατα μ' §να βόγκο. Αίμα ζεστό, όλοκόκκινο, άρχισε ν' αναβλύζει άπό τό κρανίο του, λίγο πιό πάνω άπό τό μελίγγι, κατρακυλούσε στο μάγουλο του, σούρωνε στά γένια του και σ:άλαζε κόμπο - κόμπο στό γιακά, Οί πανηγυριώτες γύρω συνάχτηκαν γρήγορα να τόν βοηθήσουν. Είτανε γέροντας. Τόν Ιπιασαν άπό τις μα- σχάλες, τόν έστησαν στά πόδια του, δμως εκείνος, δίχως νά γνοιάζεται τώρα γιά τό αίμα πού κυλούσε, τους παραμέριζε μέ τό χέρι, ορθωνό- τανε στά νύχια, καΐ μέ τό μάτι φλογάτο πάσχιζε νά ξεχωρίσει, πέρα καΐ πάνω άπό τά κεφάλια, τόν αντίπαλο του πού ξεμάκραινε.

Τή στιγμή εκείνη, κάποιος τόν αγγίζει στον ώμο. Δέ δίνει προ- σοχή ό γέροντας. Πάλι τόν σκουντάνε, 2να χέρι τοΟ χουφτιάζει τό μπράτσο επίμονα. Τότε γυρίζει άγαναχτισμένος καΐ ξάφνου βάζει φωνή χαράς :^

Αφέντη Σγουρέ ! Έδώ 'σαι ;

Οί συναγμένοι γύρω κοίταξαν μ' απορία τόν άνθρωπο πού είχε προβάλει άνάμεσό τους 2τσι αναπάντεχα. Ναί, κάπου τό είχαν ακούσει τ' όνομα τοΟτο άπό καιρό, ψιθυριστά, τό θυμόντανε νά περνάει άπό στόμα σέ στόμα.

Ό θεός σέ στέλνει! Ικανέ δ έμπορος σηκώνοντας τά'χέρια του.

Χαλκοκοντύλη, Ιχω νά σου μιλήσω, είπε ό Σγουρός κ' έγνεψε στους πανηγυριώτες πού τους περιστοίχιζαν νά σκορπίσουν,

"Ανοιξε ό κύκλος, οί δυό άντρες πέρασαν καΐ ξανοίχτηκαν στό λιβάδι.

Ένα μήνα αργότερα, μαθεύονταν στό Μοριά τοΟτα τά παράδοξα : Τό φράγκικο κάστρο τ' "Αη Γιώργη, στά Σκορτά, τό είχαν πατήσει οί Ρωμιοί. Δυό φρουροί του, ό σεργέντης Μπονιφάτσος κι άλλος ένας, εξαγορασμένοι άπό τόν κελλάρη του τόν "Αννινο, γαμπρό τοΟ Χαλκο- κοντύλη, βοήθησαν, κάποια νύχτα φεγγαρόλουστη, νά σκαρφαλώσουν μέ σκάλες άπό τό τειχΐ οί ροβολατόροι. Μόλις μπήκανε μέσα, πρώτη δου- λειά τους είτανε ν' ανέβουν στον κόρ-^ο, νά πιάσουν τό βιγλάτορα καΐ νά τόν δέσουν. Τστερα, άπό τΙς τάπιες πάνω, έκαναν τά συμφωνημένα σινιάλα μ' αναμμένους δαυλούς στον Λέοντα τόν Μαυρόπαπα, καπετά- νιο εκατό Τούρκων ρογατόρων στην υπηρεσία τοΟ αυτοκράτορα, πού συνεννοημένος μαζί τους καρτερούσε παρέκει. Μπήκε κι αυτός μέ τους δικούς του, έκανε κατοχή επίσημη. Τ* άλλο πρωί, ό δικέφαλος αϊτός κυμάτιζε στΙς τάπιες τοΰ "Αη Γιώργη κ* ή τρέβα μέ τους Φράγκους είχε κοπεί.

Τό μαντάτο έφτασε πετώντας στην Ανδραβίδα, πάνω πού ό πρίγ- κηπας είχε αρχίσει γι' άλλη μιά φορά νά καλλιτερεύει άπό τήν άρρώ-

499

ατεια του. Τά μάγουλα του είχαν ροδίσε^ πάλι, παράδοξο δμως ρόδι- σμα, δυό βοΟλες τριανταφυλλιές έκεΐ στα μήλα, "Ακουσε τό νέο δίχως ξάφνιασμα, μονάχα μέ βαρυθυμιά. Τίποτα δέν τόν παραξένευε πιά, δλα τά καρτεροΟσε, ή μοίρα του σα να είχε γραφεί \ίπροο'ζά του μέ γράμ- ματα της φωτιάς. Χαμογέλασε χλωμά, πικρά, καΐ κούνησε τό κεφάλι του. "Ομως σέ λίγες μέρες, καθώς άποχαιρετοΟσε την *Ιζαμπώ φεύγον- τας για τό καινούριο σέντζιο, στύλωσε τό λιγνό κορμί του καθώς άλ- λοτε κ' είπε κοφτά :

Στην ψυχή μου τ* ορκίζομαι, κυρία, πώς δέ θα γυρίσω πίσω άν τ' ώραΐο μας τό κάστρο δέν πέσει στά χέρια μου !

Ό δψωμένος τόνος της φωνής του είχε κάτι τό προκλητικό. Λίγες στιγμές αργότερα, ή πριγκηπέσσα άκουγε κάτω, στην αυλή του παλα- τιοΟ, τό πεταλόκρουσμα τών φαριών πού ξεμάκραιναν.

Γιατί της είχε μιλήσει έτσι ; Γιατί πάλι πρόβαλε μπροστά, της μέ τό Οφος τούτο της σιωπηρής διαμαρτυρίας, τοΟ πληγωμένου έγωϊσμοΟ ; Τό αναρωτιέται ταραγμένη ή Ίζαμπώ καΐ δέ βρίσκει λογική εξήγηση. θάλεγες πώς ήξερε κείνος ... Κι δμως, δχι, δέ μπορούσε να ξέρει. Μή- πως γιατί τήν υποπτεύεται επειδή είναι μισορωμιά, άπό τή μάννα της ; Απίθανο. μήπως 6 ά^Βρωποζ χοΟτος, 6 τόσο αβρά ομιλητικός στον κόσμο της χοΰρτης, μά πού είχε ψυχή έφτακλείδωτη, κατέχει καΐ τή μυστική δύναμη νά δέχεται μηνύματα άπό τόν αέρα ;

