Skip to main content

Full text of "Neoellnik metrik"

See other formats


ΓΙΑΝΝΗ  Α.  ΣΑΡΑΑΗ 


Τ 


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ 
ΜΕΤΡΙΚΗ 


ΕΚΔΟΣΙΣ    Δ' 


ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ     ΤΗΣ     "ΕΣΤΙΑΣ,, 
Ι.      Δ.      ΚΟΛΛΑΡΟΥ        Λ      Σιας      Α.    Ε. 


(4 


/  .η     < 


^Λ 


/^ 


^ 


^'  ^  Π'5ν  γνήαιον  άντίτνπον  φέρει  την  ύπογραφψ  τοϋ  συγγραφέως. 


α^-»-, 


:^ν 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ  Β'  ΕΚΔΟΣΕΩΣ 

"Ισως  μια  δεύτερη  έκδοση  ενός  βιβλίου  «.Μετρικής^  στην 
πεζή  αντη  εποχή  τιον  περνούμε,  νά  ■&εωρεΐται  το  λιγότερο  άσκοπη, 
αν  μάλιστα  Ιξετάοη  κάνεις  την  εξέλιξη  που  ττηρε  ή  ποίηση  τα  τε- 
λευταία χρόνια,  κυρίως  έδώ  στην  Ελλάδα. 

Χωρίς  νά  ϋέλουμε  νά  κατηγορήσουμε  κάϋε  νέα  εκδήλωση  της 
τέχνης  γενικά,  δεν  παραλείπουμε  να  διαπιστώσουμε  το  φαινόμενο 
που  συμβαίνει  στον  τόπο  μας,  με  τη  μίμηση  των  ξένων  ρευμά- 
των, που  τταραξηγώντας  τις  βασικές  άρχες  καΐ  τους  σκοπούς  των, 
καταργήσαμε  κά^ε  έννοια  της  τέχνης  μ^  αποτέλεσμα  νά  μη  μπο- 
ρούμε νά  δώσουμε  κάποιο  έργο  αξίας. 

Ή  εξέλιξη  στην  τέχνη  είναι  άναπόφευχτη  καΐ  Λι  είμεθα  εν- 
τελώς ?ξω  άπό  τα  πράγματα  &ν  δεν  παραδεχόμαστε  την  Ιστορική 
αύτη  ανάγκη.  "Ετσι,  δπως  κάϋε  τέχνη,  το  ίδιο  καΐ  ή  ποίηση, 
άκολου•&ώντας  την  αναπότρεπτη  αύτη  εξέλιξη,  έζήτησε  ν'  απομά- 
κρυνση απ*  τά  καθιερωμένα  καλούπια  καΐ  τους  νόμους,  προχώ- 
οησε  δμως  πιο  πέρα  άπ'  δτι  μπορούσε  νά  περιμένη  κανείς,  κα 
ταργώντας  κάθε  δεσμό  με  την  τταράδοση  καΐ  ξανοίχτηκε  ελεύθερη 
σ'  άγνωστους  χώρους,  ζητώντας  καινούργιους  θεούς  καϊ  νέες 
Μούσες  σε  κάποιο  πρωτόγνωρον  Ελικώνα. 

"Αν  6  δρόμος  πού  ακολούθησε,  είναι  σωστός,  ίσως  νά  μην 
εϊναι  καιρός  νά  μιλήσουμε,  ούτε  δ  κατάλληλος  χώρος.  Το  μέλλον 
θά  καθαρίση  το  ζήτημα  αυτό.  'Οπωσδήποτε  δμως  μέ  την  εξέλιξη 
αύτη  πον  πήρε  ή  ποίηση  μας,  μιά  Μετρική  με  την  αμφίεση  τών 
ιάμβων  και  τών  αναπαίστων  δεν  θά  μπορούσε  νά  σταθη  στΙς 
μοντέρνες  ποιητικές  συλλογές  μ*  δλο  τον  πλούτο  της  αχαλίνωτης 
ασυδοσίας  πού  τις  διακρίνει.  Στην  περίπτωση  αυτή,  δχι  μονάχα 
δεν  θά  τολμούσε  νά  γίνη  οδηγός  κοντά  τους  και  σύμβουλος  στην 
κραιπάλη  τών  μοντέρνων  αλαλαγμών,  αλλά  θά  διέτρεχε  τον  κίν- 
δυνο νά  παρασταθη  σάν  ανεπιθύμητος  συγγενής  ασυγχρόνιστα 
ντυμένος  στη  χορεία  της  μοντέρνας  ομήγυρης,  προκαλώντας  τη 
δυσφορία  μαζί  και  το  γέλοιο. 

Ή  τιαρομοίωση  δμως  αυτή,  πού  θά  μπορούσε  νά  είπωθη  άηό 


τους  μεγάλους  καινοτόμους,  που  ζηταν  την  άτιόλντη  ελευθερία 
στην  τέχνη  και  την  κατάργηση  των  καθιερωμένων  ρν&μών  κα\ 
μορφών,  δεν  είναι  σωστή  γιατί  έχει  και  την  άλλη  της  άποψη. 

"Ενα  βιβλίο  τιου  ασχολείται  με  την  παρατήρηση,  την  ερμηνεία 
και  τη  διατύπωση  κανόνων  των  έργων  μιας  ολόκληρης  εποχής, 
που  δημιούργησε  άπειρα  έργα  τέχνης,  που  έχουν  τη  *σφραγΐόα 
τοΰ  πάντα  και  δχι  του  τώρα•»,  δπως  λέγει  δ  ΙΙαλαμάς,  δεν  μπο- 
ρεί νά  είναι  άχρηστο,  δσο  κι*  αν  ή  εποχή  τον  στέκει  αδιάφορη 
απέναντι  τον.  *Η  μελέτη  και  ή  γνώση  δλων  εκείνων  των  έργων, 
που  αιώνες  έδωσαν  την  πνευματική  τροφή  και  τήν  ανώτερη  αι- 
σθητική άτιόλανση  σε  γενιές  γενιών,  είναι  απαραίτητη,  και  κάθξ 
βιβλίο  που  σχετίζεται  και  διευκολύνει  στην  κατανόηση  τών  καλ- 
λιτεχνικών αυτών  δημιουργημάτων,  είναι  έργο  ιστορικής  σημα- 
σίας πού  δεν  πρέπει  νά  τιαραγνωρίζεται  ούτε  και  άτιό  κείνου; 
πού  έκοψαν  κάθε  δεσμό  μέ  τήν  παράδοση.  Έκτος  αυτού  ή  ζή- 
τηση τον  βιβλίου  μας  πείθει  γιά  τη  χρησιμότητα  τον  και  μας 
επιβάλλει  τη  δεύτερη  έκδοση  του. 

Μέ  τήν  πεποίθηση  αυτή  και  πώς  και  ή  νέα  έκδοση]  θά  εξακο- 
λουθή  νά  τταρέχη  τη  συμβολή  της  στους  φοιτητάς  τής  Φιλοσο- 
φικής Σχολής  καθώς  και  στους  σνναδέλφονς  γιά  τη  διδασκαλία 
τών  νέων  ελληνικών,  τήν  παρονσιάζομε  χωρίς  άλλες  φιλοδοξίες, 
άσχετα  από  τα  ρεύματα  κάθε  εποχής. 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ  Α'  ΕΚΔΟΣΕΩΣ 

Το  βιβλίο  αυτό,  βρίσχΐται  γραμμένο  άπ*  το  καλοκαίρι  τον 
1939,  άτιό  τότε  δηλ.  πον  κατατάχτηκε  το  υλικό  τον  και  ■^εωρή- 
^χε  στις  λεπτομέρειες  του,  γιατί  εΤταν  ίτοιμο  οτις  γενικές  τον 
γραμμές  από  ηρωτντερα. 

Ή  εργασία  αντη  εϊχε  την  αρχή  της  στο  σχολειό"  απ*  εκεΐ  ξε- 
λίνηοε  χωρίς  να  ηιστενω  τότε,  ηώς  Λι  τέλειωνε  εδώ. 

Όρισμένα  δηλ.  παιδιά  των  πιο  μεγάλων  τάξεων  τον  Γνμνα- 
σίον,  άπό  υπερβολική  αγάπη  πον  δείχνανε  στο  μά'&ημα  των 
Νεοελληνικών,  καταπιάστηκαν  και  με  τα  ζητήματα,  πον  άφορονν 
την  Νεοελληνική  μετρική.  "Ετσι  αρχίσαμε  στΙς  ώρες  τον  μαθή- 
ματος να  σημειώνουμε  δ, τι  τύχαινε  χρήσιμο  στην  τιερίσταση,  και 
να  το  συγκεντρώνουμε  αργότερα,  ενώ  χωρισμένα  τα  τιαιδιά  σε 
ομάδες  εργαζόντανε  ανάλογα  με  το  μέρος,  τιον  τους  είχε  άνα- 
τεθή,  εξω  άπ'  το  σχολειό.  ΑΙ*  αυτόν  τον  τρόπο  συγκεντρώθηκε 
ί'να  μέρος  απ*  το  υλικό,  που  αφορά  τα  πέντε  είδη  τών  μέτρων, 
άπό  παραδείγματα  που  συναντούσαμε  στά  σχολικά  μας  βιβλία, 
κι  εξω  άπ'  αντά,  σέ  Ιδιαίτερες  ώρες.  Σιγά-  σιγά  προχωρήσαμε 
πιο  κάτο)  ανάλογα  μέ  τις  ανάγκες  κάθε  ομάδας,  πού  αντιπροσώ- 
πευε και  ορισμένη  τάξη. 

Ή  δουλειά  βέβαια  αυτή,  δέν  έγινε  μέσα  σ*  ενα  χρόνο,  οϋτε 
σε  δνό.  Το  υλικό  αυτό  κατόπιν  συζητήθηκε  και  εξετάστηκε  δσο 
θαπρεπε,  γιά  νά  νιώσουν  τά  παιδιά  δ, τι  τά  ενδιέφερε  και  έξη- 
γήθησαν  τά  διάφορα  φαινόμενα,  πού  τό  υλικό  κάθε  τόσο  μας 
παρουσίαζε,  και  σιγά-σιγά  ξεδιαλύνοντας  δλες  τις  απορίες,  απο- 
χτήσαμε συνολική  ιδέα  γιά  τό  μηχανισμό  της  Νεοελληνικής  με- 
τρικής, οτήν  αρχή  με  άπλες  και  γενικές  γραμμές,  και  πιό  υστέρα, 
ανάλογα  καΐ  με  την  ανάγκη  της  κάθε  τάξης,  πιό  λεπτομερειακά 
χαΐ  βαθύτερα. 

"Ετσι  μοΰ  δόθηκε  ή  ευκαιρία  νά  συμπληρώσω  αργότερα  δ, τι 
δεν  θεωρήθηκε  ώς  αναγκαίο  στην  αρχή,  και  νά  ολοκληρώσω  αυτή 
την  εργασία,  πού  θεωρώ  επιβεβλημένη  την  έκδοση  της,  άσχετα 
?\ν  τό  βιβλίο  αντό  πρόκειται  ή  δχι  νά  σκεπάση  κάποιο  κενό  μέσα 


στον  κύκλο  τον.  Τό  βιβλίο  τοϋτο  αποφασίζω  » ά  το  βγάλω  σαν  μίά 
ικανοποίηση  της  παρατιάνω  δουλειάς  που  ανάφερα,  και  δ^ν  φιλο- 
δοξεί τίποτε  άλλο,  τιαρά  να  γίνη  ένας  βοηθός  των  τιαιδιών  και 
δασκάλων  στο  σχολειό. 

Σπουδαίο  βοή'&ημα  είχα  στην  δλη  μου  δουλειά,  τη  οίΝεοελ- 
ληνικη  Μετρική»  τοϋ  κ.  Θ.  Σταύρου,  που  είναι  γραμμένη  με 
τόση  μεθοδικότητα  και  σοφή  παρατήρηση.  ΤΙς  γενικές  τον  γραμ- 
μές παραδέχομαι  απόλυτα.  Επίσης  είχα  ΰπ*  όψει  τό  άρ'&ρο  της 
Μ.  Έλ.  Εγκυκλοπαίδειας  του  κ.  Λ.  Πολίτη,  καθώς  και  διά- 
φορα άρθρα  τοϋ  κ.  Γερ.  Στιαταλά  σε  διάφορα  περιοδικά,  και  με- 
ρικών άλλων,  που  εύκολα  μπορεί  κάνεις  νά  βρή  λεπτομερέστερη 
τη  σχετική  βιβλιογραφία. 

Σχετικά  με  τό  βιβλίο  τοϋ  κ.  Ή.  Βοντιερίδη  '<ίΝεοελληνικη 
Στιχουργική» ,  είμαι  υποχρεωμένος  νά  πώ,  παρ'  δλο  τό  σεβασμό, 
πον  εχω  στο  πρόσωπο  τον,  πώς  τό  θεώρησα  τέλεια  διαφορετικό 
προς  τις  πεποιθήσεις  μον,  που  εχω  απάνω  στά  ζητήματα  της 
Νεοελληνικής  Μετρικής,  και  πώς  ή  σοβαρή  δουλειά,  πού  μϊ  τόση 
αξιόλογη  γνώση  συγκέντρωσε  ό  σοφός  συγγραφέας  και  ποιητής, 
δέ  μου  φάνηκε  χρήσιμη  καθόλου  στις  κεντρικές  άρχες  της  Νεοελ- 
ληνικής Μετρικής,  και.  ηώς  ή  σοβαρή  δουλειά,  πον  με  χόαη 
αξιόλογη  γνώση  συγκέντρωσε  ό  σοφός  συγγραφέας  και  ποιητής, 
Λε. μον  φάνηκε  χρήσιμη  καθόλου  στις  γενικές  αρχές  της  Νεοελ- 
λ^}ν^υ(ής  Μετρικής,  γιατί  ό  κ.  Ή.  Βουτιερίδης  δέχεται  διαφορε- 
τική βάση  παρ'  δ, τι  έγώ  πιστεύω.  *  Αντίθετα  μάλιστα,  ξεκινών- 
τας από  άλλοιώτικο  δρόμο,  αναγκάστηκα  νά  αντιταχθώ  στις  πε- 
ποιθήσεις του  καϊ  έβαλα  στην  εισαγωγή  μου  αρκετές  σελίδες, 
αποδείχνοντας  ττώς  είναι  μιά  κακή  πλάνη,  πού  άδικεΐ  έ'να  τόσο 
σοφό  βιβλίο,  πού  εξετάζει  τόσο  πλατειά  τό  θέμα  του. 

Ευτυχώς  δ  κ.  Γερ.  Σπαταλάς  μ*  έβγαλε  απ*  τόν  κόπο,  γιατί 
μέ  πρόλαβε  τυπώνοντας  τό  βιβλίο  τον  ^Σνμβολή  στη  μελέτη  της 
Νεοελληνικής  Μετρικής»  πού  σ*  αυτό  αποδείχνει  τό  άδικο  τον 
κ.  Ή.  Βοντιερίδη  καλύτερα  άπό  δτι  διατνπώθηκε  πριν  σαν  κρι- 
τική σέ  περιοδικό,  ενώ  τώρα,  ή  κριτική  αύτη  δημοσιευμένη  πια 
σέ  βιβλίο,  μέ  ^να  τέτοιο  τίτλο,  έρχεται  σάν  απολογητής  της  αλή- 
θειας καΐ  είναι  άτιαραίτητο  βοήθημα  γιά  οποίον  θά  θέληση 
ν*  άσχοληθη  μέ  την  Νεοελ.  Μετρική.  "Ετσι  αναγκάζομαι  νά 
βγάλω  τΙς  σελίδες  αυτές  απ*  τό  βιβλίο  μον,  γιατϊ    πιστεύω  πώί 


6  κ.  Γερ.  Στιαταλας  αποδείχνει  καθαρά  τό  δ,δικο  τοΰ  κ.  Η.  Βου- 
τιερίόη,  καλύτερα  απ*  τον  καδένα. 

ΚαΙ  τώρα,  έρχομαι  σε  μερικές  αναγκαίες  εξηγήσεις,  που 
πρέπει  νά  δοϋονν  σχετικά  με  το  βιβΧίο  μον. 

Και  πρώτα-πρώτα,  προτίμησα  τον  δρο  *Μετρική»  άπ''  τον 
δρο  ^Στιχουργική*,  καίτοι  δ  δεύτερος  είναι  πιο  πλατύτερος,  και 
ϊ?ά  είχε  καλύτερη  &έση,  γιατί  δ  δρος  μετρική  είναι  καθιερωμέ- 
νος πιο  πολν  και  γίνεται  χρήαη  τον  συχνότερα.  Όπωσδήποτε 
πιστεύω  πώς  και  οί  δυο  δροι  δεν  απέχουν  πολύ,  ώστε  με  χωρίς 
καμιά  διάκριση,  νά  γίνεται  χρήση  και  των  δύο  ελεύθερα. 

Το  ταυτόσημο  σΐ  περιεχόμενο  μέτρο  και  ρυθμό  τό  ξεχω- 
ρίζω. Μέτρο  λέγοντας,  εννοώ,  τον  αρχαίο  <ιπόδα*,  έναν  ορι- 
σμένο δηλ.  αριθμό  δτονων  και  τονισμένων  συλλαβών,  που  τιαίρ- 
νει  μορφή  με  τά  σημάδια  της  παραση  μαντική  ς  τών  αρχαίων.  Τη 
φωνητική  του  αίσθηση  την  έχομε  με  τη  σημερινή  μας  τονική 
απαγγελία  τών  συλλαβών  αυτών  (τών  ποδών),  που  ανταποκρί- 
νονται στους  διάφορους  Νεοελληνικούς  στίχους.  *  Ακόμα  με  το 
μέτρο  εννοούμε  τη  μουσική  πού  αχούμε  διαβάζοντας  έναν  ορι- 
σμένο αριθμό  <αποδών•» . 

"Ετσι  λέμε  π.γ.  οί  στίχοι  αύτοι  είναι  γραμμένοι  στο  δείνα 
μέτρο,  και  λέγοντας  έτσι  εννοούμε  τό  ρυθμό  τοΰ  στίχου.  Μά 
όταν  λέμε,  <αοί  στίχοι  αύτοι  οί  *Ιαβικοι  έχουν  γοργό  ρυθμό» 
ενώ  Οί  άλλοι  αργό,  πού  κι*  αύτοι  είναι  ιαμβικοί,  είμαστε  αναγ- 
κασμένοι νά  Ξεχωρίσουμε  την  έννοια  τού  μέτρου  άπ*  τοΰ  ρυ- 
θμού. Ή  αίσθηση  αύτη  γίνεται  πιό  δυνατή,  δταν  εχουμ,ε  στι) 
σειρά  περισσότερα  άπ'  τό  ενα  μέτρα,  γιατί  τότε  φαίνεται  καλύ- 
τερα τό  κυμάτισμα  της  φωνής,  πού  προέρχεται  άπ'  τόν  τόνο. 
"Ετσι  τό  μέτρο  είναι  μιά  απλή  μουσική  φράση,  πού  γίνεται 
συνθετώτερη  και  μουσικώτερη  μή  τήν  τεχνική  επανάληψη  του. 
*Επειδή  δμως  αύτη  ή  ετιανάληψη  τών  ίδιων  μέτρων,  δσο  κι  αν 
βασικά  είναι  ή  ίδια,  στις  λεπτομέρειες  της  διαφέρει  άπ*  δρισμ,έ- 
νβς  απροσδιόριστες  εναλλαγές,  είμαστε  υποχρεωμένοι  7'ά  διακρί- 
νουμε τις  ξεχωριστές  αντές  διακρίσεις  της  μουσικής  των,  δχι  σε 
μεμονωμένα  μέτρα,  αλλά  στά  τεχνικά  σύνολα,  πού  αποτελούν  ενα 
στίχο.  Αυτές  τΙς  εναλλαγές  τοΰ  διαφορετικού  ακούσματος,  πού 
λαμβάνουμε  αίσθηση  μέ  στίχους  γραμμένους  άτιάνω  στά  ΐδια  μέ- 
τρα, τή  λέμε  ρυθμό. 

Ό    λόγος    πού    γεννιέται    αυτή    ή  διαφορά    και    ή  ευχάριστη 


τιοικιλία,  είναι  ή  διάφορη  βαρντης  των  τόνων,  και  6  σχηματι- 
σμός μέτρων  από  λέξεις,  που  δέχονται  κα'&αρά  διακριτικούς  τό- 
νους, και  από  λέξεις,  που  φτειάχνουν  μέτρα  με  τόνους  λιγότερο 
δυνατούς,  η  και  συλλαβές  άτονες  γραμματικά,  μα  τιαίρνουν  κά- 
ποιο ασθενικό  τόνο  :  οΐ  στίχοι  π.  χ. : 

Αυτό  τάστί'ρι  το  λαμπρό,  πού  πάει  κοντά  στην  πούλια, 
Άσπρογυαλίζει  ή  Ό-άλασσα,  σιονρίζουν  τά  κατάρτια, 

είναι  καμωμένοι  άτιάνω  στά  ίδια  μέτρα,  μα  ή  μουσική  τοΰ  ενός 
διαφέρει  στις  λεπτομέρειες  απ*  τον  άλλον.  Κι  δ  λόγος  είναι  δ 
εξής:  Ό  πρώτος  έχει  εξη  δννατονς  τόνους,  δ  δεύτερος  τέσσα- 
ρες. "Ολοι  δε  οί  τόνοι  στον  καδένα  είναι  εφτά,  γιατί  γίνονται 
άπό  τά  ίδια  μέτρα  πον  ζητάνε  τόνο  σε  κά^ε  ζνγή  σνλλαβή.  Μά 
αντοι  οί  τόνοι  είτε  ΰτιάρχουν  είτε  δχι,  ακούονται ,  αλλά  διαφο- 
ρετικά. "Ετσι  αν  διαβάσουμε  κομματιαστά  στους  στίχονς,  χωρί- 
ζοντας τον  κα'&ένα  στά  μέτρα  του,  '&ά  τους  ακούσουμε  έτσι : 

Αυτό  Ι  τάστέ  |  ρι  τό  |  λαμπρό  |  πού  πάει  |  κοντά  |  στην  |  που  |  ?αα 
Άσπρο  |  γυαλί  |  ζει  ή  •θ^ά  !  λασσά  |  .  σιουρί  |  ζουν  τά  |  κατάρ  |  τια. 

Με  τον  τρόπο  αυτό,  τους  ακούμε  καΐ  τονς  δυο  απαράλλαχτα, 
γιατί  άπαγγέλλονμε  τά  ίδια  μέτρα  χτυπητά  μ'  όλους  τους  τό- 
νους. Μά  δ  τόνος  τοΰ  πρώτον  στίχου  ατή  συλλαβή  «τό»  δεν 
είναι  τό  ίδιο  με  τον  τόνο  που  είναι  στη  συλλαβή  «προ».  Ό  πρώ- 
τος είναι  πολύ  αδύνατος.  Τό  ίδιο  εϊναι  αδύνατος,  και  οντε  καν 
εϊναι  γραμμένος,  στό  δεύτερο  στίχο,  ό  τόνος  της  ονλλαβής  «σα». 

Τό  διάβασμα  δμως  αυτό  έτσι  με  χτυπητά  τό  καδένα  μέτρο, 
δεν  εϊναι  σωστό"  δεν  μπορεί  ένας  στίχος  νά  διαβάζεται  έτσι. 
'Οπωοδήποτε  όμως  ό  τρόπος  αυτός  μας  πείϋει,  πώς  οΐ  δνό  αύ- 
Ίοι  στίχοι  έχουν  κοινό  γνώσισμα  και  κατά  βάϋος  είναι  οι  ίδιοι 
οέ  μουσικό  περιεχόμενο,  άσχετα  αν  διαφέρουν  σε  λεπτομερεια- 
κές αποχρώσεις.  "Ωστε  κάλλιστα  μπορούμε  νά  πούμε,  πώς  οί 
παρατιάνω  στίχοι  ανήκουν  στό  ίδιο  δεΐνα  μέτρο,  ή  είναι  στίχοι 
τοΰ  ίδιου  ρυ'&μοΰ.  Προκειμένου  δμως  νά  θελήσουμε  νά  ξεχωρί- 
σουμε την  ιδιαίτερη  διαφορά  πον  έχουν  αναμεταξύ  τους,  μπο- 
ρούμε νά  πούμε  πώς  οί  τιαρατιάνω  στίχοι  εϊναι  γραμμένοι  στό 
δεΐνα  μέτρο,  αλλά  έχουν  διαφορετικό  ρυ&μό,  ή  δτι  ό  ένας  έχει 
πίό  γοργότερο  ρυ&μό  απ*  τον  άλλο.  "Ωστε  βασικά  μπορούμε  νά 
συνταυτίζουμε  τό  μέτρο  με  τό  ρυθμό,  γιατί  εϊναι  τό  Ιδιο  κατά 
βάθος,  και    νά    τό  ξεχωρίσουμε,  δταν   θέλουμε    νά    διακρίνουμε 


λεητίς  διαφοράς  ηου  ηαροναιάζονται  σί  όμοιόμετρονς  ή  διάφο- 
ρους οτίχονς.  "Ετοι  παρακάτω  &ά  λέμε  στίχοί  ιαμβικού  π. χ. 
ρν&μον  η  μέτρου,  χο)ρις  αυτή  τη  λεπτή  όιάκριοη. 

Για  τη  συνίζηση  μιλάω  όχι  τόσο  λεπτομερειακά,  γιατί  υπο- 
θέτω, πώς  δεν  είναι  εύκολο  νά  ύπαχ&η  αε  κανόνες  χωρίς  νά 
κάνουμε  εξαιρέσεις,  που  ί?ά  ξεπεράσουν  πολλές  φορές  τους  κα- 
νόνες και  ϋά  είμεθα  αναγκασμένοι  νά  μιλήσουμε  χωριστά  για 
τις  Ιδιορρυθμίες  καθενός  ποιητή,  ώστε  δ,τι  γίνεται  στον  ε  να  νη 
αή  σύμφωνη  απόλυτα  και  στον  άλ.λο.  Ό  Σολωμός  π. χ.  κάνει  συ- 
νίζηση πολν  διαφορετική  από  ίναν  άλλο  ποιητή,  καΐ  άλλοτε  ακο- 
λουθεί ορισμένους  νόμους,  πον  κι  ό  Ιδιος  κάποτε  τονς  παρα- 
βαίνει. "Ετσι  μιλάω  άπλα  δαο  μπορώ,  γιατί  ή  λεπτομερειακή 
ανάπτυξη  και  ή  συγκέντρωση  δλων  των  φαινομένων  της  συνίζη- 
σης θα  χρειαζότανε  ξεχωριστές  πάνω  κάτω  μελέτες  για  τον  κα- 
θένα ποιητή.  Ή  ανάπτυξη  της  Νεοελληνικής  λογοτεχνίας  θα  κα- 
θορίοη  κι  αυτό  το  ζήτημα  δπως  και  τόσα  άλλα. 

Στην  εξέταση  των  διαφόρων  στίχων,  άρχισα  άπ'  τους  πιό 
αικρούς,  αν  κι  αύτοι  δεν  είναι  συχνοί,  οϋτε  μπορούν  νά  καθορι- 
σθούν πολλές  φορές,  και  τυχαίνει  ν*  ανήκουν  και  σε  δυο  διά- 
φορα μέτρα.  Τους  πήρα  δμως  έτσι,  γιά  νά  γίνη  ττιυ  φανερό  το 
εξέταομά  τους  άπ'  τους  πιό  μικρούς,  προχωρώντας  ώς  τους  πιό 
μεγάλους.  Τους  στίχους  ακόμα  δεν  θέλησα  νά  τους  ξεχωρήσο»  σε 
καταληκτικούς  καθώς  θέλουν  μερικοί  νά  τους  λένε,  σ*  αυτούς 
δηλ.  πού  τους  λείπει  στο  τέλος  μιά  συλλαβή  και  είναι  κολοβοί, 
και  άκατάλ,ηκτους  πού  τελειώνουν  σ'  ολόκληρο  μέτρο.  Σύμφωνα 
αέ  τόν  αριθμό  τών  συλλαβών,  τό  είδος  του  μέτρου,  και  τόν  το- 
νισμό τής  τελευταίας  λέξης  τοΰ  στίχου  τους  δίνω  και  τδνομα, 
γιά  να  μη  γίνονται  πιό  πολύπλοκα  τα  ζητήματα. 

Του  άμφίβραχυ  τού  άλλαξα  τδνομα,  γιατί  μου  φαίνεται  τόσο 
ανάποδο,  καΐ  τόν  είπα  μεσοτονικό,  καθώς  και  τους  άλλους  με 
την  ίδια  αναλογία  τους  βαφτίζο),  μα  ή  καθιέρωση  τους  μ'  ανάγ- 
κασε νά  μη  μεταχειριστώ  κατά  την  εξέταση  τών  τεσσάρων  στί- 
χων τό  καινούργιο  δνομα,  και  περιορίστηκα  μονάχα  στον  άμφί- 
βραχυ. Πρώτα  -  πρώτα  γιατί  τδνομα  αντουνοϋ  είναι  εντελώς 
ανάποδο  και  άδειο  σε  περιεχόμενο  —  άν  και  τών  άλλων  δεν  είναι 
λίγώτερο — και  ύστερα,  γιατί  αντόν  μερικοί  δεν  τόν  δέχονται 
σαν  ξεχωριστό  είδος,  άλλα  τόν  συνταυτίζουν  με  τό  δαχτυ?.ικό. 
*Εγώ  δμως  τόν  θεωρώ  διάφορο,  γι'  αυτό  μιά  καΐ  δίν  είναι  τόσο 


10 

γνωστός,  ας  πολιτογραφη•&ή  με  τ*  όνομα  ηον  τον  δίνω,  αν  είνα^ 
τιετυχεμένο.  Παράλειψα  ακόμα  νά  κάνω  λόγο  για  μερικούς  στί- 
χους πού  είναι  φτειαγμένοι  από  διαφορετικά  μέτρα.  01  τέτοιοι 
είναι  λιγοστοί  καΐ  κάπου  -  κάπου  καταντούν  λίγο  άμετροι. 

Κατά  την  εξέταση  των  διαφόρων  στίχων,  δεν  άκολού'&ησα 
τη  σειρά  πού  αναφέρω  πιο  κάτω,  ανάλογα  με  τ*  δνομα  πού 
εδωαα  ατόν  καϋ^ένα,  δπως  ■&άταν  σωστότερο.  Πήρα  τη  σειρά 
δπως  συνη'&έστερα  εξετάζονται  και  ανάλογα  με  τη  χρησιμοποίησα^ 
του  κα'&ενος  στην  ποίηση. 

Άπ*  τά  ποιήματα  με  τη  στα'&ερη  μορφή,  διάλεξα  τά  πιο 
τιολλά  είδη,  κι  δσα  βρίσκονται  κάπως  στη  νεώτερη  ποίηση  μας 
καΐ  πού  καλλιεργήθηκαν  περισσότερο,  δίν  και  απ*  αυτά  ελάχιστα 
είναι  πού  εγκλιματίστηκαν  τά  περισσότερα  είδη  είναι  προστιά- 
θειες  απλής  μεταφύτευσης  χωρίς  χαρποφορία. 

Την  δρ'&ογραφία  των  στίχων  πού  φέρνω  γιά  παραδείγματα 
την  τήρησα  κα•&ώς  εΐτανε  σε  διάφορες  συλλογές  απ*  δπου  τά  ττήρα. 

Κατά  την  εξέταση  των  διαφόρων  ζητημάτων  πού  απασχολούν 
το  βιβλίο  μου,  προσπάθησα  νά  μην  εκφράσω  δογματικά  και  από- 
λυτα τις  γνώμες  μου,  δπως  '&άπρεπε  σε  παρόμοιο  βιβλίο,  πον 
ασχολείται  με  τή  διατύπωση  τών  νόμων  τίάι  κανόνων  τών  με- 
τρικών φαινομένων.  Αυτό  τώχανα  με  ζην  ιδέα,  πώς  πολλά 
απ*  τά  ζητήματα  αυτά  θ*  απασχολούν  γιά  πολλά  χρόνια  εκείνους 
πού  θά  καταπιάνονται  μ*  αυτά  και  θά  λυθούν  με  την  ανάπτυξη 
της  Νεοελληνικής  Λογοτεχνίας  μας,  γιά  νά  προκύψουν  άλλα  πιο 
υστέρα.  "Ετσι  το  βιβλίο  αυτό  έρχεται  σά  μιά  συμβολή  στη  Νεοελ- 
ληνική Μετρική. 


ΜΕΡΟΣ     ΠΡΩΤΟ 

ΓΕΝΙΚΑ   ΓΙΑ    ΤΗΝ'  ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ 

ΤΗΣ  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΜΕΤΡΙΚΗΣ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΡΩΤΟ 

Α  .    ΟΡΙΣΜΟΙ 

1.  Μετρική.  Λέγεται  ή  επιστήμη  πού  εξετΓίζει  τους  νόμους 
συμφωνά  μέ  τους  οποίους  γίνονται  τα  μέτρα  απ'  τα  όποια  φτειά- 
χνονται  οί  στίχοι. 

2.  Σχίχουργικ'ή.  Λέγεται  το  βιβλίο,  πού  μας  διδάσκει  τους 
κανόνες  τοϋ  στίχου  ή  της  ποιητικί)ς  τέχνης,  Γενικώτερα  δμως 
στιχουργική  και  μετρική  για  τή  Νεοελληνική  ποίηση  είναι  το  ϊδιο 
πράμα. 

3.  Στίχος.  Είναι  ένας  ορισμένος  αριθμός  συλλαβών  σε  ρυ- 
θμικό τρόπο  βαλμένος. 

4.  Ρν'&μός.  Είναι  τό  ευχάριστο  συναίσθημα,  πού  προέρχε- 
ται άπ'  τό  κανονικό  πέρασμα  τοΰ  τόνου. 

δ.  Μέτρο.  Λέγεται  τό  ταίριασμα  ορισμένων  τονισμένο)ν  καΐ 
άτονων  συλλαβών.  Βάση  τοΰ  ρυθμού  είναι  ό  τόνος'  απαραίτητα 
δε  στοιχεία  τοΰ  στίχου  είναι  ό  ρυθμός  καΐ  τό  μέτρο.  Έφ'δσον 
δε  τα  στοιχεία  τοϋ  στίχου  εξαρτώνται  άπ'  τόν  τόνο,  καταλαβαίνει 
κάνεις  πόσο  μεγάλη  είναι  ή  σημασία  τοΰ  τόνου  στή  Νεοελληνική 
ποίηση.  Γι  αυτό  τό  λόγο  ή  ποίηση  μας  λέγεται  και  τονική,  και 
δεν  πρέπει  να  εχη  απολύτως  καμιά  σχέση  μέ  τήν  αρχαία  προσωδία. 

Εξετάζοντες  λοιπόν  τό  Νεοελληνικό  στίχο  παίρνομε  γιά  βάση 
του  τόν  τόνο.  Ό  τόνος  είν'  εκείνος,  πού  δυναμώνει  ορισμένες 
συλλαβές,  ώστε  μέ  τήν  κανονική  εναλλαγή  τονισμένων  και  άτονων 
συλλαβών,  να  έχουμε  τό  αποτέλεσμα  της  αρμονίας. 

6.  Ρν&•μός  καΙ  Μέτρο.  Καθώς  είπαμε,  εκείνο  πού  μας  δί- 
νει τό  ρυθμό  καΐ  τό  μέτρο  είναι  ό  τόνος.  Μεταξύ  ομϋ)ς  ρυθμού 
και  μέτρου  υπάρχει  διαφορά.  Ό  ρυθμός  δέν  είναι  κάτι  σταθερό 
και  ορισμένο  δπως  τό  μέτρο.  'Η.  θέση  τών  τονισμένων  συλλαβών 
πού  θα  μας  δώσουν  τή   μουσικότητα  στό  στίχο  έχει  μεγάλη  ποι- 


12 

κιλία  και  είναι  κάτι  πού  δεν  ακολουθεί  σταθερούς  κανόνες.  Το 
μέτρο  γίνεται  απάνω  σε  σταθερούς  νόμους,  πού  επαναλαμβάνον- 
ται με  μαθηματική  ακρίβεια. 

Ό  ρυθμός  είναι  ασταθής  καΐ  δεν  (ίκολουθεϊ  νόμους  υπολογι- 
σμένους και  συνταγές.  Είναι  κάτι  το  ασύλληπτο,  πού  μας  επιβάλ- 
λεται άπ'τή  διαίσθηση  τήν  αλάθητη  τοΰ  ποιητή,  κι  άπ'τή  δύναμη 
πού  έχει  να  δημιουργή  τήν  αρμονία  ενός  στίχου.  *0  ρυθμός  βρί- 
σκεται διάχυτος  μέσα  σ'  ένα  ποίημα  και  μας  ευχαριστεί  με  τή  μου- 
σικότητα τον  καΐ  έχει  κάτι  το  ξεχωριστό  και  το  κοινό  γνώρισμα 
με  τόν  ποιητή,  πού  τον  έδημιούργησε.  Οι  συλλαβές  πού  τονίζον- 
ται δεν  μπορεί  να  είναι  ορισμένες.  Διαφορετικά  ό  ρυθμός  θα  εϊ- 
τανε  πάντοτε  ό  ϊδιος,  μονότονος  καΐ  θα  εϊτανε  εύκολο  στον  κα- 
θένα να  φτεκίξη  στίχους  δπως  μπορεί  να  φτειάχνη  ό  καθένας  καΐ 
μέτρα.  Αντίθετα  απ'  τό  ρυθμό,  τό  μέτρο,  έχει  σταθερή  θέση  τό- 
νου καΐ  ορισμένη.  Ακολουθεί  κανόνες  και  παίρνει  καΐ  ονομασία 
ανάλογα  με  τή  θέση  πού  βρίσκεται  ό  τόνος.  "Ολα  τα  μέτρα  δμως 
δεν  έχουν  τους  ίδιους  αυστηρούς  κανόνες  για  τό  φτειάξιμό  τους 
και  δεν  χωρίζονται  πάντοτε  τόσο  διακριτικά  δπο)ς  άλλα.  Σε  με- 
ρικά άπ°  αυτά  ό  τόνος  μπορεί  καΐ  νά  λείψη  καΐ  τό  μέτρο  νά  είναι 
τό  ϊδιο  μ'ενα  άλλο,  πού  έχει  καθαρά  τόν  τόνο,  πού  ορίζει  ή 
ανάγκη  τοΰ  μέτρου.  "Ετσι  μπορούμε  νά  χωρίσουμε  τά  μέτρα  σε 
δυό  κατηγορίες :  σε  κείνα  πού  θέλουν  αυστηρά  στην  καθορισμένη 
τή  θέση  τόν  τόνο,  και  σε  κείνα,  πού  δείχνουν  κάποια  ελαστικό- 
τητα νά  πούμε,  και  μπορεί  νά  λείπη  άπ'  αυτά  πολλές  φορές,  ό 
τόνος.  Αυτά  τά  δεύτερα  μέτρα,  μπορεί  ακόμα  νάχουν  τόν  τόνο 
εκεί  πού  ορίζει  τό  μέτρο,  μά  πραγματικά  ό  τόνος  αυτός  νά  μήν 
εχη  τήν  ϊδια  δύναμη,  δπως  ένας  άλλος  στό  ϊδιο  μέτρο  τοΰ  αύτοΰ 
στίχου.  Άπ'  τή  διαφορά  αυτή  πού  έχουνε  οι  δυό  κατηγορίες  των 
μέτρων  μπορούμε  νά  ξεχωρίσουμε  τό  ρυθμό  άπ'τό  μέτρο.  'Αλ' 
λοιώς  μέτρο  και  ρυθμός  καταντάει  νά  σημαίνη  τό  ϊδιο  πράγμα. 

"Υστερ' άπ' αυτά  βγαίνει,  πώς  ποικιλία  ρυθμού  μπορεϊ  νά 
ύπαρξη  σε  κείνους  τους  στίχους  πού  είναι  καμωμένοι  από  μέτρα, 
πού  δεν  έχουν  τόν  αναγκαίο  τόνο  σε  κάθε  μέτρο.  "Ετσι  ό  αρι- 
θμός των  τόνων  η  των  τονισμένων  μέτρων  ενός  στίχου,  ακόμα  και 
ή  θέση  των  τόνων,  δίνουν  τή  διαφορά  της  αρμονίας  των  διαφό- 
ρο3ν  στίχων  κι  αν  ακόμα  είναι  φτειαγμένοι  από  ϊδια  μέτρα.  Αυτή 
ή  ποικιλία  της  αρμονίας  των  στίχίον  απάνω  στά  ϊδια  μέτρα  λέγε- 
ται ρυθμός. 


13 

Συμφωνά  μ' αυτοί,  θα  μπορούσε  κανείς  να  πή,  πώς  ποικιλία 
ρυθμοΰ  βρίσκεται  μονάχα  στα  μέτρα,  πού  δέν  ί>εωροΰν  αναγκαίο 
τον  τόνο  στην  αυστηρά  καθορισμένη  συλλαβή  πού  τον  δέχονται. 
Σ °  αυτά  βέβαια  ό  ρυθμός  έχει  μεγάλη  ποικιλία  καΐ  ποτέ  δέν  κου- 
ράζει με  τη  μονοτονία,  αλλά   μας   χαϊδεύει   μέ  την  αρμονία  του, 
πού  κι  αύτη  ανάλογα  μέ  το  δημιουργό  της  είναι  μικρή  ή  μεγάλη. 
Στα  άλλα  μέτρα,  μέ  την  αυστηρά  δηλ.  καθορισμένη  θέση  τοΰ  τό- 
νου, λείπει  ή  ποικιλία  τοΰ  ρυθμοΰ  καΐ  έχομε  το  κανονικό  ξαναγΰ- 
ρισμα  τοΰ  τόνου  σε  ορισμένο  χρονικό  σημείο.  "Ετσι  ή  κατά  ορι- 
σμένο χρονικό  διάστημα  επανάληψη   τοΰ   τόνου  δίνει   τήν  εντύ- 
πωση των  μέτρων,  πού  εξακολουθεί  πάντοτε  νά  είναι  ή  ίδια  έφ' 
δσον  διαρκεί  τό  αυτό  μέτρο.  Στό  σημείο  τοΰτο  ρυθμός  και  μέτρο 
δέν  διαφέρουν.   Τίποτε  δε  θά  μπορούσε  ν'  άί^άξη  τύ  ρυθμό  τοΰ 
στίχου,  μιά  και  τά  μέτρα  είναι  τά  ίδια  ποΐ'  ζητούν  αυστηρά  τόνο 
στην  ορισμένη  θέση  κάθε  μέτρου.  Μονάχα  ή  δύναμη  τοΰ  ποιητή 
μέ  τη  διαίσθηση  πού  τόν  διακρίνει,  θά  μπορούσε  νά  βρή  τρόπο 
νά  μας  μιλήση  διαφορετικο'ιτερα  και  μέ  τά  ϊδια  αυστηρά  μέτρα 
διαλέγοντας  λέξεις  πού  ξαίρει  σε  κάθε  περίσταση.  "Ετσι  μπορεί 
νά  μας  ξεγελά  καΐ  ν'  ακούμε  διαφορετικό  ρυθμό  στά  ϊδια  μέτρα 
ανάλογα  μέ  τήν  τέχνη  του.  Αυτός  θά   βρή  τρόπο  νά  μας  κάνη 
ν'  ακούσουμε  ενα  τόνο  πιό  δυνατά  από  έναν  άλλο  τού  ϊδιου  μέ- 
τρου και  μέσα  στ'  αυστηρά  καθώς  τά  είπαμε  μέτρα.  Ή  διαφορά 
λοιπόν  αύτη   της  αρμονίας,  πού   γίνεται    φανερή   στους  στίχους 
πού  είναι  γραμμένοι  σε  ϊδια  ακόμη  μέτρα  λέγεται  ρυθμός,  είναι 
δηλαδή  ή   ιδιαίτερη   μουσική  πού  κρύβεται   σ'  ενα  οποιοδήποτε 
στίχο  πού  τόν  κάνει  νά  διαφέρη  από  έναν  ά/ΐο  τον  ϊδιου  μέτρου. 
Γενικώτερα    όμως    μέτρο    και    ρυθμός   είναι   τό   ϊδιο,  ώστε  νά 
μ.τορή  νά  συνταυτιστή. 

Β'  ΕΙΔΗ  ΜΕΤΡΩΝ 

Μέ  τήν  ορισμένη  εναλλαγή  των  τονσμένίον  και  άτονίυν  συλ- 
λαβών γίνονται  τά  μέτρα,  πού  άνίίλογα  μέ  τή  θέση  τού  τόνου 
διαιρούνται  σέ  πέντε  κατηγορίες.  Σέ  Ιαμβικό,  τροχαϊκό,  άνα- 
παιστικό,  δαχτνλικό  καΐ  μεσοτονικό  '. 


1.  Μεσότονο  ή  μεσοτονικό  λίω  τό  άμφίβραχι•,  γιατί  μιά  καΐ  δέν 
ϊχονμρ  βραχία  καϊ  (ΐακρά,  είναι  ανάποδο  νά  ?.ε'με  όρους  πον  δέν  αντα- 
ποκρίνονται στά  πράγματα. 


14 

Αυτά  τα  πέντε  εϊδη  των  μέτρων  γίνονται,  τα  μεν  δυο  πρώτα, 
από  δυο  συλλαβές  καΐ  τα  λέμε  δισύλλαβα,  τα  δε  τρία  άλλα 
από  τρεις  συλλαβές  και  τα  λέμε  τρισύλλαβα. 

1.  Δισύλλαβα,  α)  Ιαμβικό  μέτρο.  Γίνεται  από  δυό  συλλα- 
βές και  έχει  τονισμένη  τή  δεύτερη,  π.  χ.  αυτό,  παιδί,  γραφτό, 
β')  Τροχαϊκό  μέτρο:  Γίνεται  από  δυό  συλλαβές  και  έχει  τονι- 
σμένη την  προ')τη,  π.  χ.  ελα,  θέλω,  γέλα. 

2.  Τρισύλλαβα,  α)  Άναπαιστικό  μέτρο.  Γίνεται  από  τρεις 
συλλοιβές  καΐ  έχει  τονισμένη  την  τρίτη,  π.  χ.  ερχομός,  βραδυνός, 
αγαπώ,  β')  Λαχτνλικό  μέτρο:  Γίνεται  από  τρεις  συλλαβές  και 
έχει  τονισμένη  την  προηη'  π.  χ.  άγγελος,  φίλος  μου,  άνθρωπος, 
γ')  Μεοότονο  η  Μεσοτονικό  μέτρο:  Γίνεται  από  τρεις  συλλαβές 
καΐεχει  τονισμένη  τή  δεύτερη  (τή  μεσαία)  π,  χ.  δρομάκι,  πηγαίνο), 
κοιλό  μου. 

Τα  μέτρα  αυτά  μπορούμε  νά  τα  παραστήσουμε  με  τα  έξης 
σημεία  πού  τα  δανειζόμαστε  απ'  τήν  αρχαία  μετρική,  γιατί  είναι 
μιά  ευκολία  σέ  μας,  άσχετα  αν  δέν  δείχνουν  τοίρα,  δ, τι  στους 
αρχαίους.  Τα  σημάδια  αυτά  είναι  τό  βραχύ  (ν-^)  και  τό  μακρό  (— ). 

Βραχεία  συλλαβή  στή  Νεοελληνική  μετρική  θεωρούμε  κάθε 
άτονη  συλλαβή.  Μακρά  κάθε  τονισμένη.  "Ετσι  τή  λέξη  «-ερχομός» 
μπορούμε  νά  τήν  παραστήσουμε  ^^—.  τή  λέξη  «^θέλω»  — ^  κλπ. 

Δίνοντας  τά  σημεία  αυτά  αδιαφορούμε  αν  πραγματικά  μιά 
συλ>.αβή  είναι  βραχεία  ή  [ΐακρά  σύμφωνα  μέ  τους  κανόνες  της 
γραμματικής  ή  τους  κανόνες  της  αρχαίας  μετρικής.  "Ετσι  άπλα 
κάνοντας  ί^'να  παραλληλισμό  συσχετίζουμε  τά  πράγματα  μέ  ξεχω- 
ριστή βάση,  τον  τόνο  δηλ.  δπως  είπαμε  και  παραπάνω.  Μερι- 
κοί προτιμούνε  απλώς  μιά  ευθεία  γραμμή  (— )  καΐ  γιά  διάκριση 
της  τονισμένης  συλλαβής  βί'.νουν  μιά  δξεΤα.  Θέλοντας  δηλ.  νά 
παραστήσουν  τή  λέξη  σι'ιμερα,  γράφουν  2. ,  τή  λέξη  κα- 
λός,   ί.  κ. λ. π. 

Τά  σημεία  αυτά  από  μιά  μεριά  είναι  κάπως  καλύτερα,  γιατί 
δέν  έχουν  σχέση  μέ  τά  μακρά  και  βραχέα  της  αρχαίας  μετρικής. 
Είναι  δμως  πιο  δύσκολα  στην  πράξη  και  μπορούμε  μέ  τόν  πρώτο 
τρόπο  καλύτερα  νά  χωρίσουμε  τά  μέτρα.  "Επειτα  γιά  έ'να  νεοέλ- 
ληνα τό  βραχύ  (  ^  )  και  τό  μακρό  (  — )  είναι  προτιμότερο  γιατί 
μαθαίνει  τά  άρχαϊίΐ  δνόιιατα  τών  μέτρων  μαζί  μέ  τήν  παρά- 
σταση τους. 

Σύμφο3να  μ'  αυτά,  άπ'  ρδώ  καΐ   πέρα,  κάθε   άτονη   συλλαβή 


1Γ) 

θ•Ί  τή  λέμε  βραχεία  καΐ  θα  τή  παραστένουμε  μ'  αύτο  το  σημ((δι 
( ν-^ ),  και  κάθε  τονισμένη,  θα  τή  θεωρούμε  μακρά  και  θα  την 
παρασταίνουμε  [ΐ'  αυτό  (  —  ). 

"Ετσι  κίίλλιστα  μπορούμε  με  τα  σημάδια  αυτά  νά  παραστι']- 
σουμε  ενα  στίχο  καΐ  νά  νοιώσουμε  καλά  τον  αριθμό  και  τις  το- 
νισμένες ή  άτονες  συλλαβές  του. 

Π.  χ.  τό  στίχο  :  Τοϋ  σπαθιοϋ  τήν  τρομερή 
τόν  παρασταίνουμε  ^  ^  —  ^_/  ^  ^  _  . 

Τοίρα,  γιατί  δε  βάλαμε  και  γιά  την  πρώτη  και  τέταρτη  συλ- 
λαβή τό  σημάδι  της  τονισμένης  συλλαβής,  αυτό  θα  τό  ποΰμε 
ΐϊαρακ(ίτω. 

Μέ^  μέτρα ',  πού  αναφέραμε,  φτειάχνοντοα  οί  στίχοι.  Συμ- 
φωνά δε  μέ  τή  διαίρεση  των  μέτρων  και  με  τήν  ονομασία  πού 
δώσαμε  σ'  αυτά,  ονομάζονται  οί  στίχοι.  Και  κείνοι  πού  φτειά- 
χνονται  (Όιό  τροχαϊκά,    λέγονται  τροχαϊκοί,  ιαμβικοί,  κλπ. 

Στην  ονομασία,  δε  θά  παραλείψουμε  και  τόν  αριθμό  των 
συλλαβών,  καθώς  και  τόν  τονισμό  της  τελευταίας  λέ^ης  τοϋ  στί- 
χου και  τους  χωρίζουμε  καθώς  και  τά  μέτρα  παροιπάνω,  σε  Ιαμβι- 
κούς, τροχαϊκούς,  άναπαιστικούς,  δαχτυλικούς,  και  μεσοτονικούς, 
χωρίς  νά  ζητούμε  νά  Ιφαρ[ΐόσουμε  τους  κανόνες  της  αρχαίας, 
στη  Νεοελληνική  μετρική,  γιατί  ριζικά  διαφέρουν  μεταξύ  τους, 
έχοντας  ή  κάθε  μιά  ξεχωριστή  βάση.  Τά  ονόματα  δε  ίαμβος, 
τροχαίος,  ανάπαιστος,  δάχτυλος,  τά  παίρνουμε  συμβατικά  γιατί 
μπορεί  νά  γίνη  ή  συσχέτιση  μεταξύ  τους  παίρνοντας  τό  άτονο, 
βραχύ  καΐ  τό  τονισμένο  μακρό,  χωρίς  νά  λάβουμε  ύπ'  δψει  μας, 
^ν  τό  δικό  μας  βραχύ  ή  μακρό  προφερότανε  τό  ϊδιο  άπ'  τους 
αρχαίους  *. 


1.  Τά  μέτρα  τά  λένε  μερικοί  και  πόδες,  δπως  και  στην  αρχαία 
μετρική. 

2.  θά  μπορούσαμε  σχετικά  μέ  τά  ονόματα  αυτά,  δπως  αλλάξαμε 
τόν  άμφίβραχυ,  ν'  αλλάξουμε  καΐ  τους  άλλους,  γιατί  ή  λέξη  ίαμβος, 
τροχαίος  κλπ.  δέν  σημαίνει  τίποτε  στή  γλώσσα  μας,  ούτε  μας  λέει 
τίποτε  γιά  τήν  πρώτη  καταγοιγή  τοϋ  στίχου,  δπως  στους  αρχαίους. 
(Ιαμβίζειν  =  ιόν  βάζειν  =  λαλεΐν  κακούς  λόγους,  λοιδορεΐν  κλπ.  τό  ϊδιο 
και  ό  τροχαίος  κλπ.).  Γιά  μας  σήμερα  ή  λέξη  ίαμβος,  τροχαίος,  ανά- 
παιστος, δάχτυλος,  είνοι  συμβατική.   ΆντΙ  αυτών   θά   προτιμούσα  τις 


16 

Γ  Ο  τονισμός  ΣΤΗ  ΣΗΜΕΡΙΝΗ  ΠΟΙΗΣΗ 

Στην  νεώτερη  ποίηση,  δεν  πρέπει  απαραίτητα  νά  θεωρούμε 
κάθε  λέξη  πού  έχει  τόνο  (οποίος  και  νάναι  αυτός  δξεϊα  ή  περι- 
σπωμένη) σαν  τονισμένη.  Πολλές  φορές  ό  τόνος  βρίσκεται  χωρίς 
νά  δίνη  στη  λέξη,  πού  τον  εχέι,  το  δυνάμωμα  της  φωνής.  Βρί- 
σκεται έκεϊ  χωρίς  νά  εχη  καμιά  αξία.  Είναι  το  ϊδιο  σάν  νά  μην 
ΰπάρχη.  Έτους  στίχους  τους  παρακάτο)  π.  χ.  τοΰ  Καρυωτάκη. 

Για  τή  ζωή  σου  μούλεγες, 
.γιά  το  χαμό  της  νιότης. 

01  λέξεις  γιά,  ττ)  στον  πρώτο  στίχο,  καθώς  καΐ  στο  δεύτερο 
γιά,  τό,  της,  έχουνε  τόνο,  μά  ό  τόνος  τους  καθόλου  δέν  ακούε- 
ται και  δέ  διαφέρουν  άπ'  την  άτονη  λέξη  τοΰ  πρώτου  στίχου 
«σον».  Κανένα  δυνάμωνα  της  φωνής  δέν  •χκούεται,  δταν  τΐ: 
προφέρουμε.  Ή  φωνή  μας  σταματάει  και  ξεχωρίζουν  χτυπητά 
οι  συλλαβές  "ή,  μού,  μό,  και  νιό.  Ή  τέταρτη  δηλ.  συλλαβή  καΙ 
ή  έ'κτη  και '  στους  δυο  στίχους.  Τέτοιες  λέξεις,  πού  έχουν  τόνο 
στην  ποίηση  μας,  θεωρούνται  δμως  σάν  άτονες,  είναι   αρκετές. 

Τα  αρϋρα :  χον  -  τόν  -  των  -  τους  -  της  -  την  -  τάς  -  τό  -  τά» 

Οί  προθέσεις  :  7ΐ^ός  -  ηρό  -  γιά  -  άηό  κλπ. 

01  αννδεσμοι :  μέ  -  δέ  '  μέν  -  και  -  &ν  κλπ. 

Οί  αντωνυμίες :  μοϋ  '  μέ-αύ  '  αοϋ  -  <τέ  -  τον  -  τόν  -  τήν  - 
τό  "  μάς  -  αάς  κλπ. 

Ακόμα  τακλιτα,  οάν  -  ^ές  -  '&'έ  '  ύΈνά  -  τονέ  -  τις  -  ηον  τό 
αναφορικό,  πον  τό  εροηηματικό,  ηώς  τό  ειδικό,  πώς  τό  Ιρο)- 
τΓΐματικό  '  κλπ. 


παρακάτω  ονομασίες  πού  τα  ϊδια  ονόματα    μι/κ»ϋν   γι*  αυτά  τά    πρά- 
γματα, άν  καΐ  οί  οροί  έχουν  καθιερο)θή. 

—  Πρωτότονος  Γ)  πρωτοτονικός  δισύλλαβος 

...  -  Δευτερότονος  ή  δευτεροτονικός  δισύλλαβος 

-  ^  ^  ΙΙρωτότονος  ή  πρωτοτονικός  τρισύλλαβος 
^  -  ^  Μεσότονος  ή  μεσοτονικός  τρισύλλαβος 

^  ^  -  Τριτότονος  ή  τριτοτονικός  τρισύλ^.αβος. 

1.  Μερικές  φορές  ί>ά  μπορούσε  κανείς  νά  δεχτή  ορισμένες  άπ'  τις 
παραπάνω  λέξεις,  σάν  τονισμένες,  δπως  τό  ερωτηματικό  πώς  χαϊ  ποϋ 
κ.  ά.  Τοΰτο  το  ζητάει  πολλές  φορές  τό  μέτρο  τοΰ  στίχου,  ακόμα  και 
τό  νόημα  και  φαίνεται  πιό  καίσαρα  στην  απαγγελία. 


17 

Δ'  ΟΝΟΜΑΣΙΑ  ΣΤΙΧΟΥ 

Στίχος  λέγεται  ένα  μέτρο  ή  καΐ  περισσότερα.  'Γό  μέτρο  αυτό 
Γ|  τα  μέτρα  μπορεί  νάναι  ένα  άπ'  τα  πέντε  πού  αναφέραμε.  Το 
είδος  δ^ν  έχει  καμιά  σημασία*  αρ^ιεΐ  ναναι  γραμμένο  σε  μια 
γραμμή.  Επειδή  δε  τα  μέτρα  διαιρούνται  σε  δισνλλοφα  καΐ 
τρισύλλαβα,  δε  μπορούμε  νάχουμε  στίχους  λιγο)τερο  ('ιπό  δυο 
συλλαβές. 

"Ωστε  ό  στίχος  γίνεται  από  ένα  μέτρο  >)  και  περισσότερα. 
Άπό  δυό  συλλαβές  δηλ.  και  πάνω,  μέχρι  τΙς  δεκαπέντε  συνήθως. 

Το  δνομά  του  δέ  κάθε  στίχος  το  παίρνει  «'ίπό  τρία  πράγματα : 

1)  «π'  το  είδος  τού  μέτρου, 

2)  απ'  τόν  αριθμό  των  συλλοιβών  ή  των  μέτρων  ', 

3)  απ'  τή  θέση  τού  τόνου  στην  τελευταία  λέξη  τού  στίχου. 
"Ετσι  αν  ένας  στίχος    είναι  φτειαγμένος  άπό  μέτρα   ιαμβικά, 

λέγετοα  Ιαμβικός,  αν  άπό  τροχαϊκά,  τροχαϊκός  κλπ. 

"Αν  ό  στίχος  Ιχη  δέκα  συλλοιβές  λέγεται  δεκασύλλοφος,  αν 
δεκαπέντε,  δεκαπεντασύλλαβος*  κλπ. 

"Αν  εχη  τόν  τόνο  στη  λήγουσα  της  τελευταίας  λέξης,  λέγεται 
όξύτονος,  αν  στην  παροιλήγουσα,  παροξύτονος,  στην  προπαροιλή- 
γουσα,  προπαροξύτονος. 


1.  Οί  άνοϋίοιστικοί,  δακτυλικοί  και  μβσοτονικοί,  παίρνουν  τ'  δ- 
νομά  τους  άπ*  τόν  αριθμό  των  μέτρων  κι  δχι  των  συλλαβών.  "Ετσι  άν 
ένας  άναπαιστικός  στίχος  .π.  χ.  γίνεται  άπό  τρία  μέτρα,  λέγεται  τρίμε- 
τρος  άνουιαιστικός,  άν  άπό  τέσσερα,  τετράμετρος  κλπ.  Χχβτικά  μ'  αυτά 
θα  πούμε,  δταν  εξετάσουμε  ξεχωριστά  ένα  -  ενα  στίχο. 

2.  Στην  ποίηση  πούναι  γραμμένη  στην  καθαρεύουσα  βρίσκει  κα- 
νείς κοί  στίχους  (.«ονοσύλλαβονς,  δπως  οί  παρακάτω  : 

Ζεΰ 

δός 

φβϋ 

φως. 

Δός 

οδν 

φως 

νουν 

Σΰ 

δς 

βΐ 

φως. 


18 

Ε'  στίχος  και  ΣΤΡΟΦΗ 

"Οπως  απ'  τα  μέτρα  γίνονται  οι  στίχοι,  έτσι  απ'  τους  στί- 
χους γίνονται  οί  στροφές.  "Ωστε  στροφή  είναι  ταίριασμα  δυο  ή 
περισσοτέρων  στίχων  πού  έχουν  μεταξύ  τους  τον  ϊδιο  ρυθμό  συ- 
νήθως και  αποτελούν  ενα  ξεχωριστό  καΐ  αρμονικό  σύνολο.  Πόσοι 
μπορούν  να  είναι  οί  στίχοι  αυτοί,  πού  θα  αποτελέσουν  τις  διά- 
φορες στροφές,  θα  ποΰμε  παρακάτω,  εξετάζοντας  μια  -μια  καλύ- 
τερα. Έδώ  απλώς  φέρομε  παράδειγμα  για  να  μη  συγχέεται  ή 
έννοια  τοϋ  στίχου  καΐ  της  στροφής. 

1.  Παραδείγματα  ατίχων : 

Κλαίνε  τα  μάτια 

Κ,    Καρυωτάκης 

Ό  ήλιος  το  πρω'ϊ 

Κ,   Χατζόπουλος 
Εμάς  μεθά  ή  ομορφιά 

Ι.    Γρυηάρης 

Έδώ  στην  έρημη  πηγή 

Λ,    Πορφύρας 

Στων  Ψαρρών  τήν  ολόμαυρη  ράχη 

Δ .   ΣοΧωμός 
Κορώνα  τών  επιστημών,   θαυματουργή  χημεία 

Κ,    Παλαμάς 
Στα  δειλινά  τά  πένθιμα  καΐ  φθινοπωρινά 

Κ,    Ουρανής 
Άπό  θεούς  καΐ  ανθρώπους  μισημένοι 

Κ,   Καρυωτάκης 

Έβγάτε  αγόρια    στο  χορό,    κοράσια  στά  τραγούδια 

Δημοτιχό 


Οί  στίχοι   δμως  αυτοί  θά  μπορούσαν  νά    γράφουν    χωρισμένοι  σέ 
δισύλλαβα  μέτρα  ή  Ιαμβικά,   ή  καΐ  τροχαϊκά.  "Ετσι  δηλ. 
Ζευς     δός       —  ^  Ζεϋ     δός        ^  — 

φεϋ      φώς      —  ^      ή       φεϋ     φώς       -  — 
Δός      οΰν       —  ^  Δός     ουν       « — 

φώς     νουν     —  >^  φώς     νουν     — 

*0  στιχουργός  τους  δμως  τους  ήθελε  μονοσύλλαβους.  "Οπωσδή- 
ποτε δέν  μπορεί  νά  λογαριαστούν  της  προκοπής.  Φαίνεται  καθαρά 
πόσο  πασχίζει  ό  ποιητ»|ς  νά  βρή  δλο  μονοσύλλαβες  λέξεις  καϊ  δέν  κά- 
νει τέχνη  έδώ,  άλλα  ένα  ρυθμικό  παιχνίδι  καΐ  τίποτε  περισσότερο. 
Αυτό  για  τήν  ποίηση  πούναι  γραμμένη  στή  δημοτική  μας  γλώσσα  θά 
εϊτανε  αδύνατο,  γιατί  δε  θά  μπορούσε  κανείς  ν'  άραδιάση  τόσες  μο- 
νοσύλλαβες λέξεις  στή  γραμμή.  "Ωστε  ούτε  λόγος  νά  γίνεται  γιά  μονο- 
σύλλαβο στίχο. 


19 

"Ολοι  αύτοΙ  λέγονται  στίχοι  και  γράφονται  σε  μια  γραμμ.',, 
άσχετίΐ  αν  δ^ν  έχουν  δλοι  αναμεταξύ  τους  τον  Ίδιο  αριθμό  συλ- 
λαβών, Γ|  αν  δρν  είναι  γραμμένοι  απάνο)  στο  ϊδιο  μέτρο  ϊ)  αν  δεν 
έχουν  στην  τελευταία  λέξη  τους  τόνο  στην  ϊδια  συλλαβή.  "Αν 
συιιφωνοϋσαν  σ'  δλα  τοϋτα,  δέ  θα  μπορούσαμε  νάχουμε  στίχους 
μ?  τΙς  διάφορες  ονομασίες  πού  δώσαμε  παρπάνω. 

Παραδείγματα  ατροφών  : 


Αύγούλα,   αύγούλα  πικραμένη, 

γιά  μια  καρδιά  πού  δεν  προσμένει. 


Τ.    "Αγρας 


"Επειτα  ενώ,  με  βλέφαρα  κλειστά, 
τό  φευγαλέο  της  δράμα  κρατά, 
σηκώνεται  να  πάει  στο  περιβόλι. 

Κ,    Καρυωτάκης 

θέλω  οί  θαμπές  μου  θύμησες  στο    βάθος  να  περνούνε 
σαν  τΙς  κοπέλλες  τοϋ  χωριού  κ'  εκείνες*  νάχω  γείρει 
στή  γριάν  ελιά  μας"  να  γρικώ  σκυφτός  ν'  αχολογούνε 
τά  γέλια  τους  άπ'  της  ζωής  μακριά  τό  πανηγύρι. 

Λ.    Πορφύί^ας 
Ανάβει  ή  μέθη  και  γυρνά 
μέ  ξέχειλο  ποτήρι 
θρηνούνε  τά  όργανα  βραχνά 
και  συσμιχτή  βουή  περνά 
και  τρικυμίζει — όξω  νοΰ  !  τό  πανηγύρι. 

/.    Γρνηάρης 

"Ολα  αυτά  τά  ποιριιπάνω  ξεχωριστά  κομμάτια  πού  είναι  κα- 
μωμένα από  δυο,  από  τρεις,  από  τέσσερες  ή  και  από  περισσο- 
τέρους άκόιια  στίχους  λέγονται  στροφές.  Πιο  πολλά  γιά  τις  στρο- 
φές θά  ποϋμε  πιό  κάτω  εξετάζοντας  κά•θε  μιά  χωριστά. 

ΣΤ'  ΣΥΝΙΖΗΣΗ 

"Οταν  διαβάζουμε  έ'να  στίχο,  πρέπει  νάχουμε  ύπ'  δψει  μας 
ορισμένες  προϋποθέσεις  γιά  νά  τόν  διαβάσουμε  σωστά.  Διαφο- 
ρετικά ό  στίχος  χάνει  τΐ)  μουσικότητ*!  του  καΐ  γίνεται  χειρότερος 
ακόμα  κι  ά.τ;'  τόν  πεζό  λόγο,  γιατί  χτυπα'ει  πολύ  άσχημα  ενα  λά- 
θος, πού  κάνει  ό  ανήξερος  αναγνώστης  διαβάζοντας  κάποιο 
ποίημα,  επειδή  τ'  αυτί  μας  έχει  συνηθίσει  πιά  στο  ρυθμό  καΐ 
ενα  απότομο  κόψιαό  του  φαίνεται  πολύ  καθαρά,  σάν  σκοντάψη 
ή  ταραχτή  ακόμα  ό  ρυθμός. 


20 

Τέτοια  λάθη  βέβαια,  γίνοντοΜ.  από  τελείως  ανίδεους  καΐ  άμου- 
σους  ανθρώπους  καΐ  προ  πάντων  άπ'  τα  παιδιά  στο  σχολείο,  που 
τ'  αυτί  τους  δεν  είναι  συνηθισμένο  στο  ρυθμό.  Για  ν'  αποφύ- 
γουμε τα  λάθη  αυτά,  καΐ  νά  κάνουμε  πραγματικά  ενα  ποίημα 
μουσική,  πρέπει  νά  προσέξουμε  κατά  το  διάβασμα  την  ένωση 
δυο  φωνηέντων,  πού  βρίσκεται  το  Ινα  στο  τέλος  μιας  λέξης  και 
τ'  άλλο  στην  αρχή  της  αμέσως  επομένης,  η  κι  όταν  ακόμα  βρί- 
σκωνται  δυο  ή  τρία  φωνήεντα  μαζί,  μέσα  στην  ϊδια  λέξη. 

Το  κακό  διάβασμα  πού  γίνεται  δταν  έχουμε  νά  προφέρουμε 
δυό  ή  περισσότερα  φωνήεντα  μαζί,  πού  χαλάει  τό  ρυθμό  του 
στίχου,  τό  αποφεύγουμε  με  τη  συνίζηση.  Έδώ  δεν  μπορεί  νά 
γίνη  λόγος,  φυσικά,  δταν  τά  φωνήεντα  αυτά  λείπουν  η  τό 
ενα  η  τ'  άλλο  με  την  έκθλιψη  ή  την  κράση  πού  μας  μαθοάνει 
ή  γραμματική,  δπως  π.  χ.  σ'  άφησα,  άπ'  εξω,  μούτυχε,  τό- 
ξερα  κλπ. 

Ή  συνίζηση  έχει  τό  λόγο  δταν  στό  στίχο  βλέπουμε  και  τά 
δυό  φωνήεντα  γραμμένα  καί  πρέπει  έμεϊς  νά  βάλουμε  τά  πρά- 
γματα στη  σειρά  τους,  γιά  ν'  άπαγγελθη  σωστά  ό  στίχος  και  νά 
(ΐετρηθη.  Τοΰτο  μας  είναι  απαραίτητο  νά  τό  ξέρουμε,  γιατί  τις 
πιό  πολλές  φορές  τά  παιδιά  στό  σχολειό,  δταν  θέλουν  νά  μετρή- 
σουν ενα  στίχο  βγάζουν  τό  δεκαπεντασύλλαβο,  δεκαεξασιλν.αβο, 
ή  δεκαεφτασύλλαβο  κλπ.  διαβάζοντας  τά  δυό  φωνι'ιεντα  χωριστά 
τό  καθένα  σάν  δυό  χωριστές  συλλίΐβές  καθώς  μάθανε  στη  γραμ- 
ματική. Μά  ή  γραμματική  δέν  έχει  θέση  έδώ,  γιατί  πο/^.ές  φο- 
ρές μας  λέει  διαφορετικά  πράγματα  άπ'  δτι  ζητάει  ή  μετρική 
και  δέχεται  συνίζηση  σέ  συλλαβές  πού  ή  μετρική  στην  ποίηση  τΙς 
παίρνει  σά  μιά,  αδιαφορώντας  αν  κάποτε  ήσαν  και  διαβάζονταν 
σάν  δυό.  Τέτοιες  συλλαβές  είναι  στις  λέξεις  :  βραδιά — παιδιά — 
άγκίχλιά^ — αναποδιά — σχολειό — ματιά — αμυγδαλιά — κυδο)νιά — ρι- 
ζιμιό— άπανεμιά — αργαλειός — ποιλιός — κι  ενα  σωρό  άλλες.  Έδώ 
δέν  θά  πρέπη  νά  θεωρήσουμε  τό  γλωσσικό  τοΰτο  φαινόμενο  σάν 
συνίζηση,  γιατί  καμμιά  άπ'  τις  λέξεις  αυτές  στην  καθημερινή 
μας  γλώσσα  δέν  μπορεί  νά  διαβαστή  μέ  ξεχωριστά  τΙς  δυό 
συλλαβές. 

Στό  σχολειό  μονάχα  μπορούν  νά  διδαχτούν  τά  παιδιά,  από 
παλιά  συνήθεια  της  καθοιρεύουσας  τήν  αναποδιά  αυτή  πού  διδά- 
σκει ή  γραμματική.  Ποτέ  δμο)ς  δέ  θά  προφέρουν  ξεχωριστά  τις 
δυό  συλλαβές.  "Αν  τούτο  γινότανε,  θά  καταντούσε  τό  πράγμα  γε- 


21 

λοϊο'  ή  αγκαλιά,  μνγδαλια,  άπανεμιά,  να  γίνη  άγκαλί — α,  μυγ- 
δαλί — α,  απανεμί — α. 

Μα  αν  γι'  αντές  τις  λέξεις  καΐ  για  ένα  σωρό  άλλες  το  πρά- 
γμα γίνεται  γελοίο,  για  άλλες  λέξεις,  δμοια  πολλές,  θάτανε  ακατα- 
νόητο, αν  ό  αργαλειός  γινότανε  αργαλει — ός  η  ό  παλιός,  πάλι — ός. 

Συμφωνά  μ'  αυτοί,  πρέπει  να  προσέχουμε  που  πρέπει  να  ζη- 
τούμε τη  συνίζηση.  "Οσες  συλλοφές  διπλές  στην  καθημερινή  μας 
κουβέντα  τις  προφέρουμε  σαν  μια  συλλαβή,  πρέπει  έτσι  να  τΙς 
θεωρούμε,  γιατί  τΙς  επέβαλε  ή  ανάγκη  της  γλώσσας  μας,  πού  ζη- 
τ(ίει  την  απλοποίηση  και  γρηγοράδα,  μια  και  σ'  αύτη  τη  γλώσσα 
γρίίφονται  τα  ποιητικά  έργα,  πού  εξετάζει  ή  νεοελληνική  στιχουρ- 
γική. Οι  συλλαβές  αυτές-  είναι  το  Τδιο  δπως  καΐ  οι  δίφθογγοι. 

1.  Παραδείγματα  συνίζησης  : 

Τά  ακαβωμένα  σου  έξεχείλιζαν  μαλλιά 
Κ'   Ί]  χειμωνιάτικη  τά  χάιδευε  αντηλιά 

Λ .    Πορφύρας 
"Αν  εχη  ό  τάφος  όνειρο,  τί  όνειρα  νά  βλέπΐ]. 
Μοΰ  το  ξεφρύγει  ΰταν  διψώ  και  ζώ  μ'  ένα  μερμΐ)γκι. 

Α,   ΒαΙαωρίνης 
Δέ  γνωρίζει  άπό  γεράματα  ή  ψυχή  μου. 

"Οτι  άπό  σέ  άποθΰμησα  και   γύρεψα  και  πήρα 

Κ,   Παλαμάς 
Τ  ολόχρυσο  άπό  μάλαμα,  και  πίφτει 

Ο.   Μηβκες 

"Αγάπα  δτι  μας  έμεινε  και  σύ,  κι'  δσο  τ*  αξίζει 

^^  ^^  Τ,    "Αγρας 

Λαμπάδες  δυο   ανάφτει  εκείνη 

Έγώ  είμαι  ό  Τρύφων,  δόξα  μου  !  πού  πήρα. 

/.   Γρυπάρης 

Γιατί  τότε  πού  ή  Ήλεκτρα  άκουσε  τή  Μοίρα 

ΦώσποΧος 
(Μετ.  Καλοσγούρου) 

Τώρα  άποφασίσανε  κ'  έκάμανε  συνθήκη 

ΔημοτίΜο 

Κι'  άπό  τό   πέλαο  πού  πατεί  χωρίς  νά  τό  σοΐ'φρώνΐ] 

Βόηί^α   ί^εά,  τό  τρυφερό  κλωνάρι  μόνο  νάχω 

Α,    Σολωμός 


22 

Κείνο  πού  πάη  κ'  έπεσε,  έβγήκε  άπό  τΙς  έννοιες. 

Δημοτικό 
Προβαίνει  ό  ήλιος  στα  βουνά  και  μια  θερμή  του  αχτίδα 

Α,  Βαλαωρίτης 
Σ'  έσέ  γελάει  τό  πλιό    μεγάλο  αστέρι 

Στ.   Μαρτζώχης 
Γιατί  αν  άπό  τό  στόμα  σου  τήν  πάσα  αλήθεια    μάθω 
Τό  δεύτερο  τόν  σκότωσε  ή  άσπλαγχνιά  τ'   άνθρωπου 

Ι.  Βηλαράς 
Μούγκρισε  απάνω  ύ-ψώνοντας  τό  χέρι 
Και  ισκιώνουν   κι'  δλο  Ισκιώνουνε  τα  πλάγια  χαμηλά. 

Κ,  Χατζόπουλος 
Κι*  άπ*  τόν  καρπό  σου  έστάλαζε  ουράνιο  δάκρυ  ή  Λήθη 

Γ.   Μωραϊτ  ίνης 
Ό  κήπος  είμαι  πού  ερεινε  χρόνια  πολλά  στΐ|ν  ϊδια 

Κ,   Καρυωτάκης 

Άπ'  τα  παραπάνω  παραδείγματα  βγαίνει,  πώς  ή  συνίζηση 
μπορεί  νά  γίνη,  δταν  τα  δυο  φα)νήεντα  είναι  άτονα,  η  τό  ενα 
τονισμένο  και  τό  άλλο  άτονο,  ή  και  τα  δυο  τονισμένα  ακόμα. 
Πολλές  φορές  βρίσκονται  και  τρία  φωνήεντα  συνέχεια,  τα  όποια 
παίρνονται  σαν  δυο  συλλαβές  και  άλλοτε  σαν  μια.  Λυτό  εζαρτά- 
ται  άπ'  τήν  ανάγκη  πρό  πάντων  τοΰ  στίχου  και  είναι  άπ'  τ'  ά- 
γραφα δικαιώματα  τοΰ  ποιητή,  δπως  και  τό  πότε  νά  κάνη  Ι)  δχι 
συνίζηση  μέσα  στην  ϊδια  λέξη.  Αυτά  δεν  μπορούν  απόλυτα  νά- 
ναι  καθορισμένα,  οΰτε  είναι  εύκολο  νά  μπουν  σέ  κανόνες.  Με 
τήν  ανάπτυξη  της  Νεοελληνικής  μας  λογοτεχνίας  σέ  κατάλληλο 
καιρό  θά  εξετασθούν  πιό  ειδικώτερα  αυτά  τά  ζητήματα. 