Πικρή μοίρα ή δική της ! Νά ζήσει μια ζωή ολάκερη δίχως νόημα, δίχως βαθύτερο λυτρωμό, νά ξοδέψει άσύνειδα τά ομορφότερα της χρό- νια καρτερώντας ολοένα κάτι, κάτι πού δέν ερχότανε, κάτι πού τέλος τό είχε παραδεχτεί κ' ή ίδια πώς δέν είναι γραφτό νάρθει. Ξαναβλέ- πει ολόγυρα της τους σταχτιούς τοίχους τοΟ -κάστρου εκεί κάτω στην Άνάπολη, τή θάλασσα νά κυματίζει εξω ?ρημη, άνέλπιδη, άναθυμάται τις άχαρες χαρές των δυό της γάμων. Τ* αχείλι της χαμογελοΟσε κά- ποτε άπό συνήθεια, ποτέ άπό ανάγκη εσώτερη. Ό γυρισμός τέλος στην πατρίδα των παιδικών της χρόνων κάπως τήν είχε χλιάνει, δμως δλα τότε πιά είχαν αλλάξει, ή ψυχή της άντικαθρέφτιζε τόν κόσμο αλλιώ- τικα. ΚαΙ ξάφνου αυτό πού καρτεροΟσε άπό πάντα, είχε έρθει. Ήρθε αδιόρατα, ανάλαφρο, σάν ποόκου'λο πού τό ταξιδεύει ό αέρας, και της άγγιξε απαλά τό \ιά^ουλο. θλίψη! Δέν τδνιωσε αμέσως, δέν τό μάν- τεψε. Δέν είχε καιρό νά περιμένει, κι δμως έχρόνισε. Τί είχε πάθει ; Είτανε τύφλωση ; είτανε δειλία ; είτανε κούφιος εγωισμός ; Χριστέ, τί δύσκολα πού αλλάζει τό ποτάμι κοίτη κι 6 ά'^^ρΐύπος τρόπο ζωής ! •Μιά στιγμή είτανε, μιά ολόφωτη στιγμή καΐ πέρασε. Έ μεγάλη ώρα της ζωής της είχε σημάνει πολύ αργά, δταν τά μπράτσα της είχανε πιά βαρύνει καΐ δέν μπορούσε νά τά σηκώσει μονομιάς για νά τήν αγκαλιάσει.

Μιά μέρα, έκεΐ καθισμένη πάλι μέ τή βάγια της, τήν κυριεύει άνεπάντεχα ή μεγάλη τύψη, βαθειά καΐ σπαραχτική.

Βάγια, τής λέει χαμηλόφωνα, μέ φωνή τρεμάμενη, υπο'φίρω.

Τί 2χεις, καλή μου ; ξαφνιάζεται ή βάγια πού τώρα πιά γέ- ρασε κι δλο κουτουλάει.

Σηκώνει τό χέρι της ή πριγκηπέσσα, τό μαραμένο τώρα άπό τή

δΟΟ

μητρότητα, άπό τόν ήλιο του μεσημεριοΟ, καΐ ψηλαφίζει τό μελίγγι της, έκεΤ πού είναι τό μελανό σημάδι. Ό Φίλιππος ντ' 'Ανζού, ό Φλω- ρέντιος ντ' Αινώ, . .

Τοϋτο μ* εμπόδισε, ξομολογιέται σπαραχτικά, τοΟτο μ' εμπό- δισε, απολογιέται. Δέν ήθελα να τοϋ φέρω δυστυχία κ* εκείνου, καθώς στους άλλους.

Γιατί ή βάγια τό ξέρει τώρα πια τό μυστικό, είναι πολύ βαρύ για να τό κουβαλήσει 2νας άνθρωπος ^ο^ά,^ος του στον τάφο.

Πάει καλά, πάει καλά, μουρμουρίζει αδιάφορα, αρχίζοντας πάλι να κουτουλάει.

Μα ξάφνου τό κΟμα πηδάει, ξεχύνεται τσακίζοντας τους φράχτες. Ή οργή κ* ή αγανάχτηση ενάντια στον Ιδιο τόν εαυτό της κυριεύουν τήν 'Ιζαμπώ.

"Οχι, δχι ! ψέματα λέω ! ξεσπάει άγρια καΐ ρίχνει τό πρόσωπο της στΙς χούφτες σα μικρό παιδί, κλαίοντας μ' άναφυλλητά.

Δέν είναι αλήθεια, ναί, είναι μονάχα μια ψεύτρα δικαιολογία, απόκριση προσχηματική στην αγωνία πού διψάει γι* ανακούφιση. . .

Ό πρίγκηπας είχε σηκώσει δλους, πέρα για πέρα, τους βασσά- λους του κ* ήρθε να στήσει τό σέντζιο στον "Αη - Γιώργη. Σέ δυό μο- νάχα μέρες είχε κάνει τό ^ρ6^ο, βιαζότανε πολύ. Μόλις έφτασε, στήνει τήν τέντα του κάτω άπό τΙς καστανιές, δίπλα στην πηγή, κι αρχίζει τα ρεσάλτα. Ένα, δυό, τρία ρεσάλτα Ικανέ, τό Ινα φοβερότερο άπό τ' άλλο. Τό κάστρο κρατούσε. Κάθε πρωΐ, μέ τήν ανατολή τοΟ ήλιου, ξυπνούσε ό πρίγκηπας, έβγαινε στην πόρτα τής τέντας του καΐ θωρούσε τό κάστρο. Τετράγωνο, ψηλό, ατράνταχτο πυργωνότανε μπροστά του, εικόνα απίθανη, κάτι σα α\)^ΖοΧο τής μοίρας του πού δέν είναι γρα- φτό να τή νικήσει. Χαμογελούσε ό πρίγκηπας βουβά καΐ γ,ουΊο^οζ, ■χοίρχζρι•κά, τό κεφάλι. Τώρα δέν πάλευε πια γιά τό θρίαμβο σάν άλλοτε, στους μακρυνούς εκείνους καιρούς, δταν έστηνε μέ μόχθο καΐ πίστη τό τρόπαιο τής ζωής του. Πάλευε τυπικά, άπό υποχρέωση, γιά νά δια- φεντέψει τό φιλότιμο, καΐ νά ξοφλήσει σά γνήσιος ιππότης, ϊσαμε τή στερνή αράδα, τό χρέος. Τπόθεση τιμής.

Κ' Ιβλεπε πώς ό καιρός δέν τοΰ περσεύει. Τό καλοκαίρι λάκιζε, πρόφταινε τό φθινόπωρο γοργό, σέ λίγο θά πλάκωνε ό χειμώνας. Άπό δω ίσαμε τότε, έπρεπε δλα τά μέσα νά εξαντληθούν, κανένα πρόσχημα νά μήν απομείνει. Στέλνει καΐ ζητάει ενίσχυση σ' άντρες άπό τήν Απουλία" ένας Σλαΰος άρχοντας τής Μάϊνης τοΰ στέλνει διακόσους σαγιτάτορες και λο-ίγοφόρους. Τους ρίχνει δλους, αυτός ό ίδιος έπικε φαλής, πάνω στά τειχιά τοΰ κάστρου" δέκα φορές ανεβαίνουν τΙς σανι δένιες σκάλες Ισαμε πάνω, στΙς τάπιες, καΐ δέκα φορές γκρεμίζονται Στά τελευταία, παραγγέλνει νά τοΰ φέρουν άπό τήν Κορώνη ένα μά στορα Βενετσάνο, φημισμένο γιά τήν τέχνη του σέ πολιορκητικές μη χανές. Ό Βενετσάνος έρχεται, τοΰ σκαρώνει ένα τριμπουτζέτο γιγάν τιο πού σφεντονίζει στον πύργο τοΰ Άη - Γιώργη βράχους ολάκερους Ισαμε πενήντα λίβρες βαριούς. Αιθάρι τό λιθάρι ό τζόρ'ίος γκρεμίζεται σηκώνοντας σύγνεφο τόν κουρνιαχτό. Τό κάστρο βαστάει.

Έφτασε τό φθινόπωρο. Οί ροβολατόροι, κλεισμένοι μέσα στά τει-

501

χιά, άψηφοΟσαν τή μάνητα τών Φράγκων. Τους έβλεπες, στΙς ώρες της μάχης, δταν τό άτσαλόφραχτο κΟμα τών πολιορκητών άφριζε ανηφορί- ζοντας Ισαμε τΙς κρόσσες απάνω, μέ σάλαγο μεταλλικό κ' ιαχές λύσ- σας, να στέκονται στις τάπιες ολόρθοι, τεζάροντας διχαλωτά τα πόδια τους, καΐ να παίζουνε στον αέρα τ' αστραφτερό πελέκι σβέλτα, σύν- ταχα, μέ δεξιοσύνη δαιμόνου. ΤΙς νύχτες, μέ τό φεγγάρι, άκουγες ψη- λάθε τα τραγούδια τους, ανατολίτικους αγ,οποος πού βαρυκυμάτιζαν μελωτοί, σα λαβωμένοι άπό λάγγεμα καΐ νύστα. Τό ηθικό τους είχε ψηλώσει, κράτησαν κεφάλι στον πολιορκητή, πίστευαν στον εαυτό τους.

Τότε, τΙς ώρες εκείνες, ερχότανε κι ό Σ'^ουρδς να ξαποστάσει ακουμπισμένος σέ μια τάπια, για λίγες στιγμές μονάχος. Αγνάντευε κάτω τΙς θρακιές των έχθρων, στεφάνι γύρω άπό τό -κάστρο, σαν άλ- λοτε, στην Καλαμάτα. Πιό πέρα, οί καστανιές στέκονταν ασάλευτες, μουδιασμένες στό φεγγαρίσιο φως. ΚαΙ πέρα ακόμα, στην άχνα τοΟ ορίζοντα, ή άλλη χώρα, ό Μοριάς, αόρατος κι δμως παρών, καρδιά μεγάλη πού χτυπάει υπόκωφα στη μητρική της ώρα. Είταν ή πατρίδα, τό άγιο χώμα πού τρέφει τους σπόρους, πού ποτίζει τα βλαστάρια μέ φλέβες μυστικές, πού σκεπάζει τ* ά.ρίφ'^Ύ]το ψυχομέτρι τών νεκρών, μάρτυρες, σκλάβους, γονικά, αδέρφια. Έ καρδιά του άνθιζε, τά στή- θια του φάρδαιναν, ρουφούσε αργά, σα θεία μετάληψη, τό βουνήσιο κι άπονύχτερο αγέρι, στυφό άπό τή δροσιά της βλάστησης, εύωδιαστό άπό τΙς ψυχές τών λουλουδιών πού πλανιόνται στό φεγγερό διάστημα προσμένοντας νά γεννηθούν.

Οί καστανιές. . . Ό πρίγκηπας της Αχαΐας. Γιά δεύτερη φορά άναμετριόντανε πρόσωπο μέ πρόσωπο οί δυό τους, ό αφέντης κι ό ροβο- λάτορας. ΠοΟ βρισκότανε τώρα ή γυναίκα πού έφερε τό Ρωμιό ϊσαμ' έδώ ; Κάπου κει - κάτω βέβαια, στό βάθος της καταχνιάς, νά κάθεται ασάλευτη, πεισιθάνατη, σά δεντρί πού ανθίζει μά δέν κρατάει καρπό, δίχως ελπίδα. Δέν τήν καταριέται" ό Σ•^ουρ6ς τώρα. Τό πάθος έχει σβήσει στην καρδιά του, ή εικόνα της υποχώρησε αγάλια- αγάλια, βού- λιαξε σκοτεινά, πήρε μέ τόν καιρό τή δευτερότερη θέση στή ζωή του. Δέν τήν καταριέται πιά, δόξα νάχει ό θεός ! ή ψυχή του λυτρώθηκε, κέρδισε ακόμα καΐ τήν άνεση νά τήν άναθυμάται μέ κάτι ι^ρεμο κι αγαθό, σάν ευγνωμοσύνη. Τά δάχτυλα του ψηλαφίζουν τό κρικέλι, τό μολυβένιο κρικέλι τοΰ πεθαμένου ιππότη, ομολογία της αγάπης της. ΕΙταν 2νας καιρός πού πολύ τόν τυράννησε, αλήθεια* δμως αυτή είναι πάλι πού τοΟ έδωσε πρώτη, άσύνειδα, τή λαχτάρα γιά κάθε τι μεγάλο κ' υψηλό. "Ας είναι ευλογημένη !

Μιά μέρα, καθώς πορευότανε μέ λίγους συντρόφους καΐ τόν Ζερ- ^οχίργι, αχώριστο δίπλα του, στους βουνήσιους δρόμους της Τσακω- νιάς, νά ξεσηκώσει βιλάνους, συντυχαίνει 2να στρατολάτη, άθλιο κου- ρελή μέ μαλλιά καΐ γένεια θρασεμένα, πού βαδίζει ακουμπώντας σέ στραβό ραβδί. Τόν βλέπουνε στην αρχή μακρυά νά ξεκόβεται, φιγούρα ερημική στην άλαμπη πλάκα τοΰ χειμωνιάτικου ούρανοΰ, σκεβρός, σκυμμένος. Γρήγορα τους ζυγώνει μέ τό βιαστικό, φανατικό βάδισμα του. Στέκεται, τους κοιτάζει" σά νά διστάζει. Τέλος, δίχως νά πεί λέξη, απλώνει τό χέρι του μέ τήν προαιώνια χειρονομία τής ζητιανιάς.

502

Έκανε ό Σγουρός νά τόν ελεήσει, γιατί οί ροβολατόροι είναι Τϊάντα μεγαλόψυχοι, καΐ ξάφνου, καθώς τόν κοιτάζει αδιάφορα, τινάζε- ται. Κάπου τό ξέρει τό πρόσωπο τοΟτο πού χωνεύει στα σγουρά γένεια, τα μεγάλα μαΟρα μάτια, τό κόκκινο ήδονόχαρο στόμα. Ό ζητιάνος δέ μοιάζει νά τόν αναγνωρίζει, τό βλέμμα του είναι Ισιο, αλύγιστο.

Τό χέρι τοΟ ροβολάτορα, πού έκανε νά τραβήξει τό περσίκι, στέ- κεται δίβουλο, παίζετ συλλογισμένα μιά στιγμή μέ τή φιούμπα τοΟ λου- ριού, καΐ ξάφνου τραβάει τό περσίκι αποφασιστικά καΐ τό πετάει στή χούφτα τοΟ ζητιάνου.

Δέν ευχαρίστησε κείνος, δέν πολυχρόνισε καθώς τό έχουν συνήθειο οί άνθρωποι της φάρας του. Έσφιξε στή γροθιά του τό περσίκι, άγριω- πός, κ* Ικανέ νά προσπεράσει.

Τότε ό Σγουρός τοΰ λέει :

Δέ μέ πολυχρονίζεις, άρχοντα Σγουρομάλλη ;

Κέρωσε ό ζητιάνος. Τά μάτια του, πού Ισαμε κείνη τή στιγμή δέν είχανε χάσει τήν προκλητική τους τήν αύθάδεια, ταράζονται, κάτι σάν πανικός τά θολώνει.

Στην Καλαμάτα, τοΟ λέει περιγελαστικά ό Σ•{θϋρ6ζ, είχες προσ- τάξει νά μέ πιάσουν. Νάμαι ! τί ορίζεις ;

Τότε δ ΣχοΌρο[ΐόι.ΧΚης τόν αναγνώρισε. Χαμήλωσε τά μάτια του, τό περσίκι Ιπεσε άπό τή χούφτα του χάμου.