Ζ'  δυνατός  και  αδύνατος  ΤΟΝΟΣ  > 

Έκτος  άπ'  τή  συνίζηση,  απαραίτητο  είναι  νά  ξαίρουμε  ακόμα 
γιά  τό  σωστό  διάβασμα  τοΰ  στίχου  και  κάτι  άλλο.  Είχαμε  πεϊ 
πιό  μπρος,  πώς  πολλές  λέξεις,  καίτοι  έχουν  τόνο,  δέν  τΙς  παίρ- 
νομε  σάν  τονισμένες.  Έκτος  άπ'  αυτές  υπάρχουν  καΐ  άλλες,  οί 
όποιες  στην  πραγματικότητα  έχουν  τόνο  καΐ   ή    φων)]  μας  στην 


1.  Ό  κ.  θρ.  Σταύρου  στο  βιβλίο  του,  τό  δι•νατό  κι  αδύνατο  τόνο 
τόν  λέει  Χασοτόνισμα'  ό  δρος  είναι  πολύ  καλός. 


τονισμένη  συλλαβή  δυναμ(υνει,  δμο)ς,  αυτό  το  δυνάμωμα  δεν  κί- 
ναι  τόσο  δυνατό  ώστε  να  ξεχωρίζη  καλά,  δταν  δίπλα  στην  τονι- 
σμένη αύτη  συλλαβή  τΰχη  μια  άλλη  δμοια  τονισμένη  στην  αμέ- 
σως επόμενη  λέξη. 

"Ετσι  άντα[ΐώνονται  δυό  κατά  σειράν  συλλαβές  με  τόνο  πού 
ή  κά^ε  μιά  τόν  ζητάει  γιά  αναγκαίο,  αν  μάλιστα  αυτές  οΐ  δυό 
λέξεις  χωριστούν.  "Οπως  δμως  βρίσκονται  πλάϊ-πλάϊ,  είναι  πολύ 
δύσκολο  νά  .προφερθούν  και  οι  δυό.  Δέ  μπορούμε  σε  δυό  συνε- 
χόμενες συλλαβές  νά  δυναμαίνουμε  τη  φωνή  μας.  Τούτο  Μτανε 
κι  αφύσικο  κάπθ)ς,  αν  θά  τό  κάναμε.  Στην  περίπτο)ση  αυτή,  ή 
μιά  άπ'  τις  δυό  συλλαβές  θά  χάση  τόν  τόνο  της.  Άλλοιώς  ό  στί- 
χος χωρίς  τό  ανεβοκατέβασμα  της  φωνής  μας  θάχανε  την  αρ- 
μονία του.  Τό  χάσιμο  τού  τόνου  της  μιας  άπ'  τις  δυό  αυτές 
συλλαβές,  τό  λέμε  μετρικό  χασοτόνισμα.  Αυτό  πρέπει  νά  τώ- 
χουμε  πάντοτε  στο  νού  μας.  Διαφορετικά  δέ  θά  μπορούμε  πιό 
κάτω  νά  εξηγήσουμε  τά  διάφορα  εϊδη  των  μέτρων  πού  αναφέ- 
ραμε, γιατί  θά  παίρναμε  και  τΙς  δυό  συλλαβές  τονισμένες,  ενίΤι 
κάθε  είδος  μέτρου  θά  θέλη  τις  δικές  του  ορισμένες  συλλαβές  το- 
νισμένες ή  άτονες,  αναλόγως. 

1)  Παραδείγματα  : 

Βαθειές  πλέκει  πολύβαθες  μεσ'  τή  σκιά  Ιστορίες 

Γ.   ΠνλΙβρέν 

Μέ  τήν  Αγάπη  μου  εδώ  πάνω 

/.    Γρνηάρης 

Προβαίνει  άπό  κει  πέρα 

Δ.    Γολέμης 

Ποιος  ξαίρει  αν  καί^στόν  άδη  τά  τιμοϋν  αυτά 

Δ,   Σάρρος 

Γιατί  τότε  πού  ή  Ήλεκτρα  άκουσε  τή  Μοίρα 

Ον,   Φώσκολος 
(Μετ.  Καλοσγούρου) 

Άφοϋ  δμως  είναι  τοϋτο  πράγμα  αδύνατο 

Καθώς  βλέπω  τήν  έρμη  Αντιγόνη  νά  τρέχει 

Χύνει  κάτω  φιλάδελφα  δάκρυα 

Δ,   Σάρρος 

Τέτοια  μοΰ  είπαν 

Κ.   Παλαμάς 

Φεύγα  άπό  μπρος  μον 

Κ.    Παλαμάς 


24 

Ποια  χίμαιρα  τάχα  μέ  βιά  κυνηγά 

Μ.   ΆΙβξίον 

Πριν  ολα  μ*  αγάπη  άγνι']  καΙ  μικρούλα  και  μόνη 

Ν.   Ποριώτης 

Στά  παραπάνω  παραδείγματα  Ιχουμε  να  παρατηρήσουμε  τα 
έξης:  Στον  πρώτο  στίχο  στις  λέξεις  βαύ'ειές  πΛέκει,  έχουμε 
κατά  σειράν  δυο  τόνους  σε  δυο  συνεχόμενες  συλλαβές.  Ή  φωνή 
μας  δεν  μπορεί  νά  δυναμώνη  και  στΙς  δυό.  Κάπου  ^^ά  σταμα- 
τήση  πιο  πολύ  και  ό  ένας  άπ°  τους  δυό  τόνους  θά  χαθή  άπ'  το 
δυνάμωμα  τοΰ  άλλου.  *0  πιο  δυνατός  τόνος  εδώ,  είναι  στη  συλ- 
λογή «θειες»  και  ό  πιό  αδύνατος  στη  συλλαβή  <πλέ>.  Τό  ϊδιο 
γίνεται  και  στον  παρακάτω  στίχο,  στΙς  λέξεις  έίώ-πάνω.  Οί  λέ- 
ξεις αυτές  έχουν  καΐ  οί  δυό  τόνο  καΐ  δεν  είναι  από  κείνες  πού 
δπως  είπαμε  παραπάνω,  μπορεί  νά  θεωρούνται  άτονες  και  πού  ό 
τόνος  τους  είναι  σά  νά  μην  ύπάρχη. 

Οί  λέξεις  αυτές  είναι  από  κείνες  πού  περνούν  τόνο*  ό  τόνος 
δμως  πού  έχει  ή  συλλαβή  «δώ»  θά  χαθη  κοντά  στό  δυνατό  της 
συλλ<ιβής  «πά».  "Ετσι,  δταν  θά  διαβάσουμε  τό  στίχο  ολόκληρο 
θ°  ακουστούν  οί  τόνοι  πού  είναι  στή  συλλαβή  «γά^  καΐ  «πά».  *Η 
τέταρτη  δηλ.  καΐ  ή  ογδόη.  Ό  τόνος  δέ  της  συλλοιβής  «δώ»  θα 
χαθη  πλάι  στό  γερό  τόνισμα  της  συλλαβής  «πα*.  Παρόμοιο  γίτ 
νεται  καΐ  πιό  κάτω  στον  τρίτο  δηλ.  στίχο. 

Ό  τόνος  της  πέμπτης  συλλαβής  «κει»  χάνεται  άπ'  τον  τόνο 
της  έ'χτης  «πέ».  Στον  τέταρτο  στίχο,  ό  τόνος  τής  πρώτης  συλ- 
λοιβής  «ποιος»  χάνεται  άπ'  τόν  τόνο  τής  δεύτερης  «ξέ».  Οί  στί- 
χοι πέμπτος  και  εχτος  έχουν  καΐ  οί  δυό  τόνο  στή  δεύτερη 
και  τρίτη  συλλαβή  συνέχεια.  Στις  συλλαβές  δηλ.  «τΐ  τό»  καΐ 
«φού  ό».  Ό  τόνος  δμως  τής  δεύτερης  συλλαβής  καΐ  στους  δυό 
στίχους  χάνεται  άπ'  τόν  τόνο  τής  τρίτης.  Εις  τόν  έβδομο  στίχο, 
έχομε  τόνο  στή  δεύτερη  συλλαβή  «θώς->  πού  χάνεται  άπ'  τόν 
τόνο  τής  τρίτης  «βλέ».  Στον  όγδοο,  ό  τόνος  τής  πρώτης  «χύ«  δέν 
ακούεται  δσο  θάπρεπε  καΐ  κυριαρχεί  ό  τόνος  τής  τρίτης  «κά», 
αν  καΐ  οί  δυό  τόνοι  δέν  βρίσκονται  κοντά -κοντά. 

Στον  εννατο  στίχο  ή  συλλαβή  «μού^>  πνίγεται  απ'  τόν  τόνο 
τής  τέταρτης  «εί*  δπως  καΐ  στό  δέκατο,  ή  συλλαβή  «πό»,  άπ'τό 
δυνατώτερο  τόνο  τής  τέταρτης  συλλαβής  «μπρος  >. 

"Υστερ'  άπ'  αυτά,  βλέπομε  πώς  στην   πρώτη   σειρά  τών  στί- 


25 

χων  οί  ζυγρς  συλλοιβές  ^χουν  πιο  δυνατό  τόνο  καΐ  πνίγουν  το  δι- 
πλανό τους,  πού  βρίσκεται  στη  μονή  συλλαβή.  Στη  δεύτερη  σει- 
ρά, οι  ζυγές  συλλαβές  πνίγονται  απ°  τΙς  μονές,  το  ανάποδο  δηλ. 
Στους  τελευταίους  στίχους  βλέπομε  πώς  κάτ>ε  άλ/  η  συλλαβή  χά- 
νει τον  τόνο  της,  δταν  δεν  τΰχη  να  είναι  ή  τρίτη  τονισμένη 
ΰστερ'  από  κάθε  τρεις,  η  ή  πρώτη  (ίπό  κάθε  τρεις  ή  ή  δεύτερη. 

Τοϋτο  γίνεται  γιατί  μας  το  επιβάλλει  ή  ανάγκη  τοΰ  μέτρου, 
σε  τρόπο  πού  κίίθε  άλλος  τόνος  χίίνει  τή  δΰναμή  του,  αν  τΰχη 
να  μη  σύμφωνη  με  τους  κανόνες  πού  ακολουθεί  το  είδος  τοΰ 
μέτρου. 

"Ετσι  καθώς  θα  δοΰμε  παρακάτω,  οί  κανόνες  πού  ακολου- 
θούν τά  πέντε  εϊδη  των  μέτρων  .βρίσκονται  στην  ποικιλία  τοΰ 
τονισμού.  Κάθε  δηλ  είδος  έχει  τονισμένες  τΙς  δικές  του  ορισμέ- 
νες συλ).αβές,  καθώς  είπαμε  και  πιό  μπρος.  Διαφορετικά  δέ  μπο- 
ρούν να  ξεχωριστούν  αναμεταξύ  τους  τά  διάφορα  είδη.  "Αν  τύχη 
κανένας  τόνος  να  είναι  σε  θέση  πού  δεν  πρέπει,  ό  τόνος  αυτός 
στό  μάτι  μας  θα  σταθη  σαν  εξαίρεση,  στ'  αυτί  μας  δέ,  θά  χαθή 
άπ'  τό  διπλανό  του  δυνατό  τόνο. 

Αυτά  πρέπει  να  τά  έχουμε  πάντοτε  στό  νού  μας,  γιατί  (ΐλ- 
λοιώς  θάναι  πολύ  δύσκολο  νά  ξεχωρίσουμε  τά  διάφορα  εϊδη  των 
μέτρων.  "Αν  δεν  προσέξουμε  αυτό,  θά  κατοΛήξουμε  στό  συμπέ- 
ρασμα πώς  δεν  υπάρχουν  ποικιλίες  μέτρων  στη  νεώτερη  ποίηση 
μας  και  πώς  δεν  υπάρχουν  ίαμβοι,  τροχαίοι,  κλπ.,  παρά  στίχοι 
με  διάφορο  αριθμό  συλλαβών  καΐ  ποικιλία  τονισμού  της  τελευ- 
ταίας λέξης  τοΰ  στίχου. 

Τους  ίδιους  στίχους  πού  φέραμε  παραπάνω  γιά  παράδειγμα 
τους  .ταρουσιάζομε  με  τούς'  τόνους,  πού  ακούει  τ'  αυτί  μας  καΐ 
τους  ζητάνε  οί  κανόνες  και  οί  ανάγκες  των  μέτροίν  καΐ  δχι  με 
κείνους  πού  βλέπει  τό  μά,τι  μας. 

Βαθειές  .ιλεκει  πολύβαθΐς  μεσ'  τή  σκιά  (στος)ίες 
Με  την  Αγάπη  μου  εδω  πάνω 
Προβαίνει  άπο  κκι  πίρα 

Ποιος  ξέρει  άν  χαι  στον  αδί]  τά  τιμούν  αυτά. 
Γιατί  τότε  που   ή  Ήλι'κτρα  άχονσε  τη  Μοίρα. 
Άφου  όμως  είναι  τοΰτο  πράμα  αδύνατο. 
ΚαΟως  βλλ'πω  την  έρμη  Αντιγόνη  να  τρέχει 
Χννει  κάτω  ψιλαδερφα  δάκρυα. 


26 

Τέτοια  μου  είπαν. 

Φεύγα  άπο  μπρος  μου. 

Ποια  χίμαιρα  τάχα  με  βιά  κυνηγά 

Πριν  δλα  μ'  αγάπη,  αγνή  και  μικρούλα  και  μόν7ΐ. 

Η'  ΧΩΡΙΣΜΑ  "Η  ΤΟΜΗ 

"Οπως  είδαμε  πιο  μπρος,  οι  στίχοι  δεν  έχουν  τον  ϊδιο  (χριθμό 
μέτρων.  "Αλλοι  γίνονται  από  ε'να  μέτρο  η  από  δυό,  καΐ  άλλοι 
από  τρία  ή  καΐ  περισσότερα.  Δεν  έχουν  δηλ.  τό  ϊδιο  μάκρος. 

Οι  οπωσδήποτε  μεγα'λοι  στίχοι,  πολλές  φορές,  έκεϊ  πού  δια- 
βάζονται, χοίρίζονται  σε  δυό  μικρότερα  κομμάτια,  σε  τρόπο  πού 
να  γίνωνται  δυό  μικρότεροι.  Τό  νόημα  δηλ.  μας  αναγκάζει  να 
σταματήσουμε  τη  φωνή  μας  σ'  ένα  σημείο  τοΰ  στίχου  κοντά  στη 
μέση.  "Ετσι  ό  στίχος  χωρίζεται  σε  δυό  άλλους,  ας  τους  ποΰμε 
μικρότερους,  πού  μπορεί  νάναι  η  όμοιοι,  νάχουν  δηλ.  τόν  ϊδιον 
αριθμό  συλλαβών,  η  και  σε  δυό  διάφορους  μεταξύ  τους.  Τα  χω- 
ριστά αυτά  κομμάτια,  πού  σχηματίζονται  ύστερ'  από  τό  σταμά-^ 
τημα  της  φωνής  μας,  λέγονται  μισόστιχα*. 

Τό  χώρισμα  αυτό  δε  γίνεται  πάντοτε  στό  ϊδιο  μέρος.  Μπο- 
ρεί δηλ.  δυό   όμοιοι  σέ   μάκρος   στίχοι  νάχουν   διαφορετικό  χοί- 
ρισμα.  Αυτό  είναι  καΐ  μιά  ποικιλία,  πού  έχει  τόσο  πολύ  νά  κάνη 
γιατί  ξεφεΰγομε  άπ'  τη  μονοτονία,  πού   καταντάει  πολύ  ενοχλη- 
τική πολλές  φορές. 

"Ετσι  οι  παρακάτω  στίχοι,  πού  έχουν  δεκαπέντε  σύλλαβε;: 

Μέ  γέλασεν  ή  χαραυγή,  |   τάστρι  και  τό  ςρεγγάρι, 
και  βγήκα  νύχτα  στα  βουνά,  |   ψηλά  στά  κορφοβούνια. 

χωρίζονται   ΰστερ'  άπ'  την   δγδοη   συλλαβή,   έπειτα  δηλ.  απ"  το 
τέταρτο  μέτρο. 
Οί  στίχοι : 

"Ετρωγε  πάντα,  |   γιώμα  μεσημέρι 
μέ  δίχως  ξύδι  |  καΐ  μέ  λίγη  ά(ρράλα 

χωρίζονται  ΰστερ'  άπ'  την  πέμπτη  συλλαβή,  κόβοντας  δηλ.  τό 
τρίτο  μέτρο  στή  μέση.  Οι  παρακάτω  δμως,  τό  ϊδιο  μ'  αυτούς 
έντεκασύλλαβοι,  δέ  χωρίζονται  δμοια. 

Ούρανοπέλαγα  |  θαλασσοδρόμια 
Μαλλάκια  ξέπλεγα  |  πόί>ου  ψαλτήρια. 


ι.  Ό  δρος  είναι  τοΰ  Η.  Βουτιερίδη. 


27 

Το  χώρΐίτμα  γίνεται  ΰστερ'  απ'  την  ρχτη  σνκλ(φ\\,  μετά  το  τρίτο 
δηλ.  μέτρο. 

Άπ'  τα  παραδείγματα  αντά  βγαίνει,  πώς  το  χϋ')ρισμα  μπορεί 
να  γίνη  Γ]  μετά  από  ολόκληρο  μέτρο,  ι'ι  και  στά  μισΓί  του.  Συμ- 
φωνά μ'  αυτό,  το  σταμάτημα  της  φωνής  μας  παίρνει  καΐ  ξεχω- 
ριστό δνομα.  "Οταν  δηλ.  γίνεται  αυτό  τό  κόψιμο  υστερ'  απ'  ο- 
λόκληρο μέτρο,  τό  λένε  χώρισμα  η  διαίρεση.  "Οταν  γίνεται  στά 
μισά  του  μέτρου,  τό  λένε  τομή. 

Τη  διάκριση  αύτη  δεν  τη  βρίσκω  τόσο  σπουδαία,  ώστε  να 
γίνεται  ιδιαίτερος  λόγος  και  νά  δημιουργούμε  δρους,  πού  μπερ- 
δεύουν τά  πράγματα  μέ  τομές  και  χωρίσμοτα  η  διαιρέσεις. "Οπου 
κι  αν  γίνεται  τό  κόψιμο  αυτό  του  στίχου,  η  στό  τέλος  ενός  μέ- 
τρου ή  στά  μισά,  τό  φαινόμενο  αυτό  θά  τό  λέμε  τομή  ή  /(όρι- 
σμα, χωρίς  καμιά  διάκριση. 

Ή  τομή  αυτή  άλλοτε  είναι  πολύ  χτυπητή  και  άλλοτε  λιγώ- 
τερο,  ή  και  μόλις  μπορεί  νά  γίνη  αισθητή.  Τοΰτο  εξαρτάται 
άπ'  τό  νόημα  του  στίχου  και  άπ'  τό  είδος  της  λέξης  πού  σ'  αυ- 
τή θά  γίνη.  Υπάρχουν  καΐ  λέξεις,  πού  τό  χώρισμα  τους  είναι 
πολύ  δύσκολο,  αν  δχι  αδύνατο.  Τέτοιες  πρό  πάντων  είναι  τά 
εγκλιτικά.  Αυτά  δεν  είναι  εύκολο  νά  χωριστούν  μέ  τήν  τομή,  πού 
έχουν  τόσο  στενή  σχέση  μέ  τό  μισόστιχο,  άπ'  τό  όποιο  ή  τομή 
ζητάει  νά  τό  χωρίση. 


ΜΕΡΟΧ   ΔΕΥΤΕΡΟ 

ΔΙΑΙΡΕΣΗ  ΚΑΙ  ΕΙΔΗ  ΤΩΝ  ΣΤΙΧΩΝ 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΡΩΤΟ 

Είχαμε  πεϊ,  πώς  οί  στίχοι  γίνονται  απ'  τα  μέτρα  τα  όποια 
μεταξύ  τους  διαφέρουν,  ανάλογα  με  τη  θέση  πού  παίρνει  ό  τόνος 
στΙς  συλλαβές  των  και  ανάλογα  με  τον  αριθμό  των  συλλαβών. 
Κι  άπ'  τη  θέση  τοΰ  τόνου  διαιρέσαμε  τά  μέτρα  σε  πέντε  κατη- 
γορίες :  σε  ιαμβικά,  τοοχαϊκά,  άνατιαίστικά,  δαχτνλιχά  καΐ 
μεαοτονικά.  Άπ'  τόν  αριθμό  των  συλλ<χβών,  σε  δισύλλαβα  καΐ 
τοιαύλλαβα. 

'Αφοί5  οι  στίχοι  γίνονται  άπ'  τα  μέτρα,  φυσικό  είναι  να  χω- 
ρίζονται κι  αυτοί  σε  Ιαμβικούς,  τροχαϊκούς,  άναπαιστικοΰς,  δα- 
χτυλικοΰς,  '/αΙ  μεσοτονικοΰς.  Και  οί  δυό  πρώτοι  γίνονται  από 
δισύλλαβα  μέτρα,  οί  τρεις  δεύτεροι  από  τρισύλλαβα.  Προχωρών- 
τας μπορούμε  να  διαιρέσουμε  ακόμα,  όπως  τα  μέτρα,  έτσι  και 
τους  στίχους,  απ'  τόν  αριθμό  τών  συλλαβών.  Και  με  τόν  τρόπο 
αυτό  χο)ρίζομε  τους  Ιαμβικούς  και  τους  τροχαϊκούς,  άπ'  τόν  αριθμό 
δε  τών  μέτρων,  τους  άναπαιστικούς,  δαχτυλικούς  και  μεσοτονι- 
κούς.  "Ολους  δε  αυτούς,  ανάλογα  με  τόν  τονισμό  της  τελευταίας 
λέξης  τοΰ  στίχου,  τους  χωρίζομε  μέ  δξύτονους,  παραξύτονους  καΐ 
προπαροξύτονους. 

Α'  ΙΑΜΒΙΚΟΙ  ΣΤΙΧΟΙ 

Οί  ιαμβικοί  στίχοι  γίνονται  από  δισύλλαβα  μέτρα  τών  οποίων 
τονίζονται  οί  δεύτερες  συλλαβές.  "Εχουν  δηλ.  οί  στίχοι  αύτοΙ 
τόνο  σ'  δλες  τις  ζυγές  συλλαβές.  Αυτό  είναι  τό  γενικό  γνώρισμα 
τους.  Πολλές  φορές  όμως  δέν  πρέπει  να  μάς  φανή  παράξενο,  αν 
γίνεται  καΐ  κ((πον-κίίπου  εξαίρεση  τοΰ  γενικού  αυτού  κανόνα. 

Στην  προκειμένη  περίπτωση  θα  μετρήσουμε  τΙς  συλλαβές  τοΰ 
στίχου  και  θα  προσέξουμε  κυρίως  τη  μεσαία  τονισμένη  συλλαβή, 
καθώς  και  την  προτελευταία,  γιατί  αυτές  είναι  πού  δένουν  τό 
στίχο,  κι  αδιαφορούμε  προς  στιγμήν  για  τους  άλλους  τόνους,  αν 


29 

τΰχη  να  είναι  κανείς  σε  μονή  συλλαβή.  Και  πρώτα-πρώτα  δέ  θα 
λάβουμε  ύπ'  δψει  μας,  τον  τόνο  της  πρ(ότης  συλλαβής,  πού  βρί- 
σκεται σε  στίχο,  πού  οι  άλλοι  τόνοι  μας  μιλούν  κα-Ο^αρά  πώς  είναι 
ιαμβικός,  γιατί  κάλλιστα  μπορεί  ένας  ιαμβικός  στίχο;  ν'  άρχίζη 
με  τονισμένη  την  πρώτη  συλλαβή. Επίσης  δεν  •θά  πρέπη  να  ξε- 
χνούμε τΙς  διάφορες  λέξεις  πού  έχουν  τόνο  καΐ  τΙς  ι^εωρήσαμε 
άτονες,  καθώς  και  τους  αδύνατους  τόνους,  το  μετρικό  χασοτόνι- 
σμα  δηλ.  πού  είναι  πλάϊ  σ'  έναν  άλλο  δυνατό. 

Ξέροντας  αυτά  δλα,  θα  ζητάμε  για  τόν  ιαμβικό  στίχο  νάχη 
ή  δλες  τους  τίς  ζυγές  συλλαβές  τονισμένες,  ή  τΙς  περισσότερες, 
προσέχοντας  πιο  πολύ  τους  τόνους  πού  βρίσκονται  στη  μέση  καΐ 
στο  τέλος  του  στίχου. 

Παραπάνω  είπαμε  πώς  λιγώτερο  από  δισύλλαβους  στίχους 
δεν  πρέπει  να  ζητάμε,  μια  κι  αυτοί  γίνονται  από  μέτρα  πού  το 
καθένα  είναι  καμωμένο  από  δυο  συλλαβές,  δπως  π.  χ.  καλός, 
γερός. 

Κάθε  στίχος  λοιπόν  πρέπει  να  εχη  ενα  τουλάχιστο  μέτρο.  Μα 
οι  στίχοι  αυτοί  δεν  είναι  καλοί.  '^Αν  έτυχε  καΐ  φτειάχτηκαν,  οί 
τέτοιοι  δεν  έχουν  Γίπαιτήσεις  παρόμοιες  μ'  αυτές  πού  επιδιώκει  ό 
έμμετρος  λόγος,  δταν  μάλιστα  αποτελούν  ολόκληρο  ποίημα. 

Τέτοιοι  μικροί  στίχοι  μπορεί  να  βρεθούν  σέ  πολύστιχα  ποιή- 
ματα γιά  συμπλήρωμα  τού  νοήματος,  οπότε  δ  ποιητής  δεν  μπο- 
ρεί να  συνεχίση  στον  ϊδιο  στίχο,  και  μάλιστα  δταν  έμποδίζετοα 
άπ'  την  ομοιοκαταληξία  καΐ  είναι  ύποχρεο)μένος  να  φτειάξη  και- 
νούργιο στίχο  δισύλλαβο,  μονάχα  γιά  να  τελείωση  το  νόημα  καΐ 
να  κάνη  τη  ρίμα,  σέ  ποιήματα  πού  έχουν  στίχους  μ'  ελεύθερο 
αριθμό  συλλοφών. 

Ποιήματα  μέ  δισύλλαβους  στίχους  βρίσκονται  κάποΐ'  -  κάπου 
στην  καθαρεύουσα.  Στη  δημοτική  δεν  υπάρχουν  παρά,  καθώς  εί- 
παμε, στίχοι  δισύλλαβοι  μονάχα  μέσα  σέ  μεγαλύτερους. 

1.  Ίαμβίκός  δισύλλαβος  ^  — 

Πεζή 

Μαζί 

Ποθβϊς 

Ναρθχίς 

ΚαΙ  σϋ 

Χρυσή 

Θ,  Α, 


30 

Άρια 
Βαριά 
κι*  αύτο 
οκυφτό 

Ο.    Μπεχές 

Οί  παραπάνω  στίχοι,  είναι  ιαμβικοί  δισύλλαβοι  γιατί  τονίζε- 
ται ή  δεύτερη  συλλαβή  τοί5  μέτρου.  Ό  τόνος  τοϋ  πέμπτου  στί- 
χου στη  συλλαβή  <•και»  δεν  λογαριάζεται,  γιατί  το  «-και»  είναι 
απ'  τις  λέξεις  πού  -θεωροίίνται  σαν  άτονες  καΐ  έκτος  αύτοΰ,  δ  τό- 
νος της  συλλαβής  «σΰ.>,  τον  πνίγει.  Τους  στίχους  λοιπόν  αυτούς 
τους  λέμε  ιαμβικούς  δισύλλαβους. 

2.  Ιαμβικός  τρισύλλαβος  ^—  |  ^ 

Τέτοιοι  στίχοι  βρίσκονται  σκόρπιοι  μέσα  σ'  άλλους  μεγαλύ- 
τερους. Είναι  μόνον  παροξύτονοι  δπως  οί  δισύλλαβοι  μόνον  δξύ- 
τονοι,   καΐ  γίνονται  από  ένα  ολόκληρο  ιαμβικό  μέτρο  και  μισό. 

τά  γέλια 
σκουλήκι 
ν'  ανοίξουν 
οί  μοίρες 

Ο.    Μηεχές 

3.  Ιαμβικός  τετρασύλλαβος :  ^—  |  ^— 

α'.  Όξντονοι : 

χωρίς  καιρό 
καμμιάς  λογής 
με  το  σωρό 
κοντολογής 

/.  Βηλαράς 

Οί  στίχοι  αΰτοι  είναι  τετρασύλλαβοι  ιαμβικοί  οξύτονοι,  γιατί 
τονίζεται  ή  δεύτερη  και  ή  τέταρτη,  ή  ή  τέταρτη  μονάχα  συλ- 
λαβή. Οί  τρεις  παρακάτω  είναι  πάλι  ιαμβικοί  τετρασύλλαβοι  οξύ- 
τονοι, αν  και  τονίζεται  ή  πρώτη  συλλαβι].  Μπορεί  ένας  στίχος 
ιαμβικός  νάχη  την  πρώτη  συλλαβή  τονισμένη.  *0  τελευταίος  τό- 
νος νικάει  τόν  πρώτο. 

Τώρα  καλός 

άστρα  καθώς 

είναι  κακοί  • 

Κ.   Καρυωτάκης 

1.  Οί  στίχοι  αυτοί  μποροΰν  νά  μετρηθούν  και  ώς  δαχτυλικοί  έτσι 
δΐίλ.    τώρα  κα  |  λός.  Αΰτύ    εξαρτάται    άπ'  τό  δλο    ποίημα    πού    βρί- 


31 


"Αλλοι  τετρασύλλαβοι  δξυτονοι : 

Σέ  ποιο  νά  μπή 
σαν  τί|ν  αυγή 
αναπνοή 

"Ολος  καρδιά 
μεσ'  τα  κλαδιά 
ό  στεναγμός 

θά  τάγαπώ 
με  τήν  καρδιά 
πού  το  πατοΰν 

β)  Τετρασύλλαβοι  ηροτιαροξύτονοι . 
Τό  ξέρασε 

Τά  τόξα  σου 
ή  δόξα  σου 
τά  κάλλη  σου 
τό  στόμα  σου 
■τό  σώμα  σου 


Δ.    Σολωμός 


Μ,   Πολυδούρη 


Κ,  Καρυωτάχης 


Δ.    Σολωμός 


Π,    Σοϋτσος 


4.  Ιαμβικός  ηενχααύλλαβος:  ν^  —  |  ^  —  |  ν^ 
Άπ'  αυτούς  έχομε  μόνο  παροξύτονους,  γιατί  αν  τονιζόταν  ή 
λήγουσα  η  ή  προπαραλήγουσα  δρν  θά  εϊτανε   ιαμβικοί,  γιατί  θά 
είχανε  τόνο  σέ  μονή  συλλαβή. 

Οί  πεντασΰλλαβοι  μπορούν  νά  έχουν  δυο  τόνους,  πού  εΐναι 
καΐ  οΐ  δυο  σέ  ζυγές  συλλαβές,  στή  δεύτερη  δηλ.  και  τετάρτη  η 
και  στην  τέταρτη  μονάχα,  δταν  κυρίως  ό  στίχος  γίνεται  από  μιά 
μονοσύλλαβη  λέξη  καΐ  μιά  τετρασύλλαβη,  τονισμένη  στην  παρα- 
λήγουσα ή  και  από  μιά  μονάχα  πεντασύλλαβη. 

Μακρύ  ρονθοϋνι 
πηγάδι  στόμα 
γεμίζεις  στρώμα 
χλωμή  και  κρύα 
βαφή  αλλάζει 


Πουλιά  πετώντας 
γελούσε  ό  κάμπος 
τον  είχε  στείλει 
αλλά  στά  χείλη 

01  σκύλοι  χίλιοι 


Γ.    Σουρής 


Κ.    Καρυωτάκης 
Ο.   Μηβκες 


32 


α)  Με  ?να  τόνο  στην  τέταρτη  συλλαβή  : 

Κ'  αποκοιμιέται 
σάν  φανταγμένα 
το  τραγουδοΰνε 


/.    Γρνηάρης 

Δ,    Σολωμός 
Τ,   Μωραϊτίνης 


Ο,   Μηβχές 


Πού  κατεβαίνει 
άσπροντυμένη 

Τις  Ιστορίες 

Νυχτοπαρμένοι 
λουλουδιασμένο 
της  χτηνωδίας 
της  αμαρτίας 
τ'  αστροπελέκι 

Μαυρολογούνε 
την  εκκλησιά  του 
κι'  ασημωμένη 
συχνοπηγοανει 

Άλ.    Πάλληζ 

β)  Μέ  όνο  τόνους,  ό  ένας  μόνον  σε  ζυγη  συλλαβή  : 

Τ'  άνθη  εύωόοϋσον 
Μέρα  τοϋ  Απρίλη 
Πράσινο  λόμπος  ^ 
δλο  πιό  ηάνω 
άχαρη  τύχη 
ένδοξη  νιότη 

Κ.  Καρνωχάχης 

5.  'Ιαμβίχός  έξασύλλαβος :  ν^  —  |  ν^  —  |  ν^  — 
α)  *Οξντονοί :  Ό  έξασΰλλα(5ος  ιαμβικός  έχει  τόνους  στη 
δεύτερη,  τέταρτη  καΐ  εχτη  συλλαβή,  ή  καΐ  μόνο  στη  δεύτερη  και 
εχτη  και  θα  είναι  και  στΙς  δυο  περιπτώσεις  δξυτονος,  Ι|  θάχη 
τόνο  στη  δεύτερη  και  τέταρτη  συλλαβή  και  θάναι  προπαροξύτο- 
νος η  καΐ  στην  τέταρτη  μονάχα. 
Στίχοι  μέ  τρεις  τόνους  : 

Κι'  αυτά  νά  πάη  νά  βρή 
τον  κάμπο  πιό  πολύ 
πουλιά,  κλαδιά  κι'  άνθοΙ 

Λ.  Χατζόηονλος 

1.  Μερικοί  άπ'  τους  στίχους  αυτούς  μπορούσαν   νά  μετρηθούν    κι 
Ιτσι :  Πράσινο  |  λάμπος,   σάν  δάχτυλοι  δηλ. 


33 

Με  τρεις  τόνους,  που  απ'  αυτούς  ό  ένας  να  είναι  σε  μονή 
συλλαβή  στην  πρώτη,  χωρίς  νά  χαλάη  ό  ρυθμός  του  στίχου. 
Είναι  τόνος  πού  επιτρέπεται  σε  ιαμβικό  στίχο,  κοιίτοι  βρίσκεται 
σε  μονή  συλλαβή . 

Κάθε  παλιά  χαρά 

Κ'  ερθη  τό  βράδυ  άχνο 

Κ.  Χατζόηονλος 

Κι'  ε  να  κλωνάρι  ελιά 
ότι  σ*  έσέ  θά  πώ. 

Σ,  Μαρτζώκης 

Όξΰτονοι  έξασυλλαβοι  με  δυό  τόνους. 

Τοΰ  κόσμοιι  τό  στβρνό 
οτόν  άπειρο  ουρανό 
τά  κάτασπρα  πανιά 
νά  κ?ΛΪ  στην  αγκαλιά 
ξανοίγει  στη  σκοτία 
στης  γης  τήν  καταχνιά. 

Σ.  Μαρτζώχης 

Κι'  ό  χωρισμός  χακός 

ΔημοτίΜΟ 

Μ*  ατέλειωτο  φιλιά 
άλλοι  κα'ι  τρισαλλοι 
στην  έρμη  μου  αγκαλιά 

Δ,  Τανταλίδης 

Έξασ\)λλοιβοι    δξΰτονοι    με    τόνο    στην    τέτοχρτη    καΐ    έχτη 
συλλαβή : 

ΛΓ  απελπισία  πολλή 


Τό  ερωτικό  φιλί 
της  νοτισμένης  γης 

β')  Έξασυλλαβοι  ηροηαροξντονοι 

γιατί  δεν  ήξερε 
Άλλα,  νά  !  τοΰδωσε 
φιλί  αθάνατο 
Και  ή  ψυχούλα  του 
σάν  λιανοτρέμουλη 


Δ.  Τανταλίδης 


Π.  Ταγχόηονλος 


Δ.  Σολωμός 


84 

6.  Ιαμβικός  έφτασνλλαβος :  ^  —  |  ^  —  |  ^—  |  ^ 

Ό  ιαμβικός  έφτασΰλλαβος  μπορεί  νάχη  και  τΙς  τρεις  ζυγές 
συλλαβές  τονισμένες,  τις  δυο,  ή  και  τη  μία,  την  έ'χτη  δηλ.  και  νά- 
ναι  τοΰτο  αρκετό. 

Στην  περίπτωση  αΰτοΰ  τοΰ  μονάχου  τόνου,  οι  στίχοι  τις  πε- 
ρισσότερες φορές  γίνονται  από  μιά  έφτασΰλλαβη  λέξη,  ι^  από 
μια  μονοσύλλαβη,  πού  παίρνεται  σαν  άτονη  καΐ  μιά  εξασυλλαβη 
τονισμένη  στην  παραλήγουσα.  Ακόμα  μπορεί  ή  πρώτη  λέξη  τοΰ 
στίχου  νάναι  δισύλλαβη  με  τόνο  στην  πρ(ότη  συλλαβή.  Ό  έφτα- 
σΰλλαβος είναι  μονάχα  παροξύτονος. 

α)  Έφτασύλλαβοι  με  τρεις  τόνους  : 

Παρθένα  δπως  είσαι 

Π.    ΤαγχόηουΙος 

Κι*  ενώ  καινούργιο  κάτι 
Μα  δταν  ήλιος  γε(ρη 
σιγά  απαλά  μοΰ  απλώνει 
ποθεί  μακριά  νά  φύγη 

Κ.  ΧατζόηονΙος 
Σά  σπίθα  μες  στή  στάχτη 
τοΰ  πλιό  γαλάζιου  κόσμου 
έκράτησα  έναν  ϊ^)χο 
το  χρώμα  ή  σκέψη  γύρα 
ή  αγνή  μορφή  σου  αΙώνια 

Σ»   Μαρτζώπης 

β)  Έφτασύλλαβοι  με  όνο  τόνους,  στη  δεύτερη  καΐ  εχτη  συλ- 
λαβή. 

Τον  τοίχο  ζωγραφίζει 
κισσούς  πού  μεγαλώνει 
στον  κήπο  ξεφωνίζει 
άλόκοτο  παγώνι 

Τ.    "Αγρας 

Γυρίζω  σάν  αλώνι 

Δημοτιχό 

Τ  αυτί  της  αρμενίζει 
τ'  αυτί  της  ταξιδεύει 
και  πόθος  τήν  ορίζει 
καΐ  τρόμος  τήν  παιδεύει 

Τ,    "Αγρας 

γ)  Έφτασύλλαβοι  με  δύο  τόνους  στην  τέταρτη  καΐ  εχτη  σνλ• 
Χαβή: 


35 


σέ  δαχτυλίδι  μέση 

μέ  διαλεχτί)  πραμάτεια 

κ'  αποσταμένος  γέρνει. 

ποΰ  το  λιθάρι  λυώνει 
δυο  ημερών  φεγγάρι. 


/.    Γρνηάρης 
Δημοτικό 


Ή    άμυγδ(ΐλιά  τα  κλωνιά 
νυφοστολίζει  πρώτη 
μέ  τον  ξανθό  μου  Ιππότη. 
Στρυφογυρνά  ή  ανέμη 
τ '  αχαμνό  χέρι*  τρέμει. 
Να  λειτουργά  φαντάζει 
σα  λεμονιάς  στεφάνια. 

Γ.    "Αγρας 

δ)  ΈφταανΧλαβοι  μέ  ίνα  τόνο  στην  εχτη  συλλαβή. 

Τ<ιπεινοχαμ<χριάρα 
μιας  άηδονολαλουσας. 

Δημοτικό 
ΚαΙ  μαρμαροτραχήλες 

/•  Γρνηάρης 
Μιχραρραβωνι  ασμέ  νη 

Δημοτικό 

Ακόμα  μπορούμε  νάχουμε  Ιφταοτυλλαβους  μέ  δυο  η  τρεις  τό- 
νονς,  πού  άπ'  αυτούς  ό  ένας  νάνοι  σέ  μονή  συλλαβή,  στην  πρώτη, 
χωρίς  να  διαταραχτή  ό  ιαμβικός  ρυθμός,  δπως  και  παροοτάνω  εί- 
παμε. Έδώ  μάλιστα  είναι  πιο  ασήμαντος  ό  τόνος  της  μονής  συλ- 
λίχβής,  γιατί  ό  στίχος  είνοϋ,  πιο  μεγάλος.  "Οσο  πιο  μεγαλύτερος 
ό  στίχος,  τόσο   εύκολώτερα  χάνετοα   στ'  αυτί   μας  ένας  τέτοιος 

ποιρατονισμός. 

Έχει  στον  αργαλειό  της 
άχνα  λαλιά  δε  βγ<ιίνει 
τάξε  μου  τί  σοΰ  μένει  ; 
Βάλτε  στην  άγχοιλιά  μου. 

Τ.   Άγρας 

7.  Ιαμβικός  'Οχτασνλλαβος:  ν^—  |^—  [..—  |ν^  — 
Ό  δχτασύλλαβος  ιαμβικός  είναι  όξύτονος   και  προπαροξύτο- 
νος, καΐ  μπορεί  νάχη  τέσσερες  τονισμένες  συλλ(χβές,  τρεις  ή  δυό. 


1.  Ό  τόνος  της  τρίτι^ς  συλλαβής  χάνεται  δίπλα  στον  τόνο  της  τέ- 
ταρτης. (Μετρικό  χασοτόνισμα). 


Η6 

Είναι  δμως  δύσκολο  να  ύπαρξη  με  μια  μονάχα  τονισμένη  συλ- 
λαβή, γιατί  δεν  είναι  εύκολο  να  βρεθούν  λέξεις  δχτασνλλαβες  η 
έφτασΰλλαβες  παρ'  δλη  τη  γλωσσοπλαστική  δύναμη  πού  εχουλ 
μερικοί  ποιητές  μας  εις  το  να  φτειάχνουν  πολυσύλλαβες  λέξεις. 
δπως  ό  Γρυπάρης,  πού  έχει  λέξεις  με  έξη  και  εφτά  συλλαβές  : 
γλυκοχαραμέρι,  δνειροξεδιαλντρα,  νυχτοπαρωρίτρα,  κ.  ά. 

Πιο  πολλές  συλλαβές  άπ'  τις  εφτά  δε  μπορούν  εύκολα  να 
σταθούν  στο  λόγο,  γιατί  χάνεται  ή  αρμονία  πού  πετυχαίνεται  μί 
την  εναλλαγή  των  τόνων,  πού  γίνεται  με  μικρότερες  λέξεις  και 
Ικτός  απ    αυτό,  ό  στίχος  είναι  και  δυσκολοδιάβαστος. 

Έφτασύλλαβες  λέξεις  βρίσκει  κάνεις  και  στή  δημοτική  μας 
ποίηση,  μα  είναι  τόσο  λίγες,  πού  ελάχιστους  στίχους  δχτασύλλα- 
βους  θα  μπορούσαμε  νά  βρούμε  καμωμένους  άπ'  αυτές. 

(Άηδονολολοϋσα — ταπεινοκαμαριάρα — Βλοχομπουχτονιώτισσες). 

α')  'Οξυτονοι  με  τρεις  και  τέααερες  χόνονς : 

Χαρά  της  πρώτης  μου  ζωής 

Γ.   Ζαλοχώστας 
Το  φως  πού  φεύγει  σον  πιστά 

Και  τρίζουν  σον  βραχνά   βιολιά 
στον  αδη  μου  δλα  τά  που^αά 


Χαρά  στά  μάτια  πού  ί>ά  ίδοϋν 

Ποτέ  δεν  είχα  ανασασμό 
για  κάθε  σας  κρυφό  χαμό. 

Καράβι  έρχεται  άπ'  τή  Χιό 
τή  μίση  μέση  τό  γιαλό. 

Δέτε  πώς  κλαίω,  πώς  πονώ 
Γιατί  μοϋ  ρίχνεις  φώς  πικρό 

Φυσά  βόρειας,  φυσά  Ορακιάς 

β')  Προπαροξύτονοι  με  τρεις  τόνους: 
Και  φέρνει  μέσα  Χιώτισσεο 

Γιατί  στά  χέρια,  κόρη  μου 

Νά  χάσω  τόσο  τρέξιμο 
δικό  μον  ήταν  φταίξιμο 

θλιμμένη   γέρνει  ή  οκέ•ψι  μου 


Λ,    Πορφύρας 
Δημοτικά 

Μ,  ΠοΙνόούρη 

ΔημοτίΗο 

Γ.   ΖαΙοκώστας 

Γ,    Βιζνηνός 

Δημοτικό 
Γ.    Βιζνη^ός 

Δημοτικό 
Σ,   ΜβΙας 


37 


ν)   *Οζντονοι  και  τιροπαροζν τόνοι  με   δυο    τόνους 


Μέ  γούστο  και  μέ   προσοχή 
τοΟ  χάκου  μέ  παρακαλείς 

ή  πετραχήλι  οέ  μαρί 

Μα  δέ  μπορώ  για  νά  τά  δυώ 

Τις  δάφνες  τοϋ  Σαγγάρνου 
μεγάλα  προπορεύονται 

Αντάμα  δε  μονοιάζουμε 

Ξεκίνησε  ανυπόταχτο 

Μά  κοίταξε  στ  ή  λιόκριση 

Ή   γλ\•κυτάτη  άνοιξη 
τά  λο\ιλουδάκια  βάφουνται 
Στ'  αγκαθερό  τριαντάφυλλο 

Τά  μαύρα  τά  φαντάσματα 
τά  στήθη  τά  μαρμάρινα 

Μι'ι  μέ  κοιτάς  στο  γύρισμα 

Άλλοφρονοΰντα  τέκνα  της 
εις  ανθισμένα  ερείπια 


Γ.    Ά&άψης 

Γ.   Ά&άψίΐς 

Κ,    Κα^νωτάχι^ς 

Δημοτικά 

Σ.    Μαρτζώχης 

Δημοτικά 

Ι,    Βηλα^Λς 

Σ.    Μα^τξώκης 
Δημοτικό 

Κ,    Καρνωτάκης 


Έκτος  άπ'  τους  ιαμβικούς  αυτούς  δχτασύλλαβους,  πού  έχουν 
ποικιλία  στον  τονισμό  των  ζυγών  συλλαβών,  φέρνομε  για  παρ(ί- 
δειγμα  και  δχτασυλλαβους  μ'  ενα  τόνο  στην  εχτη  συλλοφή,  που, 
καθώς  είπαμε  καΐ  παραπάνω,  δεν  βρίσκονται  συχνά  οΰτε  στην 
δημοτική  μας  ποίηση  ούτε  στην  προσωπική.  Τέτοιοι  στίχοι  φυ- 
σικά, βρίσκονται  σκόρπιοι  καΐ  είναι  σπάνιοι. 


δ)  Προπαροξύτονοι  μέ  ενα  τόνο  : 

Και  Βλαχομπουχτανιο'ιτισσες 

έξεχειμωνιαστήκαμε 


Δημοτικό 

Ι,    Γρνηάρης 


38 

8)  Ιαμβικός  έννεαανλλαβος  :^  —  |ν^  —  |^  —  |ν^  —  |>^ 

Ό  εννεασΰλλαβος  ιαμβικός  Ιχει  δυό,  τρεις  και  τέσσερες  ζυγές 
(τυλλοιβές  τονισμένες.  Την  δγδοη  όμως  οπωσδήποτε  καΐ  είναι 
μόνον  παροξύτονος. 

α)  Έννεασνλλαβοι  με  τρεις  και  τέσσερονς  τόνους : 

ΚαΙ  στρώνω  λούλουδα  δροσάτα 
χαΐ  κρύβει  ό  φλοίσβος  των  τρυγόνι 
Να  κελαϊδοΰνε  τάχω  μάσσει 
Κα'ι  μέσ*  από  τα  αιώνια  δάση 

Λ,   Πορφύρας 
ΚαΙ  τοϋ  παλιοΰ  καιροΰ  παλάτια 
σγουρά  μαλλιά  πίσω  άπ'  τΙς  γρίλλιβς 

Τ,    Μωραϊτίνης 
Τήν  ξένη  ακολουθώ  ολοένα 
γιατί  είν'  ή  σάρκα  της  λυωμένη 
άλλοί  σου  αλλόκοτε  διεφάτη 


Γιατί  μαραίνουνται  τά  κάλλη  ; 

Και  με  ενα  τόνο  σε  μονή  συλλαβή : 

Κλαίει  τό  κοράκι  τρομαγμένο 
κράζει  τό  μαΰρο  πεπρωμένο 

Πύργους  τό  κΰμα  πύργους  χτίζει 
ποιος  είπε  μιά  στιγμή  ποϋ  πάμε 

Τώρα  στον  τάφο  τ*  άγιο  στόμα 
είναι  γεμάτο  μαΰρο  χώμα. 

β)  ' ΕτνεαανΧλαβοι  με  δυο  τόνους  : 

Κα'ι  τάστρα  της  αποκοιμίζει, 
τήν  κοιμισμένη  ηχώ  ξυπνάει. 


Τ,    "Αγρας 
Μ,  Φιλήντας 

Τ.    "Αγρας 

Κ,   ΧατζόηονΧος 

Μ.   Φιληντας 

Α,  Πορφύρας 


Ποϋ  στοίχημα  θενά  τοΰ  βάλω. 
Πού  δεν  ντροπιάζεις  τή  γενιά  σου. 

/•  Γρν3ΐάρης 

9.  Ιαμβικός  δεχαούλλαβος :  ^— \^— \^-.\^— \^~ 
*0  Ιμβικός  δεκασΰλλαβος  είναι  δξΰτονος  καΐ  προπαροξύτονος. 
Οί.  ζυγοί  του  τόνοι  μπορεί  νάναι  δυό,  τρεις,  τέσσερες.  Δεν  μπο- 
ρεί δμως  να   ύπαρξη  με  ενα   ζυγό    τόνο    καΐ  ένα  μονό  καθώς  ό 
έννεασΰλλίχβος. 


39 


α')  Δεχαανλλαβοι  δξντονοι  μί  τρεις  και  τέασερες  τόνους. 


Και  τραγουδάει  και  λέει  για  τά  πουλιά 
γιατί  ή  χαρά  ή  λίγη  μας  χαρά 
πιά  μάγιασα  μέ  ξόρκια  πιό  τρανά. 

/.    Γρυπάρης 
Μέ  τις  ακτίνες  παίζει  στις  στερνές 
πώς  τά  πουλιά  πετοΰν  οι  θεριστές 
άλλο  δεν  έχει  ολόγυρα  αλλαχτεί 
έτσι  μιά  μέρα  θά  χαθώ  κι'  εγώ 
τήν  όμορφη  ώρα  χαίρονται  τερπνά 
πουλιών  τραγούδι,  μελισσιοΰ  βοή. 

Κ.    Χατζόηονλος 

β')  Δεχασνλλαβοι  δξντονοι  με  δύο  τόνους: 

Μές  στο  μενεξεδένιον  ουρανό 

/.    Γρυηάρης 
Και  χιλιοπικραμένο  μου  πουλί 

Δημοτιπό 

γ')     ΔεχασύΧλαβοι     προπαροξύτονοι    με    τρεΐς    χαΐ    τέσσερες 
τόνους : 

Τό  περιβόλι  χέρσο  κι'  άσκαφτο 
τά  ληόδεντρα  βγαλμένα  σύρριζα 
στο  κοιμητήρι  πάει  τρεμάμενη 
δυο  κυπαρίσσια  μόνο  απόμειναν. 


Μαζεύει  ό  πρώτος  χεροπάλαμα 
Όπως  αθώα  και  παιδιάστικα 


/.    Πολέμης 
Ι.    Γρυπάρης 


Γ.    Μωραΐτίνης 
Κι'  άπ'  οξ'  ό  δρόμος  -πάντα  λιόχαρος 
τοϋ  πύργου  ή  πόρτα  πάντα  ορθάνοιχτη 
ΚαΙ  βγαίναν  υλο  άπό  τύ  στόμα  της 

Ο,  Μπβχές 

Και  μέ  δυο  τόνους : 

Ξαναγυρίζει  στ'   Αργυρόκαστρο 

/.    Πολέμης 

Άπύ  τΐ|  ζήλεια  μο\'  σοΰ  ξέσχισα 

Τ,    Μωραϊτίνης 

Δεκασύλλαβο  ίαμ1^ικο  έχομε  και  ενα  άλλο  είδος,  πού  χο)ρίζε- 
ται  σε  δυο  κομμάτια.  <ίλλά  γράφονται  σάν  ένας  στίχος.  Το  πρώτο 


40 

μισόσηχο  γίνεται  από  εξη  συλλοφές  και  το  δεύτερο  απο  τέσσερες 
ή  καΐ  τα  δυο  από  πέντε,  δπως : 

Νά  ηάω  στον  ηόλεμο  |  μες  τη  φωτιά 
τα  ξένα  χώματα  |  ξένα  ηονλιά. 

Α,   ΒαλοΛΟζίτψις 

Κλείνω  τά  μάτια  |  κι*  όνειρο— πίσω — 
άπλα  χελάου  |  θάλασσας  μάκρη 
κι*  όταν  τά  μάτια  |  πάλε  σφαλίσω, 
πάλε  μιαν  άπλα  |  θάλασσας  μάκρη  * 

Γ.  ΠκΧΙβ^ν 

10.  Ιαμβικός  ένχεκασύΧλαβος : 

ν^  —  |(-»  —  ι»-/  —  |>^  —  |ν  —  |ν^ 

Ό  Ιαμβικός  έντεκασυλλαβος  είν'ό  πιό  πλούσιος  σε  ποικιλία 
μορφών.  Είναι  στίχος  πού  καλλιεργήθηκε  στην  Ελλάδα  πρώτα 
άπ'  τους  Έφτανησιώτες  ποιητές  καΐ  γενικά  από  κείνους  πού 
σπούδασαν  στην  Ιταλία.  Παρ'  δλ*  αυτά  έντεκασΰλλ(ΐβο  βρίσκομε 
και  στη  δημοτική  μας  ποίηση.  Τά  τελευταία  χρόνια  καλλιεργή- 
θηκε αρκετά  άπ'  τους  νεώτερους  ποιητές. 

*0  Ιαμβικός  έντεκασΰλλαβος,  είναι  μόνον  π(ΐρο|υτονος. 

Ή  ποικιλία  του  δμως  είναι  μεγάλη  καΐ  βρίσκεται  προπάντων 
στον  τονισμό  τών  ζυγών  συλλαβών,  πού  ή  διάφορη  θέση  τους 


1.  Τσύς  στίχους  αυτούς  τους  θεωρώ  δυο  τον  καθένα.  Μερικοί  τους 
λένε  μειχτούς.  Δίκιο  έχουν  άπό  μια  μεριά,  άλλα  για  κείνους  τουλάχι- 
στο που  δεν  χωρίζονται  τόσο  διακριτικά  δπως  οΐ  παραιπάνω.  ΟΙ  στί- 
χοι αΰτοΙ  κατά  τη  γνώμη  μου  είναι  δυό  μικρότεροι  και  είναι  γραμ- 
μένοι σάν  ενοις.  Διαφορετικά  κι*  αν  συχωρεθη  ό  τόνος  της  έβδομης, 
ό  τόνος  της  ένατης  δεν  στέκει  μέ  κανένα  λόγο. 

Πρέπει  δηλ.  νά  θεωρηθούν  σάν  νάταν  γραμμένοι  έτσι  : 

Νά  πάω  στον  πόλεμο 
μέσ*  τή  φωτιά. 
Τά  ξένα  χώματα 
ξένα  πουλιά. 

Σάν  Ιαμβικοί  έξασυλλαβοι  προπαροξύτονοι,  και  ιαμβικοί  τετρα- 
σύλλαβοι όξύτονοι. 

οι  δε  π<λρακάτω  έτσι  : 

Κλείνω   τά  μάτια 
κι'  όνειρο— πίσω — 
Σάν  Ιαμβικοί  π8ντασύλλ(ΐβοι  παροξύτονοι. 


41 

τοΰ  δίνουν  ιδιαίτερη  μουσικότητα  καΐ  βαρύτητα  καΐ  τόν  κάνουν 
να  είναι  άλλοτε  πυλύ  σφιχτοδεμένος,  άλλοτε  ρηχός  καΐ  μονότονος 
Ηΐ  άπαγγέλνεται  χωρίς  διακοπή  και  χωρίζεται  σε  δυο  κομμάτια. 
Έκτος  δμως  (χπ'  τόν  τονισμό  στις  ζυγές  συλλαβές,  έχομε  και  το- 
νισμό σε  μονές  πού  δέχεται  ό  ιαμβικός  έντεκασΰλλαβος.  Τέτοιες 
μονές  συλλαβές  είναι  κυρίως  ή  τρίτη  καΐ  ή  έβδομη  εκτός  <ιπ'  τήν 
πρώτη,  που  βρίσκεται  βέβαια  συχνά  δχι  μονιτίχα  στον  έντεκασΰλ- 
λαβο,  άλλα  σε  κά-θε  ιαμβικό  στίχο. 

*Ετσι  έχουμε  να  παρατηρήσουμε  τις  παρακάτω  ποικιλίες  τοΰ 
έντεκασύλλαβου,  πού  μας  δείχνουν  τα  παραδείγματα. 

α)  Έντεχαοΰλλαβοί  με  δλες  τις  ζνγες  συλλαβές  τονισμένες  : 

«πικρό  'ψωμί  !    ξερύ  ψωμί»  ξεχύΟη 
οά  να  οτενάξαν  χίλια  μύρια  στήθη 

Κ.    ΧαχζόηονίΐΛς 

Οί  στίχοι  αυτοί  έχουν  όλες  τους  τΙς  ζυγές  συλλαβές  τονισμέ- 
νες."Οσο  πιό  πολλές  βρίσκονται  τονισμένες,  δπως  εδώ,  τόσο  ό  στί- 
χος γίνεται  μονότονος  και  χτυπητός.  Δεν  είναι  καθόλου  υποφερτός, 
άν  τύχη  μίίλιστα  να  έπανοΛαμβάνεται.  Καθώς  είμεθα  συνηθισμέ- 
νοι νά  τονίζουμε  συνέχεια  τη  ζυγή  συλλαβή,  φθ(ίνομε  στή  δέκατ») 
οπού  σταματούμε  •χπότομα  και  μάς  φαίνεται  ή  ενδέκατη  συλλαβή 
σαν  περίσσια  στο  στίχο  καΐ  μάς  κόβει  έτσι  τόν  κατήφορο,  πού 
€Ϊχ<χμε  πίίρει,  αλλά  μάς  δίνει  καΐ  τήν  εντύπωση  τοΰ  τέλους. 
'Αλλοιώς  δεν  θα  είχε  ποτέ  σκολασμό  ό  μονότονος  αυτός  ιαμβικός. 
Ό  εντεσύλλαβος  μέ  λιγώτερους  τόνους  είναι  πολύ  πιό  μουσικο')- 
τερος  και  μ(ίλιστα  άν  εχη  και  μιά  μονή  συλλαβι'ι,  τονισμένη. 

Κ'  έκεϊ  πον  ό  δύστυχος  μοιρολογούσε 
μακρνά  τοΰ  φάνηκε  σαν  τ'  αλυχτούσε 
αρπάζει  τ'  άρματα  κρύβει  τί|ν  κάρα 

Α,    Βαλαωρίτης 
Στο  δάαο  των  πεύκων  ϋσο  άτίεβοανω 
■θωρώ  τήν  Πλάση  ελεύθερη  μυνάχΐ) 

Σ.    Μόρφης 

ΚοΙ  μέ  τό  χέρι  ύρθό  τύ  διαφεντεύουν 

Κ.  Χατζόηουλος 

Οί  στίχοι  αυτοί  έχουν  πιό  λίγους  τόνους,  γιατί  οί  λέξεις  Γιπ'τίς 
όποιες  γίνονται  είναι  πολυσύλλαβες  και  ή  μονοτονία  πού  παρα- 
τηρήσαμε στο  παραπάνο)  παρ(ί δείγμα  τοΰ  Χατζόπουλου  μέ  τους 
πέντε  τόνους,  είναι  πιό  λίγη  τώρα. 


42 

"Αν  τΰχη  δμως  ό  στίχος  να  τονιστή  στην  πρώτη  συλλαβή 
του  παίρνει  τε?είως  διαφορετική  δψη  με  την  έναρξη  αυτή  τήν 
τροχαϊκή,  πού  είναι  συνηθισμένη  και  επιτρέπεται  καθώς  είπαμε 
καΐ  για  άλ?»ους  ιαμβικούς.  Ιδιαίτερα  δμως  για  τον  Ιντεκασΰλ- 
λ(χβο  τοΰτο  δεν  είναι  ψεγάδι  του  στίχου,  οΰτε  κάτι  πού  μάς  τα- 
ράζει τον  ιαμβικό  ρυθμό.  Στην  περίπτωση  αυτή  είναι  στοιχείο 
πού  δίνει  αρμονία  και  μουσικότητα  στο  στίχο :  π.  χ. 

"Αστραψ'  έσφυρνξε  γοργό  σα  φεΐδι, 
στέκει  άκονρμένεται  δεν  άγροιχιέται 
πάλι  άκουρμένεται  γέρνει  χ'  αυτιά  του 
ξύπνα,   Άστροϋτόγιαννε,  γλυκοχαράζει 

Α,   Βαλαωρίτης 
Σ'  Ιναν  παλμόν  αιθέριο  άλαφρωμένο 

£,   Μόρφης 
Κάθε  άεργο,  ζητιάνο,  κλέφτη,  αλήτη 

Κ,  Χατζόηονλος 
Έτρωγε  πάντα,  γιώμα  μεσημέρι 

Αφ  ΑασΜαραχός 

Έκτος  άπ'  τον  τονισμό  της  πρώτης  (Ιίυλλαβής,  πού  δεν  είνοα 
καθώς  είπαμε  Ιξω  απ'  τόν  κανόνα,  Ιχουμε  στον  εντεκασυλλ(ΐβο 
τονισμένη  και  τήν  τρίτη  συλλαβή, πού  μάς  χαλάει  τό  ρυθμό  τοΰ 
ίαμβου  και  μάς  δίνει  τήν  Ιντύπωση  ανάπαιστου,  γιατί  τέτοια 
δ'ψη  παίρνει,  καΐ  είναι  μια  αναποδιά  δ  ποιρατονισμός  αυτός  της 
τρίτης  συλλαβής,  δταν  μάλιστα  τύχουν  πολλοί  τέτοιοι  στίχοι  στή 
γραμμή.  Τότε  δύσκολα  μπορεί  ενα  αύτΙ  ασυνήθιστο  να  ξανοιβρή 
τόν  ιαμβικό  ρυθμό,  μιά  καΐ  τά  δυο  πρώτα  μέτρα  είνοα  άνοϋκιι- 
στικά.  Τό  πράγμα  δεν  φαίνεται,  δταν  σε  δλοϊαμβικούς,  στίχους 
παρουσιάζεται  και  κανένας  τέτοιος,  οπότε  ή  παρουσία  του  είν<χι 
ξεκούρασμα  στή  μονοτονία  του  ϊδιου  ρυθμού,  καΐ  ένας  τρόπος  νά 
πλουτίση  ό  ποιητής  τό  στίχο  του  με  νέα  μελψδία. 

Τούτο  τό  ζητάει  πολλές  φορές  και  τό  νόημα  τού  στίχου. 
Π(ΐρ°  δλα  αυτά  δ  παρατονισμός  της  τρίτης  συλλαβής,  δπως  και 
της  πέμπτης  και  έβδομης,  πού  θά  πούμε  αμέσως  πιό  κάτω,  εί- 
ναι μιά  εξαίρεση  και  κάτι  σάν  εμπόδιο  στον  Ιαμβικό  ρυθμό, 
άσχετα  άν  είναι  ανεκτό,  γιατί  δύσκολα  κάθε  αύτι  μπορεί  νά  ξε- 
χωρίση  τήν  ποικιλία  αυτή  καΐ  τήν  εναλλαγή  των  δύο  μέτρων. 

Αυτό  φαίνεται  πιό  καθαρά  στά  παιδιά  στό  σχολειό,  πού 
κάθε  φορά  πού  τυχαίνει  τέτοιο  εμπόδιο  κομπιάζουν  στό  διάβα- 
σμα, καΐ  δέ  μένουν  ικανοποιημένα  άπ'  τήν  ποικιλία  αυτή  τοΰ  έν- 
τεκασύλλαβου. 


4δ 

β')  ' Εντεχασύλλαβοι  με  τόνο  στην  τρίτη  συλλαβή  : 

Πορφυρά  τά  ουράνια  χρωματίζουν 

Γ.    Βιζυηνός 

μ'  έχαμάρανε  ή  μάνα  μου   ή  καϋμίνη 

ένας  άντρας  χοντρός,  παχυός  μεγάλος, 

δειλινό,  δείπνο,  πρόγευμα,  αυγή  βράδν. 

Α.    Λασχαράτος 

Είπαμε  πιο  πάνο),  πώς  ό  έντεκασυλλαβος  μπορεί  να  εχη  και 
τονισμένη  την  πέμτη  συλλαβή,  άλλα  τότε  ι>ά  εχη  και  την  τέ- 
τοιρτη,  οπότε  θα  γίνεται  εκεί  το  μετρικό  χασοτόνισμα  πού  είδαμε 
κι  άλλου.  Ό  τόνος  δηλ.  της  ζυγης  συλλαβής  θα  πνίξη  τον  τόνο 
της  πέμτης.  "Αν  τΰχη  δέ,  να  μην  είναι  τονισμένη  ή  τέταρτη  συλ- 
λαβή, άλλα  ή  τρίτη,  τότε  ό  στίχος  αυτός  δεν  μπορεί  ν°  άνήκη  σε 
κανένα  άπ'  αυτά  τά  εϊδη  πού  αναφέραμε  καΐ  είναι  άρρυθμος  καΐ 
δεν  πρέπει  να  τον  παίρνουμε  για  υπόδειγμα,  κι  αν  ακόμη  γρά- 
φτηκε άπό  καλό  στιχουργό.  Δεν  αποκλείονται  κι  άπ'  τους  μεγά- 
λους καΐ  καλούς  τά  λάθη.  Υπάρχουν  καΐ  κακές  ώρες  καΐ  ανά- 
λογα έργα,  πού  δεν  τά  κάνουν  καΐ  οί  μέτριοι  στιχουργοί  πολλές 
φορές.  "Ωστε  τους  τέτοιους  στίχους  δέν  τους  παίρνουμε  σε  λο- 
γαριασμό, ούτε  θάπρεπε  νά  γίνη  λόγος  εδώ  γιά  το  φαινόμενο 
αυτό  τοΰ  έντεκασΰλλοιβου.  Διαφορετικά  θά  φτάναμε  στό  συμπέ- 
ρασμα νά  παραδεχτούμε,  πώς  δέν  υπάρχει  κανένα  άπ'  τά  πέντε 
εϊδη  των  μέτρων  πού  είπαμε  στην  αρχή,  καΐ  νά  πιστέψουμε  κεί- 
νους πού  δέν  βρίσκουν  στη  νεώτερη  ποίηση  μας  Ίαμβους,  τρο- 
χοάους  κλπ.  Ιχοντας  γιά  βάση  τους,  τέτοια  φαινόμενα.  Μά  τοϋτο 
είναι  εξαίρεση,  καΐ  φυσικά  οΐ  κανόνες  δέν  βγαίνουν  άπ'  τις  εξαι- 
ρέσεις. 

"Οσο  γιά  τόν  τονισμό  της  έβδομης  έχουμε  νά  πούμε  δ, τι  και 
μέ  τόν  τονισμό  της  τρίτης.  Είναι  τό  ϊδιο  πράγμα,  άλλ'  ανάποδο. 
Ή  διαφορά  είναι,  πώς  ό  δεύτερος  είναι  πιό  κοιλός  στίχος,  γιατί 
ό  τόνος  της  έβδομης,  ύστερα  άπό  κανονικό  ϊαμβο,  δίνει  μιά  ζωη- 
ράδα εξαιρετική  σ'  δλο  τό  στίχο  και  δέν  φαίνεται  καν  τό  παρα- 
τόνισμα  τής  μονής  συλλαβής,  σαν  ακόλουθη  δ  τονισμός  τής  δέ- 
κατης, οπού  καΐ  τελειώνει  ό  στίχος  και  παίρνουμε  ανάσα. 

"Ετσι  ό  στίχος  δίνει  την  εντύπωση  άνθρωπου  πού  παίρνει 
απότομα  ανήφορο  γιά  νά  σταματήση  άμέσοις.  Είναι  ένας  καλός 
κυματισμός  τής  φωνής  μας,  πού  δένει  τό  στίχο  καΐ  τοΰ  δίνει  μιά 
βαρειά  μουσικότητα. 


44 

Τους  στίχους  αύτοϋ-,  τοϋ  {-.ϊδους  τον  λέμε  :  Β^ηΙεδοο  άπ'  το 
όνομα  τον  'Ιταλον  ποιητή   ΟππΙς. 

γ)  Παραδείγματα  ΟαπίβΜ'ο  : 

Και  σέ  λευκό  ?.αι.μό,   φλόγα  γεμάτη 
τοΰ  νιου  πού  την  ψνχή  δρρνει  το  κρίμα 

Σ.    Μαρτζάχης 
Έπρόσταξε  αυστηρό  ί>ρλημα  θείο 
αν  οΐ  μαϋροι  νά  ζούμε  άτεκνοι  γέροι 

Γ.   Μαρκοράς 

Οί  παραπάνω  στίχοι  έχουν  τόνο  καΐ  στην  εχτη  καΐ  στην 
έβδομη  συλλαβή.  Έν  τούτοις  κανένας  άπ'  τους  δυο  δεν  χάνεται 
δπως  συμβαίνει  στους  άλλους  στίχους.  Και  οι  δυο  άκουοντοα.  Ό 
^χτ^ος  ζητιέται  άπ' τον  ιαμβικό  ρυθμό.  Ό  έβδομος  είναι  ή  ανάγ- 
κη πού  ζητάει  ή  ιδιορρυθμία  τοΰ  ΒίΐηΙεοο.  Μόνο  στον  τελευ- 
ταίο στίχο  τοΰ  Μαρκορά  χάνεται  κάπως  ό  τόνος  της  εχτης  συλ- 
λαβής, γιατί  γίνεται  ή  συνίζηση  (ζοΰμε  άτεκνοι). 

Αυτό  είναι  ενδεικτικό  πόσο  δυνατός  είνοα  ό  τόνος  της  έβδο- 
μης συλλαβής.  "Οπου  άλλου  κι  αν  συνέβαινε  τοΰτο,  θα  εϊτανε 
πιο  δυνατός  ό  τόνος  πού  ζητάει  ό  γενικός  ρυθμός  τοΰ  είδους  τον 
στίχου,  καί  δχι  ή  εξαίρεση,  δπως  μάθαμε  στό  μετρικό  χασοτό- 
νισμα. 

δ)  ^Αλλα  παραδείγματα  ΟαηίβΒΟΟ  : 

Πώς  στ'  άκρογιά/Λ  ίνα  κΰμα  μονάχο 

Κ,   Χατζόηονλος 
Γλυκύτατη  φωνή  βγάν'  ή  κιθάρα 
Δε  βλέπω  με  το  μάτι  δσο  γυρεύω 

Δ.    Σολωμός 
"Α  στάξη  γι'  αυτές  δάκρυ  ύΟε    αγαπάνε 

Λ.   Μαβίλης 

Ώς  τώρα  εξετάσαμε  στίχους  εντεκασΰλλοφους,  πού  έχουν  δλες 
τις  ζυγές  τους  συλλαβές  τονισμένες,  άλλους  πού  έχουν  και  μια 
μονι'ι,  την  πρώτη,  την  τρίτη,  την  πέμπτη,  την  έβδομη.  Μιλή- 
σαμε χωριστά  για  τον  καθένα  άπ'  αυτούς,  για  τα  καλά  του  και 
για  τά  ψεγάδια  του.  Έκτος  δμο)ς  άπ'  τους  εντεκασύλαβους  αυ- 
τούς, έχομε  και  ενα  άλλο  είδος.  Εκείνο  πού  μπορεί  μεν  νά  γρά- 
φεται σάν  ί^'νας,  (ύλά  δταν  τόν  διαβάζουμε  το  χωρίζομε  άθελί: 
μας  σε  δυο  κομμάτια.  Ό  στίχος  αυτός  μιά  καί    είναι  φτειαγμέ- 


45 

νος  από  έντεκα  συλλαβές,  κατά  το  χώρισμα  τον,  το  ?\α  κομμάτι 
τ>άναι  μεγοιλΰτερο  άπ'  το  άλλο  κατά  μιά  σνλλαβή.  θοίχουμε  δηλ. 
'εξη  συλλαβές  καΐ  πέντε,  ή  πέντε  κι  εξη. 

ΚαΙ  τά  δυο  εϊδη  αυτά  τοΰ  εντεκασΰλλαβου  τά  βρίσκομε  στους 
διάφορους  ποιητές.  Δεν  είναι  δμως  άπ'  τά  καλντέρα  εϊδη  τοΰ 
εντεκασΰλλαβου,  δπως  θά  ίδοΰμε,  γι'  αντύ  και  δεν  τονς  βρί- 
σκομε τόσο  συχνά. 

ε)  ' ΕνχεκασνΙλαβοι  χωρισμένοι. 

δ— 6 
"Ετρωγε  πάντα,  |  γιώμα  μεσημέρι 


Σ*  7)θβλα,  φίλε  |  πουλιό  γνωσηκόνε 
μέ  δίχως  ξύδι  |  χαΐ  λίγη  άφράλα 


Α.    Λααχα^τοζ 


6-5 

Ούρανοπέλαγα,  |  θαλασσοδρόμια. 
Μαλλάκια  ξέπλεκα  |  πόθον  ψαλτήρια 
Σπασμένα  σήμαντρα  |  σβνσμ?να  μάτια 

Δ,  ΚονχονρΙχος 
6— δ 

Χειμώνας  έρχεται,  |  σύγνεφα  χιόνια 
μακρυά  άπό  Οί'νανε  |  ααραδαρμενο 
να  πιουν  τό  αίμα  μον,  |  το  σωΟ^ικά  μον 
Σ'κώνεται  λαίμαργο  |  στα  πισινά  του 
λάμπονν  τ(ϊ  νύχια  του,  |  τά  πέτα^Λ  το\' 

Α,    Βαλαο>ρίτης 
ώς  τόσο  ίπέρναε  |  ό  καιρός  κ'  οΐ  μ^ρες 

Α.    Λασχαράτος 

Στά  παροϋΐάνω  παραδείγματα  έχομε  στίχους  εντεκασνλλαβους 
χωρισμένους  σέ  δυο  μέρη.  Στους  πρώτους  χον  Λασκαριάου,  τό 
χώρισ(ΐα  γίνεται  υστέρα  ιχπό  τήν  πέμπτη  συλλαβή,  στους  δεύτε- 
ρους τοΰ  Βαλαωρίτη,  υστέρα  απ'  τί^ν  εχτη.  ΚαΙ  στΙς  δυο  περι- 
πτώσεις τό  χώρισμα  αυτό,  τό  αναγκαστικό,  ξεχαρβαλαη-ει  τό 
στίχο  καΐ  τοΰ  καταστρέφει  τη  βαρειά  μουσικότητα,  που  διακρί- 
νει τον  έντεκασΰλλαβο  και  τόν  κάνει  τελεί ο)ς  παιδιάστικο.  Τό  χο')- 
ρισμα  δε  χτυπάει  τόσο,  δταν  ό  στίχος  εχη  λίγους  τόνους  δπως, 
«^ Ούρανοπέλαγα,  θαλοσσοδρόμια*.  Διαφορετικά  οι  τέτοιοι  χωρι- 
σμένοι καΐ  πολυτονισμένοι  στίχοι  μας  ιΗ'μίζουν  απαγγελία  μικρών 
παιδιών,  πού  τους  αρέσει  ή  διαρκής  μονοτονία  καΐ  τό  ταχτικό 
/(όρισμα,  πού  τά  διευκολύνει  στό  διίίβασμα  των  στίχων. 


46 

Με  τέτοιους  στίχους  Ιχουν  γραφή  ολόκληρα  ποιήματα  καΐ 
είναι  ακόμα  και  σκόρπιοι  μέσα  σ'  άλλους  αχώριστους  έντεκασυλ- 
λαβους.  Το  ανακάτωμα  αυτό  το  •θεωροΰν  μερικοί  σαν  ψεγάδι,  εξε- 
τάζοντας τα  ποιήματατα  τών  μεγοΛυτέρων  στιχουργών  μας,  σαν 
του  Σολωμού.  Αυτό  δμως  δεν  Ιχει  να  κάνη.  Μπορεί  ό  Σολωμός 
να  μη  ■θέλησε  ν'  άνακατέψη  τους  έντεκασυλλοφους  και  νάγραψε 
στην  ουσία  τέτοιους  στίχους  αραδιάζοντας  τόν  καθένα  χωριστά, 
σε  τρόπο  πού  δ  ένας  έντεκασυλλαβος  να  είναι  χωρισμένος  σε  δυό 
μικρότερους.  *0  ρυθμός  οπωσδήποτε  δεν  αλλάζει.  Κάπως  για- 
τρεύεται ή  μονοτονία  του  άπ'  την  ομοιοκαταληξία,  &ν  και  τό  πιό 
συχνό  αυτό  κουδούνισμα  της  όμοιοκαληξίας  δεν  είναι  λιγώτερο 
υποφερτό,  γιατί  είναι  ενδεχόμενο  στον  κομματιασμένο  αυτό  έντε- 
κασΰλλαβο  ή  ομοιοκαταληξία  νάρχεται  πιό  συχνά. 