Πάρ* το, κάνει δ Σγουρός σπρώχνοντας το μέ τό πόδι, θά σοΟ χρειαστεΤ. Άπό τόν αλλοτινό σου δανειστή, τόν Ματτέο Καφούρη, πού έπεσε κι αυτός στά χέρια μου τΙς προάλλες, έμαθα τήν ανάγκη πού βρίσκεσαι, τήν εξορία σου άπό τό Μυτζηθρά. Βλέπεις πώς υπάρχει στον κόσμο τούτο θεία Πρόνοια, άρχοντα Σ•γοΌρο\ιάΧλ'Υΐ ! ψέμματα ; . . . Πάρ' το ! Έσύ, μοΰ τήν είχες αρνηθεί τή βοήθεια σου έναν καιρό ! Κα- ταδικάζεσαι νά δεχτείς τή δική μου τώρα.

Στά λόγια τούτα, ό άλλοτε πρωτοστράτορας τοΟ Μυτζηθρά σήκωσε τά μάτια του, μιά λάμψη γοργή πετάρισε στΙς κόρες τους. "Ομως ξανά- σκυψε τό κεφάλι. Τά στήθια του, πού είχανε φουσκώσει, κατάπεσαν πάλι μ* άφωνο στεναγμό. Γύρισε απότομα καΐ ξεμάκρυνε γοργά μέ τό μεγάλο, φανατικό βάδισμα του.

Αδέρφια, είπε 6 Σγουρός στους συντρόφους του ένώ τόν παρα- κολουθούσε ακόμα μέ τό βλέμμα, έδώ βλέπετε μιά κακιά μου πράξη. Τόν άνθρωπο τοΰτο"^ χρωστούσα νά τόν ξεκάνω, μοΰ ζητάνε τό αίμα του οί προδομένοι νεκροί της Καλαμάτας. Μά δέ μπόρεσα" ή μάννα μου, σάν ήμουνα παιδί, μοΰ είχε πει νά τοΰ φέρω τό χαιρετισμό της, γιατί τόν είχε συγγενή. Συχωρέστε με πού τή: αφιερώνω τώρα τή ζωή του. "Εδειξε τό περσίκι πού είχε απομείνει χάμου :

Πάρ' το, Ζερβοχέρη, λέει, καΐ στείλε το μέ πρώτην ευκαιρία στον Δανιήλ γιά τους φτωχούς της ενορίας του . . . ΚαΙ τώρα εμπρός, αδέρφια !

Συνέχισαν τό δρόμο τους. Έ περιοδεία εκείνη στην Τσακωνιά είχε σταθεί καρποφόρα, σήκωσαν κι άλλους συντρόφους, άναφτέρωσαν τό ηθικό σέ κάμποσα χωριά. Τώρα ή ομάδα τους συνεργαζότανε στενά μέ

503

τό Μυτζηθρά, είταν 2να είδος σαΐτα πού πηγαίνει κ' άρχεται στό Μο- ριά, δφαίνοντας χάτω άπό τή φράγκικη δεσποτεία.

Λίγο πρΙν να μπεΙ ό χειμώνας, δ πρίγκηπας §λυσε ξαφνικά τό σέν- τζιο κ* έφυγε για τήν Ανδραβίδα. Λέγανε πώς ή άρρώστεια του χειρο- τέρεψε, είχε ξανακυλήσει.

Πραγματικά. Μια μέρα, φθινόπωρο, βήχας άγριος καΐ ξαφνικός τόν είχε πιάσει έκεϊ πού καθότανε κάτω άπό τΙς καστανιές κουβεντιάζον- τας μέ βασσάλους του, 2να συντριβάνι κατακόκκινο αίμα πήδηξε άπό τό στόμα του κ' έβρεξε χάμου τό χώμα.

Τόν σήκωσαν στα χέρια, τόν ξάπλωσαν στό στρώμα μέσα στην τέντα του, δμως ή θέρμη τόν είχε κυριέψει, άπό μέρα σέ μέρα δλο καΐ πιότερο λίγνευε, φέγγιζε. Τότε γύρεψε να τόν πάνε πίσω στην "Αν- δραβίδα.

Ξαφνικά τρόμος μεγάλος τόν είχε κυριέψει, δέν ήθελε νά πεθάνει. "Οσο βαστούσε τό ταξίδι, τόσο απελπιζόταν εκείνος, νεύριαζε, φοβό- τανε μήπως δέ σώσει νά φτάσει ζωντανός. Έφτασε ωστόσο, δίχως νά κρατήσει τήν υπόσχεση του πώς δέ θά γύριζε πίσω άν δέν πάρει πρώτα τό κάστρο τών Σκορτών. Τόν ανέβασαν στό παλάτι μέ φορείο, καΐ μέσα άπό τά μισόκλειστα ματόφυλλά του Ιβλεπε δεξιά -ζερβά τους αγ,ΟΌΧΟί' ράτους, τους βαρλέτους, νά παραμερίζουν τρομαγμένοι, νά σιγομουρ- μουρίζουν προσευχές. Έ Ίζαμπώ ήρθε παρευθύς νά τόν ίδεΓ έσκυψε πάνω του όλότρεμη, μέ τήν ανάσα της πιασμένη, κι αυτό πολύ τόν ανα- κούφισε. Στά μάτια της είχε τέλος ξεχωρίσει τή λαχτάρα, τήν οδύνη. Δόξα νάχει 6 Πανάγαθος !

Πέρασε τό χειμώνα ολάκερο σχεδόν κατάκοιτος, σπάνια πολεμών- τας ν' άνακαθίζει στό κρεββάτι, σπανιώτερα ακόμα νά σηκώνεται δρ- θιος γιά λίγο. Τρόμαζε μήπως επιταχύνει τό τέλος του, ήθελε νά ελ- πίζει.. .

"Ομως, στό έβγα τοΟ χειμώνα, τό κατάλαβε πιά πώς δέν έχει ζωή. Ή φλόγα χαμήλωνε, τό ένιωσε πώς σβήνει. Πρόσταξε νά φωνάξουν τό "^οχάρο κ' έκανε τή διαθήκη του. Τστερα ζήτησε νά τοΟ φίρου'^ τή Μαχώ. Τήν κοίταξε άπό μακρυά, άπλωσε τό χέρι του νά της αγγίξει τό μάγουλο, δμως τό κοριτσάκι τεσσάρων χρο'^ων τώρα τραβήχτηκε τρομαγμένο πίσω καΐ ζάρωσε στό φουστάνι της βάγιας του. Δέν τόν ήξερε τό σκελετωμένο τοΰτον άνθρωπο μέ τή φτενή φεγγερή μύτη, τά ρουφηγμένα μάτια καΐ τ' άσπρα χείλη. Ό Φλωρέντιος θέλησε νά χα- μογελάσει μέ συγκατάβαση τρυφερή, καΐ μόρφασε μέ πίκρα.

Τέλος, ζύγωνε ή άνοιξη, Ινα δειλινό, ή ανάσα του έγινε δύσ- κολη πολύ. Ό καιρός είχε γλυκάνει, ό κάμπος έξω της Ανδραβίδας ντυνότανε πάλι τήν όλοπράσινη βελουδωτή του στολή. Τήν ώρα κείνη ή πριγκηπέσσα καθότανε πίσω άπό τό παραθύρι της κ' έγνεθε έχοντας δίπλα της τόν καπελάνο. "Ηρθανε νά τήν φωνάξουν, καθώς τότε, γιά τόν Φίλιππο ντ' Άνζού' της είπανε πώς ό πρίγκηπας μοιάζει νά τή ζη- τάει. "Ετρεξε. Απίστευτο ! Μόλις έσκυψε πάνω στό προσκέφαλο του, κατάλαβε πώς είταν αργά. Ό Φλωρέντιος είχε σβήσει.