Παρακάτω  φέρνομε  ενα  παράδειγμα  ενός  στίχου  του  Σολω- 
μού κατά  τους  δυό  τρόπους  γραμμένο. 

"Ολα  την  έκραζαν 

όλα  τ'  αστέρια 

χ'  εκείνη  ξάπλωνε 

δειλά  τά  χέρια, 

άλλα,  νά  τοΰδωσε 

εν*  αγγελάκι 

φιλί  αθάνατο 

στο  μάγου  λάκι. 
"Ολα  τήν  έκραζαν  Ι  δλα   χ'  αστέρια 

κ*  εκείνη  ξάπλωνε  |  δειλά  τά  χέρια 

άλλα  νά  τοΰδωσε  |  εν  αγγελάκι 

φιλί  αθάνατο  Ι  στο  μαγουλάκι. 

"Αν  ό  ποιητής  Ιγραφε  έτσι  τους  στίχους  καΐ  δχι  χωρισμέ- 
νους δπως  πιό  πάνω,  πολύ  πιθανόν  δεν  θάκανε  ομοιοκαταληξία 
αμέσως  στό  δεύτερο  στίχο,  άλλα  στον  τρίτο  δπως  γίνεται  π.  χ. 
στους  παρακάτω  στίχους  του  Βαλαωρίτη. 

Γεράκι  αχόρταγο,  σκληρό  ξεφτέρι 
(&'  άρχίση  ολόγυρα  νά  κυνηγά). 
Ψυχή  μου,  άλλοίμονο  στό  περιστέρι 
(&ν  τώβρη  μόνο  του  μεσ*  τή  φωλιά). 

Ή  διαφορά  λοιπόν  μεταξύ  τών  δυό  δεν  είναι  σπουδαία.  Μό- 
νον στην  πρώτη  περίπτωση  έχουμε  πιό  συχνή  ομοιοκαταληξία,  ή 
οποία  δμως  δεν  είναι  στοιχείο  πού  μπορεί  ν'  άλλάξη  τό    ρυθμό. 


47 

Είναι  στολίδι  πού  ξεγελάει  μονάχα  τ'  αυτί  μας    και  μας    ευχαρι- 
στεί τις  πιο  πολλές  φορές  ή  παρουσία  του. 

"Ασχετα  λοιπόν  μέ  το  τί  έκανε  δ  Σολωμός,  το  ανακάτωμα 
αυτό  τοϋ  εντεκασΰλ>.αβου  θα  πρέπη  να  θεωρητΗ)  σαν  μια  ποικι- 
λία ανάμεσα  στη  βαρεία  αρμονία  τ'ον  γερών  καΐ  αχώριστων  στί- 
χο)ν,  όταν  δέ  γίνεται  κατάχρηση.  Πολλές  φορές  μάλιστα  ένα  τέ- 
τοιο κομμίχτιασμα  ανάμεσα  ατούς  άλλους  στίχους,  μας  εξυπηρε- 
τεί στο  νόημα,  στην  (απαγγελία,  και  το  αναγκαστικό  σταμάτημα 
αντίίποκρίνεται  στα  πράγματα  πολλές  φορές,  πού  θέλει  να  πή  ό 
στίχος.  Το  ανακάτωμα  άλλως  τε  αυτό  δέν  είναι  λίγοι  ούτε  μι- 
κροί οι  ποιητές  πού  τό  κάνουν. 

11.  Ιαμβικός  Δωδεκασύλλαβος : 

ν  —  ι  ν-/  —  ι  '^  —  ]  κ^  —  ι  ν  —  ι  -^  — 

Ό  Ιαμβικός  δωδεκασυλλαβος  έχει  συγγένεια  μέ  τόν  έντεκασύλ- 
λαβο  πού  αναφέραμε  και  γίνεται  αν  προστεθη  στό  δεύτερο  μια 
συλλαβή.  *0  δωδεκασυλλαβος  είναι  δξύτονρς  και  προπαροξύτο- 
νος. *0  πρώτος  είναι  πιό  πολύ  συχνός  στα  δημοτικά  μας  τραγού- 
δια. Και  τους  δυό  μπορούμε  να  τους  διαιρέσουμε  σέ  τρία  εϊδη 
ανάλογα  μέ  τό  χώρισμα  πού  κάνουν.  Τό  πρώτο  είδος  έχει  χοίρι- 
σμα  ύστερ'  άπ'  την  έβδομη  συλλαβή  καΐ  τό  συναντάμε  στα  δη- 
μοτικά τραγούδια.  Τό  δεύτερο  είδος  κάνει  τομή  ύστερα  άπ'  την 
εχτη  συλλαβή,  καί  είναι  πολύ  τεχνικό  και  δύσκολο,  γι'  αυτό  και 
δέ  βρίσκεται  τόσο  συχνά.  Τό  τρίτο  είδος  έχει  τό  χώρισμα  ύστερα 
άπ'  την  πέμτη  συλλαβή. 

α')  Δωδεχαούλλαβοι  με    χώρισμα     νοτερα    άπ'   την    έβδομη 

συλλαβή : 

Ό  αυγερινός  κ*  ή  πού^αα  |  τάστρα  τής  αυγής 
και  τό  λαμπρό  φεγγάρι  |  μ'  έξεπλάνεψαν, 
κι*  όταν  έβγήκε  ό  ήλιος  |  μ'  έςαγνάντεψε 
Έμενα  δέ  μέ  ?^νε  |  μήλο  και  μηλιά 
μέ  λένε  γλυκό  ρόδο  |  καΐ  ροδοσταμιά. 
Κι'  ά  σ*  έκλεισε  ό  ήλιος  |  φεύγεις  τό  βραδύ. 

Δημοτιπά 

Τά  μαύρα  σου  τά  μάτια,  |  φως  μου  όποιος  τα  Ιδή. 

Γ.    Βιζνηνός 

Και  μέ  λουλούδια  θάρθουν  |  χαί  μέ  στίφανα 

ΕΙνοΜ  ατά  ρημοκκλήσια  |  πού  γκρεμίζονται 

Λ.  Πορςρύρας 


48 

Σαράντα  π<ιληκάρια — από  τη  Λεβαδιά 

πάνε  γιά  να  πατήσουν  |  τΐ)  Δρομπολιτσά 

Δημοτικό 

μήνα  καΐ  τό  κραοί  μας  |  δέν  σας  άρεσε 

Δημοτικό 

β)  Αωδεκασνλλαβοι    με   χώρισμα    νστερ*  άπ'  την    εχτη  σνί- 

λαβή: 

Μέ  τ'  αοτρα  τα  ψυχρά  |  ψηλά  στον  ουρανό 

Γ.  Βιζνην6ς 
Δέν  τραγουδώ  παρά  |  γιατί  μ'  αγάπησες 

Μ,  Πολνδονρη 
ΚοΙ  κάπου  μιά  νυχτιά  |  κ'  ήταν  ήλιόκριση 
Μα  κάτι  μυρωδιές  |  μας  φέρνβι  ό  άνεμος. 

/.   Γζνπάοης 

γ)  ΔωδεχαανΧλαβοι  μ^  χφριαμα  νστερα  άη   χην  τιέμητη  ανί- 

Χαβή  : 

Πρέπβι  νά  φάνε  |  των  ανθρώπων  τα  κορμιά 

Ο,  Μηβχές 
Νά  ρθη  κοντά  σου  Ι  κι'  ή  ψυχή  μου  άθίόρητη 

Λ,    Πορφύρας 

Συμφωνά  μ'  αυτά  τά  παραδείγματα  πού  αναφέραμε,  Ιχομε 
νά  παρατηρήσουμε  γιά  τό  κα-θένα  χωριστά  τά  παρακάτω : 

Τό  πρώτο  είδος  πού  έχει  χώρισμα  υστέρα  άπ'  την  έβδομη 
συλλίχρή,  χωρίζεται  διακριτικά  σε  δυό  κομμάτια,  τόσο  πολΰ,  πού 
ι'>έλοντας  και  μη,  θά  σταματήσουμε  νά  πάρουμε  ανάσα,  προ  πάν- 
των δταν  άπαγγέλουμε  τά  δημοτικά  τραγούδια  και  λιγώτερο  τά 
προσωπικά.  Στά  λαϊκά  τραγούδια  τό  δεύτερο  κομμάτι  δέν  έχει 
ξεχωριστό  νόημα  άπ'  τό  πρώτο,  αλλά  είναι  συνέχεια  αύτοΰ,  σάν 
επεξήγηση  πού  συμπληρώνει  τό  νόημα.  Πολλές  φορές  τό  δεύ- 
τερο κομμάτι  είναι  και  σάν  επφδός  πού  έπαναμβάνεται  κάθε- 
τόσο.  Γι'  αυτό  τό  λόγο  πολύ  λίγο  είναι  δεμένα  τά  δυό  κομμάτια 
του  δωδεκασύλλαβου  αΰτουνοΰ.  Είναι  δμως  κατάίΑηλος  αυτός  ό 
στίχος  μέ  την  τομή  του  γιά  τραγούδι  καΐ  χορό,  καΐ  είναι  πλεο- 
νέκτημα νά  μπορή  ό  τραγουδιστής  ή  ό  χορευτής  νά  σταματάη 
δσο  του  χρειάζεται  χωρίς  νά  τόν  έμποδίζη  τό  νόημα.  Γι'  αυτό 
είναι  πολλά  τά  τραγούδια  του  είδους  αύτοΰ  στή  λαϊκή  μας  ποίηση, 
πού  τραγουδιούντ(χι  δλα  και  χορεύονται. 

Ό  δωδεκασύλλαβος  πού  χωρίζεται  σέ  δυό  ϊδια  μέρη  καΐ  πού 
τό  καθένα  γίνετοα  από  εξη  συλλαβές,  δεν  είναι  καθόλου  καλύτε- 


4;» 

ρος  ίΐπ'  τον  παραπάνω  υΰτε  λιγώτερο  μονότονος,  δταν  μάλιστα  ό 
στίχος  εχη  πολλούς  τόνους,  σε  κάί>ε  του  δηλαδή  ζυγΐ)  συλλαβή, 
όπως  στον  παρακΓίτο)  στίχο  τοί5  Βιζυηνού  : 

Μέ  τ'  (ϊστρα  τά  ψυχρά  Ι  ψηλά  στον  ουρανό. 

Ή  μονοτονία  του  κόβεται  καπο)ς  και  δε  γίνεται  τόσο  αισθητό 
το  χώρισμα,  δταν  λιγοστεύουν  οι  τόνοι,  γιατί  το  δυνάμωμα  κάθε 
τόσο  της  φωνής  μας  στους  τόνους,  έρχεται  σαν  κουρασμένο  καΐ 
σταματάει  διακριτικά  στην  τομή,  κι'  έτσι  γίνεται  πιο  φανερή, 
ενώ  οί  λιγώτεροι  τόνοι  δίνουν  πιο  γοργό  ρυθμό  στό  στίχο. 

Τεχνικός  στίχος  καΐ  καλοδεμένος  είναι  ό  δωδεκασυλλαβος  δξυ- 
τονος  χι  ας  χωρίζεται  σε  δυο  ϊσα  μέοη,  δταν  εχη  τόνους  στην 
τέταρτη,  δγδοη  καΐ  δωδέκατη  συλλαβή.  Ό  τόνος  τής  τέταρτης 
συλλαβής,  που  είναι  και  μοναδικός  στό  πρώτο  μισόστιχο,  (ίπέχει 
απ'  τό  χώρισμα,  ώστε  καθόλου  δεν  φαίνεται  τό  σταμάτημα,  γιατί 
τό  κρύβει  ό  τόνος  τής  όγδοης  συλλαβής,  πού  έρχεται  δυνατός  υ- 
στέρα από  τρεις  άτονες.  Τέτοιοι  στίχοι  είναι  οί  πίΐρακάτω. 

Τά  αχλοφωμενα  σου  |  έξεχβίλιζαν  μοιλλιά 
Κι'  Ί]  χειμωνιάτικη  |  τά  χάιδευε  αντηλιά 

Λ,    Πορφύρας 

Καλός  επίσης  είναι  ό  δωδεκασυλλαβος  πού  έχει  χώρισμα  υστέρα 
άπ'  τήν  πέμτη,  δπως  φαίνετοχι  στα  αμέσως  παραδείγματα.  Είναι 
ό  καλύτερος  άπ'  τους  δωδεκασύλλαβους  πού  χωρίζονται,  ύστερα 
από  τον  όξύτονο,  πού  κόβεται  κανονικά  σε  δυό  ϊσα  μέρη  σάν 
τό  παρίχπάνω  παράδειγμα  τού  Πορφύρα.  Ό  στίχος  αυτός  δεν 
είνοιι  τόσο  μονότονος. 

Δάκρυα  χα'ι  λόγια  |  δέν  έβγαίνανε  πικρά 
κι'  ήταν  ή  μόνη  |  πεταλούδα  άπ'  τό  βοριά 

Λ.    Πορφύρας 

Περνά  σάν  στήλη  |  καϊ  οάν  κορνιαχτός  χρυσός 

Γ.  ΠβΙλβρέν 

Έκτος  άπ'  αυτά  τά  είδη  τοΰ  δωδεκασύλλίΐβου,  θαυμάσιος 
είνοα  και  ό  άχίύριστος  προπαροξύτονος  ή  και  δξύτονος  ακόμα. 


Σά  θυμιατήρια  αγροτικά  κ*  εφήμερα 
τήν  άνθινη  τους  τήν  ψυχή  σκορπίζανε 

Άπ'  τήν  ουσία  τοϋ  καλοϋ  βγαίν'  ή  χαρά 


Λ,    Πορφύρας 
Ο.   Μπ*Η€ς 


δΟ 

13.  Ιαμβικός  δεκατρίσύλλαβος  : 

^— 1^— 1^— 1^— ΐ^— 1^— 1^ 

Είναι  σύνθετος  στίχος,  δπως  καΐ  δλοι  οι  μεγάλοι,  γιατί  γί- 
νονται (ίπό  άλλους  μικρότερους,  αν  τους  βάλουμε  στην  ϊδια 
γραμμή.  Είναι  μονάχα  παροξύτονος,  δπως  και  δ  έντεκασυλλαβος, 
καΐ  βαδίζει  στους  ϊδιους  κανόνες  με  κεΐνον.  Ή  ποικιλία  του  βρί- 
σκεται πρώτα  στο  χώρισμα  πού  κάνει,  κ*  υστέρα  στο  διάφορο 
τονισμό  των  συλλαβών. 

Ανάλογα  με  το  χώρισμα  έχομε  δεκατρισΰλλαβους  πού  χωρί- 
ζονται υστέρα  άπ'  την  δγδοη  συλλαβή,  υστέρα  άπ'  την  έβδομη, 
ίίστερα  άπ'  την  εχτη,  υστέρα  άπ'  την  πέμτη,  καΐ  αχώριστους. 

Ό  δεκατρισυλλαβος  γράφτηκε  απ'  τους  καθαρόγλωσσους,  τον 
Ραγκαβή  και  από  άλλους  πιο  πρίν,  πού  τους  ακολουθούν  κατό- 
πι νεώτεροι,  ό  Πολυλάς,  ό  Μαβίλης  και  άλλοι.  *0  δεκατρισυλλα- 
βος  δε  θεωρεϊτοα  άπ'  τους  πολύ  καλούς  στίχους  καΐ  αποφεύγουν 
να  γράφουν  σ'  αυτόν. 

α')  Δεκατρισνλλαβοι  με  χώρισμα  υστέρα  άτι'  την  δγδοη  συλ- 
λαβή : 

Ή  θάλασσα  στο  βάθη  της  |  πήρ'  Ινα  ναύτη 
κ'  ή  μάννα  τον,  ανήμερη  |  πάει  κι*  ανάφτει 

Κ,    Καβάφης 

Δεν  χελαΐδάτε  ανούσιοι  |  κι*  άσκοποι  ήχοι 

Λ.  Μαβίλης 

Πλήθος  μικρά  χωριά    κεντάει,  |  χωράφια  άλλοϋθε 
κεντάει  κι*  Ινα  βουνό  ψηλό,  |  ψηλό  χαϊ  μέγα 

Κ.    ΚρυστάΧΙης 

β')  Δεχατριαύλλαβοι  με  χώρισμα  νστερ'  απ  την  έβδομη  συλ- 
λαβή : 

Μιά  μανοϋλα  δύστυχη  |  είχ'  Ινα  παιδάκι 
τό  π€Μ.δι  σάν  εποαρνε  |  μέσ'  τήν  αγκαλιά  της 
Κ'  ή  χαρά  τό  θρόνο   της  |  είχε  στην  καρδιά  της 
Κι*  άπ*  τήν  ευτυχία  της  |  ή  καρδιά  της  κλαίει. 

Κ,    Μαρπίνας 

Δες  6  κόσμος  τί  καλός  |  δες  τά  περιστέρια 
και  τό  σφίγγει  πλιό  γλυκά  |  τό  παιδί  στά  χέρια 
Μέσα  σε  χρυσό  κλουβί  |  στέκει  Ινα  πουλάκι 
κελαΐδεί  πιχρολοιλεϊ,  |  τόν  καϋμό  του  λέει 

Κ,    Μαρκίνας 


51 

γ')  ΑεκατρισνλΧαβοι  με  χώρισμα  νατερ*  άη*  την  εχτη  συλλαβή: 

Κορίτσια  μ'  έκραξαν  |  να  παίξουμε  τή  νύχτα 
"Ετσι  ό  Πολύφημος  |  βοσκούσε  τήν  αγάπη 

Τ.    "Αγρας 
Μέσα  στο  φως  αυτό,  |  πού  σοϋ  χτυπά  τήν  κόμη 

Γ.    ΠβΙΙβρέν 
Ξέρω  τήν  αφορμή  |  χαριτωμένη  κόρη 

Τ.    "Αγρας 
μέ  αηδόνια  μέ  φωλιές*  |  και  στο  πανώριο  ξόμπλι 
με  δάφνες  μέ  μυρτές  |  και  μέ  δασιά  πλατάνια, 
μ*  ολόχρυσα  σπαρτά,  |  μέ  -θημωνιές,  μέ  αλώνια 
μέ  νύφη,  μέ  γαμπρό,  |  μέ  φλάμπουρα  μέ  \|)(χι. 

Κ,    ΚρνστάΙλης 

Στην  πρώτη  κατηγορία  τοΰ  δεκατρισυλλοφου,  Ιχομε  το  χώρι- 
σμα "υστέρα  άπ'  τήν  δγδοη  συλλογή,  σε  τρόπο,  πού  ολόκληρος  ό 
στίχος  χωρίζεται  σε  δυο  μικρότερους.  Σ'  Ινα  ιαμβικό  δχτασυλ- 
λαβο  και  σ'  ενα  πεντασυλλαβο,  πού  Ιχουν  δλες  τις  ζυγές  τους  συλ- 
λογές τονισμένες,  καΐ  μια  μονή,  τήν  ενστη.  Το  χώρισμα  εδώ  δεν 
είναι  κάτι  πού  μπορεί  νά  χοΛάση  το  δέσιμο  τοΰ  στίχου,  δπως  πα- 
ρατηρήσαμε στο  δωδεκασυλλ(ΐβο,  γιατί  γίνεται  πρώτα  -  πρώτα, 
ίίστερα  άπ'  τήν  δγδοη  συλλαβή  καΐ  δε  χωρίζει  το  στίχο  σε  δυο 
άλλους  ϊσους  απαράλλαχτα.  Άκτός  άπ'  αυτό,  πού  είνοα  και  πιο 
σπουδαίο,  ό  τόνος  της  Ινατης  συλλ(ΐβής  είνοα  μια  ποικιλία  μέσα 
στή  μονοτονία  τοΰ  ίαμβου  και  ερχετοα  τόσο  δυνατά  υστέρα  άπ'  τον 
τόνο  της  εχτης,  ώστε  δεν  άκοΰετοα  και  τόσο  ή  τομή.  Γι'  αυτό  ό 
στίχος  αυτός  είναι  πολύ  τεχνικός.  *0  τόνος  της  ένατης  δεν  είναι 
κάτι  πού  χαλάει  το  ρυθμό  τοΰ  στίχου.  Τοΰ  δίνει  αντίθετα,  με- 
γάλη αρμονία  καί  μουσικότητα.  "Αλλως  τε,  καθώς  είπαμε  στην 
<ιρχή,  ό  τόνος  της  πρώτης  συλλαβής  επιτρέπεται  (γιατί  μπορεί  νά 
θεωρηθή  και  πρώτη,  αν  χωριστή  ό  στίχος)  και  πολλοί  είναι  οί 
ιαμβικοί  στίχοι  πού  κάνουν  μιά  τέτοια  έναρξη,  ας  τήν  ποΰμε  τρο- 
χαϊκή. "Ετσι  ό  δεκατρισΰλλαβος  αυτός,  αν  γραφή  χωριστά,  μας 
δίνει  ενα  δχτασΰλλαβο  ιαμβικό  και  ενα  πεντασυλλαβο,  μέ  τονι- 
σμένη τήν  πρώτη  και  τέταρτη  συλλαβή. 

Στή  δεύτερη  κατηγορία  έχομε  τους  δεκατρισυλλαβους  μέ  χώ- 
ρισμα πάρα  πολύ  χτυπητό,  υστέρα  άπ'  τήν  έβδομη  συλλαβή. 
Τό  είδος  αυτό  δεν  είναι  άπ'  τα  πιό  τεχνικά.  Καταντάει  πολύ  μο- 
νότονος ό  ρυθμός  του,  δταν  μάλιστα  Ιχουμε  συνέχεια  τέτοιο  χώ- 


52 

ρισμα.  Το  είδος  αύτοΰ  τοΰ  δεκατρισΰλλοφου,  δπως  βλέπομε  στα 
παραδείγματα,  δεν  έχει  τονισμένες  παρά  μονάχα  δυο  ζυγές  συλ- 
λαβές, την  δγδοη  δηλ.  και  τη  δωδέκατη.  Τοΰτο  δεν  θα  μας  εί- 
τανε  αρκετό  για  ένα  ιαμβικό  στίχο  τόσο  πολυσύλλαβο  μάλιστα. 
Το  πράγμα  θα  δικαιολογόταν,  αν  και  στο  πρώτο  μισόστιχο  είχε 
μια  ζυγή  συλλαβή  τονισμένη  και  πρό  πάντων  την  εχτη.  Επομέ- 
νως ό  στίχος  αυτός,  δπως  φαίνεται,  είναι  τροχαϊκός,  αν  γρά- 
ψουμε χωριστά  τά  δυο  μισόστιχα,  οπότε  θάχουμε  ένα  εφτασνλ- 
λαβο  τροχαϊκό  καΐ  ένα  έξασΰλλαβο.  "Ωστε  μπορούσαν  τά  παρα- 
δείγματα αυτά  νά  παραλειφτούν  μιά  και  στην  ουσία  τους  οι  στί- 
χοι αύτοΙ  δεν  είναι  ένας,  αλλά  δυό  μαζ\  γραμμένοι  σ'  ένα.  Φέ- 
ραμε δμως  αυτά  τά  παραδείγματα  γιά  κείνους  πού  θέλουν  το 
στίχο  σε  μιά  γραμμή  καΐ  καλά  και  σώνει,  και  θεωρούν  επομένως 
τους  δυό  ζυγούς  τόνους  αρκετούς  γιά  τό  ρυθμό  τοΰ  Ιαμβου,  πι- 
στεύοντας πώς  ή  τροχαϊκή  έναρξη  τοΰ  στίχου  αποκατοστένεται 
στό  δεύτερο  μισόστιχο.  Αυτό  δμως  είναι  αντίθετο  προς  τους 
γενικούς  κανόνες  τοΰ  ίαμβου  πού  είπαμε  πιό  μπρος '. 

Δεκατρισύλλαβοι  με  τονισμένες  δλες  τις  ζυγές  συλλαβές,  είναι 
οι  παρακάτω  στίχοι  τοΰ  Μωραϊτίνη.  "Εχουν  κι  αύτοΙ  τά  "ίδια  ψε- 
γάδια, πού  διακρίνουν  τους  χτυπητά  χωρισμένους  σε  δυό  μισό- 
στιχα. Είναι  βαρετός  ό  ρυθμός  τους.  Τό  πράγμα  συχωριέται 
γιατί  βρίσκονται  πολύ  σπάνια,  κι  έτσι  μέσα  σ'  άλλους  διαφορετι- 
κοΰ  ρυθμοΰ  δε  φαίνονται. 

Μέ  τ'  άσπρα  τά  γοβάκια,  |  τά  ψηλά  τακούνια 
Τό  φόρεμα  κρατοίντας  |  φεύγει  στό  σκοτάδι 

Τ,    Μωραΐτίνης 

Τό  τρίτο  είδος  τοΰ  ιαμβικού  δεκατρισΰλλαβου  καθώς  μας 
δείχνουν  τά  τελευταία  παραδείγματα  έχουν  χώρισμα  ύστερα 
άπ'  τήν  έχτη  συλλαβή  καΐ  με  δλες  τις  ζυγές  συλλαβές  τονισμένες. 
Μοιάζει  κάπο)ς  προς  τόν  αργό  ρυθμό  τοΰ  πρώτου  είδους,  Γζλλ' α- 
πέχει πολύ,  γιατί  τούτος  είναι  μονότονος  και  δεν  έχει  ούτε  τό 
δέσιμο  εκείνου. 

Θά  μπορούσαμε  ακόμα  νά  διακρίνουμε  καϊ  δεκατρισΰλλαβου; 


1.  Τονς  στίχους  αυτούς  προτιμότερο  νά  χονς  θεωρήσουμε  σάν  μι- 
κτούς παρά  Ιαμβικούς*  δπως  είπαμε  καΐ  γιά  άλλους  παρόμοιους  πιό 
μπρος,  τους  θεωρώ  σάν  δυό  στίχους. 


58 

μ?  χώρισμα  και  υστέρα  απ*  την  πέμτη  συλλαβή,  καΐ  στίχους  χω- 
ρίς χώρισμα. 

δ')  ΑεκατρισνλΙαβοι  με  χώριαμα  νατερα  άπ'  την  ηέμτη  συλ- 
λαβή : 

Πήραν  τό  δρόμο  Ι  μρ  τά  πλάγια  τ*  ανθισμένα. 

Γ,    Μο»οΛΪτίντίς 
νάηταν  μια  νύχτα,  |  δλο  μάγια  κι'  δλο  μΰρα 

Γ.    ΠβΙΙβρέν 

Οί  στίχοι  αύτοΙ  εΐνοιι  πα'ρα  πολύ  καλοί  καΐ  είναι  ακριβώς 
τ'  ανάποδο  άπ'  δ,τι  το  πρώτο  είδος. 

ε')  Δεχατριονλλαβοι  χωρίς  χώρισμα: 

Έχει  ένα  πόθο  πού  τρελλή  τήν  έχει  κάνει 
μά  ποΰ  να  βρή  το  φόρεμα  με  τά  κουδούνια. 
Ή  Κατινιώ  γίνεται  κλέφτρα  ένα  βράδυ 

Τ,    Μίοραϊτίνης 

Άοτερομέτωπα,  κι*  άρκούδοις  θρέφω  σκύμνους 
Έκεΐ  τά  λυγερά  τά  κυπαρίσσια,  οί  δάφνες 

Γ.    "Αγρας 
Τά  σωθικά  μου  δν  τάχει  ή  μαύρη  δίψα  φρίξει 
των  λογισμών  μου  σκίζοντας  το  μαϋρο    βύθος 
νεραΐδικά,  σάν  άπ*  αυτά  ποΰ  θέλει  ό  μύθος 

Μ.  ΠοΙνδονρη 

Δεκατρισυλλαβοι  αχώριστοι  είναι  καΐ  οί  παρακάτω  στίχοι  του 
Λ.  Μαβίλη,  μετάφραση  άπ'  το  Φάουστ.  Είναι  μια  προσπάι*}εια, 
καθώς  λέει  ό  Ίδιος,  να  φτειάξη  έναν  αχώριστο  δεκατρισυλλαβο. 

Κι    άλλου  ζωή  νά  δώση  τ'  άστρο  της  πηγαίνει 
παντοτεινά  σταϊς  δειλιναΐς  φλόγαις  νά  λάμπη. 
ταΐς  κορυφαϊς  όλες  φωτιά,  κάθε  λαγκάδι 
Ιδού  το  εκστατικό  βλέμμα  ξανοίγει  τώρα. 

Λ,    Μαβίλης 

2Β.  Ιαμβικός  δεχατεχοααύλλαβος  : 

^_|^_1^_|^_|ν._|^-|ν._ 

Βρίσκεται  συχνά  στην  προσωπική  ποίηση  μαζί  μέ  το  δεκα- 
πεντασύλλαβο ανακατωμένος,  μέ  τον  όποιο  μοιάζει  πολΰ.  Είναι 
οξΰτονος  καΐ  προπαροξύτονος,  μέ  χώρισμα  και  χωρίς  χώρισμα. 
Ό  δεκατετρασΰλαβος  μέ  τομή  υστέρα  άπ'  τήν  δγδοη  συλλαβή  γί- 
νεται από  δυο  μισόστιχα,  από  ίνα  δχτασΰλλαβο  ιαμβικό  όξΰτονο 
ή  προπαροξύτονο,  καΐ  από  ένα  έξασυλλαβο  ιαμβικό  ύξΰτονο.  Ό 


54 

στίχος  αυτός  είναι  αρκετά  κίχλός"  πιο  αρμονικός  άπ'  αυτόν  είναι  ό 
αχώριστος.  Τελείως  άτεχνοι  είναι  οι  δεκατετρασυλλοιβοι,  πού  κά- 
νουν χώρισμα  υστέρα  απ'  την  έβδομη  συ?^,αβή  καΐ  χωρίζονται  σε 
δυό  εφτασΰλλαβα  μισόστιχα.  Αυτούς  τους  λένε  νόθους  στίχους. 
Είναι  δε  σπάνιοι  οΐ  προπαροξύτονοι.  Οί  παροξύτονοι,  δε  θα  μπο- 
ρούσαν και  να  θεωρηθούν  ιαμβικοί  με  τόνο  στη  δέκατη  τρίτη 
συλλαβή. 

α')    ΔεχατετρασύλΧαβοι   με   χώρισμα    νστερα   άττ'  την   ογδόη 
συλλαβή  : 

Κι'  ήρθε  κ*  έστάθη  ή  μια  ψυχή  Ι  σ'  άποψηλή  κορφή 
Κι'  άξαφνα  σέρνει  τοΰ  Κακοΰ  |  το  πνεϋμα  μια  φωνι'ι 
δχι  μ'  ελπίδα  πώς  μπορεί  |  νάν  ψεύτρα  ή  συμφορά 
Και  μπρος  στην  πύλη  διάπλατα  |  τή  χάλκινη  ανοιχτή 

Άφοϋ  καθείς  μας  πέρασε  |  μια  ξέχωρη  ζωή 
για  τή  ναυαγισμένη   μας  |  και  πένθιμη  ψυχή 

Κ,    Ονράνης 

Κι'  ενώ  ή  καρδιά  μου  χαίρεται  |  σαν  ή  καρδιά  παιδιού 
τό  χέρι  μου  το  σταματά  |  ώ  μιά  πνοή  τοίί  νοΰ. 

Γ.   ΙΤβΙλβρέιτ 

Τήν  πρώτη  άπριλινήν    αυγή,  |  τις  ώρες  τις  ζεστές 
θ'  άναθυμάμαι  τις  λιγνές  |  αριστοκρατικές 

Κ.    Παράσχος 

β')  ΔεκατετρασύλΧαβοι  αχώριστοι  : 

Τοϋ  Δαναοΰ  καΐ  τών  πενήντα  λαμπροθρόνων  τοι• 
γιά  τΙς  πολλές  τΙς  πολιτείες  πού  θεμελίωσε 

/.    Γρνπάρης 

Κι'  αντί,  Κακοί,  καΐ  στην  καρδιά  σας  νάναι  ό  σίφουνας 

Ο.    Μηεκές 

κ*  έγώ  μονάχα  δέ  φιλώ  τά  δυό  χειλάκια  σου. 
Σκοτάδι  ή  γή,  κ'  έγώ  χωρίς  τά  δυό  ματάκια  σομ. 

Α.  Εφταλιώτης 
Ή  Κατινιώ  της    γειτονιάς  τϋ  παλιοκόριτσο 
της  Κολομπίνας  τ'  ολομέταξο  τό  φόρεμα 
Μιά  τελευταία  σερπαντίνα  ξετυλίγεται 

Τ.    Μωραϊνιψης 
ΈΙσαι,   τί  είσαι,  της  ζωής  τό  γοργοπέρασμα 

Κ.    Παλαμάς 


55 

Λιγώτερο  συχνοί  αχώριστοι  δεκατετρασύλλαβοι,  είνοα  οΐ  δξν- 
τονοι  σαν  κι'  αύτοΰς. 

Στης  λύρας  τό  Ιερό,  τά  κοσμικά,  της  αγοράς 

Κ.    Παλαμάς 

Μ*  ενα  πνιχτό  μονόχνωτο  άνα<ιηιλλητο  σκυφτό 

/.   Γρνηάοης 

γ')  Δεχατεχρασΰλλαβοι  με  χώρισμα  νστερα  άπ'  την  ίβδομη 
αυλλαβή  : 

Καινούργια  μου  τραγούδια  1  |  ϊσως  νά    μή  μοιάζετε 

Α,   Καραπάσης 

Μόνο  νά  ζώ  Ί]  μοίρα  |  μοΰ  έγραψε  χαΐ  μόνο 

πλην  σήμερα  »μπρός  σας  |  τά  χέρια  μου  σταυρώνω 

της  μοίρας   αποπαίδι  |  σάν  φΟτνοπώρου  φύλλο 

κανείς  δέν  μ'  αγαπάει  |  κανείς  δεν  μ*  έχει  φίλο 

Α.  Παράσχος 

01  παροξύτονοι  αύτοΙ  δεκατετρασυλλαβοι  έχουν  χώρισμα 
υστερ*  (ϊπ'  την  έβδομη  συλλαβή  πού  διαιρεί  τό  στίχο  σε  δυο  ίδια 
μισόστιχα.  "Οπως  είπαμε  δμως  καΐ  παραπάνω  για  τό  δεκατρισυλ- 
λαβο,  ό  στίχος  αυτός  δέν  είναι  ένας,  άλλα  δυο  έφτασΰλλαβοι  Ιαμ- 
βικοί γραμμένοι  σάν  ένας. 

14.  Ιαμβικός  Δεκαπεντασύλλαβος  : 

Με  τό  δεκαπεντασύλλαβο  έχουν  γραφή  τά  περισσότερα  δημο- 
τικά μας  τραγούδια.  Είναι  ό  πιο  αγαπημένος  ρυ-^μός  του  λαϊκοΰ 
τραγουδιστή,  μα  κι  ό  πιό  συνηθισμένος  και  στην  προσωπική 
ποίηση  ακόμα.  Για  τό  λόγο  αυτό  ό  δεκαπεντασύλλαβος  είναι  ό 
εθνικός  μας  στίχος.  Στα  δημοτικά  μας  τραγούδια  έχει  μιά  μορφή. 
Χωρίζεται  σε  δυο  μισόστιχα"  σε  ενα  όχτασΰλλαβο  ιαμβικό  όξυ- 
τονο  και  σ'  ενα  ρφτασΰλλαβο  παροξύτονο.  Αυτόν  τόν  δεκ(ΐπεντα- 
σύλλαβο  πήραν  οι  νεώτεροι  στιχουργοί  κι  απάνω  στό  καλο\3πι  τοΰ 
δημοτικού  τραγουδιού  καλλιεργήθηκε.  Μερικοί  δμως,  θέλησαν  νά 
δώσουν  κάποια  ποικιλία  στό  μοναδικό  αυτό  δεκαπεντασύλλαβο  κα- 
ταργώντας τήν  τομή.  Πραγματικά  τό  είδος  τοΰτο  έκοψε  τή  μο- 
νοτονία τοΰ  λαϊκοΰ  στίχου,  πού  γίνεται  πιό  φανερή  στους  πολυ- 
τονισμένους,  δπου  δ  ιαμβικός  ρυθμός  γίνεται  πιό  χτυπητός,  χα- 
λαρώνεται δμως  τό  δέσιμο  τοΰ  στίχου. 

Στον  αχώριστο  δεκαπεντασύλλαβο,  δέν  γίνεται  αυτό,  γιατί 
τις  περισσότερες  φορές  οί  στίχοι  χωρίς  τομή  είναι  πιό  λιγότονοι, 


56 

ρπομένως  πιο  λίγο  μονότονοι  και  σαν  αχώριστοι,  πιο  σφιχτο- 
δεμένοι. 

Μια  άλλη  ποικιλία  είνοα  ό  τονισμός  μιας  μονής  συλλα(ίής 
τρίτης  ή  πέμπτης  η  ένατης.  Ό  τόνος  αυτός  τής  μονής  συλλαβής 
κόβει  την  συνεχή  μονοτονία  τοΰ  τονισμού  των  ζυγών  συλλαβών, 
πού  μπορεί  ναναι  τόσο  πολλές  (εφτά)  στο  δεκαπεντασΰλλ(ΐβο. 
Πάντως,  σε  οποιαδήποτε  μορφή  ό  δεκοιπεντασυλλίΐβος  είναι  κα- 
λός ρυθμός  καΐ  τεχνικός  στίχος  και  γίνεται  καλύτερος,  δταν  βρί- 
σκεται ανακατωμένος  με  τΙς  τρεις  αυτές  ποικιλίες  |?ιού  αναφέ- 
ραμε. 'Οπωσδήποτε  ή  μονοτονία  του  δεν  εΐνοα  χτυπητή  και  στο 
λαϊκό  ακόμα  είδος,  γιατί  ό  στίχος  είναι  αρκετά  μεγα'λος.  Αυτό 
είναι  προτέρημα  τοΰ  δεκοϋίεντασΰλλαβου,  γιατί  μας  δίνει  μεγα- 
λύτερη άνεση  και  κινούμεθα  καλύτερα,  προσέχοντας  περισσότερο 
τό  νόημα,  τό  ΰφος  και  δ,τι  έχει  σχέση  με  τό  φκιάξιμο  ενός  κοιλοΰ 
στίχου,  γιατί  δεν  είμεθα  καρφωμένοι  στην  ομοιοκαταληξία,  πού 
επαναλαμβάνεται  τόσο  συχνά  σ'  ένα  δλιγοσυλλαβο  στίχο. 

Στό  δεκίχπεντασύλλαβο,  μπορούν,  δλα  γενικά  τά  τεχνικά  μέσο 
τοΰ  στίχου  νά  γυρνούν  εύκολώτερα  και  σε  άσυγκρίτως  μεγοΛύ- 
τερη  ποικιλία,  μέσα  στό  μάκρος  των  δεκαπέντε  συλλαβών,  ποιρά 
στά  στενά  δρια  ένος  π.χ.  δχτασΰλλαβου  στίχου. 

α')  ΔεχαηενταούλΧαβοι,  με  χώρισμα  : 

Πολύ  σχοτίδκιοε  ό  ουρανός  |  πάλει  νά  βρέξει  θέλει 
οχοτίδιασε  ή  Μαυρομηλιά  |  και  της  Μηλιάς  ό  κάμπος 
Ποιος  ήταν  πού  τραγούδαγε  |  έχτές  τό  βράδυ  βράδυ 
πού  τδλεγε  τοσ'  δμορςρα  |  και  παραπονεμένο 
Σ'  δλον  τόν  κόσμο  ξαστεριά,  )  σ'  όλον  τόν  κόσμον  ήλιος 
και  στά  χαϊμένα  Γιάννινα  |  μαύρο  παχύ  σκοτάδι 

Δημοτικά 
Μ'  ανατριχίλα  τό  θωρεί.  |  Στά  χόρτα  τό  καθίζει 
πεάρνει  στή  φούχτα  του  νερό, — τό  νίβει  τό  χτενίζει 

Λ,    Βαλαωρίτης 

Πάλι  μοϋ  ξίππασε  τ'  αυτί  |  γλυκείας  φωνής  αγέρας 

κ*  έπλασε  τ'  άστρο  της  νυχτός  |  και  τ'  άστρο  της  ημέρας 

Δφ  ΣοΧοαμός 
"Ας  ήρθαν  τά  γεράματα  |  κι'  άς  κύλησαν  οΐ  χρόνοι 
άπ'  τό  ψιμύθν  τοΰ  άλλαμοΰ  |  κι'  άπ'  τοΰ  χαμού  τΐ)  σκόνη 

Κ.    Παλαμάς 

Ρόόα  καΐ  ρόδα  ό  ξανθός  |  ύ  "Ηλιος  θά  σού  φέρει 

στεφάνια  δροσοστάλαγα  |  τό  ερωτικό  του  χέρι 

/.    Γρυηάρης 


57 

Άλλο  δεν  ξέρω  ν'  άγουιώ  |  μρσ'  στις  πλατειές  τις  ροΰγες 
τΙς  στέγες,   ποϋ  χιονίζοννε  |  περιστεριών  (^αεροϋγες 

Λ.    ΙΙορφνζΛς 
Σ»γή  ή  πηγι')  στή  λαγκαδιά  |  κυλά  μες  στα  χαλίκια. 
στά  θάμνα  σκόρπια  βοσκούνε  1  πηδοΊντος  τα  κατσίκια 

Κ.  Χατζόηονλος 

Πλέν'  ή  Μαριώ  στον  ποταμό,  |  πλένει  τΙς  φορεσιές  της 

κ'  υΐ  ΰμοριριές  της  λάμποννε  |  κι'  άστράφτο»ιν  στο  κορμί  της 

Κ.   Κρνσζάλίης 

Ό  Μπουκουβάλας  ό  μικρός  |  κι'  ό  Κλής  τοΰ  Τσαγκαράκη 

σάββατο  βράδυ-κάποτε  |  τίόρριχναν  στό  μεράκι 

Μ,    Μαίαπύαι^ς 

"Αλλα  είναι  τά  μάτια  τοΰ  λαγού  |  κι'  άλλα  της  κουκουβάγιας 

Λαϊκό 

β')  Δεχαηενταονλλαχοι  αχώριστοι  : 

Μπορείς  τά  τίμια  νά  τά  πλάσεις  με  τήν  ατιμία, 
έλεγε  ή  μιά  ψ^χή"   «Χαμένη  αγάπη    άργοπορήτρα...» 
Σε  μιά  γωνιά  ζητιάνος  γέρος,   βόγγος  ι')   φωνή  του 

Κ,    ΠαΙαμας 
Κλαψάρικα  τό  πεύκο  στό  παρά^\ιρό  μας.  τρίζει 
γιατί  δεν  ήταν  με  τό  πρώτο  φύλλο  νά  πεθάνω 
κι'  απάνω  από  τά  μνήματα  των  χτες  γερτό  άπ'  τήν  αΰρα 

Τ.    "Αγρας 
Πελεκητοί  πιο  φροντισμένα  κι'  από  τά  παλάτια 
χαρά  σ'  εσάς  κι'  άλλοίμονο  σ'  εσάς  τού  ξένου  διώχτες 
τήν  περιπέχτα  τη  φλογέρα  από  τό  στόμα  του*  όμως 
χαροπολέμαες.  Κ*  έξαφνα  στηλώθηκες"  κ'  έσϋ  είσαι 
σαν  άστροοιόπετρα,  και  πιό  γοργό  τό  θέλημα  σου. 

Κφ    Παλαμάς 

γ')  Δεχαηενταούλλαβοι  με  τόνο  οέ  μονή  συλλαβή,  στην  τρίτη 
η  ηέμητη  ή  ένατη  : 

Έού*,  Κώστα  μ'  στον  'Έλυμπο  Ι  ψηλά  στά  κ\•παρίσσια 
εσείς  ^  τρώτε  και  πίνετε  |  και  λιανοτραγουδάτε. 
Χωρίς  θβρμη  θερμάθηκε,  |  χωρίς  όρίον  έρριάστη 
γ'  άλλα  ρήξτε  στον  ποταμό  |  νά  πάψουν  τά  ποτάμια 

Δημοτίπά 
Γαληνό  ^  μέτωπο,  γυμνό,   και  σά  νά  περιμένει 
τοΰ  πιστοί»  ^  δέχεται  τ'  αγνό  πρόσφορο  και  τό  τάμα 

Κ.    Παλαμάς 


1.  Οι  στίχοι  αυτοί  έχουν  και  τόνο  στις  διπλαν;ς  ζυγές  συλλαβές 
χοί  γίνεται  τό  χασοτόνισμα,  μά  οπωσδήποτε  ό  ρυθμός  παθαίνει  κάποια 
ταραχή. 


5Κ 

μ'  όλον  τόν  λαμπρόν  τάπητα  και  το  λινό  σινδόνι 

/.   ΠολυΙας 

και  βαστακτά  σηκόνοντας  πρώτα  τόν    Οδυσσέα 

/.   ΠοΙνΙας 

Στό  βράχο  σου  τήν  άνοιξη  τ'  άγρια  περιστέρια 

Στης  γης  τά  πέρατα  ό  λαός  *  ποίτανε   σκορπισμένος 

Κ.  Καραβίδας 

Στα  δημοτικά  μας  τραγούδια  βρίσκεται  κάπου -κάπου  και 
δεκίχπεντασΰλλαβος  με  ατελή  κάπως  ομοιοκαταληξία  στη  μέση  τον 
στίχου.  'Ομοιοκαταληχτεϊ  δηλ.  ή  δγδοη  συλλίϊβή  με  τήν  αντίστοι- 
χη της  τοΰ  άμέσο}ς  επόμενου  στίχου.  Οι  στίχοι  αυτοί  κάνουν  χώ- 
ρισμα πολύ  χτυπητό,  τόσο  πού  ολόκληρος  ό  στίχος  φαίνεται  πώς 
είναι  δυο.  "Ενας  δηλ.  δχτασσύλλαβος  και  ένας  έφτασύλλ(ΐβος. 
Σ'  αυτό  συντελεί  καΐ  ή  ομοιοκαταληξία.  Ό  ρυθμός  του  είναι 
πολύ  χτυπητός  και  μονότονος.  Τέτοιοι  στίχοι  είναι  οί  παρακάτω  : 

Τώρα  είν'  Απρίλης  καΐ  χαρά,  τώρα  είναι  καλοκαίρι, 
το  λεν  τάηδόνια  στα  κλαριά,  κι'  οί  πέρδικες  στά  πλάγια, 
το  λεν  οΐ  κοΰκοι  στά  ψηλά,  ψηλά  στά  καταρράχια 
πάν  τά  κοπάδια  στά  βουνά,  νά  ξεκαλοκοαριάσουν. 

Δημοτικό 

Τελειώνοντας  τό  δεκαπεντασύλλαβο,  φέρνουμε  μερικά  παρα- 
δείγματα στίχων  με  δυό,  τρεις,  τέσσερες  πέντε,  εξ  καί  εφτά  τό- 
νους γιά  νά  φανή  ή  ποικιλία  τοΰ  ρυθμού,  πού  εξαρτάται  άπ'  τόν 
αριθμό  καΐ  χή  θέση  των  τόνίον  και  μπορεί  νά^αι  στό  δεκαπεντα- 
σύλλαβο τόσο  ποικιλότροπη. 

δ)  δεκαπεντασύλλαβοι  άπυ  δνό  ώς  εφτά  τόνους: 

Και  τίιν  άχτινοβίίλησαν  και  δέν  τήν  έσκεπάσαν 
"Αχ  !  κατεβαίνοντας  τηνε  οί  τεσσεροι  άπ'  τό  βράχο 

Σολωμός 
σοϋ  ποραστβκο)  πάντοτί  καΐ  σέ  παριφυλάγο). 

Ι.  Πολυλάς 
Απομεινάρι  θαυμαστό  ές)μιας  και  μεγαλβίου 

Δ,   Σολωμός 
Μέ  της  πικΐ)ία5  τό  ραβδί  τά  σύμπαντα  ί>ά  δ«ιρ\( 

Η.    Τανταλίδης 

Καθώς  πε^\οϋσα  άπό  τήν  Προνσα,  στ)|  χίίνσή  γαλίρα 

Κ.    Παλαμάς 


2.  Ό  Παρατονισμός  της  ένατης  εδώ  φοανεται  καλύτερα,  γ^α^ί  γίνε- 
ται ΰστερ'  άπ'  τό  χιόρισμα. 


59 

"ΟμορφΡ   ςβνε   και  χαλ£  και   στον  ανθό   της   νιόΐιΐς 

Δ.    ΣοΧ<ομός 
Και  πόσα  -τσΟιι  ίΐΐίτι  σου  σώχει  φιλάΞ'    ή  μοΓρα 

/.    ΠοΙνλάς 
Κάποιες  βασίλισσες,   μαστάρια  κόομωλ.   κά,τυΐ'^ς  χώςικς 

Κ.    Πα  Ια  μας 
Μοΰδ'  ενα  μί'λι  πάει  ό  νειός   μοί'δέ    και  δ\'ό  ηακςίαί'νρι. 
Σάμπως   ί>αν)ρ*Γς,   μωρι)  ι,ιωσποϋ  πώς  ι5(ΐί>α   '•;ώ  γιά  π«να  : 
θωρβΓς  το  νειό  άπου  περνο  άργο  τα/ιά   'ς  τσ'  αύλοΓς  μας  : 

Δημοτιχά 
Ποια  γ^  "ναι   τούτη  :    ποιος  λαός  ;   πυιό  γβ'νος  βίναι  ανθρώπων  ; 

/.    ΠολνΙας 

15.  Ιαμβικοί  μεγαλύτεροι.  Ώς  τ(υρα  μιλώντας  γιά  τον 
Ιαμβικό  στίχο,  εξετάσαμε  χωριστά  τΰν  και)ένα  απ'  τον  λιο  μικρϋ 
ίσαμε  το  δεκεαπεντασΰλλαβο.  Σταματήσαμε  εδώ,  γιά  νά  δοΰμε  σρ 
γενικές  γραμμές  τους  στίχους  πού  έχουν  πιϋ  πολλές  συ/^αβές  (Ίπο 
δεκαπέντε.  Οι  στίχοι  αυτοί  φτειαχτηκαν  από  μερικούς  π<"ΐλιότε- 
ρους  και  συγχρόνους  στιχουργούς  μας,  τον  Πολυλά,  τύν  Παλαμά, 
τον  Σικελιανό  κ.  ά.,  πού  έξακολου-θοΰν  νά  γράφουν  τέτοιους  πο- 
λυσυλί.αβους  μέ  καινούργιες  τεχνοτροπίες,  ώστε  κά\}ε  τόσο  νά 
παρουσιάζωνται  τόσες  μορφές  στίχων  καΐ  νά  πλη-θαίνη  καθ7|με- 
ρινά  τό  είδος  αυτών.  Τους  στίχους  αυτούς  πολλοί  τους  θεωρούν 
κακούς,  ώς  αντιαισθητικούς,  μέ  λογικό  επιχείρημα  την  αντοχή 
της  ανθρώπινης  αναπνοής,  πού  δεν  μπορεί  εύκολα  κατά  την 
απαγγελία  νά  ξεπεράση  τά  δρια  τοΰ  δεκαπεντασύλλαβου.  ^Αλλοι 
πάλι  τους  θεωρούν  νόθους,  (τους  ζυγούς  »χπ'  τό  δεκοιπεντασύλ- 
λαβο  κι  απάνω),  γιατί  γίνονται  από  μικρότερους  πλ<''ϊ-πλάϊ  γραμ- 
μένους, και  δτι  δέν  πρέπει  νά  γίνεται  κουβέντα  γι'  αυτούς,  γιατ' 
και  ή  αίσθηση  τού  Ελληνικού  λαού  δέν  μπορεί  νά  δεχτή  τόσο 
μάκρος  καΐ  φέρνουν  ώς  απόδειξη  τό  οτι  δέν  τους  μεταχειρίσττικε 
ή  λαϊκή  ποίηση.  "Αν  βρίσκωνται  δέ,  δεκαεξασύ/Ααβοι  στίχοι, 
δπως  μερικοί  τής  Ηπείρου,  γραμμένοι  σέ  συ^νλογές,  αυτό  σημαί- 
νει πώς  ό  συλλέχτης  Π.  Άραβαντινός  τους  έγραορε  κακά  και  δτι 
δέν  πρέπει  αυτούς  νά  τους  φέρουμε  γιά  παράδειγμα.  Και  γιά 
απόδειξη  έχουν  την  ομοιοκαταληξία  πού  υπάρχει  πρώτα  στά  μι- 
σόστιχα,  καΐ  ύστερα  την  απαγγελία,  πού  σ'  αυτή  φαίνεται  κα- 
θαρά, πώς  οί  απλοϊκοί  χωρίζουν  τόσο  διακριτικά  τά  δοό  μισ(>• 
στιχα,  καΐ  πώς  οί  τέτοιοι  στίχοι  γριίφτηκαν  (ΐπ'  τους  συλ>.έχτες 
έτσι  γιά  νά  δημιουργήσουν  μέ  τό  δεκαεξασί'λλαβο  τον  αρχαίο  τί- 


60 

τρά μέτρο  από  μεγολη  αρχοαοπληξία.  "Οπως  και  ναχη  το  ζήτημα, 
κι  αν  ακόμα  δηλ.  βρίσκονται  μερικοί  στίχοι  στη  λαϊκή  μας  ποίηση 
δεκαεξασΰλλαβοι,  αυτό  δε  -θα  πη  πώς  ό  λαός  μεταχειρίστηκε  με- 
γαλύτερους στίχους  απ'  τους  δεκαπεντασύλλαβους,  και  δτι  ίσαμε 
κει  δέχτηκε  ή  αϊσθησή  του  τό  μάκρος  τοΰ  ρυθμοΰ.  "Ασχετα 
ί{μως  με  τό  τί  έκανε  ή  λαϊκή  ποίηση,  πρέπει  να  δοΰμε  κατά  πό- 
σο θά  μπορούσε  νά  είναι  αισ-θητικά  καλοί  οι  μακρόσυρτοι  αύτοΙ 
στίχοι,  κι  αν  αύτοΙ  πού  τους  δημιουργοΰν  τό  κάνανε  για  νά  γίνε- 
ται λόγος  πρωτοτυπίας,  ή  επειδή  πίστευαν  πώς  οί  στίχοι  αυτοί 
έχουν  αρμονία. 

Είναι  αλήθεια,  πώς  ένας  δεκαεξασΰλλαβος  στίχος,  δεν  είναι 
και  τόσο  πολύ  πιό  μεγάλος  άπ'  τό  δεκ(χπεντασΰλλαβο,  σε  τρόπο 
πού  νά  μη  μπορούμε  νά  τόν  απαγγείλουμε  άνετα,  μιά  κι  αυτό  τό 
κάνουμε  εύκολα,  προκειμένου  γιά  τόν  δεκίίπεντασΰλλαβο.  Μιά  συλ- 
λαβή δεν  παίζει  σπουδαίο  ρόλο,  ακόμα  και  δυό  καΐ  τρεϊς.  Ή 
απαγγελία  έχει  σκοπό  ν'  άποδώση  τό  νόημα  τοΰ  στίχου,  ώστε  νά 
τόν  νοιώσουμε  πιό  καλά,  νά  μας  παρουσίαση  τά  πράγματα  μπρο- 
στά μας  πιό  ζωντανά,  νά  μάς  μιλήση  κατ'  ευθείαν  σττ|ν  ψυχή  μας 
απαλά  ή  τραχεία,  ανάλογα  με  την  περίσταση,  καΐ  νά  μάς  κάνη  νά 
νιώσουμε  δτι  κι  ό  ποιητής  τήν  ώρα  πού  έγραφε  αυτόν  τό  στίχο, 
η  πού  ένιωθε,  στΙς  στιγμές  πού  σχεδιαζόταν  μέσα  του.  *Η  (απαγ- 
γελία έρχεται  νά  μάς  ερμηνέψη  με  μιά  λέξη,  δ, τι  ό  ποιητής  θέλει 
νά  μάς  πή  μέσα  στά  μυστικά  του  στίχου  του.  Με  τήν  κ(ΐλή  απαγ- 
γελία θ°  ακούσουμε  τό  ρυθμό  νά  φτάνη  άπ'  τ'  απλό  ρυθμικό  παι- 
χνίδι, ως  τήν  υπέρτατη  μουσική  αρμονία.  "Οταν  δμως  δ  στίχος 
καταντάη  τόσο  μακρόσυρτος,  δεν  είναι  εύκολο  νά  πετυχαίνονται 
δλα  αυτά  μέ  τό  διάβασμα,  κι  έτσι  καταντάει  νά  χάνη  τό  κύριο 
γνώρισμα  του,  τό  ρυθμό,  οπότε  παύει  πιά  νά  είναι  ποίημα.  Γι' 
αυτό  τό  λόγο,  τό  μάκρος  δε  μάς  πειράζει,  έφ'  δσον  δεν  μάς  εμ- 
ποδίζει στό  κοιλό  διάβασμα,  πού,  καθώς  είπαμε,  έρχεται  νά  ερμη- 
νέψη τις  διαθέσεις  του  ποιητή,  και  νά  βρή  μέσα  σ'  αυτό,  τόν 
προρισμό  του. 

"Υστερ'  άπ'  δλα  αυτά  καταλαβαίνει  κανείς,  αν  είναι  εύκολο 
σ'  ένα  στιχουργό  νά  προχώρηση  πολύ  πιό  πέρα  άπ'  τό  δεκοϋίεν- 
τασί'λλαβο.  Έμεϊς  Ιδώ  φέρνομε  μερικά  παραδείγματα  στίχων 
μεγαλύτεροίν  άπ'  τό  δεκαπεντασύλλαβο  μιά  κι'  αύτοΙ  βρίσκονται 
γραμμένοι  από  στιχουργούς  πού  σημαντικά  αντιπροσωπεύουν  τη 
νεοελληνική  ποίηση. 


61 
1.  Ίαμβιχός  δεχαεξασνλλαβος. 

\^    \^    ^^    \^     \^     ν^--ν^    Ν_/     

α')  *Οξντονοι  : 

Χά  σβύσω  γιά  ττϊιν  όρμος>φιά  παρά  γιά  το  ψωμί  νά  ζώ. 
Μισείς  καΐ  τρκμεις  και  αγαπάς  και  σβυεσαι  και   συγκυλιστός 
Στο  σώμα  ή  δίψα  άκράταγη,   στο  πνεύμα  ό  τόπος  .τιό  φρικτός 

Κ.    Παλαμάς 
ΒαρκΊ  τά  χόρτα  Ιδρο!)νανε  στην  αψηλή  ν  άπανεμιά 

Α.   ΣΐΗβΙιανός 
β')  Προτιαροξντονοι : 

Φλογάτη,   γβλαστή,   ζεστί)  άπό  τ'  άμπε/αα  άπάνωθεν 

Κι'  ακόμα  ό  ήλιος  πύρωνβ  τά  θάμνα  βασιλεύοντας 

Κι*  άπό  τά  κλήματα  τά  νιά,   πού  της  πλαγιάς  ανέβαιναν 

Α.   ΣΐΗβΙίαψος 
Είπες•  «θά  πάγω  σ'  άλλη  γή,  θά  πάγω  σ'  άλλη  θάλασσα 
Καινούργιους  τόπους  δέν  θά  βρεις,   δί•  θάβρεις  άλλες  θάλασσες 

ϋΤ.    Καβάφί)ς 

Οι  παραπανο)  δεκαεξασυλλαβοι  γίνονται  άπό  δυο  δχτασύλλα- 
βους  στίχους  και  είναι  δξΰτονοικαΐ  προπαροξύτονοι.  Το  χώρισμα 
τους  δμως,  δέν  είναι  τόσο  χτυπητό,  ώστε  νά  γίνονται  μονότονοι. 
Και  αν  ακόμα  οι  στίχοι  αύτοι  είναι  νόι'^οι  (είναι  δηλ.  καμωμένοι 
άπό  δυό  ίδιους  μικρότερους,)  το  γράψιμο  τους  σ'  ενα,  δέν  έχει 
νά  βλάψη'  τ'  άντίι^ετο  μάλιστα  στά  δευτέρα  παραδείγματα  τοΰ 
Σικελιανοί  καΐ  τοΰ  Καβάφη,  ό  στίχος  κερδίζει  μέ  το  μάκρος  ποΐ' 
παίρνει  καΐ  ταιριάζει  τόσο  μέ  τό  περιεχόμενο  τοΰ  ποιήματος.  Ό 
ποιητής  μας  μιλίίει  στο  ποίημα  αυτό  γιά  τό  γυρισμό  του  σ'  ένα 
χωριό,  ένω  συγχρόνως  μας  περιγράφει  γυρο)  του  ο, τι  βλέτίει, 
μ'  έ'να  αργό  ρυι^μό  σάν  τη  ζωή  τοΰ  χωριοΰ,  βαρετά  και  σιγαλά 
σάν  τό  δρόμο  π'  ακολουθεί  κανείς  τό  καλοκαίρι,  πού  αν  κι  ό 
ήλιος  γέρνει  στή  δΰση  του,  ακόμα  ή  ζέστη  είναι  αισι^^ητή.  Οί  λέ- 
ξεις οι  κοφτές  μιά — μιά,  *φλογάτη>,  ^γελαστή-»,  <!-ζεστΓ|»,  συμ- 
φωνοΰν  τέλεια,  και  ή  προσ-θήκη  μιας  ακόμη  συλλοιβής  στό  δεκα- 
πεντασύλλαβο είναι  κάτι  πού  συντελεί  και  προσθέτει  σ'  ολη  τήν 
ατμόσφαιρα  τοΰ  ποιήματος.  "Ετσι  ι)ά  νοιώσουμε  τήν  έντνπο^ση 
καΐ  μεϊς  της  κούρασης  της  έλαφράς  τοΰ  δρόμου,  μέ  τό  τράβηγμα 
αυτό  τοΰ  στίχου. 

Επίσης  στους  δυό  στίχους  τοΰ  Καβάφη,  πού  σοφά  τους  μα- 
κραίνει περισσότερο  ί'ιπ'  τους  άλλους  πού  φκιάχνει  τό  ποίημα  τυυ, 


62 

δείχνει  μ'  αυτό  την  άπεραντωσυνη  τοΰ  ταξειδιοΰ,  της  θάλασσας 
και  της  γης,  πού  μιλά  δ  ποιητής.  Είναι  θαυμάσια  ή  προσθήκη 
κι  εδώ  της  τελευταίας  συλλαβής,  τώρα  μάλιστα  πού  ή  λέξη  είναι 
προπαροξύτονη,  καΐ  με  τον  τόνο  της  αυτό  στην  προπαραλήγουσα 
μπορούμε  δσο  θέλουμε  να  τραινάρουμε  τη  φωνή  μας  άπαγγέλον- 
τας  τι  λέξεις  <θά — λασ —  σα  και  θάλασσες*,  ώστε  να  τους  δώ- 
σουμε μάκρος  καθώς  είναι  μακριές  κι  απέραντες  στην  πραγμα- 
τικότητα. 

Οι  στίχοι  αύτοΙ  δπως  και  νάναι  γραμμένοι,  είναι  αρμονικοί 
και  γερά  δεμένοι  και  τό  μακρόσυρτο  ανεβοκατέβασμα  των  τόνων 
μας  πνίγει  απαγγέλλοντας  τους,  καΐ  νοιοίθουμε  τον  ίδιο  κόμπο 
ν'  άνεβαίνη  στο  λαιμό  μας  και  δμοιο  τον  πόνο  με  τον  ποιητή, 
σαν  σκεφτότανε  πώς  δεν  υπάρχει  άλλη  γη  για  κεϊνον,  μιά  καΐ  τη 
ζωή  του  τη  «ρήμαξε^  καΐ  τη  «χάλασε^,  δπως  λέει  ό  ϊδιος  παρα- 
κάτω. Οί  τέτοιοι  είναι  στίχοι,  κι  ας  είναι  πιο  μεγάλοι  άπ'  τό 
δεκαπεντασύλλαβο,  εϊτε  τους  τραγούδησε  είτε  δχι  ό  Ελληνικός 
λαός. 

Επίσης  θαυμάσιοι  δεκαεξασύλλαβοι  είναι  οί  ποιρακάτω  στί- 
χοι τοΰ  Βάρνοιλη : 

Ποϋ  νά  σέ  κρύφω  γιόκα  μου,  να  μή  σε  φτάνουν  οί  κακοί ; 
Σε  ποιο  νησί  τοΰ  ώκεανοϋ,  σέ  ποια  κορφήν  ερημική  ; 
Ξοάρίύ  πώς  θάχεις  τΐ]ν  καρδιά  τόσο  καλή,  τόσο  γλυκύ. 

Κ.    Βάρναλης 
Ποιος  είπε  πώς  ή  δόξα  πάει  τών  χρόνων  των  παληών  πώς  πάν 

Γ,  Βαφόηονλος 

Νά  και  μερικοί  δεκαεξασύλλαβοι  με  ομοιοκαταληξία  στά  μεσό- 
στιχα  στην  προσωπική  ποίηση,  πού  ό  κάθε  στίχος  είνοα  δυό 
δχτασύλλοιβοι  πού  ή  ποιήτρια  τους  θέλησε  μαζί. 

Κάποτε  φτάνουν  καΐ  οί  χαρές,  τόσο  πικρές  καΐ  θλιβερές 

κι'   υστέρα  τρέχει  τραγικά  με  σαλεμένα  λογικά 

Κι'  ήρθε  τοΰ  σκλάβου  ή  λευτεριά — σάν  τά  δεσμά  του  τά  βαρειά 

Χρυσάνθη   Ζιτοαία 

Οί  παρακίίτω  στίχοι  πουναι  μοιρολόι  τοΰ  Ζαγορίου,  θά  πρέ- 
πη  νάναι  δεκαεξασύλλαβοι  κι  δχι  δχτασύλλαβοι,  γιατί  τό  δεύτερο 
μισόστιχο  έρχεται  σάν  συμπλήρωμα  τοΰ  πρώτου  και  μας  δίνει 
έντονο)τι;ρα  τό  νόημα,  όπως  συμβαίνη  στά  δημοτικά  τραγούδια, 
τά  γρα(ΐαέν(ΐ  «Ίπάνω    στό    δεκαπεντασύλλαβο.    Είναι   δηλ.    κάτι 


63 

παραπλήσιο,  μκ  μόνη  τη  διαφοριί,  δη  ή  τομή  χωρίζει  το  στίχο  σέ 
δυο  δμοια  μισόστιχα.  "Οσο  για  την  ομοιοκαταληξία  τοϋ  δευτέ- 
ρου στίχου  είναι  τυχαία,  γιατί  πουι^ενά  παρακάτω  δεν  συμβαί- 
νει. Επίσης  στον  τρίτο  στίχο  το  μέρος,  <'Μωρ'  νΰφη  μου»  δε 
θα  πρέπη  να  -Οεωρη-θη,  σαν  γύρισμα,  γιατί  δεν  ειπώθηκε  (\π' 
ανάγκη  να  τραγουδηθη,  αλλά  για  να  συμπληρωθή  ό  στίχος"  άλ- 
λως τε  πουθενά  πιο  κάτω  δέ  γίνεται  το  ϊδιο. 

Νύφη  μου  θέλεις  κλιάματα,  καΐ  δάκρυα  μέ  γαίματα 
Μοΰ  χάλασες  το  γοίνΐκό,  μοΰ  ρήμαξες  τόν  αδερφό. 
Τί  έμπαιναν  καΐ  τί  έβγαιναν  στο  σπίτι  μας  μωρ'  νύφη  μου  * 

2.  Ιαμβικός  δεχαεφτασνλλαβος : 


\_/  —  \^ 


Ό  δεκαεφτασΰλλαβος  ιαμβικός  κάνει  τομή  ϋστερ'  άπ'  τη  δέ- 
κατη συλλαβή  κυρίως"  έτσι  τόν  θέλει  ό  Πολυλάς  πού  πρώτος  τόν 
μεταχειρίστηκε,  '^ον  κανόνα  δμως  αυτόν  δεν  τόν  προσέχουν  ο! 
νεώτεροι  καΐ  γράφουν  μέ  χοίρισμα  ΰστερ'  άπ'  τήν  δγδοη. 

α')  Μέ  τομή  νοτερ'  άτι'  τήν  δγδοη  συλλαβή: 

Φρέσκος  μπροστά  μου  τόσο  ζής,  |  τόσο  ή  καρδιά  μου  έσέ  σιμώνει, 
Σον  το  κρασί  καΐ  ό  ποιητής  |  οσο  παλιώνει,  δυναμοίνει. 
Και  κάθε  μέρα  δυο  φορές  |  λαμπρί)  ατό  πλήθος  των  Φαρίων. 

Κ.   Παλαμάς 

β')  Μέ  τομή  νστερ*  άπ*  τή   δέκατη  ανλλαβή  : 

01  αρχαίοι  θεοί  κι'  άπ'  τους  βωμούς  |  κι'  άπ'  τά  Ιερά  τριγΟρο 

Κ,   Παλαμάς 
Τώρα  θεά  γενοΰ  σ'  έμέ  βοηθός  |  καΐ  πόσα  θεραπεύεις 
"Αν  σοΰ  προσφέρη  εκείνα,  δπου  γιά  σέ  [σοϋ  έτάχθηκε  ή  Δηλία 
Στους  πατρικούς  πενάτες  μου  κ'  εγώ  |  νά  φθάσω  καΐ  νά  κλαίω 

'/άχ.    Πολνλάς 

Τελειώνοντας  τό  δεκαεφτασΰλλαβο,  φέρνομε  μερικά  παρα- 
δείγματα στίχων  μεγαλυτέρων,  χωρίς  νά  επεκταθούμε  πολΰ,  για- 
τί πρώτα  άπ'  δλα  είναι  λίγοι  οι  τέτοιοι  στίχοι,  κι'  έπειτα  αν  προ- 
χωρήσουμε πιο  πέρα  δεν  ξαίρω  κατά  πόσο  μπορούν  νά  σταθούν, 


1.  Τό  μοιρολόι  αυτό  τ'  άκουσα  και  δεν  τό  βρήκα  κάπου  γραμμένο. 
Τό  φέρνω  όμως  σάν  παράδειγμ  γιά  νά  δειχτή  πώς  εκφράζεται  ή  λαϊ- 
κή \ρυχή,  μέ  ποικίλους  ρχιθμούς  και  τρόπους,  πού  μ'  δλη  της  τήν  απλό- 
τητα βρίσκει  νέους  δρόμους  νά  κλάψη  τόν  πόνο  της. 


64 

γιατί  με  το  μάκρος  πού  παίρνουν  έχουν  κι  αμφίβολο  ρυθμό  πολ- 
λές φορές,  προ  πάντων  μερικοί  πονναι  γραμμένοι  στην  καθα- 
ρεύουσα, γι'  αυτό  τους  τέτοιους  τους  παραλείπω. 

"Α  !  της  σοφίας  σον  οι  καιροί  δέν  άφησαν  παρά  κομμάτια 

Κ,   Παλαμάς 
Άλλα  ποιο  θειο  •θ^αλασσοποΰλι .  πελάγοι•  ανάμεσα  καΐ  αιθέρα 
Κι'  όταν  καπνός  τοϋ  κόσμου  οι  φλόγες  πού  θα  δΐίφαίνουν  ώς  τα  ουράνια 

Μ,  ΜαΧακάαης 
Άρματα  πάλι.  βούκινα  και  γκιόστρες  τοϋ  παλιοΰ  καιροΰ,  τοϋ  Μεσαίωνα 
Γύρω    τριγύρω    σίφουνας,  φτωχή   καρδιά,  και   βροντισμός  χρόνια  και 

[χρόνια  τώρα 
δέν  εμειν'  ούτε  μια  λαλιά    στο  δάσος  πρόσχαρη   πουλιού  ή  άνθρωπου 

[μέσ'  τή  χώρα 
Γ.    Φτέρης 

Οί  στίχοι  αύτοΙ  είναι  με  δεκαεννέα,  μέ  είκοσιμία  καϊ  είκοσι- 
τρεϊς  συλλοιβές.  Δέν  βρίσκω  καθόλου  δικαιολογημένο  τό  μάκρος 
αυτό  των  στίχων,  δσο  κι  οίν  προσέξη  κανένας  στό  περιεχόμενο 
των  τριών  πρώτων,  συμβιβάζοντας  έτσι  την  εξωτερική  μορφή  μέ 
τό  νόημα  των  στίχων.  Για  τους  τελευταίους  πολύ  περισσότερο 
δέ  χωρεί  δικαιολογία'  αύτοΙ  θάτανε  προτιμότερο  να  ήσαν  γραμ- 
μένοι έτσι : 

Άρματα  πάλι,  βούκινα  και  γκιόστρες 
τοϋ  παλιού  καιρού,  τοϋ  Μεσαίωνα 

ή 
Άρματα  πάλι,  βούκινα  και  γκιόστρες  τοϋ  παλιού  καιρού, 
τοΰ  Μεσαίωνα 

Γύρω  τριγύρω    σίφουνας^  φτωχι'ι  καρδιά,  κοί  βροντισμύς 
χρόνια  και  χρόνια  τώρα  κ.λ.π. 

Όπωσδήποτε  αύτοΙ  οί  στίχοι  δέν  είναι  εύκολο  να  σταθούν 
μέ  τό  μάκρος  πού  έχουν,  δσο  και  αν  γράφο)νται  από  άριστους 
στιχουργούς,  τουλάχιστο  μέ  τή  μορφή  πού  βρίσκονται.  Δέν  ξαίρο) 
μή,πως  αργότερα  απάνω  σ'  αυτούς  τους  τόσο  πολυσύλλαβους  εφαρ- 
μοστούν τίποτα  νεο)τερισμοί,  πού  να  θεραπεύουν  αντό  τό  μάκρος 
μέ  κανένα  στολίδι,  μέ  μια  ομοιοκαταληξία  π.  χ.  στα  μισόστιχα, 
ή  κάπως  άλλοιώς,  μα  πρώτα  άπ'  δλα,  μέ  γερά  δεμένο  τό  ρυθμό 
τους,  και  νάτανε  οί  τέτοιοι  μια  ποικιλία  μέσα  σ'  άλλους  και  ένας 
έκφραστικοηερος  τρόπος, πού  θα  άπέβαλε  τό  νόημα  των  στίχων. 
Όπωσδήποτε  αύτοΙ  οί  στίχοι,  μέ  μια  όμοιοκαταί.ηξία  ύστερ'  από 


65 

τόσες  συλλαβές,  και  με  κανένα  παρατονισμό,  πού  είναι  δυνατόν  νά- 
χουν,  κλονίζονται  συ-θέμελα  και  δε  στέκουν  εύκολα.  Κι'  δλα  αυτά 
βέβαια  έχουν  θέση,  όταν  μιλάμε  για  τή  γνωστή  καθιερωμένη 
ποίηση,  πού  στηρίζεται  στην  παράδοση  κι  δχι  στη  σημερινή,  πού 
πολύ  δύσκολα  θα  μπορούσε  κανείς  να  βρή  κάποιο  γνώρισμα  πού 
να  δικαιολογή  τ'  δνομά  της. 

16.  'Λνασχότιηση  των  Ιαμβικών  ατίχων. 

ΠρΙν  άφήσομε  τους  στίχους  τοϋ  Ιαμβικού  ρυθμού,  συνοψί- 
ζουμε με  λίγα  λόγια  δ, τι  ώς  τώρα  είπαμε : 

Οί  ιαμβικοί  στίχοι  γίνονται  από  δισύλλαβα  μέτρα  πού  θέλουν 
τονισμένες  τΙς  ζυγές  συλλαβές.  "Ολα  τα  μέτρα  δεν  παίρνουν  τό- 
νους, ή,  κι  αν  παίρνουν,  δεν  έχουν  την  ϊδια  βαρύτητα. 

"Αλλοι  είναι  δυνατοί,  άλλοι  μόλις  ακούονται  κι  άλλοι  δε  γρά- 
φονται κάν,  καΐ  γίνονται  φανεροί,  δταν  διαβάζουμε  ενα  στίχο 
κομματιαστά,  σέ  τρόπο  πού  ν'  αναλύεται  στα  μέτρα  του.  *Έτσι, 
ανάλογα  με  τους  τόνους  καθενός,  έχομε  ποικιλία  ρυθμού  καΐ  αρ- 
γούς ή  γοργούς  στίχους. 

Οί  Ιαμβικοί  στίχοι  μπορεί  να  δέχωντοι  καΐ  παρατονισμούς  σέ 
μονές  συλλογές  στην  1η,  3η,  5η,  7η  ή  9η,  χωρίς  να  χαλά  δ  ρυθμός. 
Κάθε  στίχος  δένεται  με  τους  τόνους  πού  βρίσκονται  στο  μέσον 
καΐ  στό  τέλος  κι  αύτοΙ  είναι  Ικεϊνοι  πού  θα  ορίσουν  τό  είδος  του 
μέτρου.  Κάθε  ιαμβικός  στίχος  μπορεί  νά  μήν  εχη  δλα  του  τα 
μέτρα  ολόκληρα.  Άπό  ολόκληρα  γίνονται  δλοι  οι  ζυγοί.  Οί  μονοί 
έχουν  πάντα  τό  τελευταίο  μέτρο  μισό.  Οί  ζυγοί  στίχοι  είναι  όξύ- 
τονοι  και  προπαροξύτονοι*  οΐ  μονοί  μονάχα  παροξύτονοι. 

Τό  δνομα  στους  ιαμβικούς  στίχους  δίνεται  άπ'  τό  είδος  τοϋ 
μέτρου,  άπ'  τόν  αριθμό  των  συλλαβών  και  άπό  τόν  τονισμό  της 
τελευταίας  λέξης  τοϋ  στίχου. 

Οί  ιαμβικοί  στίχοι  είναι  οΐ  πιό  συχνοί  στην  προσωπική  και 
δημοτική  ποίηση. 


ΝβοβΙληπΗη  ΜιχρίΜη 


66 

Β'  ΤΡΟΧΑ  ΓΚΟΙ  ΣΤΙΧΟΙ 

"Οπως  οι  ιαμβικοί  στίχοι,  έτσι  και  οι  τροχαϊκοί  γίνονται  από 
μέτρα,  πού  έχουν  δυο  συ>νλαβές,  με  τονισμένη  την  πρώτη.  Είναι 
δηλ.  ό  τροχαίος  δ  ανάποδος  τοΰ  ίαμβου  κατά  τον  τονισμό. 

Εκείνος  τονίζει  κάθε  δεύτερη  συλλαβή,  (ζυγή  δηλ.)  αυτός 
κάθε  πρώτη,  (κάθε  μονή).  Είναι  πολύ  συγγενείς  αναμεταξύ  τους 
καΐ  ένας  παρατονισμός  ύστερα  άπ'  την  έναρξη,  μπορεί  να  μας 
ρίξη  άπ'  τον  ενα  στον  άλλο  ρυθμό  πολύ  εύκολα.  "Οπως  είπαμε 
για  τόν  Ιαμβικό,  έτσι  καΐ  για  τον  τροχαϊκό,  μπορεί,  καθώς  εκεί- 
νος, νάχη  δλες  τις  ζυγές  του  συλλαβές  τονισμένες  ή  μερικές,  ϊτσι 
και  τούτος,  μπορεί  νάχη  τονισμένες,  δλες  του  τΙς  μονές  ή  μερικές. 

Ό  τροχαϊκός  μπορεί  ακόμα  νά  κάνη  αρχή  με  μια  ζυγή  συλλοιβή 
τονισμένη,  δπως  ό  Ιαμβικός  μέ  μιά  μονή,  κι'  ύστερα  νά  στρώση 
ό  ρυθμός  του,  ή  και  νάχη  ενα  τόνο  ή  καΐ  περισσότερους,  ανά- 
λογα μέ  τό  στίχο.  Προκειμένου  δμως  ν'  αποφασίσουμε  γιά  τό  μέ- 
τρο ενός  στίχου,  θά  πρέπη  νά  προσέξουμε  τόν  τονισμό  των  τε- 
λευταίων συλλαβών  κάθε  μισόστιχου,  άν  ό  στίχος  είναι  μεγάλος 
καΐ  χωρίζεται,  ή  τό  τέλος  του  στίχου,  αν  αυτός  είναι  μικρός. 
"Ωστε  τό  ρυθμό  θά  μας  τόν  δώση  ό  μονός  τόνος  τού  μέσου  και 
τοΰ  τέλους,  ή  μονάχα  δ  μονός  τού  τέλους,  άν  δ  στίχος  είναι 
μικρός. 

Προχωρώντας  παρακάτω  γιά  νά  εξετάσουμε  τόν  καθένα  χωρι- 
στά, άρχίζομε  δπως  και  στον  ϊαμβο  άπ'  τους  δισύλλαβους  τρο- 
χαϊκούς, παίρνοντας  δηλ.  γιά  βάση,  τόν  αριθμό    των  συλλαβών. 

1.  Τοοχαϊκός  δισύλλαβος  :  —  ^ 

Τόσο  λιγοσύλλαβοι  στίχοι,  δπως  είχαμε  πει  και  γιά  τόν  ιαμ- 
βικό, δεν  είναι  δυνατόν  νά  γίνουν,  ούτε  μπορεί  νά  βρεθούν  συ- 
νέχεια και  ν'  αποτελούν  ολόκληρο  ποίημα  κι  δν  υπάρχουν  ακόμα. 
Τέτοιοι  βρίσκονται  σκόρπιοι  πολύ  σπάνια  μέσα  σ'  άλλους  μεγα- 
λύτερους. Στην  καθαρόγλωσση  ποίηση  μας,  βρίσκονται  κάπου- 
κάπου  τέτοια  ποιήματα  μέ  μικρούς  στίχους  γιά  άστεϊο  και  γιά 
παιχνίδι,  χωρίς   νάχουν  καμιά  άλλη  αξία. 

"Έλα 
πέρνα 
φίλε 
κέρνα 
Μόνον 


67 


μαυρον 

οίνο. 

θά  τοΰ 

δώσω 

να  τόν 

σώσω 

και  άν 

σκάσω 

τί  θά 

χάσω  Ι 

Φθάνβι 

μόνον 

δίχως 

πόνον 

δίχως 

βάρος 

νάναι 

χάρος  ^ 

2.  Τοοχαϊκός  τρισύλλαβος  ;  —  ν-^  |  - 
για  να   Ιδής 

δροσερές 
λογισμοί 
τ*  οδηγώ 
λέγω  έγώ 

Νά  σοϋ  πω  * 

εν  ζητώ 
σέ  φοβεϊ 


Α.   Σολωμός 


Ο.    Μηβπές 


Άγγ.  Βλάχος 


3.  Τροχαϊκός  τετρασύλλαβος  :  —  ν-/  |  —  ^ 

*0  στίχος  αυτός  φτειάχνεται  κυρίως  από  τετρασύλλαβες  λέξεις 
με  τονισμένη  την  τρίτη  συλλαβή,  ή  από  δυό  δισύλλαβες  με  τονι- 
νισμένη  τήν  πρώτη  καΐ  τρίτη. 

Τυλιγμένο 

είδες  •Ορόνους 

φωτισμένο 

μες  στϋ  δρόμο  ν    «τ       ..  ' 


1.  Τους  παραπάνω  δισύλλαβους  τους  πήρα  άπ'  τή  μετρική  τοϋ  θ. 
'Α,ποστολοπούλου  (Τυρταίου)  πού  τυπώθηκε  στι'ιν  ΆΟήνα  τό  1891. 

2.  01  στίχοι  αύτοΙ  μπορεί  νά  μετρηθούν  κι  έτσι  :  «  >,  -  σάν  ανά- 
παιστοι δηλ. 


68 


Προβατάκι,α  μ' 
λαγιαρνάκι  μ' 
καρδαρίτσα  μ' 
φλογερίτσα  μ' 

θα  θελήσχϊς 
νά  μ'  άφήσης 
τόσων  πόνων 

και  σαν  νόμοι 
όλοι  οι  δρόμοι 
Μες  στην  πλάση 
νά  περάση. 
Καθρεφτίζεις 
μας  νομίζεις 

Τί  νά  κάνει ; 
ΚαΙ  φτερώνει 


Δημοτικό 


Α.   Βλάχος 


Κ.   Παλαμάς 
Τ,    Μωραϊτίνης 


4.  Τροχαϊκός  ηενζασύλλαβος  ?  —  ^^  |  — ν-'  Ι  — 

Ό  τροχαϊκός  πεντασΰλλαβος  είναι  πιο  συχνός,  γιατί  το  μάκρος 
του  μας  επιτρέπει  νά  φτειάχνουμε  καΐ  ποιήματα  ακέρια  μ'  αυ- 
τόν. Οι  πεντασΰλλαβοι  είναι  όξΰτονοι  καΐ  προπαροξύτονοι. 

α')  Πενταούλλαβοι  δξντονοι : 

"Ολα  στο  λεφτό 
τ'  άπλυνε  νερό 
χώρισε  άργυρο 
ροϋχα  γιορτερά 
κι'  ήσαν  ιιιά  χαρά. 
Τά  παιδιά  κι  αύτη 
τρυφερά  κρατεί 
κι'  είναι  Κυριακή 
τήν  άκοϋτε  έκεϊ  ; 


βλέμμα  σκοτεινόν 
πάλιν  σέ  ποθώ 
εις  το  πάν  κενόν 
καΐ  νά  κοιμηθώ 

μέσα  στό  δρυμό 
κάθε  χαραυγή 


Η.  Τανταλϋης 

Α.   Ραγχαβής 
Ο.  Μη9Η€ς 


69 


στη  νεκρή  σιγή 
τή  φρυγμένη  γη 


β')  πενταονλΧαβοι    προτιαροξύτονοί  : 


Πες  μου  γυιόκα  μου 
τ'  Ιχεις  μάτια  μου 

Πάντα  βλεπανε 

πέντε  ποντικοί 
γάμον  έκαναν 
και  τον  ήλιαζαν 
σπίθα  πήδηξε 
σκνίπα  ζύμωνε 


Α.  ΠροββΧέγγι  ος 


Δημοτιπό 
Ο.  Μηβπές 


Δημοτικό 


δ.  Τροχαϊκός  έξασνλλαβος  —  ν-^  |  —  ^  Ι  —  ^ 

Ό  τροχαϊκός  έξασυλλοιβος  είναι  μονάχα  παροξύτονος.  Μπορεί 
νάχη  και  στΙς  τρεις  μονές  συλλοφές  τόνο,  στις  δυο  ή  και  στη  μια. 

Πνέεις  λούεις,  ραίνεις 
κι'  δλα  τ*  ανασταίνεις 
σϋ  τή  φλόγα  παίρνεις 
τή  δροσιά  σΰ  φέρνεις 
πώς  ανατριχιάζει 
και  γλυκά  παφλάζει 


Μάννα  μου  κοιμήσου 
τοϋ  βοριά  ή  αντάρα 
πού  άπ'  τ'  αραχνιασμένο 
μέσα  στην  καρδιά  μου 
γϋρε.  μάννα  !   ή  μπόρα 

της  φωνής  τή  χάρι 
τά  δικά  σου  γέλια 
τό  δικό  σου  κλάμα 
•θλιβερά  σημαίνει 

Ώ  διαβάτη  πλάνε 
τό  σταυρό  σου  κάνε 
οί  νεκροί  έχουν  γύρει 
είναι  κοιμητήρι 


Α.ΠροββΚέγγιος 


Γ.    Στρατήγης 


Ι.    Πολέμης 


Ζ.  Παπαντωνίον 


6.  Τροχαϊκός  έφταούλλαβος  :  —  ^  \  —  ^  \  —  ^  \  — 

Ό  τροχαϊκός  έφτασυλλαβος  είναι  δξύτονος  και  προπαροξΰτο- 


70 

νος  καΐ  μπορεί  νάχη  τέσσερες  μονές  συλλαβές  τονισμένες,  τρεις, 
δΰο  και  μία  ακόμη. 


α')  Έφτασύλλαβοι  δξντονοι  : 

Βγήκαν  κλέφτες  στα  βουνά 
να  παίδεψης  τα  σκυλιά 
δ  βοηθήση  ή  Παναγιά 
και  παίδεψη  τήν  κλεψιά 
και  νά  ιδώ  τό  λάγιο  άρν'ι 
μέσα  πάλι  στο  μαντρί 
τήν  ήμερα  τή  λαμπρή 

Κάποιοι  αγνώριστοι  νεκροί 
στο  ρουμάνι,  στην  πλαγιά 
χάμου,  έκεϊ  πού  πβρπατεϊς 

Ώ  τί  έργα  φοβερά 
κατορθώνεις  ώ  παρά 

Τώρα  πλέον  δέν  γεννά 
δμως  ή  κυρά  Μαριώ 
τά  αυγά  θά  γίνουν  δυο 
"θέλει  κάθε  μέρα  δυο 

ανταπόκριση  γλυκεία 
μέ  τά  πράσινα  κλαριά 
άπό  τάστρα  τοΰ  'ρανοΰ 
πού  δέν  έφτανε  στο  νοϋ 

Είδα  κι'  είδα  άγερικά 
σέ  τετράψηλες  κορφές 
χόρτασα  τήν  ξαστεριά 

Πίνει  ή  κότα  το  νερό 
και  κυττάει  και  τό  θεό 


ΔημοτΐΗ6 


Ζ.  Παηαντωνίον 


Ε,   ΤανταΙίδης 


Π,   Φέρμπος 


Γ,    ΜαρΗΟρας 


Ζ.   Παηαγτωψίον 


Παροιμία 


β')  Έφτασύλλαβοι  προπαροξύτονοι : 

Πόσα  χρόνια  πέρασα 
κι'  άσπρισα  καΐ  γέρασα 
πάνω  στά  ψηλώματα 
βόσκοντας  τά  πρόβατα 


Ζ,   Παηαντωνίον 


71 


Άφκιαστο  κι'  άστόλιστο 
Στάσου  μέ  τ'  ανθόνερο 
τό  στερνό  το  χτένισμα 
είναι  κάποια   δράματα 

Μέσα  σε  άνθότοπο 
γρήγορα  ανέβαινε 

Πήρανε  τ'  αρνάκια  μου 
και  τα  κατσικάκια  μου 
πήραν  τήν  καρδάρα  μο\Α 
ποΰπηζα  τό  γάλα  μου 
χίλιοι  άρχονται  κίνησαν 

Και  τά  κρυσταλλόφωτα 
μπήκε  λειτουργήθηκε 


Κ.    Παλαμάς 
Δ.    Σοίωμός 


Δημοτικό 
Ζ.  Παπαττωνίαν 


7.  ΤοοχαΪΗος  όχτασύλλαβος  :  — ^|— ν^Ι— ^|— ^ 

Τοΰ  τροχαϊκοί}  δχτασυλλαβου  δέν  -θα  του  εϊτανε  αρκετός 
?νας  τόνος,  γιατί  ό  στίχος  είναι  μεγαλοΰτσικος  καΐ  μια  μονάχα 
συλλαβή  τονισμένη  δέν  μπορεί  εύκολα  να  δώση  τον  τροχαϊκό 
ρυθμό.  Δυο  τουλάχιστο  τόνοι  τοΰ  φτάνουν.  Σπάνια  δμως  μπο- 
ρεί να  βρεθούν  και  στίχοι  μέ  έ'να  τόνο.  Ό  δχτασυλλαβος  τρο- 
χαϊκός είναι  μόνο  παροξύτονος. 


"Ασχημο  παιδί  στην  κούνια 
όμορφο  παιδί  στή  ροϋγα 

Μ'  όλον  πούναι  άλυσσωμένο 
και  στό  μέτωπο  γραμμένο 
Λευθεριά  για  λίγο  πά>4»β 
τώρα  σίμωσε  καΐ  κλάψε 

Λείμονάκι  μυρουδάτο 
κι'  άπό  περιβόλι  αφράτο 

Πές  μου  Μώκο,  στή  ζωή  σου  ; 
πώς  τό  νοιώθεις  τό  κορμί  σου 
ζωντανό  κανένα  πράμμα  ; 
ή  της  τέχνης  είναι  \Η'άμα  ; 

Πώς  δυνήθηκα  νά  ζήσω 
τρέμει  ό  νους  νά  γύρω  οπίσω 
ΠρΙν  άχνίση  κάθε  αστέρι 


Παροιμία 


Δ .  Σολωμός 


Δημοχιπό 


Ι.   Βηλαράς 


Γ,   ΜαρΗορας 


72 


Ό  άσφόδελος  άς  γένη 

Γ.    Άγοας 

Το  γννάτι  βγάζει  μάτι 

Παροιμία 

Μέ  φωτιές    κοντά  μου  παίζουν 

νοιώθετε  τή  συμφορά  μου  ; 

χαΐ  νά  δυό  μεσ'  τήν  καρδιά  μου 

Α,   Καραπάσης 

Έξω,  εξω  τα  βιβλία 
στή  φωτιά  ή  φλυαρία 
λέξεις,  λόγια,  δλα  κάτω 


Πάλι  εμπρός  μου  άναστήθη 

"Οπου  γύρω  κι'  αν  πηγαίνει 
κι'  Ινα  ατέλειωτο  καθρέφτη 
πώς  ανοίγει  ευτυχισμένη 

Μεσ'  στο  όνειρο  σπαρμένα 

ή  αρραβωνιαστικιά  μου 

Κάλλιο  πέντε  καΐ  στο  χέρι 
παρά  δέκα  κα'ι  καρτέρι 

σιδερομανταλωμέν,η 


Α.  Χρ*στόηονΙος 
Η.   Βοντιβρίόης 

Ν.  Χατζιδάκις 
Δ,  ΤανταΙίδης 
Ι.   Γρνηάρης 

Παροιμία 
Δημοτικό 


8.  Τροχαϊκός  έννεασύλλαβος :  —  ^  |  — ^  |  —^  |  —^  \  — 

Αυτός  είναι  δξΰτονος  και  προπαροξύτονος.  Μπορεί  νάχη  δυό 
και  περισσότερους  τόνους  στις  μονές  του  συλλαβές.  Δε  μπορεί 
δμως  νά  ΰπάρξη  έννεάσυλλαβος  μέ  ενα  τόνο  μονάχα. 

α')    Έννεαούλλαβοι  δξΰτονοι  : 

Φτωχογειτονιές,  έρμες  γωνιές 
πού  σέ  μουδιασμένη  Κυριακή 

Τ,  ^ Αγρας 

Στο  τραγούδι  μου  νά  ζήσει  ό  νους 
στων  ονείρων  μου  τους  ουρανούς 
στων  πνευμάτων  τΐ)ν  περιοχή 

Κ,    Παλαμάς 

Σύρε  καπετάνιε  στο  καλό 

/.    Γρνηάρης 


73 


Στην  αραχνιασμένη   μέσα  γης 
μιας  χεινοπωριάτικης  αυγής 
τώρα  πού  σωπαίνουν  τα  πουλιά 
πεθαμένη  αγάπη  μου  παλιά 

Κ'  υστέρα  ζευγάρια  τά  σκορπά 
σέ  γεμάτο  αέρα  άπό  λαλιές 


Κ.  Χατζόηονλος 


Μ,  Μαλακάσης 


Ό  έννεασΰλλαβος  δξύτονος  είναι  καλός  στίχος,  δταν  μάλιστα 
δεν  χωρίζεται  υστερ'  απ'  την  πέμτη  συλλα(:5ιΊ,  οπότε  γίνονται  δυο 
μισόστιχα,  το  πρώτο  άπό  πέντε  καΐ  τό  δεύτερο  άπό  τέσσερες  συλ- 
λαβές. Ή  τομή  αυτή  χαλάει  τό  στίχο  καΐ  τον  κάνει  μονότονο, 
δταν  πρό  πάντων  βρίσκωνται  πολλοί  μαζί.  Τέτοιος  στίχος  είναι  ό 
πρώτος  τοΰ  "Αγρα  «Φτωχογειτονιές,  έρμες  γωνιές». 


β' )  *Εννεασνλλαβοι  προπαροξύτονοι : 

Ύ'  άσπρο  φοϋλι  ξαναρρώστησε 


Τ.  Μωραϊτίνης 


Τη  νεότητα  πού  άπέρασε 
άπ'  την  άνοιξη,  πού  έγύρισε, 
"Ηλιου  αχτίνα  καθαρώτατη 
τό  ισχυρό  τό  δέντρο  πού  είδανε 

Να  βοσκούν  βγαίνουν  τά  πρόβατα 

Δ,   Σολωμός 

Οί  στίχοι  αύτοι  οι  προπαροξύτονοι  ^ιναι  χωρίς  τομή  καΐ  αρ- 
κετά δύσκολοι*  γι'  αυτό  εΐ^αι  καΐ  σπάνιοι  ιιέσ'  στην  ποίηση  μας. 

9.  Τοοχαϊκός  δεκασύλλαβος :  —^\—^\—^\—^\—^ 

Ό  δεκασΰλλ<χβος  τροχαϊκός  είναι  φυσικά,  μονάχα  παροξύτο- 
νος, και  είναι  (Ιπ'  τους  καλούς  στίχους,  δταν  βρίσκωνται  τονισμέ- 
νες άπ'  τις  μονές  του  συλλαβές,  ή  πέμτη  και  ένατη,  εκτός  των 
άλλων,  πού  μπορεί  νάναι.  Τότε  ό  στίχος  είναι  πολύ  σφιχτοδε- 
μένος και  έχει  μια  βαρειά  αρμονία.  Είναι  καλός  ακόμα,  δταν 
?χη  τόνο  μονάχα  στην  πρώτη,  τρίτη  και  ένατη  συλλαβή. 

Έκτος  άπ'  αυτούς  έχομε  καΐ  ενα  άλλο  είδος  τροχαϊκού  δεκα- 
σύλλαβου,  πού  κάνει  τομή  ΰστερ*  άπ'  την  πέμτη  συλλαβή  καΐ  χω- 
ρίζεται χτυπητά  σέ  δυο  κομμάτια.  Βρίσκεται  πολύ  συχνά  στά 
δημοτικά  μας  τραγούδια.  Ό  στίχος  αυτός  δεν  έχει  τή  μουσικό- 
τητα και  τό  δέσιμο  τοΰ  άχοίριστου.  Παρ'  δλα  αυτά  είναι  απλός, 
και  χοιριτωμένο   τό  μονότονο  ρυθμικό   παιχνίδι  του.  Είναι  τόσο 


74 


απαραίτητο  αυτό  το  κόψιμο  υστερ'  απ'  τήν  πεμτη  στο  χορό  για 
να  σταματήσουν  οι  χορεύτριες '  τα  πρώτα  τους  βήματα,  πού 
σχολνάνε  μαζί  με  το  πρώτο  μισόστιχο,  για  ν'  άρ5μσουν  τάλλα 
δμοια  με  τα  πρώτα,  απάνω  στα  ?νόγια  τοΰ  δευτέρου. 

α' )  Δεκααύλλαβοι  με  χωρίς  τομή: 

Δέ  γεννιέται  τίποτε  οΰτε  σβύνει 


στά  πα?.ιά  τα  ροΰχα  τά  σχισμένα 

Ξέβγαλαν  τή  μέρα  πεθαμένη 

στά  βαΌειά  βαθειά  μου  δυναστεύει 

θάμπη  στά  ολόχρυσα  τά  θάμπη 

ΤοΌρα  πού  πεθαίνουν  τά  ?.ου?.ούδια 
ΰνειρο  πικρό  περνάς  στο  νοΰ  μου 
έτσι  μέσ'  στην  πάχνη,  σαν  και  τώρα 
είδα  νά  σ'  άνοίγουνε  κρεββάτι 
και  τήν  άλλη  μέρα  σάν  και  τώρα 


Κ.  Παλαμάς 
Δ.   Σολωμός 

Τ.    "Αγρας 
Ο.    Μηεκές 


Κ.  Χατζόπουλος 


β" )  Λεκαανλλαβοι  με  τομή  : 

"Αϊ  συντρόφισσες  |  καΐ  μοηλικές  μου 

τοΰτον  τον  καιρό  |  χοιρίζομέστε 
"Λί  μπαρμπέρη  μου  |  καλέ  μπαρμπέρη 

γιά  μπαρμπέρισε  |  καλά  τό  νιό  μας 

Φέρτε  τοΰ  γαμπρού  |  καλές  άρμάτες 
αϊ  σγουρόγνιστες  |  σγουροϋφαμένες 
κι'  άπ'  τή  Βενετία  |  προβοδημένες 

Δημοτικά  Ζαγορίον 

Οι  στίχοι  αυτοί  χωρίζονται  κανονικά  σε  δυο  ϊσοσΰλλαβα  μισό- 
στιχα.  Οι  τονισμένες  τους  μονές  συλλαβές  δέν  είναι  σ'  δλους 
τους  στίχους  οι  ϊδιες.  "Ετσι  έχομε  :  Προηη,  τρίτη,  ένατη.  Πρώ- 
τη, πέμτη,  ένατη.  Πρώτη,  τρίτη,  έβδομη,  ένατη.  Τρίτη,  έβδομη, 
ένατη.  Πρώτη,  πέμτη,  έβδομη,  ένατη.  Τρίτη  ένατη.  Πέμτη  ένα- 
τη. Ό  διάφορος  αυτός  τονισμός  στΙς  μονές  συλλαβές  δίνει  στους 
στίχους  μια  ποικιλία  και  κόβει  τή  μονοτονία. 

Σε  παροιμίες  βρίσκεται  ακόμα  και  δεκασύλλαβος  με  τομή 
υστερ'  (ίπ'  τήν  τέταρτη  : 


1.  Λέω  χορεύτριες,  γιατί  κυρίως  γυναίκες    τά    χορεύουν  αυτά  το 
τραγούδια  καθόσο  ξέρω  τουλάχιστο  άπ*  τό  Ζαγόρι  της  Ηπείρου. 


75 

π.  χ.   Μάρτη  γδάρτη  |  και  παλουκοκάφτη 
τί  θα  σ'  εΰρη  |  καΐ  δέ  θα  πέρασης 

Παροιμία 

10.  Τοοχαϊχϊ>ς  έντεχασύλλαβος : 

— ^  Ι  — ^  !  — ν-^  Ι  — ^  Ι  — ^  Ι  — 

Ό  τροχαϊκός  εντεκασΰλλαβος  είναι  δξΰτονος  καΐ  προπαροξύ- 
τονος. Ό  δξΰτονος  κάνει  τομή  ϋστερ'  από  την  έ'χτη  και  ΰστερ' 
άπ'  την  πέμτη  συλλαβή. 

α')  Ένχεχασνλλαβοι  δξντονοι    με    τομή  νοτερ'   άη    την  εχτη 

συλλαβή. 

Άρχισε  νά  πίνης  |  κι*  ολο  να  γελάς 
Μ'  ευτυχίες  ΰλων  |  μάγευε  τ*  αυτιά 
φτάνει  πια  ή  μουρμούρα  |  κ'  ή  τσαναπετιά 

Γ,   2!ονρής 
Πρώτα  άπ'  ολα  τάστρα  |  μέο'  στον  ούρονο 

Γ.   Βιζνηνός 
Όλα  τά  σκεπάζει  |  τάφου  παγωνιά 

ολα  τά  παγώνει  |  βαρυχειμωνιά 

Γ.    Στρατήγης 

Νεραντζιά  μέ  τάνθια  |  και  μέ  τον    καρπό 

στρώσε  μου  στη  ρίζα  |  ν'  αποκοιμηθώ 

και  χρυσό  μαντήλι  |  γιά  νά  σκεπαστώ 

Δημοτίπό 

Πέθανε  ή  γριοΰλα  |  κι'  δλοι  χωριανοί 

τήν  άποσκεπάσαν  |  τέλειωσε  ή  θανή 

77.   Λαύρας 

Μπαίνω  μεο'  στ'  αμπέλι  |  σά  νοικοκυρά 
Νά  κι'  ό  νοικοκύρης  |  ποΰρχεται  •ψηλά 

Δημοτίϋό 

β')  Έντεκασνλλαβοι  προηαροξύτονοι  μέ  τομή  νστερ'  άπ    τήν 

τΐέμτη  συλλαβή. 

θέλω  νά  στό  πώ  |  μωρ'  Σταυρομάνα  μου 
θέλω  νά  στό  πώ  |  και  πάλι  ντρέπομαι 
Μήν  αρρώστησες  |  μήνα  θερμάθηκες 
τ'  άχειλάκι  σου  |  το  μαγουλάκι  σου 

ΔημοτίΗΟ 

γ')  Έντεχαούλλαβοι  λξύτονοι  και  προπαροξύτονοι  αχώριστοι : 

Μόλις  βγαίνει  και  τά  βλέπει  χαρωπά 

καϊ  •ψηλότερ'  άπό  δέντρα  καΐ  φωλιές 

Μ.  ΜαΙαχάσης 

Δέ  γνωρίζει  άπό  γεράματα  ή  ψυχή 

Ή  ζωή  σου  δέν  μπορεί  χωρίς  εμάς 

Κ.   Παλαμάς 


76 

Τον  πιο  διιορφο  της  χάρισες  καρπό 

Κ,   Χατζόηουλος 
Καμωμένες  για  τις  μαΰρες  παγωνιές 
καμωμένες  για  τις  άταφες  ιΐη'/ές 

Τ.    "Αγρας 

Της  "Αγιας  Σόφιας  τήν  "Αγια  Τράπεζα 

σε  καράβι  οι  χριστιανοί  τή  φόρτωσαν 

και  τΙς  φέρνουν  γιά  να  μάτια  τ'  άρρωστα 

Γ,   Δροσίνης 
Είμαστε  ολα  τ'  αγαθά  τ*    αληθινά 
είμαστε  τ*  ονείρου  τ*  άκροβ?.άσταρα 
δέν  υπάρχεις  οτι  χρόνος  λέγεσαι 

Κ.   Παλαμάς 

δ)  Έντεκαονλλαβοι  δξντονοι  και  προτιαροξντονοι  με  χώρι- 
σμα νστερ'  απ   την  έβδομη  συλλαβή  : 

Κλέφτες  τον  έβίγλιζαν  Ι  από  μεριά 
μαχαιριές  και  χατζαριές  |  μεσ'  στην  καρδιά 
Στό  σεφέρι  πάενε  |  γιά  πό?.εμο 
πόλεμο  δέν  ήβρε  ό  νιος  \  και  γύρισε 
Γύρισε  δυο  γύρισε  |  στον  Τούρναβο 

Δημοτικό 
Δέν  αξίζω  τίποτε.  |  Νά  μ'  αγαπά 

Κ.   Παλαμάς 

Άπ'  τά  παραδείγματα  πού  παραπάνω  είδαμε,  ό  ένεκασΰλλα- 
βος  δξΰτονος  με  χώρισμα  υστερ'  απ'  τήν  εχτη  είναι  συχνός  καΐ 
εύκολος  στίχος.  Ή  τομή  του  δμως  αυτή  τον  κάνει  πολύ  μονό- 
τονο. Είναι  πολύ  πιο  χτυπητά  μονότονος  άπ'  το  δεκασύλλαβο, 
πού  είπαμε  παραπάνω  με  το  διακριτικό  χώρισμα  υστερ'  άπ'  τήν 
πέμπτη  συλλαβή.  Κι  ό  λόγος  είναι,  γιατί  ό  στίχος  αυτός  είναι 
δξύτονος  και  τελειώνει  απότομα  σα  νά  κόβεται  με  το  μαχαίρι  δ 
ρυθμός.  "Ετσι  έχομε  νά  σταματήσουμε  δυο  φορές  σε  κάθε  στίχο, 
μιά  στην  τομή  και  μιά  στό  τέλος,  σε  τόσο  λίγο  μάκρος  συλλαβών* 
ενώ  το  τέλος  τοΰ  δεκασΰλλαβου  σάν  παροξύτονου  Ιρχεται  πιο  σι- 
γαλό και  δέν  παραφαίνεται. 

Οι  χωρισμένοι  εντεκασνλλαβοι  υστερ'  άπ'  τήν  πέμτη,  βρί- 
σκονται κυρίως  στή  δημοτική  ποίηση  και  είναι  προπαροξύτονοι 
και  γιά  το  λόγο  αυτό  πιο  καλύτεροι,  και  το  χώρισμα  τους  δέν  είναι 
χτυπητό,  αν  οι  τονισμένες  μονές  συλλαβές  τοΰ  στίχου  είναι  δλες 
η  μερικές  έκτος  άπό  τήν  πέμτη.  Τότε,  αν  τονιστή  δηλ.  ή  πέμτη, 
υποχρεωτικά  θά  γίνη   ή  τομή  στή   λήγουσα  της  λέξης,  οπότε   ό 


77 

τόνος  κάνει  πιο  χτυπητό  το  χοίρισμα.  "Ετσι  έχομε  δυο  κακά'  ενα 
το  χώρισμα  καΐ  ενα  τον  τόνο  της  πέμτης.  "Αν  δμως  ή  πέμτη 
συλλαβή  δεν  είναι  τονισμένη,  αλλά  ή  τρίτη,  καΐ  συνήθως  τυχαί- 
νει νάναι  ή  προπαραλήγουσα,  ό  δυνατός  τόνος  της  τρίτης  κάνει 
ενα  κρεστσέντο  εκεί,  δπως  λένε  στη  μουσική,  κι  έτσι  κα-Οώς  προ- 
χωρούμε σιγά  -  σιγά  σβΰνει  κ'  ή  φωνή  μας,  για  νά  δυναμώση  στην 
έβδομη  ή  στην  ένατη.  "Ετσι  δε  φαίνεται  τό  χώρισμα,  κι  ό  στί- 
χος παίρνει  κάποιο  ρυι>μό.  πού  δεν  υπίίρχει,  αν  ό  στίχος  έχει  μο- 
νάχα την  πρώτη  και  πέμτη  συλλαβή  τονισμένη  μαζί  με  τήν  ένα- 
τη, δπως  βλέπει  κάνεις  στους  δυό  πρώτους  στίχους. 

Ό  αχώριστος  προπαροξύτονος  είναι  στίχος  πολύ  καλός  κι  δχι 
τόσο  συχνός  καΐ  βρίσκεται  στην  προσοίπική  ποίηση.  Οι  δξΰτονοι 
αχώριστοι  είναι  πολύ  συχνοί  και  αρκετά  ρυθμικοί.  Ό  στίχος 
παίρνει  ξεχωριστή  βαρειά  αρμονία,  αν  εχη  τόνους  μόνο  στην 
τρίτη,  έβδομη  καΐ  ένατη  συλλαβή.  Παρόμοιο  με  τόν  χωρισμένο 
υστερ'  άπ'  τήν  έ'χτη  είναι  κι  ό  έντεκασΰλλαβος  με  χοίρισμα 
ίίστερ'  άπ'  τήν  έβδομη,  δεν  είναι  δμως  τόσο  συχνός. 

11.   Τοοχαϊκός  δωδεκασύλλαβος  : 

—  ν^Ι  —  \^|  —  ^>|  —  \^|  —  ^^1  —  ν-/ 

Τοΰ  τροχαϊκού  δωδεκασύλλαβου  έχομε  νά  παρατηρήσουμε  δυό 
κατηγορίες.  Εκείνη  πού  κάνει  τομή,  και  τήν  αχώριστη.  *0  δω- 
δεκασυλλαβος  καΐ  στις  δυό  κατηγορίες  είναι  βέβαια  παροξύτονος. 
Τό  χωρισμένο  μπορούμε  νά  τόν  διαιρέσουμε  σε  τρία  είδη.  Σε 
κείνο  πού  κάνει  τομή  υστερ'  άπ'  τήν  έβδομη  συλλαβή,  ΰστερ' 
απ"  τήν  έ'χτη  και  υστερ'  άπ'  τήν  πέμτη. 

Ό  αχώριστος  δωδεκασύλλαβος  έχει  κι  αυτός  ποικιλία,  ανάλογα 
με  ττ?  θέση  του  καΐ  τόν  αριθμό  των  τονισμένων  μονών  συλλαβών. 

α')  Δωδεχασνλλαβοι  με  τομή  νστερ'  άπ'  την  έβδομη  συλλαβή: 

Ή  Ευρώπη  τήν  κυττάει  |  πώς  θέ  νά  πράξη 

Δ,    Σολωμός 

Κι'  ΰσα  λάμπουνε    μαλλιά  |  μαλλάκια  μαΰρα 

Θ.   Σταυρόν 

Στο  γιαλό  στό  πέλαγο  |  θέ  ν'  αγναντέψω 
θ'  άγνατέψω  και  θα  Ιδώ  |  κάνα  καράβι 

Αημοτίπό 

Ό  λαϊκός  τροχαϊκός  δωδεκασύλλαβος  με  τομή  νστερ'  άπ'  τήν 


78 

έβδομη  δεν  είναι  καθόλου  συχνός.  Πολύ  σπάνια  μπορεί  να  βρή 
κάνεις  τέτοιους  στίχους.  Ό  τονισμός  των  μονών  συλλαβών  είναι 
διάφορος.  "Οπως  και  να  βρίσκεται  όμως,  δεν  είναι  άσκημος. 
Στην  προσωπική  ποίηση,  οι  τέτοιοι  στίχοι  δίν  έχουν  χτυπητό  χώ- 
ρισμα καΐ  πολλές  φορές  δύσκολα  θα  μπορούσε  κανείς  νά  τους 
χωρίση'  είναι  κι'  αύτοΙ  λιγοστοί. 

α')  Δωδεχαούλλαβοί  μέ  τομή  νστερ'  απ    την  εχτη  συλλαβή  : 

Τ*  άπονυχτερό    μου  |  τδνειρο  τό  μαϋρο 
■^Ηρθα  νά  σ'  ανοίξω  |  μέ  μυρτιές  καΐ  βάγια 

/.    Γρν πάριας 

Ξάφνω  ενοις  βρόντος  |  βρόντος  φουντωμένος 

Ο.    Μπάκες 

Μοίρονται  και  κλαίνε  |  γύρω  στο  κουφάρι 
&ν  άργοΐ5σε  ακόμα  |  ό  Χάρος  νά  τήν  πάρει 
βγάζουν  τή   γριοϋλα  |  τήνε  χαιρετάνε 


ποΰ  θά  ξεκούραση  |  κάθε  στοχασμό  μου 
Μέρα  είν*  αγάπης  |  ^δης  ένικήθη 


Π.  Λαύρας 
Μ.  Πίηιζα 
Δ .   Σολωμός 


Σάν  χαραμοφάδες  |  σε  τραπέζι  γάμου 
στΙς  πορφύρες  μέσα  |  της  αυγής  γεννάται 

/.   Γρνηάρι^ς 
Τους  πένθιμους  στίχους  |  ξέχασε  και  κάψε 
πεταχτά  τραγούδια  |  καϊ  άλλέγρα  γράψε 

Γ*.    Σονρης 
Άργυρο  ξουράφι  |  και  μαλαματένιο 

Δημοτιχό 
Σχά  παλιά  τ*  αμπέλια  |  τά  ξεθυμασμένα 
Στά  μικρά  σπιτάκια —  |  πάντα  ευλογημένα— 
τόαο  ευχές  και  ξόρκια  |  σιγομουρμουρίζει 

Γ.  Ά&άνας 

Ό  τροχαϊκός  δωδεκασΰλλαβος  μέ  τομή  ΰστερ'  άπ'  τήν  εχτη 
είναι  πάρα  πολύ  συχνός  καΐ  στή  λαϊκή,  και  στην  προσωπική 
ποίηση.  Ή  χτ^'πητη  του  τομή, πού  χωρίζει  σε  δυό  μισόστιχα  σχε- 
δόν ίδια  τό  στίχο,  τόν  κάνει  κάπως  μονότονο.  Παρ'  δλα  αυτά  νο- 
μίζει κάνεις  πώς  έχει  ενα  ΰφος  απλό,  διηγηματικό,  και  φλύαρο, 
αν  μπορώ  έτσι  νά  πώ.  Είναι  ένας  ρυθμός  πού  μιλάει  κι  δλο  λέει 
χωρίς  σκολασιιο.  Ή  εκφραστική  του  αυτή  απλότητα  δέν  τοϋ  επι- 
τρέπει νά  καταπιάνεται  μέ  θέματα   σοβαρά,  πού    θέλουν  ρυθμό 


79 

βαρύ  κι  αργό  και  γερό  δέσιμο  τοΰ  στίχου,  καίτοι  πολλοί  στιχουρ- 
γοί δεν  τό  προσέχουν  αυτό.  Πολλά  άπ'  τα  δημοτικά  μας  τραγού- 
δια, ανάλογα  με  τό  θέμα  τους,  βρίσκονται  με  τό  ρυθμό  αυτό  στο 
στοιχείο  τους. 

γ')  Δωδεκασνλλαβοι  μ^  τομή  νατερ'  άπ'  τή    ηέμτη  συλλαβή  : 

πλέναν  χι*  άπλωναν  |  και  μέ  τον  άμμον  παίζαν 
ελαμι^'ε  ό  γιαλός  Ι  λάμψαν  τα  περιγιάλια 
κάτεργο  περνά  |  χρνσοπαλαμισμένο 
Κόρη  λυγερή  |  |ανθι"|  και  μαυρομάτα 
Ινας  άγουρος  κι*  ένας  καλός  στρατιώτης 
Κάστρο  γύρευε,  (  χωριό  νά  πάη  νά  μείνη 

Δημοτικό 
Δεν  τήν  σύντριψα,  |  σκόνη  χρυσή  νά  γίνη 

θ.   Σταύρου 
Ράβε,  ξύλωνε,  |  δουλειά  νά  μ  ή  σοϋ  λείπει 

Παροιμία 
Μα  δε  φταίω   εγώ  |  πώς  νά  τ7ΐν  ίστορίσω 

Α.   Λασχαρανος 
Κάτω  στο  γιαλό  |  κάτω  στό  περιγιάλι 
Τώρα  τα  πουλιά  |  τώρα  τά  χελιδόνια 
Τώρα  οί  πέρδικες  |  συχνολαλοϋν  καΐ  λένε 
Ξύπνα  αφέντη  μου  |  ξύπνα  καλέμ'  αφέντη 

Δημοτικά 

Οι  στίχοι  αύτ<)1  μέ  τήν  τομή  ύστερ'  απ'  τήν  πέμτη  συλλαβή 
βρίσκονται  πρό  πάντων  στή  λαϊκή  μας  ποίηση  και  έχουν  τήν 
ιδιορρυθμία,  τό  δεύτερο  μισόστιχο  πάντα  νά  μήν  εχη  ξεχωριστό 
νόημα  άπ'  τό  πρώτο,  άλ}Λ  έρχεται  γιά  νά  συμπληρώνη  τό  πρώτο 
μισόστιχο,  τό  όποιο  κάπως  λιγόλογα  καΐ  επιγραμματικά  μας  μι- 
λάει μέσα  στις  πέντε  του  συλλαβές.  Ό  χωρισμός  τοΰ  στίχου  σε 
δυό  άνισα  μέρη  μας  θυμίζει  τά  μπρος  καΐ  πίσω  βήματα  τοΰ  χο- 
ρού. Μερικοί  άπ'  τους  στίχους  αυτούς  έχουν  καΐ  παρατονισμό  σε 
ζυγή  συλλαβή,  στην  εχτη  δηλ.,  υπως  τοΰ  Θ.  Σταύρου.  Ό  παρα- 
τονισμός  αυτός  είναι  καλός,  γιατί  δίνει  κάτι  νέο  στό  στίχο. 

δ'.  Δωδεχασύλλαβοι  χωρίς  τομή  : 

Πόση  μέσα  μου  αντάρα  δέ  σωπαίνει 

Κ.    Χατζόπουλος 
Μόνον  οί  αντίλαλοι  ξυπνοΰν  και  γρούζουν 

Ο.   Μπβκές 
"Αφωνο  πικρό  τό  λείψανο  διαβαίνει 

Τ.    "Αγρας 


80 


Ξεφυλλίζονται  ροδόφυλλα  πλημμύρα 
τώρα  στέκουνται  ροδόλευκβς  φοβέρες 

Τα  εγκάρδια  προμηνύματα  άκολουθάει 

θλιβερά  γρικά  τά  λόγια  της  ή  μάννα 

Πέτα,  αγάπη,  στά  ουράνια  και  χοαρέτα 
θά  γυαλίσουν  μέσ'  στ'  άτεχνα  σονέττα 


Θ.  Σταυρόν 
Δ,  Σ^Ιίομός 
Ι.    Γρνηάρης 

Δ»  Μαβίλης 


Λ*  ια.αρι,*,ί\ 

ΚαΙ  ένας  δωδεκασυλλαβος  με  εξη  τόνους. 

Μέρες,  μήνες,  χρόνια,  ήλιοι,  κόσμοι  αστέρια 

Γ,   Στρατήγης 

12.  Τροχαϊκός  δεκατριαύλλαβος  ; 

Ό  τροχαϊκός  δεκατρισΰλλαβος  είναι  δξΰτονος  και  προπαροξύ- 
τονος. Βρίσκεται  στη  λαϊκί)  ποίηση  και  στην  προσωπική  με  τομή 
ΰστερ'  άπ'  την  δγδοη.  Στην  προσοίπική  ποίηση  υπάρχουν  αχώρι- 
στοι ή  και  με  τομή  ΰστερ'  άπ'  τήν  έβδομη,  μά  ή  τομή  αυτή  δεν 
είναι  κα-θόλου  χτυπητή  και  δύσκολα  μπορεί  κανείς  να  τους  θεώ- 
ρηση χωρισμένους  η  αχώριστους. 

α')  'Οξντονοι  μέ  τομή  νοτερ*  απ    την  δγδοη  ονλλαβή. 

Τό  τραγούδι  καΐ  λουλούδι  |  και  ό  καρπός  μαζί 

Κ.   Παλαμάς 
Μή  μέ  δέρνης,   μωρή  μάννα  |  μ  ή  μέ  τυραννεϊς 
Σε  παρακαλώ  βοριά  μου  |  φύσα  ταπεινά, 
τη  βοή  σου  τή  μεγάλη  |  καΐ  τον  άχητό 
και  ποιος  ξέρει  σε  τΐ  κύμα  |  δέρνει  νά  πνιγεί 

Δημοτικά 
"Ηκουσα  πολλάς  νά  λέγουν  |  «εΰμορφος  τρελλός» 
αφρός  ήτον  ή  στολή  της  |  κύματος  αφρός 

Α.    Παράσχος 
Σάν  τήν  είδες  και  τήν  ξέρεις,  |  πές  μας  τί  φορεί 
"Ασπρον  αλατζά  φορούσε  |  κόκκινη  ποδιά 
Σήκω  πάπιαμ'  σήκω  χήναμ*  |  σήκω  νιρατζιά 

Σήκω  ντύσου  κι*  άρματώσου  |  κι  έμπα  στό  χορό. 
Κάθονταν  δυο  παλληκάρια  |  καΐ  μιά  λυγερή 

Δημοτιπά 

β' .  'Οξντονοι  μέ  τομή  νστερ'  αη    την  έβδομη  συλλαβή. 

Σάν  τελευταία  κραυγή,  |  στά  βάθη  της  νυχτός. 

Κ,  Καρυωτάκης 


81 

τδνειρο  πού  φτέρωσε  |  μέ  τα  φτερά  τοΰ  νοΰ 

Ο,   ΜηβΗίς 

"Οπως  δείχνονν  τα  δυο  αυτά  παραδίίγματα,  ελάχιστα  είναι 
αϊσι*>ητό  το  χώρισμα,  πού  γίνεται  μετά  απ'  τήν  έβδομη  συλλαβή. 

γ' )  Προπαροξύτονοι  με  τομή  νστερ' άη*  τήν  δγδοη  συλλαβή. 

Μέ  ήσκιους  κι  αΙώνια  θέρη,  |  κι  άν  δέν  φαίνεται 

/.    Γρυηάρης 

Μας  θανάτωσες  τοΰ  κάκου  Ι  καΐ  μάς  κλείσανε 

Κ.    Παλαμάς 

Και  θά  σοϋ  τό  μαρτυρήσω  |  ποιος  μέ  φίλησε. 

Κι  ό  Μανούσης  μεθυσμένος  |  πάει  τήν  έσφαξε 

Φύσηξε  βοριάς  αέρας  |  και  τα  τίναξε 
κι'  ή  φουρτούνα  τοϋ  πελάγου  1  τ*  άποχάλασε 
για  ν*  αράξουν  τα  καράβια  |  τά  Σπετσιώτικα 
νάρθουν  καΐ  τά  παληκάρια  |  τά  νησιώτικο 

Κάτω  στα  δασιά  πλατάνια  |  στην  κρυόβρυση 
Κάθονταν  τρο)γαν  και  πίναν  |  και  τήν  ξέταζαν 
Διαμαντούλαμ'  τείσαι  τέτοια  |  τέτοια  κίτρινη 

Δημοτικά 

ό' .  Προ  παροξύτονο  ι  μέ  τομή  νστερ'  άπ*  τήν  έβδομη  σνλΧαβή. 

Στο  ποτήρι  τό  χρυσό  |  της  τέχνης  κέρασμα 

Κ.    ΠαΙαβίάς 

Φίλε  ή  καρδιά  μου  τώρα  |  σά  νά  έγέρασε 

Κ,   Καρνωχάχης 

"Οπως  είπαμε  και  πιο  μπρος  γιά  τους  δξΰτονους,  ή  τομή  κι 
Ιδώ  δέν  είναι  τόσο  φανερή. 

Και  προπαροξύτονοι  αχώριστοι : 

Στό  γαλάζιο  απομεσήμερο  ξεκίνησε 

Δ.   ΟΙχονομΙδης 
Άντρες  οΐ  θεοί  τή  χώρα  πάλι  ανάστησαν 

Δ.  Σάρρος 

Μερικοί  γράψαν  δεκατρισΰλλαβους  ποιροξΰτονους  πού  είναι 

καμωμένοι  από  δυο  άλλους  πιο  μικρούς,  άπο  Ινα  προπαροξύτονο 

τροχαϊκό  έφτασΰλλαβο,  και  ενα  παροξύτονο  έξασύλλαβο.  Τέτοιο 

ανάλογο  είδαμε  καΐ  σε  ιαμβικούς  στίχους,  αυτούς  τους  θεο^ροΰμε 

σαν  δυο. 

γίνετ'  ή  αγάπη  μου  |  δσο  έγώ  παληώνω 

/.    Πολέμης 

.ν•ο«Λλΐ7ν<κή   Ιίΐτριηή  β 


82 

πλάστηκε  ό  άνθρωπος  Ι  άνθρωπος  να  μείνη 

Κ,    Μαρπίνας 
Κόρη  ούρανογάλαζί),  |  στ'  ανεμίσματα  σου 

^  Κ.   Κωνσταντινίδης 

Άπ'  τους  δεκατρισυλλαβους  πού  αναφέραμε  οι  δξυτονοι  είναι 
αρκετά  μονότονοι  καΐ  δεν  είναι  καθόλου  τεχνικοί  στίχοι.  Ό  ρυ- 
θμός τους  είναι  παιδιάστικος  καΐ  φαίνονται  σα  να  είναι  φτεια- 
γμένοι  από  δυο  μικρότερους  στίχους.  Καλύτεροι  είναι  οι  προπα- 
ροξύτονοι, άσχετα  σε  ποια  συλλοιβή  κάνουν  το  χώρισμα.  Είναι 
πιο  τεχνικοί  καΐ  καλύτερα  δεμένοι. 

13.  Τροχαϊκός  δεκατετρασύλλαβος : 


Ό  τροχαϊκός  δεκατετρασυλλαβος  είναι  παροξύτονος  και  μπο- 
ρεί να  λογαριαστή  ως  τέτοιος,  δ  στίχος  εκείνος  πού  γίνεται  από 
δυο  μικρότερους  τροχαϊκούς"  από  ενα  παροξύτονο  δχτασΰλλοιβο 
καΐ  από  ενα  παροξύτονο  εξασυλλοιβο.  Οι  άλλοι  πού  γίνονται  από 
δυό  ομοίους  εφτασΰλλοιβους,  ούτε  πρέπει  να  λογαριάζωνται  καλά- 
κοιλά,  γιατί  δεν  είναι  ένας,  άλλα  δυό  μικρότεροι  στίχοι  καΐ  οχι 
καΐ  καλοί*  είναι  μονότονοι  και  άτεχνοι. 

Στη  δημοτική  ποίηση  δε  βρίσκονται  τροχαϊκοί  δεκατετρασΰλ - 
λαβοι.  Τό  δεύτερο  είδος  πού  απαντά  στην  προσωπική  ποίηση 
των  δχτώ  δηλ.  καΐ  εξ  συλλαβών,  είναι  παρά  πολύ  τεχνικό  δσο  καΐ 
δύσκολο  και  είναι  πολύ  σπάνιο.  Τέτοιοι  στίχοι  είναι : 

Κεχριμπάρια  τζοβαΐρια  |  μεσ'  άπ'  τήν  Όντέσα 
μοΰδειχνε  κοράλια  χείλια —  |  πειρασμό  ή  μαργιόλα 
κ*  έτσι  αρχύτερα  να  μποΰμε  |  στο  λιμάνι  μέσα. 

Π.    Λαύρας 

Δεκατετρασύλλαβος  με  τό  πρώτο  μισόστιχο  δξύτονο  είναι  και 
ή  παροιμία, 

Άπό  τήν  άνεβροχιά  |  καλό  και  τό  χαλάζι. 

14,  Τροχαϊκός  δεχαηΕντασύλλαβος : 

Ό  τροχαϊκός  δεκαπεντασύλλαβος  δξύτονος  γράφτηκε  άπ'  τους 
νεώτερους  καΐ  είναι  με  τομή  ύστερ'  άπ'  τήν  δγδοη,  καθώς  και  ό 
ιαμβικός,  η  αχώριστος. 


83 

α'.  'Οζύτονοι  και  ηροτταροξντονοί  με  τομή. 

Όπερ  έφερε  τό  πάλοα  |  κόσμημα  της  ύ/.'  ή  γή 

Σ.    Βασιλβιάδης 

"Οταν  είχα  τον  καιρόν  μου  |  πόσα  έξόδεψα  τρελλά  ! 
Στο  γεράματα  μου  τώρα  |  μόλις  έβαλα  μναλά 

Η.    Τανταλίδης 

Τώνα  χέρι  νίβει  τ'  άλλο  |  και  τα  δυο  τό  πρόσωπο 

ΙΙαρΟίμία 
κι'  οΰτε  καν  ποτές  νά  πάρ\ι  |  μια  γκριμάτσα  χαρωπ>; 
Φτάσαν  γιά  νά  της  γιατρέψουν  |  τήν  πρωτάκουστη  πληγή 
θά  πεθ^άνη  ή  'Υβέτ  ΜΙκάλεφ  |  κάποιο  δείλι  βροχερό 
μιαν  'Υβέτ  Μικά?.εφ  κλείνω  |  στην  ψυχή  μου  άπό  κ(χιρό 

Ο.    Λάσπος 

β'.  'Οξύτονοι  και  τιρο  παροξύτονο  ι  αχώριστοι  : 

01  ώρες  μ*  έχλίόμιαναν,  γυρτός  ποϋ  βρέθηκα  ξανά 
θέση  μάταια  προσμένοντας  κάποιαν  επιστροφή 

Κ.   Καρυωχάχης 
Κι*  ό  θεός  εμήνυσε  στην  ανοιξιάτικη  πνοή 

Τ.   Μ  ω  ραϊνίνης 
Γιά  οποίον  με  τών  ποδιών  καΐ  τών  χεριών  τή  δύναμη 

/.   Γρυηάρης 

Τά  τελευταία  παραδείγματα  μας  δείχνουν  πώς  οΐ  νεώτεροι 
ποιητές  μας,  γράφουν  τροχαϊκούς  δεκαπεντασύλλαβους  αχώρι- 
στους πιο  πολΰ.  Στοΰ  Γρυπάρη  μάλιστα  τό  στίχο,  έχομε  και  πα- 
ρατονισμό  στη  δεύτερη  συ^νλαβή,  πού  κόβεται  κάπως  ό  τροχαϊκός 
ρυ-θμός.  Είναι  κάτι  παρόμοιο  με  τους  ιαμβικούς  δεκαπεντασυλ- 
λίΐβους,  πού  έχουν  τήν  τρίτη  συλλαβή  τονισμένη. 

15.  Τροχαϊκοί  μεγαλύτεροι : 

Στους  μεγαλύτερους  τροχαϊκούς  εξετάζομε  τους  δεκαεςασΰλ- 
λαβους  και  τους  δεκαεφτασΰλλαβους.  Οι  πρώτοι  γίνονται  άπό 
δυο  άλλους  παροξύτονους  δχτασύλλαβους.  Είπαμε  καΐ  πιο  μπρος 
στον  ιαμβικό,  μια  και  γρά.φτηκαν  άπ'  τους  ποιητές  έτσι,  τους 
αναφέρουμε  κι  εδώ  σαν  ε  να  στίχο.  Περισσότεροι  βρίσκονται 
στους  καθαρόγλωσσους  στιχουργούς.  Οι  νεώτεροι  τους  [ΐεταχε.- 
ρίζονται  κάπου-κάπου  καΐ  μέσα  σε  δεκαπεντασύλλαβους  ιαμβι- 
κούς, πράγμα,  πού  πολλές  φορές,  μάς  επιτρέπει  νά  πιστέψουμε, 
πώς  δ  στίχος  αυτός  γράφτηκε  κατά  λάθος.  Τά  λάθη  δμως  αυτά 
δταν  έπαναλαμβάνο)νται  κάθε  τόσο  φτειάχνουν  τις  εξαιρέσεις 
τών  κανόνων. 


84 

1.  Δεκαεξασνλλαβοι : 

α'.  Με  τομή  : 

Ένας  γιρος  στρατιώτης  |  μέ  τοΰ  ζήτουλα  τον  δίσκο 
στο  ραβδί  ακουμπισμένος  |  καΐ  μέ  τό  σακκΐ  στον  ώμο 

Α,   Σονταος 

Φέρετε    με    δπου    θάλλει  |  ή  μυρσίνη  καΐ  ή  χλόη 
Συναυλία  τις  μέ  φθάνει,  |  αρμονία  γλυκύτατη 
κεφάλας    παιδιών    βλέπω  |  βλέπω  οίκημα  σχολείου 

Σ.   Βασιλβιάδης 

Κατά  μάννα  κατά    τάτα  |  κατά  γυιό  και  θυγατέρα      ' 
Νάχαμε    τυρί    κι    αλεύρι  |  φτειάχναμε  και  μακαρόνια 

Παροιμίες 

Των  εχθρών  προς  τοϋτο  άρα  |  σοϋ  έφείσθησαν  τά  βέλη 
ποία  όμως  φλόξ  αγία  |  την  καρδίαν  σου  έπλήρου 

Α.  Βλάχος 

"Ελειπεν  άπ'  τήν  Ελλάδα  |  τόσους  χρόνους  μία  ψώρα, 
"Αρχισε  δέ  νά  μας  τρώγχι  |  και  νά  μας  αύξάνη  τώρα 

Θ.    'Ορφανίδιις 

Μίλια  κυκλικά  άπ'  τήν  έζμπα  |  των  φελάχων  τά  κοπάδια 
ΚαΙ  τά  βράδυα  άκοϋς  νά  λένε  |  μέ  φωνές  άχνες  σά  χάδια 
στά  θλιμμένα  τους  τραγούδια  [  πού  τοξεύουν  στά  σκοτάδια. 

Ο.   Αάσαος 

β.'  Αχώριστοι  : 

Νά  κι  ό  Αύγουστος,  πολύκαρπος,  δροσάτος  νυχτερεύει. 
Κι  ό  Απρίλης  ό  άνθοστέφανος,  πού  πάβι  και  τά  κοπάδια 

Κ.    Παλαμάς 

Τά  ουράνια  μέ  τά  Χερουβείμ  και  Σεραφείμ  σάν  νάδα 

Πβ   Λαύρας 

2.  Δεκαεφτααύλλαβοι  : 

—  ν_<-]  —  ^1  —  \^  \  —  ^/|  —  ^^1  —  «^1  —  ν-^Ι  —  >^|  — 

οι  δεκαεφτασΰλλαβοι  τροχαϊκοί    είναι    πάρα  πολύ  σπάνιοι" 
πολύ  περισσότερο  άπ'  τους  ιαμβικούς. 

Γέλοιο  των  θεών,  Σαρωνικέ,  πάντα  μεγάλε,  πού  δρομείς 

Κ,  Καρνωτάχης 

Για  παράδειγμα  φέρω  και  ενα  δεκαοχτασύλλαβο  τοΰ  Παλαμά. 
Τί  ό  νους  δεν  ξέρει  σύνορα,  ]  μήτε  σταθμό  στο  κοίταμά  του 


85 

16.  Άναακόπηοη  τών  τροχαϊκών  αχίχων. 

Οί  τροχαϊκοί  στίχοι  γίνονται  από  δισύλλαβα  μέτρα  πού  θέ- 
λουν τονισμένες  τΙς  μονές  τους  συλλαβές.  Είναι  το  ανάποδο  δηλ. 
τών  ιαμβικών. 

"Ολα  τα  τροχαϊκά  μέτρα  ενός  στίχου,  δπως  καΐ  τα  ιαμβικά, 
μπορεί  νάναι  τονισμένα  ή  καΐ  όχι,  ή  καΐ  μερικά  νά  μην  Ιχουν 
τον  ϊδιο  δυνατό  τόνο.  "Αλλες  συλλαβές  των  ακούονται  πολύ  δυ- 
νατά κι  ά'λλες  λιγώτερο.  "Ετσι  ό  τροχαίος  στηρίζει  την  ποικιλία 
τοΰ  ρυθμού  του,  στη  θέση  καΐ  στη  διάφορη  βαρύτητα  τών  τόνων, 
ανάλογα  με  τον  ϊαμβο,  γι'  αυτό  μεταξύ  τους  υπάρχει  μεγάλη  συγ- 
γένεια. Ή  διαφορά  είναι,  πώς  ό  πρώτος  αρχίζει  με  άτονη  συλ- 
λαβή, ό  δεύτερος  με  τονισμένη. 

01  τροχαϊκοί  στίχοι  δέχονται  δμοια  με  τους  ιαμβικούς  και 
παρατονισμοΰς,  κάπως  λιγώτερο  δμως  από  κείνους. 

Κάθε  τροχαϊκός  στίχος  δένεται  με  τους  τόνους  πού  βρίσκον- 
ται στη  μέση  κσι  στό  τέλος. 

"Ολοι  οί  στίχοι  δεν  είναι  φτειαγμένοι  από  ολόκληρα  μέτρα. 
'Από  ακέρια  μέτρα  γίνονται  οί  ζυγοί :  ό  δισύλ?.αβος,  τετρασύλλα- 
βος, έξασύλ?αβος,  δχτασύλλαβος  κλπ. 

Οί  ζυγοί  στίχοι  είναι  μονάχα  παροξύτονοι.  Οί  μονοί  είνοα 
δξύτονοι  και  προπαροξύτονοι.  Τό  ανάποδο  δηλ.  άπ'  τους  ιαμ- 
βικούς. 

Τό  δνομα  στους  τροχαϊκούς  στίχους  δίνεται  άπ'  τό  είδος  τοΰ 
μέτρου,  άπ'  τόν  αριθμό  τών  συλλαβών,  και  άπ'  τόν  τονισμό  της 
τελευταίας  λέξης  τους. 

Οί  τροχαϊκοί  στίχοι  είναι  οί  πιό  συχνοί  στην  ποίηση  μας, 
ύστερ'  από  τους  ιαμβικούς. 


86 

Γ'.  ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟΙ  ΣΤΙΧΟΙ 

01  άναπαιστικοί  στίχοι  γίνονται  από  πόδες  πού  εχονν  τρεις 
συλλαβές  καΐ  ■θέλουν  τονισμένη  την  τρίτην  (^  ^  — ).  Ένώ  στους 
ιαμβικούς  και  τροχαϊκούς  στίχους  δοίσαμε  την  Ονομασία  ανάλογα 
με  τον  αριθμό  των  συλλαβών,  στους  άναιπαιστικοΰς,  καΐ  στους 
άλλους  πού  γίνονται  από  τρισύλλαβα  μέτρα,  για  πιό  ευκολία  θα 
τους  ονομάζουμε  ανάλογα  με  τον  αριθμό  των  μέτρων,  μια  καΐ  οι 
στίχοι  αύτοΙ  με  τους  τόνους  πού  έχουν  σχεδόν  πάντοτε  στην  πρε- 
ποΰμενη  θέση  κάθε  μέτρου,  χτυπούν  τόσο  διακριτικά,  σε  τρόπο, 
πού  κάθε  τόνος  μετράει  καΐ  τόν  αριθμό, των  μέτρων,  "Ετσι,  αντί 
να  λέμε  στίχος  «άνοιπαιστικός  τρισύλλαβος»,  μια  και  γίνεται  από 
ενα  μέτρο,  θα  τόν  λέμε :  άναιπαιστικό  μονόμετρο,  δίμετρο,  κλπ. 
ανάλογα  με  τόν  αριθμό  των  μέτρων,  αν  και  δεν  θάτανε  λάθος  να 
τόν  ποΰμε  καΐ  άναπαιστικό  τρισύλλαβο.  Προτιμάμε  όμως  το  όνο- 
μα άπ'τόν  αριθμό  των  μέτρων.  "Ετσι  άναπαιστικούς  έχουμε 
μονόμετρους,  δίμετρους,  τρίμετρους,  τετράμετρους  και  πεντάμε- 
τρους. Σταματάμε  ως  τόν  πεντάμετρο,  μια  και  κάθε  μέτρο  έχει 
τρεϊς  συλλαβές,  φτάνουμε  έτσι  στό  δεκαπεντασύλλαβο.  Ή  προ- 
σθήκη ενός  ή  καΐ  μισού  ακόμα  μέτρου  στον  πεντάμετρο  δεν  θά- 
τανε καΐ  τόσο  εύκολη,  γιατί  ό  στίχος  θάπαιρνε  πολύ  χτυπητό  και 
μονότονο  ρυθμό,  αν  κι  αυτό  τό  δοκίμασαν  μερικοί. 

1.  ΆναηαιστίΗός  μονόμετρος :  ^  ^  — 

Δροσερές 
λογισμοί 
μιαν  αυγή 
τή  σκοπιά 
τό  πυργί 
τ*  οδηγώ 


Να  μιλεί 
τό  βιολί, 
κ'  ή  ψιλή 


2.  Άνίΐηαίοτικός  δίμετρος: 


Ο,   Μηβχές 


Ρ.   ΓπόΙφης 


ώ  φιλτάτη  πατρίς 
και  χαλά  τά  κλαδιά 

σοβαρόν  ύψηλόν 

Α.   Κάλβος 


87 


Πες  ψ^χή  Ι^ου  ;  μπορείς 
στή  στιγμή  νά  κλειστείς 
θαρρετά  νά  προβείς 

ποιος  σου  πες  μου  ξβχνά 
το  γλυκό  σου  παλμό  ; 
ποχει  γίνει  στερνά 


Α.   ΣτρατηγόπονΙος 


Ι.    Σαραλής 


01  στίχοι  αντοί  γίνονταν  από  δυο  μέτρα  σωστά  ό  καθένας. 
Μπορεί  δμως  πολλές  φορές,  ένας  στίχος  νά  μην  είναι  καμωμέ- 
νος από  δυό  ολόκληρα  μέτρα,  αλλά  νάχη  καΐ  μιά  συλλαβή  περίσ- 
σια ή  και  δυο  ακόμα,  Μιά  και  θά  τοί3  λείπη  έστω  και  μιά  συλ- 
λαβή, δ  στίχος  δε  μπορεί  νά  παίρνη  τ'  δνομά  του  καΐ  από  τον 
αριθμό  των  λειψών  μέτρο)ν.  Τά  μισά  μέτρα  δεν  θά  τα  λογαριά- 
ζουμε. "Ετσι,  αν  ρ'νας  στίχος  έχει  δυό  σωστά  μέτρα  καΐ  μιά  ή  δυό 
συλλαβές,  -θά  λέγεται  δίμετρος,  αν  ?χη  τρία  μέτρα  σωστά  και 
μιά  συλλαβή  ή  δυό,  τρίμετρος  κλπ.  Κι  ό  λόγος  είναι,  γιατί  οί 
συλλαβές  αυτές  είναι  άτονες.  "Ετσι,  τους  στίχους  πού  γίνονται 
από  ακέρια  μέτρα  τους  λέμε  όξυτονους,  εκείνους  πού  έχουν  μιά 
συλλαβή  περίσσια  παροξύτονους,  κι  εκείνους  πού  έχουν  δυό  συλ- 
λαβές, προπαροξύτονους,  δπως  δείχνουν  τά  παρακάτω  παρα- 
δείγματα. 

α'.  'Οξντονοι :  ^^  —  ]  ν^^  — 

Στην  θερμάστραν  εμπρός 
ένας  γάτος  χοντρός 
αγαπά  στά  ζεστά 


Τό  μεγάλο  γιαλό 
τό  γιαλό  τό  χρυσό 
τό  γιαλό  τόν  ρωτώ 

Σ'  αγαπώ  δέν  μπορώ 
πιό  βαθύ  πιο  απλό 
μέ  λαχτάρα  σκορπώ 
τόν  πολύφ\'λλο  ανθό 

β' .  Παροξύτονοι  :   ^^—  |  ^  ^— 

Και  τΐ|  λύσσα  τοΰ  άνεμου 
δέ  λογιάζω  ποτέ  μου 
στην  κρυμμένη  φοβέρα 
στην  προδότρα  τήν  ξέρα 


Η.   Τ.(ΐνταλίδης 


Α.    ΘρνΚλος 


Μνρτκήτίσσα 


Γ.    Δροσίνης 


88 


Ερειπίων  τα  ΰ•ψη 
Μια  βαθύτερη  θλίψη 

τιροτιαροξντονοι  ."«^νν  —  Ι^-'ν-'  —  Ι^ι-- 

Ναυσικά  δέν  σέ  μοίρανεν 
με  τή  μοίρα  πού  •θ-άκαμε 

Στην  Αθήνα  γεννήθηκα 

θα  κοχλάζει  στα  σπλάχνα  σου 

τοΰ  πατέρα  μου  ή  θύμηση 

Στων  κυμάτων  το  φρένιασμα 
μέ  μια  βάρκα  στο  πέλαγος 
Μα  εχω  πάντα  στην  έννοια  μου 
στι^ν  βουβή  τήν  άθώρητη 

Άπό  κάπου  τα  ξέθαψα 
τοΰ  πατέρα  μου  γράμματα 


3.  Άναπαιστικός  τρίμετρος  :  ^  ν-^  — 

α'.  'Οζντονοι : 

Ρίχνει  τρεις  ή  παρθένα  ματιές 
τρεις  κινώντας  τριγύρω  φορές 

θα  πεθάνω  φαρμάκι  θά  πιω 
πικρό  σάβανο  τώρα  φορεί 
και  κοιμάται  παρθένα  σεμνή 

Τάς  βολάς  τολμηρού  κυνηγού 
μετά  βήματος  τρέχουν  γοργού 

λεημοσύνη  δε  θέλω  νά  βρω 
το  δικό  μου  ψωμί  λαχταρώ 

Έγεννήθη  τοΰ  κόσμου  το  φως 
τραγουδάει  και  χορεύει  ό  φτωχός 


Κ,  Παλαμάς 


Κ»    Παλαμάς 


Κ.   Καρϋ^ΐος 


Γ. 


Κ. 


Δροσίνης 
Παλαμάς 


Λ,   Σολοαμός 

Δ.   Σολωμός 
'ΟρφανιΛης 
Χατζόηονλος 
ΜαρΗοράς 


Θ. 


Κ, 


Γ. 


β*.  Παροξύτονοι 


Στον  καθρέφτη  π*  άκέραιαν  έδέχθΐ] 
τή  γλυκεία  της  παρθένοις  εΙκόνα 

Και  περήφανους  ύμνους  νά  πλέκω 
ομορφιά,  πρύς  εσένα  νά  σβύσουν 


Α. 


Σ. 


Σολωμός 
Σκίηης 


89 


"Ω  κακό  πον  μέ  βρήκε  μεγάλο 
ενα  τδχω,  δέν  μοΰμεινε  άλλο 

Καθώς  αίγαγροι,  οΐτινες  φεύγουν 
κ'  είς  σπηλαίων  ρωγμάς  καταφεύγουν 

ΚαΙ  δέν  άφιισα  αγύριστο  τόπο 
άλλοι  σήκωσαν  μόνο   τους  ώμους 
πώς  το  ξένο  τό  ψωμί  δε  γυρεύω 

γ')  Προπαροξύτονοι  :   ν^  —  \  ^  ^  —  Ι-^ν-^  — 

"Ομορφιά,  ομορφιά  τί  κι  άν  έσβυσαν 
εσύ  πάντα  σάν  άστρο  παρήγορο 
οπαδοί  σου,  τ  ή  δίψα  του  θάρχωνται 
ώ  σπιτάκι  αγαθό,  ποϋ  τά  μάτια  σου 
θέ  νά  ρθώ  να  χτυπήσω  τή  θύρα  σου 

Μέ  χα  στάχυα  λυγοϋσεν  ή  σκέψη  του 
4.  Άναπαιστικός  τετράμετ^ος  : 


Γ.   ΖοΙοχώστας 
Θ.    'Ορφανίδης 

Κ.  ΧατζόπονΚος 


Σ.   Ση  ίηης 

Δ.    Οιχονομϋης 


α)  'Θξντονοι : 

Γιατ'  ό  Δίας  μισεί  τΙς  τρανές  καυχησιές 

Γιατί  εφτά  στρατηγοί  σ*  εφτά  πύλες  όρθοΙ 

Άλλα  νάτην  ή  Ισμήνη  στις  πύλες  μπροστά 

άλλ'  άφοΰ  θά  χαΟή;  είναι  δόξα  τρανή 

Δ,    Σάρρος 

Εϊτε  αντάρες  και  μπόρες  κρεμά  ό  ουρανός 

κι  έχεις  πιάσει  ποτέ  σου  τό  τί  κυνηγάς 

δέ  σκοντάβεις  σε  ρώτημα  σ'  ο, τι  ρωτάς 

Κ.  ΧατξόηονΙος 

(5')  Παροξύτονοι  :^^— \^^— \^^— \^  ^—  \   ^ 

Μαλακές  παπαρούνες  μέ  τ'  άλικα  φύλλα 

Τ.    Άγρας 

Μέ  παράξενη  δύναμη  αφάνταστων  πόνοιν 

Λ.    Μαβίλης    (Μετ.  δΐιβίΐεγ) 

Μοναχή  στης  νυχτός  τ'  άστερόφο^τα  πλάτη 
άπό  ρόδα  ?.ευκά   σούχω  στρώσει  κρεββάτι 
κάθε  θλίψη  βαΟειά  νά  ςεχάσιις  και  πάλι 

Μ,   ΠίηιζΛ 


90 


Πώς  οΐ  δρόμοι  εΰωδάνε  μέ  βάγια  στρωμένοι 
ήλιοπάτητοι  δρόμοι  και  γύρω  μπαξέδες 
Ή  χαρά  της  γιορτής  δλο  πιότερο  αυξάνει 

Κ.   Βάρναλης 

Σε  θωρώ  στο  γαλάζιο  αιθέρα  απλώνεις 
"Ας  αλλάζουν  λιβάδια  μέ  βράχους  καΐ  δάση 
ας  τι'ι  βάρκα  στϋ  κύμα  οπού  Οελει  νά  τρέχει 

Κ,  Χατζόηονλος 

Γιατί  πρώτα  μέ  σέ  ώς  τε/.ειώσαν  τό  έργο 

Π.  ΑβΗαχσοίς 

Προσωπάκια  γλυκά  μ*  ομορφιά  καλωσύνης 
μενεξέδες  πού  μϋρα  σκορπάνε  γαλήνης 

Κ,  Κωνστανηνΐδης 

■Ήσαν  ώραι  τερπναί  και  ώραϊαι  έκεΐναι 
ποιητής  ήγειιό)ν   τής  Γαλλίας  νά  γείνη 

Α.   Βλάχος 

-{')  Προπαροξν-ϊονοί  :  ^^~  \  ^-/^-/—  ]  ^ν^—  |  ^ν^—  |  ^-ν^ 

Κι  αυτός  θάναι  ό  στερνός  τής  ζωής  μου  επιτάφιος 
μήν  τόν  είδε  κανείς  ;  έχει  μέρες  πού   χάΰηκε 

Κ.   Ονράνης 

Γ).  Άναιηαίοτίκός  πεντάμετρος  : 

\^  <^ |ν>\^  —  Ι  \^^>'  —  ι  ν^'ν^  —  ι  ν^  \^  — 

α')  *Οξντονοι  : 

Έξαπλοϋται  τό  σκότος  πυκνόν  άνά  πάσαν  τήν  γήν 
Και  τά  άστρα  εις  τόν  ούρανόν  περπατούν  μέ  σιγήν 

Θ.  Α, 

β')  Παροξύτονοι  :  ^^ —  |  ν^^^_  |  ^^ —  |  ^^ —  |  ^^ —  |  >^ 

θά  μέ  κλάψουνε  βέβαια  μόνο  οΐ  γέροι  γονιοί  μου 
\>ά  ρωτήσει  κανένας  τους  έτσι  απλά  :  «τόν  Ούράνη» 

Κ,    Ονράνης 

γ')  Προπαροξύτονοι  : 


Φοβερώτατος  άρχετ'  άγων  καΐ  τό  πάν  συνταράσσεται, 
ό  εχθρός  ΰπ'  ανδρείου  στρατοΰ  κατά  κράτος  σπαράσσεται 

Θ.  Α.  1 

Ό  αναη;αιστικός  ρυθμός  δεν   έχει  τήν   ποικιλία  τοΰ   ιαμβικού 
και  τροχαϊκοί),  πού  αναφέραμε,  γιατί  οί  τόνοι  του  είναι  αυστηρά 


1.  Τά  παραδείγματα  αυτά  τά  πήρ(ΐ  άπ'  τή  Μετρικί]  τοΰ  Τυρταίου 


91 

κατ)ορισμένοι  και  πάντα  οι  ίδιοι  και  στΙς  ϊδιες  συλλαβές.  Έπο- 
ιιένο)ς  ένας  άναπαιστικός  στίχος,  είναι  όμοιος  μ'  έναν  άλλο,  πού 
έχει  περισσότερα  [ΐέτρα.  Ή  σύνθεση  του  είναι  Ίδια.  Ή  μόνη 
διαφορά  πού  υπάρχει  ((ναμεταξΰ  τους  είναι  το  μάκρος  τοΰ  στί- 
χου. Ποικιλία  υπάρχει  μονάχα  ανάλογα  με  τη  ϋέση  τοΰ  τελευ- 
ταίου τόνου,  αν  δηλ.  ό  στίχος  είναι  δξΰτονος,  παροξύτονος  ή 
προπαροξύτονος,  από  μερικούς  παρατονισμούς,  πού  χ(<νονται  κατά 
το  μετρικό  χασοτόνισμα,  κι  απ*  τ7|  δΐ'χφορη  βαρύτητα  τών  τόνο)ν 
πού  παρουσκίζουν  τα  μέτρα  μεταξύ  τους.  Ή  διαφορά  αύτη  δμως 
είναι  πολύ  λεπτή.  Όπωσδήποτε  ό  άναπαιστικός  ρυί>μός  έχει 
μέσα  του  κάποια  μεγαλοπρέπεια  και  πομπο')δικο  ύφος.  Σε  ιιικρούς 
στίχους  γίνεται  ό  ρυθμός  του  πιο  γοργός  και  παίρνει  κάποια 
κελαρυστή  και  χαρούμενη  γρηγοράδα,  δταν  μάλιστα  ό  στίχος  δεν 
κόβεται  κάθε  τόσο  στο  τέλος  με  τόν  τόνο  της  λήγουσας,  όταν 
δηλ.  είναι  δξύτονος,  αλλά  είναι  άνακατο)μένος  με  παροξύτονους. 
Οί  μεγαλύτεροι  άναπαιστικοι  ανακατωμένοι  κι  αυτοί,  δξύτονοι 
με  παροξύτονους  ή  παροξύτονοι  με  προπαροξύτονους,  έχουν  χτυ- 
πητό ρυθμό  καΐ  μουσικότητα.  Παρ^  δλα  τά  καλά  τοΰ  ρυθμού 
αυτού,  δεν  μπορεί  να  γραφούν  συνέχεια  ποιήματα  πολύστιχα  άπά- 
νο)  σ'  αναπαιστικό  μέτρο,  γιατί  η  μεγ(ίλη  ρυθμικότητα  του 
καταντάει  τρομερά  μονότονη.  Μοιάζει  σά  νά  παίρνη  κανής  κατή- 
φορο χωρίς  σκολασμό. 