Γιά μιά στιγμή, στάθηκε ασάλευτη, γεμάτη αμηχανία καΐ στενο- χώρια, μή ξέροντας τί νά πει. Οί άλλοι, γύρω, δέν τό είχαν ακόμα

504

καταλάβει, ντρεπότανε να τους τδ πεί πρώτη, γιατί δέν ένιωθε δάκρυα ν* ανεβαίνουν στα μάτια της. Στάθηκε έτσι, σκυμμένη, νά κοιτάζει τό νεκρό κ* είτανε σα νάθελε να τόν κρύψει, να κρύψει μαζί τήν αναλγη- σία της. Μα ξάφνου κάτι βαρύ της πλάκωσε τήν καρδιά, τ^ς φάνηκε πώς αυτό πού κάνει δέν είναι δικαίωμα της, να φιμώνει 2τσι τήν αλή- θεια στό στόμα τοΟ '^εγ.ροΰ, νά τοΟ στερεί τήν επίσημη τούτη ώρα πού είταν ολότελα δική του. Βόγκηξε μουγγά καΐ στράφηκε.

Τότε, στό πρόσωπο της τό ηατάχλωμο, οί άλλοι πού τό κοίταζαν απορημένοι, διαβάσανε τό άφωνο άγγελμα. Κανένας λυγμός δέν ακού- στηκε στην κάμαρα. Μονάχα, δλοι μαζί, γονάτισαν.

Κι δμως, τήν Ιδια νύχτα, δίχως καθόλου νά τό περιμένει, ή Ίζαμπώ τόν έκλαψε τόν Φλωρέντιο. Τής είχε Ιρθει έτσι ξαφνικά, σάν αποκάλυψη, έκεϊ πού έμενε ζαρωμένη στό κρεββάτι της νά κοιτάζει τό αναμμένο καντήλι. Είναι κάποιες λύπες πού χρειάζονται φαίνεται μιαν απόσταση γιά νά πάρουν σάρκα καΐ νά τελειωθούν. Ξαφνικά είχε στο- χαστεί ή Ίζαμπώ τόν 3ί'^Βρΐϋπο αυτό, τόν τόσο νέον ακόμα, πού πέρασε άπό τή ζωή της μέ τά χείλη του σφιγμένα, μονάχα νά χαράζουν κά- ποτε σ' ανάλαφρα ειρωνικό χαμόγελο. Αυτήν άραγε ειρωνευόταν, ή μή- πως τόν εαυτό του ; Άναθυμάται τώρα τΙς στιγμές του, τόν βλέπει σέ στάσεις κ' εποχές διάφορες, προσέχει τήν έκφραση του, τήν ακόμα ζων- τανή, καΐ ξάφνου σά νά τήν ξεδιαλύνει. Ναί, ναί, είχε απατηθεί ίσαμε τώρα, δέν είρωνευόταν αυτήν δ Φλωρέντιος. Τόν εαυτό του μονάχα πε- ριγελούσε.

Αυτό λέει τό στερεότυπο κι αβρό χαμόγελο της ζωής του, πού έσβησε μονάχα στην επιθανάτια κλίνη του. Δέν είναι πιά αίνιγμα ή ψυχή του, διαγράφεται τώρα διάφανη, κέρινα φεγγερή. Κ' έχει τό δρίίμα της, βαθύ, γεμάτο αξιοπρέπεια δράμα. Πού ξέρεις άν δέν είχε μαντέψει, μο'^άχος αυτός, τήν αλήθεια, πώς ή καρδιά της δόθηκε άλ- λοΟ . . . Ειρωνεύτηκε βουβά ό Φλωρέντιος τόν εαυτό του γιατί αγαπούσε, γιατί τήν αγαπούσε, ενώ τό ήξερε πώς άπό μέρος της ποτέ του δέ θ* αγαπηθεί.

Τ' άλλα, ή ιστορία τά λέει, είναι στεγνές χρονολογίες.

Χήρα ή πριγκηπέσσα, μονάχη τώρα αφέντρα τοΰ Μοριά, ήρθε νά καθήσει στό Νησί, τόν τόπο πού αγαπούσε πιότερο άπ' δλους τους άλ- λους, καθώς τό μολογοΟν τά χρονικά.

Τήν ιστορική εκείνη στιγμή της, τή χαραχτηρίζει μιά ολοφάνερη εύνοια προς τους ντόπιους : Τόν καντσιλιέρη της τό μεσσίρ Αζονά^,Ζο πού είχε πεθάνει στό μεταξύ, τόν διαδέχεται στό αξίωμα χοΟτο δ τρι ζουριέρης Βενιαμίν δ Καλαματιανός, καΐ γίνεται Ινας κάποιος κυρ-Βα σιλόπουλος τριζουριέρης. Μιά γενιά έφευγε, άλλη ερχόταν. Ό Σωντε ρόν, δ μνημειακός κοντόσταβλος, είχε κλείσει τέλος κι αυτός τά μάτια έτσι ή ωραία Γουλιέρμα μιιοροΟοε τώρα, νά στεφανωθεί λεύτερα τό σε νεσάλο ΣαΙντ-'Ομέρ. Ό γάμος τους, πού είτανε στην ουσία πράξη μο νάχα τυπική πιά, πήρε ωστόσο τή λάμψη ενός θριάμβου. Τό μισητό εμπόδιο είχε λείψει άπό τή μέση, δ έρωτας στεφάνωνε τά νιάτα πού

505

νίκησαν. Στον Έγγελβέρτο ντε Αιντερκέρκε, ή πριγκηπέσσα, τιμώντας τό γένος τοΟ άντρα της, έκρινε χρέος της να δώσει τό αξίωμα τοΟ κον- τόσταβλου. Κ' ερχότανε πια ή σειρά της Μαχώς, πού είχε κλείσει τά πέντε της χρόνια, νά πάρει κι αύτη θέση στη ζωή.

Της διάλεξαν γι' άντρα τ6ν δεκαοχτάχρονο Γκύ ντέ Λαρός, τό δούκα της Αθήνας. Λίγους μήνες πρίν, είχε πεθάνει ή μητέρα του ή Ελένη Δούκα, ό κόντες της Βριέννης είχε ξαναφύγει για την πατρίδα του. Ό νέος δούκας, άφοΟ γιόρτασε τήν ενηλικίωση του, χειροτονήθηκε μήνα Ιούνιο ιππότης στή Θήβα, άπό τόν Μπονιφάτσο της Βερόνας. Δυό αποσταλμένοι τοΰ πριγκηπάτου ήρθανε σέ λίγο νά τόν ^ρού"^, προξενητάδες γιά τό γάμο. Τους καλοδέχτηκε, άκουσε τήν πρόταση, και σά βεβαιώ- θηκε πώς ή Εδέα είτανε τοΰ φίλου πού τόν εμπιστευότανε πιότερο άπό κάθε άλλον, τοΟ « ξαδέρφου » συνεσάλου ΣαΙντ - Όμέρ, πήρε μαζί τους μεγαλείτερους βασσάλους του κ* έφυγε ευθύς γιά τό Βλισύρι.