Γενικά  άπ'  τους  άναπαιστικούς  στίχους,  ό  δξύτονος  είναι 
γοργός  και  χτυπητός  ρυθμ,ός,  ό  παροξύτονος  λιγώτερο,  γιατί  τον 
κόβει  κά.πο)ς  τί)  μονοτονία  ό  τόνος  της  παραλήγουσας  καΐ  μας 
μπάζει  ξεκούραστους  στον  ϊδιο  ρυθμό,  κι  ό  προπαροξύτονος, 
άργόρυθμος  καΐ  μεγαλόπρεπος. 

6.  Ανασκόπηση  τών  άναπαιστικών  στίχων. 

Τελειώνοντας  την  εξέταση  τών  άναπαιστικών  στίχων  έχομε 
νά  παρατηρήσουμε  τά  παρακάτω. 

Οί  άναπαιστικοι  γίνονται  <ίπό  μέτρα  τρισύλλαβα,  που  δέχεται 
τό  καθένα  χτυπητό  τόνο  στην  κάθε  τρίτη  του  συλλαβή.  Τά  άνα- 
παιστικά  αυτά  μέτρα  δεν  μπορεί  νάναι  άλλα  άτονα  κι  άλλα  τονι- 
σμένα, δπως  είδαμε  στους  ίαμβους  και  τροχαίους.  "Ολα  τά  μέτρα 
ενός  άναπαιστικοΰ  στίχου,  έχουν  σε  κιίθε  τρίτη  συλλαβή  τόνο. 
Αυτό  αν  δε  γίνη,  ό  ρυθμός   χίΐλ<ά:ι    κι  ο    στίχος  καταντιίει  ελατ- 


92 

τωματικός.  Δε  δέχεται  μ'  άλλα  λόγια  ό  ανάπαιστος  είίκολα  δια- 
ταραχές με  παρατονισμοΰς.  Το  μόνο  πού  μπορεί  νάχη,  είναι  οι 
περισσότεροι  απ'  τους  ορισμένους  τόνους,  έτσι  πού  να  βρεθούν 
δυο  τόνοι  πλάϊ  ό  ένας  στον  άλλο,  πού  ό  ένας  θα  χαθή  άπ'  το 
δυνατώτερο.  Αύτη  είναι  ή  ποικιλία  του,  και  ό  διάφορος  τονισμός 
της  τελευταίας  λέξης  τοΰ  στίχου. 

Ό  άναπαιστικός  στίχος  παίρνει  τ'  δνομά  του  άπ'  τον  αριθμό 
τών  μέτρων,  κι  ό'χι  άπ'  τον  αριθμό  τών  συλλαβών.  Αυτό  γίνεται 
γιατί  κάθε  ανάπαιστος  έχει  χτυπητά  μέτρα  καΐ  είναι  πιό  φυσικό 
νά  χωρίζεται  έτσι,  παρά  άπ'  τόν  αριθμό  τίΤ^ν  συλ).αβών.  Τοΰτο 
μας  δείχνει  πόσο  διαφέρει  άπ'  τόν  ιαμβικό  καΐ  τροχαϊκό.  Οι  άτο- 
νες συλλαβές  δέ  λογαριάζονται  στό  τέλος  κάθε  στίχου,  εϊτε  μία 
είναι  αύτη,  εϊτε  δυό. 

"Ετσι  ό  άναπαιστικός  τ'  ό'νομά  του  τό  παίρνει,  άπ'  τόν  αρι- 
θμό τών  ολοκλήρων  μέτρων  του  κι  άπ'  τη  θέση  τοΰ  τόνου  στην 
τελευταία  λέξη  τοΰ  στίχου.  Οι  άναπαιστικοί  στίχοι  είναι  πιό  συ- 
χνοί ύστερ'  <'(π'  τους  τους  Ιμβικούς  και  τροχαϊκούς. 


93 

Δ'.  ΔΑΧΤΥΛΙΚΟΙ  ΣΤΙΧΟΙ 

Οί  δαχτυλικοι  στίχοι  γίνονται  χι  αύται  όπως  κι  οί  ανάπαιστοι 
(ϋΐό  μέτρα  τρισύλλαβα  πού  έχουν  μια  τονισμένη  συλλάβει  και  δυο 
άτονες,  πού  ακολουθούν  την  τονισμένη.  Είναι  δηλ.  ό  δάχτυλος 
τ'  ανάποδο  τού  ανάπαιστου.  Ό  δαχτυλικός  ρυθμός  στη  νεο')τερη 
ποίηση  δεν  είναι  και  πολύ  συνηθισμένος,  κι  ελάχιστους  δαχτυλι- 
κούς  δλιγοσΰλλαβους  στίχους  θα  μπορούσε  να  βρή  κανείς.  Οί  πιο 
συνηθισμένοι  άπ'  τους  δαχτυλικούς,  είναι  κείνοι  πού  είναι  φτεια- 
γμένοι  από  εξη  δαχτυλικά  μέτρα,  πού  έγιναν  στο  καλούπι  τού  αρ- 
χαίου δαχτυλικού  έξαμέτρου.  Απάνω  σ'  αυτό  άρχισαν  οί  καθα- 
ρευουσιάνοι παλιοί  ποιητές  να  φτειάχνουν  τον  τονικό  δαχτυλικό 
στίχο.  Αυτούς  τους  μιμήθηκαν  οί  νεώτεροι. 

"Αν  καί,  καθώς  είπα,  οί  μικροί  δαχτυλικοΙ  στίχοι  δεν  είναι 
συχνοί,  αρχίζω  άπ'  τους  μικρότερους  για  παράδειγμα,  μολονότι 
ό  ρυθμός  τους  δεν  είναι  τόσο  φανερός  μέσα  σ'  ενα  ή  δυο 
ακόμα  μέτρα. 

1.  Δαχτνλικός  μονόμετρος :  —  ^^ 

Κ'  Ιβλεπε 
Κοίταζε 

Ο.   Μηβϋές 

Οί  παραπάνω  στίχοι  λέγονται  δαχτυλικοΙ  μονόμετροι  γιατί  γί- 
νονται από  ενα  δαχτυλικό  μέτρο.  Έάν  δμο)ς  ένας  δαχτυλικός 
στίχος  είναι  φτειαγμένος  από  ενα  μέτρο  και  μια  συλ?.αβή  ακόμα, 
το  στίχο  αυτό  δε  θα  τόν  πούμε  δπως  στον  ανάπαιστο  μονόμετρο, 
άλλα  δίμετρο,  γιατί  ή  μια  αύτη  συλλαβή  θάναι  τονισμένη,  και 
είπαμε  πόσο  μεγάλη  σημασία  έχει  ό  τόνος  στην  νεοελληνική  ποίη- 
ση. Μ'  αύτη  τη  συλλαβή  κάνομε  έναρξη  για  δεύτερο  μέτρο,  πού 
το  κάνει  τόσο  φανερό  ό  τόνος.  "Ωστε  ή  τονισμένη  αύτη  συλλαβή 
θεωρείται  σαν  ολόκληρο  μέτρο  και  προκειμένου  να  ονομάσουμε 
ένα  στίχο,  τό  λαβαίνουμε  ύπ'  ό'ψει  μας. 

2.  Δαχτνλικός  δίμετρος:  —  ^  >^  \  — 
α'.  'Οζντονοι : 


λάμπει  ό  ναός 

θέλω  εγώ 
Κ'  έτσι  ρηχτό 


/.   Γρνηάρης 
Ο,    Μη€Η€ί 


94 


β' .  Παροξύτονοι ;  _  ν^  ^-^  |  —  ^ 

Φεύγα  άπό  μπρος  μου 
σκιάχτρο  τοϋ  κόσμου. 

Κούτελο  λ>εϊο 
Δόντια  φαφούτη 

Τέτοια  μοΰ  είπαν 

Λέξη  καμμία 
τόση  αρμονία 

Μοϋλες  και  μοΰλοι 
ρόδο  ή  κρίνο 

γ' .  Προτταροξύτονοι :  —■^  ^  \  —^  •^ 
ΧάνουμοΜ,,  σφάζουμαι, 

Μάνα  δε  βρίσκεται 
Νάχη  στον  ήχο  της 


3.  Δαχ^νλΐϋός  τρίμετρος  :  —^^  , 
α)  'Οξν τόνοι  : 

Φεύγα  να  μη  σε  Ιδώ 

γίνεσαι  πάντα  εσύ 

β')  Παροξύτονοι  :  —  ^^   \  — •^^   | 
Κάνε  τον  πόνο  σου   άρπα 
Ξύπνα,  γλυκεία  μου  αγάπη 


Ι,    Βηλαράς 

Γ,   Σονρής 
Κ.   Παλαμάς 

Γ»   Μαρχοράς 
Ι.  Γρυηάρης 

ΔημοτίΗο 

Γ,    Μαραοράς 


^^ν-*        


Ι.  Βηλαράς 
Σ,  ΣπΙηης 

Κ»   Καρυωτάκης 
Ι.  Τυηάλδος 


γ')  Προπαροξύτονοι  : 

Μόνε  μοΰ  φαίνεται  άδικο 
δπου  καθόλου  για  άνθρωπο 

Πλέρια  ν*  ακούσω  ατάραχη 

Ήσκοι  εδώ  ϋ)ς  ροδόφυλλα 

Ζάχαρη  νάναι  ό  ύπνος  σου 


ν,/ν-/     ι    •^\^     ι    — ^/ν-/ 


Ι.   Βηλαράς 
Ι.    Τυηάλδος 
Μ,    Μαλαπάσης 
Μ.   ΜαρΗοράς 


95 
4.  Δαχτυλιχός  τετράμετρος  :  —  ^^   |  — -^^   ]  —^^  \  — 

α)  'Οξντονοι  : 

Πώχει  τΐ)ν  κόμη  της   ύλη  χρυσή 

Λ.    Μάργαρης 

ΠούσοΜ.  άστραπόγιαννε  να  τόν  Ιδής 

Μέσα  στα  Γιάννινα  ήθελα  μπω 

Α.    Βαλαωρίτης 

θΐ   'μου,  λυπήσου  τον  ! — γιά  μια  τρελλή 

ροϋχα  και  στές,ανα  για  εμπαιγμό, 

έγινα  αρχόντισσα...    είμαι  κυρά  1 

έγραψ'  ή  μοίρα  της  :  νά  τρελλαί>ή 

Ι.    Τσαπαοίάνος 

β')  Παροξύτονοι  :  —  ^^  \  —  ^^  \  —  -^-^  \  —  ^ 

Βλέπει  τό  τρίκορφο,    σφίγγεται,  φτάνει 
Σέρνει  στα  δόντια  του  τό  γιαταγάνι 
έβοσκε  ό  θάνατος  τα  σωθικά  του 

Πέρα  στή  θάλασσα,  πίσω  άπ'  τά  ύρη 
"ΗταΛε  τάχα  ή  γη  ανθισμένη 


Α,     Βαλαωρίτης 
Δ,  Μάργαρης 
Σ.   ΜεΧας 


Μήλο  μου  κόκκινο,  ρόϊδο  βαμμένο 

Τί  έχεις  και  θλίβεσαι  και  μαραγκιάζεις. 

Δημοτικό 

γ')  Προπαροξύτονοι  :   —^■^  |  — ν^ν./  |  — ν^>^  |  — ν^^ 

Ήρθ'  ώ  χαρά  μου  1   Σαν  πρώτα  όλόδιψα 
Κρίμα  !   νά  φύγης  μέ  άχαρα  μέτωπα 
Διάβαινε,  κ'  ήταν  ό  "Αρης  ύλάρματος 
Τί  κι'  αν  τό  φύλλο  μαράθηκε  ;   Πέφτοντας 
ψεύτης  εγώ  και  γραμμένος  στή  Βήσσα?.ο 

Ν.    Ποριώτης 

Τρία  τριαντάφυλλα  όμορφα  έκογα 

Σ,    Καραϊσκάκη 

δ.  Δαχτυλικός  πεντάμετρος  : 


α')  'Οξντονοι  : 

"Ελα  τρυγόνα  λευκή,  ζηλεμένη  κι  αγνή. 
"Ελα  μ*  εκείνον  νά  ζής  πού  γιά  σένα  πονεϊ 

Χ. 


96 


β')  Παροξύτονοι  :  — ^^  |  — ν^ν^  |  — ^^  |  — ^^  \  — ν^ 

Μέρες  και  νύχτες  στο  σπίτι  κυλοί3ν  και  διαβαίνουν 
Σ'  ένα  καλάμι  λεπτό  μαγικό  εχω  κλείσει 
"Ολους  τους  ήχους,  πού  κλαιν  και  στενάζουν  στή  φύση. 
Φαίνεται  μόνο  βαθιά  στό  {>αμπό  μας  καθ•ρέφτη. 
Ζώ  κι  αγαπώ  τη  σκιά  μιας  κοπέλας  αιώνια. 

Δ,   Πορφύρας 

"Οταν  σφιχτά  τήν  καρδιά  σου  ό  πόνος  τΐ]  ζώνει 
δταν  τά  στήθια  σου  θλίψη  βαρεία  τα  πλακώνει 
κλάψε"  τό  κ?^άμα  μονάχα  γαλήνη  απλώνει 

Σ.   Λαξοπούλον 

'/)  Προπαροξύτονοι : 


Τ'  άρματα  πλήρης  χαράς  ό  γενναίος  έ'ζήτασε 
Κι  άφροντις  των  στρατευμάτων  τό  πλήθος  εκύτταζε 

Χ. 

6.  Δαχτυλικός  έξάμετρος: 

Περισσότερο  άπ'  τους  άλλους  δακτυλικούς,  γράφτηκε  δ  εξά- 
μετρος,  κατά  μίμηση  τοΰ  αρχαίου  στΙς  περισσότερες  λεπτομέρειες 
του,  άπ'  τους  ποιητές  τοΰ  περασμένου  αιώνα,  πού  συνεχίστηκε 
άπ'  τους  νεώτερους  με  λιγώτερο  ζήλο,  στ'  άχνάρια  πάντως  εκεί- 
νου. Είναι  ό  στίχος  πού  γράφτηκαν  τά  Όμηρικά  επη,  καΐ  ό  μο- 
ναδικός για  τό  είδος  αυτό.  Οι  παλιοί  ποιητές  μας  τόν  αγάπησαν 
πολύ  καΐ  τόν  μεταχειρίστηκαν  στά  ξργα  τους.  Πολύ  λιγώτερο 
τόν  βρίσκουμε  στους  νεώτερους.  Ό  έξάμετρος  δαχτυλικός  βρί- 
σκεται με  τις  παρακάτω  μορφές. 

α')  Με  τομή  νοτερ'  άπ'  την  τονισμέί'η  ονλλαβή  τον  τρίτον 
μέτρον  η  έφτασύλλαβη   τομή : 


Γνώστης  εσύ,   ρυθμιστής  |  καΐ  οδηγός  προς  τά  υψη  πού  φέρνουν 
Μήτε  ή  δροσιά  τοΰ  παιδιού,  |  μήτε  ή  στάλα  τοΰ  τάφου  τό  χόρτο 
Ναι  θ'   ανεβούμε  ψηλά,  |  καΐ  ψηλότερα  κΐ'  δλο  στά  ΰψη. 
Είναι  πουλιά  πού  αλαφρά  |  και  τρελλά  παιγνιδίζουν  καΐ  πλάνα 

Κφ    Παλαμάς 


97 

Μ*  άπεςρο  πόθο,  δειλός  |  στό  κλωνόγνρτο  πάρκο  πού  θάναι 
Φτάνουμε•  νά,   το  χωριό  |  μέ  τ'  ανάρια  γελάτο  σπιτάκια, 
Μόλις  στό  μώλο  μπροστά  |  τό  καράβι  σταθεί,  δυό  ματάκια 

Α,   Δόξας 

"Αγγελος  θρήνων  πολλών,  |  ό  ψυχρός  προπορεύεται  φόβος 
Οΰτω  λανθάνων,  δριμύς,  |  ενεδρεύει  τήν  δύστηνον  πόλιν 

Γ.   ΖαΧοπώοτας 
"Ιοως  μειδίαμα  εν  (  τα  ωχρά  σου  έφαίδρυνε  χείλη 

"Αγγ.  Βλάχος 

Κόκκινα  φύλλα  χρυσά,  |  χρυσοκόκκινα  φύλλα  σπαρμένα 

Α.    Πορφύρας 

β')  Μ^  ^ομή  ΰστερ*  άη'  την  ηρώχη  άτονη  συλλαβή    τον  τρί- 
ον  μέτρου       δχταονλλαβη  τομή: 


Μένα  χαρά  της  ζωής  μου  |  καΐ  ή  χάρη  μου,  ή  δέσποινα  Μούσα, 
Νά  της  χαρίσω  γυρεύω  |  κ'  έγώ  της  αΙώνιας  Ιδέας 
Ήρθα  νά  υψώσω  τόν  Πύργο,  |  νά  χτίσω  ήρθα  νά  !  τό  γιοφύρι, 
Στέκοντ*  οΐ  άνθρωποι  πάντα  |  στοΰ  λόγου  μου  αδιάφοροι  τ'  άνθος. 
Μήτε  ό  λεβέντης  ό  στίχος  |  πού  ακέριο  τό  Γένος  χωράει 
Κάπου  νά  βάλω  δπως  βάνει  |  ό  πιστός,  της  λατρείος  του  δείγμα 

Κ.   ΠαΧαμάς 

Έπαθε  τόσα'ή  Σύρος,  |  ή  Μύκονος  έκλαυσε  τόσον 

Γ.  ΖαΙοπώστας 
Χύνβις  δ'  έκάστην  ήμέραν,  |  ώς  μίαν  φωτός  σου  άκτΙνα 

Σ,  ΒασιΙ»»άδιις 

γ')  Μέ  ιομή  ϋοτερ'  Λτζ'  τό  τρίτο  μέτρο  ή  έννεασνίαβη  τομή, 

Κράζεσαι  τώρα  πασίχαρος,  |  χάρη  τών  πάντων  των  π<ίντων 
θέλησα,  έξάμβτρε  σένανε,  |  κ'  έσκυψα,  σ'  έπιασα  ώς  τώρα. 
δούλεψα  έγώ  κ*  ή  μητέρα  σου,  |  γνώμη  κα'ι  χέρια  και  πόνος 

Κ,    ΠαΧαμδ,ς 
Κάτι  μπουμπούκια  ηοϋ  λυώνανβ  |  μεο'  στό  χημώνα  θυμάσαι 
τρέμαν  και  λυώνανε  φύλλα  μου,  |  μεσ'  στό  χιονιά  τοϋ  Γενάρη 

Α,   Πορφύρας 

ό'.  Μέ  "Όμή  ΰατβρ'  άτι*  τήν  τονισμένη  συλλαβή  τον  τέταρτον 
μέτρου  ή  όβχασύλλαβη  τομή : 


Δίχως  νά  πάψη  φτωχά  νά  τή  ζή  |  τή  ζωή  του  σάν  πρώτα 
Κ'  εβειλ'  απλό  κι  άπό  ξύλο  σταυρό  |  και  τοϋ  χάραξ*  απάνω 
Κ'  ύστερα  πάμε  στην  άλλη  κορφή  |  πού  θρονιάζεται  κύρης 

Κ.   ΠαΙαμίς 


98 

ε' .  Μ^  τομή  ναχερ'  άη'  την  ηρώτη  άτονη    σνλλαβί)    τον   τέ- 
ταρτον μέτρον  ή  έντεχασνλλαβη  τομή : 

Χαίρετε  !  Χαίρετε  ηρώτ<Η  χι*  άπ'  όλους  |  οΐ  άρχαΙ<Η  χαΐ  πρα>τ<Η 
Ινα  τροπάρι,  κ*  έγώ  θα  το  \>έλνω  |  κ*  εσύ  στό  πλευρό  μου 
πάει  ό  χοιιρός  κα'ι  σουιίζει  το  ξύλο  |  καΐ  σβεΐ  τ'  δνομά  σου 
Νόμε  ποϋ  πια  το  τραγούδι  δέν  είσαι,  |  χαι  λόγε  πού  είσαι. 

Κ.    ΠαλΛμ&ς 

Οί  τομές  αυτές  τοϋ  δαχτνλικοΰ  έξαμέτρου  πού  είδαμε,  δέν 
είνοα  τόσο  φανερές,  δπως  ήσαν  στους  ιαμβικούς  ή  τροχαϊκούς. 
Πολλοί  στίχοι  μπορεί  νά  δέχωνται  καΐ  δυο  τομές  διάφορες  πού 
τους  επιτρέπει  το  νόημα,  καΐ  κάποτε  νά  μην  εΙνοα  εύκολη  καμιά. 
"Ετσι  ό  παρακάτω  στίχος  τοϋ  Παλαμά  μπορεί  νά  χωριστή : 

Δίχως  νά  πάψη  φτωχά  |  νά  τή  ζή  τη  ζα»ή  του  σαν  πρώτα 

ή 
Δίχ€ας  νά  πάψη  φτωχά  νά  τή  ζή  |  τή  ζωή  του  οαν  πρώτα. 

"Υστερα  δηλ,  άπ'  το  τονισμένο  τοϋ  τρίτου  ή  τέταρτου  μέ- 
τρου. Επίσης  ό  στίχος: 

Σά  θησαυρό  πού  τόν  κρύβει  ό  φιλάργυρος  μόλις  τον  εΰρυ, 

Μπορεί  νά  δεχτή  τομή  μετά  άπ'  το  πρώτο  άτονο  τοϋ  τρίτου 
μέτρου  ή  και  νά  θεωρηθή  καΐ  σάν  αχώριστος  στίχος,  γιατί  ελά- 
χιστα γίνεται  φανερή  ή  τομή  αύτη. 

Όλα  τά  ποιραπάνω  είδη  τών  τομών  είναι  παρμένα  άπ'  τους 
αρχαίους  καΐ  είχανε  το  καθένα  ξεχωριστό  δνομα.  Τά  ονόματα 
δμως  αυτά  γιά  μας  σήμερα  δέ  λένε  τίποτε,  γιατί  δέν  ανταποκρί- 
νονται στά  πράγματα.  "Αν  τά  μεταχειριστούμε,  θάναι  λέξεις 
χωρίς  νόημα,  θάπρεπε  γιά  μας  τώρα  νά  υπάρξουν  κάποια  άλλα 
δνόματα.  Οί  αρχαίες  ονομασίες  πενθημιμερής,  κατά  τρίτον  τρο- 
χαϊον,  έφθημιμερής  κλπ.,  δέν  μπορούν  νά  μείνουν  στή  σημερινή 
μας  ποίηση  ι  Τίποτε  δέ  θάτανε  πιο  ανάποδο,  αν  λέγαμε  πώς  ό 
δείνα  στίχος  τού  Παλαμά  έχει  πενθημιμερή  τομή,  ή  κατά  τρίτον 
τροχαϊον.  Οί  αρχαίοι  δώσανε  τΙς  ονομασίες  αυτές  στην  πενθη- 
μιμερή  π.  χ.  γιατί  κάνει  τομή  ύστερ'  άπ'  το  πέμτο  μισόμετρο,  ή 
γιά  νά  νά  πώ  καλύτερα,  ύστερ'  άπ'  τόν  πέμτο  χρόνο,  αναλύοντας 
το  μακρό  { — )  σέ  δυο  μικρότερους  χρόνους  στους  βραχείς,  {^^) 
κάτι  ανάλογο,  πού  λέμε  στή  μουσική,  δταν  αναλύουμε  τό  «ολό- 
κληρο» σέ  δυο  μισά  ή  τό  *μισό»  σέ  δυο  τέταρτα.  *Η   αξία  δηλ. 


99 

ενός  μακροϋ  εϊτανε  Ιση  μέ  δυο  βραχέα.  Μα  σήμερα  προκειμένου 
για  τα  δικ(χ  μας  μέτρα,  το  <■  μακροί  το  αντικαταστήσαμε  μβ  το 
τονισμένο  και  το  *βραχύ>  μέ  το  άτονο.  Ή  διάρκεια  όμως  τον 
χρόνου  της  φο)νής  [ίας  είτε  σέ  τονισμένη  συλλαβή  (μακρά)  είναι, 
εϊτε  σέ  άτονη  (βραχεία),  είναι  πάντοτε  ή  ίδια,  καΐ  δέν  ΰπίίρχει 
μεταξύ  τους  καμιά  διαφορά.  "Επειτα,  ή  τομή  «κατά  τρίτον  τρο- 
χαϊον»  Ονομάστηκε  έτσι,  γιατί  μέ  το  χώρισμα  τοί3  στίχου  ΰστερ* 
(χπ'  το  άτονο  τοϋ  τρίτου  μέτρου,  το  μέτρο  αύτύ  παίρνει  τήν  δψη 
του  τροχαίου.  Έδώ  ακριβώς  είναι  ή  δυσκολία  να  κρατήσουμε  τΙς 
πΓχλιές  ονομασίες  σήμερα. 

ΆντΙ  των  αρχαίων  ονομασιών  -θά  προτιμούσα  νά  δίνουμε  τύ 
δνομα  ανάλογα  μέ  τη  συλλαβή,  πού  γίνεται  ή  τομή,  μετρώντας 
άπ'  τήνΊιρχή  το  στίχο.  "Ετσι  τά  πέντε  κΰρια  εϊδη  τοϋ  έξασΰλ- 
λαβου  δαχτυλικοΰ,  πού  ανέφερα  παραπάνω  τά  λέω :  τομή  έψτα- 
σΰλλαβη,  δχτασυλλαβη,  έννεασυλλαβη,  δεκασΰλλαβη  καΐ  έντεκα- 
συλλαβη.  "Αν  δηλ.  ένας  στίχος  κάνη  χώρισμα  στην  έβδομη,  θά 
τον  λέμε  δαχτυλικό  έξάμετρο  μέ  έφτασύλλαβη  τομή,  δαχτυλικο 
έξάμετρο  μέ  δχτασύλλ(ΐβη  τομή  κλπ. 

7.  Άναακόηηση  χών  δαχτυλικών  στίχων. 

01  δαχτυλικοί  στίχοι  γίνοντοα,  δπως  καΐ  οί  άν(ΐπαιστικοί,  από 
μέτρα  τρισύλλαβα,  πού  έχουν  τήν  πρώτη  συλλαβή  κάθε  μέτρου 
απαραίτητα  τονισμένη  καΐ  είναι  ακριβώς  αντίθετοι  στο  ρυθμό 
άπ'  τους  άναπαιστικοΰς. 

Οί  δαχτυλικοί  στίχοι,  δμοια  μέ  τους  άναπαιστικους,  δέν  δέ- 
χονται παρατονισμούς  και  διατοιραχή  του  ρυθμού  τους,  καΐ  παίρ- 
νουν τ'  δνομά  τους  άπ'  τον  αριθμό  τών  μέτρων  και  άπ'  τόν  το- 
νισμό της  τελευταίας  λέξης  τοϋ  στίχου,  ώς  τόν  πεντάμετρο.  Ό  έξά- 
μετρος  είναι  πρό  πάντων  ποιροξυτονος  και  σπάνια  βρίσκεται  στί- 
χος δξύτονος  *  ή  παροξύτονος,  και  δέχεται  χώρισμα  πού  ανάλογα 


1  Δαχτυλικοί  έξάμετροι  όξύτονοι  εΐνσι  οΐ  στίχοι  : 

Λίγοι  παλιοί  σύντροφοι  μας  και  κάποιες   χοπέλλες  μαζί 
Μπήκαμε  μέσα  καΙ  πάμε  μαχρυά  στης  χαράς  τ6  νησί 
Πλάϊ  μοις  στήθη  έρωτιάριχα  κι*  άσπροι,  χιονάτοι  λαιμοί, 

Λ,   Πορφύρας 

Ήτα  χειμών  καΐ  σφοδρός  ό  βορράς  εμυκάτο  στην  γην. 

Χ. 


100 

μέ  τη  θέση  της  τομής  ποιίρνει  »;αΙ  το  δνομά  του.  "Ετσι  Ιχουμε 
έξάμετρους  μέ  τομή  :  εφτασΰλλαβη,  δχτασΰλλαβη,  Ιννεασυλλαβη, 
δεκασΰλλοιβη  και  Ιντεκασΰλλαβη.  01  δαχτυλικοι  στίχοι  δεν  είνοα 
καθόλου  συχνοί  στη  νεώτερη  ποίηση  μας.  Πιο  συνηθισμένος 
είναι  ό  Ιξάμετρος. 

Ε'  ΜΕΣΟΤΟΝΟΙ  Η  ΜΕΣΟΤΟΝΙΚΟΙ  ΣπΧΟΙ 

Οι  μεσότονοι  στίχοι,  εΙνοα  κι  αΰτοι  δπως  οί  άνοϋκιιστικοί  και 
οΐ  δαχτυλικοι,  τρισύλλαβοι,  μέ  τονισμένη  τη  μεσαία  συλλαβή. 
Τους  χωρίζουμε  κι  αυτούς  ανάλογα  μέ  τον  αριθμό  των  μέτρων, 
σέ  δίμετρους,  τρίμετρους,  κλπ.  Οί  μεσοτονικοί  στίχοι  βρίσκοντοα^ 
μπορεί  να  πη  κανείς,  πιο  συχνά  από  τους  δαχτυλικοΰς.  Ό  ρυ- 
θμός τους  είναι  χτυπητός  καΐ  ποιιχνιδιάρικος,  σέ  στίχους  μάλιστα 
πολυσΰλλ(χβους,  όταν  έπαναλαμβάνωνται,  γίνετοα  πολύ  μονότονος 
καΐ  καταντάει  κουραστικός  μέ  τη  γοργάδα  του.  Δέν  είναι  στίχος 
μέ  βαρύ  ρυθμό,  οΰτε  δέχεται  καμιά  απολύτως  διαταραχή  μέ  κα- 
νένα παρατονισμό  γιά  ποικιλία,  θέλει  κανονικά  σέ  κάθε  μέτρο 
του  τή  μεσαία  συλλοιβή  τονισμένη. Έδώ  ακριβώς  βρίσκεται  ή  μο- 
νοτονία του. "Αμα  δέ  γίνει  αυτό,  αμέσως  φαίνεται  ή  διαταραχή 
του  ρυθμού,  πού  κάνει  το  στίχο  νά  χτυπάη  στ'  αυτιά  μας  άσκη- 
μα, και  νά  φαίνεναι  άρρυθμος. 

Μερικοί  το  μεσοτονικό  στίχο  τόν  συνταυτίζουν  μέ  το  δαχτυ- 
λικό,  χωρίζοντας  Ιτσι  τά  μέτρα  του  : 

Το  πάθη,  τά  |  μίση,   τό  |  πένθος,  ό  |  θρήνος 

Μέ  τό  χώρισμα  βέβαια  αυτό,  ό  στίχος  γίνεται  καθαρά  δαχτυλι- 
κός  μέ  μιά  συλλαβή  μπρος  άτονη,  πού  περισσεύει  και  μοιάζει  μέ 
τους  δαχτυλικούς  μέ  ανάκρουση,  πού  είχαν  οί  αρχαίοι.  Ή  συ- 
σχέτιση αύτη,  δέ  μπορεί  νά  γίνη  καΐ  εύκολα.  Μέ  τό  χώρισμα  αυτό 
ό  στίχος  παίρνει  διαφορετικό  ρυθμό.  Μά  καΐ  δν  θά  θέλαμε  νά 
βρούμε  ανάμεσα  στά  δυό  αυτά  εϊδη  των  μέτρων  ομοιότητα,  πού 
πραγματικά  υπάρχει,  θά  βρίσκαμε  παραπλήσια  μέ  κείνη  πού  βρί- 
σκεται μεταξύ  ίαμβου  καΐ  τροχαίου.  Μά  αυτό  δέ  θά  πή  πώς  τά 
μέτρα  αυτά  δέν  είναι  δυό  διάφορα  μεταξύ  τους.  Ή  συνταύτιση 
τους  αν  γινότανε  θά  εϊταν  τΙς  περισσότερες  φορές  δύσκολη  γιατί 
δέ  θά  μάς  επέτρεπε  τό  νόημα  τοΰ  στίχου,  πού  πρέπει  πολύ  νά  τό 
προσέχουμε,  γιατί  Ιχει  σόση  σημασία  καΙ  πρέπει  νάναι  άλληλέν- 


δετό  με  το  ρυθμό,  καθώς  γο  νόημα  τοΰ  στίχου  με  τή  μουσική, 
πού  υπάρχει  τόσο  στενή  σχέση  ανάμεσα  τους. 

"Οπως  λοιπόν  ή  μουσική  πρέπει  να  συμβαδίζη  με  το  νόημα 
τοί5  στίχου,  το  ίδιο  και  τα  μέτρα,  γιατί  είναι  το  ϊδιο  πράμα. 
'Αλλιώς  ό  στίχος  θάναι  λόγια  χωρίς  νόημα,  δπο)ς  γίνεται  σε 
(ίπρόσεχτους  μουσικούς,  πού  κολλάνε  μια  μελωδία,  αδιαφορώντας 
τελείως  στο  νόημα  τοΰ  στίχου,  σε  τρόπο  πού  νά  τονίζωνται  λέξεις 
πού  δεν  πρέπει  ν'  ακούονται  η  νά  γίνεται  παύση  εκεί  πού  δεν 
πρέπει.  "Ετσι  με  το  χώρισμα  αυτό  το  δαχτυλικό,  στό  παραπάνο) 
παράδειγμα,  ή  τελευταία  συλλαβή  κάθε  μέτρου  πού  είναι  άτονη, 
κολλάει  αναγκαστικά  με  τήν  προηγούμενη  λέξη  και  διαβάζεται 
σάν  μιά,  ΰστερ'  άπ'  το  δυνατό  τόνο  της  πρώτης  συλλαβής,  θα 
μπορούσε  δμο)ς  νά  πή  κανείς,  πώς  και  στα  άλλα  εϊδη  των  τρισύλ- 
λαβων μέτρων  γίνεται  κάτι  τέτοιο,  κι  είναι  όπως  και  δω,  εμπό- 
διο στό  νόημα.  Αυτό  συμβαίνει  γιατί  τά  είδη  αυτά,  καΐ  προπάν- 
των ό  δάχτυλος,  γράφτηκαν  πάνω  στ'  άχνάρια  της  αρχαίας  με- 
τρικής, πού  είχε  διαφόρους  νόμους  άπ'  τή  σημερινή.  Όπωσδή- 
ποτε,  τό  κακό  αυτό  στό  μεσότονο,  άν  τό  θεωρήσουμε  δαχτυλικό, 
θα  εϊτανε  πιό  φανερό.  Ακόμα  κι  άν  τό  νόημα  δεν  παθαίνη  τί- 
ποτε και  οι  ρυθμοί  είναι  οι  ίδιοι,  νομίζω  πώς  τΙς  περισσότερες 
φορές  τουλάχιστο,  οι  ποιητές  πού  γράψαν  στίχους  απάνω  στα  μέ- 
τρα αυτά,  τους  γράψανε  γιά  μεσοτονικούς  και  δχι  γιά  δαχτυλι- 
κούς,  και  μιλάνε  μόνοι  τους  σάν  χωρίζονται  φυσικά  τά  διάφορα 
μέτρα,  πού  συμβιβάζονται  απόλυτα  καΐ  μέ  τό  περιεχόμενο  τοΰ 
στίχου  χωρίς  νά  κόβωνται  οί  λέξεις,  και  κάθε  μέτρο  έχει  κάποιο 
νόημα.  "Ετσι  οί  παρακάτω  στίχοι  γράφτηκαν  γιά  μεσοτονικοί  καΐ 
δχι  γιά  δαχτυλικοί  μέ  ανάκρουση.  Τό  χώρισμα  τους  μάς  δείχνει, 
δπως  καΐ  τά  κόμματα,  στό  τελευταίο  παράδειγμα  τοΰ  Ποιλαμά. 

Μονάχη  |  τή  νύχτα  |  κι*  ό  αγέρας  |  σαρώνει 
μέ  ζήλβια  Ι  ασημένια  |  πελάγη  |  βουνά 

Μ.   Άλβξίον 

με  πάγους  |  και  χιόνια  |  στα  κρύα  |  βουνά 

Γ.   Β»ζνητ6ς 

άφ*  δτου  |  της  ξένης  |  ή  άλμη  μάς  ζή 

Σ,     ΒασίΙ*ιά6τ}ς 

Τά  πάθη,  |  τά  μίση,  |  τό  Λενθος,  |  ό  θρήνος 

Κ,   Παλαμάς 


102 

"Υστερα  άπ'  αυτά,  υποθέτω,  πώς  ή  διάκριση  αυτή  χρειάζετοα, 
γιατί  υπάρχει  πραγματικά  διάφορος  ρυ-θμός  μεταξύ  δαχτυλικοΰ 
καΐ  μεσοτονικοΰ.  Καλά  θάτανε  νά  μπορούσαμε  νά  απλοποιή- 
σουμε πολύ  πιο  περισσότερο  τά  πράγματα  και  νά  μην  έχουμε  και 
πέμτο  είδος  στίχων.  Ακόμα  καΐ  ή  συνταύτιση  το\3  Ιαμβου  με  τον 
τροχαίο,  δε  θάτανε  άσκημη  αν  μπορούσε.  Μά  ή  τέτοια  διάκριση 
δεν  είναι  εύκολο  νά  γίνη  γιατί  υπάρχει  τόση  διαφορά  μεταξύ 
τους'  δεν  είναι  το  ϊδιο  ή  θέση  με  την  άρση.  "Αλλως  τε  προκει- 
κειμένου  νάχουμε  εξαίρεση  καλύτερα  είναι  νάχουμε  κανόνα,  που 
κάνει  λιγώτερο  πολύπλοκα  τά  πράγματα. 

Τους  μεσοτονικούς  καθώς  είπαμε  παρ<ιπάνω,  τους  διαιρούμε 
ανάλογα  με  τον  αριθμό  των  μέτρων,  δπως  και  τους  άλλους  στί- 
χους, πού  γίνοντοα  από  τρισύλλαβα  μέτρα.  Αρχίζουμε  δε  από  τους 
δίμετρους,  γιατί  οι  τόσο  λιγοστοί  μονόμετροι  δεν  έχουν  αξία, 
ούτε  θάπρεπε  νάγίνετοα  λόγος  γι' αυτούς  φέρνοντας  παραδείγματα. 
Οί  δίμετροι  γίνονται  από  δύο  μέτρα,  πού  λείπει  μιά  συλλαβή 
κι  είναι  δξΰτονοι,  από  δυο  ολόκληρα,  κι  είναι  παροξύτονοι,  κι  από 
δυο  ολόκληρα  και  μιά  συλλαβή,  οπότε  είναι  προπαροξύτονοι.  Ή 
περισσευούμενη  συλλαβή  δεν  έχει  σημασία  καΐ  δε  μπορεί  νά  υπερ- 
ίσχυση καΐ  νά  υπολογιστή,  όπως  στο  δάχτυλο,  γιατί  είναι  άτονη. 

1.  Δίμειιοοι  μεαοχονιχοί:  ^—^  |  '^— 

α')  'Οξντονοι : 

Κι*  ό  κόσμος  βροντά 
μέ  κόσμου  λαλιά 
ξαπλώνετ'  έκεΐ 
δέ  σκούζει  σκυλί. 


Κρινάκια  σμυρτιές 
χι  αστέρια  π*  άνθοϋν 
στΙς  ώρηες  πλαγιές 
εκείνη  ποθοΰν 

β')  Παροξύτονοι :  ^ — -^  |  ^—^ 
Δροσάτο  αεράκι 

Ό  ήλιος,  ή  αχτίδα 

Μικρότερα  άλλα 


Α,  Σολωμός 

Μ,  Άλβξίον 

Α»   Σολοαμός 
Λ.   Βαλαωρίτης 
Κ.   Κα^νωτάΜης 


103 


Νά  βόσκουν  οΐ  βροϋχοι 
στα  "Ηλύσια  παιανβς 


γ)  Προτζαροξύτοψοι :    ^—^  \  ν- 

Τήν  ύστερη  έβγαλε 
πού  άξαφνα  έλαμψε 
και  κλαίει  καϊ  ρυάζεται 
τα  ϊχνη  αλλάζοντας 


2.  Τοίμετοοι  μεαοτονίκοί :  ^—^  \  ^- 
α)  ' Οξύ  τόνοι  : 

ν*  ανοίξει,  νά  κλείσει  κάνεις 

Διαβαίνω  νεκρός  της  χαράς 
ποια  δόξα  μπορώ  νά  χαρώ 
της  ζήλεια  φωλιάζει  ό  σκορπιός 
και  γέλα  και  στήσε  χορό 


0)  Παροξύτονοι 


Φωνούλα  μέ  πίκρα  μβ  κράζει 
^ετιέτου,  κρεβάτι  θανάτου 

τη  σάρκα,  το  αΤμα  θά  βάλω 
σέ  σχήμα  βιβλίου  μεγάλο 
οΐ  στίχοι  παρέχουν  ελπίδες 

Φεγγάρια,  ώ  στόμα,  ώ  μάτι, 
ώ  λόγε,  ώ  στίχε,  ώ  ρίμα 
στά  ξένα  οΐ  νέοι  αΐώνβς 


γ)  Προπαροξύτονοι :  ^—^  \  ^—^  \  ο— ^ 

Συχνά  ή  ψυχή  μου  υψώνεται 
σκορπάει  τά  ουράνια  όνείρατα 

Μέ  μαϋρα  πανιά  τό  καΐκάκι  μου 


Ν»   Ποριώτης 


Δφ   Σολωμός 

Δ»   Σοίαμύς 
Ν,   Ποριώτης 

Δ,   ΣοΙωμός 
Κ,   Καρνωτάχης 
Κ,   ΠαΙαμΆς 

Ι.    ΤνηάΙδος 
Π.   Γψβνχός 


3.  Τετοάμεοοι  μεσοτονίΗοί:  ^ 
α)  'Οξύτονοι : 

Φυλάξου  έπλάκωσαν  μαΰρες  νυχτιές 
νά  πάω  στον  πόλεμο  μέσ'  τη  φωτιά 


Αφ   Βαλαωρίτης 


104 


Σέ  τέτοιο  άνάβρασμα  ποιος  τους  κινβϊ 

μέ  γέλια  ανέκφραστα* γέροι  χαϊ  νβιοί 

Γ.    Τσαχατσιαψος 

Στό  διάβα  σαν  ίΐλέφτης  τή  νύχτα  τρυγά, 
Λοιά  χίμαιρα  τάχα  μέ  βιά  κυνηγά  ; 


Γενάρης,  τόν  χρόνο  γεννά  καΐ  αρχινά 
μέ  ηάγους  και  χιόνια  στα  κρύα  βουνά 

Άφ*  ότου  της  ξένης  ή  όίλμη  μάς  ζή 
ποθών  να  ΐΊχάο^\  τήν  πάτριον  γην. 

Ό  χάρος  τρυγάει  δροσάτα  κορμιά 
χαΐ  πέλαο  δάκρυ  ό  πόνος  γεννά 

Μανία  δαιμόνων  έκβί  στυγερών 

χαϊ  καίβι,  χαϊ  στρόβιλον  χύνει  σφαιρών 

β')  Παροξύτονοι :  ^ — ^^  |  ν-»— νν  |  ν^— ν^  |  ^— ν> 

Παρήλθαν  ήμεροι  χαϊ  χρόνοι  μεγάλοι 
εΙς  βάτους  έίτνίγη  το  εΰβοτρυ  κλήμα, 
ή  χόμη  γονέων  σεπτών  έμαράνθη 
χαϊ  μείροΜες  ήδη  τά  βρέφη  θά  είναι 


Μ,  ΆΙβξίον 
Γ,   Βιζυηψ^ς 
Σ,    ΒαηίΛίάδης 
Κ,  ΔΙηΐΛ 
Γ.   ΖαΙοΗάχτχας 


Ζ,  ΒασιΐΜύΛι^ 


Φλεβάρης,  τον  πάγο  ποϋ  βρή  καϊ  το  χιόνι 
τά  βρέχει,  τά  λιάζει,  τά  σπά  καϊ  τά  λυώνει 

Γ.  Βίζν^ιψός 

Δέν  ξέρω,  ή  Πολυμνία  μοΰ  γίνετ*  ή  Ευρώπη 
τά  πάθη,  τά  μίση,  τό  πένθος,  6  θρήνος 
μάς  χαΐνε  περνάνε.  Καϊ  πάμε  στον  τάφο 
οάν  νάειταν  ή  χούνια  τής  μάννας  εκείνος 

Κ»   ΠαΙαβίΛς 
Χαλάστρας  ανάσα  χαϊ  θλί\(>ης  μαυρίλα 
«οτάμια  καϊ  λίμνες  τ*  όλόφλογον  αίμα 

Κ.  ΔίηΙα — ΜαΙάμ•ν 

Τ6  ρόδο,  τό  κρίνο,  τόν  ήλιο,  τάηδόνι, 
«ρϊν  δλα  μ'  αγάπης  καημό  αγαπούσα, 
τήν  δμορφη,  αγνή,  καϊ  μικρούλα  καϊ  μόνη 

Ηείηβ  μετ.  #Γ.  Π^^ίώχτ^ 

γ')  Προτηροξντονοι :  ^ — ^^  |  ν>— ν-/  Ι  ν^— ν-- 1  ^ — ν>  |  ν^ 


Τά  πρώτα  μου  χρόνια  τ*  αξέχαστα  τάζησα 
στη  θάλασσα  έκεΐ  τή  ρηχή  και  τήν  ήμερη 


105 

Και  κάθβ  φορά  πού  μπροστά  μου  ή  πρωτάνθιστη 
στενάζεις,  καρδιά  μΟυ,  τό  ίδιο  αναστέναγμα 

Κ.  ΠαΙαμας 

Ώ  κάμπε,  ώ  στάρι,  πον  μ'  αίμα  σας  πότισα 

Ν.   Ποριώτης 

Άναακόηηαη  μεαοτονιπών  στίχων, 

Οί  μεσοτονικοί  στίχοι,  γίνονται  από  τρισύλλαβα  μέτρα,  πού 
το  καθένα  δέχεται  τόνο  σε  κάθε  δεύτερη  του  σνλλοιβή.  *0  μεσο- 
τονικος  ρυθμός,  είναι  πολύ  χτυπητός,  γιατί  θέλει  κάθε  μέτρο 
του  απαραίτητα  νάναι  τονισμένο.  Για  το  λόγο  αυτό  οΐ  μεσοτο- 
νικοί στίχοι  δεν  παίρνουν  μεγάλο  μάκρος.  01  πιό  συνηθισμένοι 
είναι  ώς  τον  τετράμετρο.  Σπάνια  θα  μπορούσε  νά  βρή  κανείς 
μεσοτονικό  μεγαλύτερο. 

Τ'  δνομά  τους  το  παίρνουν  άπ'  τόν  αριθμό  των  μέτρων  καΐ 
('ιπ'  τόν  τονισμό  της  τελευταίας  λέξης  του  στίχου. 

Κάθε  στίχος,  δταν  γίνεται  από  ολόκληρα  μέτρα  είναι  παρο- 
ξύτονος, δταν  είναι  από  ολόκληρα  καΐ  μιά  συλλαβή  προπαροξύ- 
τονος, και  δταν  γίνεται  άπ'  ολόκληρα  καΐ  δυό  συλλαβές,  δξΰτονος. 

01  μεσοτονικοί  στίχοι  βρίσκοντοα  πιό  συχνά,  μπορεί  νά  πη 
κανείς,  άπ'  τους  δαχτυλικούς,  αν  εξαιρέσουμε  την  καθαρόγλωσση 
ποίηση. 


ΙΜΕΡΟΧ     ΤΡΙΤΟ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΡΩΤΟ 
ΣΤΟΛΙΔΙΑ  ΤΟΥ  ΣΉΧΟΥ 

Είπαμε  πιο  μπρος  ποια  είναι  τ'  απαραίτητα  στοιχεία  τοΰ  στί- 
χου, τα  όποια  άμα  λείψουν  παΰει  πια  ό  λόγος  να  είναι  έμμετρος 
και  καταντάει  πεζός.  Συντελεστικά  των  δσων  είπαμε,  σάν  κάτι 
πού  δίνει  στο  στίχο  πιο  πλούσια  εμφάνιση  και  τον  κάνει  πιο  επι- 
βλητικό και  μεγοιλόπρεπο,  είναι  ή  όμοιοκατοΛηξία,  ή  παρήχηση 
καΐ  ή  μιμητική  αρμονία.  "Ολα  αυτά  είναι  στολίδια  τοϋ  στίχου 
καΐ  τεχνικά  μέσα  τοΰ  ποιητή,  πού  μπορούν  και  νά  λείπουν,  δπως 
και  κάθε  στολίδι,  ανάλογα  με  τήν  πρόθεση  τοΰ  στιχουργού  και  μέ 
τά  συναισθήματα  πού  τον  πλημμυρούν  τή  στιγμή  πού  θέλει  νά 
μας  εκδήλωση  δ,τι  σκέπτεται  καΐ  αισθάνεται.  Αυτό  είναι  ζήτημα 
καθαρά  δικό  του  κι  ό  στίχος  δεν  έχει  νά  χάση  πάντοτε  άν  του 
λείπουν  ολ*  αυτά  τά  στολίδια.  Ανάλογα  με  τΙς  περιστάσεις  πα- 
ρουσιάζεται κανείς  απλός  ή  πολυστολισμένος.  Είνοα  ζήτημα 
στιγμής,  περιεχομένου  καΐ  ιδιοσυγκρασίας. 

Όπωσδήποτε  δλ'  αυτά  τά  στολίδια,  βρίσκονται  στη  διάθεση 
τοΰ  ποιητή  και  εξαρτάται  απ'  τήν  τεχνική  δΰναμή  του  νά  μας 
δημιουργήση  μικρή  ή  μεγάλη  τέχνη. 

1.  'Ομοιοκαταληξία  ή  ρίμα  :  λέγεται  τό  ϊδιο  άκουσμα  της 
τελευταίας  ή  τελευταίων  συλ>.αβών  ενός  ή  περισσοτέρων  στίχων. 
Είναι  μ'  άλλα  λόγια  τό  ευχάριστο  συναίσθημα  πού  νοιώθουμε 
άπ'  τήν  δμοια  επανάληψη  ενός  ήχου. 

Οι  όμοιακατοΛηχτοΰσες  συλλαβές  δεν  Ιχει  καμμιά  σημασία  δν 
διαφέρουν  στην  ορθογραφία.  Αντίθετα  μάλιστα,  ή  διαφορά 
αυτή  κάνει  πιό  καλή  τήν  ομοιοκαταληξία  γιά  τήν  οποία  θά  πούμε 
πιο  κάτω. 

Ή  ομοιοκαταληξία  μπορεί  νά  γίνεται  σε  μιά  συλλαβή  ή  και 
περισσότερες,  ή  και  μονάχα  στό  τελευταίο  τονισμένο  φωνήεν  της 
τελευταίας  συλλαβής.  Διάφορα  είδη  δμοιοκατοιληξίας  μας  δείχνουν 
οί  παρακάτω  στίχοι. 


107 


"Εμπρός  σου  γονατίζω  αγνή  θεά 
λυπήσου  μας,  πού  ζούμε  μακρυά 
Εμπρός  σου  για  κερί  μοϋ  λυώνει  ό  ψονς 
άπ'  τους  άνθους  σου  τους  ταπεινον; 

Να  πάς  ταξείδι  χάχον, 
στο  στρώμα  τοϋ  ^α\άτου 

Άπ*  τή  μάννα  τό  μω^<5, 
άπ'  τό  πηγάδι  τό  \Ερ6 

Μέ  πόνο  τώρα  κελαΐδ«7; 
πού  πέταξαν  άπό  τή  γ^ς 

Στον  άγριο  πλάτανο  πού  τήν  θεοορ•*, 
πάντοτε  απάνω  της  βράδυ  κι*  αύγι^ 

Τρέχει,  τρέχει  όλα  τα  ίίάαη, 
'Αΐ'  όπου  φθάση,  όπου  πβρ<(<η} 

Στό  φως  στον  αιθέρα 
άχ  !  μείνε  σαν  μέρα 

μέ  νιάτα  %(0Χ»Ηά 
ντυμένη  φχωχΛπά 

Λον  παίδι  μ*  άποκο//Μσ« 
παλιές  νύχτες  μοϋ  ^ύμ*σβ 

Γυναίκες,  παν  σας  είδα  σ'  Ινα  -ηραΓνο 
μέ  γέλιο  να  περνάτε  ευτυχισμένο 

Μα  δέ  μπορώ  για  να  τα    διώ 
άλλα  άπ*  τα  χείλη  σου  τά  δνό 


Κ,   ΠαΧαμΛς 
Σ,   Σπίηης 
Α»  *Εφχαλ*ώτης 
Κ,  ΧατζόηονΙ•ς 
Α»    Βαλαωρίτης 
Δ^,  Σολωμός 
Π,  ΤαγπόπονΙρς 
Ρ.   ΓπόΙφης 
Η.  Βοι»η•ρίΛης 
Κ,   Οΰράνης 
Γ.  Ά^νας 


Καθώς  βλέπει  κανείς  άπ'  τά  παραδείγματα  αυτά,  ή  Ομοιοκα- 
ταληξία δεν  είναι  ή  ϊδια  σ'  δλους  τους  στίχους.  "Αλλου  δμοιοκα- 
ταληχτεϊ  ενα  μονάχα  τονισμένο  φωνήεν  μέ  τ*  αντίστοιχο  του, 
δπως  στον  πρώτο  στίχο  τοΰ  Παλαμά  (ά  —  ά),  άλλου  ολόκληρη 
συλλαβή  άπό  τρία  γράμματα,  δπως  (νους — νους).  Παρακάτω  στον 
στίχο  τοϋ  Σκίπη  όμοιοκαταληχτοΰν  οί  τελευταίες  συλλαβές  των 
τελευταίων  λέςεων  τοΰ  στίχου  έκτος  άπό  Ινα  τους  γράμμα  (άτου — 
άτου).  Στό  τελευταίο  παράδειγμα  Ιχουμε  γιά  ομοιοκαταληξία  δυο 
ολόκληρες  λέξεις  πού  ήχοΰν  δμοια  μέ  διάφορο  νόημα. 


108 

Ακόμα  μπορεί  να  γίνχί  όμοιοκατοΛηξία  καΐ  σέ  δυο  λέξεις* 
στην  τελευταία  ενός  στίχου  και  στην  προτελευταία  με  τις  ίδιες 
αντίστοιχες  τοΰ  δλλου  δπως : 

Χύσαμε  τή  χαρά  μας 

πονετικά,  ώ  ν,νζά  μας 

Σ,   Σκίηης 

2.  Είδη  καΐ  κανόνες  της  ομοιοκαταληξίας : 

"Οπως  χωρίσαμε  το  στίχο  ανάλογα  με  τή  θέση  τοΰ  τόνου, 
Ιτσι  μπορούμε  να  χωρίσουμε  και  την  ομοιοκαταληξία  σέ  δξΰτονη, 
π(ΐροξΰτονη  και  προπαροξύτονη. 

α)  'Οξύτονη:  λέγεται  ή  ομοιοκαταληξία  πού  γίνεται  σέ  τονι- 
σμένη λήγουσα  μιας  λέξης,  δπως : 

Τον  ξάστερο  εκ* Γ 
τοϋ  Μάρτη  γλαυκή 

Ζ7.   Ταγκόηονίος 

β)  Παοοξύτονη:  λέγεται  εκείνη,  πού  γίνεται  σέ  τονισμένη 
παραλήγουσα  μιας  λέξης,  όπως : 

Ανυφαντής  κ*  εγώ  τοΰ  όν«/ρον 
για  τις  βασίλισσες  τοϋ  Όμηρου 

Γ.  Ά&άνας 

γ)  Ποοηαοοξύτονη :  λέγεται  εκείνη,  πού  γίνεται  σέ  τονι- 
σμένη προπαραλήγουσα  μιας  λέξης,  δπως  : 

έρμα  τα  ν,νμα^α 
πέρα  στα  μ\ήμαχα 

Σ,  ΣπΙηης 

"Οπως  βλέπη  κανείς  στην  δξύτονη  ομοιοκαταληξία,  όμοιοκα- 
τοΛηχτεϊ  μια  συλλαβή,  στην  παροξύτονη  δυό,  και  στην  προπαρο- 
ξύτονη τρεις. 

Στην  δξύτονη  είναι  απαραίτητο  για  ναναι  καλή  ή  ομοιοκατα- 
ληξία, να  μήν  όμοιοκαταληχτή  μονάχα  το  τονισμένο  φωνήεν, 
άλλα  δλη  ή  τονισμένη  συλλαβή,  δπως  φαίνεται  ακριβώς  στο  πα- 
ράδειγμα. Δέν  θα  εϊτανε  καλή  αν  θδίλεγε  π.  χ.  άντΙ  έκεϊ — γλαυ- 
κή, Ικεϊ  χαραυγή  ή  εκεί  να  πή.  Στήν  περίπτωση  αυτή  θά  ηχού- 
σαν δμοια  τα  τονισμένα  φωνήεντα.  Καίτοι  τούτο  θεωρείται  ψε- 
γάδι πολλοί  καΐ  καλοί  ποιητές  δέν  τό  πρόσεξαν  δπως : 

Τό  φαγί  καΐ  τό  πιοτό 
Να  της  φάει  τό  σωθ^ικ^  ; 


109 

Γεια  σας  Γάλλοι  εΰγβνικο/.' 
πού  το  πόδι  σας  πατβΓ 

Α.    Σολωμός 

Στους  στίχους  αυτούς  του  Σολωμοί5,  βλέπει  κανείς  πώς  όμοιο- 
κατ(ΐληχτεΙ  μονάχα  το  τονισμένο  φωνήεν  ή  δίφθογγος,  ό — ό,  οί — 
ει.  Αυτή  δεν  είναι  καλί)  ομοιοκαταληξία.  Θάπρεπε  ώς  αντίστοιχη 
λέξη  στο  πιοτό  νάχε  π.  χ.  δυνατό  ή  βογγητό.  Στη  λέξη  εν-γενικοί 
νάχε,  δς  ποϋμε,  έκεϊ  ή  μουσική  κλπ.  "Ετσι  "θα  όμοιοκαταλη- 
χτοΰσε  ή  τελευταία  συλλαβή.  "Αν  σύμφωνη  δε  καΐ  τό  τελευταίο 
γράμμα  της  προηγουμένης  συλλαβής,  τότε  ή  ομοιοκαταληξία  είναι 
πολύ  καλύτερη  π.  χ. 

Τρίζουν  οΐ  αρμοί 
ξάφνου  τή  ^«ρμη 

Γ.   Στρατήγης 

Παροξύτονη,  -θεωρείται  για  καλή  ομοιοκαταληξία,  δταν  όμοιο- 
καταληχτή,  δχι  μονάχα  ή  τελευταία  άτονη  συλλαβή,  αλλά  και  τό 
τελευταίο  τονισμένο  φωνήεν  τής  προτελευταίας  συλλαβής  π,  χ. 

Αγαπημένε  φίλε  μου,  σοϋ  6^x^ζω 
εΙς  επαινον  μιανής  πού  δεν  γνωρίζω 

Α,   Λασκαρατος 

"Αν  εκτός  άπ'  τό  τελευταίο  φωνήεν  πού  έχει  τον  τόνο  τής 
προτελευταίας  συλλαβής,  σύμφωνη  και  τό  μπροστά  άπ'  αυτό 
γράμμα,  τόσο  τό  καλύτερο"  δπως : 

μελτεμάκια  μν^(^)μ4^α 
μελτεμάκια  εύλογη/*^νο 

Γ.    Στρατήγης 

Στην  προπαροξύτονη,  πρέπει  γιά  νά  λογαριαστή  καλή  ή 
ομοιοκαταληξία,  νά  ήχοΰν  δμοια  οί  δυό  τελευταίες  συλλαβές  μαζί 
με  τό  τονισμένο  φωνήεν  τής  προτελευταίας,  όπως : 

ΕΙοαι,  τί  είσαι  στης  ζωής  τό  γοργοπβρασ^α 
Στό  ποτήρι  τό  χρυσό  τής  τέχνης  νΛρααμα 

Κ.    Παλαμάς 

"Ακόμα  θά  πρέπη,  οί  όμοικαταληχτοΰσες  λέξεις  νά  μήν  είναι 
οί  αυτές  ή  νά  διαφέρουν  ώς  προς  τό  πρώτο  συνθετικό  δπως : 

Ουρανός  πάνε      λαλεί  „       ντυμένη 

ουρανός  πάνε      αντιλαλεί  μαυροντυμένΐ) 

Αυτού  τού  είδους  οί  όμοιοκατοΛηξίες  είναι  πολύ  εύκολες  και 


110 

θα  μπορούσε  να  άραδιάση  ο  καθένας  δσες  ήθελε  και  δε  θά  είχα- 
με στίχους  τεχνικούς  και  άτεχνους. 

Εξαίρεση  γίνεται  των  ποιραπάνω,  δταν  είναι  ανάγκη  να  γίνη 
επανάληψη  ολόκληρου  ενός  στίχου,  σε  ορισμένα  στιχουργικά  εϊδη, 
μια  δυο  φορές  ή  καΐ  τρεις  στο  ϊδιο  ποίημα,  δπως  γίνετοα  στά 
ροντέλα  καΐ  τριολέτα,  δπου  ό  ποιητής  επαναλαμβάνει  τους  ίδιους 
ακριβώς  στίχους,  ή  απάνω  στην  ϊδια  ομοιοκαταληξία  φτειάχνει 
άλλες,  πού  να  ήχοΰν  δμοια  με  λέξεις  πού  διαφέρουν  ως  προς  το 
πρώτο  συνθετικό  μονάχα.  Τότε  δ  ποιητής  παλεύει  σε  δλο  του  το 
ποίημα  με  δυό  μονάχα  όμοιοκατ(ΐ?.ηξίες '.  Ακόμα  μπορεί  νά  μη 
θεωρηθη  ψεγάδι  ή  επανάληψη  του  ϊδιου  στίχου  και  επομένως 
καΐ  οΐ  όμοιοκαταληχτοΰσες  λέξεις  νά  είναι  οί  αυτές,  δταν  ό  ποιη- 
τής θέλη  νά  μας  δθ)ση  έντονα  κάποια  εικόνα  ή  ιδέα  πού  κυ- 
ριοιρχεΐ  στό  ποίημα  του  και  με  τήν  επανάληψη  θέλει  νά  μάς 
κράτηση  προσηλωμένους  απάνω  σ'  αύτη. 

"Ατεχνη  και  εύκολη  θεωρεϊτοα  καΐ  ή  όμοιοκατοϋΐηξία  πού 
γίνεται,  πρώτα -πρώτα  με  ρήματα,  σ*  δποιο  πρόσωπο  κι  δν  είναι 
αυτά  καΐ  κυρίως  στό  τρίτο  ενικό  ή  πληθυντικό  δπως : 

αγαπώ  γείΐα;  τρ^χ«(  θρηνονν  χαΧονψ 
θρηνώ  χαΐας  ίχ»$  γβλονι»  πουΐοΰψ  κλπ. 

η  δταν  γίνεται  σε  μετοχές  στην  ϊδια  πτώση  ή  σε  ανάκατη  γλώσ- 
σα, δπως  δείχνουν  τά  παρακάτω  παραδείγματα: 

πεαμίγος     γ^^μέτη     ά.\^αζ\.(ομίγος 
^ΪΛ^μένος    πζ^αμέψη     -^ζ^^ααμένος 
ίξω    Οντα»    χώμα    ένήλ«{ 
ϊξω     τοντο    δμμα    φοίνιξ    κλπ. 

"Οταν  ή  ομοιοκαταληξία  δέν  εχη  τά  παροιπάνω  ψεγάδια,  πού 
αναφέραμε,  τότε  είναι  τεχνική.  "Αν  δέ,  οί  όμοιοκατοΛηχτοΰσες 
λέξεις  διαφέρουν  μεταξύ  τους  γραμματικά,  μορφολογικά,  σημα- 
σιολογικά καΐ  ήχοΰν  απολύτως  δμοια,  τότε  ή  ομοιοκαταληξία 
αυτή  είναι  ή  πιο  τεχνική  καΐ  τή  λέμε  ηλούαια.  Γιά  παράδειγμα 
φέρνω  τις  παρακάτο)  λέξεις 

'Λ{ί•θ•ρέφτης  —  '&οέφχΒΐς  ά.ν.6μα   —  %ό3μα 

Εχβϊ  —  νεκρική  πάλ*  —  άκρογι<(>1< 

ναύτης  —  άνάφτβις  μελίοσι  —  χνο»* 


1.  Κοίταξε  πιό  χάτω,  ροντέλο,  τριολέτο 


111 

μήλα   —   χνλα  νειατα  —  \άτα 

βιολί  —  λαλ«Γ  βάζο  —  βάζν» 

•ναοί  —  χαβΓ  χαλάζι  —  ούρλιά^*ί 

γνέφβί  —  κ«9>4  βό^ζο  —   ρεμ/ϊά^ω 

κεραστή;  —  γκρεμιστ«»ς  στράτα  —  περπατά 

Χ,(ύγράφο  —  γράφω  γλώσσα  —  ηόοα 

δχί   —  ν,ώχη  χαλάζι   —  άρά(«• 

Πετράρχι;^  —  νηάρχβις  βνα  —  ί^έννα 

νυχτερ/ίβς  —  βίδβς  χανροί  —  \άβρβί 

σβνσ*(;   —   (σι;;  χι«ότισσ«(  —  ρώτ•;σ•ς 

θαμπώσ»!  —  δση  ά\άβ<»  —  α'κλάβο 

Λήρα  —  λύ^  (της)  χαΧής  —  παραχαΑ«Γς 

3.  Τρόποι  όμοιοκατάληχτων  στίχων.  Οί  στίχοι  πού  κά- 
νουν ενα  ποί7)μα  δεν  όμοιοκατα).τ]χτοϋν  μεταξύ  τους  κατά  τον 
ϊδιο  τρόπο.  Μπορεί  ενα  ποίημα  να  ?χη  στίχους  με  δξΰτονες  ομοιο- 
καταληξίες, με  παροξύτονες  ή  προπαροξύτονες  ή  και  ανακα- 
τωμένες. Αυτό  δεν  έχει  σημασία,  κι  είναι  δικαίωμα  του  ποιητή 
να  διάλεξη  δποια  άπ°  αυτές  θέλει,  δπως  και  τον  τρόπο  των  άν- 
τιστοίχΛ)ν  λέξεων,  πού  θα  όμοιοκαταληχτήσουν  μέσα  στο  ποίημα. 
Τά  πιο  συνηθισμένα  είδη  είναι  τα  παρακάτω,  χωρίς  ν'  αποκλείε- 
ται στον  κάθε  στιχουργό  να  σύνθεση  τά  ποιήματα  του  καΐ  μ' άλ- 
λους τρόπους  πού  τυχόν  να  επινόηση.  "Ετσι  έχουμε  όμοιοκατα- 
ξία:  α)  ζευγαρωτή,  β)  πλεχτή,  γ)  σταυρωτή,  δ)  ζευγαροπλεχτή 
καΐ  ε   ελεύτερη ' 

α')  Ζενγαρωχή : 

Μέσ*  τήν  αιώνια  λαγκαδιά  6  ξυλοκόπος  φθ<£ι»«  ) 

και  πιάνει  και  τό  πελεκάει  το  φουντωτό  πλατά»»*  ) 

κοί  γκάπ  !  καΐ  γκόπ  !  βαρεί ά-βαρειά  κι'  ακούραστα  γχνηάβί  )     « 
και  τό  θεώρατο  δεντρ'ι  σωριάζεται  και  ηάζι  ) 

Κ.   Παλαμάς 

^')  Πλεχτή: 

Σέ  γνωρίζω  άπό  τήν  ν-όψη  |      α 

τοΰ  σπαίΚοΰ  τήν  τρομερή  \  \  β 

σέ  γνωρίζω  άπό  τήν  δψη  |    >  α 

πού  μέ  βιά  μετράει  τή  γήΙ  Ι  β 


1.  Τους  δρους  τους  παίρνω  άπ'  τόν  Η.  Βουτιερίδη  πού  είναι 
τόσο  καλοί  και  έπεκράτησαν.  "Αλλαξα  μονάχα  τήν  €  Ανάκατη  »  καθώς 
τή  λέει,  μέ  τό  «Ελεύτερη»,   γιατί  μοϋ  φαίνεται  καλύτερο. 


112 


γ')  Σταυρωτή: 

Νύχτ*  άπό\(>ε  σδν  θάμμα.  Σάν  άχνη  χρυσοσκ<ίΐΊ; 
τό  φεγγάρινο  λυώνει  στον  αέρα  χ^ναάφι  ) 

βουνόπλαγα,  κάμποι,  κορφοϋλες  και  x^άφο•       ) 
— ολα  όνειρο,  μάγιο  γαλήνιο  κυκλών«< 
Σιγαλιά  δλ*  ή  Πλάση  κι'  ομορφιά  τόσ'  ύψώ»•* 
πού  ανθρώπινη  τέχνη  καμμιά  δε  ^^{^άφ«ι, 
στης  Γαλήνης  τό  θάμμα  κάθ*  αχός  πλειά  ετάφη 
κι'  ή  φωνούλα  μονάχα  στενάζει  τοϋ  γκιώηι 


δ')  Ζενγαροηλεχτή : 

Πλοία  καΐ  τά  δνό 
τώνα  σά  θερ(ό 
μέσ'  τό  κϋμα  άφρι^«ι, 
τ'  άλλο  με  βορινά 
πάνω  στή  στεριά 
δλο  κι'  ό.^με■ν^ζβι 

ΚαΙ  γυρνά  τρείΐα 
καΐ  μουγγροβολα 
λες  καΐ  μέ  τόν  μπάτ»;, 
πού  τονέ  γνρνα, 
κάτι  σιγανά 
μουρμουρίζει  -κάτι 


ε')  Ελεύτερη : 


ΚαΙ  γιά  ώρα  παύουνε  οΐ  φων«5 

βαθειά  ησυχία  παίρνει 

σάν  νά  μήν  είχαν  δη  ποτ«ς      ) 

ξοπίσω  τό  καράβι  λΑς  ) 

τά  πνεύματα  του  σίρνβί 

κι*  άπλώθη  κρύφια  σννοχη 

πέρα  και  πέρα, 

σάν  την  μονότονη  ^^οχή  ) 

στην  άδεντρη  ε%οχή  ) 

σε  φ-θινοπώρου  ήμβρο 


Γ.   ΠβΙλβρίψ 


Α.    ΠροββΙβγγιος 


Ι.    Γρυηάρης 


Έκτος  άπ'  αυτά  τά  εϊδη  της  ομοιοκαταληξίας,  μερικοί  ποιη- 
τές μεταχειρίζονται  κι  άλλους  τρόπους  κατά  τό  γοΰστο  του  κα- 
θένας επιδιώκοντας  μ'  αυτό  ορισμένο  σκοπό.  Κάπου  κάπου  μά- 
λιστα συναντά  κανείς  και  ομοιοκαταληξία    μέσα  στα  μισόστιχα. 


113 

Τοΰτο,  δταν  γίνεται  έξεπίτηδες  σνχνά  και  κυνηγιέται  συστημα- 
τικά άπ'  το  στιχουργό,  δεν  έχει  να  προστέση  τίποτε  στο  στίχο. 
Τον  βλάπτει  μάλιστα.  Φθάνει  μια  ομοιοκαταληξία.  Το  παραν-ια- 
νιστό  κουδούνισμα  κάνει  το  στίχο  μονότονο  καΐ  χτυπητό  καΐ  τοΰ 
κόβει  την  αρμονία.  "Αν  τΰχη  κάπου  και  γίνη  αυτό,  δταν  μάλι- 
στα το  περιεχόμενο  τοΰ  στίχου  θέλη  τόσα  παραπανιστά  μπιχλι- 
μπίδια καΐ  ζητάει  μ'  αυτό  ό  ποιητής  κάτι  να  επιδίωξη  δε  χά• 
λασ'  δ  κόσμος  βέβαια.  Διαφορετικά  ολα  αυτά  τά  περίσσια  στο- 
λίδια βαραίνουν  το  στίχο  και  υποδουλώνουν  το  νόημα  και  την  πρα- 
γματική εσωτερική  μουσικότητα  στά  φαινομενικά  και  εντυπωσιακά 
ποιραφορτώματα. 

Ό  ^ϋολωμός,  ακόμα  κι  ό  Π(χλαμάς,  κάνουν  ομοιοκαταληξία 
στά  μισά  μιας  λέξης,  πού  κόβετα;  τελειώνοντας  ό  στίχος  κι'  έτσι 
όμοιοκαταληχτεϊ  μ'  άλλη  αντίστοιχη  ολόκληρη,  δπως  δείχνουν  τά 
παραδείγματα. 

ώ  σήμαντρο,  όπότβ 

καλείς  εΙς  το  \ίνρι- 

στικό  πανηγύρι, 

ή  ήχώ  σου  τερπνή 

Δάφναις  εΙς  κάθε  πλάκα  έχουν  οΊ  χάφοι 
και  βρέφη  ώραϊα  σ'  την  αγκαλιά  οΐ  μανάδες 
γλυκόφωνα,  κυττώντας  ταΐς  ζωγραφ»- 
σμέναις  εικόνες,  ψάλλουνε  οί  ψαλτάδες. 

Ή  Ομοιοκαταληξία  αυτή  χάνεται  με  το  κόψιμο  της  λέξης  και 
ό  στίχος  δεν  έχει  νά  κερδίση.  Αντίθετα  μάλιστα  ολόκληρος  κο- 
λοβώνεται καΐ  χάνει  ή  εξωτερική  φόρμα  χωρίς  νά  κερδίζη  σ'  ε- 
σωτερική αρμονία.  Ό  τρόπος  αυτός  της  ομοιοκαταληξίας  καταν- 
τάει σάν  άντίλοιλος  μιας  παρήχησης.  Τό  πράγμα  δικαιολογείται, 
δταν  ό  ποιητής  χρησιμοποιή  τήν  ομοιοκαταληξία  αυτή  γιά  εκφρα- 
στικούς καΐ  παραστατικούς  λόγους,  όπως  γίνεται  στον  εθνικό 
ϋμνο  κι  άλλου. 

4.  Παρήχηαη  :  "Οπως  ή  ομοιοκαταληξία,  έτσι  καΐ  ή  παρή- 
χηση  είναι  παρ(χπανιστό  στολίδι  τοΰ  στίχου.  "Οταν  ή  χρησιμο- 
ποίηση της  γίνεται  άτεχνα,  τότε  τό  αποτέλεσμα  πού  επιδιώκει  ό 
ποιητής  δεν  πετυχαίνεται  καθώς  καΐ  με  τήν  κακή  ομοιοκαταληξία. 
Με  τήν  παρήχηση  ό  ποιητής  θέλει  νά  μας  δώση  πιό  ζωηρή  ει- 
κόνα με  τό  βροντερό  ήχο  των  διαφόρων  λέξεων,  ή  με  τή  γλυκεία 
άπαλάδα,    ανάλογα   με   τό  νόημα  δηλ.    συνδυάζει   και   τήν  ήχη- 

Νβοβλληνιχή  ΜίίρΐΗη  β 


114 

τική  των  λέξεων.  Είναι  κι  αυτή  βοηθητικό  μέσο,  πού  πετνχαίνε- 
τοα  ό  σκοπός  τοΰ  ποιητή. 

Ή  παρήχηση  λοιπόν,  είναι  το  ευχάριστο  συναίσθημα  πού  γεν- 
νιέται άπ'  τήν  επανάληψη  των  ϊδιων  συμφώνων  ή  των  ϊδιων 
συμπλεγμάτων,  πού  φτειάχνουνται  από  ωρισμένα  συμφωνά  και 
φωνήεντα  με  τέχνη.  Το  τεχνικό  ξαναγυρισμα  αυτών  χτυπάει  ευ- 
χάριστα στ'  αυτί  μας  καΐ  έτσι  νιώθουμε  ανάλογο  συναίσθημα, 
πού  είνοα  αποτέλεσμα  της  καλής  παρήχησης.  Τό  αντίθετο  είνοα 
ή  κακή  ποφήχηση,  πού  θα  μιλήσουμε  πιό  κάτω  και  είναι  ψεγάδι 
στό  στίχο  καΐ  οχι  στολίδι. 