Εκεί τόν πρόσμενε ή κούρτη τής Αχαίας. Τό γάμο των δυό παι- διών τόν ευλόγησε 6 επίσκοπος τής "Ωλενας, καΐ στή Μαχώ δόθηκε γιά προίκα τό φίε τής Καλαμάτας. "Ετσι, τό πολιτικό σχέδιο τοΟ σενεσά- λου έπαιρνε σάρκα, νά ένωθοΟν μιά μέρα κάτω άπό τήν ϊδια κορόνα οί δυό μεγάλες αυθεντίες τής Ανατολής, τό Πριγκηπάτο τής Αχαίας καΐ τό Δ^ΟΌΥ-α-ΐο τής Αθήνας. "Ορθιος, στητός πάνω στό φαρί του ό Σαιντ - Όμέρ, είκοσι μέρες αργότερα, κοίταζε τό δρόμο πού πάνω του Ιφευγε ή δουκική πομπή μαζί μέ τή Μαχώ, γιά τήν Αθήνα. Τόν κοίταζε χα- μογελαστός, μέ τήν κρύα λάμψη στά μάτια, τοΟ όί'^ΒρώποΌ πού πίστεψε πώς εξουσιάζει τά μελλούμενα. Κι αυτό εκεί είταν έργο του, στή ζωή του τίποτα ώς τώρα δέν είχε αστοχήσει.

Κοίταζε τό δρόμο κ' ή Ίζαμπώ, τή λουσάτη καβαλαρία πού ξεμα- κραίνει εκεί -κάτω, μέσα σ* ανάλαφρο σύννεφο. Ένα κομμάτι άπό τή ζωή της έφευγε, τό πιό νέο καΐ τό πιό τρυφερό, ή μονάκριβη της. "Αθελα άναθυμότανε κάποιον άλλο καιρό, έδώ καΐ πολλά χρόνια, δταν παιδούλα κι αυτή, κάποια μέρα τήν παίρνανε γιά τήν 'Ανάπολη, νά πάει σέ προϋπάντηση τοΟ ριζικοΟ της. Είχε βρεί τους κρύους τοίγοος στό κάστρο τοΟ ΑύγοΟ, τήν ερημιά έξω τής θάλασσας, τήν υπεροπτική έχθρα τοΟ Φίλιππου ντ' *Ανζού. Ξαναβλέπει τή σκηνή στό δάσος, τήν πέρδικα πού πέφτει στΙς βελόνες τοΟ πευκιά, χτυπημένη άπό τ' δρνιο. Σά νά τήν είχαν εκτελέσει άπό τότε, έζησε τήν αδειανή κι άσαρκη ζωή μιας ψυχής πού βωλοδέρνει στον κόσμο εναγώνια, σπρωγμένη άπό τόν άνεμο, καΐ στενάζοντας γυρεύει νά ενσαρκωθεί. Ποτέ, ποτέ δέ μπό- ρεσε νά βρεί τό ανθρώπινο σχήμα της ή ανίσκιωτη πριγκηπέσσα.

Ποιο θά είναι τό ριζικό τής κόρης της ; Τά μάτια της βουρκώνουν δίχως νά τό καταλάβει, ή είκόνα τοΟ ζρ6[ΐο\ί τρέμει, θολώνει, έσβησε. Σά νά τό ξέρει αύτή' έχει διαβάσει τό πεπρωμένο άπό τόν καιρό ακόμα πού δέν τήν είχε φέρει τή Μαχώ στον κόσμο, τότε πού τήν ένιωθε, μάζα άπλαστη, ν' άργοσαλεύει μέσα στά σωθικά της. Ή μοίρα είναι κληρονομική στΙς γυναίκες τής φαμίλιας της. Τίποτα δέν τήν αλλάζει.

ΚαΙ ξέρει ακόμα πώς τό μεγάλο κεφάλαιο τής ζωής της έκλεισε. Γύρω της ή κούρτη βουίζει, μερμηγκιάζει, παθαίνεται. Αυτή, γι* άλλη μιά φορά, παράτησε τήν εξουσία. Ό Σαμπράν ντ' Άριάνο, ό άντρας

506

τ•^; Μαργαρίτας, πέθανε, κ' ή κυρά της "Ακοβας, πού ορκίστηκε να μην ξαναπαντρευτεΐ, δίνει τώρα τό χέρι της στό γέροντα κόντε της Κεφαλ- λονιάς, τόν Ριχάρδο Όρσίνι. Τί έχει στό νοΟ της ή παμπόνηρη αδερφή ; Αδιάφορο. Ή 'Ιζαμπώ είχε διορίσει βάϊλο τόν κόντε Ριχάρδο μόλις ό Φλωρέντιος πέθανε, να διαφεντεύει στ' δνομά της τό πριγκηπατο. Ε- τοιμάζεται τώρα κι αυτή να φύγει για τή Ρώμη, έκεϊ πού ό πάπας Βο• νιφάτιος δ Η' κήρυξε ιωβηλαίο. Πάλι, γι' άλλη μια φορά, έχει νιώσει τόν εαυτό της εξόριστο, ή ψυχή της γυρεύει μια πατρίδα.

Τήν ορμηνεύουν οί βαρώνοι ν* αφήσει τό πριγκηπατο στα στιβαρά χέρια τοΟ ΣαΙντ-'Ομέρ, γιατί ό Ριχάρδος έχει παραγεράσει. "Ας τό πάρει λοιπόν ό ΣαΙντ-'Ομέρ! Δόξα νάχει ό Ύψιστος, δυό γαλέρες βε- νετσάνικες ήρθαν άπό τήν Άλεξάντρεια καΐ πόδισαν στην Κλαρέντσα. Τά πανιά φουσκώνουν, ή πλώρη σημαδεύει πέρα, κατά τό πέλαγο. Α- δειανό πέλαγο, ερημικό, οδτε οί γαλέρες τοΟ Ντελιούρια πιά δέν τό στοιχειώνουν. Φύγανε κι αυτές, μαζί μ* άλλα πολλά, μαζί μέ τά που- λιά τοΟ καλοκαιριοΟ, κατά κεΙ πού ανατέλλει 6 ήλιος. Εμπρός λοι- πόν γιά τή δύση έμεΤς• ΙκεΤ-κάτω χορεύει μαβί κι άγριωπό τό κΟμα τοΟ πελάγου. Πέρα άπό τό Καθαρτήριο, λένε πώς περιμένει ή παρα- δείσια γαλήνη. Μπορεί. Ήρθε, έτσι κι αλλιώς, ή στιγμή νά μήν έχεις άλλη φιλοδοξία άπό τή στερνή τούτη.

Μπαρκάρησε. °Όμως, προτοΟ νιώσει πώς εϋτανε πιά πολύ αργά, γύρισε πίσω γιά μιά φορά ακόμα τά μάτια της κι αγνάντεψε τή γή πού αφήνει. ΕΙταν πρωί, δ ήλιος ρόδιζε τ' ακρογιάλια, έλυωνε σέ μενεξελιά άχνη τά βουνά. Ευλογημένη γή, απαλή σά [ΐά'^οολο νεανικό, γλυκεία σάν αμαρτία. Τό βλέμμα, της 'ίζαμπώς δέθηκε πάνω της, τεντώθηκε. Πέρα, εκεί, στά φευγαλέα κορφοβούνια, σάν κάτι ν' αναζητάει, ανή- συχο, απελπισμένο. Στό φεγγερό ορίζοντα, ιδεατή, γράφεται ξάφνου ή κορμοστασιά ενός αρχάγγελου μέ διάπλατα φτερά καΐ γυμνά γόνατα, πού σταυρώνει τά χέρια του πάνω στην κάθετη ρομφαία. Τό ανάστημα του γεμίζει τήν ανατολή, τά μάτια του φέγγουν σάν άστρα.