Για  να  πετύχουμε  τους  σκοπούς  πού  ζητάει  ή  καλή  παρήχηση, 
θά  πρέπει  πρώτα-πρώτα,  τά  σύμφωνα  πού  επαναλαμβάνονται  να 
μήν  είναι  τέτοια,  ώστε  κατά  τήν  επανάληψη  να  κάνουν  δυσκολο- 
πρόφερτο  τό  στίχο  ή  ό  ήχος  τους  νάναι  αφόρητος  στ'  αυτί  μας. 
Επίσης  πρέπει  νάχουμε  στό  νοΰ  μας,  πώς  ανάλογα  με  τό  περιε- 
χόμενο τοΰ  στίχου  πρέπει  να  συμβαδίζη  καΐ  ή  ηχητική  των  λέ- 
ξεων, σε  τρόπο,  πού  να  γεννιέται  μια  μιμητική  αρμονία.  Δε  μπο- 
ρούμε να  μιλάμε  π. χ.  για  φεγγαροβραδυές  κι  όλογάλαζιες  ακρογια- 
λιές καΐ  ό  στίχος  μας  να  δίνη  τήν  εντύπωση  με  τό  άκουσμα  του 
πώς  αστράφτει  και  βροντάει,  ή  περνάν  καβαλάρηδες  καλ7ΐ;άζοντ(χς 
σε  πλακόστρωτους  δρόμους.  Δε  μπορούμε  με  τό  νόημα  τοΰ  στίχου 
να  μιλάμε  για  δυνατούς  βοριάδες  καΐ  για  ξεριζώματα  δέντρων,  και 
οί  λέξεις  με  τήν  άποΛότητα  των  φθόγγων  των,  να  μας  μιλάνε  γλυ- 
κά κι'  αθόρυβα.  "Ολοι  οί  φθόγγοι  έχουν  ό  καθένας  τήν  θέση  του 
καΐ  δεν  υπάρχουν  κοιλοΙ  καΐ  κακοί,  άλλα  τεχνική  καΐ  άτεχνη 
χρήση  τους.  Ανάλογα  με  τό  σκοπό  πού  επιδιώκει  κανένας  είναι 
κίΐλός,  αν  πετυχαίνεται  τό  αποτέλεσμα.  *0  καλός  στιχουργός  μπο- 
ρεί να  χρησιμοποιή  δλους  τους  φθόγγους  ανάλογα  καΐ  τεχνικά. 
Αυτό  είναι  στή  δύναμη  του.  Κάθε  λέξη  έχει  δική  της  μουσική, 
ανάλογα  με  τους  φθόγγους  πού  είναι  φτειαγμένη  και  υπάρχουν 
λέξεις,  πού  δσο  κι  αν  δεν  προσέξουμε  η  δεν  μπορούμε  νά  βαθύ- 
νουμε στό  νόημα  τους,  ή  ηχητική  τους  μιλάει  γιά  τό  περιεχόμενο 
τους.  01  λέξεις  π.χ.  γλυκός,  ιλαρός,  γαλήνη,  φλύαρος,  δσο  και 
βαρεία  κι  αν  τΙς  απαγγείλουμε,  δσο  κι  αν  δεν  προφέρουμε 
άποιλά  τους  φθόγγους  τους,  δε  μπορεί  παρά  νά  μάς  μιλήσουν  με 
τήν  άπαλωσυνη  των  ήχων  τους  γλυκά,  κι  αν  ακόμα  δε  νιώθουμε 
τό  περιεχόμενο  τους.  Δε  θά  νομίσουμε  πώς  πρόκειται  γιά  κάτι 
δμοιο  σάν  ακούσουμε  τις    λέξεις,    μουγκριτό,  κραγμός,  γκρεμός, 


115 

άστραπόβροντο,  μπόρα,  κλπ.  "Ετσι  δλα  τά  συμφωνά  μπορεί  να 
μας  εξυπηρετήσουν  το  καθένα  ανάλογα  με  την  ηχητική  του.  Ε- 
πίσης, ή  «^ονοματοποιία»  ή  οι  «πεποιημένες»  λέξεις,  μας  κάνουν 
την  παρήχηση  πραγματικό  στολίδι  τοΰ  στίχου.  Τέτοιες  λέξεις  εί- 
ναι άπειρες  καΐ  μας  δείχνουν  το  περιεχόμενο  τους  με  το  άκουσμα 
τους  μονάχα.  "Οπως  το  τρίξιμο,  ροκάνισμα,  γαΰγισμα,  γκριτζά- 
νισμα,  μοΰγκρισμα  κατρακυλημα,  κελάρισμα,  ψίθυρος,  φουρτοΰ- 
λισμα,  καΐ  ενα  σωρό  άλλα,  πού  μας  φανερώνουν  ολοζώντανα  τό 
νόημα,  πού  κάθε  μια  άπ'  αυτές  τΙς  λέξεις  φανερώνει  άπ'  τόν  ήχο 
της  οποίας  καΐ  φτειάχτηκε.  Άπό  τό  τρικ  τρίκ,  τό  τρίξιμο  καΐ  τό 
ρήμα  τρίζω,  άπό  τό  ρόκ-ρόκ,  τό  ροκάνισμα,  και  τό  ροκανίζω 
κλπ.  "Ολες  αυτές  οΐ  λέξεις  ανάλογα  με  τό  περιεχόμενο  τοΰ 
στίχου  βοηθούν  τόν  ποιητή  στό  σκοπό  του,  καΐ  δέν  είνω  ψεγάδι 
«ίν  Ιπαναλαμβάνωνται  τεχνικά. 


Παραδείγμαχα  ηαρήχησης  : 
Χίλιων  πουλιών  όχλαλοή 

Ξεφυλλίζονται  ροδόφυλλα  πλημμύρα 

Τό  χρυσό,  σιγαλό  και  γλυχό  σάν  τό  λάδι 

*Η  Ελλάς  γελά  και  λάμπει 


Μ,   ΜαΙακάοης 
θ,   Στανρον 
Κλ  Βάρναλης 


Α»   Σονχσος 

Χίλιων  λογιών  τριαντάφυλλα,  χίλιων  λογιώνε  χείλια, 
χίλιων  λογιών  και  τό  φίλΐ  όπσϋ  τά  χείλια  δίνουν 

Γ.   ΠβΧΧβρ^ 
Σέρνεται,  κυλιέται   αγάλι  -  αγάλι, 
κι*  όταν  πάλι  γίνη  ή  Πόλη  ελεύθερη 
θάβγη  στ'  ακρογιάλι 

Γ.   Δροσίγης 
ή  αγνή  νεροσυρμή  ποϋ  ρέει  αγάλι 

/.  Γρνηάρης 

Βαρώντας  γύρου  ολόγυρα,  ολόγυρα  και  πέρα 
Τρανή  λαλιά,   τρόμου  καλιά,  ρητή  κατά  τό  κάστρο 

Δ»   Σολωμός 
Ποιος  έρράγισε  τ'  άλικο  άνθογιάλι, 
καΐ  άντίς  αίμα  νερά  θωρώ  χυμένα, 
και  τ'  άνθια  της  αγάπης  μαραμένα  ; 
είχε  ό  γιαλός  της  γλύκας  γυρογιάλι  ; 

Λ,    Μαβίλης 
Στά  μάτια  σου  μια  ξέχειλη  κυλάει  γλυκοσυρμή 


116 

ΚαΙ  μιας  φωτιάς  ανάβρα  γλυκερή  με  πλημμυρίζει 
'Υβλαϊο  μέλι  άπ'  τή  θωριά  σου,  θειο,  αναβλύζει. 

/.   Σαραλής 

Στά  παραπάνω  παραδείγματα  βλέπομε  νά  επαναλαμβάνωνται 
τΙς  πιο  πο/ιλές  φορές  το  λ  και  το  ρ.  Ή  επανάληψη  τους  αυτή, 
δεν  είναι  κάτι  πού  κουράζει.  Κάθε  άλλο  μάλιστα.  Το  άκουσμα 
τους  είναι  σαν  μια  μουσική  γλυκεία,  πού  τόσο  μας  ευχαριστεί  με 
το  τεχνικό  πέρασμα  των  υγρών  μ'  άλλους  ταιριαστούς  φ-θόγγους, 
πού  ξαίρει  τόσο  αριστοτεχνικά  νά  ενώνη  ή  διαίσθηση  των  στι- 
χουργών. Ποιος  δεν  άκοΰει  τή  γλυκεία  αυτή  αρμονία,  πού  ξεχΰ- 
νετοα  απ*  τους  στίχους  αυτούς  και  με  το  πιο  άτεχνο  διάβασμα  ; 
Οι  φθόγγοι  αύτοΙ  με  τήν  άποΛωσΰνη  τους  μας  μιλούν  σε  γλυκύ- 
τατο τόνο  και  ντύνουν  το  νόημα  τοΰ  στίχου  με  το  κοί/^ΰτερο  στο- 
λίδι και  ποικίλλουν  το  βασικό  ρυθμό,  πού  διάχυτα  άργοσαλεύει 
σ'  δλο  τό  ποίημα.  Μέσα  σε  τέτοιο  πληθωρισμό  απαλών  φθόγγων 
παίρνει  ολότελα  διαφορετική  δψη  ό  στίχος  καΐ  μας  ξεγελούν  τόσο 
τα  περίσια  αυτά  στολίδια,  ώστε  νά  νομίζουμε  πώς  ακούμε  δια- 
φορετικό ρυθμό.  Είναι  όμως  τόσο  δύσκολο  τό  ταίριασμα  αυτών 
τών  φθόγγων.  "Ολοι  βρίσκονται  στή  διάθεση  τού  ποιητή  καΐ 
προσφέρονται  νά  τόν  βοηθήσουν  στους  σκοπούς  του,  δπως  κι  οί 
νότες  στό  μουσικό.  *Η  μελωδία  δμως  είναι  ανάλογη  με  τό  δη- 
μιουργό της  και  Ιχει  τή  σφραγίδα  τού  παντοτεινού  και  αιώνιου, 
δταν  άνοιβλύζη  άπό  μεγάλες  ψυχές. 

Θαυμάσια  σε  πληθωρισμό  φωνηέντων  καΐ  κοΛής  παρήχησης 
είναι  καΐ  τά  παρακάτω  παραδείγματα  πού  δίνουν  στους  στίχους 
εξαίσια  αρμονία. 

Άχνα,  σαν  ροδόβαμμα  μιας  πρα>τ7|ς 
Ανήξερης  αγάπης,  ξημερόνει 
Τήν  άπάρθενη  θάλασσα  φουσκόνει 
Σα  γλυκοανασασμός  πάναγνης  νιότης 

Α.   Μαβίλης 

Και  οί  παρακάτω  στίχοι  είναι  κάλοι  σε  παρήχηση. 

Ή  θάλασσα  λυσσομανά 

Γ  Βιζυηνός 

κι'  ένας  λυράρης  παίζοντας,  τυφλός  τυφλά  τή  λύρα  * 
Γ.  Δζοσίψης 


1.  Στό  παράδειγμα   τοϋ    Γ.  Δροσίνη    μπορούμε    νά  πούμε  πώς  ή 
εναλλαγή  τού  λ  καΐ  τού  ρ  στή  λέ|η  «λυράρης»  είναι  ψεγάδι  τού    στί- 


117 

Άνάλαφρον  αφρό,  καΐ  ή  γης  άσκόνει 

Λ,    Μαβίλης 

Στην  παρηχηση  στηρίζεται  καΐ  ή  μιμητική  η  μηχανική  αρ- 
μονία. 

4.  Μιμητική  αρμονία  :  Είναι  κι  αυτή  τεχνικό  μέσο  τοϋ 
στιχουργοί}  καΐ  συντελεστικό  στους  σκοπούς  του.  Μ'  αυτή  ό  ποιη- 
τής προσπαθεί  νά  συνταιριάζη  ήχους  πού  έχουν  σχέση  με  τ'  αν- 
τικείμενα καΐ  πρόσωπα,  με  έμψυχα  ή  δψυχα  δημιουργήματα  της 
φαντασίας  του,  πού  παίρνουν  ζωντανώτερη  έκφραση  καΐ  αντα- 
πόκριση στους  μιμητικούς  αυτούς  ήχους  των  διαλεγμένων  λέξεων. 
Με  τΙς  ανάλογες  λέξεις  πού  ξέρει,  ό  ποιητής  νά  βρίσκη,  θά  μας 
μιλήση  για  τό  βοητό  της  μανιασμένης  μπόρας,  για  τήν  τρομα- 
χτική ορμή  τοϋ  αέρα,  για  τό  μοΰγκρισμα  της  αγριεμένης  θάλασ- 
σας, για  τό  κραγμό  της  φουρτουνιασμένη  ψυχής,  γιά  τήν  άχολοή 
τοΰ  καταρράχτη,  τό  φτεροκόπημα  τοΰ  πουλιού,  τό  σκοΰξιμο  τοΰ 
αγριμιού,  τό  πέταμα  της  πεταλούδας  τ'  ανάλαφρο,  τ'  άποΛό  μουρ- 
μοΰρισμα  τ'  όλογάλαζου  γιοιλοϋ. 

Στή  μιμητική  αρμονία  θα  στρατολόγηση  τήν  παρήχηση,  δχι 
μονάχα  των  απαλών  καΐ  γλυκών  φθόγγων,  πού  θα  τέρψη  μονάχα 
τ'  αυτί  μας,  άλλα  θα  σύνθεση  με  κάθε  είδους  ήχου  τή  μουσική, 
πού  θα  μιλήση  κατ'  ευθείαν  στην  ψυχή  μας,  ώστε  νά  νιώσουμε 
τή  μπόρα  νά  ξεσπάη  μανιασμένη  στην  ϊδια  τήν  ψυχή  μας.  Έδώ 
ό  στιχουργός  μαζί  με  τό  νόημα  θά  μας  παρουσίαση  τους  ίδιους 
τους  ήχους,  μ'  δλη  τους  τή  δύναμη,  σε  μουσική  σύνθεση,  σε  τέ- 
λεια ανταπόκριση  τών  πραγμάτων,  πού  θάναι  τ'  αντικείμενο  της 
ποίησης  του.  "Ετσι  θά  μιμηθη  τήν  κίνηση  τών  ζωντανών  και 
αισθητών  όντων,  τους  αλαφρούς,  βαρείς,  γοργούς  ή  αργούς  ρυ- 
θμούς, γιά  νά  πετύχη  τήν  υπέρτατη  ψυχική  συγκίνηση,  τήν  πλη- 
θωρική χρησιμοποίηση  γραμμάτων  η  και  φθόγγων,  τόν  κατάλ- 
ληλο τονισμό  τών  τελευταίο)ν  λέξεων  τοΰ  στίχου,  τό  κόψιμο  τών 
λέξεων  ακόμα,  κι  δ, τι  ^  τέχνη  του  μπορεί  νά  διαιστανθη. 


Παοαδείγματα  : 


Γκλάν,  γκλάν,  τα  σήμαντρα 
της  εκκλησίας, 


χου  γιατί  γίνεται  δυσκολοπρι^φερτη  χαΐ  μπορεί  κατά  τό  διάβασμα  της 
νά  κάνουμε  αναγραμματισμό  λέγοντας  δηλ.  λυράλης,  ή  ρυλάλης. 


118 


γκλάν,  γκλάν,  οΐ  αντίλαλοι 
της  έρημίας 
αποκρινότανε 
φριχτά  φριχτά 

Δ,   Σολωμός 

Βόγγοι  χαΐ•    ουρλιάζουν,  σηαρασμοί  και  βαργομ&ν.  Και  ξάφνου 
στριγγιά  γρικιέται  σάλπιγμα,  και  χτύποι  σάν  πετάλων. 

Κ»   Παλαμάς 
Μπροστά  τους  βλέπω  βροντερό  κι'  άψύ  τον  καταρράχτη 

0•  Μηβχές 
Ανάρια  τά  κλωνάρια  του  κουνάει  ό  γέρο  πεϋκος 
και  πίνει  και  ρουφάει  δροσιά  κι*  αχολογάει  και  τρίζει. 
Ή  βρύση  ή  χορταρόστρωτη  δροσίζει  τά  λουλούδια 
καΐ  μ'  αλαφρό  μουρμουριτό  γλυκά  τά  νανουρίζει. 

Κ.   Κρνστάλλης 
Γοργό  τά  μαϋρα  σύγνεφα 
Σκίζει,  βροντάει  τ'  αστροπελέκι, 
εδώ  τά  βράχια  σκάβοντας, 
Τά  λόγγια  ανάβοντας  παρέκει. 

Δρολάπι  και  δριμόχολο 
χυμάει,    βογγάει  μέ  λύσσα* 
Πέρα  μουγκρίζει  ή  θάλασσα 
Νύχτα,  σκοτάδι,  πίσσα. 

Όμως  ξημέρωσε  ή  αυγή 
Κι*  ό  ήλιος  λάμπει  πάλι, 
Πάλι  λαλούνε  τά  πουλιά, 
Τό  κΰμα  παίζει  στάκρογιάλι. 

Μά  τώρα  πιό  άπό  τόν  άνεμο 
Γοργός  και  πιό  βογγώντας 
Άπ'  τάστραπόβροντα  βουνά 
ΚοΙ  βράχους  ροβολώντας. 

Βραχνή  φοβέρα  στά  στοιχειά 

Κι  άγριος  πολέμου  κράχτης, 

Άφρόκοπος  κι  άσπέδιστος 

Πηδάει  ό  κατορράχτης. 

Κ.   Χατζόίίονλος 

Στά  παραδείγματα  αυτά  βλέπουμε,  πώς  οι  στιχουργοί  προσ- 
παθούν νά  μας  δώσου'ν  ηχητική  εικόνα  των  πραγμάτων,  για  τά 
όποια  μιλοϊϋν. 

Στη  στροφή  τοϋ  Σολωμοϋ,  επαναλαμβάνεται  ή  λέξη  «γχλάν 
γκλάν»,  πού  μας  δίνει  τήν  εντύπωση  πώς  άκοΰμε    τόν    ήχο    της 


119 

καμπάνας  νά  ξεχυνη  γύρω  μας  τους  βαρειούς  και  πένθιμους  ήχους 
της.  Μαζί  με  το  «τγκλάν  γκλάν*  ενίονεται  κι  ή  λέξη  «αντίλαλοι-* 
και  γίνεται  μια  παρηχηση  τοΰ  λ,  πού  τόσο  τ(χιριάζει  με  το  πρά- 
γματα. "Επειτα  ακολουθεί  ή  μακρόσυρτη  λέξη  «αποκρινότανε» 
πού  πηγοάνει  τόσο  προς  την  Ιρημιά  την  απέραντη,  γιά  νά  τελειώ- 
σουν χτυπητά  με  τήν  ρπανάληψη  δυο  ϊδιων  λέξεων  με  συμπλέ- 
γματα φθόγγων  «-φρ*  και  «χτ»,  πού  μας  δίνουν  τήν  εντύπωση 
τοΰ  δυσάρεστου  καΐ  τοΰ  φριχτοΰ. 

Πιο  κάτω  ό  Κρυστάλλης  μας  [ΐιλάει  γιά  το  αεράκι  πού  στή- 
νει κουβέντα  με  τά  κλωνάρια  τοΰ  πεύκου.  Με  το  πληθωρικό  <α>, 
καΐ  τή  σ\»νίζηση  στη  λέξη  «κουνάει»  μας  δίνει  τήν  εντύπωση  τοΰ 
άργοσαλέματος  τοΰ  γέρου  πεύκου,  κι  άκοΰμε  και  το  τρίξιμο  του 
ακόμα  με  τήν  επανάληψη  των  ίδιων  ήχων,  μέ  τΙς  λέξεις  «άνάρια- 
κλωνάρια».  "Ομοια  παρακάτω  στους  δυο  στίχους  μιλώντας  γιά 
το  μουρμούρισμα  της  βρύσης  επαναλαμβάνει  τόσο  τεχνικά  το  ρ 
και  το  λ  καΐ  μας  δίνει  τήν  εντύπωση  τοΰ  έλαφροΰ  νανουρίσμα- 
τος καθώς  και  μέ  τή  χρήση  τοΰ  μ  και  ν.  Στο  τελευταίο  παρά- 
δειγμα τοΰ  Χατζόπουλου,  βλέπουμε  κατά  το  θαυμασιώτερο  τρόπο 
μιά  εξαίσια  αρμονία,  πού  συμβιβάζεται  μέ  το  περιεχόμενο  τοΰ 
ποιήματος  μέ  τή  χρήση  συμπλεγμάτων,  πού  ηχούν  τόσο  παρα- 
στατικά καΐ  δμοια  μέ  δσα  μας  μιλάει  ό  ποιητής.  Ή  β(ΐρειά  καΐ 
γοργή  αυτή  μουσική  κόβεται  στην  τρίτη  στροφή,  πού  αλλάζει  και 
το  περιεχόμενο  τοΰ  ποιήματος.  Έδώ  ή  μουσική  τοΰ  στί- 
χου παίρνει  τελείως  διαφορετική  δψη.  "Ολη  ή  στροφή  λάμπει 
άπ'  τον  ήλιο  πού  ξημέρωσε  ύστερ'  άπ'  τή  μπόρα  καΐ  ή  γλυκεία 
αρμονία  των  έναλ).ασσομένων  λ,  μας  δίνει  τήν  εντύπωση  τοΰ  κε- 
λαϊδήματος  των  πουλιών.  «Κι  ό  ήλιος  λάμπει  πάλι,  πάλι  λαλούνε 
τά  πουλιά».  Στην  τέταρτη  στροφή  επανοιλαμβάνεται  πιο  έντονα 
ή  αρμονία  της  πραίτης  ώς  το  τέλος. 

θαυμάσιο  παράδειγμα  είναι  καΐ  ή  ποιρακάτω  στροφή  τοΰ 
Σολωμού. 

Ακούω  κούφια  τά  τουφέκια 

ακούω  σμίξιμο  σπαθιών, 

ακούω  ξύλα.  ακούω  πελέκια, 

άκούο)  τρίξιμο  δοντιών. 

Νά  και  ένας  στίχος  πού  μέ  τήν  επανάληψη  τοΰ  β,  γγ,  καΐ  γρ, 
μας  δίνει  τήν  εντύπωση  πώς  άκοΰμε  το  βόγγο  τοΰ  άρρωστου  (πι- 
στικοΰ)  βοσκού  : 


120 

Βόγγοε  σαν  άγριοδάμαλο  τοΰ  λόγγου  λαβωμένο 

Κ»  ΚρνστάΧΙης 

Στην  παρήχηση  στηρίζονται  και  τά  ποιήματα  με  τον  αντί- 
λαλο. Ή  ομοιοκαταληξία  στά  ποιήματα  αντά  δεν  είναι  δπως  εί- 
δαμε παραπάνω.  Δεν  δμοιοκαταληχτοΰν  συλλαβές,  άλλα  σχεδόν 
ολόκληρες  λέξεις,  έτσι,  ώστε  οί  δμοιοκαταληχτοΰσες  λέξεις  νδναι 
ό  άντίλοιλος  ή  μιά  της  άλλης. 

Μερικοί  τά  ποιήματα  αυτά  τά  θεωρούν  ανάξια  τοΰ  ονόματος 
της  αληθινής  τέχνης  και  είναι  παιδιάστικα  κατασκευάσματα,  πού 
στερούνται  καλλιτεχνικής  αξίας.  "Οταν  βέβαια  ένας  στιχουργός 
με  τά  ποιήματα  του  δεν  κάνει  τίποτε  άλλο,  παρά  νά  κυνηγάη  τέ- 
τοια εξωτερική  εντύπωση,  και  βάζει  ώς  μοναδικό  σκοπό  τό  παι- 
χνίδι αυτό,  δεν  μπορεί  φυσικά  τά  κατασκευάσματα  αυτής  τής 
φροντισμένης  δουλειάς  νάναι  έργα  εσωτερικής  ανάγκης  καΐ  Ιμ- 
νευσης,  πού  είναι  τά  κύρια  γνωρίσματα  κάθε  ποιητικού  έργου. 
Ή  ποίηση  είναι  ψυχικό  ξεχείλισμα,  εσώτατος  κραδασμός,  πού 
παίρνει  ορισμένη  μορφή  με  τή  βοήθεια  τοΰ  νού.  *Π  διανοητική 
δμως  εργασία  δεν  θά  πρέπη  νάναι  κυρίαρχη.  Απλώς  πρέπει 
ν'  ακόλουθη  υποταγμένη  τό  ψυχικό  φοΰντωμα  καΐ  νά  μορφοποιή 
τόν  κόσμο  των  συναιστημάτων.  "Ετσι,  όταν  ενα  τέτοιο  ποίημα 
με  αντίλαλο  είναι  ζήτημα  στιγμής  και  εσωτερικής  διάθεσης  τοΰ 
ποιητή,  δεν  παύει  νάναι  καίνλιτεχνικό  δημιούργημα.  Γιά  παρά- 
δειγμα φέρνω  τοΰ  Εφταλιώτη  «τό  τραγούδι  τής  τ(χβέρνας>,  πού 
είναι  μοναδικό  στό  είδος  του,  πού  ή  μορφή  του  δε  λιγοστεύει 
καθόλου  την  κοΛλιτεχνική  του  αξία.  "Ισα  -  ϊσα  ό  ποιητής  με  τό 
είδος  αυτό  τής  σύνθεσης  τοΰ  ποιήματος  του,  μας  μιλάει  με  τόν 
πιο  χαριτωμένο  τρόπο,  και  με  παιδιάστικο  γέλοιο  καΐ  κλάμα,  γιά 
τόν  πόνο  του. 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ΤΗΣ  ΤΑΒΕΡΝΑΣ 

Πάρε  μαχαίρι  κόψε  με  και  ρίξε  τά  κομμάτια  μου 

μάτια   μον 
ΚαΙ  ρίξτα  μέσα  στό  γιαλό. 

Άπ'  τή  στιγμή  πού  μ'  άφησες  τόν  κόσμο  αυτό  σιχάθηκα 

χάθηκα. 
Και  δέν  ελπίζω  πια  καλό. 

"Αν  βάζεις  τώρα  τ'  άσπρα  σου    και  τά    μαλαματένια  σου 

εν>Όΐα  σου 
θαρθεΐ  δ  καιρός  ποΰ  θά  θρηνείς 


121 


Πού  θα  σταθείς  ατό   μνήμα    μου  νά  πεις    ένα  παράπονο 

κι*  άπονο 
θα  μ'  εΰρβις  δοο  κι'  άν  πονβΐς 

Πάρε  φωτνά  και    κάψε  με  κι*  αντάμα  μέ  τή  στάχτη    μου 

τ*  άχτι  μου 
μες  τά  πελάγη  νά  σκορπάς 

νά  μή  σέ  βρή  το  κρίμα  μου,    μαριόλα  μου   Ηπειρώτισσα 

ρώτησα 
Και  μοΰπαν  άλλον  αγαπάς. 

Α.    Έφταλίώνης 

Παρόμοιο  εΐναι  καΐ  τό  παρακάτω  ποίημα : 

ΣΤΑ  ΜΑΤΙΑ  ΣΟΥ 

θάλασσες  είν'  τά  μάτια  σου 
κι*  έγώ  σ*  αυτές  ο  ναύτης 

π'  α'νάφτβις, 
στις  φλεβρς  μου  γλυκεία  φωτιά 
χα'ι  δέρνει  μια  6ρμή  μου 

τό  κορμί  μου, 
νά  πλανηθώ  σέ  πέλαγα 
στά  πλάνα  τους  περγιάλια 

αγάλια. 
Κι*  έτσι  σιγαρμενίζοντας 
στον  ώριο  τους  καθρέφτη 

θά  θρεφτεί 
γίΐλήνη  τήν  ψυχή  μου. 
ΚοΙ  στ*  άργοφύσημά  τους 

σιμά  τους. 
Καϊ  σάν  γενώ  αφρός  τους, 
δζ  ξεχυθώ  σέ  μιά  'κρη  τους 

δάκρυ  τους. 
Και  πάλι  μές  στις  μπόρες  σου, 
Λς  ακουστώ  σΛν  ήχος  τους 

στίχος  τους. 

Γ.   2α4^1ί}ς 

Τέτοιο  είναι  και  τό  χαθίΐρόγλωσσο  : 

ΗΧΩ  ΚΑΙ  νάρκισσος 

Μακράν  δ  νέος  και  μακράν  ή  κόρη* 

δρη 
άναμεσόν  των, — Τοΰτο  εκλήθη 

λήθη. 
Τοΰ  νέου  ή  καρδία  παγωμένη 

μένει. 
"Εχει  >{η)χρόν  βίς  νεανίδων  βλέμμα 

αίμα. 
Τόν  άγ<ιποΰν,  άλλα  δέν  συγκινείται, 

είτε 
στβνάζει  μία,  ή  έκ  πόθου  πάλλει 

άλλη. 

Λ.  ΒΙΛχος 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ 
ΨΕΓΑΔΙΑ  ΤΟΥ  ΣΤΙΧΟΥ 

1.  Χασμωδία. 

Χασμωδία  λέγεται  το  δυσάρεστο  συναίστημα,  πού  νιώθουμε, 
όταν  προφέρουμε  δυο  ή  και  περισσότερα  φωνήεντα  μαζί.  Αυτά 
μπορούν  να  βρεθούν  ή  σε  μια  λέξη  κοντά-κοντά,  ή  σε  δυο,  πού 
το  ενα  νάναι  τέλος  της  μιας,  το  δε  άλλο  αρχή  της  επόμενης.  Το 
φοανόμενο  αυτό  είναι  ανυπόφορο  στ'  αυτί  μας  και  ή  γλώσσα  μας 
περισσότερο  από  κάθε  άλ?.η,δέν  τό  δέχεται.  Για  τοΰτο  ό  λοώς 
κόβει  την  κακοφωνία  αύτη  προσθέτοντας  ανάμεσα  στα  φωνήεντα 
αυτά  διάφορα  σύμφωνα,  δπως  θα  μιλήσουμε  πιο  κάτω  : 

Ή  χασμωδία  είναι  άσυχώρητο  ψεγάδι  καΐ  αποφεύγεται  άπ' 
τους  στιχουργούς  με  φροντίδα  μεγάλη.  Πιό  αφόρητη  είναι,  δταν 
γίνεται  σε  δυο  λέξεις  και  με  δμοια  φωνήντα  δπως ' : 

Μά  άδικα  τήν  εξώπορτα  τοΰ  μυστηρίου  χτυπά 

/.   Ζβρβός 

Καλότυχο»  οΐ  νεκροί  πού  λησμονάνε 

Δ»  Μαβίλης 

αργά,  βουβά,  καΐ  μαϋρα  άηό^^ε  βράδυ 

Λ,  Πορφύρας 

θ*  ό,ναστενά|ΐί  ή  λαγκαδιά 

καΐ  τήνε  μάθει  ό  "Ολυμπος 

Α,    ΒαΙαωρΙτης 

Πιό  υποφερτή  κάπως,  είναι  ή  χασμωδία  πού  γίνεται  με  διά- 
φορα φωνήεντα  δπως  : 

θέλω  γιο  ίίστερη  φορά 
τ'  αχνό  οου  χείλι  έγέλασε 

Α,    Βαλαωρίτης 


1,  Άπ'  τά  παραδείγματα  ποϋ  θά  φέρω  παρακάτω,  σέ  πολλά  άπ' 
αυτά,  διορθώνεται  τό  ψεγάδι  τής  χασμωδίας  μέ  τή  συνίζηση  ή  τήν 
έκθλιψη,  τά  φέρνω  δμως  δπως  είναι  γραμμένα  για  νά  γίνη  πιό  φα- 
νερή ή  χασμωδία  στο  μάτι  μας. 


125 

δροσάτο  αεράκι 
μέσα  σέ  ίνθότοπο, 
τήν  ΰστερι;  ίβγολβ 

^  Δ,   Σολωμός 

Να  \ράλλ«ι  αγάπες  θεϊκές  τό  στόμα 
θέλω  να  ζώ  σιό  μυρωμένο  αέρα 

Σ.   Μαρζώπης 
"Επλβ*  πάνω  στο  θολό  απέραντο  ωκεανό 

Κ.   Ον^ψης 

Καθώς  βλέπει  καθένας  στους  στίχους  αυτούς,  ή  χασμωδία 
είναι  ανυπόφορη  στην  απαγγελία.  Πιο  πολύ  χτυπονν'  οι  χασμω- 
δίες  τοϋ  τελευταίου  στίχου.  Κάπως  υποφερτή  γίνεται  δταν  πέφτη 
στη  μέση  το\5  στίχου,  έκεϊ  δηλ.  πού  γίνεται  ή  τομή,  οπότε  κα- 
θώς σταματούμε,  ό  στίχος  σκολνάει  καΐ  τό  δεύτερο  μισόστιχο 
φαίνεται  σάν  κοανούργιος  στίχος,  δπως : 

Τί  γελαστή  κι'  όλόχαρι;  |  άγαπημέν*  εΙκόνα 

μή  τό  στεφάνι  διαλυθεί,  |  δν   'γγίξω  σέ-ποιός  ξέρει 

Γ.  Π»ΙΧβ^ψ 

"Η  στο  χορό  τοϋ  ελεύθερον  |  ^  τοϋ  σκλάβου  τό  δαρμό 

Κ,   Παλαμάς 

Εκείθεν  το  έπρύμνισ•  !  «Ις  τοϋ  Κοϋμοΰ   τό  ρεΰμα 

κοΊ  άναβάς  τα  Τάλαντα,  |  «υρέθη  προ.;  τό  γεϋμα 

θ,   'Ορφανίίης 

Τόν  πληγιασμένο  του  λαιμό  |  ίνα  σκυλί  τεντώνει 

Κ,   Ονράψι/ς 

Τραχύς  είνοα  ό  δρόμος  στην  περνάα»,  |  δστατος  είνοα  ό  κόσμος 
οΰτε  κανείς  δε  με  ρωτά«•.  [  βΙ\'  δλα  πεθαμένα  : 

Δ,   Γολίμης 

Ακόμα  κι  δταν  γίνεται  ΰστερ*  από  άρθρο  η  καΐ  μπρος  άπ' 
αυτό,  δπως : 

Στή  βραδυνή  τή  σιωπι^  |  6  μακρινός  6  θρός 

Γ.   Π»λλ*ρέγ 
Ό  Χαροκόπος  που  αψησε  τό  <£γρ(δι  να  δαγκάνει 

Ο.   Μηβπές 

Λιγώτερο  χτυπητή  είναι  ή  χασμωδία,  δταν  γίνεται  σε  μέρος 
τού  στίχου  πού  χρειάζεται  νά  σταματήσουμε  για  τό  νόημα,  η 
δταν  ολόκληρος  ό  στίχος  με  συνεχείς  χασμωδίες  παίρνει  Ιδιαί- 
τερη μουσικότητα  κι'  ανταποκρίνεται  προς  τά  πράγματα,  σε  τρό- 
πο πού  νά  βοηθούν  τό  νόημα.  Στό  στίχο  τοϋ  Ουρσνη,  πού  ανα- 
φέρουμε, 


124 

έπλ««  πάνω  στϋ  Λ^ολό,  απέραντο  ώχρανό. 

ή  πρώτη  χασμωδία  στη  λέξη  « έπλεε ^  με  τα  ε  μας  δίνει  την  εντύ- 
πωση της  άπεραντωσΰνης  τοϋ  πελάγου,  επίσης  κάπο)ς  δικαιολο- 
γούνται και  τα  δυο  ο-ω  στΙς  λέξεις  απέραντο  ωκεανό.  Αυτό  δμως 
πρέπει  να  γίνεται  με  μεγάλη  τέχνη  καΐ  με  προσοχή  καΐ  είναι  εύ- 
κολώτερο  δταν  γίνεται  μέσα  στην  ϊδια  λέξη,  δπως  στΙς  λέξεις 
πέλαο,  αέρος,  χωρίς  κατάχρηση  βέβαια.  Για  τον  ϊδιο  λόγο  ή  πα- 
ρακάτω χασμωδία  δε  -θα  πρέπη  να  ιΐεωρηθη  για  ψεγάδι  στύ  στίχο. 

Με  τά  μάτια  στο  πέλαο  καρφωμένα. 

Λ.   Σιχβλιανός 

Ακόμα  στον  επόμενο  στίχο  τά  συνεχή  α  δεν  τά  βρίσκω  ψε- 
γάδι δπως  τά  θεωρεί  στην  ποιητική  του  τέχνη  ό  Μ.  Τσιριμώκος. 

Νύχτα  αχά  πο^Ο([)ά^α•^•^α  ακόμα  βασιλεύει 

/•    Γρνηάρης 

Παρ"  δλα,  πού  είπαμε  γιά  τή  χασμωδία,  πώς  είναι  ψεγάδι 
πολύ  υπολογίσιμο  στο  στίχο,  Ιν  τούτοις  άριστοι  στιχουργοί  αδια- 
φορούν και  συχνά  τή  βρίσκει  κανείς  στά  έργα  τους. 

Ή  χασμωδία  διορθώνεται  με  τήν  εκθλιψι,  τήν  αφαίρεση, 
τή  συναίρεση,  τή  συνίζηση  και  τήν  παρεμβολή  τού  ν. 

2,  Κακή  παρήχηση  ή  κακοφωνία. 

"Οσο  ή  παρι'ιχηση  είναι  στολίδι  τοϋ  στίχου  υπολογίσιμο  και 
πολύ  συντελεστικό  στην  αρμονία  του,  τόσο  ή  κακοφωνία,  πού 
προέρχεται  άπ'  τήν  κακή  παρήχηση  ορισμένων  συμφώνων  ή  συμ- 
πλεγμάτων είναι  σημαντικό  ψεγάδι  και  κακός  συντελεστής  αρμο- 
νικού στίχου. 

Αυτή  οφείλεται  στην  επανάληψη  κυρίως  συμφώνων,  πού  δί- 
νουν τραχύ  άκουσμα  στο  στίχο  και  τόν  κάνουν  δυσκολοπρό φερτό 
και  ελάχιστα  μουσικό.  Ακόμα,  πολλές  φορές,  τά  σύμφωνα  αυτά 
με  τήν  ακουστική  τους,  μας  δίνουν  τελείως  αντίθετο  νόημα  άπ' 
το  περιεχόμενο  τού  στίχου,  σε  τρόπο,  πού  ή  θαυμάσια  διατυπωστ) 
χάνεται  μέσα  στην  κακοφωνία.  Τά  σύμφωνα  αυτά  είναι  το  σ,  το 
κ,  τό  τ,  το  π,  καΐ  τά  διπλά,  πού  γίνονται  άπ'  αυτά,  δπως  το  ξ 
καΐ  ψ.  Μερικές  φορές  το  ξ,  κάνει  κίΐλή  παρήχηση  δταν  τό  ζη- 
τάη  τό  νόημα. 


125 

Παραδείγματα : 

Σβέσον  μ'  Ιν  σου    πνεϋμα, 
σώσον  μ'  εν  σου  νβϋμα 

Λ.   ΒΙάχος 
Μες  στην  καλοπελεκητή  πινακωτή,  προικιό  της 

Γ.    Δροσίνης 
Τήν  πάσα  ανάσα  τους  κρατοϋν 

/.    Γρυηάρης 
ΚαΙ  τήν  πίκρ'  άπ'  τό  φαρμάκι  πούπιες,  κ'  ήπια 

Μ,    Τσιριμώχος 
Καθώς  κυλάμε  μαζί,  πότ'  εδώ,  ποτ'  έκεϊ  λυπημένα 

Λ»    Πορφύρας 
Πίνω  τον  πόνο  ποϋ  πονοϋν 

Α,  Μβλαχροινός 
μαλλάκια,  που  δέν  τάγγιξε  τοϋ  ψαλιδιοϋ  ή  κόψη 

—  Β,    Ονγχω  μετ.   Κ.   Παλαμά 

Στά  παραπάνω  παραδείγματα  βλέπομε,  πώς  οι  περισσότεροι 
στίχοι  είναι  ανυπόφοροι '  δύσκολα  προφέρονται  και  τό  άκουσμα 
τους  είναι  τρομερά  αντιμουσικό.  Στο  πρώτο  παράδειγμα  του  Α. 
Βλάχου,  μέσα  σε  δυό  στίχους  έχουμε  τήν  επανάληψη  του  σ  εξ 
ςρορές,  πού  τους  κάνει  να  σφυρίζονται  και  τους  δίνει  μια  ιδιαί- 
τερη κακοφο)νία,  πού  νομίζει  κανείς  πο)ς  οι  στίχοι  αύτοι  είναι 
γραμμένοι  σέ  μια  παράξενη  γλώσσα.  Ή  κακοφο)νία  μεγοιλώνει 
μέ  τήν  επανάληψη  τοϋ  π,  ν,  καΐ  μ. 

Στο  στίχο  του  Δροσίνη,  Ιχουμε  πληθωρισμό  τού  π  και  κ,  πού 
του  δίνει  κωμική  ακουστική  και  παίρνει  τήν  όψη  παιγνιδιού.  Τό 
ϊδιο  γίνεται  καΐ  στό  παράδειγμα  του  Μ.  Τσιριμώκου,  και  κάτι 
ανάλογο  στ'  άλλα. 

Δικαιολογημένη  μονάχα  φαίνεται  ή  επανάληψη  τοϋ  σ,  στό 
τρίτο  παράδειγμα,  του  Γρυπάρη.  Τά  δυό  σ  μαζί  μέ  τή  ρίμα  στΙς 
λέξεις  (πάσα  ανάσα),  είναι  σαν  να  επιβάλουν  σιωπή,  πού  Ιχει 
τόση  σχέση  μέ  τό  νόημα  του  στίχου. 

3,  Κολόβωμα  λέξης. 

Ψεγάδι  στό  στίχο  θεωρείται  τό  κόψιμο  καΐ  ό  παρατονισμός 
της  λέξης,  πού  πολλές  φορές  γίνετα*  άπ'  τήν  ανάγκη  τοϋ  μέτρου. 
Ό  ποιητής  δηλ.,  επειδή  τοϋ  χρειάζεται  μια  συλλαβή  λιγώτερη, 
αναγκάζεται  να  κολόβωση  μια  λέξη.  "Ετσι  δμως,  παραμορφώνε- 
ται τελείως  και  γίνεται  κακόφωνη.  Τοϋτο  δικαιολογείται,  δταν  ό 


126 

στιχουργός  γράφη   σε  τοπικές  διαλέκτους  κι  δχι  ανακατωμένα, 

ανάλογα  με  την  ανάγκη  του  στίχου.  ΆντΙ  να  γράψη  π.  χ. 
το  κορμί  σου  γράφει  το  κορμί  σ' 
της  έφερε  »         τσ'  έφερε 

της  αστραπής    >  τσ'  αστραπής 

στό  χέρι  »         στο  χέρ' 

στο  σπίτι  »         στό  σπίτ' 

δσο  να  τρέξει    »         δσο  να  τρέξ'. 
Στό  κολόβωβα  τής  λέξης  μπορούμε  να  βάλουμε  και  τόν  πα- 

παρατονισμό,  πού  κάνουν  οι  ποιητές  πολλές  φορές  για  τό  μέτρο 

ή  γιά  την  ομοιοκαταληξία  π.  χ. 


Τήν  χοινωνιά  θά  πάρη 

Ήτο  στην  δλαλη 
τή  μονοξία 
Στρογγυλοφέγγαρη 
φωτοχυσία 

καΐ  μέ  μούγχρισμα  -ή  γελάδα 
άποκριβται  ερωτικά 


Α,    ΒαΙαωρίτης 


Δ»  Σολωμός 


Τό  κολόβωμα  αυτών  τόδν  λέξεων  και  οΐ  ιδιωματισμοί,  είναι 
πολύ  συχνό  στό  Σολωμό,  πού  κάπως  δικοαολογεϊτοα.'Οπωσδήποτε 
είναι  ψεγάδι  γιατί  δέ  μπορούμε  να  πούμε  τή  μοναξιά  μοναξία,  δταν 
θέλουμε  να  γράψουμε  σέ  γλώσσα,πού  νδναι  απαλλαγμένη  από  ιδιω- 
ματισμούς, δπως  ζητάει  ή  ποίηση  του  Σολωμού,  πού  άπευ-θυνε- 
Χ(3Λ  στην  ολότητα,  δπως  και  κάθε  άλλη  γνήσια. 

4.  Παοαγέμισμα  ατίχον  : 

Αυτό  είναι  αδυναμία  τού  στιχουργού  και  ελάττωμα,  δταν 
προσπαθή  μέ  λέξεις  χωρίς  νά  προσθέτουν  τίποτε  στό  νόημα, 
και  πολλές  φορές  μέ  ταυτολεξίες,  νά  βγαίνη  πέρα  τό  μέ- 
τρο. Οί  καθαρόγλωσσοι  ποιητές  Ικαναν  μεγάλη  κατάχρηση  σ'  αί 
τό.  Στή  γλώσσα  τή  δημοτική  έχουμε  γιά  παραγέμισμα  τά  :  πού, 
μά,  στό,  στά,  θενά,  πού  νά,  κλπ.  και  τήν  επανάληψη  τής  ίδιας 
λέξης.  Δέ  συγκρίνεται  δμως  μέ  τή  φλυαρία   της    καθαρεύουσας. 

Οί  τέτοιοι  στίχοι  είναι  λιγώτεροι  στή  λαϊκή  μας  γλώσσα. 

Φροσύνη,  μ'  έστειλαν  νά  πάω  στο  ξένα, 
νά  πάω  στον  πόλεμο  μεσ'  στή  φωτιά 

Α»  ΒαΙαωρίτιις 


127 

Έδώ  ό  ποιητής  επαναλαμβάνει  τη  λέξη  <'πάω*  δσο  κι  αν  θέ- 
λη  να  μας  παραστήση  πιο  ζωντανό  τον  πηγαιμό  του. 
*Ακόμα  ό  ϊδιος  παρακάτω  λέει  : 

"Αν  ήλθ'  ή  μέρα   μου,  ψνχή,   καρδιά  μου, 
τα  ξένα  χώματα,  ξένα  πουλιά. 

Μέσα  σε  δυο  στίχους  δεν  κλείνεται  κανένα  νόημα*  επαναλαμ- 
βάνονται μονάχα  λέξεις  με  παραπλήσιο  νόημα  «ψυχή  καρδιά»  καΐ 
οί  ίδιες.  Γά  ξένα  χώματα  ξένα  πουλιά.  "Ομοια  επανάληψη  γί- 
νετοα    στο    στίχο    του    Α.  Ραγκαβίί  με  τις    λέξεις  διέ  και  διέτα. 

Δίέ  της  φύσεως  τά  κάλλη  τα  χίλια  ! 
"Εβγα  δί4τα  Ι  καθώς  σ'  άντικρύσουν 

Α,   Ρ,   Ραγχαβής 

Επίσης  στους  στίχους : 

Κι'  αρχίνα  νά  φυσςίς 
Και  μή  μέ  τον  μισ^ς. 


Και  κάμε  τώρα  \άνι, 

Μή  δά  !  μή  κλαις  δά  !  φύόνΜ. 


Α.  ΧριστόηουΧος 


*0  ποιητής  για  νά  βγάλη  πέρα  το  στίχο,  του  χρειαζότανε  εξη 
συλλοιβές,  βρήκε  τήν  αντίστοιχη  λέξη  τοΰ  «φυσάς»,  πού  -θά  δ- 
μοιοκαταληχτήση  «μισείς»  και  ταιριάζει  στο  νόημα.  Πώς  δμως 
νά  γεμίση  ό  στίχος  ;  "Αράδιασε  λοιπόν  τά  «μή,  μέ,  τόν».  "Ετσι 
και  παρακάτω  μέ  τήν  επανάληψη  τοΰ  <δά>  δυο  φορές. 

Το  ϊδιο  βλέπουμε  και  στο  στίχο  τοΰτο  τοΰ  Καρακάση. 

μά  μέ  παρηγορείτε    με  τή  γελαστή  σας  τρέλα 

πού  τον  παραγέμισε  μέ  τις  λέξεις  μα-μέ-μέ-τή,  γιά  νά  βγη  πέρα 
τό  μέτρο. 

δ,  Δοααχέλισμα  : 

Κάθε  στίχος  θά  πρέπη  τελειώνοντας,  νά  τελειώνη  και  τό  νόη- 
μα του.  "Οταν  αυτό  δέ  γίνεται,  άλλ'  εξακολουθεί  καΐ  στους  πα- 
ρακάτω, τότε  λέμε,  πώς  ό  στίχος  κάνει  δρασκέλισμα '.  Τό  ψεγάδι 


Ό  Η.  Βουηερίδης  τό  λ^ει  διασκέλισμα.  Νομίζω  πώς  είναι  πιό 
παραστατικός  ό  δρος  δρασκέλισμα  όπως  βρίσκεται  ή  λέξη  ατό  στόμα 
τοΰ  λαοΰ. 


128 

αυτό  δεν  είναι  άπ'  τα  πολύ  σοβαρά  γιατί  ό  στίχος  δεν  Ιχει  και 
νά  χάση  πολλά  πράγματα,  οΰτε  στο  κάτω  κάτω  είναι  εύκολο  πάν- 
τοτε νά  τελειώνη  το  νόημα  μαζί  με  το  στίχο.  Κι  αν  ακόμα  γινό- 
τανε στους  μεγάλους,  θάτανε  ακατόρθωτο  στους  λιγοσΰλλαβους 
στίχους.  Το  δρασκελισμα  είναι  υπολογίσιμο  δταν  Ιρχεται  γιά  συμ- 
πλήρωμα τοΰ  νοήματος  μιά  λέξη  ή  δυό,  και  σταματάει  απότομα 
και  αρχίζει  παρακάτω  καινούργιο  και  φαίνετοα  σάν  νά  κόβεται 
δλος  δ  στίχος.  Αυτό  έχει  επίδραση  ακόμα  και  στό  μέτρο.  Τέτοιοι 
στίχοι  είναι  οι  παρακάτω  : 

Ή  πόλις  •θο  σέ   ακολουθεί.  Στονς  δρόμους  θα  γυρνάς 

τους  ίδιους 

«Τέτοιους    βγάζει  το  2θ>ος  μας»  θά  λένε 

γιά  σος     

Ή  έκπλήρωσις  της  Ιχνομής  των  ηδονής 

βγινβν 

Κ,   Καβάφης 

Μπροστά  τους  βλέπω  βροντερό  κι'  άψΰ  τον  καταράχτη 
τοΰ  λόγου     

Ο.  Μη»Ηές 
Λάβε  τό  λάδι  έκειό  ποΰμαι  σταλμένος 
νά  σοϋ  δώσω 

Λ.   ΛαοΜο^τφ^ 
Οί  ώρες  μ*  έχλώμιαναν,  γυρτός  ποϋ  βρέθηκε  ξανά 
στό  αχώριστο  τροΜεζι 

Κ,  ΚαρνωχάΜης 

Όπως  Ιχουμε  δρασκελισμα  στό  στίχο,  τό  ϊδιο  μπορεί  νά  γίνη 
καΐ  σε  στροφή.  Έδώ  είναι  μεγαλύτερο  ελάττωμα  γιατί  ό  ποιητής 
μπορεί  νά  κινη-θή  άνετώτερα  μέσα  σέ    μιά    στροφή  παρά  σ'  2να 

στίχο. 

"Εχει  ολάνοιχτο  τό  στόμα 
η'  ώρα^ς  πρώτα  είχε  ντυθη 
τ'  Άγιον  Αίμα,  τ*  "Αγιον  Σώμα 
•  λές  πώς  θέ  νά  ξαναβγη 

Ή  κατάρα  ηοΰ  είχε  άςρήση 
λίγο  πρΙν  νά  άδιχηθ^ 
εΙς  όποιον  δέν  πολεμήση, 
χαι  ημπορεί  νά  ηολεμ'^, 

Την  άχουω.  βροντάει,  δε  παύει 
βίς  τό  πέλαγο  εΙς  τήν  γη. 


129 

και  μουγκρίζοντας  άνάβη 
τί|ν  αιώνια  άστραπι'). 

Δ.    Σολωμός 

Περίσσιο  είναι  νά  μου  λ«ς 
τά  ίδια  άμετραις  βολαίς, 
νά  μοΰ  παροϋΐονιεσαι, 
και  νά  δικαιολογιέσαι 

Πώς  ς'  τοΰ   ^'μοΰ  σον  την  ορμή 
σοΟ  δίνουν  πάντοτε  αφορμή 
οΐ  άτυχοι  γονεϊς  σου, 
και  πέφτουν  ς'  τήν  οργή  συν. 

/.    Βηλαράς 

Ακόμα  ψεγάδια  τοϋ  στίχου  είναι  το  χώρισμα  και  το  μετατό- 
πισμα  της  λέξης.  Συμβαίνει  δηλ.  κατά  το  χώρισμα  νά  τελειώνη 
ό  στίχος  στα  μισά  μιας  λέςης  και  ν'  άρχίζη  ό  παρακάτοί  με  τήν 
υπόλοιπη  μισή.  Τοϋτο  είναι  πολύ  σπ«ίνιο,  δπίος  είδαμε  παρα- 
πίίνω  στο  Σολωμό,  μιλώντας  για  τήν  όμοιοκατοιληξία  σχετικά. 

Στο  μετατόπισμα  ή  λέξη  δεν  παίρνει  τή  λογική  της  ι'^έση  στο 
στίχο,  αλλ'  απ'  τήν  ανάγκη  του  μέτρου  (ίπομακρΰνεται  πολλές 
φορές  και  έτσι  χαλάει  και  το  νόημα.  Ψεγάδια  είναι  και  ι'ι  παρα- 
ιιόρφωση  λέξης  γιατί  γίνεται  για  νά  εξυπηρέτηση  κάποια  δυσκο- 
λία τοϋ  στιχουργού  π.  χ. 

Τί  κοπιάζεις,  αδελφέ,    ν'  άσπρισες  τους  Άράπας  ; 
Νά  καταστήσ\]ς  Περικλεϊς  τοϋ  "Εθνους  τους  Σατράπας  : 

Α.   Σοϋτσος 

Έδώ  ό  στιχουργός  προκειμένου  νά  όμοιοκαταληχτήση  ή  λέξη 
<'Σατράπας>,  παραμόρφωσε  τους  Αράπηδες  ή  Άραπάδες  εις 
<•  Άρ<ίπας-'>. 

Ελάττωμα  του  στίχου  είναι  ακόμα  το  άνακ(χτωμα  με  λέξεις 
της  κα^αϋεΐ'ουσας,  ή  δταν  συναντώνται  μέσα  στον  ϊδιο  στίχο  λέ- 
ξεις πού  βρίσκονται  πλάϊ-πλάϊ  καΐ  μέ  τήν  ενωσή  τους  αητή  βγαί- 
νει νόημα  διφορούμενο  ή  και  κωμικό  πολλές  φορές  η  οποιοδή- 
ποτε άλλο,  ξένο  προς  τό  πι-ριεχόμενο  του  στίχου.  Αυτό  γίνεται  πιο 
φανερό,  δταν  οι  στίχοι  τραγουδιώνται,  δπως  ό  παρακάτο)  : 

Μβγάλη  και^ώς  σ'  έπλασε  ένα  καιρό   ή   Μοίρα 

Σ.   Ματσούκας 

Έδώ  δηλ.  προκειμένου  νά  τοίχγουδήσουμε  τό  στίχο,  ενώνουμε 

.ν»ο/λλΐ7νι»«ή    Μιχριπή  !) 


130 

τις  λέξεις  μεγάλη,  καθώς,  σε  μεγοιληχά-θως  και  φαίνεται  σάν 
να  λέμε,  με  Γοιλλικά.  Αυτό  δμως  είναι  πρό  πάντων  ελάττωμα 
τόΰ  μουσουργού  και  δχι  του  ποιητή. 

01  παρακάτω  στίχοι  πρέπει  να  ι'^εωρηθοϋν  ελαττωματικοί 
γιατί  μπορεί  με  ενα  απλό  διάβασμα  να  δώσουν  διφορούμενο 
νόημα,  άν  δεν  προσέξουμε  στην  ορθογραφία  τους  ή  τη  συνέχεια 
τοΰ  στίχου  π.  χ. 

Ποιάνα  κυρά  ποιανού  παμχάλ€αο\>  Μΰθοο 

Ο.  Μηβπές 
Τον  ξαχασμένο  ή  σύριγγα  οκοΛο  ξανά  άς  λαλήση 

Γ.    "Αγρας 
Αστάχυ  ό  σπόρος  γλήγορα,  «λήθιο  ψθ)μϊ  να  γίνΐ) 

Γ,   Μαρπορας 
Της  Θεοτόκου  το  καντήλι 
Πονβ  ν'  ανάψουν  ή  παληές  νοικοκυράδες 

Τ,   Μωραϊχίψιις 

"Ετσι  αύτοΙ  οι  στίχοι  μπορεί  νά  ύποτεθη  πώς  μιλούνε  δ  πρώ- 
τος γιά  «πιάνα»  καΐ  ό  δεύτερος  για  κάποιον  <- ξεχασμένο».  Ό 
παρακάτω  άντΙ  γιά  στάχυ  μπορεί  ακοΰντάς  τον  κανείς  νά  νομίση 
πώς  λέει,  «ας  τάχει  ό  σπόρος»  καΐ  ό  τελευταίος  πώς  ανάψανε  οί 
παλιές  κυράδες,  αν  προς  στιγμήν  ξεχάση  τόν  παραπάνω  στίχο  που 
συνδέεται.  Τα  φαινόμενα  αυτά  είναι  δχι  και  σπάνια  καΐ  βρί- 
σκονται και  σε  κ(ΐλούς  ακόμια  στιχουργούς. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ 

ΤΕΧΝΙΚΑ  ΜΕΣΑ  ΤΟΥ  ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΥ 

Ό  ποιητής  για  ν'  αποφυγή  δλ'  αυτά  τα  ψεγάδια  πού  αναφέ- 
ραμε, ή  να  τα  κάνη  υποφερτά  τουλάχιστο,  μεταχειρίζεται  διά- 
φορα μέσα  τεχνικά,  πού  εξυπηρετούν  το  σκοπό  του.  Τέτοια  εί- 
ναι ή  συνίζηση,  ή  ^κι*)λιψη,  ή  κράση,  ή  αφαίρεση,  ή  συναίρεση, 
ή  παρεμβολή  γράμματος,  και  οί  ισοδύναμες  ή  συνώνυμες  λέξεις. 

1.  Συνίζηση :  ΕΙνοα  μέσο  με  το  όποιο  (αποφεύγεται  ή  χα- 
σμωδία.  Μέ  τήν  τεχνική  μάλιστα  συνίζηση,  πού  έγκειται  καΐ 
τοΰτο  στην  ικανότητα  τοΰ  στιχουργού,  κατορθώνετε  και  μιά  ίδιοιί- 
τερη  αρμονία  στο  στίχο.  Ή  συνίζηση  δεν  είναι  κάτι  πού  μπορεί 
'ΐπόλυτα  να  μπή  σε  κανόνες  ώρισμένους.  Ή  τέχνη  της  βρίσκεται 
στην  (χλά-θητη  καλαισθησία  τοΰ  ποιητή.  Αυτός  ξαίρει  πότε  θα  με- 
ταχειριστή  τον  α'  ή  β'  τρόπο,  για  νά  μας  δώση  τήν  αρμονία  τον 
στίχου. 

Παρ'  ολα  αυτά  υπάρχουν  και  περιπτώσεις,  πού  μεγάλοι  στι- 
χουργοί κάνουμε  συνίζηση,  πού  είναι  χειρότερη  από  μιά  (τνυπό- 
φορη  χασμωδία.  'Οπωσδηποτε,ή  συνίζηση  είναι  μέσο,  πού  απο- 
φεύγεται ή  χασμωδία  και  είναι  στοιχείο  πού  εξυπηρετεί  τόν  αρ- 
μονικό στίχο.  Περισσότερο  μιλήσαμε  γι'  αυτή  πιό  μπρος,  επειδή 
εΤτανε  ανάγκη  νά  ώδηγήσουμε  τόν  αναγνώστη,  πώς  θά  πρέπη  νά 
δΐίΐβάζη  σωστά  ένα  στίχο,  αν  και  ή  θέση  της  εϊτανε  εδώ  νά  εξε- 
ταστή. Παρ'  δλο  δμως  το  εξέτασμα,  δεν  εξαντλήσαμε  δσο  θά- 
πρεπε  τό  θέμα  μας  γιατί  δε  θάτανε  εύκολο  νά  βάλουμε  σε  ξεχωρι- 
στούς καΐ  τέλεια  ξεκαθαρισμένους  κανόνες  δ, τι  άφορα  τό  κεφάλαιο 
αυτό  τής  συνίζησης,  άφοΰ  οί  ϊδιοι  ποιητές  δεν  τηρούν  ε  να  μέτρο 
καΐ  κατά  τάς  περιστάσεις  εφαρμόζουν  μ'  απόλυτη  ελευθερία  τη 
συνίζηση.  Μιά  πού  οί  ϊδιοι  στιχουργοί  δεν  καθώρισαν  μέ  τά  2ργ(ΐ 
τους  νόμους,  τό  έξέτασμά  τους,  γιά  τήν  ώρα  τούλιίχιστο,  θάτανε 
δύσκολο  καΐ  θά  βρισκότανε  στην  ανάγκη,  εκείνος  πού  θά  επιχει- 
ρούσε νά  τους  κατάταξη,  νά  φανή  ανακόλουθος  σέ  πολλά  σημεία. 

2.  Έκΰ'λίψη :  "Οπως  και  ή  συνίζηση,  Ιτσι  καΐ  ή  έκθλιψη, 
τους  ίδιους  σκοπούς  επιδιώκει  στην  τεχνική  τοΰ  στίχου,  πώς  δηλ. 
ν'  άποφεύγωνται  οί  χασμωδίες.  Ή  ?κθλιψη  γίνεται  μέ  τό  δΐίόξΐ[ΐο 


1^2 

ρ,νός  φωνήεντος.  Αυτό  συμβαίνει  να  είναι  Γ)  το  τελευταίο  της 
πρώτης  λέξης,  πού  ένοινεται  μέ  το  πρώτο  της  επομένης,  πού  ■θα 
γίνη  ή  χασμωδία,  ή  το  τελευταίο  της  πραίτης.  Π. χ.  τ'  άσχηιιο, 
τ'  ανέλπιστο,  τ'  άγριο,  μ'  άνοιξε,  κ'  ήλθε,  σ'  άτεχνο,  σ'  ά}ν).ο, 
κ'  Ιφυγε,  κ'  έγινε,  κ'  είδε  κλπ.  παντ'  αύτ(ί,  τή  μέρ'  αύτι'ι,  την 
άδολ'  αγάπη,  την  ΰστερ'  εκείνη  κτλ. 

Η.  Κοάαη :  Μ' αύτη,  ή  τελευταία  συ)νλαβή  μιας  λέξης  πού 
τελειώνει  σε  φωνήεντο  ένοόνεται  με  την  προηη  της  επόμενης  λέ- 
ξης σε  μια,  για  να  μη  γίνη  χασμωδία. 

Π.χ.  τοΰδωκα,  πούτρεχε,  τούρχεται,  σοΰκανα,  σονλεγε  κτλ. 
Ή  κράση  πρέπει  να  γίνεται  με  προσοχή,  γιατί  δεν  είναι  πάντοτε 
συντελεστική  στην  αρμονία  τοΰ  στίχου.  Με  την  ένωση  των  δυο 
φωνηέντοον  δεν  έχουμε  πάντα  καλό  αποτέλεσμα.  ΓΓ  αυτό  πρέπει 
να  γίνεται  όχι  συχνά  καΐ  με  τέχνη. 

4.  Αφαίρεση:  'Η.  αφαίρεση  είναι  μέσο  τοΰ  ποιητή  απαραί- 
τητο και  πολύ  συχνά  γίνεται  χρήση  της.  Μ'  αυτή  6  στιχουργός 
θα  διαμόρφωση  δπως  τοΰ  αρέσει  τό  στίχο,  κόβοντας  λέξεις  πού 
τοΰ  χρειάζονται  σνό  ιιέτρο  κατά  μία  συλλαβή  μικρότερες,  αποφεύ- 
γοντας έτσι  τή  χασμοίδία.  Με  τήν  αφαίρεση  πολλές  ο,οορές  πετυ- 
χαίνεται και  αρμονία  τοΰ  στίχου"  γίνεται  κάτι  ανάλογο  με  τή 
συνίζηση  π.χ.  άπο  δώ,  από  μπρος,  για  δω,  από  κει,  σαν  χτες  κλπ. 

5.  Σνναίρεαη :  Μ'  αυτή  λιγοστεύουμε  λέξεις  κατά  μια  συλ- 
λαβή άνιίλογα  με  τήν  ανάγκη  τοΰ  μέτρου  και  τήν  αρμονία  τοΰ 
στίχου.  Ή  συναίρεση  είναι  κάτι  παρόμοιο  με  τΙς  ισοδύναμες  καΐ 
συνώνυμες  λέξεις,  πού  θά  [ΐιλήσουμε  πιο  κάτω.  "Ετσι  με  τή  συ- 
ναίρεση λέμε  άντΙ  γελάει -γελά,  σπάει  -  σπα,  γυρνάει  -  γυρνά  κτλ. 

♦).  Παρεμβολή  γράμματος:    Γιά  ν' αποφυγή   ό   στιχουργός 
τή   χασμωδία  παρεμβάλλει  ενα  γράμμα  και   πρό   πάντων  τό    ν, 
έτσι,   ώστε  νά   κόψη   τήν   κακοφωνία,  πού   .προέρχεται   άπ'  τήν 
ένωση  δύο  φο)νηέντων.  Τό  φαινόμενο  αυτό  τό  βλέπουμε  όχι  μο- 
νάχα στην  προσωπική  ποίηση,  αλλά  και  στή  δημοτική.  Αυτό  είναι 
δείγμα  πόσο  αισθητό  ψεγάδι  είνοα  ή  χασμωδία  και  πόσο  δύσκολα 
τήν  ανέχεται  τ'  αντί  τοΰ  λαού.  Με  τήν  παρεμβολή  αυτή  αποφεύ- 
γει ό  λαός  και  τήν  ένωση  δύο  φωνηέντων   μέσα  στην  ϊδια  λέξτ). 
Ετσι  λέγει :  παιδνιά,  τραγούδ^ια,  καινούρνιο,  αγέρας  κλπ. 
Σήμερον  άσπρος  ουρανός 
σήμεραν  άσπρη  μέρα 
Κι'  όντας  διαβαίνει  μοναχό,  γλυκό  φιλί  ν'  αρπάζει 

δν  τύχη  ηίκρα  γ*  ή  χαρά,  εγώ  νά  σοΰ  τή  φέρω 

Δημοτικά 


1.33 


Κι'  ίμπρός  σε  τόση»»  ομορφιά.  βα\>ιά  μου 
άπό  τήν  πόλιν  ανεβαίνει  και  οκορπίζεται 
Στην  άκροποταμιάν  αλάφι  ζο)γραφίζει 


Κ,  Χατζότίονλο^ 
Α.  ΠροββΙβγγιο^ 
Κ.  ΚρνστάλΙης 


7.  Ισοδύναμες  καΐ  συνώνυμες  λέξεις:  01  Ισοδύναμες  και 
πννίόνυμες  λέξεις  στη  γλώσσα  μας  είναι  τόσο  πολλές  και  πόλο 
εξυπηρετούν  τον  ποιητή,  πού  βρίσκεται  πολλές  φορές  στην  «Λνάγκ»ι 
να  θέλη  να  κόψη  μια  συλλαβή  κάποιας  λέξης,  γιατί  έτσι  ζητάει  το 
μέτρο.  Τότε  για  να  μη  βλαψη  το  νόημα  τοΰ  στίχου,  αντικατασταί  • 
νει  αύτη  [ΐέ  μιαν  άλλη.  Μπορεί  ακόμα  να  μη  παθαίνη  τίποτε  τθ 
μέτρο,  άλλα  ό  στίχος  να  γίνεται  καλύτερος  σέ  αρμονία,  αν  μιά 
λέξη  του  άλλαχτή  μέ  μιαν  άλλη  συνώνυμη.  "Ετσι  ό  ποιητής  ανά- 
λογα μέ  τήν  ανάγκη  τοΰ  στίχου  του  διαλέγει. 


Ισοδύναμες 

Συνώνυμες 

παρά^Ουρο 

/> 

παραθύρι 

μαζί 

» 

αντάμα 

.ποδάρι 

» 

πόδι 

σελήνΐ) 

» 

φεγγάρι 

Λειλινό 

» 

δείλι 

πέτρα 

» 

λιθάρι 

πηγαίνω 

» 

πάω 

ήλιόγερμα 

» 

ηλιοβασίλεμα 

πήγε 

» 

πάησε 

νύχτωσε 

» 

θόλωσε 

άλλον 

» 

άλλονε 

σπλάχνα 

» 

σωθικά 

αντοϋ 

» 

αύτυυνού 

άργυρος 

» 

ασημένιος 

ί  κείνου 

» 

εκείνου 

άπιθοΑ'ω 

» 

ακουμπώ 

ι>έλεις 

» 

ι>ές 

σκούρος 

» 

μουντός 

λουλούδι 

» 

λούλουδο 

παρθένες 

» 

κόρες 

ήλχο\' 

» 

ήλιου 

λάμψη 

» 

γυαλάδα 

σχιά 

» 

ήσκιος 

δίχως 

» 

χωρίς 

κάποιον 

» 

καποιανοΟ 

κοπάδι 

» 

μπου/.ούκι 

.ιάντοτε 

» 

πάντα 

ρόδα 

» 

τριαντάφυλλα 

κυρές 

» 

κυράδες 

πέρασμα 

» 

διάβα 

δάσκαλοι 

» 

δάσκαλοι 

χρυσός 

» 

μαλαματένιος 

ιινήμα 

» 

μνιιμοϋρι 

πόθος 

» 

λαχτάρα 

γεράματα 

» 

γερατειά 

άρωμα 

» 

μοσχοβολιά 

όνειρα 

» 

όνείρατα 

κίτρινος 

» 

χλομός 

πλανεύτρα 

» 

πλάνα 

μάγια 

» 

γητιές 

ακυμένοι 

» 

σκυφτοί 

λογισμός 

» 

σκέψη 

απ'  τις  παροοχάνω  λέξεις  είναι  στο  χέρι  του  ποιητή  να  διάλεξη 
οποία  θέλει,  ανάλογα  μέ  τον  τονισμό  καθεμιανής,  μέ  τον  άριθμύ 
των  συλλαβών,  τήν  ηχητική  κάθε  λέξης  κλπ.  Εκείνος  ξαίρει  πότε 
θά  πή  αέρας  και  πότε  αγέρας,  πότε  βουητό  και  πότε  μουγκριτύ, 
πότε  ωραίος  καΐ  πότε  όμορφος. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΕΤΑΡΤΟ 
ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΙ  ΤΡΟΠΟΙ  ΤΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ 

Ό  ποιητής,  όπως  δταν  πρόκειται  ν'  αποφυγή  τα  διάφορα 
ψεγάδια  τον  στίχου,  πού  αναφέραμε,  μεταχειρίζεται  τα  τεχνικά 
μέσα,  έτσι,  προκειμένου  να  έκφραση  καλύτερα  τις  σκέψεις  του 
πιο  ζωντανά  και  ποιητικά,  μεταχειρίζεται  τους  παρακάτα)  τρό- 
ποι>ς,  πού  είναι  καΐ  τα  καλολογικά  στοιχεία  τοΰ  στίχου.  Αυτοί  εί- 
ναι κυρίως  :  Ή  εικόνα,  ή  αλληγορία,  ή  παρομοίωσΐ],  ή  μεταφορά, 
ή  συνεκδοχή,  ή  περίφραση,  ό  πλεονασμός,  ή  προσωποποίηστ),  ή 
αντίθεση,  ή  υπερβολή,  ή  άποσιώπτ|ση,  ή  αναστροφή,  και  ή  ερώ- 
Τίίση. 

1.  Εικόνα  :  Μ'  αυτή  ό  ποιητής  μά;  δίνει  πιο  ζωντανά  τΰ 
νόημα  ενός  στίχου  γιατί  λαβαίνουμε  αϊσι^ηση  μιας  έννοιας  δίνον- 
τας α"  αυτή  κάποια  υλική  υπόσταση  π.  χ. 

Ή  άνοιξη  σά  βόρυπνη  παρθ^ίνα 

/.    Γρνηάρης 

Ελπίδες,— πυργοδέσποινες  παρθενικές  πού  ζούσαν 
Ό  πόθος  τους,  Δεσμώτης  καρφωμένος 

Ο,  Μηβπές 

2.  'Λλληγο^ία:  Ή  αλληγορία  μπορεί  νά  βρίσκεται  ή  σε 
μιά  λέξη  η  και  σε  ολόκληρο  ποίημα.  Ό  ποιητής  μ°  αυτή  εννοεί 
άλλα  παρ'  δ, τι  παριστάνει  με  τις  άλληλογορικές  λέξεις : 

Σήμερα  αρραβωνιάζεται  άητός  τήν  περιστέρα 

Δημοτιχό 

«Μέριασε,  βράχε,  νά  διαβώ  !»  Τό  κΟμ*  ανδρειωμένο 

Λ,   ΒαΧαοορίτης 

3.  Παοομοίωση  :  Με  τήν  παρομοίωση  παρίίλληλίζονται  έμ- 
ψυχα ή  άψυχα  σχετικά  μεταξύ  τους  γιά  νά  γίνίονται  πιο  φανερά. 

μον'  τά  κοράκια  φεΰγουνε  κοπαδιαστά  οά  νάναι 
των  σκοτο)μένων  οί  ψυχές  πού  στά  ουράνια  πάνε 

/.    Γρνηάρης 

Έφούσκωνε  τ*  άερι 

λευκότατα  πανιά 

ωσάν  τϋ  περιστέρι 

πού  άπλ<άνει  τά  φτερά 

Δ.    Σολωμός 


135 

Κυλά  τό  βρόχινο  νερό  και  πάει  σάν  μοιρολόι 

7*.   Μωραϊτίηις 

Ζάχαρι  νάναι  ό  ύπνος  σο\ι  και  μέλι  τόνειρό  σου 

Γ.    Μαρχορας 

4.  Μεταφορά  :  Είναι  ή  εικονική  παράσταση  μιας  ενοιας. 
Μ'  αύτη,  μια  λέξη  μεταφέρεται  εξω  απ'  την  κΰρια  σημασία  της 
σ'  άλλη,  σέ  τρόπο  πού  παίρνουν  ζωή  τα  άψυχα  και  ενεργούν  λο- 
γικά τα  ζώα  καΐ  παρουσιάζονται  με  αισθήματα  (χναλογα. 

Ποϋ  ιδρώνει  ή  φύση  βαρβατιά 

/.    Γρνηάρΐ)ς 

Χίλιες  φορές  την  άκουσεν  ό  βράχος  στον  άθέρα 

Α.    ΒαΙαωρίτι^ς 
Ένα  βουνό  άποπάνω  της  άγρυπνοστεκει 

Κ.    ΠαΙαμας 

Τά  ζάλογγα  μαυρολογούν  σκύβουν  τα  φρύδια  οί  βράχο*. 

Κ.    Κρνστ άλλης 

5.  Σννεχδοχ-ή:  Είναι  ό  λεκτικός  τρόπος  με  τον  όποιο  εν- 
νοούμε τό  μέρος  απ'  τό  δλο,  ή  τό  δλο  (χπ'  τό  μέρος.  Τά  πολλά 
απ'  τό  ενα  ή  τό  ε  να  απ'  τά  πολλά.  Τό  γένος  απ'  τό  είδος  ή  τό 
είδος  απ'  τό  γένος.  Την  ύλη  άντΙ  τό  φτειαγμένο  απ'  αύτη  αντι- 
κείμενο κ.τ.λ. 

Κ'  ή  πολιτεία  όλη  κόμπιασε  σάν  είδε  νά  σταθή 

Ο.  Μηβπές 
Στρώνει  τήν  τάβλα  νά  γλεντούν  πολλώ  λογιώ  τραπέζι 

Δημοτίπό 
της  αργατιάς,   της  αρχοντιάς  δαρμένοι,  απομεινάρια 

της  φλόγας  και  τοϋ  μαχαιριού 

Κ,   Παλαμάς 

6.  Περίφραση  :  Ή  περίφραση  είναι  συχνότατο  παραστατικό 
(ΐέσο  τού  ποιητικού  λόγου.  Άντι  νά  μεταχειριστή  ό  ποιητής  μιά 
λέξη,  ή  οποία  γιά  τον  πεζό  λόγο  θά  εϊτανε  αρκετή  νά  δηλώση 
μίαν  έννοια,  μεταχειρίζεται  περισσότερες  γιά  νά  τήν  παραστήση 
πιο  ζωντανά.  Ή  περίφραση  πρέπει  νάναι  γεμάτη  (ίπό  ποιητικό 
περιεχόμενο  καΐ  τέλεια  διατυπωμένη,  διαφορετικά  δεν  προσθέτει 
ατό  στίχο,  δταν  μάλιστα  είναι  ασαφής  καΐ  καταντάει  απλή  πολυ- 
λογία π.χ. 

Δέσε     γιά  στέφανο  τά  εφτά  χρώματα  τοϋ  Απρίλη  ! 

Τ.  Άγρας 
Τής  λέει  στροφές  θλιμμένου  τραγουδιού 

7*.  Μωραϊτίηις 


136 

Κι'  άπ'  τΐ)  γωνιά,  ό  καλός  της  λήθης  σύντροφος 
τ*  άγατιημένο  μας  παλιό  ρολόϊ 

Α .   Πορφύρας 

7.  Πλεονασμός :  Είναι  ή  επανάληψη  της  ϊδιας  λέξης  για 
έμφαση,  ή  και  των  ϊδιων  φράσεων  ακόμα.  Ό  πλεονασμός  δί• 
θα  πρέπη  να  επαναλαμβάνεται  συχνά  γιατί  πετυχαίνονται  αντί- 
θετα αποτελέσματα,  άπ'  δ, τι  ζητοΰμε.  Αύτουνο\3  γίνεται  συχνή 
χρήση  στα  δημοτικά  μας  τραγούδια,  πυύ  το  δεύτερο  μισόστιχο 
τΙς  περισσότερες  φορές  επαναλαμβάνεται  ολόκληρο  η  και  ελά- 
χιστα διάφορο. 