Ένας γλάρος πηδάει άπό τή θάλασσα φτεροκοπώντας τρομαγμένα, γράφει μεγάλον κύκλο στον αέρα, κ* Οστερα, μέ καμπύλη, άσπρη, λοξή, σβήνει τ* δράμα καΐ βουτάει στό κΟμα.

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

άλΐάγια συνοδίες, φρουρές, στρατοί.

άλμογάβαροι ένοπλοι τυχοδιώκτες Ισπανοί τοά5 μεσαίωνα.

άμιράλης γαλλ. δΠΐίΓΕί, ναΰαρ^^ος.

άντικένσωρες λατ. απΙεαεδδΟΓ, οδηγός, πρόδρομος* καιβυζαντ. τίτλος.

άρεζινάδο λατ. ΓεδίπΕίιιπι, ρετσινάτο.

άρμα Ιταλ. £ΙΓΠ1&, οικόσημο.

βάγια τροφός, θηλάστρια.

βαρλέτος γαλλ. νατίεΐ:, υπηρέτης.

βασσάλος γαλλ. ναδδαΐ, υποτελής.

βαστέρνιο λατ. Ι^ΕδΙεΓηυπι, διάδρομος.

βενέφικα λατ. Βεηείίοία, προνόμια, παραχωρήσεις.

βήλο )μχ. νείιιπι, παραπέτασμα.

βίγλα λατ. νί§^ί1ί3, σκοπιά.

βιγλάτορας λατ. νί8:ί1αΙ;0Γ, σκοπός.

βιέλλα έγχορδο μεσαιωνικό μουσικό όργανο.

βιλάνο'ς γαλλ. νίΐαίη, φτωχός άνθρωπος του λαοΰ.

βονκινάτορας λατ. Ι^ιιοίηίΐΙοΓ, σαλπιχτής.

βούκινο λατ. Ι^αοίπιιπι, σάλπιγγα.

βονργησέος γαλλ. Ι^οιίΓ^θοίδ, αστός.

γασμονλος γαλλ. 8:αδ (§:αΓςοη) και λατ. ιηαΐαδ, ό γεννημένος ΐίπύ

πατέρα Φράγκο και μητέρα Ελληνίδα. γιατέρνα ιταλ. οϊδΙεΓΠΕί, στέρνα. δουκατόροί λατ. άηο&ίοΓεδ, οδηγοί, αρχηγοί. όρονγγάριος λατ. άπιπ^^ατΐνΐδ, χιλίαρχος. εξπλοράτορας λατ. εχρΙοΓαίΟΓ, ανιχνευτής, κατάσκοπος. επιλωρίκι χιτώνιο πού φοριόταν πάνω από τό θώρακα. έράλδος γαλλ. ΙιεΓδίαΙ, κήρυκας. ζογκΧάτορας γαλλ. ]οη8:1ευΓ, ταχυδακτυλουργός. . Ιντροίτο ιταλ. ίηίΓοίΐο, διάδρομος εισόδου. καβαλάρος γαλλ. οΙιενΕΐίεΓ, ιππότης.

καββάδι περσ., ροϋχο από κετσέ' θιορακας από τό ϊδιο ύφασμα. καλλίγια λατ. αΕίΐβ^αε, είδος παπούτσια.

καλόττα γαλλ. ΟΕίοΙΙε, κάλυ^ιμα κεφαλής καθολικών παπάδων. καντσιλιέρης ιταλ. ΟΕπαεΙίετε, τελετάρχης. κα7ΐε?.άνος γαλλ. αΐιαρείαίη, παπάς, εφημέριος.

509

χ,αοίδι λατ. α&δδίδ, κράνος.

κέρκετο λατ. αίΓοίΐΟΓ, περίπολος.

κιβιτάνος γαλλ. αΙιενείΕΐπ, φρούραρχος.

κλέρης γαλλ. οΙεΓΟ, γραφιάς, γραμματικός.

κογκλάβιο λατ. αοποΐανίιιηι, συνοδός.

κοντόσταβλος λατ. οοιΠθδίΕΐ^υΙιΐΕ, στρατ. αξίωμα.

κονβοϋκλι λατ. ςιιΐ^ίοιιίαπι, θάλαμος, κρεββατοκάμαρα.

κουγκέατα ή κα.τάκτηση της Ελλάδας από τους Φράγκους.

κονλια Ιταλ. οιι^Η^• σκοπιά, έπαλξη.

κονρσος ιταλ. αοΓδΟ, λεηλασία, πειρατεία.

κούρτη γαλλ. οοιίΓϋ, αυλή, συνέδριο.

Ιίζιος γαλλ. Υιοτητη^-Υΐξ^, λατ. Ιΐΐίςιΐδ, υποτελής.

λωρίκι θώρακας.

μανονηλατα βυζαντινό νόμισμα.

μαρεσάλος ιταλ. ΓπαΓεδοί&Ιθ, στρατ. αξίωμα.

μενεοτρέλος γαλλ. ιηεηεδίΓθΙ, μουσικός και τραγουδιστής.

μεοοίρ ιταλ. ΓπεδδΪΓ, .-τροσφωνητικό, κύριος.

μιΧιαρέσι υποδιαίρεση βυζαντινού νομίσματος.

μονρχοϋτι άραβ. ιΠΕίιηΐΙ, κύπελλο, κοΰπα.

μονσάντρα τουρκ. ιπαδΕπάΓΕ, σκευοθήκη εντοιχισμένη.

μηάϊλος ιταλ. ΙίΕΐΙο, διοικητής με πολλές εξουσίες.

μηονργχος γαλλ. 13011Γ§:, πολιτεία.

νοτάριος λατ. ηοΐΕΠίΐδ, γραμματικός, συμβολαιογράφος.

ξιφάρι αιχμή τοΰ βέλους.

δμάτζίο ιταλ. οιηΕ§:ίο, φεουδαρχική υποτέλεια.

δφφικιάλιος ιταλ. ιιίίίοί&ΐε, αξιωματούχος.

δψιδες λατ. οΐίδεδ, όμηροι.

τταρλαμάς ιταλ. ρΕΓίαπίθηΙο, συγκέντρωση, συνέδριο.

παασάτζίο ιταλ. ρ&δδα§:ίο, πέρασμα.

ηέρηυρα βυζαντινό νόμισμα.

τιερσίκι βαλάντιο.

ηιττακοφόρος αγγελιαφόρος.

ηλέμτια λατ. ρ1εΙ)δ, δ λαός.

πραίτορας λατ. ρΓαεΙΟΓ, αρχηγός, στρατηγός.

τχρεβεδονρος ταλ. ρΓοννεάίΙΟΓ, προνοητής, κυβερνήτης.

ηριβιλέτζίο ιταλ. ρπνΐ1ε§:ίο, προνόμιο.

πρωτονοτάριος άρχιγραμματέας.

ηρωτοστράτορας στρατιωτικός διοικητής.

ρεσάλτο ιταλ. τεδ&ΐΐο, έφοδος.

δΙΟ

ρέτενα γαλλ. ΓεΙεπίΓ, χα?ανάρια.

ροβολάτορας ιταλ. ΓίνοΐΕίΟΓε, επαναστάτης.

ρογατόροι Ιταλ. Γθ8:£ΐΙοπ, μισθοφόροι.