Πουλάκια  είναι  κι'  όΐς  κελαϊδοΰν,  πουλάκια  είναι    κι'  άς  λένε 

Δημοτ$χ6 

Χαρά  στον  όπου  γλύτωσε,  χαρά  στον  πδχει  φύγει 

Ι.  Γρνηάριις 

Μωρέ  βουνά,  ψηλά  βουνά,  ψηλά   και  δασωμένα 

Κ.   ΚρυστάλΙης 

8.  Ποοαωηοηοέηαη :  Στην  προσωποποίηση  παρουσιάζονται 
σαν  ζο)ντανά,  πού  παίρνουν  σάρκα  και  οστά,  δχι  μονάχα  άψυχα, 
και  σκέφτονται  ή  αισθάνονται,  άλλα  καΐ  ιδέες,  πού  ποαρνονν 
προσωπική  παράσταση  ανάλογα  με  τη  φαντασία  τοΰ  ποιητή.  *Η 
προσωποποίηση  είναι  πολύ  συχνή  στην  ποίηση  καΐ  είναι  πολύ 
συντελεστική  στή  δη[ΐιουργία  ποιητικών  εικόνων.  Μ'  αυτή  δ  ποιη- 
τής θα  μας  παρουσίαση  αφηρημένες  έννοιες,  δπως  της  ελευθε- 
ρίας, της  δόξας,  τοΰ  πόνου,  της  χαράς  κλπ.  σαν  ζωντανά  δντα, 
πού  θα  μας  μιλήσουν  παραστατικίοτατα  π.  χ. 

Στων  Ψαρών  τήν  ολόμαυρη  ράχη 
περπατώντας  ή  Δόξα  μονάχη 
καΐ  στην  κόμη  στεφάνι  φορεί 

Δ,   ΣοΙωμός 

Με  γυμνό  πόδι  στα    πλούσια  τα  λουλούδια 

με  ξέπλεγα  στΙς  αΰρες  τα  μαλλιά  της 

πετά  ή  τρελλί)  Χαρά  μέ  τά  τραγούδια 

παιδούλα  δροσερή  σά  μοσχομπάτης 

Ι.   Γρνηάρης 

Αγάπη,   Έσύ,  χαρά  της  γης 

και  τούρανοι3  ευλογία, 

γλυκεία  σάν  τ*  άστρο  της  Αυγής 

μεγάλη  σάν  τήν  Παναγία 

Κ,   Παλαμάς 


137 

9.  Άντίϋ•εαη ;  "Εννοιες  τέλεια  διαφορετικές  μεταξύ  τους,  ή 
εικόνες,  συσχετίζονται  για  να  φανή  πιο  ζωηρή  ή  διαφορά  πού 
υπάρχει  ανάμεσα  τους. 

Εΰ^μη  καΐ  πρόσχαρη  φθάν    ή  Πασχαλιά 
κοί  γελοϋν  και  χαίρονται  κ*  οΐ  χαροκόποι  ! 
Ή  καμπάνα  ί)  δύστ>7.'Ί  με  β(?<»χνή  λαλιά 
θλιβερά  σιιμαίνει 

Ι.    Ποϋμηζ 
Χαλίκια  επάνω  της  καθείς  πετά, 
κ'  εκεί  ν '  ή  δύστνχη,    χαρά  γιομάτη 
για  τά  .  .  .  κουφέτα  το»ις  τονς   'φχαριστά  ! 

/.    Τσαπασιανος 
Μα  τύ  τραγούδι,  υσο  γλυκό, 
όσο  χαρούμενο  κι'  αν  βγαίνΓ). 
έχει  ενα  μάγιο  μυστικό  : 
ή  γλύχα  του    νά  οί   πικραίν^^ 

Α.  "Εφταλιώτης 

Κ).  'Υηεοβολή  :  Μ'  αυτή  παρουσιάζονται  τά  πράγματα  μ'  εκ- 
φράσεις υπερβολικές  πολύ  μεγαλύτερα  ή  μικρότερα  άπ'δ,τι  μπο- 
ρεί νά  υπάρξουν  στην  πραγματικότητα. 

Γιόμησε   ή  θάλασσα  πανιά,   τό  κϋμα  πα^ακάρια 

Δημοτικό 
Στο  έμπα  μπήκε  σάν  άητός,  αχό  έβγα  σάν  πετρίτης 
Στο  έμπα  χίλιους  έκοψε,   στο  έβγα  δυό  χιλιάδες 

Δημοτιχά 

11.  Άποαίώηηση :  Λέμε,  τη  διακοπή  κάποιου  νοήματος  και 
τη  μετάβαση  σ'  άλλο  άσχετο,  σέ  τρόπο  πού  νά  γίνεται  φανερί) 
κείνο  πού  παραλείφτηκε. 

Ώϊμέ,  αδελφέ  μου,  σέ  βαρυγγόμησα 
κ'  ήρθες  .  .  .  τά  ρόδα,  βόλι  σοΰ  μάρανε 

Ν.     Ποριώτης 

12.  Αναστροφή  :  Κατ}ώς  στην  αποσιώπηση  κόβεται  ή  διή- 
γηση τοΰ  λόγου,  έτσι  κι  εδώ,  όχι  γιά  νά  νιώσουμε  κάτι  που  πα- 
ραλείψαμε, πηγαίνοντας  σ"  άλλο  νόη(ΐα,  αλλά  γιά  ν'  άπευι^ί'ύνουμε 
άπ'  ευθείας  σ'  άψυχα  κ(ίΐ  εμψχ'χα  τό  λόγο. 

Και  μέ  λουλούδια  θάρθουν  και  μέ  στέφανα 
Γιά  νά  μάς  άπαντήσοι•ν  άπό  πέρα 
Τά  πλάσματα  σου  —  ώ  Μούσα  μου  —  τά  πρόσχαρα 
Πού  ζουν  μέσ'  την  αιώνια  τήν   ημέρα 

Λ.    Πορφύρας 


138 

Έκτος  άπ'  τα  παραπάνω,  που  (ίναφέραμε,  ό  ποιητής  μετα- 
χειρίζεται την  ερώτηση  για  να  ζωντανέψη  πιο  πολύ  το  λόγο  τον, 
χωρίς  φυσικά  να  περιμένη  απάντηση  σ'  αυτή  πού  τΙς  περισσότε- 
ρες φορές  περνάει  αναπάντητη,  αν  ό  ϊδιος  δε  δώση  απάντηση 
στην  ερώτηση  του.  *Ακόμα  μεταχειρίζεται  •τήν  παράλειψη  ή  τυ 
μετατόπισμα  λέξεων  ανάλογα  με  τήν  ανάγκη  του  στίχου,  τό 
ασύνδετο  προκειμένου  να  δώση  γοργότητα  παραλείποντας  τα  διά- 
φορα συνδετικά. 


Μ  ΕΡΟ  Χ     ΤΕΤΑΡΤΟ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ    ΠΡΩΤΟ 
ΕΙΔΗ  ΣΤΡΟΦΏΝ 

Τά  ποιήματα  γίνονται  καθώς  είπαμε  ('ιπό  στίχονς.  Οί  στίχοι 
αίτΓοΙ  η  μπαίνουν  ό  ίνας  κάτου  απ'  τον  άλλο  μέχρι  τέλους,  ή 
ώρισμένος  αριθμός  στίχων  «'ίποτελεϊ  ξεχωριστό  μέρος  με  ρυθμό 
δμοιο,  ώστε  δλοι  μαζί  ν'  αποτελούν  μιά  ιδιαίτερη  και  ομοιόμορ- 
φη ενότητα.  Τις  ξεχωριστές  αυτές  ενότητες  των  στίχων  τΙς  λέμε 
στροφές.  01  στροφές  κάνουν  την  εξωτερική  φόρμα  τοΰ  ποιήμα- 
τος, τοΰ  οποίου  αύτη  ή  εκείνη  ή  μορφή  μας  δίνει  ιδιαίτερη  εντύ- 
πωση στην  αίσθηση  τοΰ  ματιοΰ  και  μας  ευχαριστεί  ή  ώρισμένη 
τους  άνϋΐλογία,  χωρίς  νά  μας  δίνη  τίποτε  άλλο  απ'  δ,τι  επιδιώ- 
κουν οί  κύριοι  σκοποί  της  ποίησης. 

01  στροφές  έχουν  βαθύτερη  σημασία  και  γινήκανε  από  ανάγκη 
που  τιι  ζητούσε  τό  νόημα  τοΰ  ποιήματος.  Ό  στιχουργός  δηλ. 
δημιούργησε  τό  σύ|.ιπλεγμα  αυτό  των  στίχων,  γιατί  ώδηγήθηκε 
(«π'τήν  ολοκλήρωση  μιας  ιδέας,  πού  πήρε  τέλεια  μορφή  σέ  τρεις 
ή  τέσσερις  στίχους.  Πιό  κάτω,  σαν  θέλησε  νά  σίΓνεχίση  καινούργιο 
νόημα,  είδε  πώς  οί  στίχοι  αΰτοΙ  δεν  είχανε  καμιά  σχέση  μέ  τους 
ίκιραπάνω,  εκτός  άπ'  τό  ρυθμό,  καΐ  δτι  καινούργια  τώρα  Ιδέα 
ζητοΰσε  δικό  τους  σύμπλεγμα  στίχων  και  νέα  ομοιοκαταληξία. 
"Ετσι  γινήκανε  ξεχωριστά  κομμάτια  ενός  καΐ  τοΰ  αΰτοΰ  ποιήμα- 
τος, μέ  δικό  του  τό  καθένα  νόημα,  που  υπηρετεί  την  κΰρια  και 
βασική  έννοια  τοΰ  ποιήματος.  Ή  αρχή  αυτή  ωδήγησε  τόν  ποιητή 
νά  σκεφτή  καΐ  νά  Ιπινοήση  καινούργιες  μορφές  στροφών  και 
νά  σύνθεση  ολόκληρα  ποιήματα  μέ  τΙς  στροφές  αυτές.  "Ετσι 
σιγά-σιγά  συμφωνά  μέ  τήν  αισθητική  τοΰ  κάθε  στιχουργοΰ  και 
τήν  ανάγκη  των  ποιημάτων  έγιναν  διάφορα  εϊδη  στροφών.  Τά 
κομμάτια  δμως  αυτά  δέν  έχουν  ?να  μονάχα  νόημα.  Πολλές  φο- 
ρές συμβαίνει  τό  νόημα  νά  μή  τελειώνη  μέ  τή  στοφή  καΐ  έτσι 
εξακολουθεί  καΐ  στην  παρακάτω  ή  καΐ  στΙς  παρακάτω  στροφές, 
για  νά  τελείωση  στό  τέλος  της   τρίτης  ή  στα  μισά  ακόμα.  "Ετσι 


140 

συμβαίνει  μια  στροφή  να  εχη  δυο  νοήματα.  Αυτό  δεν  είναι  καλό, 
γιατί,  όπως  κάθε  καλλιτεχνικό  μέρος  κάποιου  όλου  αποτελεί  ξβ- 
χωριστή  μορφή  και  γεννάει  ανάλογα  συναιστήματα  με  το  τέλειο 
καλλιτέχνημα,  χωρίς  να  είναι  ανάγκη  να  ύπάρχη  και  το  σύνολο 
των  άλλων  συντελεστών,  πού  συμπληρώνεται  ολόκληρη  ή  ιδέα 
τοΰ  κοιλλιτεχνήματος,  ^τσι  και  ή  στροφή  θα  πρέπη  να  είναι  ανε- 
ξάρτητη καΐ  μακριά  τοΰ  συνόλου  και  μέρος  καλλιτεχνικό  αυτοτε- 
λές, πού  να  προκαλή  ανάλογες  αισθητικές  έπιδιοίξεις.  "Οπως  π.χ. 
μιά  μετα)πη  τοΰ  Παρθενώνα  είναι  έ'να  μέρος  αυτοτελές  κάποιοι• 
συνόλου,  πού  λέγεται  ναός,  και  δεν  παΰει  νά  μας  έξεγείρη  ανά- 
λογα με  τό  δλον  συναιστήματα  καΐ  δταν  ακόμα  είναι  αποχωρι- 
σμένη τοΰ  συνόλου,  έτσι  καΐ  ή  στροφή  σάν  μέρος  αυτοτελές  και 
με  ωρισμένη  μορφή,  δταν  χωρίζεται  άπ'  τό  ολο  καλλιτεχνικό  οΐ- 
κοδόμημα,  τό  ποίημα,  θα  πρέπη  νά  έξεγείρη  παραπλήσια  κ(χλαι- 
σθητικά  συναιστήματα  καΐ  νά  μή  διακόπτεται  ή  καλλιτεχνική 
της  αξία  άπ'  τό  χωρισμό  της.  Βέβαια,  σάν  μέρος  τοΰ  συνό- 
λου, σ'  αυτό  θα  βρίσκη  τήν  τέλεια  καλλιτεχνική  ανταπόκριση, 
μιά  και  τοΰτο  τό  μέρος  έχει  γιά  σκοπό  του,  τήν  εξυπηρέτηση 
της  γενικής  έννοιας,  πού  πετυχαίνεται  απόλυτα  με  τήν  ολο- 
κλήρωση τοΰ  κοΛλιτεχνήματος.  "Ετσι  καΐ  ή  στροφή  δταν  βρί- 
σκεται στό  τέλειο  καλλιτεχνικό  δημιούργημα  μπορεί  νά  μας  έξε- 
γείρη πληρέστατα  συναιστήματα,  αλλά  νά  μή  παυη  νά  είναι  και 
καλλιτεχνικό  μέρος  ανεξάρτητο,  εξυπηρετικό  τοΰ  συνόλου,  δπως 
δεν  συμβαίνη,  δταν  είναι  στερημένη  ολοκληρωμένου  νοήματος. 

"Ασχετα  με  τά  δσα  είπαμε,  αδιαφορώντας  γιά  τοΰτο  τό  απα- 
ραίτητο γνώρισμα  των  στροφών,  μιά  καΐ  δε  φυλάχτηκε  κι'  άπ' 
τους  καλύτερους  στιχουργούς  μας,  θά  φέρουμε  παραδείγματα  δια- 
φόρων ειδών  στροφών  εξετάζοντας  αυτά  μονάχα  ανάλογα  με  τήν 
εξωτερική  τους  μορφή,  πού  κάθε  είδος  μας  παρουσιάζεται,  προσέ- 
χοντας προ  πάντων  στον  αριθμό  τών  στίχων  καΐ  στον  τρόπο  της  ο- 
μοιοκαταληξίας, γιατί  πιό  κάτω  θά  μας  δοθη  ευκαιρία  νά  μιλήσουμε 
εξετάζοντας  τή  στροφή  από  διαφορετική  πλευρά. "Ετσι  ανάλογα  με 
τόν  αριθμό  τών  στίχων  έχουμε  στροφές  δίστιχες,  τρίστιχες,  τετρά- 
στιχες, πεντάστιχες,  έξάστιχες,  έφτάστιχες,  δχτάστιχες,  πολύστιχες. 

1.  Δίαχίχες : 

Τρεις  Μοίρες  πόΟον  έβαλαν  ώστε  νά  σέ  παντρέψουν,       α 
σήμερ'  άποϋ    τσί    χάρες  των  στεφάνια  ^ά  σοό  ηλέξουν     α 


141 

πάλι  |ΐοΰ  ξίππασε  τ'  αύτΙ  γ^νκειάς  φωνής  αγέρας,     α 
Κ'  έπλασε  τ'  άοτρο  της  νυχτός  και   τ'  αοτν>ο  τής  ημέρας      α 

Δ.    Σολωμός 

Ας   ί)ρΟαν  τά  γεράματα  κι'  άς  κύλησαν  οι  χρόνοι       α 
άπ'  τό  ψιμύθι  τοϋ  άλλασμοΰ  κι'  άπ'  τοϋ  χαμού  τΐ(  οκόνη     α 

Κ.    Παλαμάς 
'2.  Τ^ίστιχες  ί)  τερτοίνες  : 

Επήραμε  τί|ν  πΓρδικ(ΐ,  τήν  .τενταπλοιμισμέ νη  α 

κι'  αφήσαμε  τή  γειτονιά  σά  χώρα   κονρσεμένη  α 

σάν  εκκλησιά  αλειτούργητη,  σά  νερατζά  κομμένη  α 

ΔημοτίΜο 

Μά  ή  Ροδόπΐ)  ξέφωτη  στηλίΰνει  τιιν  κορφή  της  α 

αεοοιιρανίς"  κι'  απάνω  της,  οισάν  δροσοστραλίδα  Ρ> 

αέ  φύλλα  ρόδον,  ό  στερνός  γναλίζει  Άπυοπερίτ7]ς       α 

/,    Γρυπάρης 

Δεν  τρέχω  πιά  στις  γειτονιές  α 

για  γάμους  και  γιά  προξενιές  α 

ό  κόσμος  δεν  π<ιντρεύεται  |ί 

Κι'  όίν  παντρεφτή  καμιά  τρελή,  α 

μονάχη  στύ  γαμπρό  μιλεί,  α 

μονάχη  προξενεύεται  ["» 

Γ.  Σονρης 

ΚοΙ  ήρ&ε  1  —  Μά  ή  πλάνη   ήταν  μεγάλη     α 
τοϋ  αγγέλου  τά  φτερά  κερένια  Ρ 

στάχτ'  ή  ρομφαία  ή  σιδερένια  !> 

Τ'.    Δροσίνης 

Άπ'  τά  παραδείγματα  αυτά  καταλαβίίίνει  κανείς,  πος  υί  δί- 
στιχες  στροφές,  απ'  τΙς  όποιες  μπορεί  να  γίνη  ένα  ποίΐ|μα,  οσο 
κι  αν  θέλη  μακρόστιχο,  έχουν  ομοιοκαταληξία  δυό-δΐ'ό  οι  στί- 
χοι. Δεν  μπορεί  άλλοις  τε  να  ε/.ουν  και  άλλη  ποικιλία.  Αντίθετα 
απ'  αυτές  οι  τρίστιχες  έχουν.  Άπ'  τους  τρεις  στίχους  μπορεί  να 
όμοιοκαταληχτοΰν :  ό  πρώτος  με  τον  τρίτο,  ή  ό  πρώτος  με  τον 
δεύτερο,  η  ό  δεύτερος  με  τον  τρ^.το.  Ό  στίχος  πού  μένει  μόνος, 
όμοιοκαταληχτεϊ  με  τό  μονό  της  παρακάτω  στροφής.  Ο'ι  στρο- 
φές αυτές  μπορεί  ν'  ανήκουν  σέ  ποιήματα,  δπως  \^ά  πούμε  πα- 
ρακάτω, πού  νάχουν  στα'ΐ>ερή  πορφη,  οπο)ς  είναι  τά  σονέτιι  και 
άλλα  εϊδη,  ή  και  σ'  άκανόνιστίΐ  ποιήμ(ΐτα,  πού  δεν  έχουν  ώρι- 
βμένον   άριίίμό   στροφών.  Στα  πρώτα,  οί  στροφές   είναι  πιο  τε- 


142 

χνικές  καΐ  ακολουθούν  ώρισμένους  κανόνες.  Τέτοιες  έγραψε  ό 
Μ.  Τσιρμιωκος  καΐ  είνοα  πολύ  τεχνικές,  δπως  μας  δείχνονν  τά 
ποιρακάτω  παραδείγματα, 

Μές  στης  Πλάκας  τά  σοχάχια         α 
ηον  δκχβαίνβι  χεταχτοϋλα  β 

κρυφολένβ  χωρίς  χάχ4α  α 

Πώς  τσϋς  ηόησε  φαρμάχ4α  α 

ή  ξονΟομολλούσα  ή  Κούλα  β 

Μές  στης  Πλάκας  τά  σοκάκια  α 

Τον  καλού  της  ή  Μαρκό,  α 

λαχταρούσε  νά  τον  σύρει  β 

Μέ  τήν  Μάνα  και  τον  Κύρη  β 

Φτάσανε  άπο  τό  χωριό  α 

στ*  Άη-θωμά  τό  πανηγύρι  β 

κι'  οσο  «λήθ^αιναν  οί  γύροι  β 

Μ.    ΤαιριμώΗΟζ 

Στα  δημοτικά  τραγούδια  οί  τρίστιχες  στροφές  έχουν  κάποτε 
και  στους  τρεις  στίχους  ϊδια  ομοιοκαταληξία,  και  βρίσκονται 
σε  μικρόστιχα  ποιήματα,  η  σε  ποιήματα  πού  γίνονται  από  μιά 
και  μόνη  τέτοια  στροφή. 

Επίσης  ό  Σολωμός,  πού  θεωρείται  καΐ  εισηγητής  της  στρο- 
φής αυτής  απ*  τήν  ΊτοΛία,  έγραψε  τέτοιες  τρίστιχες,  χωρίς  νά 
ύπάρχη  στο  τέλος  ένας  μονός  στίχος  πού  νά  όμοιοκαταληχτή  με 
τό  δεύτερο  της  προτελευταίας  στροφής  γιά  τό  κλείσιμο  τοΰ  ποιή- 
ματος. Ό  Σολωμός  όμοιοκατοΛηχτεϊ  τον  πρώτο  μέ  τόν  τρίτο 
στίχο  κάθε  στροφής,  τόν  δε  μεσαίο  τής  προηης,  μέ  τους  δύο 
άκρινούς  τής  δεύτερης.  Τό  μεσαίο  τής  δεύτερης  μέ  τους  δυο 
άκρινούς  τής  τρίτης,  τό  μεσαίο  τής  τρίτης  μέ  τους  δυό  ακρινούς 
της  τέταρτης  στροφής  κτλ.  δπως : 

Γλυκύτατη  φωνή  βγάν'  ή  κιθάρα,  α 

καΐ  σέ  τούτη  τήν  άφραστη  αρμονία  β 

τής  καρδιάς  μου  άποκρίνετοα  ή  λαχτάρα  α 

Γλυκέ  φίλε,  είσαι  σύ,    πού  μέ  τ  ή  θεία  α 

έκσταση  τοΰ  'Οσσιάνον,  είς  τ'  ακρογιάλι  β 

τής  νυχτός  ίμτ^ιυχεϊς  τήν  ησυχία  α 

Δ.    Σολωμός 


143 

Η.  Τετράστιχες : 

01  τετράστιχες  στροφές  γίνονται  καίΚος  το  λίει  και  τ'  δνομα 
τους  από  τέσσερους  στίχους.  Είναι  ή  πιο  συνηθισμένη  καΐ  ή  πιο 
τεχνική  στροφή,  δταν  ακολουιΉ)  (ορισμένους  κανόνες  στο  φτειά- 
;ιμο  της  ομοιοκαταληξίας. 

Μόνυ  μ'  άφηαε   ή  προΛότρα  (ΐ 

«νον  άθλιο  στοχασμό  ^ 

πού  σφιχτά  μοΰ  ζωγραφίζει  γ 

τοϋ  θονάτοτ  τον  καιρό  β 

Ποια  εΙνοΜ,  τούτΐ|  α 

πού  χατεβα(νρι  β 

όσπροντνμένη  β 

οχ  τό  βουνό  ;  γ 

Τι'ιν  είδα  την  Ξανθούλα  α 

τήν  βίδα  ψές  αργά  β 

πού  μπήκε  στί)  βαρχοΰλα  α 

νά  πάει  στην  ξενιτειά  β 

Δ.   ΣοΙωμός 

Έοεΐς  πού  μέ  γεννήσατε  δεν  είχατε  ζωγράφο  α 

στη  ζωή,  και  άπό  καιρό  νεκροί  δεν  είχατε  ούτε  τάφο.  α 

Μήτε  ςραντάσματα  είστε  πιο  οΰτε  όνειρα.  Μαζί  σας  β 

Πώς  είμαι  τώρα,  άσπρόμαλλος,  τό  ακάλεστο  παιδί  σας  :  β 

Ακόμα  ως  πότε  θα  περπατώ  σττ|  στράτα  ;         α 
δλο  αγναντεύω,  γυρεύω,   κάτω,  επάνω.  β 

μχρός,  πίσω,  γύρω    στο  χέρι  μου  δέν  πιάνω     β 
τίποτε.  Αός  μου  πιά  νά  σταθώ.  Περπατά.  α 

Κ.   Παλαμάς 

Τά  παραπάνω  παραδείγματα  μας  δείχνουν  πώς  ή  ομοιοκατα- 
ληξία μπορεί  νά  βρίσκεται  κατά  πέντε  τρόπους  βαλμένη.  Στο 
πρώτο  παράδειγμα  έχουμε  απο  τους  τέσσερους  στίχους  τους  δυο 
ρονάχα  νά  όμοιοκαταληχτοΰν,  τό  δεύτερο  μέ  τον  τρίτο.  ΚαΙ  στά 
δυο  αυτά  βλέπουμε  πώς  ή  στροφή  έχει  τους  δυο  μονάχα  στίχους, 
-■του  παίρνουν  όμοιοί.αταληξία.  Ό  τρόπος  αυτός  δεν  είναι  <ιπ'  τους 
κάλους.  Στό  πρώτο  παράδειγμα  ή  τετράστιχΐ)  στροφή  θά  μπο- 
ρούσε νά  είναι  δίστιχη,  αν  ανταμώσουμε  τον  πρώτο  μέ  τό  δεύ- 
τερο, και  τόν  τρίτο  μέ  τον  τέταρτο.  "Ωστε  μπορονιιε  νά  ποϋμε 
πώς   τό   είδος   αυτό   δέν   είναι   παρά    μιά  δίστιχ^|  στροφή  χωρι- 


144 

αμένί]  σε  τετράστιχη.  Το  τρίτο  παράδειγμα  είναι  τύ  καλύτερο, 
γιατί  ό  στίχος  δένεται  με  το  πλέξιμο  της  όμοιοκατα,ληξίας.  Ή 
τέταρτη  στροφή  είναι  δυο  δίστιχες  στροφές  στη  γραμμή.  Το 
τελευταίο  είδος,  με  την  ομοιοκαταληξία  πριότον,  τέταρτου  καΐ 
δευτέρου  με  τρίτου,  ενώ  έχει  τόσο  τεχνική  ομοιοκαταληξία  τών 
μεσαίων  στίχίον,  έχει  τόσο  ("ΐπομακρυσιιένη  τήν  ομοιοκαταληξία 
τοΰ  πρώτου  με  τοϋ  τέταρτου  στίχου.  Το  πράγ^ια  φαίνεται  κ(ΐλυ- 
τερα  στους  πολυσυλλάβους  στίχους,  τόσο  πού  ξεχνιέται  σχεδόν  ή 
ομοιοκαταληξία.  Το  είδος  αυτό  μοιάζει  σα  να  είναι  δυο  δίστιχες 
στροφές,  πού  ή  μια  σφηνο'^νεται  ανάμεσα  απ'  τους  στίχους  της 
άλλης.  Οι  στροφές  αυτές,  μπορούν  ν'  αποτελούν  και  μοναχές  τους 
ποίημα. 

4.  Πεντάατιχες : 

Στον  καθρέφτη,  π'  άκι^ριαν  εδέχθη  α 

τ)|  γλυκεία  της  παρθένας  εικόνα,  |^ 

μέ  τοϋ  γάμου  στολές  και  κορώνα,  ^ 

ρίχνει  τρείς  ή  παρτ>ένα  ματιές 
τρεις  κυτώντας  τριγύρον   φορές 

Δ.  Σολωμός 

Άλλ'  οπότε  ή  μοίρα  τοϋ  γράφει  α 

τον  δρόμον  τοϋ  κόσμου  να  πάψει,  'α 

ή  Δόξα  καθίζει  μονάχη  Ρ 

στην  πλάκα  τοϋ  τάφου  λαμπρή,  γ 

και  ό  φθόνος  άλλου  περπατεϊ  γ 

Δ.  ΣοΧ<ομο: 

Πώς  μοιάζει  μ'  ένα  θριαμβικό  φεγγάρι  α 

— όίταν  πληθαίνει,  τ'  ούρανοϋ  φαιδρά  καμάρι —  α 

τό  μέτωπο  σου  ώς  τά  μαλλιά  σου  πού  ανεβαίνει  !  β 

Κ"  ενα  λουλούδι,  πού  ή  ψυχή  δέν  έχει  ονοματίσει  γ 

μές  στα  μαβειά  τά  μάτια  σου  βλασταίνει  β 

Τ,    "Αγρας 

Απόψε  πέθαν"  ή  γιαγιά  στ'  άντικρτινό  τό  σπίτι,  α 

ί'να  κερί  θαμπό  -  θαμπό  στό  τζάμι  σιγοτρ^μει,  β 

κλαίει  μέ  πικρό  παράπονο  σέ  μια  γωνιά  ή  ανέμη*  β 

θά  πέταξ'  ή  ψυχούλα  της  προς  τόν  Αποσπερίτη...  α 

απόψε  πέθαν    ή  γιαγιά  στ'  άντικρυνό  τό  σπίτι  α 

1ί,   Λαηα&ιώτης 


145 

Άγράμπελη,  πού  εδέΟηκες  στη  λεύκα  ν.αΐ  ψτ^λωΛει  α 

νά  ζής  καΐ  να  μνριόνεις  στην  αύρα  της  αυγής  ί'» 

κοί  νάεισαι  πάντα  εδώ  ή  ψυχί!  της  όμορφης  πού  έχά<>η  γ 

καΐ  σαν  άνΟύς  μαράθη  γ 

καϊ  πάει  βαθειά  στή  γης  β 

Στ.    Δάφνης 

Στα  παραδείγματα  τα  παραπάνοί  βλέπομε  πενταστιχες  στρο- 
φές με  τις  εξής  ομοιοκαταληξίες. 

1)  Δεύτερος  στίχος,  με  τρίτο  και  τέταρτος  με  πέμπτο. 

2)  Πρώτος  με  δεύτερο  ν,αΐ  τέταρτος  με  πέμπτο. 
.•))  Πρώτος  με  δεύτερο  και  τρίτος  με  πέμπτο. 

4)  Πρώτος  με  τέταρτο  και  πέμπτο,  και  δεύτερο;  με  τρίτο. 

5)  Δεύτερος  με  πέμπτο  καΐ  τρίτος  με  τέταρτο. 

Έκτος  ιίπ'  αντά  -θα  μπορονσε  νά  παρατήρηση  κανείς  και 
άλλα  είδη  ομοιοκαταληξίας,  δπως :  ό  πρώτος  με  τον  τέταρτο  καΐ 
ό  δεύτερος  με  τον  τρίτο  καΐ  πέμπτο  κ. τ. λ. 

Σ7}ν  πενταστιχη  στροφή  κατατασσομε  καϊ  την  ιδιόρρυθμη 
στροφή  τοΰ  Καλβον. 

Γίνεται  φυσικά  ά:ΐ()  πέντε  στίχους  διάφορους  μεταξύ  τους  σε 
άρι-θμό  συλλαβών.  Ό  ποιητής  καθώς  ό  ϊδιος  λέει  ^,  στή  σύνθεση 
τών  ποιημάτων  του  μεταχειρίστηκε  στίχους  έφτασυλλάβους,  με 
πεντασύλλαβο  ιαμβικό  πάντοτε  τύν  τελευταίο  κάθε  στροφής. 

01  πρώτοι  στίχοι  δεν  είναι  πάντοτε  τέτοιοι  πού  τους  ονομά- 
ζει ό  ποιητής,  θεωρώντας  υποχρεωτική  τή  συνίζτ|σί|,  στις  δυο 
τελευταίες  συλλαβές  τών  προπαροξύτονων  λέξεων.  Συχνά  γίνεται 
σ\,•νίζηση  καΐ  στα  μισά  τοΰ  στίχου.  Ό  τρόπος  αυτός  της  συνί- 
ζησης δεν  είναι  παρόμοιος  με  κείνους  πού  εϊδαμε  πιο  μπρος. 
"Ετσι  έμεϊς  προκειμένου  νά  μετρήσουμε  ένα  τέτοιο  στίχο  δέν  θά 
μπορούσαμε  νά  τον  λογαριάσουμε  σαν  έφτασύλλαβο,  άλλα  δχτα- 
σύλλαβο,  σύμφωνα  με  τις  αρχές  τις  νεοελληνικής  μετρικής.  Το 
στίχο  π. χ. 

Τύ  τεΟλιμμένον  φύσημα, 
θά  τον  θεωρήσουμε   ιαμβικό  όχτασύλλαβο   προπαροξύτονο,  γιατί 
ποτέ  δέν  θά  λογαριάζαμε   τις  δυο  τελευταίες   συλλαβές  τοΰ  στί- 
χου   σά  μία,    κάνοντας  υποχρεωτική   συνίζηση  καθώς    θέλει    ό 
ποιητής.  "Ωστε  κατά  τά  λεγόμενα  του,  οί  στροφές  γίνονται   (χπό 


1.  Σχετικά    με    τις    μετρικές    πεποι-νΗ^σεις    τοϋ  ποιΐ)ττ)   κοίταξε  τή 
σημείωση  τών  «Απάντων»  έκδοση  Στοχαστή  σβλ.  170. 


146 

έφτασόλλαβους  στίχους  με  τον  τελευταίο,  πεντασύλλαβο.  Κά^ΐ 
όξυτονος  στίχος  πρέπει  να  ι)εο)ρήται  έξασυλλαβος,  γιατί  ή  τονι- 
σμένη λέγεται  εχτη.  Κάθε  πεντασΰλλοιβος  δέ,  είναι  ποιροξυτονος. 
"Ασχετα  μ'  αυτά,  εμεϊς  τ>ά  λέγαμε  πως  ή  στροφή  τοί5  Κάλ- 
βου είναι  πεντάστιχη  φτειαγμένη  με  τους  τέσσερις  πρώτους  στί- 
χους δχτασυλλαβους,  εφτασΰ/^ναβους  ή  έξασΰλλαβους  και  με  τον 
τελευταίο  πεντασΰλλοιβο,  χωρίς  να  λείπουν  και  μεγαλύτεροι  χίί- 
που,  κάπου,  στίχοι,  δπίος  βλέπη  κανείς  στο  δεύτερο  στίχο  τής 
δεύτερης  στροφής 

Οί  στίχοι  του  έχουν  συχνά  παρατονισμούς  σε  μονές  συλλαβές 
προ  πάντων  στην  τρίτη,  και  παίρνουν  κάποτε  αναπαιστική  μορφ»;. 
"Οπωσδήποτε  είναι  τΙς  περισσότερες  φορές  ιαμβικοί  με  ποιρατο- 
νισμούς  σέ  μονές  συλλοιβές  πού  ταράζεται  ό  ρυθμός  τους. 
Παραδείγματα : 

Ας  μΐ|  βι^έξει  ποτέ 

Το  σύννεφον,  και  άνεμος 

Σκλΐ|ρό;  ας  μή  σχορπίσο 

Το  χώμα  τό  μαχάριον 

Ποϋ  οάς  σκεπάζει. 

Βλέπω,  βαθειά,  μιαν   σπίθα* 

Πλησιάζει*  μεγαί.όνεταΐ" 
Ωσάν  κύκλος  αμέτρητος, 
Ώς  πέλαγος  φλογώδες 
Εμπρός  μου  άπλώθη. 

Α,  ΚάΙβος 

5.  'Εξάαχιχες :  Απάνω  στην  ποικιλία  της  πεντάστιχης  στρο- 
<ρης  πού  αναφέραμε,  γίνονται  και  οί  έξάστιχες,  έφτάστιχες  καΐ 
οί  οίλλες  μεγίΐλύτερες.  Για  να  μίι  επεκτεινόμαστε  πιο  πολύ,  ποί» 
δέν  -θα  εϊτανε  απόλυτη  •ο'άγκη,  φέρνουμε  μερικά  παραδείγματίί 
χωρίς  μ'  αυτά  νά  εξαντλούμε  τις  ποικιλίες  των  διαφόρο)ν  στρο- 
φών, πού  μπορεί  κάθε  στιχουργός  νά  Ιγραψε  ή  νά  επινόηση. 

Μούτιε  :  «άκουσε  παιδί  μου,  α 

οπού  νάχεις  τι^ν  ευχή  μον.  α 

δσοι  μήνες  με  τό  ρώ,  β 

τό  χρασί  '/ωρΙς  νερό*  β 

κι*  δσοι  μήνες  δίχως  ρώ,  β 
βάζε  στο  χρασΐ  νερό 


Α»   Καγταχονζιιτός 


ΤΙγκι,  τούγκ  !...  μεγάλη  σχόλη  α 
«άξιος»  φωνάζουν  δλοι  α 


147 


νέοι  γέροι  και  παιδιά 
λΐά  μέ  δλο  της  το  νάζι 
«Υπεράξιος»  φωνάζει 
τρβΐς  φορές  κι"  ή  παπαδιά 


Γ.    Σονρψ^ς 


"Ασε  τότε  τό  κϋμα  οπο»'  θέλει  νά  σπάζει,  α 

ασ'  τΙς  ζάλες  νά  σέρνουν  τυφλά  την  καρδιά '  β 

κι*  &ν  τριγύρω  βογγά,  κι'  δν  ψηλά  συννεφιάζει,  α 

Κάπου  ό   Γ^λιος  σέ  κάποιο  γιαλό  •0ά  γελά.  β 

Κι'  άν  πικρό  τήν  ψυχή  σου  τό  δάκρυ  την  ραίνει,  γ 

πάντα  κάπου  κρυφή  μιά  χαρά  τή  προσμένει  γ 

Κ.  ΧατζόηονΙος 


Τοΰ  πελάγου  τά  παιδιά, 
τά  ελαφρά  τά  κύματα 
κάθε  αυγή,  κάθε  βραδυά, 
σάς  ζητούν  στην  αμμουδιά 
μέ  γοργά  πηδήματα 
τοΰ  πελάγου  τά  παιδιά 


Γ.    Στρατήγης 


6.   Έφχάστιχες 


Εφέτος  άγρια  μ'  εδειρεν 
ή  βαρυχειμωνιά, 
πού  μ'  έπιασε  χωρίς  φωτιά 
και  μ'  ηύρε  χωρίς  νειάτα, 
κι*  ώρα  τιιν  ώρα  πρόσμενα 
νά  σωριαστώ  βαρειά 
στή  χιονισμένη  στράτα 


Υ 


Κ,    ΙΙαΙαμ&ς 


ζίά  ξεκινήσεις  και  νά  ρΟεϊς  α 

ενα  θλιμμένο  δείλι  β 

Μ'  ενα  χαμόγελο  στά  χείλι  β 

κι*  εκεί  στην  ερ[ΐη  γωνιά  γ 

ποϋ  θέ  νά  μ'  έχουνε  θαμμένα  δ 

βάλε  μου  δυό  χρυσάνθεμα  ε 

και  ας  σου  τάχουνε  δοσμένα  δ 


Τ,  Μωραϊτίψης 


7.  'Οχχάστιχες : ' 


Ήτο  ή  γλυκεία  κι'  αμέριμνη, 
ή  το  χρυσή  κι'  ολόφωτη  ηλικία 


1.   Ή  όχτάσηχη  στροφή  λέγεται  και  όχτάβά. 


148 


ποΰ  τό  παιδί  αγωνίζεται  γ 

νάβρει  οτόν  κόσμο  άνέσπερη  ευτυχία,  β 
νάβρει  στ  ή  γ  ή  τήν  άχαρι  ι  δ 

ο  τι  τό  νοΰ,  τό  λογισμό  του  υψώνει•   ε 
νάβρει  ένα  πλάσμα  άερινο  ζ 

πού  τά  γλυκά  του  όνείρατα  χρυσόνει  ε 

Σ.   Μαρτζούχης 


Είκοσι  χρόνια  παίζοντας 

α 

άντϊ  χαρτιά  βιβλία, 

ι^ 

είκοσι  χρόνια  παίζοντας, 

α 

έχασα  τή  ζθ)ή. 

*# 

Φτωχός  τοιρα  ξαπλοΊνομαι, 

δ 

μιαν  εύκολη  σοφία 

ί• 

ν'  ακούσω  εδώ  πού  ό  πλάτανος 

ε 

γέρος  μοΰ  τ  ι)   !>ροεΐ 

V 

Κ.   Καρυωτάκης 

Στο  ακρογιάλι  άναπαυότουν  ό  γέρος  α 

Στα  παλαιά  τά  ροΰχα  τά  σχισμένα  (» 

Γλυκά  γλυκά  τό  φύσημα  τοϋ  αέρος  α 

Τ'  άρια  μαλλιά  του  έσκόρπαε  τ'  ασπρισμένα,  ['> 

Κι'  αυτός  εις  τό  πολύαστρον  τοΰ  αιθέρος  α 

Τά  μάτια  έστριφογύριζε  ^βυσμένα,  β 

Αγάλι  γάλι  έσηκώθη  άπό  χάμου,  γ 

Και  ωσάν  νάχε  τό  φως  του  ήλθε  κοντά  μο\'  γ 

Δ,   Σολωμός 

Έκτος  απ'  αντά  τά  είδη  της  δχτάσηχης  στροφής  (δχτάβας) 
τ)ά  μπορούσε  κανείς  ν'  αραδκίση  κι'  ά?νλα  με  διαφορετική  ομοιο- 
καταληξία. Άπ'  δλα  ομο3ς,  ή  πιο  τεχνική  και  κλασσική  είναι  ή 
τελευταία  τοΰ  Σολωμοί).  Τέτοια  πρέπει  νάναι  ή  ομοιοκαταληξία, 
αν  θέλη  νάναι  όχτάβα,  γιατί  έτσι  τή  δημιούργησαν  οί  'ΙταλοΙ 
ποιητές.  Δικαίωμα  είναι  βέβαια  στύν  κάθε  στιχουργό  να  κάν/ι 
δικό  του  ταίριασμα  ομοιοκαταληξίας,  άρκεϊ  αυτό  νάναι  αρμονικό, 
ή  στροφή  του  δμως  αυτή  δεν  θα  είναι  κλασσική. 

Σταματ(όντας  εδώ  ώς  τήν  δχτάβα  δεν  προχοροΰμε  σ'  ά?>λες 
πιό  πολΰστιχες  στροφές,  μια  καΐ  είναι  στό  χέρι  κίίθε  στιχουργού 
να  φτειάξη  στροφές  μ'  δσους  στίχους  θέλει  ό  καθένας  καΐ  μέ 
τήν  ποικιλία  πού  τ'  αρέσει. 

Τά  παραδείγματα  αυτά  νομίζω  παις  είναι  αρκετά  νά  μας  δοΊ- 
σουν  νά  καταλάβουμε  τί  είναι  στροφή. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ 

στιχουργικές    ΜΟΡΦΕΣ 

"Οπως  από  τους  στίχους  γίνονται  οί  διάφορες  στροφές  που 
αναφέραμε,  Ιτσι  καΐ  από  τΙς  στροφές  μπορεί  να  γίνουν  τα  ποιή- 
ματα. Τα  ποιήματα  καΐ  οί  στροφές  δεν  έχουν  μιά  και  την  αυτή 
μορφή.  "Οπως  εκείνες  είναι  λιγόστιχες  και  πολΰστιχες,  2τσι  και 
τα  ποιήματα  είναι  λιγόστιχα  και  πολΰστιχα.  Μπορεϊ  ακόμα  μιά 
στροφή  ν'  άποτελή  ενα  ολόκληρο  ποίημα,  εϊτε  μικρή  είναι  αυτή 
είτε  μεγάλη. Επίσης  πολλά  ποιήματα  δέν  γίνονται  πάντοτε  άπ'  τι: 
ϊδιες  στροφές,  Ινώ  άλλα  ακολουθούν  σταθερή  μορφή  κατά  το 
φτειάξιμό  τους. Ανάλογα  με  τήν  ακανόνιστη  ή  τή  σταθερή  μορφή 
των  ποιημάτων  μπορο{5με  νά  τά  χωρίσουμε,  δπως  είπαμε  πιό 
μπρος,  σέ  δυό  κατηγορίες :  σέ  ποιήματα  μέ  ασταθή  μορφή,  καΐ 
σέ  ποιήματα  μέ  σταθερή  μορφή. 

1.  Ποιήματα  μέ  ασταθή  μ(Η^φή. 

Γά  ποιήματα  αυτά  μπορούν  πάλι  νά  χωριστούν,  σέ  κεϊνα, 
που  γίνονται  άπύ  στίχους  τοΰ  ίδιου  ρυθμοΰ  καΐ  μέ  τον  ίδιον 
αριθμό  συλλαβών  και  νά  τ'  ακόλουθη  κάποια  συμμετρία,  καΐ  σέ 
κεϊνα  πού  γίνονται  από  στίχους,  πού  δέν  Ιχουν  ϊδιον  αριθμό 
συλλαβών,  ή  και  αναλογία,  καΐ  διαφέρουν  στους  γενικώτεροι-ς 
κανύνε;  πού  διέπουν  τους  άλλους  δσον  αφορά  τήν  έςωτεριχή 
τους  μορφή. 

Τό  είδος  αυτό  των  ποιημάτων  άπ'  τήν  ελευθερία  των  στί- 
χων πού  γίνονται,  λέγονται  μέ  περιεκτική  έννοια  «ελεύθερος 
στίχος  >. 

"Ετσι  έχουμε  νά  παρατηρήσουμε  δυό  κατηγορίες  ποιημάτων, 
α'  μέ  συμμετρία  στίχων  και  στροφών  ή  και  μονοκόμματα  και 
β'  ποιήματα  μέ  στίχους  ελεύθερους. 

Ποιήματα,   α'  Κατηγορίας. 

Ωσάν  γλυκόπνοο 

Δροσατ*  αεράκι 

Μέαα  οέ  άνΟότοπο, 

Κείϋ  τύ  παιδάκι 

Τήν  ΰσιερί)   εβγα/.ρ 
Αναπνοή 


150 


ΚαΙ  ή  ψυχοϋλα  του 
Είς  τον  αέρα 
Γρήγορα  ανέβαινε 
Προς  τϋν  αιθέρα, 
Σαν  λιανοτρέμουλί) 
Σπί'ί^α  μιχρή 

Όλα  την  έκραζαν, 
Όλα  τ*  αστέρια, 
Κι'  εκείνη  έξάπλίονε 
Δειλή  τα  χέρια, 
Γιατί  δεν  ήξερε 
Σέ  ποίο  να  μπή- 

Άλλα,  νά,  τοϋ  δωοε 
Ινα  αγγελάκι 
Τό  φιλί  ά•{>άνατο 
Στο  μαγουλάκι 
Πού  έξαφνα  Ελαμ\|;ε 
Σαν  τήν  αυγή 


4β    Σθλ<ομόζ 


Δικό  μσυ  ήταν  τό  φταίξιμο, 

να  χάσω  τόσο  τρέξιμο. 
Ήρθα  καΐ  σ'  7ΐυρα  μοναχή, 

και  δε  σ*  έχόρτασα  φιλί* 

σ'  έκύτταζα  ν'  αχόρταγα 

Κ'  έκάθομουν  κ'  έρώταγο. 

Τό  ποϋ  νά  είν*  ή  μάννα  σου 

κι'  ό  άγριος  ό  πατέρος  σου  ! 
Ή  μάννα  σου  στην  εκκλησιά, 

Κι'  ό  αφέντης  σου  στα  Γιάννινα* 

Και  σύ  κοντά  στον  μποιααλά 

με  τά  ματάκια  χαμηλά. 

Τά  κρίνα  συλλογίζουμαι,  χλωμά  καΐ  ραγισμένα, 
Στά  δάκρυα  ραγισμένα 
πονετικής  αυγής, 

Τά  ρόδα  πού  έχυσαν  τ'  άγνόν,  άνθινον  αΧμα  αγάλι, 
Σ'  άθώρητο  κανάλι 
Στην  αγκαλιά  της  γής.| 


Τά  φύλλα  και  τά  σύννεφα,  πού  φεύγουν  και  πεθαίνουν, 
Τά  δέντρα  νά  υπομένουν 
Τή  μοίρα  τους  .Ίίικρά, 


151 

Ότι  θά  μείνει  ακίνητο  και  κά&ε  τι  πού  ητφτζχ, 
Στης  λίμνης  τον  καθρέφτη 
Τα  νούςραρα  νεκρά 

Κι'  ακόμα  συλλογίζουμαι,  μέ  μια  θλιμμένην  έννοια, 
Τά  χέρια  το  κερένια 
"Ω  !  σπαραγμός  κρυφός  Ι 

Κι'  εσάς  ματάκια  πού  ήσυχα,  κάτω  άπ'  τά  βλέφαρα  σας, 
Στά  σκοτεινά  νερά  σοις 
Βασίλεψε  το  φως... 

Λ .    Πορψνροζ 
Έλαμχ^ε  κι'  είχε  πύργος  γίνει 
εξίίφνα  το  άχαρο  ρΐ)μάδι. 
Σέ  είχα  πρωΐ  προσμείνει 
ΚοΙ  περίμενα  ολημέρα 
κι'  ήρ^ς  τό  δείλι  προς  τό  βράδυ. 
Και  μούπες  :  όχι  στό  λαγκάδι 
κι*  όχι  στό  δάσος,  μοΰ  είπες  πέρα 
Και  στό  βουνό  κα'ι  στον  αέρα 
Κι'  οΰτε  στον  κάμπο  μοϋ  είπες  πάλι 
Κι'  οΰτε  στό  λόςρο  παραπέρα 
Κι'  οΰτε  στό  πράσινο  ακρογιάλι, 
μά  πιό  μακριά  κι'  ακόμα  πέρα 
που  φωτεινότερη  είναι  ή  μέρα. 

Κ.   Χατζόηονίοζ 

Στά  παραδείγματα  αυτά  βλέπει  κανένας,  πώς  τό  πρώτο  ποίημα 
τον  Σολωμοΰ  γίνετου.  ('ιπό  τέσσερις  στροφές  έξάστιχες  ιαμβικές, 
μέ  ωρισμένη  αναλογία  σέ  αριθμό  συλλαβών  στους  στίχους  κ(ΐΙ 
στην  ομοιοκαταληξία.  Επίσης  οί  στίχοι,  πού  όμοιοκαταληχτονν 
Ιχουν  και  τον  ίδιο  αριθμό  συλλαβών,  οί  δέ  τελευταίοι  όμοιοκα- 
ληχτοϋν  μεταξύ  τους  κι'  αύτοΙ  και  εΐνοα  δλοι  τους  τετρασύλλα- 
βοι. Τό  ποίημα  αυτό  έχει  μια  αναλογία.  Δεν  μποροί3με  δμως  να 
τοΰ  δώσουμε  καΐ  ξεχωριστό  δνομα,  γιατί  κάλλιστα  στό  ϊδιο 
ποίημα  μπορούσε  ό  ποιητής  νά  πρόσθεση  καΐ  μιά  και  δυό  στρο- 
φές, καΐ  νά  κόψη  ακόμη,  ή  και  νά  κάνη  ενα  άλλο  μ'  δσες  ήθελε 
στροφές,  ή  νά  κάνη  μερικές  άπ'  τΙς  στροφές  πεντάστιχες  η  και 
τετράστιχες,  δπως  ήθελε.  Επομένως  δεν  είναι  κάτι  τό  σταθερό. 
Τά  ϊδια  μπορούμε  νά  ποϋμε  καΐ  γιά  τό  δεύτερο  παράδειγμα  τοΰ 
δημοτικού  τραγουδιού.  "Ολο  τό  ποίιιμα  είναι  ενα  κομμάτι,  μιά 
στροφή,  θά  μπορούσαμε  νά  ποϋμε,  δωδεκάστιχη  ή  ?ξι  δίστιχες, 
πού  υί  τελευταίες   δέν  όμοιοκατοιληχτοΰν.  θά  μπορούσε  δμως  τό 


152 

ποίημα  αυτό  να  εχη  κι  άλλους  πενήντα  π. χ.  στίχους,  η  περισσό- 
τερους. Τα  ποιήματα  λοιπόν  αυτά  και  δσα  άλλα  ί>άϊ>ελε  κάνεις 
να  φέρη  για  παράδειγμα  άπα'νο)  σ'  αυτά,  με  περισσότερους  στί- 
χους στην  αράδα,  μέ  απεριόριστο  αρι-θμο  στροφών,  με  ποικιλία 
άρΐ'&μοί}  συλλαβών  και  γενικά  διάφορα  αναμεταξύ  τους,  ώστε  να 
μη  μπορούμε  νά  τά  βάλουμε  σε  ώρισμένη  ομάδα  δλα  μαζί  καΐ  νά 
δώσουμε  ξΕχο)ριστό  δνομα  γιά  τό  καθένα,  δπως  γίνεται  γι'  άλλα, 
τά  λέμε  ποιήματα  μέ  ασταθή  μορφή  γιά  νά  τά  ξεχωρίζουμε. 

Ποιήματα  β'  κατηγορίας. 

Έλεύθβρος  στίχος  :  Ό  ελεύθερος  στίχος  μπήκε  στην  ποίηση 
μας,  δποος  καΐ  τόσα  άλλα  εϊδη  ποιητικών  μορφών  από  ξένες  φι- 
λολογίες καϊ  προ  πάντων  απ'  τη  Γαλλική,  άπ'  δπου  πι'ιραμε  και 
τον  δρο  του.  Ό  Νεοελληνικός  δμο)ς  στίχος  πήρε  τέτοιο  δρόμο 
στην  εξέλιξη  του,  πού  δικαιολογώντας  απόλυτα  τ'  δνομά  του, 
έκανε  μεγ((λτ)  κατάχρηση  τής  ελευθερίας  και  κατάργησε  κάθε  κα- 
νόνα, πού  τον  διέκρινε.  "Ετσι  θά  εϊτανε  αρκετά  δύσκολο  νά  τοΐ5 
δώση  κανείς  ορισμό.  Πάντως  εκείνο  πού  διακρίνει  τόν  ελεύθερο 
στίχο  είναι  ή  ελευθερία  τοΰ  μάκρους  τοΰ  στίχου  του,  ανάλογα  μέ 
τό  γούστο  τοΰ  ποιητή  και  την  αισθητική  του,  πού  ακολουθεί  πε- 
ρισσότερες φορές  τό  νόημα,  σέ  τρόπο  πού  ή  εξωτερική  μορφή  νά 
εχη  σχέση  και  νά  υπηρέτη  τό  νόημα.  Τό  μάκρος  αυτό  βέβαια  δεν 
μπορεί  νά  είναι  απεριόριστο.  Σχετικά  μ'  αυτό  μιλήσαμε  και  πιο 
μπρος.  Δέν  πρέπει  δηλ.  νά  ξεπερνάη  τά  δρια  τής  αντοχής  της 
ανθρώπινης  αναπνοής. 

"Ωστε  σέ  ένα  ποίημα  μπορεί  νά  έχουμε  στίχους  διάφορους 
μεταξύ  τους  στον  αριθμό  τών  συλλαβών.  Θά  πρέπη  δμως  οί 
στίχοι  αύτοι  γιά  νά  μη  διαταραχθή  ό  ρυθμός,  πού  είναι  τό 
σπουδαιότερο  γνοϋρισμα  τοΰ  έμμετρου  λόγου  —  πιο  πολύ  μάλι- 
στα γιά  τόν  ελεύθερο  στίχο,  μιά  και  μπορεί  νά  τοΰ  λείπουν  τά 
άλλα  στολίδια  —  νά  μην  εχη  διαφορετικό  ρυθμό.  Ό  ελεύθερος 
στίχος  μπορεί  (ίκύμα  νά  μην  εχη  όμοιοκαταληξί(Χ.  Αυτή  την 
αναπληρώνει  μέ  μιά  ηχητική  τών  λέξεων  καΐ  μέ  τή  γενική  μου- 
σικότητα πού  πρέπει  νά  τόν  διακρίνη,  ή  νά  εχη  ομοιοκαταληξία 
χωρίς  τάξη,  άλλα  ακανόνιστη  και  σκόρπια.  Μιά  και  λείπουν  δλα 
(ίύτά,  ό  ελεύθερος  στίχος  πρέπει  νά  είναι  καλοδεμένος,  χωρίς 
χασμωδίες  καί  παραγεμίσματα,  τις  σφίνες  καθώς  τις  λένε.  Μπο- 
ρεΤ  νά  είναι   φτειαγμένος   καί   από  ακανόνιστες   στροφές,  ή    καί 


ΙδΓ, 

χωρίς  στροφές,  άλλα  στίχοι  βαλμένοι  ό  ένας  κάτω  άπ'  τον  άλλο, 
χωρίς  ώρισμένον  αριΌμό.  Οί  κανόνες  όμως  που  αναφέραμε  πα- 
ραπάνω στους  νεοελληνικούς  ελευθέρους  στίχους  δεν  προσέχονται 
οσο  θαπρεπε.  "Απ'  τους  καλυτέρους  νεοελληνικούς  ελεύτερους 
στίχους  πού  έχουμε,  είναι  τοΰ  Ι.  Γρυπάρη. 

Παοαδείγματα  : 

Λνώνει  το  αστέρι  τών  βοσκών 

μές  στον  ϋγρο  ουρανό. 

τήν  πάσα  ανάσα  τους  κρατούν 

τα  δί'ντρα    στο  βουνό, 

μοΰ  πνίγρι  τήν  καρδιά  βαριά 

σά  νάρδου   μνρωδιά 

κι*  άντιλα?.ρΙ 

μϊοα  στης  μνήμης  μο\)  τά  βόΟια 

π<χλιος  σκοπός  γιά    κάποια  μάτια 

.πού  •ψι/.οψυχαλίζουν 

καΐ    μέσα  στο  ψυχάλισμα  φρεγάδρ;  άρμενίζο\•ν. 

Μαζεύει  ό  πρώτος  χεροπά/.αμα 

τ'  ασήμι  και  τύ  μάλαλα, 

σκορπάει  στη  στράτα  υ  άΏ.ος  χεροπάλαμα 

τ'  ασήμι  και  τύ  μάλαμα, 

κι'  ό  Τρύφων  ό  στερνός  σκορπάει  τραγούδια 

καΐ  μαζεύει  λουλούδια. 

ΚοΙ  κάτω  άπ'  τά  λούλουδα  οχιές,  δεντρογαλιές 

μιαν  άρμαθιά  δένουν  (ρι?Λές 

και  τά  πουλιά  άπό  τις  φωλιές 

τό  κελαϊδοϋνε  : 

Τό  πώς  μερώνουν  κ'  οί  όχεντρες 

σαν  άγαποϋνε. 

/.    Γρυιχάριις 

2.  Ποιήματα  με  σταθερή  μορφή. 

1.  Τό  δίαχίχο:  Είναι  στιχουργική  μορφή  σταθερή  καΐ  γί- 
νεται καθώς  καΐ  τ'  δνομά  της  λέει,  από  δυο  στίχους.  Είναι  εί- 
δος δυσκολώτατο  γιατί  ό  ποιητής  πρέπει  μέσα  σ'  αυτό  ν<\  κλείση 
δλο  τό  βάθος  μιας  έννοιας,  πού  θέλει  να  μιλήση.  Μέσα  σ'  αυ- 
τούς τους  δυο  στίχους  είναι  ύποχρεο)μένος  να  δώση  τήν  τέλεια 
ποιητική  μορφή,  καΐ  να  δώση  τις  εικόνες,  τις  παρομοιώσεις, 
τήν  αμεμπτη  όμοιοκατίχλτιξία,  κι  δ, τι  τέλος  πάντων  ζητάει  ό  κα- 
λός στίχος.  Καταλαβαίνει  κανείς  πόσο  δύσκολα  μπορεί  τά  κι- 
νηθη    μέσα   σε    τόσο   στενά   δρια.  Ή  κάθε  του   λέξη   πρέπει  να 


154 

είνοα  μετρημένη"  τίποτε  τύ  περιττό  δε  δέχεται  το  δίστιχο.  Σ'  Ινα 
ποίημα  πολΰστιχο  μπορεί  κάνεις  ν°  άδιαφορήση  καΐ  για  μια  επα- 
νάληψη, μια  ταυτολεξία,  μια  διατΰπο)σ7|  με  διπλά  λόγια.  Στο  δί- 
στιχο, το  πάν  πρέπει  νάναι  με  τέχνη  βαλμένο  καΐ  άριστα  υπολο- 
γισμένο" πρέπει  με  τόσες  λίγες  λέξεις  να  διατύπωση  κάνεις  αρι- 
στοτεχνικά καΐ  επιγραμματικά  να  ποΰμε,  μια  ποιητική  εικόνα, 
ενα  φιλοσοςρικό  νόημα.  Πρέπει  νά  γίνη  μέσα  σε  πλήθος  ποιητι- 
κού νλικοΰ  ενα  ραφινάρισμα,  μιά  επιλογή  των  καλυτέρων  ποιητι- 
κών στοιχείων  καΐ  νά  διατυπωθούν   αριστοτεχνικά. 

Το  στιχουργικό  αυτό  είδος  τό  καλλιέργησε  ό  Ελληνικός  λαός, 
κυρίως  στά  ερωτικά  του  τραγούδια,  και  μας  παρουσίασε  μ"  αυτό  τέ- 
λειες εικόνες,  μ^' εξαίσια  απλότητα  και  χαριτωμένες  εκφράσεις,  τους 
καϋμούς  και  τις  λαχτάρες  του,  καΐ  διατυπο^σε  έπιγραματικά  τους 
καρπούς  της  πείρας  του,  με  τήν  έντονη  φιλοσοφική  του  διάθεση. 

Άπ'  τους  στιχουργούς  μας  πολλοί  μιμήθηκαν  τό  είδος  αυτό, 
μά  δσο  κι  αν  πέτυχαν,  δέ  μπόρεσαν  ποτέ  νά  ^ώσονν  τή  δροσιά, 
πού  βρίσκει  κάνεις  στά  λαϊκά  δίστιχα. 

Παφαδείγματα : 

Μελαχροινήν  έφίλησα,  άσπρη  μοΰ  παραστέκει 
Ν*  αφήσω  τό  γαρύφαλο,  νά  πάω  στο  άσβεστη  : 

Όντε  σ'  έγέννα  ή  μάννα  σου,  ό  ήλιος  έκατέβη 
Και  σοΰδωσε  τήν  ομορφιά  και  πάλι  ματανέβη. 

Ποιος  ήλιος  λαμπερώτατος  σοΰδωσε  τήν  άνθάδα 
και  ποια  μηλιά  γλυκομηλιά,  τή  ροροκοκκινάδα  ; 

Αδύνατο  είναι  μιά  καρδιά  σαν  πληγωθή  νά  γιάνη 
μοιάζει  δεντρί  πού  μαραθή.  και  πλιό  καρπό  δε  κάνη. 

Γιά  δές  ρκεϊνο  τό  βουνό,  όπου  άναψε  καΐ  καίγει 
κάποιος  αγάπη  έχασε  καΐ  κά'ϊεται  καΐ  κλαίγει. 

Άπ'  δντε  δεν  έσμιξαμε  •ψηλέ,   λιγνι   μου  κρίνε. 
δεν  άνατράνισα  νά  Ιδώ,  είναι  ντουνιάς  ;  δεν  είναι  ; 

Ό  ποταμός  σέρνει  κλαδιά  κ'  ή  ί>άλασσα  καράβια, 
κ'  ή  κόρη  με  τ*  άνάβλεμα  σέρνει  τά  παλληκάρια. 

"Α  δέ  φούσκωση  ή  θάλασσα,  ό  βράχος  δέν  αφρίζει, 
κι'  αν  δέ  σε  κλάψη  ή  μάννα  σου,  ό  κόσμος  δεν  δακρύζει. 

Ό  κόσμος  είναι  ενα  δεντρί,  κι  ρμεΐς  τό  πωρικό  του, 
6  χάρος  τρυγητής   και  παίρνει   τον  ανθό  του. 


155 

Τά  λόγια  σον  πριν  νά  τα  πής  μέτρα  τα  ενο  ενα, 
χαΐ  της  καρδιάς  σου  τά  κλειδιά  μή  δίνης  στον  καθένα. 

Δημοτιπά 

Ί.  Τ 6  έηίγραμμα.  Το  επίγραμμα  μοιάζει  κι  αύτύ  μρ,  το  δί- 
στιχο. Είναι  είδος,  πού  ζητάει,  υπως  καΐ  το  δίστιχο,  τέλεια  δια- 
τύπωση γ^ο^\ς  περιττολογίες,  σε  λίγους  στίχονς.  Το  επίγραμμα 
καλλιεργήθηκε  π(ίρα  πολύ  άπ'  τους  Γίρχαίους  και  ανάλογα  με  τό 
σκοπό  που  γράφεται  τό  καθένα  και  τό  περιεχόμενο  του,  παίρνει 
καΐ  τ"  δνομα :  Επιτύμβιο,  σατυρικό,  κτλ.  'Απ'  τους  νεώτερους 
έγινε  κάποια  σχετικτ)  καλλιέργεια,  ()λλά  δχι  με  τόσο  σπουδαία 
αποτελέσματα.  Θαυμαστή  είναι  ή  προσπάθεια  άπ'  τους  καθοιρό- 
γλωσσους  ποιητές.  Μερικοί  άπ'  αυτούς  γράψανε  πολύ  καλά  επι- 
γρ(ί|ΐματα,  πού  έχουν  ολα  εκείνα  τά  προτερι'ιματα,  πού  ζητάει  τό 
είδος  αυτό.  Τό  επίγραμμα  πρέπει  νάναι  τετράστιχο  τό  πολύ,  καί- 
τοι μερικοί  γράψανε  καΐ  πιο  μεγάλα.  Μά  αυτά  βέβαια  δεν  είναι 
άπ'  τά  καλύτερα.  Τό  καλύτερο  επίγραμμα  δεν  πρέπει  νά  ξεπερ- 
νάη  τους  δυό  στίχους.  Μέσα  σ'  αυτούς  πρέπει  ό  ποιητής  νά 
κλείση  δλη  τή  δι'ίναμη  τοΰ  ποπ)τικοϋ  του  ταλέντου  και  νά  μας 
δώση  τέλειο  χαρακτηρισμό  ενός  προσώπου,  ζωντανή  εικόνα,  θαυ- 
μάσια μεταφορά.,  χαριτωμένο  παρ(ΐλληλισμύ,  λεπτό  πνεύμα,  χάρη 
εκφραστική  και  ο, τι  εξαιρετικό  μπορεί  νά  μας  δώση  ό  ποιητικός 
λόγος  σε  τόσο  λίγους  στίχους.  Άπ'  τους  καθαρόγλωσσους  ποιη- 
τές πού  έγραψαν  έπιγρ(/.μματα,  τήν  πρώτη  θέση  κατέχει  ό  Ιάκω- 
βος Ρίζος  Νερουλός.  Αύτουνού  φέρνομε  γιά  παράδειγμα  τά  γνω- 
στά δυό  επιγράμματα,  πού  τάγραψε  για  νά  παινέψη  τό  Ρίζα 
Ραγκαβή  γιά  τή  μετάφραση  της  «Φαίδρας*  τοΰ  Ρακίνα,  και  γιά 
νά  πειράξη  ενα  φαγά.  Άπ'  τους  νεώτερους  έγραψαν  έπιν 
ματα  δ  Σκόκος,  ό  Στρατηγης,  ό  Νιρβάνας,  και  άλλοι. 

Παραδείγματα : 

Ό  Ρϊζος  ύ  *Ιάκω(5ος  μετέφρασε  Ρακϊνον 
Αύτύν  εκείνος  ή  αυτός  μετέφρασε  εκείνον  : 

Ό  πηγαδόστομος  Ραζής  τών  τραπεζιών  ό  γλάρος, 
άφοΰ  τον  κόσμον  έφαγε,   τον  έφαγε  ό  χάρος. 

/.    Ρ.   Ν*ρου16ς 
Ζωντανόνεκρος  σωρός 

νέος  έτι,   κρίμα,  κρίμα  ! 
Αναπαύεται  ύπ'  αυτό 


156 


τοΰ  παπλώματος  το  μνήμα. 
Κλάψε  τον  πρΙν  σηκω^' 
δμως  πού  νά  τόν  σήκωσης  ; 
Έσκοτώθη  ενώ  ζή 

Και  δέν  ζή  νά  τόν  σκοτώσης. 

Η.   ΤανταΙίδιις 

Σέ  φ-άονερό 

χοές  φεϊδι  τόν  έδάγκωσε 

καΐ  σήμερα  μαθαίνω 

πώς  πέθανε...  ποιος  άπ'  τους  δυό  : 

το  φείδι  το  κα\3μένο. 

Σέ  πρωτοδίκη 

Σ*  απόφευγαν  οί  δυστυχείς 
πελάται,  μετά  φρίκης, 
καΐ  γιά  νά  τους  έκδικηθής 
έγινες  πρωτοδίκης 

Σέ  αύλακα 

'Υψοΰται  τις  Ιστάμενος 
μόχθων,  άνακαλΰπτο)ν 
και  μόνον  μόνον  φίλτατε, 
σν  άνυψώθης  κύπτων 

ΕΙς  τόν  ανδριάντα  τοϋ  Πατριάρχη 

ΆντΙ  τί)ν  εύλογίαν  σον 
νά  δίδης  εις  Γραικύλους, 
Κάλλιον,  γέρον,  ν'  άνοιγες 
τους  πέντε  σου  δακτύ?.ους  !!... 

Σέ  αξιωματικό 

Ευδαίμων  !  Τόν  σκοπόν  τοϋ  ζήν 
κατώρθωσες  νά  μάθχις" 
βάρος  δέν  φέρνεις  έπΙ  σοϋ 
ουδέν  εκτός...  τής  σπάθης. 

Γ,    Στρατήγης 

Ή  ηεύ'ερά  μου 

Τσιμουδιά  1  στά  νύχια  δλοι 
περπατεΐτε  1...  Τί  συμβαίνει  ; 


151 


Ήσυχάζ'  η  πεθερά  μου, 
μιά  τορπίλλη  κοιμωμένη. 

Σέ  ατρατιωτίκό  γιατοό 

Τί  τό  σέρνεις,  Χριστιανέ  μοο 
πάντα  τό  σπαθί  μαζί  σου  ; 
Στ6  θρό  σου,  δέν  σον  φτάνει 
μοναχά  ή  γιοτρική  σου  ; 

Σέ   θ8α%οίΗΟ  αυγγραφέα 

Μήν  άκοϋς  τί  φλυαρούνε  ! 
μήπως  ξέρουνε  τί  λένε  ; 
Γράφεις  δράματα — γελοΰνε, 
γράφεις  κωμωδίες — κλαίνε . 

Ή  Ακαδημία 

Τί  ησυχία  ιερά 

τί  σιωπή  !  Τί  λήθη  1 

θαρρείς  υπό  τους  θόλους  της 

το  πνεϋμα  άπεκοιμήθη. 

Δ.   ΣκοΜος 

Στων  Ψαρών  την  ολόμαυρη  ράχη 
περπατώντας  ή  Λόξα  μονάχη, 
μελετά  τά  λαμπρά  παλληκάρια. 
και  ς'  την  κόμη  στεφάνι  φορεί 
γινόμενο  άπό  λίγα  χορτάρια 
πού  εΧχαν  μείνει  στην  έρημη  γη. 

Δ.    ΣοΙίύμο:, 

Ήηειρώτισαες 

ΚοΊ  Σος  γυναίκες  της  Ηπείρου 
πώς  νά  Σας  τραγουδήσω  ; 
τά  χέριιι  τά  ροζάρικα 
θά  σκύιΐ'ω  νά  φιλήσο). 

ΕΙς  γλωασοϋ 

Τό  μέγα  εν  σμικρφ 
θέλεις  καλά  νά  νοιώσης  ; 
τή  γλώσσα  σου  στοχάσου 
καΐ  θά  τό  κατόρθωσες. 


158 


Στην  Ηοιμωμένη  τον  Χαλεπά 

Λές  καΐ  τρχνίτης  δεν  την  επλαορ, 
άλλα  τήν  εχ'  αποκοιμίσει, 
κα^  πώς  αγγίζοντας  τό  μάρμαρο 
θά  σηκωθ^ή  να  σοΰ  μιλήση. 

Στην  Πίνδο 

Πίνδος,  βουνό  περίλαμπρο 
ο'   Ανατολή  και  Δύση  ' 
χρειάζετ'  ένας  Πίνδαρος 
για  να  σε  τραγονδήση. 


Α.   Παηαχώστας 


Ζώης  σκλάβος 


Μέ  ποιο  καράβι  μοΰφυγες  αύγήν  -  αύγΐ)  πριν  φέ£)) 
κ'  έρμο  άφησες  τό  σπίτι  μας  και  τη  γωνιά  σβυσμένη  : 
θέλ'  ή  ψυχή  μου  πίσ(ο  σου  ανάερα  να  τρεξγ), 
μά  τήν  κρατούνε  της  ζωής  τα  σίδερα  δεμένη. 

Ό  γλάρος 

θλιμμένος  είν'  ό  ουρανός  καΐ  σιγοψιχαλίζει, 
κ'  ή  αμμουδιά  χαρούμενη  φορεί  λευκό  στεφάνι. 
Ανάμεσα  ούρανοΰ  και  γης  ή  λύπη  δέ  σ'  αγγίζει, 
γλάρε,  μέ  τα  λευκά  φτερά'  μόνο  ή  χαρά  σέ  φτάνει. 

Π.    Νιρβάνας 

Ο.  Ή  'Ωδ'ή :  Το  στιχουργικό  αντό  είδος  είναι  παλιό,  καϊ  εϊ- 
τανε  άπ'  τα  καλύτερα  στην  αρχαία  ελληνική  ποίηση.  Στη  νεώ- 
τερη εποχή  ή  ωδή  δεν  καλλιεργήθηκε  σχεδόν  και*)όλου.  Ελάχι- 
στοι έγραψαν  (οδές•,  και^ώς  επιγράφουν  τουλάχιστον  οί  ίδιοι  ώρι- 
σμένα  τους  ποιήματα,  άλ}.ά  στην  πραγματικότητα  δεν  είναι  τέ- 
τοια. Ή  πραγματική  ωδή  πρέπει  να  γίνεται  από  τρία  κομμάτια, 
από  τρεις  στροφές  δηλ.  απ'  τις  οποίες  ή  πρώτη  καΐ  ή  δεΰτερί) 
να  είναι  ϊδιες  στό  μάκρος  καΐ  στό  ρυθμό,  και  μεγαλύτερες  από 
εφτά  στίχους.  Στην  τρίτη  καλά  ι>άναι  ν°  αλλάζη  ό  ρυθμός  και 
νάναι  πιό  μικρή  άπ'  τΙς  άλλες  δυο  πρώτες.  Τά  τρία  κομμάτια 
αυτά  λέγονται  στροφή,  αντιστροφή,  καΐ  επφδός.  Τό  είδος  αυτό 
είναι  γιά  νά  γράφωνται  ποιήματα  μέ  θέμα  σοβαρό  και  ψηλό, 
σάν  τή  θρησκεία,  τήν  πατρίδα,  ή  κείνα  πού  αναφέρονται  σ'  εξέ- 
χοντες νεκρούς,  ή  νάχουν   μέσα  τους   κίίποια   φιλοσοφική  πνοή. 


159 

νάνοα  στοχαστικά  καΐ  μεγαλόπρεπα  καΐ  με  βαρεία  μουσική.  Μά 
δλα  αυτά  τά  γνωρίσματα  την  απομάκρυναν  κάπως  άπ'  την  ιδιο- 
συγκρ(χσία — αν  μπορώ  νά  πω  —  της  δημοτικής  γλώσσας  μας,  και 
δν  μεταχειρίστηκε  κανείς  πραγματικά  το  είδος  αυτό,  είνοα  μο- 
νάχα ό  Κάλβος,  μά  δχι  καΐ  στην  τέλεια  τεχνική  πού  ζητάει  ή 
ψδή,  παρά  μονάχα  στο  περιεχόμενο.  Γι'  αυτό  πολύ  δύσκολα  θα 
μπορούσε  κανένας  νά  βρή  πραγματική  ωδή  σε  μορφή  καΐ  σε  πε- 
ριεχόμενο, παρά  στα  χορικά  τών  αρχαίων  δραμάτων.  Γιά  παρά- 
δειγμα παίρνω  τού  Η,  Βουτιερίδη  ενα  χορικό  (Ιπ'  τόν  «Οιδίποδα 
έπι  Κολωνω>,  πού  είναι  τέλειο  σε  μορφή• πραγματικής  ({)δής. 

Στοοφή 

Όποιος  λαχταράει  νά  ζήσει 

Πιότερο  καιρό, 

Τό  μέτριο  καταφρονόντας 

Αυτός  κατά  τή  γνώμη  μου  είναι 

Φανερά  τρελλός. 

Γιατί  σιμύτερα  οτΐ)  λύπΐ] 
Ή  μακριά  ζωή 

Πολλά  άπ*  τ*  άνί>ρώπινα  έχει  βάλει. 

Και  πού  η  χαρά  της  ζήσης  είναι 

Δε  μπορείς  νά  ίδ^ς, 
"Αμα  κανρνας  ζι'ιορι  άπ'  όσο 

θέλει  πιο  πο?.υ. 

Κι'  δταν  ή  μοίρα  φανή  τοϋ  "Αόη 

Δίχως  τραγούδι  γάμου,  δίχως 

Λιίρα  καΐ  χορό, 
"Ερχεται  ό  κοινός  ό  χάρος 

Τέλειος  λυτρωτής. 

Αντιστροφή 

Νά  μι, ν  έρθίι  κανείς  στον  κόσμο 
Ή  πιό  μεγάλ'  είν'  ευτυχία" 
Και  τό  %ά  πάη  κει  οπουθε  ήρθε 
Τό  γρηγορότερο,   σάν  βγήκε 
Στό  φώς,  είναι  πολύ  πιο  κάτω. 
Γιατί,  δταν  πιά  πίσω  του  άφίση 
Τήν  άλαφρόμΐ'αλη  τή  νιότη, 
Ποιος  μέσα  στή  ζωή  γυρίζει 
ΚαΙ  βρίσκετ'  έ|ω  άπό  τους  πόνους  : 
Ποια  λύπη  δέν    τόν  συντροφεύει  ; 
Μαλώματα  κι'  αποστασίες, 


160 

Πόλβμοι  σκοτωμοί  και  φτόνος* 
ΚοΙ  τελευταίοι  κοντά  σέ  άλλα 
"Ερχονται  τά  καταραμένα 
Τ'  άμίλητ'  αδύναμα  κ'  Ιρμα 
Γεράματα,  ποϋ  δλες  οΐ  μαϋρες 
Τ'  άκολουθοΰνε  δυστυχίες. 

Έτσι  υποφέρει  κι'  ό  δυστυχισμένος 
Τοϋτος,  δχι  μονάχα  εγώ.  "Οπως  βράχος 
Βοριονός  καΐ  κυματοχτυπημένος 

Άπ'  δλες  τΙς  μεριές,  μές  στός  χειμώνα 
Τραντάζεται,  έτσι  δυνατά  και  τοϋτον 
Οί  μαΰρες  συφορές  σάν  φουσκωμένα 
ίίύματα,  τον  χτυπούν,  χωρίς  νά  παύσουν, 

Έρχόμεν'  αλλ*  άπ*  τή  δύση  κι'  άλλα 

Άπ'  τήν  ανατολή,  τή  μεσημβρία 
Κι'  άλλ'  άπ*  τά  Ριπαΐα  βουνά,  τά  μαΰρα. 

4.  Τό  αονέττο :  ή  δεκατετράστιχο,  καθώς  το  λένε  μερικοί; 
πού  δέν  -θέλουν  νά  διατηρήσουν  τό  ξένο  δνομα,  έχει  τήν  προέ- 
λευση του  ϊΊπ  τήν  Ιταλία  και  μπτΊκε  στή  φιλολογία  μας  <ιπ'τού: 
ποιητές,  πού  ζήσανε  καΐ  σπούδασαν  εκεί,  και  έφτασε  σέ  -θαυμα- 
στή τελειότητα,  για  τή  φιλολογία  μας  τουλάχιστο,  με  τό  Μαβίλη. 
Τό  σονέττο  είναι  δύσκολο  στιχουργικό  είδος,  γιατί  ζητάει  ενα 
σωρό  λεπτομέρειες  στην  τεχνική  των  στίχων  του.  Τό  πραγματικό 
σονέττο  πρέπει  νά  γίνεται  (χπό  τέσσερις  στροφές,  Γιπ'  τις  όποιες 
οί  δυό  πρώτες  νάναι  τετράστιχες,  οί  δε  δυό  δεύτερες,  τρίστιχες. 
Οί  στίχοι  αύτοΙ  πρέπει  νά  είναι  Ιαμβικοί  εντεκασύλλαβοι  κατά 
προτίμηση,  και  νάχουν  τήν  παρακάτο)  ομοιοκαταληξία:  Ή  πρώτί) 
στροφή  ι>ά  εχη  δυό  ομοιοκαταληξίες  και  θά  είναι  οί  ϊδιες  και 
για  τή  δεύτερη  στροφή.  Επίσης  ή  τρίτη  στροφή  -θά  εχη  πάλι 
δυό  ομοιοκαταληξίες,  ποί»  θά  ταιριάζουν  με  τήν  τρίτη  στοοφή. 
Παρακάτω  στά  παραδείγματα,  καταλαβαίνει  κανένας  καλύτερα. 
Ή  ομοιοκαταληξία  των  σονέττων  δέν  πρέπει  νά  είλ'αι  εύκολη  και 
φτωχή,  δπως  και  ό  στίχος  τους  άτεχνος  μέ  παραγεμίσματα  καΐ 
μέ  τεχνικά  ψεγάδια.  Είναι  κι  αυτό  άπ'  τά  μικρά  σχετικώς  στι- 
χουργικά εϊδη,  πού  δέν  δέχεται  λόγια  χωρίς  ζουμί.  Ζητάει  κάθε 
στροφή  δικό  της  κι  ολοκληρωμένο  τό  νόημα,  τέλεια  διατυπωμένο 
καΐ  κείνο  πού  πρέπει  νά  κυρίαρχη  στά  σονέττα,  είναι  ό  καθαρός 
λυρισμός.  Για  τό  λόγο  αυτό,  δε  θά  μπορούσε  κανείς  νά  πάρη  γιά 
θέμα  του   σ'  κ'να   σονέττο   δποιο    ΐ'ιθελε.    Δέν   έχει   τήν   δψη  της 


161 

φδής,  αν  καΐ  πολλοί  πιστεύουν  πώς  «χπ'  αύτη  γεννήθηκε.  Είναι 
χαριτωμένο  καΐ  λεπτό  είδος  πού  πρέπει  ολόκληρο  να  πάλλεται 
από  άκρατο  λυρισμό  καΐ  να  λάμπη  από  κάθε  είδους  στολίδια  πού 
μάς  διδάσκει  ή  ποιητική  τέχνη.  Τό  σονέττο  είναι  στιχουργικό 
κομψοτέχνημα.  Είνοα,  αν  μπορούμε  να  πούμε,  ό  ιωνικός  ρυθμός 
στην  ποίηση. 

'Απ'  τά  καλύτερα  θέματα  των  σονέττων  είναι  τα  ερωτικά, 
κι  απάνω  σ'  αυτά  γράφτηκαν  περισσότερο,  τά  καλύτερα  ξένα  σο- 
νέττα  άπ'τούς  "Ιταλούς  στιχουργούς  τον  Ντάντε,  καΐ  Πετράρχη, 
πού  πιστεύεται  καΐ  σαν  εφευρέτης  τού  σονέττου  ^,  καθώς  κι  άπ' 
τους  Γάλλους,  πού  θεωρούν  τη  χώρα  τους  για  πατρίδα  τού  σο- 
νέττου. Τό  σωστότερο  δμως  είναι,  πώς  ή  πατρίδα  του  είναι  ή 
Σικελία,  γιατί  έκεϊ  πρωτοπαρουσιάζετοα. 

Έκτος  άπ'  τη  μορφή  πού  αναφέραμε,  τό  σονέττο  Ιχει  κι  άλ- 
λες δυό.  Μιά  με  ουρά  καθώς  τή  λένε,  γιατί  ύστερα  άπ'  την  τε- 
λευταία στροφή  παίρνει  κι  άλλη  τρίστιχη  στροφή  και  δχι  μία, 
αλλά  και  πολλές  φορές,  περισσότερες.  "Αλλη  μορφή  είναι  κείντ) 
μέ  τήν  έπφδό,  άς  πούμε,  ή  τό  (πιστρόφι),  δπως  τό  λέει  ό 
Η.  Βουτιερίδης.  Σ '  αύτη,  ύστερ' άπ' τήν  τελευταία  στροφή  α- 
κολουθεί μιά  άλλη  δίστιχη  μέ  ξεχο^ριστή  ομοιοκαταληξία.  Στις  ξέ- 
νες λογοτεχνίες  βρίσκονται  και  τ'  άλλα  εϊδη  των  σονέττων,  μά 
γιά  μάς, δεν  έχουν  καμμιά  σχέση,  μιά  κι  άπ'  τις  μορφές  πού  ανα- 
φέραμε στή  δική  μας  ποίηση  δύσκολα  θά  μπορούσαμε  νά  βρούμε, 
δπως  τά  θέλει  ή  καθαρή  και  τέλεια  τεχνική  των  σονέττων.  Τά 
καλύτερα  σονέττα  πού  έχουμε  στή  νεοελ}>.ηνΐ/ίή  ποίηση,  είναι  τού 
Μοφίλη,  τού  Παλαμά  και  τού  Γρυπάρη.  Πολλοί  άπ'  τους  ποιη- 
τές μας  δέν  ακολούθησαν  τους  νόμους  τού  σονέττου  και  γράψανε 
μέ  διάφορη  ομοιοκαταληξία  και  στις  δμοιες  στροφές  ακόμα,  και 
μέ  στίχους  διάφορους  και  δέν  έχουν  κανένα  γνώρισμα  τά  ποιή- 
ματα αυτά  μέ  τό  σονέττο,  εκτός  άπ'  τόν  αριθμό  των  δεκατέσσε- 
ρων  στίχων.  Μά  αυτό  δέν  είναι  σπουδαίο  γνώρισμα  και  δέ  θά 
πρέπη  νά  φέρνουν  τά  εϊδη  αυτά  τό  δνομα  τού  σονέττου,  γιατί 
μπορεί  κάλλιστα  κι  άλλα  ποιήματα,  πού  νά  μήν  Ιχουν  καμμιά 
σχέση  μέ  τό  νόημα  τους  προς  τά  σονέττα,  νά  είναι  δεκατετρά- 
στιχα. 


1.  Τό    πρώτο    Σονέττο     γραμμένο    στα    Ελληνικά    είναι    άπ'  τόν 
Ιταλό  ΟγΓίβοο  άβ  ΡϊζζϊΙεοΙϊ    τό  1436. 


162 
Παοαδείγματα 


ΛΗΘΗ 


ΚοΛότυχοι  οι  νεκροί  πού  λησμονάνε 

την  πίκρα  της  ζωής*  δντοις  βυθηση 

ό  ήλιος  και  το  σούρουπο  άκλουθι'ισχ],  _ 

μήν  τους  κλαις,  ό  καϋμός  σον  δσος  και  νάναι.  ■ 

Τέτοιαν  ώρα  οι  ψυχές  διψοϋν  και  πάνε 
της  λησμονιάς  την  κρουσταλλένια  βρύση 
μα  βούρκος  τό  νεράκι  "Οά  μαυρίσχι, 
"Α  στάξχι  γι'  αυτές  δάκρυ  οθε  αγαπάνε. 

Κι*  αν  πιουν  θολό  νερό  ξαναθ\>μοΰντοι 
διαβαίνοντας  λιβάδια  άπό  άσφοδήλι. 
πόνους  παλιούς,  πού  μέσα  τους  κοιμούνται. 

"Α  δε  μπόρας  παρά  νά  κλαις  τό  δείλι, 
τους  ζωντανούς  τα  μάτια  σου  ας  θρηνήσουν, 
θέλουν  —  μα  δε  βολεΐ  νά  λησμονήσουν. 

Λ,   Μαβίλης 

κρίνος  και  ΨΥΧΗ 

Ψυχή  φρουμάζει  κόκκινη  ψυχή  σάν  αίμοστάτης  1 
στρώμα  ζητάει  τοϋ  ΰπνου  της  τή  μυροφόρα  αγκάλη 
Κρίνου,  πού  περιλάμπιζε  μέ  τάναφτεριασμά  της 
κρίνου,  πδχει  γι'  αυτήν  κ?.ειστά  τάνέσυρτά  του  κάλλί). 

Τέτοιες  καΐ  μές  στή  σιγαλιά  της  νύχτας  της  δροσάτης 
σέ  Σε  πετάει  ολόψυχος  κι*  ό  λογισμός  μου  πάλι" 
μη  σοΰ  ταράζει  τά  όνειρα  ;  ή  ίσως  θαρρείς  ό  μπάτης 
πού  σοΰ  χαϊδεύει  ανάλαφρα  τ*  ώραϊο  σου  κεφάλι  ; 

θά  σ*  άνανοιώσει  ή  φλόγα  του  στό  πιο  γλυκό  σου  βύθος 
πού  ή  μαγιωμένη  ξάπλωσε  βραδιά  στό  αγνό  σου  στήθος 
κάτω  άπ'  τά  πεύκα  ή  κάπου  σ'  έρμο  βράχο. 

Κι'  αν  κάτι  μάθεις  γύρω  σου  θερμά  νά  φτερουγίζει, 
— μέ  ούδ*  δσον  ήχο  θάκουες  σάν  |ένο  αύτΙ  βουίζει  — 
θά  πής  τό  χέρι  φέρνοντας  στό  μέτωπο  «Τί  νάχω»  ; 

/.  Γρνηάρης 

Καθώς  βλέπει  κανείς  ή  όμοιοκατοιληξία  τών  δυο  αυτών  σο- 
νέττων  δεν  είναι  ή  ϊδια.  Στύ  πρώτο  όμοιοκαταληχτοϋν  ό  πρώ- 
τος με   τον   τέταρτο   καΐ   ό   δεύτερος  μέ    τον  τρίτο.  Ή  ϊδια  δε 


163 


ομοιοκαταληξία  άκολουθάει  καΐ  τη  δεύτερη  στροφή.  Στην  τρίτη 
στροφή  όμοιοκαταληχτεϊ  ό  πρώτος  στίχος  με  τον  τρίτο,  στην  τέ- 
ταρτη ό  δεύτερος  με  τον  τρίτο,  και  Ιχουν  κοινή  ομοιοκαταληξία, 
ό  δεύτερος  στίχος  της  τρίτης  στροφής  με  τον  πρώτο  της  τέτοιρ- 
της.  Παίρνει  δηλ.  τον  τΰπο  :  αββα  —  αββα  —  γδγ  —  δε  ε. 
Το  δεύτερο  σονέττο  ?χει  πάλι  διάφορο  ταίριασμα  όμοιοκατοιλη- 
ξίας'  έχει  δηλ.  τέτοιο  τύπο  το  καθένα,  αν  θέλουμε  να  τα  παρα- 
στήσουμε : 


Μά  ή  ποικιλία  της  όμοιακαταληξίας  τών  σονέττων  είναι  πάρα 
πολύ  μεγάλη.  Για  παράδειγμα  φέρνουμε  μερικά  ακόμα  είδη  στον 
ποιρακάτω  πίνακα,  χωρίς  φυσικά  μ"  αυτά  νά  εξαντλούμε  δλες  τις 
μορφές  το\5  σονέττου. 


Α- 
Σ τροφή 


Β' 

Στροφή 


α 

α 

α 

α 

α 

α 

α 

β 

β 

β 

β 

β 

β 

β 

α 

α 

β 

β 

α 

β 

α 

β 

β 

α 

α 

β 

α 

β 

α 

α 

α 

α 

α 

α 

α 

β 

β 

β. 

β 

β 

β 

β 

α 

α 

β 

β 

β 

β 

α 

β 

β 

α 

α 

α 

α 

β 

164 


Υ 

γ 

Υ 

Υ 

Υ 

γ 

Υ 

δ 

γ 

δ 

Υ 

δ 

γ 

δ 

γ 

δ 

δ 

δ 

γ 

δ 

Υ 

δ 

ε 

ε 

ε 

δ 

γ 

ε 

γ 

ε 

ε 

ε 

γ 

ε 

5 

δ 

δ 

δ 

δ 

γ 

Υ 

ε 

Γ' 

Στροφή 

Δ' 
Στροφή 


Για  παράδειγμα  φέρνομε  ακόμα  τα  παρακάτω  σονέττα  τοΰ 
Μαβίλη  πούναι  μοναδικά  σ'  αρμονία  καΐ  σε  τεχνική  τελειότητα 
μέσα  στή  λογοτεχνία  μας.  Ή  πλούσια  όμοιοκαταξία  τους  είναι 
θαυμαστή  καΐ  ή  μουσική  τους  μένει  υποδειγματική  και  είναι  απα- 
ράμιλλη ή  προσπάθεια  τοΰ  στιχουργού  των  μέσα  σ'  δλη  τή  νεώ- 
τερη ποίηση  μας,  ώστε  αυτά  μονάχα  νά  μένουν  σάν  υπόδειγμα 
και  νά  παίρνουν  άξια  το  δνομα  τοΰ  σονέττου  '. 

ΕΛΙΑ 

Στην  κουφάί.α  σου  έφώλιασε  μελίσσι, 
Γέρικη  ελιά,  ποϋ  γέρνεις  μέ  τή  λίγη 
Πρασινάδα  ποΰ  άχόμα  σε  τυλίγει 
Σα  νάθελε  νά  σέ  νεκροστολίση. 

Και  το  κάθε  πουλάκι  στό  μεθύσι 
τής  αγάπης  πιπίζοντας  ανοίγει 
Στό  χλαρί  σου  έρωτιάρικο  κυνήγι, 
Στό  κλαρί  σου  Λθί3  δέ  θα  ξανανθηση. 

Ώ  πόσο  στή  θανή  θα  σέ  γλυκάνουν 
Μέ  τή  μαγευτιχιά  βοή  πού  κάνουν, 
"Ολοζώντανης  νιότης  όμορφάδες. 

Ποΰ  σα  θύμησες  μέσα  μου  πληθαίνουν 
"Ω  νά  μπορούσαν  Ιτσι  νά  πεθαίνουν 
Και  άλλες  ι^ιυχές  της  ψυχής  σου  άδερφάδες. 

ΤΟΥ   ΚΑΚΟΥ 

Σοϋ  άρεσαν  τα  σονέττα  μου  χαι  αγάλι 
Αγάλι  έψυχοπόνεσες  κ'  έμενα, 
Κ'  έχάρισές  μου,  όμορφομάτα,  μ'  ενα 
Φίλημα  τήν  καρδιά  σου  τή  μεγάλη. 


1.  Λεπτομερέστερα  γιά  το  σονέττο  μπορεί  κανείς  νά  δή  στή  με- 
λέτη τοΰ  Δ.  Ζακυνθηνοΰ  «Τά  σονέττο  στή  Νεοελληνική  ποίηση»  "Εκ- 
δοτική εταιρία  Α.  Ι.  Ράλλης  και  Σία  1926. 


165 


Ποιος  έρράγισε  τ'  άλικο  άνθογιάλι, 
Και  άντίς  αίμα  νερά  θωρώ  χνμένα, 
Και  τ*  άνθια  της  αγάπης  μαραμένα  : 
Είχε  ό  γιαλός  ςής    γλύκας  γυρογιάλι  ; 

Μισοκρύβεται  εν  άχαρο  βιβλίο 
Σκονισμένο,  παλιό  στο  ΰστερο  ράφι* 
Τό  έδιάβασες  αιά  μέρα  ο'  ένα  πλοίο 

Και  δέν  καλο^μάσαι  ο  ντε  τί  γράφει• 
Μά  μιά  στάλα  ζωής  πιωμένη  σώχει 
Κι'  ακόμα  δέν  τό    παραρρίχνεις,  όχι. 


"Υστερα  άπ'  αυτά  βάζω  κι  ένα  τοϋ  Σ.  Μαρτζώκη,  γιατί  εί- 
ναι άπ'  εκείνους  πού  γράψανε  τά  περισσότερα  σονβττα,  καΐ  καλ- 
λιέργησε τόσο  πετυχημένα  τό  είδος  αυτό. 

"Εγειρα  σκεφτικός  τό  βλέμμα  χάμου 
κι'  άπλοσα  μές  στά  φρύδια  τήν  ποϋΐάμη 
κι'  άπ'  τάνοιχτά  θωρούσα  δάχτυλα  μου 
Τά  μάτια  πού  ευτυχή  μ'  έχουνε  κάμει 

Ερχότανε  τό  χνότο  της  σιμά  μου 

και  μ'  έκανε  νά  τρέμω  σαν  καλάμι, 

κ'  ίδρωτας  κρύος  χυνόταν  στά  μαλλιά  μου 

κι'  άπό  τό  μέτωπο  Ιτρεχε  ποτάμι. 

'Οτον  τό  χέρι  μου  έβγαλα,  τό  βλέμμα 
εγυρισα  δειλά  σέ  τόση  άχτίδα. 
και  στην  καρδιά  πλημμύρισε  τό  αίμα. 

Τό  φόρεμα  της  έκανε  πώς  σιάζκι 
κι'  όταν  τό  μάτι  σήκοκιε,  τήν  είδα 
νά  μέ  βλέπει  χωρίς  νά  μέ  κυτάζει 

Χ  ΜιίτζάΜης 

5.  Τό  τοίοΐέτο :  Είνοιι  ε  να  χαριτοιμένο  δλιγόστιχο  στιχουρ- 
γικό είδος,  πού  γεννή-θηκε  καΐ  καλλιεργήαΉικε  στή  Γαλλία.  Τό 
τριολέτο  γίνετοα  άπό  οχτώ  στίχους,  άπ'  τους  οποίους  οί  τρεϊς 
επαναλαμβάνονται  ώς  πρώτος,  τέταρτος,  και  Ιβδομος.  Ό  δεύτε- 
ρος ξαναγυρίζει  και  ώς  δγδοος.  "Ετσι  τρεις  μονάχα  στίχοι  είναι 
που  δέν  έπαναλαμβάνοντοα,  ό  τρίτος,    ό  πέμτος  και   ?χτος.  Άπ' 


166 

έδω  %άι  ή  ονομασία  τοΰ  τριολέτου.  ΚαΙ  οί  δχτώ  δε  στίχοι  Ιχουν 
δνό  μονάχα  ςίμες.  Το  τριολέτο  σύμφωνα  με  τα  παραπάνω  παίρ- 
νει τον  τΰπο  : 

α  ή  α 

β  β 

β  α 

α  α 

α  α 

β  β 

α  α 

β  β 

"Αν  τους  δχτώ  αυτούς  στίχους  τους  χωρίσουμε  σε  δυο  στρο- 
φές τετράστιχες,  θάχουμε  τους  τύπους  αυτής  της  ομοιοκατα- 
ληξίας. 

α  α 

β  β 

β  α 

α  α 

α  α 

β  β 

α  α 

β  β 

Ό  πρώτος  τύπος  εΙνοΜ,  πιο  σωστός.  Το  λάθος  δηλ.  τοΰ  δευτέ- 
ρου τύπου  είναι  στον  τρίτο  στίχο,  πού  πρέπει  να  όμοιοκαταληχτη 
με  το  δεύτερο  και  δχι  με  τον  πρώτο.  Τα  τριολέτα  στη  νεοελλη- 
νική ποίηση  είναι  σπάνια. 

Παραδείγματα : 

Στίχε  με  ρόδα  κι'  "Ηλιο  ζυμωμένε, 
Στίχε  αναγεννημένε  άριστυκράτη, 
Σέ  ■θρόνο  ανέβα  απάνω  άπό  τα  κράτη, 
Στίχε  μέ  ρόδα  κι     Ηλιο  ζυμωμένε. 
Δικιά  σου  ή  βασιλεία,  ατά  ίίψη  μένβ 
πού  ή  αρμονία  σέ  κράζει  κοσμοκράτη 
Στίχε  ιιέ  ρόδα  κι  "Ηλιο  ζυμωμένε 
Στίχε  αναγεννημένε  αριστοκράτη. 

Α,    Δόξας 


167 


Τραγούδι  κ'  ή  ζωΐ|  θά  σβήσει 
Σον  πώ  στον  κρυφτό  πόθο  «σβήσου  '.χ 
Βουβή  κ'  ή  κελαδοϋσα  ή  βρύση, 
Τραγούδι  κ'   ή  ζωή  θα  σβήσο, 
Κι*  ό  μαύρος  πόνος  θ'  άναβρύση 
Άπ'  το  βυθό  μαύρης  Δβύσου, 
Τραγούδι  κ'  ή  ζωή  θα  σβήσχ) 
Σαν  πω  στον  κρυψό  πόθο  «σβήσου  1» 


Μ.    ΤαίριμΑΜΟς 


Στα  μάτια  σου  μια  ξέχειλη  κυ/^άβι  γλυκοσυρμή 
Και  μιας  φωτιάς  ανάβρα  γλυκβρη  μέ  πλημμυρίζει. 
'Υβλαϊο  μέλι  άπ'   τή  θωριά  σου,  θ«ϊο,  αναβλύζει. 
Στα  μάτια  σου  μια  ξέχειλη  κυλάει  γλυχοσυρμη 
Καϊ  πλάνων  ήλιων  γήτεμα,  άστρων  ήλιογερμοί. 
Στ'  άνάβλεμμα,   μια  μουσική  και  ρίμα  τρικυμίζει, 
Στα  μάτια  σου,  μιά  ξέχειλη  κυλάει  γλυκοσυρμή 
Και  μιας  φωτιάς  ανάβρα  γλυκερή  μέ  πλημμυρίζει. 

/.    Σαραλής 

Γιά  παράδειγμα  φέρνω  και  το  παρακάτω  τριολέτο,  πού  δια- 
φέρει σε  μορφή  <1π'  τα  τρία  π<»ραπάνω.  Λεν  έχει  βέβαια  απόλυ- 
τα τή  μορφή,  ποί)    ζητάνε  οΐ  κανόνες    τον    τριολέτου*  Ιχει  δηλ. 

τον  τύπο  : 

α 
α 

β 

(Ι 

α 

β 
α 
α 

ΤΟ  ΓΕΛΟΙΟ  ΣΟΥ 

Τό  γέλοιο  σου  μιά  μουσική 

Μιά  λιτανεία  λυριχΐ) 

Κι  δλη  εΐο'  ε  να  λουλούδι. 

Τό  γέλοιο  σου    μιά  μουσικτ| 

Και  μιά  μπαλλάντα  θεϊκή, 

— Χερουβικό    αγγελούδι — 

Στίχος  και   λύρα  ' Ορφική 

Τό  γέλιο  σοΐ'  μιά  μουσική 

/.    Σαραλής 


168 

6.  Τ6  ροντέλο  ή  κυπλωχό  :  Είναι  κι  αυτό  δπως  και  το 
τριολέτο,  όλιγόστιχο  στιχουργικό  είδος,  και  έχει  μαζί  του  ομοιό- 
τητα στην  επανάληψη  ώρισμένων  στίχων  καΐ  πλέκεται  με  δυο  ρί- 
μες.  'Γό  ροντέλο  γίνεται  από  δεκατρείς  στίχους,  πού  ό  πρώτος 
έπαναλαμβάνετοα  ώς  Ιβδομος  καΐ  δέκατος  τρίτος.  Ό  δε\3τερος 
ξαναγυρίζει  ώς  όγδοος"  ίχπ'  τΙς  δυό  ομοιοκαταληξίες  τή  ιιιά  την 
έχουν  οί  στίχοι  :  πρώτος,  τέταρτος,  πέμπτος,  έβδομος,  εΛ'νατος, 
δωδέκατος  καί  δέκατος  τρίτος.  Την  δλλη  την  Ιχουν  οί  στίχοι : 
δεύτερος,  τρίτος,  εχτος,  όγδοος,  δέκατος  καΐ  ενδέκατος.  "Ετσι 
το  ροντέλο  Ιχει  τον  τύπο : 

α 

β 

β 

α 

α 

β 
α 

β 
α 

β 

β 

α 

α 
"Αν  χωρίσουμε  τό  ροντέλο  σε  τετρα'στιχες  στροφές  Μχουμε 
τρεϊς,  με  Ινα  στίχο   στο  τέλος  περίσσιο,  δμοιο   με  τόν  πρώτο, 
δπως : 

α 

β 
β 
α 
α 

β 
α 

β 
α 

β 
β 
α 


169 

Όμοιοκαταληχτοΰν  δηλ.  στην  πρώτη  στροφή  ν.αΐ  στίιν  τρίτη, 
οΐ  στίχοι,  πρώτο;  μρ  τον  τέταρτο,  και  δεύτερος  με  τον  τρίτο. 
Στη  δεύτερη  στροφή  δμοιοκαταληχτε;  ο  πρώτος  με  τον  τρίτο 
καΐ  ό  δεύτερος  μέ  τον  τέταρτο. 

Επειδή  οι  ώρισμένοι  αύτοΙ  στίχοι  κανονν  τήν  έπανίίληψη, 
τον  κΰκλο  αντύ  ας  ποϋμε,  πήρε  και  τ'  δνομα  Ροντέλο,  κυκλωτό 
δε  στη  γλώσσα  μας,  δπως  μετέφρασε  ό  Ψυχάρης  τήν  αντί- 
στοιχη Γαλλική  λέξη.  Τα  ροντέλα  στή  Νεοελληνική  ποί^ιση  με- 
τριούνται στα  δάχτυλα.  Έκτος  άπ'  το  άπλυ  αύτο  ροντέλο,  σε  ξέ- 
νες λογοτεχνίες  βρίσκεται  και  το  διπλοισιασμένο  καθα»ς  λέγεται 
(Γ€<1οιιΙ)1έ),  πού  γίνεται  άπο  είκοσι  στίχους. 

Παραδείγματα : 

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ 

θαμπά  μοΰ  φ?γγέι  ένα  καντή?.ι 

τον  όγροΰ  κε/.λιοΰ  τήν  χρύαν  ερμιά. 

Στο  ξύλο  υπομονετικά 

μέ  βέβαιο  κι  αλαφρό  κοντή/α 

της  Παναγιάς  χλομά    τά  χείλΐ] 

γράφω  και  μαύρα  τά  μαλλιά. 

θαμπά  μοΰ  φέγγει   ένα  καντήλι 

τοΰ  όγροϋ  κελλιοϋ  τήν  κρύαν  ερμιά. 

Μαύρα  μαλλιά  !  ΙΙοΰ  νά  μού  στείλει 

το  νοϋ  ιό  Κρίμα  πολεμά  : 

Φύλαε  Χριστκ  Ι  Χεί?.η    χλωμά.  . 

τη  σκέψη  κάπον,  κάποιο  δείλι, 

ί>αμπά  μοΰ  (^'ί'γγει  ενα  καντήλι 

θ.   Σταυρόν 

Τά  τεχνικά  ροντέλα  δπως  είπα,  είναι  σπανιοίτατα  στην  ποίίΐσή 
μας.  Ό  Μ.  Τσιριμώκος  έχει  γράψει  μερικά  δχι  δμως  τεχνιχά. 
Ό  αριθμός  μονάχα  τών  στίχων  μένει  για  γνώρισμα.  Παρακάτω 
φέρνω  ένα  για  παράδειγμα,  (Ίπέχει  δμως  πολύ  άπ'  το  πραγματικό 
ροντέλο. 

φταίχτης 

Μήν  κλαις  !  Έοϋ  'σαι  μιά  μικρί)  παιδούλα  ! 
Ποτέ  όέν  πρέπει  έσύ  νά  -χλαϊς,  καλή  μου  Ι 
Χαρούμενη  &ς  χτυπάει  ή  αγνή  καρδούλα 
κι'  άχόμα  σά  δέ  στέργει;  τό    φιλί  μου. 
Έσιι  δέ  φταις,   ιυ  πολυαγαπημένΐ), 


170 

&ν  φέρνεοαι  παιράξενα  μαζί  μου, 
■Λΐ'  άν  βλέπεις  με  άσνγχίνητη  και  ξένη. 
της  αγάπης  τον  δρχο  δταν  όμόνω, 
πού  τό  πάθος  τήν  έχει  σκλαβωμένη. 
Έγώ  'μαι  ό  φταίχτης,  πού  δέ  βλέπω  μόνο 
τί]  γλυκεία,  τήν  αταίριαστη  καΐ  μόνη, 
μά  σοϋ  ζητώ  να  μοιρασθείς  τον  πόνο, 
πού  ολοένα  τήν  αγάπη  δυναμώνει. 

Μ.    ΤσίβΐμώΗος 

7.  Ή  Μηαλλάντα:  Είναι  ξένο  στιχουργικό  είδος,  λαϊχο 
στην  αρχή  χωρίς  νάναι  απόλυτα  αυστηρό  στο  περιεχόμενο  και 
στή  μορφ/).  Είναι  ενα  αφηγηματικό  ποίημα,  πού  φτειάχνεται 
άπό  τέσσερις  στροφές  τΙς  περισσότερες  φορές,  άπ'  τις  όποιες  οί 
τρεις  πρώτες  πρέπει  νάναι  δχτάστιχες  ή  δέ  τελευταία  τετράστιχη. 
Σ'  δλες  δέ  τις  στροφές  αυτές  ό  τελευταίος  στίχος  είναι  ό  ϊδιος 
πού  επαναλαμβάνεται.  Είναι  ό  στίχος  αυτός  σαν  ενα  γύρισμα 
(ΓείΓ&ίη).  Ή  τελευταία  μικρότερη  στροφή  λέγεται  επωδός  η 
στάλσιμο.  Ή  μποΛλάντα  δεν  έχει  ώρισμένο  είδος  μέτρου,  ούτε 
καΐ  ώρισμένο  αριθμό  συλλαβών  στους  στίχους  της.  Πρέπει  δμο>ς 
νάνοα  αναμεταξύ  τους  οί  στροφές  Ίδιες  άπ'  απόψεως  μέτρου  καΐ 
οΐ  στίχοι  τους  ανάλογοι  σέ  αριθμό  συλλαβών.  Μπορεί  επίσης  οί 
τρεις  στροφές  να  είναι  καμωμένες  καΐ  από  περισσότερους  από 
οχτώ  στίχους,  όποτε  ανάλογα  και  τό  στάλσιμο  μπορεί  να  γίνη 
«■(πό  τέσσερις  στίχους  η  κι  από  πέντε. 

Ή  Μπαλλάντα,  πού  είναι  φτειαγμένη  μ'  αυτόν  τον  τρόπο^ 
είναι  τεχνική  και  κύριο  γνώρισμα  μαζί  μ'  αυτά  πρέπει  νάχη  καϊ 
τήν  τεχνικώτερη  ακόμα  ομοιοκαταληξία. 

Τό  περιεχόμενο  της  μποιλλάντας  πρώτα  άπ'  δλα  πρέπει 
νάνοι  μια  χοιριτωμένη  ερωτική  ιστορία  και  δλη  να  πάλλεται  από 
δυνατό  λυρισμό.  Έκτος  άπ'  τόν  έρωτα  ή  μποΛλάντα  έχει  γιά  πε- 
ριεχόμενο της  οποιαδήποτε  άλλη  συναφή  υπόθεση  παρμένη  <-ίπό 
λαϊκό  υλικό.  Οί  τέτοιες  τεχνικές  μπαλλαντες  είνοΜ,  ελάχιστες  στή 
Νεοελληνική  ποίηση.  Άπ'  δσες  ξαίρω,  φέρνω  γιά  παράδειγμα 
τήν  περίφημη  σέ  πρωτοτυπία  τοΰ  Κ.  Καρυωτάκη,  καΐ  μιά  τοϋ 
Γ.  Βιζυηνού,  πού  τό  περιεχόμενο  τους  δεν  έχει  καμιά  σχέση  μέ 
τά  δσα  είπαμε  παρίΐπάνω. 


171 
Πας^αδείγματα  : 

ΣΤΟΥΣ  άδοξους  ΠΟΙΗΤΕΣ  ΤΩΝ  ΑΙΩΝΩΝ 

Άπό  •0•βοΰς  και  άνθρα>πους  μισημένοι 
σάν  άρχοντες  πού  εξέπεσαν  πιχροί, 
μαραίνονται  οΐ  ΒερλαΙν  τους  απομένει 
πλοΰτος  ή  ρίμα  πλούσια  χαΐ  αργυρή. 
01  Ούγγω  μέ  «Τιμωρίες»  την  τρομβρή 
των  "Ολυμπίων  έχ&ίχηση  μεθοΰνβ. 
Μά  έγώ  θα  γράψω  μιά  λυπητερή 
μπαλλάντα  στους  ποιητές  άδοξοι  πούναι. 

Άν  έζησαν  οί   Πόε  δυστυχισμένοι, 
και  άν  οΐ  ΜπωντλαΙρ  έζήσανε  νεκροί, 
ή  Αθανασία  τους  είναι  χαρισμένη. 
Κανένας  δμως  δέν  ανιστορεί 
χαΐ  τό  έρεβος  έσκέπασε  βαρύ 
τους  στιχουργούς  πού  ανάξια  στιχουργοΰνβ. 
Μά  έγώ  σάν  προσφορά  κάνω  'ιβρή 
μπαλλάντα  στους  ποιητές  άδοξοι  ποΰναι. 

Τοϋ  κόσμου  ή  καταφρόνια  τους  βαραίνει 
κι  αύτοΙ  περνούνε  αλύγιστοι  και  ωχροί, 
στην  τραγική  άπατη  τους  δομένοι 
πώς  κάπου  πέρα  ή  Δόξα  καρτερεί, 
παρθένα  βαθυστόχαχα  Ιλαρή. 
Μά  ξέροντας  ποι>ς  όλοι  τους  ξεχνούνε, 
νοσταλγικά  έγώ  κλαίω  τη  θλιβερή 
μπαλλάντα  στους  ποιητές  άδοξοι  πούναι. 

Και  κάποτε  οΐ  μελλούμενοι  καιροί  : 
—  Ποιος  άδοξος  ποιητής,  θέλω  νά  ποϋνε, 
τήν  έγραψε  μιαν  έτσι  πενιχρή 
μπαλλάντα  σιούς  ποιητές  άδοξοι  πούναι 

Κ.    Καρνωχάχης 

Γιά  ευτυχία  έμβήχα,  γιά  ζωής  χαρά. 
κ'  έγώ  σ'  αυτή  τήν  πλάσι,  καθώς  άλλοι, 
παιδί  τήν  έχω  αδράξει  μ'  ελαφρά  φτερά 
σέ  κάθε  μόσχο,  κάθε  ανθό  πού  θάλλει — 
Κι  άν  ευτυχή  κανένας  δέν  μ*  έκάλει 
χα(^ά  τό  είχα  καν  τό  βράδυ  στή  φωλιά 
αμέριμνο  νά  γέρνο)  τό  κεφάλι 
στην  αγιασμένη  τής  μαννούλας  μου  αγκαλιά  ! 


172 


Παλλιχαράχι,  πλειότβρο  από  μια  φορά 
η  ελπίδα  και  τοΰ  πόθου  ή  παραζάλη 
άπ'  της  ζωής  μ'  έσυραν  το  ρηχά  νερά 
κοί  στης  ξανθής  αγάπης  μου  τά  κάλλη 
ή  ευτυχία,  μ'  είπαν,  θά  προβάλΐ]. 
Μά  ;  απέθανε  ή  χαριτωμένη  κοπελιά, 
καί,  ναυαγός  εύρήκα  περιγιάλι 
στην  αγιασμένη  της  μανούλας  μου  άγναλιά  ! 

Λεβέντης  έξερρίζωνα  τά  γλυκερά 

αΙσθήματα  άπό  τήν  καρδιά  πού  πάλλει" 

κι'  αν  ρίπτω  της  πικρής  αλήθειας  τη  σπος>ά, 

οχ,  πότε,  πότε  Ινα  καρπό  θά  βγάλη  ; 

Τοΰ  βίου  μ'  έγονάτισεν  ή  πάλη, 

λαχτάρισα  ησυχία  μιά  σταλιά, 

μά  δέν  την  εχω  πιά,  νά  γύρω  πάλι 

οιήν  αγιασμένη  της  μαννούλας  μου  αγκαλιά  ! 

Ώ  φύσις,  δέσποινα  μου  εσύ  μεγάλη 
δέν  εχω  πιά  στον  κόσμο  αύιό  δουλειά. 

Ή  αγάπη  σου  στον  τάφο  πιά  άς  μέ  βάλ|], 
στην  αγιασμένη  τής  μαννούλσς  μου  αγκαλιά  ! 

Γ.  Βιζυηνός 

01  μπολλάντες  <τ&τές  Ιχουν  τον  παρακάτω  τύπο : 

α  α 

β  β 

α  α 

β  β 

β  β 

Τ  α 

β  β 

Υ  « 

α  α 

β  β 

α  α 

β  β 

β  β 

γ  α 

β  β 

Υ  α 


173 


α  α 

β  β 

α  α 

β  β 

β  β 

Υ  α 

β  β 

β  β 

Υ  α 

β  β 

Υ  α 

"Εξο  άπ'  αυτές  τΙς  αυστηρά  τεχνικές  μπαλλάντες  έχουμε  κι 
άλλες  πού  δεν  άκολουι^οΰν  στην  έξο)τερικ»ί  τους  μορφή  τους  κα- 
νόνες των  ποιραπάνω.  Για  παράδειγμα  ιρέρνω  μια  τοΰ  Μ.  Τσι- 
ριμο)κου. 

ΤΗΣ  ΑΓΑΠΗΣ 

Βουλή  θεϊκιά  :  στην  απεραντοσύνη 
νοχουν  τά  πάντα  αιώνια  επιστροφή  : 
Γελόβι  καΐ  κλαίει,  και  σαν  την  Καλο<Γύνη, 
η  Αγάπη  ποΰ  δεν  εχβι  μια  μορφή, 
της  ομορφιάς  αθάνατη  αδελφή, 
στης  Άνοιξης  τΙς  χάρες  ανασαίνει, 
και  το  χειμώνα  δύναμη  κρυφή, 
στον  καταλύτη  χάρο  σκλαβωμένη. 

"Ονειρο  τής  αυγής  στη  Δύση  σβήνει, 
άφοϋ  μ'  όλα  τά   χρώματα  βαφεί, 
πότε  μέ  στην    ψυχή  βάρσαμο  χύνει 
ή  'Αγάπη,  πού  δέν  έχει  μιά  μορφή, 

Και  πότε  άπό  τή  ρίζα  (ος  την  κορφή 
τό  δέντρο  τής  ζωής  μας  τό  μαραίνει, 
τοΰ  θανάτου  ετοιμάζοντας  τροφή, 
στον  καταλύτη  Χάρο  σκλαβωμένη. 

Πότε  χαρά   σκορπάει,  και  πότε  οδύνη, 
δεξιά,  ζερβιά,  μπρος,  πίσω,  όπου  στραφεί, 
και  στων  παθών  ανάμεσα  τή  δίνη 
ή  'Αγάπη  πού  δέν  έχει  μιά  μορφή, 
άνίλεη,  σάν  τή  Μοίρα  μας  κουφή. 


174 

τό  αίμα  της  καρδιάς   μας  το  βυζαίνει, 
τόν  δνθρωπο  οδηγώντας  στην  ταςρή, 
στον  καταλύτη  Χάρο  σκλαβωμένη. 

Κι'  άναγβτνιεται  άπ'  την  καταστροφή 
ή  Αγάπη,  πού   δέν  Ιχβι  μιά  μορφή, 
τη  Ζωή,  π'  ανασταίνει,  την  πεθαίνει, 
στον  καταλύτη  Χάρο  σκλαβωμένη. 

Μ.    Τοί^μώχος 

Μαζί  μέ  τόν  τύπο  της  μπαλλαντας  αΰτης,  βάζουμε  για  πα^- 
δειγμα  και  τους  τύπους  δυο  άλλων  τον  ϊδιου  ποιητή,  που  διαφέ- 
ρουν ως  προς  τό  πλέξιμο  της  όμοιτκαταληξίας. 


α 

α 

α 

β 

β 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

β 

α 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

β 

α 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

β 

α 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

β 

α 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

α 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

β 

α 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

175 

β  α  β 

β  Υ  Υ 

γ  α  β 

γ  γ  γ 

Διαφορετική  μορφή  έχει  τϊ  παρακάτω  μπαλλάντα  του  Γ.  Τσο- 
κόπουλου  πουναι  φτειαγμένη  από  τέσσερις  στροφές  «ίμοιες,  μα 
καθώς  είπαμε,  δεν  είναι  δπως  και  οι  παραπάνω  τον  Τσιριμώκου 
συμφίονα  με  τους  κανόνες  της  τεχνικής  μποιλλάντας.  Το  ψεγάδι 
της  τελευταίας  είναι  πού  γίνεται  ή  τέταρτη  στροφή  άπο  8  στί- 
χους «ντι  τέσσερις.  Ό  Τσιριμώκος  τή  δεύτερη  στροφή  τη  θέ- 
λησε χωρισμένη  σε  δυο  τετράστιχες. 

Ο  τροβαδούρος  και  η  πυργοδεςποινα 

—  θέλεις  χρυσελεφάντινο 
θρόνο  αψηλά  να  χτίσα» 
κι'  απάνω  νά  σε  στήοίο 
βασίλισσα  σωστή ; 
Δέν  θέλω  θρόνο  ψεύτικο 
πλάσμα  τοϋ  λογισμού  σον 
με  φθάνει  έμενα  ό  νους  σου, 
τρελλέ  τραγουδιστή. 

— θέλεις  τ'  αστέρια  τάύρανοΟ 
νά  ρίξω  στη  ποδιά  σου. 
κ*  έτσι  μέ  μιά  ματιά  σου 
ο  κόσμος  νά  σειστή  ! 
— Μέ  φθάνανε  τό  μάτια  σου 
πού  σε  άλλους  κόσμους  βλέπουν 
τ'  αστέρια  αυτά  μοϋ  πρέπουν, 
γλυκέ  τραγουδιστή. 

— θέλεις  νά  φέρω  όπ'  τά  βον\ά 
τό  πιο  παρθένο  μΰρο, 
νά  στό  σκορπίσω  γυρο) 
ή  γη  νά  μυριστή  ; 
— Μέ  φθάνει  έμέ  τό  άρωμα 
δπου  σκορπάει  ή  καρδιά  σου, 
δός  μου  την  και  ξεννοιά  σου, 
καλέ  τραγουδιστή. 

ΚαΙ  δίνει  ό  νηός  τά  μάτια  του, 
τό  νοτ5  του,  την  καρδιά  του, 


176 

νά  πάρη  ή  δέσποινα  του 
ώς  ποϋ  νά  χορταστή. 
Τυφλός,  χωρίς  καρδιά  και  νοΰ 
χυλάει  στα  πόδια  εκείνης.  . . 
Άχ  !  τώρα  τί  θά  γίνης 
φτωχέ  τραγουδιστή  ; 

Γ,    Τσοχόηονλος 

8.  Τό  Δεχάστιχο:  Είναι  ποίημα  πού  γίνεται  από  δέκα  στί- 
χους με  ποικιλία  στο  πλέξιμο  της  όμοιοκατίχληξίας,  και  ήρθε  στή 
φιλολογία  μας  από  ξένα  πρότυπα  και  κυρίως  Γαλλικά.  Δεκά- 
στιχα  έγραψε  ό  Μ.  Τσιριμώκος  πρό  πάντων.  Είναι  κι  αυτά, 
όπως  καΐ  τ'  άλλα  στιχουργικά  είδη  πού  αναφέραμε,  μετρημένα. 
Ό  παρακάτο)  πίνακας  δείχνει  τους  διάφορους  τύπους  τί7)ν  δεκα- 
στίχων. 


Παραδείγματα : 


Έτσι  σάν  ήχοι 
μά  μυρουδιά 
πετοΰν  οΐ  στίχοι 
άπ'  την  την  καρδιά. 
Σάν  τά  παιδιά 
σε  μιά   στιγμή 
χλαϊν  και  γελάνε 
θαρρείς  πώς  θάναι 
χαράς  ρυθμοί, 
κ'  βίναι  λυγμοί. 

Μ,  Τσιριμώπος 

Ποτέ  δέν  εχ'  ή  αγάπη  χτες, 

ώρα  την  ώρα  ξανανιοόνει, 

κ'  αΐώνι'  αυγή  κρατεί  ανοιχτές 

τις  πόρτες.  .  .   χαΐ  δέν  ξημερώνει. 

Τ'  όνειρο  τις  κορφές  χρυσώνει. 

— Καλέ  μου !  οί  πόθοι  σου  κ'  οΊ  ελπίδες 

λαμποΓχοποϋν  σάν  ήλιου  αχτίδες, 

καΐ  στης  αγάπης  τή  χαρά, 

λές  τή  μορφή  μου  πώς  τήν  είδες 

κάθε  φορά,  πρώτη  φορά. 

Μ,   Τσιριμώχος 

Τινάζομαι  άπ'  τοϋ  πόνου  τό  βυθό, 
πού  μιά  στιγμή  χαροίς  μ'  έχει  βυθίσει. 
καΐ  στης  καρδιάς  σου  πάλι  τόν  ανθό 
κορφολογώ,  κ'  εκστατικός  ποθώ 
τό  παραδείσιο  τής  ψυχής  μεθήσι• 


177 


ΚαΙ  τα  τραγούδια  πού  δεν  Ιχω  πβϊ, 
κ'  ο'ί  πιο  γλυκοί  χαρούμενοι  σκοποί 
οτών  ματιών  τή  λαχτάρα  κελαϊδοϋνε. 
φτερούγιασμα,  πού  άχεϊ  μές  οπή  σιωπή, 
των  πόθων  πού  πετοϋν  δταν  σέ  Ιδούνε. 

Μ.   Τσιριμώπος 

ΣΤΗΝ  ΑΘΗΝΑ 

ΆΟήνα,  πού  μικρό  μ*  ανάθρεψε  ή  στοργή  σου, 
Μές  στ*  ^xπαλά  τό  χρώματα,  τα  μαγεμένα, 
Μεγάλον  πώς  μ*  απόδιωξες  κι  ή  θύμισή  σου, 
Γϊαντοτεινός  κι  άσίγηιος  καημός  στά  φρένα' 
Σιγοτρώει  την  ψυχή  μου  λαχτάρα,  ώΐμένα. 
Τ'  άλαργινοϋ  τραγουδιού  σου,  στείλε  τόν  ήχο, 
Μελιχρά  τα  λιογέρματα,  ώρια  τά  βράδια, 
Στάξε  τό  βάλσαμο  στην  καρδιά  μου  τήν  άδεια, 
Στείλε  τό  φώς  στην  ψυχή  μου,  στείλε  τό  στίχο, 
Διώξε  τό  μούχρωμα,  τά  βαριά  μου  σκοτάδια, 

/.    Σαραλής 


α 

α 

α 

β 

β 

β 

α 

α 

α 

β 

β 

α 

β 

β 

β 

Υ 

Υ 

Υ 

δ 

Υ 

Υ 

δ 

δ 

δ 

Υ 

Υ 

Υ 

γ 

δ 

δ 

9.  Ή  Βιλλανέλλα :  Ξένο  κι  αυτό  στιχουργικό  είδος,  καλλιερ- 
γή-θηκε  άπ'  τό  Μ.  Τσιριμώκο.  Είναι  παλιό  λαϊκό  κυρίως  τρα- 
γούδι, πού  τραγουδιότανε  στην  "Ιταλία  κι  αλλοΰ.  Καθώς  δείχνουν 
τά  παρακάτω  παραδείγματα,  γίνετ^χι  «πό  τέσσερις  στροφές,  (ΐπ' 
τις  όποιες  οί  τρεις  πρώτες  είναι  τρίστιχες,  ή  δε  τελευταία  τε- 
τράστιχη, η  ή  πρώτη  τετράστιχη  καΐ  οί  άλλες  τρίστιχες.  Στο 
πρώτο  είδος  ό  πρώτος  στίχος  επαναλαμβάνεται  ώς  τρίτος  της 
δεύτερης  στροφής  καΐ  ώς  τρίτος  της  τέταρτης.  Ό  τρίτος  στίχος 
επαναλαμβίίνεται  ώς  τρίτος  της  τρίτης  στροφής  καΐ  ώς  τέταρτος 
της  τέταρτης.  Εις  τό  δεύτερο   είδος,  ό   πρώτος   στίχος   έπανα- 

Χίοιλληνιχή  Λ/«τρ<Μή  13 


178 

λαμβάνεται  ως  δεύτερος  της  δεύτερης  στροφής  και  ως  δεύτερος 
της  τέταρτης.  Ό  τρίτος  στίχος  επαναλαμβάνεται  ώ;  δεύτερος 
της  τρίτης,  καΐ  ως  τρίτος  τΓις  τέταρτης  στροφής. 

Παραδείγματα : 

ΣΤΑ  ΣΟΚΛΚίΑ 

Μές  σ:ής  πλάκας  τά  ούκάκια, 
Πού  διαβαίνει  πεταχιούλα, 
κρυφολένε  χορίς  κάκια, 

Πώς  τους  πότισε  φαρμάκια 
ή  ςανθομαλούσα  ή  Κούλα. 
Μές  στης  Πλάκας  τά  σοκόκια 

Όλοι  τους,  τά  δυο  λακάκια 
σά  γελάει  ή  γειτονοπούλα 
κρυφολένε  χωρίς  κάκια. 

Πώς  σχά  δυό  της  μαγουλάκια 
της  αγάπης  είναι  βούλα. 
Μές  στης  Πλάκας  τά  σοκάκια, 
κρυφολένε  χωρίς  κάκια 

ΣΤΟ  ΧΟΡΟ 

Λαχταρούσε  νά  τόν  σύρει 
πρώτη  προότη  τό  χορό 
στ'  "Αη  -  Θωμά  τό  πανηγύρι, 
τόν  συρτό,  γιά  τό  χαττ'ιηι 

χοΰ  καλού  της  ή  Μαριώ, 
λαχταρούσε  νά  τόν  σύρει. 
Μέ  τη  Μάνα  καΐ  τόν  Κύρη 

φτάσανε  άπό  τό  χωριό 

στ'  "Αη  -  Θωμά  τό  πανηγύρι. 

Κι  δσο  πλήθαιναν  οι  γύροι 

νόν  καλό  της  σά  γαμπρό 
λαχταρούσε  νά  τόν  σύρει 
στ'  "Αη  -  Θωμά  τό  πανηγύρι. 

Η  ΦΡΟΣΩ 

Βγήκε  ή  Φρόσω  στό  σεργιάνι, 
Σάν  τήν  πούλια  και  γελάει 
Μέ  τό  κόκκινο  ψουσιάνι. 


Μ.    Τσιριμώχος 


Μ.    Τσιριμώπος 


179 

Μέ  τά  φρύδια  χης  γαϊτάνι 
Και  τόν  Κύρη  χης  στο  πλίΐϊ. 
Βγήκε  ή  Φρόοω  στο  σεργιάνι. 

Μέ  τά  χρυσικά  γιορτάνι 
Πώς  βεργολυγάει  καΐ  πάκι, 
Μέ  τό  κόκκινο  φουστάνι ! 

Κι  ό  Στρατής  τοΰ  χύρ  Μαργιάνη, 
Στο  κρασοπουλειό  τά   σπάει. 
Βγήκε  ή  Φρόσ<ο  στο  σεργιάνι, 
Μέ  τό  κόκκινο  φουστάνι ! 

/.    Σαχλής 

Ακόμα  για  .παράδειγμα  φέρνω  και  μιαν  άλλη  μέ  πέντε  στρο- 
φές. Ό  ποιητής  της  μοΰ  είναι  άγνωστος.  Βρίσκεται  σε  ποιητική 
συλλογή  νπό  τόν  τίτλον  «Άγροδίαιτα»,  πού  ί'πϋβλήι)ηκε  τό 
1Η90-ί>1  σε  ποιητική  διαγωνισμό. 

νΐίΧΑΝΕΙνίΗ 

Μέσ'  σιό  νησί  τ'  αντικρινό 
"Αχ,  αγαπούσα,  τ'  όρςρανό, 
ΐίΐά  λυγερή,  μιά  κόρη. 

Χρόνια  πολλά  στην  ξβνητειά 
περνούσα  θάλασσα  πλατειά, 
ξένα  χοιριά  και  δρη 

Κι'  όταν  ξανάλθα  στο  νησί, 
αχ,  ή  καρδιά  μου  τό  μισβΐ, 
δέν  εΰρηκα  την  κόρη 

Σταυρό  μοΰ  δεϊξαν  στο  βουνό, 
μόλις  έ βγήκα  τ'  ορφανό, 
στοΰ  καραβιού  την  πλώρη. 

Νησί  μου,  τώρα  εχε  γεια, 
δέξε  με  πάλι  ξενητειά, 
και  κτύπα  θάλασσα  πλατειά 
τοΰ  καραβιοΰ  την  πλώρη. 


Σημβίωαη,  Άπ'  τά  στιχουργικά  είδη  π'  αναφέραμε  πιύ  πάνοι,  λίγα 
θά  μπορούσαν  νά  θεωρηθούν  στην  κυριολεξία  τους  ποιήματα  μέ  στα- 
θερή μορφή.  Τά  περισσότερα  άπ'  αυτά  δέν  έχουν  πάντοτε  την  ίδια  εξω- 
τερική φόρμα  και  παρατηρείιαι  κάποια  ελευθερία  στην  αρχιτεκτονική 
τους,  στόν  αριθμό  των  στίχων  δηλ  στη  θέση  και  στό  μέγεθος  των  στρο- 
ί^ών,  στό  πλέξιμο  τής  όμοιοχοιαληξίας  και  γενικά  σ'  ύ,τι  έχει  σχέση  μέ 


180 


ΜΕΤΡΙΚΑ   ΠΑΡΕΡΓΑ 
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΑ  ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ 

Τα  στιχουργικά  παιχνίδια  βρίσκονται  σ'  δλες  τις  λογοτεχνίες 
απ*  τους  αρχαιότατους  χρόνους  ως  σι'ιμερα.  Ή  σημασία  τους 
δμως  είναι  ανάξια  λόγου  και  είναι  δείγμα  ξεπεσμού  και  απασχό- 
ληση ερασιτεχνών  και  ποιητών,  πού  μ'  αυτά,  θέλουν  νά  δείξουν 
τη  στιχουργική  τους  Ικανότητα.  Παρ'  ολα  αυτά  υπήρξαν  και  ποιη- 
τές σπουδαίοι,  πού  καταπιάστ7)καν  μ'  αύτ(ί.  Άπ'  τον  Πίνδαρο 
και  "Ομηρο,  ώς  τη  Βυζαντινή  εποχή,  καΐ  τά  δημοτικά  τραγούδια. 

Τά  στιχουργικά  παιγνίδια  χρησιμοποιούνται  σε  μεγυλη  κλί- 
μακα στην  εποχή  του  ξεπεσμού  κατά  μίμηση  τών  αρχαιοτέρων, 
πιστεύοντας  πώς  γράφουν  ανάλογα  με  κείνους  ^ργα,  άσχετα  αν 
απ'  αυτά  έλειπε  κάθε  καλαισιΉιτικό  περιεχόμενο,  θεο)ρο)ντας  αρ- 
κετό, αυτά  τά  εξωτερικά  καθέκαστα.  "Ετσι  έχουμε  τΙς  ακροστι- 
χίδες, τά  άκρολέξια,  τ'  αναλφάβητα,  τά  Ισόψηφα,  άναστρε - 
φόντα,  τους  καρκίνους  κλπ. 

Άπ'  δλ'  αυτά  τά  παιχνίδια  δικαιολογημένα  κάπως  εΐνοα  οί 
ακροστιχίδες,  πού  ό  ποιητής  θέλει  νά  δείξη  το  δνοκα  της  αγα- 
πημένης του,  το  δικό  του,  ή  το  σκοπό  γιά  τον  όποιο  φτείχνει 
το  ποίημα.  Άπ'  τά    στιχουργικά  παιχνίδια  πού   βρίσκονται  στή 


τά  χΰρια  γνωρίσματα  τοΰ  σταθερού  στιχουργικού  είδους.  Τό  επίγραμμα 
π.  χ.  μιά  και  δέν  έχει  ώρισμενο  καλούπι  είναι  κάτι  πού  δέν  είναι  στα- 
υρό. Τό  Ιδιο  θα  λέγαμε  γιά  την  φδή  κλπ.  Τά  συμπεριλάβαμε  όμιος  όλη 
μαζί  γιατί  διαφέρουν  άπ'  τάλλα  στιχουργικά  είδη  π'  αναφέραμε  πιο 
μπρος  χαΐ  τά  όποια  δέν  έχουν  κανένα  περιορισμό  στό  φτειάξιμό  τους, 
άλλ'  άκολουθοϋν  τό  γοΰστο  τοΰ  ποιητή  και  σε  έξωτερικ»)  φόρμα  και  σέ 
περιεχόμενο.  Αντίθετα  άπ'  αυτά,  τά  τελευταία  άκολουθοϋν  ίδιους  κα- 
νόνες, άλλα  απόλυτα  αυστηρούς  κι  άλλα  λιγώτερο,  ώστε,  ένα  επίγραμμα 
νά  μή  μπορή  νά  γίνη  άπό  πενήντα  στίχους  ή  μιά  μπαλλάντα  άπό  μια 
μονοκόμματη  στροφή.  "Έτσι,  όλα  αυτά  τά  στιχουργικά  είδη,  μιά  και  στη- 
ρίζουν απάνω  σ'  ώρισμένους  νόμους  τό  φτειάξιμό  τους,  τό  δέ  περιεχόμενο 
τους  τό  παίρνουν  άπ'  τόν  ίδιο  κύκλο,  είναι,  κάτι  τό  σταθερό. 

Στά  ποιήματα  μέ  σταθερή  μορφή,  θά  [.ιπορούσαμε  νά  κατατάξουμε 
ακόμη  τό  μαδριγάΐια,  πού  είναι  ερωτικό  ποιητικό  είδος  χαΐ  Ιχει  σχέση 
μέ  τό  επίγραμμα,  πού  σιήν  κλασσική  του  μορφή  είναι  μιά  τετράστιχη 
στροφή,  και  τό  ατρομηόχχο.  Ιταλικής  προέλευσης,  πού  είναι  κι'  αυτό 
ερωτικό  είδος,  πού  τό  διακρίνει  τό  πάθος  και  ή  τρυφερότητα  χα'ι  γίνε- 
νβται  άπό  μιά  μονάχα  στροφή  όκτάσιιχη  ή  και  ¥;άσιιχη.  Τά  είδη  δμως 
αύιά  είναι  σπάνια  στή  Νεοελληνική  ποίηση. 


181 

δημοτική  μας  ποίηση,  καθώς  καΐ  στην  προσϋ)πική  είναι  τα  (ΐλφα- 
Ρητάρια  καΐ  οι  ακροστιχίδες. 

1.  Άλφαβηχάοία :  Καθώς  τΰνομ(ί  τους  δείχνει,  είναι  ποιή- 
ματα, που  είναι  φτειαγμένα  από  στίχους  που  αρχίζει  ύ  καθένας 
από  ενα  γράμμα  τ*  αλφάβητου  κατά  σειράν,  άπ'  τό  άλφα  ως  το 
ωμέγα.  Αλφαβητάρια  βρίσκουμε  στη  Βυζαντινή  εποχή  στην 
εκκλησιαστική  ποίηση,  καθώς  καΐ  στην  κοσμική  καϊ  τα  δημοτικά 
τραγούδια.  Γιά  παράδειγμα  φέρνω  ένα  άπ'  τά  γνίοστά  «-άλφαβη- 
Τίίρια  της  αγάπης  >,  πού  βρίσκεται  τόσο  διαδεδομένο  στο  στόμα 
τοΰ  λαοΰ  σε  πολλές  παραλλαγές. 

"Αλφα,  θέλο)  ν'  άρχινήσο) 

κόρη  μον  νά  Ισιορήσο) 
Βήτα,   βέβαια  σοΰ  λέο) 

πώς  γιά  σένα  πάντα  ν.Χαίο). 
Γάμμα,  γίνομαι  κομμάτια 

γιά  τά  μαϋρσ  σου  τά  μάτια. 
Δέλτα  δέ  σοΰ  φανεροίνω 

της  καρδούλας   μου  τον  πόνο. 
Έψηλό  μου  κυπαρίσσι 

ρίχνεις  τη  δροσιά  σο  βρύση. 


Ώ,  το  μέγα  τελεΐϋΐνβι 

άς  λαλήσει  κι  άλλο  αηδόνι. 


Απάνω  στ'  άλφοφητάρια  είναι  φτειαγμένο  το  παρακάτω, 
πού  οί  στίχοι  του  ακολουθούν  τή  σειρά  τ(7ίν  άριθιιων  άπ'  τό  ενίΐ 
ώς  τό  δώδεκα  και  πού  τραγουδιέται  καθώς  ξαίρω  στο  Ζαγόρι  καΐ 
δεν  έχει  τελειωμό,  γιατί  κατά  τό  τραγούδημα  έ.παναλαμβάνονται, 
καθώς  προχωρεί,  και  δλοι  οι  προηγούμενοι  στίχοι  άπ'  τόν  πρώτο 
ώς  τόν  τελευταίο.  ΓΙ.  χ. 

"Ενα  βΐν'  τ'  άηδολάκι 
τό  χελιδονάκι 
όλον  τόν  Μάη  λαλεί 
κι'  όλον  τό  θεριστή. 

Δύο  πέρδικες  γραμμένες 
γραμμένες   πλουμισμένες 
ενα  είναι  τ'  άηδονάκι 
τά  χελιυυνάχι 
όλον  τύ  Μάη  λαλεί 
κι'  όλον  τό  θεριστή. 


182 

Τρία  πόδια  λετροπόδια 
δυο  πέρδικες  γραμ^ιένες 
γρα|ΐμένες  πλουμισμένες 
Ινα  είν'  τ*  άηδονάκι 
τό  χελιδονάχι 
όλον  τό  Μάη  λαλεί 
κι*  δλο  τό  θεριστή. 

Τβσσβρα  βυζιά  ή  γελάδα 
χρία  πόδια  λετροπόδια 
δυό  πέρδικες  γραμμένες 
γραμμένες  πλουμισμένες 
Ινα  εΙν'  τ'  άηδονάκι 
τό  χελιδονάκι 
δλον  τό  Μάη  λαλεί 
κι*  όλον  τό  θεριστή. 

Πέντβ  δάχτυλο  έχει  ή  χείρα 
τέσσερα  βυζιά  ή  γελάδα 
τρία  πόδια  λετροπόδια 
δυό  πέρδικες  γραμμένες 
ενα  εΙν'  τ*  άηδονάκι 
τό  χελιδονάκι 
όλον  τό  Μάη  λαλεί 
κι*  δλο  τό  θεριστή. 

"Εξη  άστρα  σέρνει  ή  πούλια 
πέντε  δάχτυλα  έχει  ή  χείρα 
τέσσερα  βυζιά  ή  γελάδα 
τρία  πόδια  λετροπόδια 
δυό  πέρδικες  γραμμένες 
γραμμένες  πλουμισ}ΐένες 
ενα  εΐν*  το  άηδονάκι 
το  χελιδονάκι 
ΰλον  τό  Μάη  λαλεί 
κι*  δ?ι.ο  τό  Οεί)ΐστή. 

'ί?<ρΓοπάρθενος   χσρός  ^ 
κλπ.  κλπ. 

2.  Ακροστιχίδες:  Οι  άχροσηχίί>ρς  καλλιεργή'{>ηκαν  πολΐ' 
ατή  νεώτερη  ποίηση   χαΐ    έχουν   την  κατ(χγωγή  τους  απ' τήν  Λρ- 

1.  Ή  ακροστιχίδα  αυτή,  καθώς  τραγουδιέται,  }ΐπροστά  άπό  κάθε 
οτίχο  ό  τραγουδιστής  επαναλαμβάνει  ώς  τύ  τέλος  «άς  το  πούμε  ενα 
δύο,  τρία»  κλπ.  ώς  τό  τέλος  τραγουδιστά,  ένώ  άμεσος  οΊ  άλλοι  ακολου- 
θούν τό  περσότερο,  βαστόντας  τό  ίσο. 


183 

χαία  μας  φιλολογία,  χαΧ  βρίσκονται  σ'  δλες  τΙς  φιλολογίες.  Ή 
βνζαντινή  εκκλησιαστική  ποίηση  έκανε  μεγάλη  χοηση  καθώς  και 
ή  κοσμική.  Στη  νείότερη  ποίί)σή  μας  καλλιεργήθηκε  πολύ  περισ- 
σότερο άπ'  τους  καθαρευουσιάνους.  01  ακροστιχίδες  τις  περισσό- 
ρες  φορές  έχουν  περιεχόμενο  (^ροτικύ,  γιατί  ό  κυριώτερος  σκο- 
πός τους  είναι  καθώς  είπαμε  τό  φανέρωμα  τοΰ  ονόματος  της 
Γ;γαπη[ΐένης  τοΰ  ποιητή.  Οι  καθαρευουσιάνοι  ποιητές  γράψανε 
πολλές  άπ'  αυτές  προ  πάντων  σέ  λευκο)ματα,  πού  ήταν  πολύ  της 
μόδας  τότε  στα  φιλολογικά  σαλόνια. 

Για  παράδειγμα  φέρνω  μια  διπλή,  παρμένη  (χπ'  το  Ημερο- 
λόγιο τοΰ  Σκύκου  τοΰ  1896  σελ.  ;)δ2  ποοναι  συμβουλή  πατέρα 
προς  κόρην,  καΐ  μια  άκόμα,πού  επαναλαμβάνεται  σέ  κάθε  στροφή 
ή  ϊδια  σ'  δλο  τό  ποίημα  κι  είναι  νεώτερου  ποιητή.  Ή  πρώτη 
αναφέρεται  σέ  μια  "Αννα  και  ή  δεΰτεοη  σέ  μια  Θέκλα. 

'^ίγνή  μου  χόρη,  ενλαλος,  αγγελική  καρδία 
^ί^ά  ζήσης  βίον  εύχομαι  τρισόλβιπν  γλυκν^ 
Να  έχης,  τό  βιβλίον  σου  τροφήν  πνευμαχιχήίΤ 

'>1σχόλημά  σου  δ'  άνεΓον  τα  ρόδα  καΐ  τά  ΙΑ. 


ΛΚΓΟΣΤΙΧΙΛΑ 

-  θάρΰίο,  μαζύ  σου,  δπου  κι'  ίΐν  πάς  χαλέ  μου 
Είμαι  φτοιχός,  έγώ,  τραγουδιστής 
Κ^ατώ  στον  ώμο  μου  σταυρό  πολέμου, 
Λύπες  μου  οΊ  σύντροφοι,  Οά  κουραστής. 

"Α-ν  μ'  άγρπάς,  δέ  θ'  άρνηθής  καλέ  μου. 

θό  στερηθής  τά  πάντα,  θά  πεινόσης. 
"Εχζ\.  μεγάλες  πίκρες  ή  ζωή 
Κα\  πρόορα  μαζΰ  μου  Οά  γεράσης. 
^Ιέγε  τραγουδιστή,  θαρθώ  μαζΰ  ! 
Αλίμονο,  στό  δρόμο  ■^'  απόστασης  ! 

θέλω,  τραγουδιστή,  νά  ξαποστάσω. 
.ΒΙναι  ό  δρόμος  κόρη  μου,  μακρύς 
Κα\.  πριν  τή  δύση   πρέπει  νά  προφτάσο», 
Αυποΰμαι,  κόρη,  πού  Οά  κουραστής 
ΆΧί,  μου,  μά  στό  τέρμα  δέ  θά  φτάσω. 


184 


—  θάρρεψε,  κόρη,  --χίσω  η    κοΓαφρόνια 
*  εμπρός  για  μάς  μονάχα  ή  ζ(θή. 

—  Ιίουράστηχα,  μάς  ζίόσανε  τα  χιόνια, 
Λυ7ΐτ\αου  κι'  άς  γυρίσο)  ή  φτωχή 

—  Μργά  'ναι  πειά,  μας  πήρανε  τα  χρόνια. 

Όρεινός 


Σημ.  Στο  στιχουργικά  παιχνίδια  περιλαμβάνονται  και  τά  «Σχή- 
ματα», πού  είναι  γνωστά  στοΰ^  αρχαίους.  Στη  νεώτερη  εποχή  δέν  '4οίρ*ι 
ν'  ασχολείται  κανένας  μ'  αυτά  έκτος  άπ'  τόν  Πότη  Ψαλτήρα  καθος  μάς 
πληροφορεί  ό  θ.  Σταύρου  στο  βιβλίο  του. 


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 

Πρόλογος  Β'  έκδόσβ^.ς 3  •    4 

Πρόλογος  Λ'  εκδόσεως δ  •  10 

Μ  Ε  Ρ  Ο  Γ    Α 

ΚΕΦΛΛΛΙΟ   ΠΡΩΤΟ 

ΓΕΝΠίΛ  ΓΙΛ  ΤΠΝ  ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ  ΤΠ^:  ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 

μετρικής Π 

Λ'.  Όρισμοΐ 

Γ.'.  Εϊδη  μέτρων 13 

Γ'.  Ό  τονισμ©$  στή  σημερινή  ηΰίηση 1β 

Δ'.  "Ονομασία  στίχου 17 

Ε'.    Στίχος  και  στροφή Ι^ 

Τ'.   Συνίζηση 19 

Ζ'.    Δυνατβξ  καϊ  αδύνατος  τόνος 22 

Η'.  Χώρισμα  η  τομή 20 

Μ  Ε  Ρ  Ο  Ζ    Β 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  1ΙΡΩΤ0 

ΔΙΑΙΡΕΣΗ  ΚΑΙ  ΕΙΔΗ  ΤϋΝ  ΣΤΙΧΩΝ 28 

Λ'.  Ιαμβικοί  στίχοι 28 

Ιαμβικός  δισύλλαβος 29 

Ιαμβικός  τρισύλλαβος 30 

Ιαμβικός  τΕίρασύλλαβος 30 

Ιαμβικός  πεντασύλλαβος 31 

Ιαμβικός  έξασΰλλσβος 32 

Ιαμβικός  ίφτασύλλαβος 31 

Ιαμβικός  όχτασύλλαβος 35 

Ιαμβικός  έννεασύλλαβος •     •  38 

Ιαμβικός  δεκασύλλαβος 38 

Ιαμβικός  έντεκασύλλαβος 40 

Ιαμβικός  έντεκασΰλλαβος  0&ηΐ65ΰθ 44 

Ιαμβικός  δοδεκασύλλαβος 47 

.Ιαμβικός  δεκατρισΰλλαβος ύΟ 

•Ιαμβικός  δεκατβτρασύλλαβος 53 

Ιαμβικός  δεκαπεντασύλλαβος 55 


186 

2εΙ. 

Ιαμβικοί  ^ι^'γβλύτεροι. π9 

Ιαμβικός  δεκσεςασΰλλαβος 61 

Ιαμβικός  δβκαεφιασύλλαβος 63 

Ανασκόπηση  των  Ιαμβικών  στίχον 65 

Β'.  Τροχαϊκοί  στίχοι.    . 66 

Τροχαϊκός  δισύλλαβος 6•ϊ 

Τροχαϊκός  τρισύλλαβος 67 

Τροχαϊκός  τετρασύλλαβος 67 

Τροχαϊκός  πεντασύλλαβος 68 

Τροχαϊκός  έξασύλλαβος. 69 

Τροχαϊκός  έφτασύλλαβος 69 

Τροχαϊκός  ύχτασύλλοβος 71 

Τροχαϊκός  έννεασύλλαβος 72 

Τροχαϊκός  δεκασύλλαβος 73 

Τροχαϊκός  έντεκασύλλαβος 75 

Τροχαϊκός  δωδεκασύλλαβος 77 

Τροχαϊκός  δεκατριαύλλαβος 80 

Τροχαϊκός  δεκστετρασύλλαβος 82 

Τροχαϊκός  δεκαπεντασύλλαβος 82 

Τροχαϊκοί  μεγαλύτεροι 83 

Τροχαϊκός  δεκαεξασύλλαβος 84 

Τροχαϊκός  δεκσεφτασύλλαβος 84 

Ανασκόπηση  των  τροχαϊκών  στίχο)ν 85 

Γ'.  ΆναπαιστιχοΙ  στίχοι 86 

'Λναπαιστικός  μονόμετρος 86 

Άναπαιστικός  δίμετρος 86 

Άναποιστικός  τρίμετρος 88 

Άναπαιστικός  τετράμετρος 89 

Άναπαιστικός  πεντάμετρος 90 

Ανασκόπηση   των  άναπαιστικών  στίχων 91 

Δ'.  ΔαχτυλικοΙ  στίχοι    .     • 93 

Δαχτυλικός  μονόμετρος 93 

Δαχτυλικός  δί^ιετρος 93 

Δαχτυλικός  τρίμετρος 91 

Δαχτυλικός  τετράμετρος 95 

Δαχτυλικός  πεντάμετρος     .....     95 

Δαχτυλικός  έξάμετρος 96 

Ανασκόπηση  των  δαχτυλικών  στίχων 99 

Ε'.  Νεσότονοι  ή  μεσοτονικοί  στίχοι 100 

ΜεσοτονικοΙ  δίμετροι               102 

Μεσοτονικοί  τρίμετροι 103 

ΜεσοτονικοΙ  τβτράμετροι 108 

Ανασκόπηση  μεσοτονικών  στίχων 105 


187 


Μ  Ε  ΡΟΖ     Γ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΡΩΤΟ 

Σίί.. 

ΣΤΟΛΙΔΙΑ  ΤΟΥ  ΣΤΙΧΟΥ 106 

'ΟμοιοκαταληΙία  ή  ρίμα 106 

Είδη  χαΐ  κανόνες  της  όμοιοχαταληςίας 108 

Τρόποι  6μοιοκατάληχτ(ον  στίχων 111 

Παρήχηση 113 

Μιμητική  αρμονία 117 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΛΕΥΤΕΡΟ 

ΨΕΓΑΔΙΑ  ΤΟΥ  ΣΤΙΧΟΥ 122 

Χασμοιδία 122 

Κακή  παρήχηση  ί)  κακοφωνία 124 

Κολόβωμα  λέςης 125 

Παραγέμισμα  στίχου 126 

Δρσσκέλισμα 127 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ 

ΤΕΧΝΙΚΑ  ΜΕΣΑ  ΤΟΥ  ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΥ 131 

Συνίζηση 131 

Κράση 132 

Αφαίρεση 132 

Συναίρεση 132 

Παρεμβολή  γράμματος 132 

ΊσοδΟναμβς  και  συνώνυμβς  λ«ξεις 133 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΕΤΑΡΤΟ 

ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΙ  ΤΡΟΠΟΙ  ΤΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ 134 

ΕΙχόνα. 134 

"Αλληγορία 134 

Παρομοίωση 134 

Μεταφορά 135 

Συνεκδοχή ,     .  136 

Περίφραση 135 

Πλεονασμός 136 

Αντίθεση 137 

Υπερβολή    .     .    ' 137 

Αποσιώπηση 137 

Αναστροφή. 137 


1Β8 


ΜΕΡΟΧ  Δ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΠΡΩΤΟ 

ΕΙΔΗ  ΣΤΟΦΙΪΝ 139 

Δίστιχες 140 

Τρίσιιχες  ή  τερΓοίνες 141 

Τετράστιχες •     .     .     .  143 

Πεντάστιχες 144 

Έξάστιχες 146 

Έφτάστιχες 147 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ 

στιχουργικές  ΜΟΡΦΕΣ 

Ποιήματα  μέ  ασταθή  μορφή 148 

Ελεύθερος  στίχος 152 

Ποιήματα  μέ  σταθερή  μορφή 153 

Τό  Τρίστιχο 153 

Το  επίγραμμα 155 

Ή  'ί^δή 758 

Τό  σονέτο 160 

Τό  τριολέτο ,     .     •  Ιΰό 

Τό  ροντέλο  ή  κυκλοίτύ 168 

Ή  Μπαλλάνια      ....  - • 170 

Τό  δεκάστιχο 176 

Ή  Βιλλανέλλα 177 

ΜΕΤΡΙΚΑ  ΠΑΡΕΡΓΑ 

ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΑ  ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ       180 

Αλφαβητάρια 181 

Ακροστιχίδες 182 


Ο 


ΕϊΝ^ΠΝΟ  3Ε0Τ.  ΝΟν  4    1971 


ΡΑ  5&Γ3.1β3,    Οίειηηβ8   \. 

1106  Νβοθΐίθηίΐίθ  ιηβίΓΐΙίθ 

337 
19— 


ΡίΕΑ$Ε  ΟΟ  ΝΟΤ  ΚΕΜΟνΕ 
0ΑΚ05  Οβ  $ϋΡ$  ΡΚΟΜ  ΤΗΙ5  ΡΟΟΚΕΤ 

υΝΐΥΕκειτγ  ορ  τοκοντο  ιιεκακυ