σαγίο λατ. 53§:απ3, χλαμύδα, μαντΰας.

σαγιτάτορας ιταλ. 5£ΐ8:ίΐΙίΐί:οΓ6, τοξότης.

σαντάρδο γαλλ. έΙεηάαΓά, σημαία.

σενεοάλος γαλ. δέηεοΐι&ΐ, ύρχηγός του στρατού.

σέντζιο γαλλ. 5ίέ8:€, πολιορκία.

σεργέντης γαλλ. δεΓβτεηΙ:, στρατιωτικός χωρίς τίτλο ευγένειας.

σιγοννι λατ. δεβΊηεπΙιιπι, κοντό εξωτερικό ροΰχο.

σιλεντιάριος λατ. δίΙεηΐίαΓίυδ, διοικητικό άξίο)μςι.

σιλέντιο λατ. δίΐεηΐίϋπι, συνέδριο.

σχαραμάγκι περσ., εξωτερικό μακρύ ροΰχο.

σχουταράτος λατ. δουΙβΓαΙαδ, υπασπιστής.

σκουτάρι λατ. δοιιίαηηιη, ασπίδα.

αχοντί λατ. δουίει, ροΰχο.

αωχάρδι πουκάμισο.

ταβλάτο λατ. Ι£ΐ1)ΐιΐ3ΐιιιιι, κλειστός εξώστης.

τζάγρα μεγάλο τόξο (γαλλ. ατί^αΐέΐε).

τία}'ρ(ίτορας τοξότης (γαλλ. ΕΓΐ3Εΐε1:η6Γ).

τόκα γαλλ. Ιοςυε, μικρό κάλυμμα τοΰ κεφαλιοΰ

τορνέο γαλλ. ΙοαΓηοί, κονταροχτΰπημα.

τορνέζι νόμισμα κομμένο στο ΤοαΓδ.

χονρμάρχης λατ., αρχηγός της Ιαππα, στρατ. βαθμός.

χονφία λοφία.

τρ^^α γαλλ. ΐΓενε, ανακωχή, ειρήνη.

τριζουριέρης γαλλ. ΙτέδΟΓίεΓ, θησαυρό φύλακας.

τριμηουτζέτο γαλλ. ΐΓέΙ)υο1ιεΓ, πολιορκητική μηχανή.

τροβαδούρος γαλλ. ΐΓθΐιΙ)£ΐάοιΐΓ, ποιητής τοΰ μεσαιο)να.

τσαγγία περσ. -συρ., ποδήματα, μπότες.

τσάμπρα γαλλ. ο1ΐ£ΐπιΙ)Γε, κάμαρα, δωμάτιο.

τααμπρελιάνος γαλλ. οΙΐΒΐηΙ^ΓίεΓ, ό φροντιστής τοΰ ποΛατιοΰ.

φαρί άραβ. ίαπ, άλογο.

φίε γαλλ. £ίε{, τιμάριο.

φλαμπουριάρης ιππότης πού οδηγεί σέ πόλεμο στρατό με δική του

σημαία. φΧάμηουρο λατ. ΠαΕηιηιιΙαπι, σημαία. χαρτουλάρίος αυλικό καΐ στρατιωτικό αξίωμα.

511

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΣβλΙς

Α' Τ6 πέτρινο λιοντάρι 11

Β' "Ονειρο ορθρινό 19

Γ' Νυχτερινός βραχνάς 26

Δ' μοίρα τοΟ φτωχοΟ 36

Ε' Έ μάννα κ* ή καλή 44

ΣΤ' Πρώτη ανακάλυψη τοΟ κόσμου 52

Ζ' Τό μεγάλο ξεκίνημα 59

Η' Νύχτα στό βουνό 65

θ' Πολεμικό συμβούλιο 72

Γ Δέκατος τρίτος αιώνας 78

ΙΑ' Ό πρωτοστράτορας τοΟ Μυτζηθρα . 83

ΙΒ' Ή εντολή τοϋ Σγουρομάλλη 90

ΙΓ' Τό σταυροδρόμι 101

ΜΕΡΟΣ ΔΕΓΤΕΡΟ

Α' Ιστορία μιας εξόριστης (Ι) 107

Β' Ιστορία μιας εξόριστης (Π) 113

Γ' Ιστορία μιας εξόριστης (III) ,119

Δ' Πορεία προς τήν πατρίδα 125

Ε' Βσπόμνι! 135

ΣΤ' Ζητιάνος 144

Ζ' Απαντοχή 151

Η' "Ονειρο πού ξεδιαλύνει 164

θ' Ό ξένος τής πριγκηπέσσας 176

Γ Οί δυό Βιλλαρδουίνες 186

ΙΑ' Αινίγματα 198

ΙΒ' "Ανοιξιάτικο αγέρι 210

ΙΓ' Τό κάλεσμα τής λευτεριδς 220

513

ΙΛ' Μίά. φράγκ^κη βεγγέρα 234

ΙΕ' ΗίεΓΓΟ, (1θ5ρί6Γΐ:& Ιε ! 253

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΣΒλΙς

Α' Ό αποχαιρετισμός τοΟ ονείρου 269

Β' Τό παιδί πού Ιρχεται 280

Γ' Χειμωνιάτικο τραγοθ5ι 290

Δ' Δεύτερη ανακάλυψη τοΟ κόσμου 300

Ε' Ή βεγγέρα των βιλάνων 307

ΣΤ' Αξέχαστα καΐ ξεχασμένα 317

Ζ' «Σας φέρνω τήν Ανάσταση 326

Η' Πρώτη σπ(θα 334

Θ' Νεχηπι δε ά&Γ6 343

Γ Αδτός πού τα πάντα μπορεί 360

ΙΑ' Τό σύμφωνο "? 369

ΙΒ' Έ ανατριχίλα απλώνεται 381

ΙΓ' Βρυκόλακες 391

ΙΔ' Έ ώρα τών σκλάβων 400

ΙΕ' Τορνέο στην *Αχαΐα 409

ΙΣΤ' Τό κάστρο (Ι) 422

ΙΖ' Τό κάστρο (Π) 432

ΙΗ' Τό κάστρο (III) 440

Ιθ' Τό κάστρο (IV) 448

Κ' Τό κάστρο (V) 462

ΚΑ' Τό κάστρο (τέλος) . . 474

ΚΒ' Μεθεόρτια 484

ΚΓ' Ό σφαδασμός ττ)ς Μπιάνκας 489

ΚΔ' Ροβολατόροι κι αφεντάδες 498

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ 509^

514

το ΒΙΒΛΙΟ ΑΤΤΟ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ ΒΑΣ. & ΜΙΧ. ΡΟΔΗ, ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ - ΑΜΑΡΟΪΣΙΟΪ 59 - ΑΜΑΡΟΤΣΙΟΝ. ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑ- ΚΟΣΜΗΣΗ Ε. ΣΠΤΡΙΔΩΝΟΣ

Γ)

ΡΑ 5610 Τ4Ρ7 19—

ΤβΓζ&]ίθ3, Αη^θίοδ ΒβπίΘίΓίοπ Ηθ ρΓίη1ίθρθ333 Ιζ£ΐ:ηρο

ΡίΕΑ$Ε ΟΟ ΝΟΤ βΕΜΟΥΕ ΟΑΡΟε ΟΚ δίΙΡ$ ΡΚΟΜ ΤΗΙ5 ΡΟΟΚΕΤ

υΝΐΥΕκειτγ ορ τοκοντο ιιβκακυ

1 4